συμμαχία εθνών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι δυνάμεις του Άξονα (γερμανικά: Achsenmächte, ιταλικά: Potenze dell'Asse, ιαπωνικά: 枢軸国), επίσης γνωστές ως Άξονας ή Άξονας Ρώμης-Βερολίνου-Τόκιο,[1] ήταν τα έθνη που πολέμησαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στις Συμμαχικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του Άξονα συμφωνούσαν ως προς την αντίθεσή τους στους Συμμάχους, αλλά δεν συντόνιζαν πλήρως τη δραστηριότητά τους.
Ο Άξονας εξελίχθηκε από τις διπλωματικές προσπάθειες της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, με σκοπό να εξασφαλίσει τα δικά τους επεκτατικά συμφέροντα στα μέσα της δεκαετίας του '30. Το πρώτο βήμα ήταν η συνθήκη που υπογράφτηκε από τη Γερμανία και την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1936. Ο Μπενίτο Μουσολίνι δήλωσε την 1η Νοεμβρίου ότι όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα περιστρέφονταν γύρω από τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου, δημιουργώντας έτσι τον όρο «Άξονας».[2] Το σχεδόν ταυτόχρονα δεύτερο βήμα ήταν η υπογραφή, τον Νοέμβριο του 1936, του Συμφώνου κατά της Κομιντέρν, μιας αντικομμουνιστικής συνθήκης μεταξύ Γερμανίας και Ιαπωνίας. Η Ιταλία εντάχθηκε στο Σύμφωνο το 1937. Ο «Άξονας Ρώμης-Βερολίνου» έγινε στρατιωτική συμμαχία το 1939, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Χαλύβδινου Συμφώνου», με το Τριμερές Σύμφωνο του 1940 να οδηγεί στην ενσωμάτωση των στρατιωτικών στόχων της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άξονας προέδρευε εδάφη που κατείχαν μεγάλα τμήματα της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Ασίας. Δεν υπήρξαν τριμερείς συναντήσεις κορυφής και η συνεργασία και ο συντονισμός ήταν ελάχιστες, με λίγο περισσότερο μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας. Ο πόλεμος τελείωσε το 1945 με την ήττα των δυνάμεων του Άξονα και τη διάλυση της συμμαχίας τους. Όπως και στην περίπτωση των Συμμάχων, η ένταξη στον Άξονα ήταν ρευστή, με κάποια έθνη να αλλάζουν πλευρά ή να αλλάζουν τον βαθμό στρατιωτικής τους εμπλοκής κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο όρος «άξονας» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιταλογερμανική σχέση από τον Ιταλό πρωθυπουργό Μπενίτο Μουσολίνι τον Σεπτέμβριο του 1923, όταν έγραψε στον πρόλογο τού Γερμανική Δημοκρατία του Ρομπέρτο Σούστερ ότι "δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή ο άξονας της ευρωπαϊκής ιστορίας περνάει από το Βερολίνο" (non v'ha dubbio che in questo momento l'asse della storia europea passa per Berlino)[3]. Την εποχή εκείνη επιδίωκε συμμαχία με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Γαλλίας στη διαμάχη για το Ελεύθερο Κράτος του Φιούμε[4].
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Γκιούλα Γκέμπες, όταν υποστήριζε μια συμμαχία της Ουγγαρίας με τη Γερμανία και την Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι προσπάθειες του Γκέμπες επηρέασαν πράγματι τα Ιταλοουγγρικά Πρωτόκολλα της Ρώμης, αλλά ο αιφνίδιος θάνατός του το 1936, ενώ διαπραγματευόταν με τη Γερμανία στο Μόναχο, και η έλευση του διαδόχου του Kάλμαν Ντάρανι έδωσαν τέλος στην εμπλοκή της Ουγγαρίας στην επιδίωξη τριμερούς άξονα. Οι επίμαχες διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο και του Γερμανού πρέσβη Ούλριχ φον Χάσελ οδήγησαν σε ένα Πρωτόκολλο Δεκαεννέα Σημείων, που υπογράφτηκε από τον Τσιάνο και τον Γερμανό ομόλογό του Κόνσταντιν φον Νόιρατ το 1936. Όταν ο Μουσολίνι ανακοίνωσε δημοσίως την υπογραφή του την 1η Νοεμβρίου, διακήρυξε τη δημιουργία άξονα Ρώμης-Βερολίνου [4].
Η Ιταλία υπό τον Ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι είχε επιδιώξει μια στρατηγική συμμαχία της Ιταλίας με τη Γερμανία εναντίον της Γαλλίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.[5] Πριν γίνει επικεφαλής της κυβέρνησης στην Ιταλία, ως ηγέτης του Ιταλικού Φασιστικού κινήματος, ο Μουσολίνι είχε υποστηρίξει μια συμμαχία με την πρόσφατα ηττημένη Γερμανία μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού του 1919 και τις συνθήκες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[5] Πίστευε ότι η Ιταλία θα μπορούσε να επεκτείνει την επιρροή της στην Ευρώπη με τη συμμαχία της με τη Γερμανία εναντίον της Γαλλίας [5]. Στις αρχές του 1923, ως χειρονομία καλής θέλησης προς τη Γερμανία, η Ιταλία παρέδωσε μυστικά όπλα στον Γερμανικό Στρατό, που τελούσε υπό αφοπλισμό σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών[5].
Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο Μουσολίνι πρότεινε στον Γερμανό Καγκελάριο Γκούσταβ Στρέζεμαν μια «κοινή πολιτική»: ζήτησε τη γερμανική στρατιωτική υποστήριξη ενάντια στην πιθανή γαλλική στρατιωτική επέμβαση στη διπλωματική διαμάχη της Ιταλίας με τη Γιουγκοσλαβία για το Φιούμε, σε περίπτωση που τυχόν κατάληψη του Φιούμε από την Ιταλία οδηγούσε σε πόλεμο με τη Γιουγκοσλαβίς. Ο Γερμανός πρεσβευτής στην Ιταλία το 1924 ανέφερε ότι ο Μουσολίνι έβλεπε μια εθνικιστική Γερμανία ως βασικό σύμμαχο της Ιταλίας ενάντια στη Γαλλία και έλπιζε να αξιοποιήσει την επιθυμία του Γερμανικού Στρατού και της γερμανικής Δεξιάς για έναν πόλεμο εκδίκησης εναντίον της Γαλλίας.
Επί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η γερμανική κυβέρνηση δεν σεβόταν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που είχε πιεστεί να υπογράψει, και διάφοροι τότε κυβερνητικοί παράγοντες απέρριπταν τα γερμανικά σύνορα, που είχαν καθοριστεί με αυτή. Ο Στρατηγός Χανς φον Ζέεκτ (επικεφαλής της διοίκησης του Reichswehr από το 1920 έως το 1926) υποστήριζε μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης για να εισβάλουν και να διαμοιράσουν την Πολωνία μεταξύ τους και να αποκαταστήσουν τα Γερμανορωσικά σύνορα του 1914.[6] Ο Γκούσταβ Στρέζεμαν, ως Γερμανός υπουργός Εξωτερικών το 1925 δήλωσε ότι η επανενσωμάτωση των εδαφών που είχαν χαθεί υπέρ της Πολωνίας και του Ντάντσιχ με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν βασικός στόχος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής[6]. Το μνημόνιο του Υπουργείου του Reichswehr του 1926 δήλωσε την πρόθεσή του να επιδιώξει την επανενσωμάτωση των γερμανικών εδαφών που είχαν χαθεί υπέρ της Πολωνίας ως την πρώτη του προτεραιότητα, που θα ακολουθείτο από την επιστροφή του εδάφους του Σάαρ, την προσάρτηση της Αυστρίας και την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας [6].
Από τη δεκαετία του 1920 η Ιταλία είχε προσδιορίσει το έτος 1935 ως το κρίσιμο για την προετοιμασία ενός πολέμου κατά της Γαλλίας, καθώς ήταν το έτος κατά το οποίο οι υποχρεώσεις της Γερμανίας βάσει της συνθήκης των Βερσαλλιών είχαν προγραμματιστεί να λήξουν [7].
Το 1924 πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο συναντήσεις μεταξύ του Ιταλού Στρατηγού Λουίτζι Καπέλο και επιφανών παραγόντων του γερμανικού στρατού, όπως ο φον Ζέεκτ και ο Έριχ Λούντεντορφ, για τη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας. Οι συζητήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να επιθυμούν έναν πόλεμο εκδίκησης εναντίον της Γαλλίας, αλλά υστερούσαν σε εξοπλισμό και έλπιζαν ότι η Ιταλία θα μπορούσε να βοηθήσει τη Γερμανία[8].
Ωστόσο τότε ο Μουσολίνι τόνισε μια σημαντική προϋπόθεση που η Ιταλία έπρεπε να επιδιώξει σε μια συμμαχία με τη Γερμανία: ότι η Ιταλία "πρέπει ... να τους ρυμουλκεί, να μην ρυμουλκείται από αυτούς" [5]. Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Ντίνο Γκράντι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 υπογράμμισε τη σημασία του «αποφασιστικού βάρους», που αφορούσε τις σχέσεις της Ιταλίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ότι η Ιταλία δεν ήταν ακόμη μεγάλη δύναμη, αλλά διέβλεπε ότι η Ιταλία είχε αρκετά ισχυρή επιρροή για να αλλάξει την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, προσφέροντας το βάρος της υποστήριξής της στη μία ή την άλλη πλευρά[9]. Ωστόσο ο Γκράντι τόνισε ότι η Ιταλία πρέπει να προσπαθήσει να αποφύγει να γίνει «σκλάβος της κυριαρχίας των τριών» προκειμένου να επιδιώξει τα συμφέροντά της, ισχυριζόμενος ότι, αν και υπήρχαν σημαντικές ιταλογαλλικές εντάσεις, η Ιταλία δεν θα δεσμευόταν άνευ όρων σε μια συμμαχία με τη Γερμανία, όπως ποτέ δεν θα δεσμευόταν άνευ όρων σε μια συμμαχία με τη Γαλλία λόγω ενδεχομένων ιταλογερμανικών εντάσεων[10]. Οι προσπάθειες του Γκράντι να διατηρήσει μια διπλωματική ισορροπία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας τέθηκαν σε δοκιμασία το 1932 από την πίεση των Γάλλων, που είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν μια συμμαχία με τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια στην απειλή μιας ρεβανσιστικής Γερμανίας [11]. Η Γαλλική κυβέρνηση προειδοποίησε την Ιταλία ότι έπρεπε να επιλέξει αν θα βρεθεί στο πλευρό των υπέρ των Βερσαλλιών δυνάμεων ή των εναντίων των Βερσαλλιών ρεβανσιστών[11]. Ο Γκράντι απάντησε ότι η Ιταλία θα ήταν διατεθειμένη να προσφέρει στη Γαλλία υποστήριξη κατά της Γερμανίας αν η Γαλλία έδινε στην Ιταλία την εντολή της για το Καμερούν και επέτρεπε στην Ιταλία ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία [11]. Η Γαλλία αρνήθηκε την ανταλλαγή υποστήριξης που πρότεινε η Ιταλία, καθώς πίστευε ότι τα αιτήματα της Ιταλίας ήταν απαράδεκτα και ότι η απειλή από τη Γερμανία δεν ήταν ακόμη άμεση[11].
Στις 23 Οκτωβρίου 1932 ο Μουσολίνι δήλωσε την υποστήριξή του για ένα Διευθυντήριο Τεσσάρων Δυνάμεων, που θα περιλάμβανε τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, για να επιφέρει μια μεθοδική αναθεώρηση των συνθηκών, πέραν της θεωρούμενης από αυτόν ξεπερασμένης Κοινωνίας των Εθνών [11][12]. Το προτεινόμενο Διευθυντήριο είχε σχεδιαστεί στην ουσία για να μειώσει τη γαλλική ηγεμονία στην ηπειρωτική Ευρώπη, προκειμένου να μειώσει τις εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και βραχυπρόθεσμα για να εξαγοράσει την ανακούφιση της Ιταλίας από την πίεση μιας συγκεκριμένης πολεμικής συμμαχίας, ενώ παράλληλα θα της επέτρεπε να επωφεληθεί από τις διπλωματικές συμφωνίες αναθεώρησης των συνθηκών.
Το 1932 ο Γκιούλα Γκέμπες και το Κόμμα Εθνικής Ενότητας ανέβηκαν στην εξουσία στην Ουγγαρία και αμέσως επιδίωξαν συμμαχία με την Ιταλία. Ο Γκέμπες προσπάθησε να αλλάξει τα σύνορα της Ουγγαρίας μετά τη Συνθήκη του Τριανόν, αλλά γνώριζε ότι μόνη της η Ουγγαρία δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της Μικρής Αντάντ (Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία), παρά μόνο σχηματίζοντας μια συμμαχία με την Αυστρία και την Ιταλία. Ο Μουσολίνι ενθουσιάστηκε με την προσφορά του Γκέμπες για συμμαχία με την Ιταλία και συνεργάστηκαν προσπαθώντας να πείσουν τον Αυστριακό Καγκελάριο Ένγκελμπερτ Ντόλφους να συμμετάσχει σε τριμερή οικονομική συμφωνία με την Ιταλία και την Ουγγαρία. Κατά τη συνάντηση του Γκέμπες με τον Μουσολίνι στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου 1932, προέκυψε το ζήτημα της κυριαρχίας της Αυστρίας σε σχέση με την προβλεπόμενη άνοδο στην εξουσία στη Γερμανία του Ναζιστικού Κόμματος. Ο Μουσολίνι ανησυχούσε για τις φιλοδοξίες των Ναζί για την Αυστρία και τόνισε ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα δεσμευόταν να διατηρήσει την Αυστρία ως κυρίαρχο κράτος. Η Ιταλία εξέφρασε ανησυχίες για μια Γερμανία, που θα συμπεριλάμβανε την Αυστρία, που ήγειρε εδαφικές αξιώσεις για την κατοικούμενη από Γερμανούς περιοχή του Νότιου Τυρόλου (γνωστό και ως Άλτο Άντιτζε) εντός της Ιταλίας, που συνόρευε με την Αυστρία με το πέρασμα του Μπρέννερο. Ο Γκέμπες απάντησε στον Μουσολίνι ότι, καθώς οι Αυστριακοί προσδιορίζονταν πρωτίστως ως Γερμανοί, το Ανσλους της Αυστρίας στη Γερμανία ήταν αναπόφευκτο και τον συμβούλεψε ότι θα ήταν καλύτερο για την Ιταλία να έχει μια φιλική Γερμανία πέρα από το πέρασμα του Μπρέννερο παρά μια εχθρική Γερμανία με την τάση να βγει στην Αδριατική. Ο Μουσολίνι δήλωσε ότι έλπιζε ότι το Ανσλους θα μπορούσε να αναβληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι την έκρηξη ενός Ευρωπαϊκού πολέμου που εκτιμούσε ότι θα ξεκινούσε το 1938.
Το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ και το Ναζιστικό Κόμμα ήρθαν στην εξουσία στη Γερμανία. Ο πρώτος διπλωματικός του επισκέπτης ήταν ο Γκέμπες. Σε μια επιστολή προς τον Χίτλερ την επομένη του διορισμού του ως Καγκελαρίου, ο Γκέμπες έλεγε στον Ούγγρο πρεσβευτή στη Γερμανία να υπενθυμίσει στον Χίτλερ «ότι πριν από δέκα χρόνια, με βάση τις κοινές μας αρχές και ιδεολογία, ήμασταν σε επαφή μέσω του Δρ. Σόιμπνερ-Ρίχτερ "[12] Ο Γκέμπες είπε στον Ούγγρο πρεσβευτή να ενημερώσει τον Χίτλερ για τις προθέσεις της Ουγγαρίας «να συνεργαστούν οι δύο χώρες στην εξωτερική και οικονομική πολιτική».
Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας από τη δεκαετία του 1920.[13] Λίγο μετά τον διορισμό του ως Καγκελάριου ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Μουσολίνι, δηλώνοντας «θαυμασμό και σεβασμός» και την προσδοκία του για τις προοπτικές της γερμανοϊταλικής φιλίας και ακόμη και συμμαχίας [14]. Ο Χίτλερ γνώριζε ότι η Ιταλία είχε ανησυχίες σχετικά με πιθανές γερμανικές εδαφικές αξιώσεις στο Νότιο Τιρόλο και διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι η Γερμανία δεν ενδιαφερόταν για το Νότιο Τιρόλο. Ο Χίτλερ στο Mein Kampf του είχε αναφέρει ότι το Νότιο Τιρόλο ήταν μη-ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζε από μια γερμανοϊταλική συμμαχία. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η πρόταση της Ιταλίας για Διευθυντήριο των Τεσσάρων Δυνάμεων εξετάστηκε με ενδιαφέρον από τη Βρετανία, αλλά ο Χίτλερ δεν είχε δεσμευτεί γι 'αυτό, με αποτέλεσμα ο Μουσολίνι να παροτρύνει τον Χίτλερ να εξετάσει τα διπλωματικά πλεονεκτήματα που θα αποκτούσε η Γερμανία σπάζοντας την απομόνωσή της μπαίνοντας στο Διευθυντήριο και αποφεύγοντας την άμεση ένοπλη σύγκρουση[15] [16]. Η πρόταση για Διευθυντήριο των Τεσσάρων Δυνάμεων περιείχε τον όρο ότι η Γερμανία δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να διαθέτει περιορισμένα όπλα και ότι θα αποκτούσε το δικαίωμα επανεξοπλισμού υπό ξένη εποπτεία σταδιακά.[16]. Ο Χίτλερ απέρριψε εντελώς την ιδέα του ελεγχόμενου επανεξοπλισμού υπό ξένη εποπτεία.
Ο Μουσολίνι δεν εμπιστευόταν τις προθέσεις του Χίτλερ σχετικά με το Ανσλους ούτε την υπόσχεση του ότι δεν υπάρχουν εδαφικές αξιώσεις στο Νότιο Τιρόλο. Πληροφόρησε τον Χίτλερ ότι ήταν ικανοποιημένος από την παρουσία της αντιμαρξιστικής κυβέρνησης του Ντόλφους στην Αυστρία και τον προειδοποίησε ότι ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στο Ανσλους. Ο Χίτλερ απάντησε με περιφρόνηση στον Μουσολίνι ότι σκόπευε "να πετάξει το Ντόλφους στη θάλασσα". Με αυτή τη διαφωνία σχετικά με την Αυστρία οι σχέσεις μεταξύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι γίνονταν σταθερά πιο απόμακρες.[17]
Ο Χίτλερ προσπάθησε να άρει το αδιέξοδο με την Ιταλία για την Αυστρία, στέλνοντας τον Χέρμαν Γκαίρινγκ να διαπραγματευτεί με τον Μουσολίνι το 1933 για να τον πείσει να πιέσει την Αυστριακή κυβέρνηση να διορίσει μέλη των Ναζί Αυστρίας στην κυβέρνηση. Ο Γκαίρινγκ ισχυρίστηκε ότι η ναζιστική κυριαρχία στην Αυστρία ήταν αναπόφευκτη και ότι η Ιταλία έπρεπε να το δεχτεί, αλλά και επανέλαβε στον Μουσολίνι την υπόσχεση του Χίτλερ να «θεωρήσει το ζήτημα των συνόρων του Νότιου Τιρόλου οριστικά λυμένο από τις ειρηνευτικές συνθήκες». Αντιδρώντας στην επίσκεψη του Γκαίρινγκ στον Μουσολίνι ο Ντόλφους πήγε αμέσως στην Ιταλία για να αντικρούσει κάθε γερμανική διπλωματική πρωτοβουλία. Ο Ντόλφους ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του αντιμετώπισε δραστικά τους μαρξιστές στην Αυστρία και ότι μετά την ήττα των μαρξιστών στην Αυστρία, αυτή η υποστήριξη προς τους Ναζί της Αυστρίας θα μειωνόταν.
Το 1934 ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Βενετία. Η συνάντηση δεν εξελίχθηκε φιλικά. Ο Χίτλερ ζήτησε από τον Μουσολίνι να συμβιβαστεί για την Αυστρία, πιέζοντας τον Ντόλφους να διορίσει Αυστριακούς Ναζί στην κυβέρνησή του, αίτημα που ο Μουσολίνι απέρριψε ρητά. Απαντώντας ο Χίτλερ υποσχέθηκε ότι θα αποδεχόταν την ανεξαρτησία της Αυστρίας προς το παρόν, λέγοντας ότι λόγω των εσωτερικών εντάσεων στη Γερμανία (αναφερόμενος σε τμήματα των Ναζιστικών SA που ο Χίτλερ θα δολοφονούσε σύντομα στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών) δεν μπορούσε να προκαλέσει την Ιταλία.[18] Ο Γκαλεάτσο Τσιάνο δήλωσε στον Τύπο ότι οι δύο ηγέτες είχαν κάνει μια «συμφωνία κυρίων» να αποφευχθεί η παρέμβαση στην Αυστρία.[19]
Λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντηση της Βενετίας, στις 25 Ιουλίου 1934, οι Αυστριακοί Ναζί δολοφόνησαν τον Ντόλφους.[20] Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε επειδή θεώρησε τον Χίτλερ άμεσα υπεύθυνο για τη δολοφονία που παραβίασε την υπόσχεσή του, πριν από λίγες εβδομάδες, να σεβαστεί την Αυστριακή ανεξαρτησία.[21] Ο Μουσολίνι ανέπτυξε γρήγορα αρκετά στρατιωτικά τμήματα και αεροπορικές μοίρες στο Πέρασμα του Μπρέννερο και προειδοποίησε ότι μια γερμανική κίνηση εναντίον της Αυστρίας θα οδηγούσε σε πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας.[22] Ο Χίτλερ απάντησε τόσο αρνούμενος την ευθύνη των ναζιστών για τη δολοφονία όσο και εκδίδοντας εντολές να διαλυθούν όλοι οι δεσμοί μεταξύ του γερμανικού ναζιστικού κόμματος και του αυστριακού παραρτήματός του, που η Γερμανία υποστήριξε ότι ήταν υπεύθυνο για την πολιτική κρίση.[23]
Η Ιταλία διέκοψε τις διπλωματικές τις σχέσεις με τη Γερμανία, ενώ στράφηκε στη Γαλλία για να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία της Γερμανίας υπογράφοντας μια γαλλοϊταλική συμφωνία για την προστασία της Αυστριακής ανεξαρτησίας.[24] Το γαλλικό και το ιταλικό στρατιωτικό επιτελείο συζήτησαν πιθανή στρατιωτική συνεργασία που περιλάμβανε πόλεμο με τη Γερμανία, αν ο Χίτλερ τολμούσε να επιτεθεί στην Αυστρία. Μέχρι τον Μάιο του 1935 ο Μουσολίνι μιλούσε για την επιθυμία του να καταστρέψει τον Χίτλερ.
Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας ανέκαμψαν λόγω της υποστήριξης του Χίτλερ της εισβολής της Ιταλίας στην Αιθιοπία το 1935, ενώ άλλες χώρες καταδίκασαν την εισβολή και υποστήριξαν κυρώσεις κατά της Ιταλίας.
Οι ρίζες της δημιουργίας του Άξονα εντοπίζονται στην οργή του Μουσολίνι από την αγγλική και γαλλική αντίδραση στην εισβολή που επιχείρησε στην Αιθιοπία. Το ξέσπασμα αυτής της οργής δεν άφηνε πλέον περιθώρια διατήρησης της συμμαχίας του με τις άλλες δύο χώρες, αλλά και αντίστροφα είχε μειωθεί η εμπιστοσύνη εκείνων απέναντί του ως συμμάχου. Ουσιώδες γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία του Άξονα υπήρξε αναμφίβολα ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε στις 18 Ιουλίου του 1936, δύο μήνες πριν τη συνομολόγηση της συμμαχίας αυτής. Στη σύναψη της συμμαχίας συνέβαλαν και πολιτικοί καθώς και κοινωνικοί παράγοντες (δεδομένου ότι ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι και το 1939). Η παρουσία του Μουσολίνι στη Συμφωνία του Μονάχου, με τα επακόλουθα αυτής, κραταίωσε ακόμα περισσότερο αυτόν τούτο τον "Άξονα" όπου και ακολούθησε, εύλογα πλέον και χωρίς απορίες, το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο.
Στην ουσία οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου - Ρώμης ήταν αυτές μεταξύ Χίτλερ και Μουσολίνι. Ο Χίτλερ φαινόταν πάντα να θαυμάζει τον Μουσολίνι, περισσότερο για τον πολιτικό του προσανατολισμό, (φασισμό) και να τον θεωρεί ακόμα και ισότιμο με αυτόν ηγέτη τρέφοντας αισθήματα αφοσίωσης. Ειδικότερα το 1937 το Γ΄ Ράιχ επεφύλαξε στον Ντούτσε μια ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή υποδοχή που ασφαλώς και κολάκευσε σε μεγάλο βαθμό τη ματαιοδοξία του. Κατά την επίσκεψη αυτή ο Χίτλερ κατάφερε να δημιουργήσει μαζί του μια ιδιαίτερη προσωπική σχέση που με τον χρόνο γινόταν ακόμα βαθύτερη. Γενικά όμως ο Μουσολίνι είχε περιοριστεί στον ρόλο του ακροατή, ίσως επειδή διαπίστωνε ότι στερούσε κατά πολύ και οικονομικά και σε εξοπλισμούς. Μάλιστα μετά από κάποιες συναντήσεις του με τον Χίτλερ είχε αποφανθεί ότι " οι Γερμανοί είναι ανυπόφοροι".
Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, κάθε φορά που οι σχέσεις των δύο ηγετών για διάφορους λόγους δοκιμάζονταν, ο Χίτλερ πρώτος κατάφερνε την αποκατάστασή τους με προσωπικές συναντήσεις, ξανακερδίζοντας έτσι ασφαλώς την υπεροχή του. Αντίθετα όμως, το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο δεν έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν επί κατοχής της Ελλάδας, όπου οι Ιταλοί στρατιώτες ασκούσαν περισσότερο αστυνομικά χρέη. Τούτο το γνώριζε βέβαια ο Χίτλερ, ο οποίος όμως ήθελε να διατηρεί τον Μουσολίνι ως μεγάλο σύμμαχο προσφέροντάς του συνεχείς υποσχέσεις για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σημείο για το πόσο υστερούσε τότε η Ιταλία έναντι του Γ΄ Ράιχ.
Άξονας Βερολίνου - Ρώμης είναι η επίσημη ονομασία της αρχικά μυστικής συμμαχίας που συνάφθηκε, με διμερές μυστικό σύμφωνο, μεταξύ της Ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας στις 25 Σεπτεμβρίου του 1936. Η πρώτη δημόσια αναφορά περί της ύπαρξής της έγινε μόλις λίγες ημέρες μετά, την 1 Νοεμβρίου από τον Μουσολίνι σε διακήρυξή του στο Μιλάνο όπου αναφέρθηκε σε "κάθετο άξονα της Ευρώπης"[25] που διερχόταν από το Βερολίνο και τη Ρώμη. Η συμμαχία αυτή αποτέλεσε τον έναν από τους δύο μεγάλους συνασπισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (τον άλλο αποτελούσαν οι Σύμμαχοι). Αν και οι δυνάμεις που τον αποτελούσαν είχαν αναλάβει συντονισμένη πολεμική δράση από το 1939, με το Χαλύβδινο Σύμφωνο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 συνομολογήθηκε η «Τριμερής Συνθήκη του Βερολίνου» με την είσοδο και της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας.
Το ενδιαφέρον για τη δημιουργία συμμαχίας στη Γερμανία και την Ιαπωνία ξεκίνησε όταν ο Ιάπωνας διπλωμάτης Οσίμα Χιρόσι επισκέφθηκε τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ στο Βερολίνο, το 1935. Ο Οσίμα ενημέρωσε τον φον Ρίμπεντροπ για το ενδιαφέρον της Ιαπωνίας για τη σύσταση γερμανοϊαπωνικής συμμαχίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο φον Ρίμπεντροπ επέκτεινε την πρόταση του Οσίμα υποστηρίζοντας ότι η συμμαχία έπρεπε να βασίζεται σε ένα πολιτικό πλαίσιο ενός συμφώνου για να αντιταχθεί στην Κομιντέρν.[26] Το προτεινόμενο σύμφωνο έγινε δεκτό με μικτά αισθήματα στην Ιαπωνία, με μια ομάδα υπερεθνικιστών στην κυβέρνηση να το υποστηρίζει, ενώ το Ιαπωνικό Ναυτικό και το Ιαπωνικό Υπουργείο Εξωτερικών ήταν σταθερά αντίθετοι.[27] Υπήρξε μεγάλη ανησυχία στην ιαπωνική κυβέρνηση ότι ένα τέτοιο σύμφωνο με τη Γερμανία θα μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις της Ιαπωνίας με τη Βρετανία, θέτοντας σε κίνδυνο χρόνια επωφελούς αγγλοϊαπωνικής συμφωνίας, που είχε επιτρέψει στην Ιαπωνία να ανέβει ψηλά στη διεθνή κοινότητα.[28] Το σύμφωνο έγινε δεκτό με εξ ίσου μικτά αισθήματα στη Γερμανία: ενώ το προτεινόμενο σύμφωνο ήταν δημοφιλές μεταξύ των ανώτερων στελεχών του Ναζιστικού Κόμματος, αντίθετοι ήταν πολλοί στο Υπουργείο Εξωτερικών, στον Στρατό, και στην επιχειρηματική κοινότητα που είχε οικονομικά συμφέροντα στην Κίνα, προς την οποία η Ιαπωνία ήταν εχθρική.
Μαθαίνοντας για τις γερμανοϊαπωνικές διαπραγματεύσεις η Ιταλία άρχισε επίσης να ενδιαφέρεται για τη σύναψη συμμαχίας με την Ιαπωνία. Η Ιταλία έλπιζε ότι λόγω των μακροχρόνιων στενών σχέσεων της Ιαπωνίας με τη Βρετανία μια ιταλοϊαπωνική συμμαχία θα μπορούσε να πιέσει τη Βρετανία να υιοθετήσει μια πιο συμβιβαστική στάση απέναντι στην Ιταλία στη Μεσόγειο. Το καλοκαίρι του 1936 ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο δήλωσε στον Ιάπωνα Πρέσβυ στην Ιταλία, Σουγκιμούρα Γιοτάρο, «Έχω ακούσει ότι έχει επιτευχθεί ιαπωνογερμανική συμφωνία σχετικά με τη Σοβιετική Ένωση και νομίζω ότι θα ήταν φυσικό να υπάρξει παρόμοια συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Ιαπωνία ». Αρχικά η στάση της Ιαπωνίας απέναντι στην πρόταση της Ιταλίας ήταν γενικά απορριπτική και θεωρούσε επιτακτική τη σύναψη μιας γερμανοϊαπωνικής συμμαχίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ η ιταλοϊαπωνική συμμαχία ήταν δευτερεύουσα, καθώς η Ιαπωνία προέβλεπε ότι μια ιταλοϊαπωνική συμμαχία θα ανταγωνιζόταν τη Βρετανία που είχε καταδικάσει την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία. Αυτή η στάση της Ιαπωνίας έναντι της Ιταλίας μεταβλήθηκε το 1937, όταν η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την Ιαπωνία για επιθετικότητα στην Κίνα και αντιμετώπισε διεθνή απομόνωση, ενώ η Ιταλία παρέμεινε ευνοϊκή προς την Ιαπωνία.[26] Αποτέλεσμα της υποστήριξης της Ιταλίας προς την Ιαπωνία ενάντια στη διεθνή καταδίκη ήταν η Ιαπωνία να λάβει θετικότερη στάση απέναντι στην Ιταλία και να της κάνει προτάσεις για σύμφωνο μη επιθετικότητας ή ουδετερότητας.[29]
Οι "δυνάμεις του Αξονα" πήραν επίσημα το όνομα αυτό μετά την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 στο Βερολίνο. Στο σύμφωνο προσχώρησαν στη συνέχεια η Ουγγαρία (20 Νοεμβρίου 1940), η Ρουμανία (23 Νοεμβρίου 1940), η Σλοβακία (24 Νοεμβρίου 1940) και η Βουλγαρία (1η Μαρτίου 1941).
Ο πρωταρχικός στόχος των δυνάμεων του Άξονα ήταν η εδαφική επέκταση εις βάρος των γειτόνων τους.[30]. Σε ιδεολογικούς όρους, ο Άξονας περιέγραφε τους στόχους τους ως τη ρήξη της ηγεμονίας των πλουτοκρατικών Δυτικών δυνάμεων και την υπεράσπιση του πολιτισμού από τον κομμουνισμό. Ο Άξονας υποστήριξε διάφορες παραλλαγές φασισμού, μιλιταρισμού και αυταρχισμού.
Ο πληθυσμός των χωρών του Άξονα το 1938 ήταν 258,9 εκατομμύρια, ενώ ο πληθυσμός των Συμμαχικών χωρών (εξαιρουμένης της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, που εντάχθηκαν στους Συμμάχους αργότερα) ήταν 689,7 εκατομμύρια [31]. Έτσι οι Συμμαχικές δυνάμεις υπερτερούσαν εκείνων του Άξονα κατά 2,7 προς 1.[32] Οι κυριότερες χώρες του Άξονα είχαν τους ακόλουθους πληθυσμούς: η Γερμανία 75,5 εκατομμύρια (από τα οποία 6,8 εκατομμύρια από την πρόσφατα προσαρτηθείσα Αυστρία), η Ιαπωνία 71,9 εκατομμύρια (εκτός από τις αποικίες) και η Ιταλία 43,4 εκατομμύρια (εξαιρουμένων των αποικιών της). Το Ηνωμένο Βασίλειο (με εξαίρεση τις αποικίες του) είχε πληθυσμό 47,5 εκατομμυρίων και η Γαλλία (εξαιρουμένων των αποικιών της) 42 εκατομμύρια.[31]
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) των χωρών του Άξονα κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν 911 δισεκατομμύρια δολάρια στο μέγιστό του το 1941 σε αγοραστική δύναμη σε τιμές του 1990. [33] Το ΑΕΠ των Συμμαχικών χωρών ήταν 1.798 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 1.094 δισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερο από το σύνολο του Άξονα. [34]
Το βάρος του πολέμου στις χώρες που συμμετείχαν σ' αυτόν μετρήθηκε μέσω του ποσοστού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) που αναλώθηκε στις στρατιωτικές δαπάνες[35]. Σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Γερμανίας δεσμεύτηκε στην πολεμική προσπάθεια το 1939 και αυτό αυξήθηκε στα τρία τέταρτα του ΑΕΠ το 1944, πριν από την κατάρρευση της οικονομίας[35]. Το 1939 η Ιαπωνία διέθεσε το 22% του ΑΕΠ της στην πολεμική της προσπάθεια στην Κίνα, ποσοστό που αυξήθηκε στα τρία τέταρτα του ΑΕΠ το 1944.[35] Η Ιταλία δεν επιστράτευσε την οικονομία της. Το τμήμα του ΑΕΠ της, που δεσμεύτηκε για την πολεμική προσπάθεια, παρέμεινε στα προπολεμικά επίπεδα [35].
Η Ιταλία και η Ιαπωνία δεν είχαν βιομηχανική ισχύ. Οι οικονομίες τους ήταν μικρές, εξαρτιώνταν από το διεθνές εμπόριο κσι τις εισαγωγές καυσίμων και άλλων βιομηχανικών πόρων[35]. Έτσι η κινητοποίηση της Ιταλίας και της Ιαπωνίας παρέμεινε χαμηλή, ακόμη και το 1943.[35]
Μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων του Άξονα, η Ιαπωνία είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία είχαν επίπεδο εισοδήματος συγκρίσιμο με το Ηνωμένο Βασίλειο[36].
Ο Χίτλερ το 1941 περιέγραψε το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως σφάλμα της παρέμβασης των Δυτικών δυνάμεων κατά της Γερμανίας κατά τον πόλεμό της με την Πολωνία, χαρακτηρίζοντάς το ως αποτέλεσμα «των Ευρωπαίων και των Αμερικανών πολεμοκάπηλων» [40]. Ο Χίτλερ αρνήθηκε τις κατηγορίες των Συμμάχων ότι ήθελε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο και επικαλέστηκε αντισημιτικούς ισχυρισμούς ότι τον πόλεμο ήθελαν και προκάλεσαν πολιτικοί εβραϊκής καταγωγής ή συνδεόμενοι με εβραϊκά συμφέροντα[37]. Ωστόσο ο Χίτλερ είχε σαφώς σχέδια για να γίνει η Γερμανία το κυρίαρχο και ηγετικό κράτος στον κόσμο, όπως η πρόθεσή του για το Βερολίνο, την πρωτεύουσα της Γερμανίας, να γίνει η Welthauptstadt ("Παγκόσμια Πρωτεύουσα"), μετονομαζόμενη Γκερμάνια[38]. Η Γερμανική κυβέρνηση δικαιολόγησε επίσης τις ενέργειές της υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία χρειαζόταν αναπόφευκτα να επεκταθεί εδαφικά επειδή αντιμετώπιζε μια κρίση υπερπληθυσμού, που ο Χίτλερ περιέγραψε: «Είμαστε πάρα πολλοί και δεν μπορούμε να τραφούμε με τους δικούς μας πόρους». Έτσι η επέκταση δικαιολογήθηκε ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα για να εξασφαλισθεί lebensraum ("ζωτικός χώρος") για το γερμανικό έθνος και για να τερματιστούν οι συνθήκες υπερπληθυσμού της χώρας εντός των υφιστάμενων περιορισμένων εδαφών και να βρεθούν οι πόροι που ήταν αναγκαίοι για την ευημερία του λαού [39]. Από τη δεκαετία του 1920 το Ναζιστικό Κόμμα υποστήριζε δημοσίως την επέκταση της Γερμανίας σε εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης [40]. Ωστόσο από το 1939 έως το 1941 το ναζιστικό καθεστώς ισχυριζόταν ότι είχε απορρίψει τα σχέδια αυτά υπό το πρίσμα των βελτιωμένων σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση με το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ και υποστήριζε ότι η Κεντρική Αφρική ήταν εκεί όπου η Γερμανία επεδίωκε να εξασφαλίσει το lebensraum.[41] Ο Χίτλερ υποστήριζε δημοσίως ότι η Γερμανία ήθελε να επιλύσει ειρηνικά το ζήτημα του lebensraum μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων που θα απαιτούσαν από άλλες δυνάμεις να κάνουν παραχωρήσεις προς τη Γερμανία[42]. Την ίδια στιγμή όμως η Γερμανία προετοίμαζε στην πράξη πόλεμο για το ζήτημα του lebensraum και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Χίτλερ τόνισε την ανάγκη στρατιωτικής ενίσχυσης για να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ των λαών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης[43].
Η Γερμανία δικαιολόγησε τον πόλεμό της εναντίον της Πολωνίας με τα θέματα της γερμανικής μειονότητας μέσα στην Πολωνία και την εναντίωση της Πολωνίας στην ενσωμάτωση της εθνοτικά γερμανικής πλειοψηφίας Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ στη Γερμανία. Ενώ ο Χίτλερ και το Ναζιστικό κόμμα πριν πάρουν την εξουσία μιλούσαν ανοιχτά για τη διάλυση της Πολωνίας και ήταν εχθρικοί προς τους Πολωνούς, μετά την ανάληψη της εξουσίας και μέχρι τον Φεβρουάριο του 1939 ο Χίτλερ προσπάθησε να αποκρύψει τις αληθινές του προθέσεις για την Πολωνία και υπέγραψε ένα 10ετές Σύμφωνο Μη Επίθεσης το 1934, αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του μόνο στους στενότερους συνεργάτες του.[44] Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας άλλαξαν από τις αρχές μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, καθώς η Γερμανία επεδίωκε την προσέγγιση με την Πολωνία για να αποφύγει τον κίνδυνο εισόδου της Πολωνίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής και έκανε έκκληση στα αντισοβιετικά αισθήματα στην Πολωνία[45]. Η Σοβιετική Ένωση με τη σειρά της τότε ανταγωνιζόταν με τη Γερμανία για επιρροή στην Πολωνία[45]. Ταυτόχρονα η Γερμανία προετοιμαζόταν για πόλεμο με την Πολωνία και προετοίμαζε κρυφά τη γερμανική μειονότητα στην Πολωνία για έναν πόλεμο..[46] Και από το 1935 όπλα διακινούνταν λαθραία και συγκεντρώνονταν στις μεθοριακές περιοχές της Πολωνίας από τη Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τον Νοέμβριο του 1938 η Γερμανία οργάνωσε γερμανικές παραστρατιωτικές μονάδες στην Πολωνική περιφέρεια της Πομερανίας, που εκπαιδεύονταν να συμμετέχουν σε εκτροπή, δολιοφθορά, καθώς και δολοφονίες και εθνοκάθαρση μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Στα τέλη του 1938 τυπώθηκε από τους Ναζί μια από τις πρώτες εκδόσεις του Sonderfahndungsbuch Polen, που περιείχε αρκετές χιλιάδες ονόματα Πολωνών, που στοχοποιούντο για εκτέλεση και φυλάκιση μετά από την εισβολή στην Πολωνία. Από τα τέλη του 1938 έως τις αρχές του 1939 η Γερμανία σε συνομιλίες με την Πολωνία πρότεινε ως αντάλλαγμα για την απόδοση από την Πολωνία εδαφών της Πομερανίας στη Γερμανία, η Πολωνία να προσαρτήσει Ουκρανικά εδάφη από τη Σοβιετική Ένωση μετά από ένα πόλεμο εναντίον της. Τον Ιανουάριο του 1939 ο Ρίμπεντροπ διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τον Πολωνό υπουργό Εξωτερικών Γιόζεφ Μπεκ και τον αρχηγό του Πολωνικού Στρατού Εντβαρντ Ριτζ-Σμίγκλι, στις οποίες ο Ρίμπεντροπ τους προέτρεψε να συμμετέχει η Πολωνία στο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν και να συνεργαστεί με τη Γερμανία για από κοινού πόλεμο στην Ανατολή, όπου η Πολωνία θα έπαιρνε τη Σλοβακία και την Ουκρανία. Ο Ρίμπεντροπ σε ιδιωτικές συζητήσεις με Γερμανούς αξιωματούχους δήλωσε ότι έλπιζε ότι προσφέροντας στην Πολωνία πολλά νέα εδάφη στη Σοβιετική Ένωση, η Γερμανία δε θα κέρδιζε μόνο από την πολωνική συνεργασία στον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση αλλά και από το ότι η Πολωνία θα συνεργαζόταν, αποδίδοντας τον Πολωνικό Διάδρομο στη Γερμανία σε αντάλλαγμα για τα κέρδη αυτά, διότι, αν και θα έχανε την πρόσβαση στη Βαλτική Θάλασσα, θα αποκτούσε πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα μέσω της Ουκρανίας. Ωστόσο ο Μπεκ αρνήθηκε να συζητήσει τα γερμανικά αιτήματα για τον Διάδρομο και δεν συμφωνούσε με την ιδέα ενός πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση[47]. Η Πολωνική κυβέρνηση δεν εμπιστευόταν τον Χίτλερ και είδε το σχέδιο ως απειλή για την κυριαρχία της Πολωνίας, ουσιαστικά υποτάσσοντας την Πολωνία στον Άξονα και στο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν, ενώ ταυτόχρονα υποβάθμιζε τη χώρα σε καθεστώς σχεδόν υποτέλειας, καθώς ολόκληρο το εμπόριο με τη Δυτική Ευρώπη μέσω της Βαλτικής Θάλασσας θα εξαρτιόταν από τη Γερμανία.[48]
Μετά την απαίτηση του Χίτλερ να προσαρτηθεί η Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ στη Γερμανία ξέσπασε διπλωματική κρίση, καθώς η εκεί Ναζιστική κυβέρνηση επιδίωκε ακριβώς αυτό. Η Γερμανία χρησιμοποίησε νομικά προηγούμενο για να δικαιολογήσει την παρέμβασή της κατά της Πολωνίας και την προσάρτηση της Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ. Η Γερμανία σημείωσε ότι μία τέτοια παραβίαση έγινε το 1933, όταν η Πολωνία έστειλε επιπλέον στρατεύματα στην πόλη, παραβιάζοντας το όριο των Πολωνικών στρατευμάτων που ήταν αποδεκτό στο Ντάντσιχ, σύμφωνα με τη συνθήκη. Ο Χίτλερ πίστευε ότι η Πολωνία θα μπορούσε να πιεστεί να παραχωρήσει τα διεκδικούμενα εδάφη με διπλωματικά μέσα σε συνδυασμό με την απειλή στρατιωτικής δύναμης και πίστευε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να κερδίσει τέτοιες παραχωρήσεις από την Πολωνία χωρίς να προκαλέσει πόλεμο με τη Βρετανία ή τη Γαλλία. Ο Χίτλερ πίστευε ότι η εγγύηση της Βρετανίας για στρατιωτική υποστήριξη στην Πολωνία ήταν μια μπλόφα, ιδίως με μια Γερμανοσοβιετική συμφωνία που αναγνώριζε και στις δύο χώρες τα αμοιβαία συμφέροντά τους σχετικά την Πολωνία. Η Σοβιετική Ένωση είχε διπλωματικά παράπονα από την Πολωνία από τον Πολωνο-Σοβιετικό Πόλεμο του 1919-1921, κατά τον οποίο οι Σοβιετικοί είχαν συμφωνήσει η Βορειοανατολική Πολωνία, η Δυτική Λευκορωσία και η Δυτική Ουκρανία να αποτελέσουν τμήμα του επανιδρυθέντος Πολωνικού κράτους μετά από έντονες συγκρούσεις εκείνα τα χρόνια για τα εδάφη αυτά, και επεδίωκε να τα ανακτήσει.[49]
Η Πολωνία απέρριψε τα αιτήματα της Γερμανίας, που απάντησε με γενική επιστράτευση το πρωί της 30ης Αυγούστου 1939.[50] Ο Χίτλερ πίστευε ότι θα συνέβαινε ένα από τα δύο. Το πρώτο ήταν οι Βρετανοί να δέχονταν τις απαιτήσεις της Γερμανίας και να πίεζαν την Πολωνία να δεχθεί. Το δεύτερο ήταν η σύγκρουση με την Πολωνία να είναι κάτι μεμονωμένο, καθώς η Βρετανία δεν θα συμμετείχε σε πόλεμο τόσο με τη Γερμανία όσο και με τη Σοβιετική Ένωση. Τα μεσάνυχτα της 30 Αυγούστου 1939 ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιοάχιμ Ρίμπεντροπ περίμενε την άφιξη του Βρετανού πρεσβευτή Nέβιλ Χέντερσον καθώς και ενός Πολωνού πληρεξούσιου για να διαπραγματευτεί τους όρους με τη Γερμανία. Ο Χέντερσον έφτασε μόνος και ενημέρωσε τον Ρίμπεντροπ ότι δεν επρόκειτο να έρθει Πολωνός πληρεξούσιος. Ο Ρίμπεντροπ αναστατώθηκε και απαίτησε την άμεση άφιξη κάποιου Πολωνού διπλωμάτη, ενημερώνοντας τον Χέντερσον ότι η κατάσταση ήταν «τρομερά σοβαρή!» και του διάβασε τα αιτήματα της Γερμανίας να δεχθεί η Πολωνία την προσάρτηση του Ντάντσιχ στη Γερμανία καθώς και να επιτρέψει στη Γερμανία το δικαίωμα να αναβαθμίσει τη σύνδεση των υποδομών της Ανατολικής Πρωσίας με την κυρίως Γερμανία με την κατασκευή υπό ετεροδικία αυτοκινητόδρομου και σιδηροδρομικής γραμμής που θα περνούσε από την Πολωνική Πομερανία του Γκντανσκ και δημοψήφισμα για να καθοριστεί αν ο Πολωνικός Διάδρομος, που είχε μικτή εθνοτική σύνθεση Πολωνών και Γερμανών, θα παρέμενε στην Πολωνία ή θα αποδιδόταν στη Γερμανία[50].
Η Γερμανία δικαιολόγησε την εισβολή της στις Κάτω Χώρες του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας τον Μάιο του 1940 ισχυριζόμενη ότι υποπτευόταν ότι η Βρετανία και η Γαλλία προετοιμάζονταν να τις χρησιμοποιήσουν για να ξεκινήσουν εισβολή στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ της Γερμανίας. Όταν ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και της Βρετανίας και Γαλλίας ήταν πιθανός τον Μάιο του 1939 ο Χίτλερ είχε δηλώσει ότι η Ολλανδία και το Βέλγιο έπρεπε να καταληφθούν, λέγοντας ότι «οι αεροπορικές βάσεις της Ολλανδίας και του Βελγίου πρέπει να καταληφθούν ... Οι δηλώσεις ουδετερότητας πρέπει να αγνοηθούν». Σε μια διάσκεψη με τους στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας στις 23 Νοεμβρίου 1939 ο Χίτλερ τους δήλωσε ότι «έχουμε μια Αχίλλειο πτέρνα, το Ρουρ» και ότι «Αν η Αγγλία και η Γαλλία περάσουν μέσω του Βελγίου και της Ολλανδίας στο Ρουρ, θα βρεθούμε στον μέγιστο κίνδυνο" και έτσι το Βέλγιο και η Ολλανδία έπρεπε να καταληφθούν από τη Γερμανία για να προστατευθεί από μια Βρετανογαλλική επίθεση κατά του Ρουρ, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς τους περί ουδετερότητας
Τον Απρίλιο του 1941, λίγο μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων Γερμανίας και Γιουγκοσλαβίας για την ένταξη της δεύτερης στον Άξονα, έγινε πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία που οδήγησε στην εισβολή στη χώρα του Άξονα. Η Γερμανία χρειαζόταν πρόσβαση στην επικράτεια της Γιουγκοσλαβίας για να επιτρέψει στις Γερμανικές δυνάμεις να προσεγγίσουν και να σώσουν τις Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις που παρέπαιαν στην εκστρατεία τους στην Ελλάδα. Υπήρχε μεγάλη εχθρότητα προς αυτή τη συμμαχία μεταξύ των Σέρβων, της μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας, που είχαν πολεμήσει κατά των Γερμανών Αυστριακών και της Γερμανίας στο πλευρό των Συμμάχων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τρεις Σέρβοι υπουργοί παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας μετά την υπογραφή της συμμαχίας. Ο Χίτλερ προσπάθησε αρχικά να είναι διαλλακτικός με τους Σέρβους που αντέδρασαν στη συμφωνία, λέγοντας ότι "καταλάβαινε τα αισθήματα» εκείνων των Σέρβων που αντιτάσσονταν στη συμμαχία". Εν μέσω των διαπραγματεύσεων ο Χίτλερ εξέφρασε την ανησυχία του στον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Τσιάνο ότι αισθανόταν να έρχεται αναταραχή στο Βελιγράδι. Στη Γιουγκοσλαβία έγινε πραξικόπημα, μετά το οποίο ανέβηκε στην εξουσία μια κυβέρνηση που εγκατέλειψε τον Άξονα. Ο Χίτλερ κατηγόρησε τους Βρετανούς ότι οργάνωσαν το πραξικόπημα. Το πραξικόπημα υποστηρίχθηκε τουλάχιστον εν μέρει από τους Βρετανούς αν και υπήρξε μεγάλος πατριωτικός ενθουσιασμός εναντίον του Συμφώνου με συλλαλητήρια στο Βελιγράδι, όπου ακούστηκε το σύνθημα "Καλύτερα πόλεμος παρά Σύμφωνο!" και κυμάτιζαν βρετανικές, αμερικανικές και γαλλικές σημαίες. Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα ο Χίτλερ διέταξε το γερμανικό Γενικό Επιτελείο να σχεδιάσει εισβολή στη Γιουγκοσλαβία [51].
Η εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση το 1941 εμπλεκόταν με ζητήματα lebensraum, αντικομμουνισμού και σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Χίτλερ στα πρώτα του χρόνια ως ναζιστής ηγέτης υποστήριζε ότι θα ήταν πρόθυμος να δεχτεί φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία με την τακτική προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσε να επιστρέψει στα σύνορα που θεσπίστηκαν με τη γερμανορωσική ειρηνευτική συμφωνία της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που είχε υπογραφεί από τον Βλαντίμιρ Λένιν της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας το 1918 και είχε δώσει μεγάλες περιοχές που κατείχε η Ρωσία στον έλεγχο της Γερμανίας με αντάλλαγμα την ειρήνη. Ο Χίτλερ το 1921 είχε επιδοκιμάσει τη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ ως παρέχουσα τη δυνατότητα αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, λέγοντας:
Μέσω της ειρήνης με τη Ρωσία η επιβίωση της Γερμανίας καθώς και η παροχή εργασίας θα εξασφαλίζονταν με την απόκτηση γης και εδάφους, με πρόσβαση σε πρώτες ύλες και φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
— Αδόλφος Χίτλερ, 1921[40]
Από το 1921 έως το 1922 ο Χίτλερ επέμενε στη ρητορική τόσο ότι η επίτευξη του lebensraum συνεπαγόταν την αποδοχή μιας εδαφικά μειωμένης Ρωσίας όσο και της υποστήριξης των Ρώσων εθνικιστών για την ανατροπή της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων και την εγκαθίδρυση μιας νέας Ρωσικής κυβέρνησης. Ωστόσο η στάση του Χίτλερ άλλαξε στα τέλη του 1922, οπότε υποστήριζε μια συμμαχία της Γερμανίας με τη Βρετανία για να καταστρέψει τη Ρωσία[40]. Αργότερα ο Χίτλερ δήλωσε πόσο μακριά μέσα στη Ρωσία σκόπευε να επεκτείνει τη Γερμανία ως εξής:
Ασία, τι απειλητική δεξαμενή ανδρών! Η ασφάλεια της Ευρώπης δεν θα είναι εξασφαλισμένη μέχρι να εκδιώξουμε την Ασία πίσω από τα Ουράλια. Κανένα οργανωμένο Ρωσικό κράτος δεν πρέπει να επιτρέπεται να υπάρχει δυτικά από αυτή τη γραμμή
— Αδόλφος Χίτλερ[52]
Η πολιτική για το lebensraum σχεδίαζε μαζική επέκταση των γερμανικών συνόρων προς ανατολάς στα Ουράλια Όρη.[52][53] Ο Χίτλερ σχεδίαζε το "πλεόνασμα" του ρωσικού πληθυσμού που ζούσε δυτικά των Ουραλίων να εκτοπιστεί στα ανατολικά αυτών..[54] Μετά την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση το 1941 η στάση του Ναζιστικού καθεστώτος έναντι μιας ανεξάρτητης, εδαφικά μειωμένης Ρωσίας επηρεάστηκε από την πίεση που ξεκίνησε το 1942 από τον Γερμανικό Στρατό επί του Χίτλερ να υποστηρίξει έναν Ρωσικό στρατό εθνικής απελευθέρωσης υπό τον Αντρέι Βλάσοφ, που επισήμως επιδίωκε την ανατροπή του Ιωσήφ Στάλιν και του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη δημιουργία ενός νέου Ρωσικού κράτους.[55]. Αρχικά η πρόταση υποστήριξης ενός αντικομμουνιστικού Ρωσικού στρατού συνάντησε την απόλυτη απόρριψη από τον Χίτλερ, ωστόσο το 1944, καθώς η Γερμανία αντιμετώπιζε αυξανόμενες απώλειες στο ανατολικό μέτωπο, οι δυνάμεις του Βλάσοφ αναγνωρίστηκαν από τη Γερμανία ως σύμμαχος, ιδιαίτερα από τον Αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ.[56]
Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, όταν ο Μολότωφ έφθασε το 1940 στο Βερολίνο σε διπλωματική επίσκεψη, ο Ρίμπεντροπ δήλωσε ότι η Γερμανία κατεύθυνε το lebensraum της προς νότον[57]. Ο Ρίμπεντροπ ανέλυσε στο Μολότωφ ότι η περαιτέρω επέκταση του γερμανικού lebensraum επρόκειτο τώρα να στραφεί προς την Κεντρική Αφρική και ότι η Γερμανία θα αποδεχόταν η Σοβιετική Ένωση να συμμετάσχει στον διαμελισμό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας μετά την ήττα της Βρετανίας στον πόλεμο.[41]
Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση το 1940 ήταν σε διένεξη για τις αντίστοιχες επιρροές τους στα Βαλκάνια, τη Βουλγαρία, τον Δούναβη και τα Τουρκικά Στενά. Η κατάληψη της Βεσσαραβίας της Ρουμανίας τον Ιούνιο του 1940 από τη Σοβιετική Ένωση έφερε τα σύνορα της τελευταίας επικίνδυνα κοντά στα πετρελαϊκά πεδία της Ρουμανίας στο Πλοέστι, των οποίων η Γερμανία χρειαζόταν το πετρέλαιο για να στηρίξει την πολεμική της προσπάθεια.[58] Όταν οι διαπραγματεύσεις με τον Μολότωφ δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα, ο Χίτλερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία συνέχιζε να αγωνίζεται μόνο με την ελπίδα της Σοβιετικής παρέμβασης και επομένως για να ηττηθεί η Βρετανία έπρεπε προηγουμένως να ηττηθεί η Σοβιετική Ένωση και τον Ιούλιο του 1940 άρχισε να σχεδιάζει ενδεχόμενη εισβολή στη Σοβιετική Ένωση[58].
Μετά την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την εκδήλωση του πολέμου μεταξύ Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών η Γερμανία υποστήριξε την Ιαπωνία κηρύσσοντας τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Γερμανία κατήγγειλε τον Χάρτη του Ατλαντικού και τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού που οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει για να στηρίξουν τις Συμμαχικές δυνάμεις πριν από την είσοδό τους στη συμμαχία, καθώς ο ιμπεριαλισμός στόχευε στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση χωρών εκτός της Αμερικανικής ηπείρου..[59] Ο Χίτλερ κατήγγειλε την επίκληση από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρούσβελτ του όρου «ελευθερία» για να χαρακτηρίσει τις αμερικανικές ενέργειες στον πόλεμο και κατηγόρησε την αμερικανική έννοια της «ελευθερίας» ότι είναι η ελευθερία της δημοκρατίας να εκμεταλλεύεται τον κόσμο και η ελευθερία των πλουτοκρατών μέσα σε μια τέτοια δημοκρατία να εκμεταλλεύονται τις μάζες.[59]
Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί πολίτες αισθάνθηκαν ότι η χώρα τους είχε ταπεινωθεί λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που περιελάμβανε μια ρήτρα ενοχής πολέμου και ανάγκασε τη Γερμανία να καταβάλει τεράστιες πληρωμές αποζημιώσεων και να χάσει εδάφη που ελέγχονταν προηγουμένως από τη Γερμανική Αυτοκρατορία και όλα τις αποικίες της. Το βάρος των αποζημιώσεων στη γερμανική οικονομία οδήγησε σε υπερπληθωρισμό κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το 1923 οι Γάλλοι κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, όταν η Γερμανία αθέτησε τις πληρωμές αποζημιώσεων. Αν και η Γερμανία άρχισε να βελτιώνεται οικονομικά στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η Μεγάλη Ύφεση δημιούργησε περισσότερες οικονομικές δυσκολίες και άνοδο των πολιτικών δυνάμεων που υποστήριζαν ριζικές λύσεις για τα δεινά της Γερμανίας. Οι Ναζί, υπό τον Χίτλερ, προωθούσαν τον εθνικιστικό μύθο της πισώπλατης μαχαιριάς ότι η Γερμανία είχε προδοθεί από Εβραίους και Κομμουνιστές. Το κόμμα υποσχόταν να ανοικοδομήσει τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη και να δημιουργήσει μια Μεγάλη Γερμανία που θα περιλάμβανε την Αλσατία-Λωρραίνη, την Αυστρία, τη Σουδητία και άλλες περιοχές στην Ευρώπη κατοικούμενες από Γερμανούς. Οι Ναζί επιδίωξαν επίσης να καταλάβουν και να αποικίσουν μη γερμανικά εδάφη στην Πολωνία, τις Βαλτικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της ναζιστικής πολιτικής αναζήτησης Lebensraum («ζωτικού χώρου») στην Ανατολική Ευρώπη.
Η Γερμανία κατήγγειλε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναστρατικοποίησε τη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936. Η Γερμανία είχε ήδη ξαναρχίσει τη στρατολόγηση και ανακοίνωσε την ύπαρξη γερμανικής αεροπορίας, της Luftwaffe και πολεμικού ναυτικού, του Kriegsmarine το 1935. Η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία το 1938, τη Σουδητία από την Τσεχοσλοβακία και την περιοχή Μέμελ από τη Λιθουανία το 1939. Στη συνέχεια η Γερμανία εισέβαλε στην υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία το 1939, δημιουργώντας το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας και το κράτος της Σλοβακίας.
Στις 23 Αυγούστου 1939 η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, που περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που διαιρούσε την Ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής [69]. Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία στο πλαίσιο του Συμφώνου οκτώ ημέρες αργότερα [70] προκάλεσε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος του 1941 η Γερμανία κατείχε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και οι στρατιωτικές δυνάμεις της πολεμούσαν τη Σοβιετική Ένωση, έτοιμες να καταλάβουν τη Μόσχα. Εντούτοις οι συντριπτικές ήττες της στη Μάχη του Στάλινγκραντ και στη Μάχη του Κουρσκ κατέστρεψαν τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις αποβάσεις των Δυτικών Συμμάχων στη Γαλλία και στην Ιταλία, οδήγησε σε τριμέτωπο πόλεμο, που εξάντλησε τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας και κατέληξε στην ήττα της το 1945.
Μέσα στον γερμανικό στρατό υπήρξε ουσιαστική εσωτερική αντίδραση στην επιθετική στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος τη δεκαετία του 1930.[60] Από το 1936 έως το 1938 οι τέσσερις κορυφαίοι στρατιωτικοί ηγέτες της Γερμανίας, Λούντβιχ Μπεκ, Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, Βέρνερ φον Φριτς και Βάλτερ φον Ράιχεναου, ήταν όλοι αντίθετοι στη στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική.[61] Επέκριναν τη βεβιασμένη φύση του επανεξοπλισμού, την έλλειψη σχεδιασμού, τους ανεπαρκείς πόρους της Γερμανίας για τη διεξαγωγή ενός πολέμου, τις επικίνδυνες συνέπειες της εξωτερικής πολιτικής του Χίτλερ και την αυξανόμενη υποταγή του στρατού στο Ναζιστικό Κόμμα[61]. Αυτοί οι τέσσερις στρατιωτικοί ηγέτες εξέφραζαν με ευθύτητα και δημόσια την αντίθεσή τους αυτές τις τάσεις.[61] Το Ναζιστικό καθεστώς αντέδρασε με περιφρόνηση στην αντίδραση των τεσσάρων στρατιωτικών ηγετών και τα μέλη των Ναζί δημιούργησαν ένα ψεύτικο ηχηρό σκάνδαλο ότι υποτίθεται οι δύο κορυφαίοι ηγέτες του στρατού φον Μπλόμπεργκ και φον Φριτς ήταν ομοφυλόφιλοι εραστές, για να τους πιέσουν να παραιτηθούν.[61] Αν και ξεκίνησε από χαμηλόβαθμα μέλη των Ναζί, ο Χίτλερ επωφελήθηκε από το σκάνδαλο αναγκάζοντάς τους να παραιτηθούν και τους αντικατέστησε με οπορτουνιστές, υποτακτικούς στον ίδιο.[61] Λίγο αργότερα ο Χίτλερ ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1938 ότι αναλαμβάνει προσωπικά τη διοίκηση του γερμανικού στρατού ως Φύρερ[61].
Η αντίδραση στην επιθετική εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος στον στρατό έγινε τόσο ισχυρή από το 1936 έως το 1938, ώστε προβληματισμοί περί ανατροπής του Ναζιστικού καθεστώτος συζητιόνταν από τα ανώτερα κλιμάκια των στρατιωτικών και τα υπόλοιπα μη Ναζιστικά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης. Ο υπουργός οικονομικών Χιάλμαρ Σαχτ συναντήθηκε με το Μπεκ το 1936 και του δήλωσε ότι σκέπτεται την ανατροπή του Ναζιστικού καθεστώτος και τον ρώτησε ποια στάση θα τηρούσε σχετικά ο γερμανικός στρατός. Ο Μπεκ δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα και απάντησε ότι αν ένα πραξικόπημα εναντίον του Ναζιστικού καθεστώτος άρχιζε με υποστήριξη σε πολιτικό επίπεδο, ο στρατός δεν θα αντιτασσόταν σε αυτό[62]. Ο Σαχτ θεώρησε ότι η υπόσχεση του Μπεκ ήταν ανεπαρκής, γιατί γνώριζε ότι χωρίς την υποστήριξη του στρατού οποιαδήποτε απόπειρα πραξικοπήματος θα συντριβόταν από την Γκεστάπο και τα SS[63]. Ωστόσο το 1938, ο Μπεκ έγινε σκληρός αντίπαλος του Ναζιστικού καθεστώτος λόγω της αντίθεσής του στα στρατιωτικά σχέδια του Χίτλερ το 1937-38, που καλούσαν τον στρατό να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου πολέμου, ως αποτέλεσμα των γερμανικών σχεδίων προσάρτησης της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας.[63]
Το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας δημιουργήθηκε από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Αμέσως μετά την εισβολή η Γερμανία προσάρτησε την περιοχή της Σουδητίας της Τσεχοσλοβακίας και η Σλοβακία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Το νέο Σλοβακικό Κράτος συμμάχησε με τη Γερμανία. Το υπόλοιπο της χώρας καταλήφθηκε από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις και οργανώθηκε στο Προτεκτοράτο. Τα Τσέχικα πολιτιστικά ιδρύματα διατηρήθηκαν, αλλά το Προτεκτοράτο θεωρείτο
Γενικό Κυβερνείο ήταν το όνομα που δόθηκε στα εδάφη της κατεχόμενης Πολωνίας που δεν προσαρτήθηκαν άμεσα σε Γερμανικές επαρχίες, αλλά, όπως και η Βοημία και η Μοραβία, θεωρούντο τμήμα της επικράτειας της Γερμανίας.
Το Βέλγιο παραδόθηκε γρήγορα στη Γερμανία και ο Βέλγος Βασιλιάς παρέμεινε στη χώρα κατά τη γερμανική στρατιωτική κατοχή από το 1940 έως το 1944. Ο Βέλγος Βασιλιάς συνεργάστηκε στενά με τη Γερμανία και επανειλημμένα ζήτησε διαβεβαιώσεις ότι τα Βελγικά δικαιώματα θα διατηρηθούν μόλις η Γερμανία πετύχει τη συνολική νίκη. Ωστόσο ο Χίτλερ σκόπευε να προσαρτήσει το Βέλγιο και τον γερμανικό του πληθυσμό στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ, πράγμα που ξεκίνησε με τη δημιουργία του Reichskommissariat Belgien, αρχής που διοικείτο άμεσα από τη γερμανική κυβέρνηση, που επιδίωκε την ενσωμάτωση της χώρας στο σχεδιαζόμενο Γερμανικό Ράιχ. Ωστόσο το Βέλγιο καταλήφθηκε σύντομα από συμμαχικές δυνάμεις το 1944.
Το Reichskommissariat Niederlande ήταν μια κατοχική αρχή και επικράτεια, που ιδρύθηκε στην Ολλανδία το 1940 και ορίστηκε ως αποικία που θα ενσωματωνόταν στο σχεδιαζόμενο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ.
Το Reichskommissariat Norwegen ιδρύθηκε στη Νορβηγία το 1940. Όπως και των Reichkommissariat του Βελγίου και της Ολλανδίας, οι Γερμανοί κάτοικοί του θα ενσωματώνονταν στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ. Στη Νορβηγία το καθεστώς του Κουίσλιγκ εγκαταστάθηκε από τους Γερμανούς ως εξαρτημένο κράτος κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενώ ο βασιλιάς Χάακον Ζ΄ και η νόμιμη κυβέρνηση ήταν στην εξορία. Ο Κουίσλιγκ ενθάρρυνε τους Νορβηγούς να υπηρετούν ως εθελοντές στα Waffen-SS, συνεργαζόμενοι στην εκτόπιση των Εβραίων και ήταν υπεύθυνος για τις εκτελέσεις μελών του Νορβηγικού αντιστασιακού κινήματος.
Περίπου 45.000 Νορβηγοί δωσίλογοι προσχώρησαν στο φιλοναζιστικό κόμμα Nasjonal Samling (Εθνική Ένωση), ενώ αρκετές αστυνομικές μονάδες βοήθησαν στη σύλληψη πολλών Εβραίων. Ωστόσο η Νορβηγία ήταν μια από τις πρώτες χώρες, όπου η αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ευρέως διαδεδομένη πριν από την κρίσιμη καμπή του πολέμου το 1943. Μετά τον πόλεμο ο Κουίσλιγκ και άλλοι δωσίλογοι εκτελέστηκαν. Το όνομα του Κουίσλιγκ έχει γίνει διεθνώς συνώνυμο του προδότη.
Το Reichskommissariat Ostland ιδρύθηκε στην περιοχή της Βαλτικής το 1941. Σε αντίθεση με τα Δυτικά Reichkommissariat, των οποίων επιδιώκετο η ενσωμάτωση της πλειοψηφίας των γερμανικών πληθυσμών, το Ostland σχεδιαζόταν να εποικιστεί από Γερμανούς, που θα εκτόπιζαν τη μη γερμανική πλειοψηφία που ζούσε εκεί, στο πλαίσιο του lebensraum.
Το Reichskommissariat Ukraine ιδρύθηκε στην Ουκρανία το 1941. Όπως και το Όστλαντ σχεδιαζόταν να εποικιστεί από Γερμανούς.
Η Στρατιωτική Διοίκηση της Σερβίας ιδρύθηκε σε κατεχόμενα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941, μετά την εισβολή στη χώρα. Στις 30 Απριλίου σχηματίσθηκε μια γερμανόφιλη Σερβική διοίκηση υπό τον Μίλαν Ατσίμοβιτς για να λειτουργήσει ως πολιτική διοίκηση στη ζώνη στρατιωτικής κατοχής. Μια κοινή εξέγερση Παρτιζάνων και Τσέτνικ στα τέλη του 1941 προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στους Γερμανούς, καθώς οι περισσότερες δυνάμεις τους είχαν αναπτυχθεί στη Ρωσία και μόνο τρεις μεραρχίες ήταν στη χώρα. Στις 13 Αυγούστου 546 Σέρβοι, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους εξέχοντες ηγέτες της χώρας, εξέδωσαν έκκληση προς το Σερβικό έθνος που καταδίκαζε την αντίσταση των Παρτιζάνων και και των βασιλικών ως μη πατριωτική. Δύο εβδομάδες μετά την έκκληση, με την εξέγερση των Παρτιζάνων και των βασιλικών να αρχίζει να κερδίζει δυναμική, 75 εξέχοντες Σέρβοι συγκάλεσαν μια συνάντηση στο Βελιγράδι και σχημάτισαν μια Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας υπό τον Σέρβο Στρατηγό Μίλαν Νέντιτς για να αντικαταστήσει την υπάρχουσα Σερβική διοίκηση. Οι Γερμανοί δεν διέθεταν αστυνομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Σερβία και βασίζονταν σε ανεπαρκώς εξοπλισμένους Σερβικούς σχηματισμούς, τη Σερβική Κρατική Φρουρά και τα Σερβικά Εθελοντικά Σώματα, για τη διατήρηση της τάξης. Αυτές οι δυνάμεις, ωστόσο, δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν την αντίσταση και κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου μεγάλα τμήματα της Σερβίας ήταν υπό τον έλεγχο των Παρτιζάνων ή των Τσέτνικ (τα δυο κινήματα αντίστασης που σύντομα έγιναν εχθρικά μεταξύ τους). Η κυβέρνηση της Εθνικής Σωτηρίας, διαθέτοντας λίγες δυνάμεις από τον σχηματισμό της, είδε τις δραστηριότητες της να μειώνονται περαιτέρω και να αναλαμβάνονται από τις αρχές κατοχής της Βέρμαχτ καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν. Μετά τις αρχικές μαζικές εξεγέρσεις οι γερμανικές αρχές θέσπισαν ένα ακραίο καθεστώς αντιποίνων, προκηρύσσοντας ότι θα εκτελούντο 100 πολίτες για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη και 50 για κάθε τραυματία. Αυτά τα μέτρα εφαρμόστηκαν πολλές φορές, με μεγάλης κλίμακας εκτελέσεις στις Σερβικές πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγιεβατς τον Οκτώβριο του 1941.
Ο Ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι χαρακτήρισε την ιταλική διακήρυξη του πολέμου κατά των Δυτικών Συμμάχων Βρετανίας και Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 ως εξής: «Πάμε στον πόλεμο ενάντια στις πλουτοκρατικές και αντιδραστικές δημοκρατίες της Δύσης που έχουν ανέκαθεν εμποδίσει την πρόοδο και συχνά απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του Ιταλικού λαού."[64] Η Ιταλία κατηγόρησε τις Δυτικές δυνάμεις για την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία το 1935 για τις ενέργειές της στον Β΄ Ιταλο-Αιθιοπικό Πόλεμο που ισχυρίστηκε ότι ήταν απάντηση σε επιθετική ενέργεια της Αιθιοπίας εναντίον ιθαγενών στην Ιταλική Ερυθραία κατά το Επεισόδιο του Ουόλγουολ του 1934.[65] Η Ιταλία, όπως και η Γερμανία, δικαιολόγησε επίσης τις ενέργειές της υποστηρίζοντας ότι χρειαζόταν να επεκταθεί εδαφικά για να εξασφαλίσει spazio vitale ("ζωτικό χώρο") για το Ιταλικό έθνος[66].
Τον Οκτώβριο του 1938, μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, η Ιταλία ζήτησε παραχωρήσεις από τη Γαλλία: ελεύθερο λιμάνι στο Τζιμπουτί, έλεγχο του σιδηροδρόμου Αντίς Αμπέμπα-Τζιμπουτί, Ιταλική συμμετοχή στη διοίκηση της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ, κάποια μορφή γαλλοϊταλικής συγκυριαρχίας στην Τυνησία και διατήρηση του Ιταλικού πολιτισμού στη (Γαλλική) Κορσική χωρίς καμία (γαλλική) αφομοίωση του λαού[67]. Η Ιταλία αντιτάχθηκε στο γαλλικό μονοπώλιο της Διώρυγας του Σουέζ, επειδή, υπό την ελεγχόμενη από τη Γαλλία Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ, όλα τα Ιταλικά εμπορικά πλοία προς και από την αποικία της της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής αναγκάζονταν να πληρώσουν διόδια κατά την είσοδό τους στη διώρυγα[67][68]. Ο Μουσολίνι έλπιζε ότι, υπό το πρίσμα του ρόλου που διαδραμάτισε η Ιταλία στη διευθέτηση της Συμφωνίας του Μονάχου που εμπόδισε την εκδήλωση του πολέμου, η Βρετανία θα αντιδρούσε, πιέζοντας τη Γαλλία να ανταποκριθεί στα αιτήματα της Ιταλίας για τη διατήρηση της ειρήνης. Η Γαλλία αρνήθηκε να δεχθεί τα αιτήματα της Ιταλίας, καθώς υπήρχε ευρεία υποψία ότι οι πραγματικές προθέσεις της Ιταλίας ήταν η απόκτηση της Νίκαιας, της Κορσικής, της Τυνησίας και του Τζιμπουτί και όχι οι ηπιότερες επίσημες απαιτήσεις που τέθηκαν. Οι σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας επιδεινώθηκαν με την άρνηση της Γαλλίας να δεχθεί τα αιτήματα της πρώτης. Η Γαλλία αντέδρασε στα αιτήματα της Ιταλίας με απειλητικά ναυτικά γυμνάσια ως προειδοποίηση προς την Ιταλία[67]. Καθώς οι εντάσεις μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας αυξάνονταν, ο Χίτλερ έκανε μια σημαντική ομιλία στις 30 Ιανουαρίου 1939, στην οποία υποσχέθηκε γερμανική στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση απρόκλητου πολέμου κατά της Ιταλίας[69].
Η Ιταλία δικαιολόγησε την επέμβασή της κατά της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα χρησιμοποιείτο από τη Βρετανία κατά της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι πληροφόρησε για αυτό τον Χίτλερ λέγοντας: «Η Ελλάδα είναι ένα από τα κύρια σημεία της αγγλικής θαλάσσιας στρατηγικής στη Μεσόγειο» [70].
Η Ιταλία δικαιολόγησε την επέμβασή της κατά της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941 τόσο με τους ιταλικούς αλυτρωτικούς ισχυρισμούς όσο και με το γεγονός ότι οι Αλβανοί, Κροάτες και Βούλγαροι Μακεδόνες αυτονομιστές δεν επιθυμούν να ανήκουν στη Γιουγκοσλαβία[71]. Η τάση για απόσχιση της Κροατίας εντάθηκε μετά τη δολοφονία πολιτικών ηγετών της Κροατίας στο Γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο το 1928, συμπεριλαμβανομένου του Στιέπαν Ράντιτς, ενώ η Ιταλία επιδοκίμασε τον Κροάτη αυτονομιστή Άντε Πάβελιτς και το φασιστικό του κίνημα των Ουστάσι, που είχε τη βάση του και εκπαιδευόταν στην Ιταλία με την υποστήριξη του Φασιστικού καθεστώτος πριν από την επέμβαση κατά της Γιουγκοσλαβίας.[71]
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την Ιταλική ενοποίηση, είχε αναπτυχθεί ένα εθνικιστικό κίνημα γύρω από την έννοια της Italia irredenta (αλύτρωτης Ιταλίας), που υποστήριζε την ενσωμάτωση στην Ιταλία των κατοικούμενων από Ιταλούς περιοχών, που εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε ξένη κυριαρχία. Υπήρχε η επιθυμία να προσαρτηθούν εδάφη της Δαλματίας, που παλαιότερα κυβερνούσε η Βενετία και, λόγω αυτού, είχαν ιταλόφωνες ελίτ. Η πρόθεση του Φασιστικού καθεστώτος ήταν να δημιουργήσει μια «Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» με την οποία η Ιταλία θα κυριαρχούσε στη Μεσόγειο. Το 1935-1936 η Ιταλία εισέβαλε και προσάρτησε την Αιθιοπία και η Φασιστική κυβέρνηση ανακήρυξε την ίδρυση της «Ιταλικής Αυτοκρατορίας»[72]. Οι διαμαρτυρίες της Κοινωνίας των Εθνών, ιδίως των Βρετανών, που είχαν συμφέροντα σε αυτή την τομέα, δεν οδήγησαν παρ' όλ' αυτά, σε καμία σοβαρή ενέργεια, αν και η Κοινωνία προσπάθησε να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στην Ιταλία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το περιστατικό υπογράμμισε τη γαλλική και τη βρετανική αδυναμία, που αποδεικνυόταν από την απροθυμία τους να τα χαλάσουν με την Ιταλία και να τη χάσουν από σύμμαχό τους. Πάντως οι περιορισμένες ενέργειες των Δυτικών δυνάμεων ώθησαν την Ιταλία του Μουσολίνι στη συμμαχία με τη Γερμανία του Χίτλερ. Το 1937 η Ιταλία αποσύρθηκε από την Κοινωνία των Εθνών και εντάχθηκε στο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν, που είχε υπογραφεί από τη Γερμανία και την Ιαπωνία το προηγούμενο έτος. Τον Μάρτιο / Απρίλιο του 1939 τα Ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν και προσάρτησαν την Αλβανία. Η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν το Χαλύβδινο Σύμφωνο στις 22 Μαΐου.
Η Ιταλία εισήλθε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940. Τον Σεπτέμβριο του 1940 η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπέγραψαν το Τριμερές Σύμφωνο.
Η Ιταλία δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για πόλεμο, παρά το γεγονός ότι είχε εμπλακεί συνεχώς σε συγκρούσεις από το 1935, πρώτα με την Αιθιοπία το 1935-1936 και στη συνέχεια στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στο πλευρό των Εθνικιστών του Φρανθίσκο Φράνκο[73]. Ο Μουσολίνι αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τις προειδοποιήσεις του υπουργού οικονομικών Φελίτσε Γκουαρνέρι, που δήλωσε ότι οι ενέργειες της Ιταλίας στην Αιθιοπία και την Ισπανία οδηγούσαν την Ιταλία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Το 1939 οι στρατιωτικές δαπάνες της Βρετανίας και της Γαλλίας υπερέβαιναν κατά πολύ αυτές που η Ιταλία μπορούσε να αντέξει.[74] Λόγω των οικονομικών δυσκολιών της Ιταλίας οι στρατιώτες της πληρώνονταν ανεπαρκώς, ήταν άσχημα εξοπλισμένοι με ελλειπή εφοδιασμό, έτσι δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ των στρατιωτών και των ανώτερων αξιωματικών. Ολα αυτά συντέλεσαν στο χαμηλό ηθικό των Ιταλών στρατιωτών..[75] Ο στρατιωτικός σχεδιασμός ήταν ανεπαρκής, καθώς η Ιταλική κυβέρνηση δεν είχε αποφασίσει ποιο μέτωπο θα ήταν το πιο σημαντικό. Η εξουσία επί του στρατού ήταν υπερσυγκεντρωμένη στον άμεσο έλεγχο του Μουσολίνι. Είχε αναλάβει προσωπικά να διευθύνει το υπουργείο πολέμου, το ναυτικό και την αεροπορία. Το ναυτικό δεν διέθετε αεροσκάφη που να παρέχουν από αέρος κάλυψη για αμφίβιες επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, καθώς το Φασιστικό καθεστώς πίστευε ότι οι αεροπορικές βάσεις στην Ιταλική Χερσόνησο θα μπορούσαν να επιτελέσουν αυτό το έργο.[76]. Ο στρατός της Ιταλίας είχε παλαιού τύπου πυροβολικό και οι θωρακισμένες μονάδες χρησιμοποιούσαν παρωχημένους οχήματα που δεν ήταν κατάλληλα για τον σύγχρονο πόλεμο.[77] Η διάθεση χρημάτων στην αεροπορία και το ναυτικό για να προετοιμαστούν για τις υπερπόντιες επιχειρήσεις σήμαινε λιγότερα χρήματα για τον στρατό. Το τυπικό ντουφέκι χρονολογείτο από το 1891. Η Φασιστική κυβέρνηση δεν διδάχθηκε από τα λάθη που έγιναν στην Αιθιοπία και την Ισπανία. αγνόησε τα συμπεράσματα από την κατατρόπωση των Ιταλών Φασιστών εθελοντών στη Μάχη της Γκουανταλαχάρα στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο[74]. Οι στρατιωτικές ασκήσεις στην Κοιλάδα του Πάδου τον Αύγουστο του 1939 απογοήτευσαν θεατές, συμπεριλαμβανομένου του Βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄.[77] Ο Μουσολίνι, που εκνευρίστηκε από το ανέτοιμο του Ιταλικού στρατού, απέλυσε τον Αλμπέρτο Παριάνι από αρχηγό του Ιταλικού στρατού το 1939.[78]
Ο μοναδικός στρατηγικός φυσικός πόρος της Ιταλίας ήταν η αφθονία αλουμινίου.[77] Το πετρέλαιο, ο σίδηρος, ο χαλκός, το νικέλιο, το χρώμιο και το καουτσούκ έπρεπε όλα να εισαχθούν. Η οικονομική πολιτική αυτάρκειας της Φασιστικής κυβέρνησης και η προσφυγή σε συνθετικά υλικά δεν μπορούσε να καλύψει τη ζήτηση.[73] Πριν από την έναρξη του πολέμου η Φασιστική κυβέρνηση προσπάθησε να αποκτήσει τον έλεγχο των πόρων στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα του πετρελαίου της Ρουμανίας[79]. Η συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης να εισβάλουν και να διαμελίσουν την Πολωνία μεταξύ τους είχε ως αποτέλεσμα η Ουγγαρία να συνορεύει με τη Σοβιετική Ένωση μετά τον διαμελισμό της Πολωνίας και η Ρουμανία να θεωρεί την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης ως μια άμεση απειλή, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να απευθυνθούν στην Ιταλία για υποστήριξη τον Σεπτέμβριο του 1939. Η Ιταλία -τότε ακόμη επίσημα ουδέτερη- ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις της Ουγγρικής και της Ρουμανικής κυβέρνησης για προστασία από τη Σοβιετική Ένωση, προτείνοντας ένα ουδέτερο μπλοκ Δούναβη-Βαλκανίων. Το προτεινόμενο μπλοκ σχεδιαζόταν να αυξήσει την ιταλική επιρροή στα Βαλκάνια και συνάντησε την αντίδραση της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, που δεν ήθελαν να χάσουν τη δική τους επιρροή εκεί. Ωστόσο η Βρετανία, που πίστευε ότι η Ιταλία δεν θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, το υποστήριξε. Οι προσπάθειες σχηματισμού του μπλοκ απέτυχαν τον Νοέμβριο του 1939, όταν η Τουρκία έκανε συμφωνία προστασίας των Συμμαχικών Μεσογειακών περιοχών,με την Ελλάδα και τη Ρουμανία[78].
Αρχικά, μετά το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ της Γερμανίας και των Συμμάχων, ο Μουσολίνι ακολούθησε μια τακτική μη εμπόλεμου για την Ιταλία, ανησυχώντας ότι η Γερμανία μπορεί να μην κέρδιζε τον πόλεμό της με τους Συμμάχους. Ωστόσο ο Μουσολίνι κατά βάθος ανησυχούσε ότι η αν Ιταλία δεν παρενέβαινε σε υποστήριξη της Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 1939 κατά της Βρετανία και της Γαλλίας, αν διεξήγαγαν πόλεμο κατά της Γερμανίας, αυτό τελικά θα είχε ως αποτέλεσμα την τιμωρία της από τη Γερμανία.[80]
Στις αρχές του 1940 η Ιταλία εξακολουθούσε να μην είναι σε εμπόλεμη κατάσταση και ο Μουσολίνι ανακοίνωσε στον Χίτλερ ότι η Ιταλία δεν ήταν προετοιμασμένη να παρέμβει σύντομα. Τον Μάρτιο του 1940 ο Μουσολίνι αποφάσισε ότι η Ιταλία θα επενέβαινε, αλλά η ημερομηνία δεν είχε ακόμη επιλεγεί. Η ανώτατη στρατιωτική του ηγεσία αντιτάχθηκε ομόφωνα επειδή η Ιταλία ήταν απροετοίμαστη. Πρώτες ύλες δεν είχαν αποθεματοποιηθεί και τα αποθέματα που διέθετε σύντομα θα εξαντλούντο, η βιομηχανική της ήταν μόνο το ένα δέκατο της Γερμανίας και ακόμη και με τις εφεδρείες ο Ιταλικός στρατός δεν ήταν οργανωμένος για να παράσχει τον εξοπλισμό που απαιτείτο για τη διεξαγωγή ενός σύγχρονου πολέμου μακράς διάρκειας. Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επανεξοπλισμού ήταν αδύνατο λόγω των περιορισμένων αποθεμάτων της Ιταλίας σε χρυσό και ξένο νόμισμα και της έλλειψης πρώτων υλών. Ο Μουσολίνι αγνόησε τις αρνητικές εισηγήσεις.[81]
Μια έκθεση της γερμανικής Ανώτερης Ναυτικής Διοίκησης του Απριλίου του 1938 προειδοποιούσε ότι η Ιταλία ως εμπόλεμος σύμμαχος θα αποτελούσε σοβαρό "βάρος" για τη Γερμανία, αν συνέβαινε πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, και συνιστούσε ότι θα ήταν προτιμότερο η Γερμανία να ζητήσει από την Ιταλία να είναι ένας "καλοπροαίρετος ουδέτερος" κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στις 18 Μαρτίου 1940 ο Χίτλερ δήλωσε στον Μουσολίνι αυτοπροσώπως ότι ο πόλεμος θα τελείωνε το καλοκαίρι και ότι η στρατιωτική εμπλοκή της Ιταλίας δεν ήταν απαραίτητη.[82]
Ο Μουσολίνι στις 29 Μαΐου 1940 συζήτησε την κατάσταση του Ιταλικού Στρατού και αναγνώρισε ότι δεν ήταν ιδανική, αλλά πίστευε ότι ήταν ικανοποιητική και συζήτησε το χρονοδιάγραμμα για την κήρυξη πολέμου στη Βρετανία και τη Γαλλία. Είπε: «μια καθυστέρηση δύο εβδομάδων ή ενός μηνός δεν θα ήταν καλή και η Γερμανία θα μπορούσε να σκεφτεί ότι μπήκαμε στον πόλεμο όταν ο κίνδυνος ήταν πολύ μικρός ... Και αυτό θα μπορούσε να είναι ένα βάρος για εμάς όταν έρθει η ειρήνη».[83]
Μετά την είσοδο στον πόλεμο το 1940 δόθηκαν στην Ιταλία υποσχέσεις για σειρά εδαφικών παραχωρήσεων από τη Γαλλία, που ο Χίτλερ είχε συμφωνήσει με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Τσιάνο, που περιελάμβανε την προσάρτηση διεκδικούμενων περιοχών στη νοτιοανατολική Γαλλία, στρατιωτική κατοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας μέχρι τον ποταμό Ροδανό και τις Γαλλικές αποικίες Τυνησία και Τζιμπουτί. Ωστόσο στις 22 Ιουνίου 1940 ο Μουσολίνι ενημέρωσε ξαφνικά τον Χίτλερ ότι η Ιταλία εγκατέλειψε τις αξιώσεις της «στον Ροδανό, την Κορσική, την Τυνησία και το Τζιμπουτί», ζητώντας αντ 'αυτού αποστρατικοποιημένη ζώνη κατά μήκος των γαλλικών συνόρων και στις 24 Ιουνίου η Ιταλία συμφώνησε σε μια ανακωχή με το καθεστώς του Βισύ για τον σκοπό αυτό. Αργότερα, στις 7 Ιουλίου 1940, η Ιταλική κυβέρνηση άλλαξε την απόφασή της και ο Τσιάνο επιχείρησε να συνάψει συμφωνία με τον Χίτλερ να αποδοθούν στην Ιταλία η Νίκαια, η Κορσική, η Τυνησία και το Τζιμπουτί. Ο Χίτλερ απέρριψε απερίφραστα κάθε νέο διακανονισμό ή χωριστή γαλλοϊταλική ειρηνευτική συμφωνία προς το παρόν πριν την ήττα της Βρετανίας στον πόλεμο. Ωστόσο η Ιταλία συνέχισε να πιέζει τη Γερμανία για την ενσωμάτωση της Νίκαιας, της Κορσικής και της Τυνησίας στην Ιταλία, με τον Μουσολίνι να στέλνει επιστολή στον Χίτλερ τον Οκτώβριο του 1940, ενημερώνοντάς τον ότι οι 850.000 Ιταλοί που ζούσαν μέσα στα σύνορα της Γαλλίας αποτελούσαν τη μεγαλύτερη μειονοτική κοινότητα και ότι η παραχώρηση αυτών των εδαφών στην Ιταλία θα ήταν επωφελής τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ιταλία, καθώς θα μείωνε τον πληθυσμό της Γαλλίας από 35 εκατομμύρια σε 34 και θα απέτρεπε κάθε πιθανότητα επαναλαμβανόμενων γαλλικών φιλοδοξιών για επέκταση ή ηγεμονία στην Ευρώπη.[84] Η Γερμανία είχε εξετάσει τη δυνατότητα εισβολής και κατοχής των μη κατεχόμενων εδαφών της Γαλλίας του Βισύ, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής της Κορσικής, και της σύλληψης του στόλου της για να τον χρησιμοποιήσει η ίδια τον Δεκέμβριο του 1940 με τη σχεδιασθείσα Επιχείρηση Αττίλας.[85] Τελικά εισβολή στη Γαλλία του Βισύ από τη Γερμανία και την Ιταλία πραγματοποιήθηκε με την Επιχείρηση Αντον τον Νοέμβριο του 1942.
Στα μέσα του 1940, αντιδρώντας σε μια συμφωνία του Ρουμάνου Conducător Ιόν Αντονέσκου να δεχτεί γερμανικά "εκπαιδευτικά στρατεύματα" να σταλούν στη Ρουμανία, τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση εκνευρίστηκαν από την επέκταση της σφαίρας επιρροής της Γερμανίας στη Ρουμανία, ιδιαίτερα γιατί κανείς τους δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για αυτό, παρά τις γερμανικές συμφωνίες με την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση την εποχή εκείνη. Ο Μουσολίνι, σε μια συνομιλία με τον Τσιάνο, αντέδρασε στην ανάπτυξη στρατευμάτων του Χίτλερ στη Ρουμανία, λέγοντας: "Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων. Τώρα θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμά του και θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα. Έτσι θα αποκατασταθεί η ισορροπία." Ωστόσο ο Μουσολίνι αποφάσισε αργότερα να ενημερώσει τον Χίτλερ εκ των προτέρων για τα σχέδια της Ιταλίας στην Ελλάδα. Ακούγοντας για την επέμβαση της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας ο Χίτλερ ανησύχησε πολύ και είπε ότι οι Έλληνες δεν ήταν κακοί στρατιώτες και η Ιταλία μπορεί να μην κέρδιζε τον πόλεμο της με την Ελλάδα, καθώς δεν ήθελε να εμπλακεί η Γερμανία σε μια βαλκανική σύγκρουση[70].
Μέχρι το 1941 οι προσπάθειες της Ιταλίας να διεξαγάγει μια εκστρατεία ανεξάρτητη από τη Γερμανία κατέρρευσαν με τις στρατιωτικές αποτυχίες της στην Ελλάδα, τη Βόρεια και την Ανατολική Αφρική. και η χώρα έγινε εξαρτημένη και ουσιαστικά υποτακτική της Γερμανίας. Μετά την εισβολή και κατοχή της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας από τη Γερμανία, που ήταν και οι δύο στόχοι των πολεμικών επιδιώξεων της Ιταλίας, αναγκάστηκε να δεχθεί τη γερμανική υπεροχή και στις δύο κατεχόμενες χώρες.[86] Επιπλέον το 1941 οι γερμανικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική υπό τον Έρβιν Ρόμελ ανέλαβαν ουσιαστικά τη στρατιωτική προσπάθεια να εκδιώξουν τις Συμμαχικές δυνάμεις από την Ιταλική αποικία της Λιβύης και εγκαταστάθηκαν στη Σικελία εκείνη τη χρονιά [87]. Η δυσαρέσκεια της Γερμανίας έναντι της Ιταλίας ως συμμάχου αποδείχθηκε εκείνη τη χρονιά, όταν η Ιταλία πιέστηκε να στείλει 350.000 "επισκέπτες εργαζόμενους" στη Γερμανία που χρησιμοποιήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία[88] Ενώ ο Χίτλερ ήταν απογοητευμένος με τις επιδόσεις του Ιταλικού στρατού, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με την Ιταλία λόγω της προσωπικής του φιλίας με τον Μουσολίνι[89]
Ο Μουσολίνι στα μέσα του 1941 είχε αναγνωρίσει ότι οι πολεμικοί στόχοι της Ιταλίας απέτυχαν. Έτσι πίστευε ότι εφεξής η Ιταλία σε ένα τέτοιο καθεστώς εξάρτησης δεν είχε παρά να ακολουθεί τη Γερμανία στο δικό της πόλεμο και να ελπίζει για μια γερμανική νίκη.[86]. Ωστόσο η Γερμανία υποστήριξε την ιταλική προπαγάνδα για τη δημιουργία ενός «Λατινικού Μπλοκ» της Ιταλίας, της Γαλλίας του Βισύ, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για να συμμαχήσει με τη Γερμανία ενάντια στην απειλή του κομμουνισμού, πράγμα που φαινόταν εύλογο μετά και τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.[90] Από το 1940 έως το 1941 ο Φρανθίσκο Φράνκο της Ισπανίας επιδοκίμαζε το Λατινικό Μπλοκ, προκειμένου να εξισορροπήσει τη δύναμη των χωρών του με εκείνη της Γερμανίας, αλλά οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία.[91]
Μετά την εισβολή και κατοχή της Γιουγκοσλαβίας η Ιταλία προσάρτησε αρκετά νησιά της Αδριατικής και τμήμα της Δαλματίας, που αποτέλεσαν το Ιταλικό Κυβερνείο της Δαλματίας, που περιλάμβανε εδάφη από τις επαρχίες του Σπαλάτο, της Ζάρα και του Κάτσρο. Αν και η Ιταλία είχε αρχικά μεγαλύτερους εδαφικούς στόχους που εκτείνονταν από τα όρη Βέλεμπιτ μέχρι τις Αλβανικές Άλπεις, ο Μουσολίνι αποφάσισε να μην προσαρτήσει άλλα εδάφη για πολλούς λόγους, μεταξύ αυτών ότι η Ιταλία κρατούσε το οικονομικά πολύτιμο τμήμα αυτών των εδαφών, ενώ οι βόρειες ακτές της Αδριατικής δεν είχαν σημαντικούς σιδηρόδρομους ή δρόμους, και ότι μια μεγαλύτερη προσάρτηση θα περιλάμβανε εκατοντάδες χιλιάδες Σλάβους, που ήταν εχθρικοί προς την Ιταλία, εντός των εθνικών συνόρων της[92] Ο Μουσολίνι και ο υπουργός εξωτερικών Τσιάνο ζήτησαν να προσαρτηθεί άμεσα η Γιουγκοσλαβική περιοχή της Σλοβενίας στην Ιταλία, ωστόσο στις διαπραγματεύσεις με τον Γερμανό υπουργό εξωτερικών Ρίμπεντροπ τον Απρίλιο του 1941 ο τελευταίος επέμεινε στην απαίτηση του Χίτλερ να αποδοθεί στη Γερμανία η ανατολική Σλοβενία και στην Ιταλία η δυτική Σλοβενία. Η Ιταλία αποδέχθηκε αυτή τη γερμανική απαίτηση και η Σλοβενία διαμελίσθηκε μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας [93]
Με την έναρξη της Επιχείρησης Πυρσός των Συμμάχων εναντίον των, κατεχόμενων από τη Γαλλία του Βισύ, Μαρόκου και Αλγερίας η Γερμανία και η Ιταλία επενέβησαν στη Γαλλία του Βισύ και στην κατεχόμενη από αυτή Τυνησία. Η Ιταλία απέκτησε το στρατιωτικό έλεγχο σημαντικού τμήματος της νότιας Γαλλίας και της Κορσικής, ενώ μια κοινή Γερμανοϊταλική δύναμη τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Τυνησίας. Όταν προέκυψε το ζήτημα του ελέγχου της κυριαρχίας της Τυνησίας μετά την κατάληψή της από τη Γερμανοϊταλική δύναμη, ο Ρίμπεντροπ διακήρυξε την Ιταλική κυριαρχία στην Τυνησία. Ωστόσο, παρά τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι θα σεβαστεί την ιταλική κυριαρχία, οι Γερμανοί επόπτευαν τις δημόσιες υπηρεσίες και την τοπική αυτοδιοίκηση στην Τυνησία και η γερμανική παρουσία ήταν εκεί πιο δημοφιλής τόσο μεταξύ του τοπικού Αραβικού πληθυσμού όσο και μεταξύ των δωσίλογων της Γαλλίας του Βισύ, δεδομένου ότι η Γερμανία δεν είχε ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες στην Τυνησία όπως η Ιταλία [94]
Η εσωτερική αντιπολίτευση των Ιταλών στον πόλεμο και το φασιστικό καθεστώς διευρύνθηκε το 1942, αν και υπήρξε σημαντική αντίθεση στον πόλεμο από την αρχή το 1940, όπως ανέφεραν αστυνομικές αναφορές ότι πολλοί Ιταλοί άκουγαν μυστικά το BBC παρά τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης το 1940, ενώ παράνομες καθολικές, κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές εφημερίδες άρχισαν να εμφανίζονται το 1942.[95]
Όταν την άνοιξη του 1941 ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ επισκέφθηκε Ιταλούς στρατιώτες στο μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας, απογοητεύθηκε από τον βάρβαρο ιμπεριαλισμό του Φασιστικού καθεστώτος στη Δαλματία, τη Σλοβενία και το Μαυροβούνιο, επειδή φοβήθηκε ότι θα επέβαλε αφόρητα βάρη στην Ιταλία δημιουργώντας νέους εχθρούς μεταξύ των κατεχόμενων λαών, που η Ιταλία θα αναγκαζόταν να πολεμήσει. Ο Βίκτορ Εμμανουήλ ήταν απογοητευμένος με τις επιδόσεις του Ιταλικού στρατού στον πόλεμο, καθώς διαπίστωνε ότι ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία δεν μπορούσαν να αποβάλουν τη μεταξύ τους ζήλια και τον ανταγωνισμό για να συνεργαστούν. Επιπλέον φοβόταν ότι υπερβολικά φιλόδοξοι στρατηγοί, που προσπαθούσαν να προαχθούν, προσπαθούσαν να πείσουν τον Μουσολίνι να εκτρέψει τους στρατιωτικούς πόρους σε ένα όλο και ευρύτερο πεδίο δράσης. Τον Ιούνιο του 1941 η απόφαση του Μουσολίνι να ακολουθήσει τη Γερμανία διεξάγοντας πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, για την οποία ο Βίκτωρ Εμμανουήλ ενημερώθηκε την τελευταία στιγμή, προλαβαίνοντας μόνο να συμβουλέψει τον Μουσολίνι να μη στείλει τίποτα περισσότερο από μια συμβολική δύναμη για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ένωσης, οι συμβουλές του αγνοήθηκαν. Λίγες εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης ένας ανώτερος στρατηγός των Καραμπινιέρων ενημέρωσε τα βασιλικά ανάκτορα ότι η στρατιωτική αστυνομία περίμενε μια βασιλική διαταγή για να ενεργήσει κατά του Φασιστικού καθεστώτος. Τον Σεπτέμβριο του 1941 ο Βίκτωρ Εμμανουήλ πραγματοποίησε ιδιωτική συζήτηση με τον Τσιάνο, που είπε στον βασιλιά ότι ο φασισμός ήταν καταδικασμένος [96]. Το 1942 η αντιπολίτευση στη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο επεκτάθηκε στους ανώτερους αξιωματούχους του Φασιστικού καθεστώτος, ενώ ο Τζουζέπε Μποτάι δήλωσε ότι ο ίδιος και άλλοι Φασίστες αξιωματούχοι θα έπρεπε να είχαν παραιτηθεί από τις θέσεις τους, όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στη Βρετανία και τη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940, ενώ ο Ντίνο Γκράντι (πρόεδρος του Ιταλικού κοινοβουλίου) προσέγγισε τον βασιλιά και τον προέτρεψε να καταργήσει τη δικτατορία του Μουσολίνι προκειμένου να αποσύρει την Ιταλία από τον πόλεμο καθώς έβλεπε την Ιταλία να οδεύει στην καταστροφή[97]. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1943 ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ πείστηκε από τον Υπουργό της Βασιλικής Αυλής, Δούκα του Ακουαρόνε, ότι ο Μουσολίνι έπρεπε να απομακρυνθεί.[98]
Τον Μάρτιο του 1943 το πρώτο σημάδι σοβαρής εξέγερσης των Ιταλών εναντίον του Φασιστικού καθεστώτος και του πολέμου ξεκίνησε με μια απεργία εργατών εργοστασίων, με τους οποίους ενώθηκαν στρατιώτες που τραγουδούσαν κομμουνιστικά τραγούδια, ακόμη και μέλη του Φασιστικού κόμματος. Το Φασιστικό καθεστώς αντιμετώπισε επίσης παθητική αντίσταση από δημόσιους υπαλλήλους, που είχαν αρχίσει να αρνούνται να υπακούν σε εντολές ή να προσποιούνται ότι το έκαναν[97].
Στις 25 Ιουλίου 1943, μετά την Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία, ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ απέλυσε τον Μουσολίνι, τον έθεσε υπό κράτηση και άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Δυτικούς Συμμάχους. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 υπογράφηκε ανακωχή και η Ιταλία προσχώρησε στους Συμμάχους ως (άτυπος) σύμμαχος. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943 ο Μουσολίνι διασώθηκε από τους Γερμανούς με την Επιχείρηση Δρυς και τέθηκε επικεφαλής ενός κράτους-μαριονέτας που ονομάστηκε Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (Repubblica Sociale Italiana / RSI ή Repubblica di Salò) στη βόρεια Ιταλία. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για μήνες, καθώς οι Σύμμαχοι, ο Ιταλικός Συμμαχικός Στρατός και οι παρτιζάνοι πολεμούσαν τις δυνάμεις της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και τους Γερμανούς συμμάχους της. Ορισμένες περιοχές στη Βόρεια Ιταλία απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς μόνο τον Μάιο του 1945. Ο Μουσολίνι σκοτώθηκε από Κομμουνιστές συμπατριώτες στις 28 Απριλίου 1945 ενώ προσπάθησε να διαφύγει στην Ελβετία[99].
Τα Δωδεκάνησα ήταν ιταλική εξάρτηση από το 1912 έως το 1943.
Το Μαυροβούνιο ήταν ιταλική εξάρτηση από το 1941 έως το 1943, γνωστό ως Κυβερνείο του Μαυροβουνίου, που ήταν υπό τον έλεγχο Ιταλού στρατιωτικού διοικητή. Αρχικά οι Ιταλοί είχαν την πρόθεση να γίνει το Μαυροβούνιο ένα "ανεξάρτητο" κράτος στενά συνδεδεμένο με την Ιταλία, ενισχυμένο μέσω των ισχυρών δυναστικών δεσμών μεταξύ Ιταλίας και Μαυροβουνίου, καθώς η Βασίλισσα Έλενα της Ιταλίας ήταν κόρη του τελευταίου βασιλιά του Μαυροβουνίου, Νικολάου Α΄. Ο, υποστηριζόμενος από τους Ιταλούς, Μαυροβούνιος εθνικιστής Σέκουλα Ντρλιέβιτς και οι οπαδοί του προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κράτος του Μαυροβουνίου. Στις 12 Ιουλίου 1941 ανακήρυξαν το «Βασίλειο του Μαυροβουνίου» υπό την προστασία της Ιταλίας. Σε λιγότερο από 24 ώρες, αυτό προκάλεσε γενική εξέγερση εναντίον των Ιταλών. Μέσα σε τρεις εβδομάδες οι εξεγερμένοι κατάφεραν να καταλάβουν σχεδόν ολόκληρη την επικράτεια του Μαυροβουνίου. Πάνω από 70.000 Ιταλικά στρατεύματα και 20.000 Αλβανοί και Μουσουλμάνοι άτακτοι αναπτύχθηκαν για να καταστείλουν την εξέγερση. Ο Ντρλιέβιτς εκδιώχθηκε από το Μαυροβούνιο τον Οκτώβριο του 1941. Στη συνέχεια το Μαυροβούνιο πέρασε υπό πλήρη ιταλικό έλεγχο. Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, το Μαυροβούνιο πέρασε υπό τον άμεσο έλεγχο της Γερμανίας.
Πολιτικά και οικονομικά κυριαρχούμενη από την Ιταλία από τη δημιουργία της το 1913, η Αλβανία καταλήφθηκε από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις το 1939, όταν ο Αλβανός βασιλιάς Ζογ Α΄ διέφυγε από τη χώρα με την οικογένειά του. Το αλβανικό Κοινοβούλιο ψήφισε την προσφορά του αλβανικού θρόνου στον Βασιλιά της Ιταλίας, με αποτέλεσμα την προσωπική ένωση μεταξύ των δύο χωρών.[100][101] Την Αλβανία κυβερνούσε Ιταλός κυβερνήτης. Ο αλβανικός στρατός, έχοντας εκπαιδευτεί από Ιταλούς συμβούλους, ενισχύθηκε από 100.000 ιταλικά στρατεύματα και δημιουργήθηκε φασιστική πολιτοφυλακή, κυρίως από Αλβανούς ιταλικής καταγωγής[εκκρεμεί παραπομπή].
Η Αλβανία χρησίμευσε ως βάση για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Αλβανικά στρατεύματα υπό ιταλικό έλεγχο εστάλησαν να συμμετάσχουν στην ιταλική εισβολή στην Ελλάδα και στην κατοχή του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία[εκκρεμεί παραπομπή]. Η Αλβανία προσάρτησε το Κοσσυφοπέδιο το 1941, όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία, δημιουργώντας τη Μεγάλη Αλβανία[100]. Η Αλβανία κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1941.[102] Όταν κατέρρευσε το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, η Αλβανία πέρασε στη γερμανική κατοχή.
Περίπου 6.000 Αλβανοί απετέλεσαν τη ναζιστική 21η Μεραρχία Waffen SS Scanderbeg.[103] Αλβανικά στρατεύματα εστάλησαν στο Ανατολικό Μέτωπο για να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, ενταγμένα στην Ιταλική Όγδοη Στρατιά[εκκρεμεί παραπομπή].
Η Ιταλική Ανατολική Αφρική ήταν ιταλική αποικία από το 1936 έως το 1943. Πριν από την εισβολή και την προσάρτηση της Αιθιοπίας σε αυτή την ενιαία αποικία, το 1936, η Ιταλία είχε δύο αποικίες, την Ερυθραία και τη Σομαλία, από τη δεκαετία του 1880.
Η Λιβύη ήταν ιταλική αποικία από το 1912 έως το 1943. Το βόρειο τμήμα της ενσωματώθηκε απευθείας στην Ιταλία το 1939, ωστόσο η περιοχή παρέμεινε ενιαία ως αποικία υπό αποικιακό κυβερνήτη.
Υπήρχε επίσης μια μικρή ιταλική παραχωρημένη περιοχή στο Τιεντσίν της Δημοκρατίας της Κίνας.
Η ιαπωνική κυβέρνηση δικαιολόγησε τις ενέργειές της υποστηρίζοντας ότι επιδίωκε να ενώσει την Ανατολική Ασία κάτω από την ηγεσία της Ιαπωνίας σε μια Μείζονα Σφαίρα Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας, που θα ελευθέρωνε τους Ανατολικοασιάτες από την κυριαρχία και τη διοίκηση των Δυτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών.[104] Η Ιαπωνία επικαλείτο θέματα Πανασιανισμού και έλεγε ότι οι ασιατικοί λαοί έπρεπε να είναι ελεύθεροι από τη δυτική επιρροή.[105]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτάχθηκαν στον ιαπωνικό πόλεμο στην Κίνα και αναγνώρισαν την Εθνικιστική Κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι Σεκ ως νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Στη συνέχεια οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να σταματήσουν την πολεμική προσπάθεια της Ιαπωνίας με την επιβολή απαγόρευσης σε όλο το εμπόριο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Η Ιαπωνία εξαρτιόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες για το 80 τοις εκατό του πετρελαίου της και ως εκ τούτου η απαγόρευση οδήγησε σε οικονομική και στρατιωτική κρίση την Ιαπωνία, καθώς δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τις πολεμικές της προσπάθειες ενάντια στην Κίνα χωρίς πρόσβαση στο πετρέλαιο.[106]
Για να διατηρήσει τη στρατιωτική της εκστρατεία στην Κίνα με τη μεγάλη απώλεια του πετρελαϊκού εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία είδε ως καλύτερο μέσο για να εξασφαλίσει μια εναλλακτική πηγή πετρελαίου την πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικούς πόρους[107] Αυτή η απειλή ανταπόδοσης από την Ιαπωνία στην πλήρη απαγόρευση του εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν γνωστή στην αμερικανική κυβέρνηση, περιλαμβανομένου του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κόρντελ Χολ, που διαπραγματευόταν με τους Ιάπωνες την αποφυγή πολέμου, φοβούμενος ότι καθολική απαγόρευση θα προκαλούσε ιαπωνική επίθεση στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες[108]
Η Ιαπωνία αναγνώριζε ως την κύρια απειλή για τα σχέδιά της να εισβάλει και να καταλάβει τη Νοτιοανατολική Ασία τον Αμερικανικό Στόλο του Ειρηνικού που είχε τη βάση του στο Περλ Χάρμπορ.[107] Έτσι η Ιαπωνία ξεκίνησε την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941 ως μέσο για να εμποδίσει μια αμερικανική απάντηση στην εισβολή στη Νοτιοανατολική Ασία και να κερδίσει χρόνο που θα της επέτρεπε να εδραιωθεί με τους πόρους της για να διεξάγει έναν πλήρη πόλεμο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και να τις αναγκάσει να αποδεχθούν την επέκτασή της[107]. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, συνταγματική μοναρχία υπό τον Χιροχίτο, ήταν η κύρια δύναμη του Άξονα στην Ασία και τον Ειρηνικό. Υπό τον αυτοκράτορα υπήρχε ένα υπουργικό συμβούλιο και το Αυτοκρατορικό Γενικό Αρχηγείο, με δύο επιτελάρχες. Μέχρι το 1945 ο Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας δεν ήταν μόνο συμβολικός ηγέτης και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εκπόνηση της στρατηγικής για να παραμένει στον θρόνο.[109]
Στο αποκορύφωμά της η Μείζονα Σφαίρα Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας της Ιαπωνίας περιλάμβανε τη Μαντζουρία, την Εσωτερική Μογγολία, μεγάλα τμήματα της Κίνας, τη Μαλαισία, τη Γαλλική Ινδοκίνα, τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, τις Φιλιππίνες, τη Βιρμανία, μικρό τμήμα της Ινδίας και μερικά νησιά στον κεντρικό Ειρηνικό.
Λόγω των εσωτερικών διενέξεων και της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1920 τα στρατιωτικά στοιχεία έθεσαν την Ιαπωνία σε μια πορεία επέκτασης. Δεδομένου ότι τα νησιά της δεν διέθεταν φυσικούς πόρους που απαιτούντο για την ανάπτυξη, η Ιαπωνία σχεδίαζε να δημιουργήσει μια ηγεμονία στην Ασία και να καταστεί αυτάρκης αποκτώντας εδάφη με άφθονους φυσικούς πόρους. Η επεκτατική πολιτική της Ιαπωνίας την απομάκρυναν από άλλες χώρες της Κοινωνίας των Εθνών και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 την έφεραν πιο κοντά στη Γερμανία και την Ιταλία, που ακολουθούσαν και οι δύο παρόμοιες επεκτατικές πολιτικές. Η συνεργασία μεταξύ Ιαπωνίας και Γερμανίας ξεκίνησε με το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν, με το οποίο οι δύο χώρες συμφώνησαν να συμμαχήσουν για να αντιμετωπίσουν τυχόν επίθεση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Ιαπωνία στράφηκε σε σύγκρουση με τους Κινέζους το 1937. Η ιαπωνική εισβολή και κατοχή τμημάτων της Κίνας οδήγησε σε πολλές θηριωδίες εναντίον αμάχων, όπως η Σφαγή της Ναντσίνγκ και η Πολιτική των Τριών Όλων (όλοι να σκοτωθούν, όλα να καούν, όλα να λεηλατηθούν). Οι Ιάπωνες διεξήγαν επίσης μάχες και αψιμαχίες με Σοβιετικές-Μογγολικές δυνάμεις στο Μαντσουκούο το 1938 και το 1939. Η Ιαπωνία προσπάθησε να αποφύγει τον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση υπογράφοντας σύμφωνο μη επίθεσης με αυτή το 1941.
Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Ιαπωνίας ήταν διχασμένοι για τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γερμανία και την Ιταλία και τη στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός τάχθηκε υπέρ του πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά το Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό ήταν έντονα αντίθετο. Όταν ο Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Στρατηγός Τότζο Χιντέκι αρνήθηκε την αμερικανική απαίτηση να αποσύρει η Ιαπωνία τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την Κίνα, μια αντιπαράθεση έγινε πιο πιθανή.[110] Ο πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες συζητείτο μέσα στην Ιαπωνική κυβέρνηση το 1940.[111] Ο Διοικητής του Στόλου Ναύαρχος Ισορόκου Γιαμαμότο ήταν σαφής στην αντίθεσή του, ειδικά μετά την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου, λέγοντας στις 14 Οκτωβρίου 1940: «Ο πόλεμος κατά των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σαν να πολεμάμε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά έχει αποφασιστεί. Έτσι θα πολεμήσω όσο καλύτερα μπορώ. θα πεθάνω πάνω στο Ναγκάτο [τη ναυαρχίδα του], ενώ το Τόκιο θα τριπλοκαεί και θα ισοπεδωθεί. Ο Κονόε [Πρωθυπουργός] και οι άλλοι θα γίνουν κομμάτια από τον εκδικητή λαό, δεν αμφιβάλλω για αυτό.[111] Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1940 ο Γιαμαμότο επικοινώνησε με τον Υπουργό Ναυτικών Oϊκάβα και δήλωσε: "Σε αντίθεση με τις ημέρες πριν το Τριμερές απαιτείται μεγάλη αποφασιστικότητα για να αποφύγουμε τον κίνδυνο να πάμε σε πόλεμο."[111]
Με τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις επικεντρωμένες στον πόλεμο στην Ευρώπη η Ιαπωνία προσπάθησε να καταλάβει τις αποικίες τους. Το 1940 η Ιαπωνία αντέδρασε στη Γερμανική Εισβολή στη Γαλλία καταλαμβάνοντας τη Γαλλική Ινδοκίνα. Το καθεστώς της Γαλλία του Βισύ, de facto σύμμαχος της Γερμανίας, το αποδέχτηκε. Οι Συμμαχικές δυνάμεις δεν απάντησαν με πόλεμο. Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν εμπάργκο κατά της Ιαπωνίας το 1941 λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Κίνα. Αυτό απέκοψε τον εφοδιασμό της Ιαπωνίας με σκραπ και πετρέλαιο που απαιτούντο για τη βιομηχανία και την πολεμική προσπάθεια.
Για να απομονώσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ που στάθμευαν στις Φιλιππίνες και να μειώσει τη ναυτική δύναμη των ΗΠΑ, το Αυτοκρατορικό Γενικό Αρχηγείο διέταξε επίθεση στη ναυτική βάση τους στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης στις 7 Δεκεμβρίου 1941. Επίσης εισέβαλαν στη Μαλαισία και το Χονγκ Κονγκ. Επιτυγχάνοντας αρχικά μια σειρά νίκες, το 1943 οι Ιαπωνικές δυνάμεις απωθήθηκαν προς τα νησιά τους. Ο Πόλεμος του Ειρηνικού διάρκεσε μέχρι τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι το 1945. Οι Σοβιετικοί κήρυξαν επισήμως τον πόλεμο τον Αύγουστο του 1945 και συγκρούστηκαν με τις Ιαπωνικές δυνάμεις στη Μαντζουρία και τη βορειοανατολική Κίνα.
Η Ταϊβάν, τότε γνωστή ως Φορμόζα, ήταν ιαπωνική εξάρτηση από το 1895.
Η Κορέα ήταν Ιαπωνικό προτεκτοράτο και εξάρτηση που ιδρύθηκε επίσημα με τη Συνθήκη Ιαπωνίας-Κορέας του 1910.
Η Εντολή του Νοτίου Ειρηνικού ήταν εδάφη που χορηγήθηκαν στην Ιαπωνία το 1919 με τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που όρισαν για την Ιαπωνία τα Γερμανικά Νησιά του Νότιου Ειρηνικού. Η Ιαπωνία έλαβε αυτά ως ανταμοιβή από τους Συμμάχους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο η Ιαπωνία ήταν τότε σύμμαχός τους κατά της Γερμανίας.
Η Ιαπωνία κατέλαβε τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες κατά τη διάρκεια του πολέμου και σχεδίαζε να μετατρέψει αυτά τα εδάφη σε κράτος-εξάρτημα της Ινδονησίας και να επιδιώξει συμμαχία με τους Ινδονήσιους εθνικιστές, συμπεριλαμβανομένου του μελλοντικού Ινδονήσιου προέδρου Σουκάρνο, ωστόσο αυτές οι προσπάθειες δεν επέφεραν τη δημιουργία ενός Ινδονησιακού κράτους παρά μόνο μετά την παράδοση της Ιαπωνίας.[112]
Εκτός από τις 3 μεγάλες δυνάμεις του Άξονα, άλλες 4 χώρες και 2 καθεστώτα-μαριονέτες υπέγραψαν το Τριμερές Σύμφωνο ως κράτη μέλη του. Από τις 4 χώρες, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία συμμετείχαν σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Άξονα με τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις τους, ενώ της 4ης, της Γιουγκοσλαβίας, η φιλοναζιστική κυβέρνηση ανετράπη με πραξικόπημα δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή του Συμφώνου και η χώρα άλλαξε στρατόπεδο.
Τα 2 καθεστώτα-μαριονέτες που υπέγραψαν το Τριμερές Σύμφωνο, η υπό τον Τίσο Σλοβακία και το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας, κατατάσσονται μεταξύ των εξαρτημένων κρατών παρακάτω.
Το Βασίλειο της Βουλγαρίας κυβερνούσε ο Τσάρος Μπορίς Γ΄ όταν υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο την 1η Μαρτίου 1941. Η Βουλγαρία ήταν στην πλευρά των χαμένων του Β΄ Βαλκανικού και του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και επιζητούσε την επιστροφή των εδαφών που είχε χάσει μετά από αυτούς, ειδικά στη Μακεδονία και τη Θράκη (στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, στο Βασίλειο της Ελλάδας και στην Τουρκία). Κατά τη δεκαετία του 1930, λόγω των παραδοσιακών δεξιών στοιχείων, η Βουλγαρία προσέγγισε τη Ναζιστική Γερμανία. Το 1940 η Γερμανία πίεσε τη Ρουμανία να υπογράψει τη Συνθήκη της Κραϊόβα, επιστρέφοντας στη Βουλγαρία την περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς, που είχε χάσει το 1913. Οι Γερμανοί υποσχέθηκαν επίσης στη Βουλγαρία - αν εντασσόταν στον Άξονα - τη διεύρυνση της επικράτειάς της στα σύνορα που είχαν καθοριστεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η Βουλγαρία συμμετείχε στην εισβολή του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα επιτρέποντας στα γερμανικά στρατεύματα να επιτεθούν από το έδαφός της και έστειλε στρατεύματα στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου. Ως ανταμοιβή οι δυνάμεις του Άξονα επέτρεψαν στη Βουλγαρία να καταλάβει τμήματα και των δύο χωρών - τη νότια και νοτιοανατολική Γιουγκοσλαβία (Μπανόβινα του Βαρδάρη) και τη βορειοανατολική Ελλάδα (τμήματα της Ελληνικής Μακεδονίας και της Ελληνικής Θράκης). Οι βουλγαρικές δυνάμεις σε αυτές τις περιοχές πολέμησαν τα επόμενα χρόνια εναντίον διαφόρων εθνικιστικών ομάδων και αντιστασιακών κινημάτων. Παρά τη γερμανική πίεση η Βουλγαρία δεν συμμετείχε στην εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση και ποτέ δεν κήρυξε ποτέ τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση. Το Βουλγαρικό Ναυτικό ωστόσο συμμετείχε σε σειρά αψιμαχιών με τον Σοβιετικό Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, που επετίθετο σε βουλγαρικά πλοία.
Μετά την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941 η βουλγαρική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στους Δυτικούς Συμμάχους. Αυτή η δράση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό συμβολική (τουλάχιστον από τη μεριά της Βουλγαρίας) μέχρι τον Αύγουστο του 1943, όταν η βουλγαρική αεράμυνα και η αεροπορία επιτέθηκαν σε συμμαχικά βομβαρδιστικά, όταν επέστρεφαν (με βαριές απώλειες) από αποστολή πάνω από τα διυλιστήρια πετρελαίου της Ρουμανίας. Αυτό μετεστράφη σε καταστροφή για τους πολίτες της Σόφιας και άλλων μεγάλων βουλγαρικών πόλεων, οι οποίοι βομβαρδίστηκαν βαριά από τους Συμμάχους, τον χειμώνα του 1943-1944.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε στα βουλγαρικά σύνορα, ήρθε στην εξουσία μια νέα βουλγαρική κυβέρνηση, που ζήτησε ειρήνη με τους Συμμάχους, έδιωξε τα λίγα εναπομείναντα γερμανικά στρατεύματα και κήρυξε ουδετερότητα. Ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν εμπόδισαν τη Σοβιετική Ένωση να κηρύξει τον πόλεμο στη Βουλγαρία στις 5 Σεπτεμβρίου και στις 8 Σεπτεμβρίου ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στη χώρα χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Ακολούθησε το πραξικόπημα της 9ης Σεπτεμβρίου 1944, που έφερε στην εξουσία μια φιλοσοβιετική κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου. Μετά από αυτό, ο βουλγαρικός στρατός (ενταγμένος στην 3η Ουκρανική Στρατιά του Κόκκινου Στρατού) πολέμησε τους Γερμανούς στη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία, υφιστάμενος πολλές απώλειες. Παρόλα αυτά η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού αντιμετώπισε τη Βουλγαρία ως μία από τις ηττημένες χώρες. Η Βουλγαρία μπόρεσε να διατηρήσει τη Νότια Δοβρουτσά, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από όλες τις αξιώσεις στα εδάφη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας.
Η Ουγγαρία, που την κυβερνούσε ο Αντιβασιλέας Ναύαρχος Μίκλος Χόρτι, ήταν η πρώτη χώρα μετά τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία, που προσχώρησε στο Τριμερές Σύμφωνο, υπογράφοντας τη σχετική συμφωνία στις 20 Νοεμβρίου 1940.[113]
Η πολιτική αστάθεια μάστιζε τη χώρα μέχρι που ο Μίκλος Χόρτι, Ούγγρος ευγενής και αξιωματικός του Ναυτικού της Αυστροουγγαρίας, έγινε αντιβασιλιάς το 1920. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ούγγρων επιθυμούσε να ανακτήσει τα εδάφη που χάθηκαν με τη Συνθήκη του Τριανόν. Η χώρα προσέγγισε τη Γερμανία και την Ιταλία κυρίως λόγω της κοινής τους επιθυμίας να αναθεωρήσουν τους ειρηνευτικούς διακανονισμούς που έγιναν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί στην Ουγγαρία συμφωνούσαν με την αντισημιτική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος. Λόγω της υποστηρικτικής της στάσης προς τη Γερμανία και τις νέες πρωτοβουλίες της στη διεθνή πολιτική η Ουγγαρία κέρδισε ευνοϊκές εδαφικές διευθετήσεις με την Πρώτη Συμφωνία της Βιέννης. Μετά τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας κατέλαβαν και προσάρτησαν την υπόλοιπη Ρουθηνία των Καρπαθίων και το 1940 τη Βόρεια Τρανσυλβανία από τη Ρουμανία με τη Δεύτερη Συμφωνία της Βιέννης. Οι Ούγγροι επέτρεψαν στα γερμανικά στρατεύματα να διέλθουν από το έδαφός τους κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και οι Ουγγρικές δυνάμεις συμμετείχαν στην εισβολή. Τμήματα της Γιουγκοσλαβίας προσαρτήθηκαν στην Ουγγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο διέκοψε αμέσως τις διπλωματικές σχέσεις με τη χώρα.
Αν και η Ουγγαρία δεν συμμετείχε αρχικά στη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αυτό έγινε στις 27 Ιουνίου 1941. Πάνω από 500.000 στρατιώτες υπηρέτησαν στο Ανατολικό Μέτωπο. Τελικά και οι πέντε στρατιές της Ουγγαρίας συμμετείχαν στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, με σημαντική συνεισφορά κυρίως της Ουγγρικής Δεύτερης Στρατιάς.
Στις 25 Νοεμβρίου 1941 η Ουγγαρία ήταν μία από τις δεκατρείς χώρες που υπέγραψαν το ανανεωμένο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν. Τα Ουγγρικά στρατεύματα, όπως και τα ομόλογά τους του Άξονα, συμμετείχαν σε πολλές ενέργειες εναντίον των Σοβιετικών. Στο τέλος του 1943 οι Σοβιετικοί είχαν πια το πάνω χέρι και οι Γερμανοί υποχωρούσαν. Η Ουγγρική Δεύτερη Στρατιά εξολοθρεύτηκε πολεμώντας στο Μέτωπο του Βορόνεζ, στις όχθες του Ποταμού Ντον. Το 1944, με τα Σοβιετικά στρατεύματα να προελαύνουν προς την Ουγγαρία, ο Χόρτι προσπάθησε να επιτύχει ανακωχή με τους Συμμάχους. Ωστόσο, οι Γερμανοί αντικατέστησαν το υπάρχον καθεστώς με ένα νέο. Μετά από σκληρές μάχες, η Βουδαπέστη καταλήφθηκε από τους Σοβιετικούς. Ένας αριθμός γερμανόφιλων Ούγγρων υποχώρησαν στην Ιταλία και τη Γερμανία, όπου πολέμησαν μέχρι το τέλος του πολέμου.
Οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της αντιβασιλείας του Μίκλος Χόρτι κατέρρευσαν το 1944 όταν εκείνος προσπάθησε να διαπραγματευτεί ειρηνευτική συμφωνία με τους Σοβιετικούς και να αποσυρθεί από τον πόλεμο χωρίς τη γερμανική έγκριση. Ο Χόρτι αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν Γερμανοί κομάντος, υπό τον Συνταγματάρχη Ότο Σκορτσένυ, συνέλαβαν όμηρο τον γιο του στο πλαίσιο της Επιχείρησης Πάντσερφαουστ.
Η Ουγγαρία αναδιοργανώθηκε ύστερα από την παραίτηση του Χόρτι τον Δεκέμβριο του 1944 σε ένα ολοκληρωτικό φασιστικό καθεστώς με το όνομα Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπό τον Φέρεντς Σάλασι. Αυτός ήταν Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας από τον Οκτώβριο του 1944 και ηγέτης του αντισημιτικού φασιστικού Κόμματος του Σιδηρού Βέλους. Η κυβέρνησή του ήταν καθεστώς-μαριονέτα με ελάχιστη εξουσία και η χώρα βρισκόταν υπό γερμανικό έλεγχο. Λίγες μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Σάλασι, η πρωτεύουσα Βουδαπέστη περικυκλώθηκε από τον σοβιετικό Κόκκινο Στρατό. Οι γερμανικές και ουγγρικές φασιστικές δυνάμεις προσπάθησαν να σταματήσουν τη σοβιετική προέλαση, αλλά απέτυχαν. Τον Μάρτιο του 1945 ο Σάλασι κατέφυγε στη Γερμανία ως ηγέτης μιας εξόριστης κυβέρνησης, μέχρι την παράδοση της Γερμανίας, τον Μάιο του 1945.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη το 1939 το Βασίλειο της Ρουμανίας ήταν αγγλόφιλο και σύμμαχος με την Πολωνία. Μετά την εισβολή στην Πολωνία της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάληψη της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών η Ρουμανία βρέθηκε απομονωμένη. Εν τω μεταξύ τα γερμανόφιλα και φιλοφασιστικά στοιχεία άρχισαν να ενισχύονται.
Το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ του Αυγούστου του 1939 μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που μεταβίβαζε τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Μπουκοβίνα στη Σοβιετική Ένωση.[114] Στις 28 Ιουνίου 1940 η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε και προσάρτησε τη Βεσσαραβία, καθώς και τμήμα της βόρειας Ρουμανίας και της περιοχής Χέρτζα.[115] Στις 30 Αυγούστου 1940, σύμφωνα με τη Γερμανοϊταλική διαιτησία της Δεύτερης Συμφωνίας της Βιέννης, η Ρουμανία έπρεπε να παραχωρήσει τη Βόρεια Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία. Η Νότια Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1940. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα φασιστικά στοιχεία μέσα στη χώρα και να αποκτήσει τη γερμανική προστασία, ο Βασιλιάς Κάρολος Β΄ διόρισε Πρωθυπουργό τον Ιόν Αντονέσκου στις 6 Σεπτεμβρίου 1940.
Δύο μέρες αργότερα ο Αντονέσκου υποχρέωσε τον βασιλιά να παραιτηθεί, εγκατέστησε στον θρόνο τον νεαρό γιο του Καρόλου, Μιχαήλ, και στη συνέχεια ανακήρυξε τον εαυτό του Conducător ("Ηγέτη") με δικτατορικές εξουσίες. Στις 14 Σεπτεμβρίου ανακηρύχτηκε το Κράτος της Εθνικής Λεγεώνας, με τη Σιδηρά Φρουρά να κυβερνά μαζί με τον Αντονέσκου ως το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κίνημα στη Ρουμανία. Υπό τον βασιλιά Μιχαήλ Α΄ και τη στρατιωτική κυβέρνηση του Αντονέσκο, η Ρουμανία υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο στις 23 Νοεμβρίου 1940. Τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη χώρα στις 10 Οκτωβρίου 1941, τυπικά για να εκπαιδεύσουν τον Ρουμανικό Στρατό. Η οδηγία του Χίτλερ στα στρατεύματα στις 10 Οκτωβρίου ανέφερε ότι «είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ακόμη και η ελάχιστη εικόνα στρατιωτικής κατοχής της Ρουμανίας».[116] Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία έκανε τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι να εξαπολύσει εισβολή στην Ελλάδα, ξεκινώντας τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.[117] Αφού εξασφάλισε την έγκριση του Χίτλερ τον Ιανουάριο του 1941, ο Αντονέσκου απομάκρυνε τη Σιδηρά Φρουρά από την εξουσία.
Στη συνέχεια η Ρουμανία χρησιμοποιήθηκε ως βάση για εισβολές στη Γιουγκοσλαβία και στη Σοβιετική Ένωση. Παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε στρατιωτικά στην εισβολή στη Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία ζήτησε τα ουγγρικά στρατεύματα να μην επιχειρήσουν στο Βανάτο. Έτσι ο Πάουλους τροποποίησε τα ουγγρικά σχέδια και κράτησε τα στρατεύματά τους δυτικά του Τίσα.[118]
Η στρατιωτική βιομηχανία της Ρουμανίας ήταν μικρή αλλά ευέλικτη, ικανή να αντιγράφει και να παράγει χιλιάδες γαλλικούς και σοβιετικούς όλμους, εκατοντάδες γερμανικά αντιαεροπορικά όπλα των 37 χιλιοστών, 200 βρετανικά αντιαεροπορικά όπλα Vickers 1931 των 75 χιλιοστών, εκατοντάδες γαλλικά αντιαρματικά όπλα των 47 χιλιοστών, χιλιάδες τσεχοσλοβακικά πολυβόλα και 126 γαλλικά θωρακισμένα άρματα Renault UE. Πρωτότυπα προϊόντα της ήταν μεταξύ άλλων το υποπολυβόλο Orita M1941, το αντιαρματικό όπλο Reşiţa Model 1943 των 75 χιλιοστών με ταχύτητα άνω των 1 χλμ. / δευτερόλεπτο, από το οποίο κατασκευάστηκαν 400 και περίπου εκατό αντιαρματικά οχήματα, με σημαντικότερο το Mareşal, που θεωρείται πηγή έμπνευσης του γερμανικού Hetzer.[119] Η Ρουμανία κατασκεύασε επίσης μεγάλα πολεμικά πλοία, όπως το ναρκοθετικό Amiral Murgescu και τα υποβρύχια Rechinul και Marsuinul. Επίσης κατασκευάστηκαν εκατοντάδες πρωτότυπου σχεδιασμού αεροσκάφη, όπως το μαχητικό IAR-80 και το ελαφρύς βομβαρδιστικό IAR-37. Η Ρουμανία υπήρξε επίσης σημαντική δύναμη στη βιομηχανία πετρελαίου από τη δεκαετία του 1800. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στην Ευρώπη και τα διυλιστήρια πετρελαίου στο Πλοέστι παρείχαν περίπου το 30% της συνολικής παραγωγής πετρελαίου του Άξονα [120]
Η Ρουμανία συμμετείχε στην υπό γερμανική ηγεσία εισβολή στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Ο Ιόν Αντονέσκου ήταν ο μόνος ξένος ηγέτης που συμβουλευόταν ο Χίτλερ για στρατιωτικά ζητήματα 132 και οι δυο τους συναντήθηκαν πάνω από δέκα φορές σε ολόκληρο τον πόλεμο.[121] Η Ρουμανία ανακατέλαβε τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα, με μια κοινή γερμανορουμανική επιχείρηση, πριν καταλάβει περαιτέρω σοβιετικά εδάφη και εγκαθιδρύσει το Κυβερνείο της Υπερδνειστερίας. Μετά τη Μάχη της Οδησσού η πόλη έγινε η πρωτεύουσα του Κυβερνείου. Τα ρουμανικά στρατεύματα πολέμησαν στην Εκστρατεία της Κριμαίας μαζί με τα γερμανικά και συνέβαλαν σημαντικά στην Πολιορκία της Σεβαστούπολης. Αργότερα ρουμανικά ορεινά στρατεύματα συμμετείχαν στη γερμανική εκστρατεία στον Καύκασο, φτάνοντας μέχρι το Νάλτσικ[122]. Έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες στο Στάλινγκραντ, οι Ρουμάνοι αξιωματούχοι άρχισαν να διαπραγματεύονται κρυφά συνθήκη ειρήνης με τους Συμμάχους. Το 1943 η ροή των πραγμάτων άρχισε να αλλάζει. Οι Σοβιετικοί προωθήθηκαν δυτικότερα, ανακατέλαβαν την Ουκρανία και τελικά εξαπέλυσαν μια ανεπιτυχή εισβολή στην ανατολική Ρουμανία, την άνοιξη του 1944. Τα ρουμανικά στρατεύματα στην Κριμαία βοήθησαν να αναχαιτισθεί η αρχική σοβιετική απόβαση, αλλά τελικά όλη η χερσόνησος ανακαταλήφθηκε από τις σοβιετικές δυνάμεις και το Ρουμανικό Ναυτικό εκκένωσε πάνω από 100.000 γερμανικά και ρουμανικά στρατεύματα, επίτευγμα που χάρισε στον Ρουμάνο Ναύαρχο, Χορία Ματσελαρίου, τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού.[123] Κατά την Επίθεση Ιασίου-Κισίνιεφ των Σοβιετικών τον Αύγουστο του 1944 η Ρουμανία άλλαξε στρατόπεδο, στις 23 Αυγούστου 1944. Στη συνέχεια τα ρουμανικά στρατεύματα πολέμησαν μαζί με τον Σοβιετικό Στρατό μέχρι το τέλος του πολέμου, φτάνοντας μέχρι την Τσεχοσλοβακία και την Αυστρία.
Ο Βρετανός ιστορικός Ντένις Ντέλεταντ υποστήριξε ότι η σημαντική συμβολή της Ρουμανίας στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς του τρίτου μεγαλύτερου στρατού του Άξονα στην Ευρώπη και της υποστήριξης της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας μέσω πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, σήμαινε ότι ήταν " μαζί με την Ιταλία κύριος σύμμαχος της Γερμανίας και όχι στην κατηγορία ενός δευτερεύοντος δορυφόρου του Άξονα.[124]
Η Γιουγκοσλαβία περιβαλλόταν σε μεγάλο βαθμό από μέλη του Συμφώνου και τώρα συνόρευε με το Γερμανικό Ράιχ. Από τα τέλη του 1940 ο Χίτλερ επιδίωξε ένα σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γιουγκοσλαβία. Τον Φεβρουάριο του 1941 ζήτησε την ένταξή της στο Τριμερές Σύμφωνο αλλά η Γιουγκοσλαβία κωλυσιεργούσε. Τον Μάρτιο έφτασαν στα βουλγαρικά-γιουγκοσλαβικά σύνορα μεραρχίες του γερμανικού στρατού και ζητήθηκε η άδεια να περάσουν για να επιτεθούν στην Ελλάδα. Στις 25 Μαρτίου 1941, φοβούμενη ότι διαφορετικά η Γιουγκοσλαβία θα δεχόταν επίθεση, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο με σημαντικές επιφυλάξεις. Σε αντίθεση με άλλες δυνάμεις του Άξονα, η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν υποχρεωμένη να παρέχει στρατιωτική βοήθεια ούτε το έδαφός της στον Άξονα για να μεταφέρει στρατιωτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πολέμου. Λιγότερες από δύο ημέρες αργότερα, μετά από διαδηλώσεις στους δρόμους του Βελιγραδίου, ο πρίγκηπας Παύλος και η κυβέρνηση απομακρύνθηκαν με πραξικόπημα. Ο δεκαεξάχρονος Βασιλιάς Πέτρος κηρύχθηκε ενήλικας. Η νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, υπό τον στρατηγό Ντούσαν Σίμοβιτς, αρνήθηκε να επικυρώσει την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας και άρχισε διαπραγματεύσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σοβιετική Ένωση. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ σχολίασε ότι "η Γιουγκοσλαβία έχει βρει την ψυχή της". Ωστόσο ο Χίτλερ εισέβαλε και απέκτησε γρήγορα τον έλεγχο της χώρας.
Διάφορες χώρες πολέμησαν μαζί με τις δυνάμεις του Άξονα για κάποιο κοινό σκοπό. Αυτές οι χώρες δεν είχαν υπογράψει το Τριμερές Σύμφωνο και έτσι δεν ήταν επίσημα μέλη του Άξονα.
Αν και η Φινλανδία δεν υπέγραψε ποτέ το Τριμερές Σύμφωνο και επίσημα (de jure) δεν ήταν μέρος του Άξονα, ήταν ευθυγραμμισμένη με τον Άξονα στον αγώνα του κατά της Σοβιετικής Ένωσης.[125] Η Φινλανδία υπέγραψε το Ανανεωμένο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν του Νοεμβρίου του 1941.[126]
Το Σύμφωνο Moλότωφ-Ρίμπεντροπ του Αυγούστου του 1939 μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που διαιρούσε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και εκχωρούσε τη Φινλανδία στη σοβιετική σφαίρα επιρροής [127][128] Μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια να εξαναγκάσει σε εδαφικές και άλλες παραχωρήσεις τους Φινλανδούς η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να εισβάλει στη Φινλανδία τον Νοέμβριο του 1939 κατά τον Χειμερινό Πόλεμο, σκοπεύοντας να εγκαταστήσει στη Φινλανδία μια κομμουνιστική κυβέρνηση-μαριονέτα.[129][130] Η σύγκρουση απειλούσε τον εφοδιασμό της Γερμανίας με σιδηρομετάλλευμα και άνοιγε την προοπτική Συμμαχικής παρέμβασης στην περιοχή.[131] Παρά τη φινλανδική αντίσταση υπογράφηκε μια ειρηνευτική συνθήκη τον Μάρτιο του 1940, με την οποία η Φινλανδία παραχωρούσε κάποια βασικά εδάφη στη Σοβιετική Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του Ισθμού της Καρελίας, που είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Φινλανδίας, το Βιιπούρι και την κρίσιμη οχυρωματική Γραμμή Μανερχάιμ. Μετά από αυτό τον πόλεμο η Φινλανδία ζήτησε προστασία και υποστήριξη από το Ηνωμένο Βασίλειο[132][133] και τη μη ευθυγραμμισμένη (με τον Άξονα) Σουηδία,[134][145] αλλά αυτή ματαιώθηκε από σοβιετικές και γερμανικές ενέργειες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έλθει η Φινλανδία πιο κοντά στη Γερμανία, αρχικά με την πρόθεση να υποστηρίξει τη γερμανική υποστήριξη ως αντίβαρο για να αποτρέψει τη συνέχιση της σοβιετικής πίεσης και αργότερα για να τη βοηθήσει στην ανάκτηση χαμένων περιοχών.
Τις πρώτες ημέρες της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση η Φινλανδία επέτρεψε στα γερμανικά αεροσκάφη, που επέστρεφαν από βομβαρδισμούς πάνω από την Κροστάνδη και τον Ποταμό Νέβα, να ανεφοδιάζονται στα φινλανδικά αεροδρόμια πριν επιστρέψουν στις βάσεις της Ανατολικής Πρωσίας. Σε αντίποινα η Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε μια μεγάλη αεροπορική επίθεση εναντίον φινλανδικών αεροδρομίων και πόλεων, που συνέβαλε στην κήρυξη πολέμου της Φινλανδίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης στις 25 Ιουνίου 1941.
Ο βασικός στόχος της Φινλανδίας ήταν να ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει από τη Σοβιετική Ένωση κατά τον Χειμερινό Πόλεμο. Ωστόσο στις 10 Ιουλίου 1941 ο Στρατάρχης Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ εξέδωσε Ημερήσια Διαταγή που περιείχε μια διατύπωση που έγινε αντιληπτή διεθνώς ως φινλανδικό εδαφικό ενδιαφέρον για τη Ρωσική Καρελία.
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Φινλανδίας διακόπηκαν την 1η Αυγούστου 1941, όταν οι Βρετανοί βομβάρδισαν τις γερμανικές δυνάμεις στο φινλανδικό χωριό και το λιμάνι του Πέτσαμο. Το Ηνωμένο Βασίλειο κάλεσε επανειλημμένα τη Φινλανδία να σταματήσει την επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και κήρυξε τον πόλεμο στη Φινλανδία στις 6 Δεκεμβρίου 1941, αν και δεν ακολούθησαν άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Δεν υπήρξε ποτέ κήρυξη πολέμου μεταξύ της Φινλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών διακόπηκαν το 1944 λόγω της συμφωνίας Ρύτι-Ρίμπεντροπ (με την οποία ο Ρύτι συμφώνησε να μην συνάψει ξεχωριστή ειρήνη στον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση χωρίς την έγκριση της Ναζιστικής Γερμανίας).
Η Φινλανδία διατήρησε τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεών της και επιδίωκε πολεμικούς στόχους ανεξάρτητα από τη Γερμανία Οι Γερμανοί και οι Φινλανδοί συνεργάστηκαν στενά κατά την Επιχείρηση Ασημένια Αλεπού, μιας κοινής επίθεσης εναντίον του Μούρμανσκ. Η Φινλανδία απέρριψε το γερμανικό αίτημα να συμμετάσχει ενεργά στην Πολιορκία του Λένινγκραντ και επίσης χορηγούσε άσυλο σε Εβραίους, ενώ οι Εβραίοι στρατιώτες συνέχισαν να υπηρετούν στον στρατό της.
Η σχέση μεταξύ Φινλανδίας και Γερμανίας έμοιαζε περισσότερο με συμμαχία κατά τις έξι εβδομάδες της συμφωνίας Ρύτι-Ρίμπεντροπ, που τέθηκε από τους Γερμανούς ως προϋπόθεση για βοήθεια με πυρομαχικά και αεροπορική υποστήριξη, καθώς μια σοβιετική επίθεση θα απειλούσε τη Φινλανδία με ολοκληρωτική κατοχή. Η συμφωνία, που υπογράφηκε από τον Πρόεδρο Ρίστο Ρύτι αλλά δεν επικυρώθηκε από το φινλανδικό Κοινοβούλιο, δέσμευε τη Φινλανδία να μην επιδιώξει ξεχωριστή ειρήνη.
Όταν οι σοβιετικές επιθέσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο ο πρόεδρος, διάδοχος του Ρύτι, Στρατάρχης Μάνερχαϊμ, απέρριψε τη συμφωνία και ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς, με αποτέλεσμα την κατάπαυση του πυρός στις 4 Σεπτεμβρίου και την Ανακωχή της Μόσχας στις 19 Σεπτεμβρίου 1944. Σύμφωνα με τους όρους της η Φινλανδία ήταν υποχρεωμένη να εκδιώξει τα γερμανικά στρατεύματα από το έδαφός της, με αποτέλεσμα τον Πόλεμο της Λαπωνίας. Η Φινλανδία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τις Συμμαχικές δυνάμεις το 1947.
Η Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ, ημιαυτόνομη πόλη-κράτος υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, βοήθησε για λίγο τους Ναζί στην αρχή της εισβολής στην Πολωνία, επιτιθέμενη σε πολωνικά εδάφη που συνόρευαν με την πόλη. Η αστυνομία και η πολιτοφυλακή της Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ πολέμησαν μαζί με Γερμανούς στρατιώτες κατά τη Μάχη του Βέστερπλατε και την επίθεση στο πολωνικό ταχυδρομείο του Ντάντσιχ [135]. Μετά το τέλος της εκστρατείας στην Πολωνία, το Ντάντσιχ προσαρτήθηκε στη Γερμανία.
Το Βασίλειο του Ιράκ ήταν για λίγο σύμμαχος του Άξονα, πολεμώντας κατά του Ηνωμένου Βασιλείου στον Αγγλοϊρακινό Πόλεμο, τον Μάιο του 1941.
Τα αντιβρετανικά αισθήματα ήταν ευρέως διαδεδομένα στο Ιράκ πριν από το 1941. Καταλαμβάνοντας την εξουσία την 1η Απριλίου 1941 η εθνικιστική κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Ράσιντ Αλή αποκήρυξε την Αγγλοϊρακινή Συνθήκη του 1930 και ζήτησε από τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν τις στρατιωτικές βάσεις τους και να αποσυρθούν από τη χώρα. Ο Αλή ζήτησε υποστήριξη από τη Γερμανία και την Ιταλία για την απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από το Ιράκ.
Στις 9 Μαΐου 1941 ο Μοχάμεντ Αμίν αλ Χουσέινι, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ και συνεργάτης του Αλή, κήρυξε ιερό πόλεμο[136] κατά των Βρετανών και κάλεσε τους Άραβες σε όλη τη Μέση Ανατολή να ξεσηκωθούν εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας. Στις 25 Μαΐου 1941, οι Γερμανοί προέβησαν σε επιθετικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή.
Ο Χίτλερ εξέδωσε τη Διαταγή 30: «Το Κίνημα Αραβικής Ελευθερίας στη Μέση Ανατολή είναι ο φυσικός σύμμαχός μας ενάντια στην Αγγλία. Σε αυτό το πλαίσιο δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην απελευθέρωση του Ιράκ ... Έχω ως εκ τούτου αποφασίσει να προχωρήσω στη Μέση Ανατολή υποστηρίζοντας το Ιράκ. "[137]
Οι εχθροπραξίες μεταξύ των ιρακινών και των βρετανικών δυνάμεων ξεκίνησαν στις 2 Μαΐου 1941, με σφοδρές μάχες στην αεροπορική βάση της RAF στη Χαμπανίγια. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί απέστειλαν αεροσκάφη και πληρώματά τους στο Ιράκ χρησιμοποιώντας βάσεις της Γαλλίας του Βισύ στη Συρία και αργότερα θα ακολουθούσαν εκεί μάχες μεταξύ των δυνάμεων της Γαλλίας του Βισύ και των Συμμάχων.
Οι Γερμανοί σχεδίαζαν να συντονίσουν μια συνδυασμένη γερμανοϊταλική επίθεση εναντίον των Βρετανών στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Η Ιρακινή στρατιωτική αντίσταση έληξε στις 31 Μαΐου 1941. Ο Ράσιντ Άλη και ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ διέφυγαν στο Ιράν, στη συνέχεια στην Τουρκία, στην Ιταλία και τέλος στη Γερμανία, όπου ο Αλή έγινε δεκτός στο Βερολίνο από τον Χίτλερ ως επικεφαλής της Ιρακινής εξόριστης κυβέρνησης. Σε προπαγανδιστικές εκπομπές από το Βερολίνο ο Μουφτής συνέχισε να ζητά από τους Άραβες να ξεσηκωθούν εναντίον των Βρετανών και να βοηθήσουν τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις. Βοήθησε επίσης στη στρατολόγηση Μουσουλμάνων εθελοντών στα Βαλκάνια για το Waffen-SS.
Η Ταϊλάνδη διεξήγαγε τον Γαλλοταϊλανδικό Πόλεμο από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Μάιο του 1941 για να ανακτήσει εδάφη από τη Γαλλική Ινδοκίνα. Έγινε επίσημα σύμμαχος της Ιαπωνίας στις 25 Ιανουαρίου 1942. Οι Ιαπωνικές δυνάμεις εισέβαλαν στο έδαφος της Ταϊλάνδης μιάμιση ώρα πριν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (η τοπική ώρα ήταν πρωινή της 8ης Δεκεμβρίου 1941). Μόνο λίγες ώρες μετά την εισβολή ο Πρωθυπουργός Στρατάρχης Πιμπουνσονγκράμ διέταξε την παύση της αντίστασης εναντίον των Ιαπώνων. Στις 21 Δεκεμβρίου 1941 υπογράφηκε στρατιωτική συμμαχία με την Ιαπωνία και στις 25 Ιανουαρίου 1942 ο Σανγκ Πατανοτάι εκφώνησε από το ραδιόφωνο της Ταϊλάνδης την επίσημη κήρυξη πολέμου στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρεσβευτής της Ταϊλάνδης στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν επέδωσε το δικό του αντίγραφο της κήρυξης του πολέμου. Ως εκ τούτου, αν και οι Βρετανοί ανταποκρίθηκαν με την κήρυξη πολέμου στην Ταϊλάνδη και τη θεωρούσαν εχθρική χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το έκαναν.
Οι Ταϊλανδοί και οι Ιάπωνες συμφώνησαν τα Κράτη Σαν και Κάγια της Βιρμανίας να τεθούν υπό τον έλεγχο της Ταϊλάνδης και η υπόλοιπη Βιρμανία υπό ιαπωνικό. Στις 10 Μαΐου 1942 Στρατός της Ταϊλάνδης εισήλθε στην ανατολική επαρχία Σαν της Βιρμανίας, που είχε διεκδικηθεί από τα βασίλεια του Σιάμ. Τρεις μεραρχίες πεζικού και μία ιππικού, με αιχμή θωρακισμένες ομάδες αναγνώρισης και υποστηριζόμενες από την αεροπορία, συνεπλάκη με την υποχωρούσα Κινεζική 93η Μεραρχία. Η Κενγκτούνγκ, ο κύριος στόχος, καταλήφθηκε στις 27 Μαΐου. Ανανεωμένες επιθέσεις τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο απώθησαν τους υποχωρούντες Κινέζους στο Γιουνάν[138]. Η περιοχή των Κρατών Σαν και Κάγια προσαρτήθηκε από την Ταϊλάνδη το 1942 και επεστράφησαν στη Βιρμανία το 1945.
Το Κίνημα των Ελεύθερων Τάι ("Seri Thai") ιδρύθηκε αυτούς τους πρώτους λίγους μήνες. Παράλληλες οργανώσεις των Ελεύθερων Τάι ιδρύθηκαν επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Βασίλισσα Ραμπάι Μπάνι ήταν επικεφαλής της οργάνωσης στη Βρετανία και ο αντιβασιλέας Πρίντι Μπανομιόγκ, επικεφαλής του μεγαλύτερου τμήματος της, που δρούσε στην Ταϊλάνδη. Με τη βοήθεια στοιχείων του στρατού, έγιναν μυστικά αεροδρόμια και στρατόπεδα εκπαίδευσης, ενώ πράκτορες του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) και της Force 136 των Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών μπαινόβγαιναν στη χώρα.
Καθώς ο πόλεμος παρατεινόταν ο πληθυσμός της Ταϊλάνδης άρχισε να αντιδρά στην ιαπωνική παρουσία. Τον Ιούνιο του 1944 ο Πιμπουνσονγκράμ ανατράπηκε με πραξικόπημα. Η νέα πολιτική κυβέρνηση υπό τον Κουάνγκ Απαϊβόνγκ προσπάθησε να βοηθήσει την αντίσταση διατηρώντας συγχρόνως εγκάρδιες σχέσεις με τους Ιάπωνες. Μετά τον πόλεμο, η επιρροή των ΗΠΑ απέτρεψε την αντιμετώπιση της Ταϊλάνδης ως χώρας του Άξονα, αλλά οι Βρετανοί ζήτησαν ως αποζημίωση τρία εκατομμύρια τόνους ρυζιού και την επιστροφή των περιοχών της Μαλαισίας, που είχαν προσαρτηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Ταϊλάνδη επέστρεψε επίσης τα τμήματα της Βρετανικής Βιρμανίας και της Γαλλικής Ινδοκίνας που είχε προσαρτήσει. Ο Πιμπουνσονγκράμ και αρκετοί συνεργάτες του προσήχθησαν σε δίκη με την κατηγορία ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα πολέμου και ότι συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Άξονα. Ωστόσο οι κατηγορίες κατέπεσαν λόγω της έντονης δημόσιας πίεσης. Η κοινή γνώμη ήταν υπέρ του Πιμπουνσονγκράμ, καθώς πίστευε ότι έκανε το καλύτερο για να προστατέψει τα συμφέροντα της Ταϊλάνδης.
Οι δωσίλογες διοικήσεις των κατεχόμενων από τη Γερμανία χωρών στην Ευρώπη είχαν διαφορετικό βαθμό αυτονομίας και δεν θεωρούντο όλες ως πλήρως αναγνωρισμένα κυρίαρχα κράτη. Το Γενικό Κυβερνείο στην κατεχόμενη Πολωνία ήταν γερμανική διοίκηση και όχι Πολωνική. Στην κατεχόμενη Νορβηγία η Εθνική Κυβέρνηση με επικεφαλής το Βίντκουν Κουίσλιγκ - το όνομα του οποίου κατέληξε να συμβολίζει τη συνεργασία με τον Άξονα σε αρκετές γλώσσες - υπαγόταν στο Reichskommissariat Norwegen (Επιτροπή του Ράιχ για τη Νορβηγία). Δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να έχει ένοπλες δυνάμεις, να είναι αναγνωρισμένος στρατιωτικός εταίρος ή να έχει αυτονομία οποιουδήποτε είδους. Στην κατεχόμενη Ολλανδία ο Άντον Μούσερτ έλαβε τον συμβολικό τίτλο του "Φύρερ του Ολλανδικού λαού". Το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κίνημά του σχημάτισε ένα υπουργικό συμβούλιο που βοήθησε τη Γερμανική διοίκηση, αλλά δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως πραγματική Ολλανδική κυβέρνηση. Ο ακόλουθος κατάλογος των εξαρτώμενων από τη Γερμανία κρατών περιλαμβάνει μόνο εκείνες τις οντότητες που θεωρήθηκαν επίσημα ως ανεξάρτητες χώρες που συμμάχησαν με τη Γερμανία. Ήταν υπό ποικίλους βαθμούς γερμανικής επιρροής και ελέγχου, αλλά δεν κυβερνιόνταν άμεσα από τους Γερμανούς.
Μετά την ανακωχή της Ιταλίας (1943) προέκυψε στην Αλβανία κενό εξουσίας. Οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις κατέστησαν σε μεγάλο βαθμό χωρίς εξουσία, καθώς το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα ανέλαβε τον έλεγχο του νότου και το Εθνικό Μέτωπο (Balli Kombëtar) τον έλεγχο του βορρά. Οι Αλβανοί του Ιταλικό στρατό εντάχθηκαν στις αντάρτικες δυνάμεις. Τον Σεπτέμβριο του 1943 οι αντάρτες κινήθηκαν για να καταλάβουν την πρωτεύουσα Τίρανα αλλά ρίχτηκαν στην πόλη Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Λίγο μετά τη μάχη η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση ανακοίνωσε ότι θα αναγνωρίσει την ανεξαρτησία μιας Μεγάλης Αλβανίας και οργάνωσε αλβανική κυβέρνηση, αστυνομία και στρατό, σε συνεργασία με το Balli Kombëtar. Οι Γερμανοί δεν ασκούσαν έντονο έλεγχο στη διοίκηση της Αλβανίας, αλλά αντ' αυτού προσπάθησαν να κερδίσουν τη λαϊκή αποδοχή δίνοντας στους πολιτικούς τους εταίρους ό,τι ήθελαν. Αρκετοί ηγέτες του Balli Kombëtar κατείχαν θέσεις στο καθεστώς. Οι κοινές δυνάμεις ενσωμάτωσαν το Κοσσυφοπέδιο, τη βορειοδυτική Μακεδονία, το νότιο Μαυροβούνιο και το Πρέσεβο στο Αλβανικό κράτος. Δημιουργήθηκε ένα Ανώτατο Συμβούλιο Αντιβασιλείας για την άσκηση των καθηκόντων του αρχηγού κράτους, ενώ της κυβέρνησης προΐσταντο κυρίως Αλβανοί συντηρητικοί πολιτικοί. Η Αλβανία ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα που στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό από ό, τι πριν από τον πόλεμο.[139] Η Αλβανική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να παραδώσει τον εβραϊκό πληθυσμό της. Εφοδίασε τις εβραϊκές οικογένειες με πλαστά έγγραφα και τις βοήθησε να διασκορπιστούν μέσα στον αλβανικό πληθυσμό.[140] Η Αλβανία απελευθερώθηκε πλήρως στις 29 Νοεμβρίου 1944.
Η Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας, επίσης αναφερόμενη ως καθεστώς Νέντιτς, ήταν η δεύτερη σερβική κυβέρνηση-μαριονέτα, μετά την Επιτροπική Κυβέρνηση, που ιδρύθηκε στο Έδαφος του (Γερμανού) Στρατιωτικού Διοικητή της Σερβίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διορίστηκε από τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή της Σερβίας και λειτούργησε από τις 29 Αυγούστου 1941 ως τον Οκτώβριο του 1944. Το σερβικό κράτος-μαριονέτα απολάμβανε σημαντική υποστήριξη.[141] Πρωθυπουργός καθ' όλη του τη διάρκεια ήταν ο Στρατηγός Μίλαν Νέντιτς. Η Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας μεταφέρθηκε από το Βελιγράδι στο Κίτσμπυελ της Γερμανίας, την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου 1944, πριν ολοκληρωθεί η γερμανική απόσυρση από τη Σερβία.
Σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές εισήχθησαν φυλετικοί νόμοι με άμεσες επιπτώσεις για τους Εβραίους και τους Ρομά, ενώ φυλακίζονταν όποιοι αντιτάσσονταν στον Ναζισμό. Στη Σερβία δημιουργήθηκαν αρκετά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στην Αντιμασονική Έκθεση του 1942 στο Βελιγράδι η πόλη ανακηρύχθηκε απαλλαγμένη από Εβραίους (Judenfrei). Την 1η Απριλίου 1942 σχηματίστηκε σερβική Γκεστάπο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις 120.000 άνθρωποι κλείστηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σερβία του Νέντιτς μεταξύ 1941 και 1944. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σκοτώθηκαν 50.000 ως 80.000 άτομα. Η Σερβία έγινε η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη, μετά την Εσθονία, που ανακηρύχθηκε Judenfrei (απαλλαγμένη από Εβραίους). Περίπου 14.500 Σέρβοι Εβραίοι - το 90% του εβραϊκού πληθυσμού της Σερβίας (16.000) - δολοφονήθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι δυνάμεις των ένοπλων σχηματισμών δώσιλόγων εμπλέκονταν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στις μαζικές δολοφονίες Εβραίων, Ρομά και εκείνων των Σέρβων που υποστήριζαν κάθε αντιγερμανική αντίσταση ή υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν μέλη της. Αυτές οι δυνάμεις ήταν επίσης υπεύθυνες για τις δολοφονίες πολλών Κροατών και Μουσουλμάνων. Ωστόσο ορισμένοι Κροάτες που κατέφυγαν στη Σερβία του Νέντιτς δεν υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Μετά τον πόλεμο η συμμετοχή της Σερβίας σε πολλά από αυτά τα γεγονότα και το ζήτημα του σερβικού δωσιλογισμού έτυχαν ιστορικής αναθεώρησης από μεταγενέστερα δημόσια πρόσωπα.
Ο ίδιος ο Νέντιτς συνελήφθη από τους Αμερικανούς όταν κατέλαβαν το πρώην έδαφος της Αυστρίας και στη συνέχεια παραδόθηκε στις Γιουγκοσλαβικές κομμουνιστικές αρχές, για να χρησιμεύσει ως μάρτυρας εναντίον εγκληματιών πολέμου, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιστρεφόταν σε αμερικανική κράτηση για να δικαστεί από τους Συμμάχους. Οι αρχές της Γιουγκοσλαβίας όμως αρνήθηκαν να τον επιστρέψουν και πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1946, πηδώντας ή πέφτοντας από το παράθυρο ενός νοσοκομείου του Βελιγραδίου, υπό συνθήκες που παραμένουν αδιευκρίνιστες.
Ο Ιταλός Φασίστας ηγέτης Μπενίτον Μουσολίνι ίδρυσε την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (Repubblica Sociale Italiana στα ιταλικά) στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, προς διαδοχή του Βασιλείου της Ιταλίας ως μέλους του Άξονα.
Ο Μουσολίνι είχε απομακρυνθεί από το αξίωμά του και συλληφθεί από τον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄ στις 25 Ιουλίου 1943. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας, σε μια επιδρομή με επικεφαλής τον Γερμανό αλεξιπτωτιστή Ότο Σκορτσένυ, ο Μουσολίνι απελευθερώθηκε από την κράτηση.
Μόλις αποκαταστάθηκε στην εξουσία, ο Μουσολίνι δήλωσε ότι η Ιταλία ήταν δημοκρατία και ότι ο ίδιος ήταν ο νέος αρχηγός του κράτους. Βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Γερμανίας στην υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου.
Η Δημοκρατία της Σλοβακίας υπό τον Πρόεδρο Γιόζεφ Τίσο υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο στις 24 Νοεμβρίου 1940.
Η Σλοβακία ήταν στενά ευθυγραμμισμένη με τη Γερμανία σχεδόν αμέσως μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της από την Τσεχοσλοβακία στις 14 Μαρτίου 1939 και συνήψε συνθήκη προστασίας με τη Γερμανία στις 23 Μαρτίου 1939.
Σλοβακικά στρατεύματα συμμετείχαν στη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, ενδιαφερόμενα για το Σπις και την Οραβα. Αυτές οι δύο περιοχές, μαζί με τη Σιλεσία του Τσέσυν, αμφισβητούντο μεταξύ Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας από το 1918. Οι Πολωνοί τις προσάρτησαν πλήρως μετά τη Συμφωνία του Μονάχου. Μετά την εισβολή στην Πολωνία η Σλοβακία διεκδίκησε εκ νέου τον έλεγχο αυτών των εδαφών.
Η Σλοβακία εισέβαλε στην Πολωνία μαζί με τις γερμανικές δυνάμεις, συνεισφέροντας 50.000 άνδρες σε αυτό το στάδιο του πολέμου.
Η Σλοβακία κήρυξε τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση το 1941 και υπέγραψε το ανανεωμένο Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν το 1941. Σλοβακικά στρατεύματα πολέμησαν στο Ανατολικό Μέτωπο της Γερμανίας, προσφέροντας στη Γερμανία δύο μεραρχίες συνολικά 80.000 ανδρών. Η Σλοβακία κήρυξε τον πόλεμο στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942.
Η Σλοβακία απέφυγε τη γερμανική στρατιωτική κατοχή μέχρι τη Σλοβακική Εθνική Εξέγερση, που ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου 1944 και σχεδόν αμέσως συνετρίβη από τα Waffen-SS και Σλοβακικά στρατεύματα πιστά στον Γιόζεφ Τίσο.
Μετά τον πόλεμο ο Τίσο εκτελέστηκε και η Σλοβακία έγινε πάλι τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Τα σύνορα με την Πολωνία επανήλθαν στην προπολεμική τους θέση. Η Σλοβακία και η Τσεχική Δημοκρατία διαχωρίστηκαν τελικά σε ανεξάρτητα κράτη το 1993.
Η Ιταλία κατέλαβε μερικές χώρες και δημιούργησε εξαρτώμενα κράτη σε αυτές τις περιοχές για να διεκπεραιώνει το διοικητικό έργο και να διατηρεί την τάξη.
Το Πριγκιπάτο του Μονακό ήταν επισήμως ουδέτερο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πληθυσμός της χώρας ήταν κυρίως ιταλικής καταγωγής και συμπαθούσε την Ιταλία. Ο πρίγκιπας του ήταν στενός φίλος του ηγέτη της Γαλλίας του Βισύ, Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν, συνεργάτη του Άξονα. Όταν η ιταλική Τέταρτη Στρατιά κατέλαβε τη χώρα στις 10 Νοεμβρίου 1942 στο πλαίσιο της Επιχείρισης Αντόν, ιδρύθηκε ένα φασιστικό καθεστώς υπό την κατ' όνομα κυριαρχία του πρίγκιπα. Οι ένοπλες δυνάμεις του Μονακό, κυρίως αστυνομία και φρουρά των ανακτόρων, συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Μονακό το 1943 και το Μονακό απελευθερώθηκε από τις Συμμαχικές δυνάμεις το 1944.
Στις 10 Απριλίου 1941 το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (Nezavisna Država Hrvatska ή NDH) ανακηρύχθηκε μέλος του Άξονα συνυπογράφοντας το Τριμερές Σύμφωνο. Το NDH παρέμεινε μέλος του Άξονα μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι δυνάμεις του πολέμησαν για τη Γερμανία, ακόμη και μετά την κατάληψη της επικράτειάς του από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους. Στις 16 Απριλίου 1941 ο Άντε Πάβελιτς, Κροάτης εθνικιστής και ένας από τους ιδρυτές της Ούστασε (Κροατικό Απελευθερωτικό Κίνημα), ανακηρύχθηκε Poglavnik (αρχηγός) του νέου καθεστώτος.
Αρχικά οι Ούστασε είχαν επηρεαστεί έντονα από την Ιταλία. Υποστηρίχθηκαν ενεργά από το Φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία, που παρείχε στο κίνημα βάσεις εκπαίδευσης για την προετοιμασία πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και δέχθηκε τον Πάβελιτς ως εξορία και του επέτρεψε να διαμένει στη Ρώμη. Η Ιταλία σκόπευε να χρησιμοποιήσει το κίνημα για να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία, γεγονός που θα της επέτρεπε να επεκτείνει την εξουσία της μέσω της Αδριατικής. Ο Χίτλερ δεν ήθελε να ξεκινήσει έναν πόλεμο στα Βαλκάνια μέχρι να νικήσει η Σοβιετική Ένωση. Η Ιταλική στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο Μουσολίνι ήθελε η Γερμανία να εισβάλει στη Γιουγκοσλαβία για να σώσει τις Ιταλικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Ο Χίτλερ συμφώνησε απρόθυμα, εισέβαλε στη Γιουγκοσλαβία και δημιουργήθηκε η Ανεξάρτητη Κροατία. Ο Πάβελιτς ηγήθηκε αντιπροσωπείας στη Ρώμη και πρόσφερε το στέμμα της Κροατίας σε έναν Ιταλό πρίγκιπα του Οίκου της Σαβοΐας, που στέφθηκε ως Τόμισλαβ Β΄, Βασιλιάς της Κροατίας, Πρίγκιπας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, Βοεβόδας της Δαλματίας, Τούζλας και Κνιν, Πρίγκιπας της Σιστέρνα και του Μπερλιγκουάρντο, Μαρκήσιος της Βογκέρα και Κόμης του Ποντεράνο. Την επόμενη μέρα ο Πάβελιτς υπέγραψε με τον Μουσολίνι τα Συμβόλαια της Ρώμης, παραχωρώντας τη Δαλματία στην Ιταλία και καθορίζοντας τα οριστικά σύνορα μεταξύ του NDH και της Ιταλίας. Οι Ιταλικές ένοπλες δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν όλες τις ακτές του NDH, δίνοντας ουσιαστικά στην Ιταλία τον απόλυτο έλεγχο της ακτογραμμής της Αδριατικής.
Εντούτοις άρχισε να ασκείται έντονη γερμανική επιρροή αμέσως μετά την ίδρυση του NDH. Όταν ο Βασιλιάς της Ιταλίας απομάκρυνε τον Μουσολίνι από την εξουσία και η Ιταλία συνθηκολόγησε, το NDH περιήλθε πλήρως υπό γερμανική επιρροή.
Η πλατφόρμα του κινήματος των Ούστασε υποστήριζε ότι οι Κροάτες έχουν καταπιεστεί από το σερβοκρατούμενο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και ότι δικαιούντο να έχουν ένα ανεξάρτητο κράτος μετά από χρόνια κυριαρχίας από ξένες αυτοκρατορίες. Οι Ούστασε θεωρούσαν τους Σέρβους φυλετικά κατώτερους από τους Κροάτες και τους έβλεπαν ως εισβολείς που κατείχαν κροατικά εδάφη. Θεωρούσαν την εξολόθρευση των Σέρβων, ως απαραίτητη για να καθαρισθεί φυλετικά η Κροατία. Αν και ανήκαν στη Γιουγκοσλαβία, πολλοί Κροάτες εθνικιστές αντιτάχθηκαν βίαια στη σερβοκρατούμενη Γιουγκοσλαβική μοναρχία και δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Α΄ της Γιουγκοσλαβίας μαζί με την Εσωτερική Μακεδονική Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση. Το καθεστώς απολάμβανε υποστήριξη μεταξύ ριζοσπαστικών Κροατών εθνικιστών. Οι δυνάμεις των Ούστασε πολέμησαν εναντίον των Κομμουνιστών Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων ανταρτών καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Όταν ανέβηκε στην εξουσία, ο Πάβελιτς σχημάτισε την Κροατική Εσωτερική Φρουρά (Hrvatsko domobranstvo) ως την επίσημη στρατιωτική δύναμη του NDH. Αρχικά με 16.000 άνδρες, έφτασε στο μέγιστο μάχιμης δύναμης 130.000. Η Κροατική Εσωτερική Φρουρά περιλάμβανε αεροπορία και ναυτικό, αν και αυτό ήταν περιορισμένο σε μέγεθος από τα Συμβόλαια της Ρώμης. Εκτός από την Κροατική Εσωτερική Φρουρά ο Πάβελιτς ήταν επίσης ανώτατος διοικητής της πολιτοφυλακής των Ούστασε, αν και όλες οι στρατιωτικές μονάδες του NDH ήταν γενικά υπό τη διοίκηση των γερμανικών ή ιταλικών σχηματισμών στον αντίστοιχο τομέα των επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση των Ούστασε κήρυξε τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, υπέγραψε το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν το 1941 και έστειλε στρατεύματα στο Ανατολικό Μέτωπο της Γερμανίας. Οι πολιτοφυλακές των Ούστασε επιχειρούσαν στα Βαλκάνια, πολεμώντας τους κομμουνιστές αντάρτες.
Η κυβέρνηση των Ούστασε εφάρμοσε τους φυλετικούς νόμους για τους Σέρβους, τους Εβραίους, τους Ρομά, καθώς και όσους αντιτάχθηκαν στο φασιστικό καθεστώς, και μετά τον Ιούνιο του 1941 τους εκτόπισε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς ή στα γερμανικά στρατόπεδα στην Πολωνία. Οι φυλετικοί νόμοι επιβλήθηκαν από την πολιτοφυλακή των Ούστασε. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του καθεστώτος των Ούστασε είναι αδιευκρίνιστος λόγω της καταστροφής εγγράφων και ποικίλων αριθμών που δόθηκαν από τους ιστορικούς. Σύμφωνα με το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, στο NDH σκοτώθηκαν 320.000 ως 340.000 Σέρβοι [142].
Μετά τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και τη διαφυγή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, δημιουργήθηκε τον Μάιο του 1941, κράτος-μαριονέτα της Ιταλίας και της Γερμανίας. Αρχικά η Ιταλία ήθελε να προσαρτήσει την Ελλάδα, αλλά πιέστηκε από τη Γερμανία για να αποφευχθεί η εμφάνιση πολιτικών αναταραχών όπως συνέβη στις περιοχές που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδοχή από την Ιταλία της δημιουργίας ενός καθεστώτος-μαριονέτας με την υποστήριξη της Γερμανίας. Η Ιταλία είχε πάρει διαβεβαιώσεις από τον Χίτλερ για πρωταρχικό ρόλο στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας κατεχόταν από Ιταλικές δυνάμεις, αλλά οι στρατηγικές περιοχές (Κεντρική Μακεδονία, νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης και τμήματα της Αττικής) κρατήθηκαν από τους Γερμανούς, που κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής βάσης της χώρας και έλεγχαν ουσιαστικά την κυβέρνηση των δοσίλογων. Το καθεστώς-μαριονέτα δεν διέθετε ποτέ πραγματική εξουσία και δεν κέρδισε τη λαϊκή αποδοχή. Είχε κάποια επιτυχία στην αποτροπή επικράτησης αποσχιστικών κινήσεων, όπως η βλάχικη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Στα μέσα του 1943 η Ελληνική Αντίσταση είχε απελευθερώσει μεγάλα τμήματα της ορεινής ενδοχώρας ("Ελεύθερη Ελλάδα"), δημιουργώντας εκεί ξεχωριστή διοίκηση. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας, η Ιταλική ζώνη κατοχής καταλήφθηκε από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, που παρέμειναν στη χώρα μέχρι την αποχώρησή τους το φθινόπωρο του 1944. Σε κάποια νησιά του Αιγαίου οι γερμανικές φρουρές παρέμειναν και παραδόθηκαν μόνο μετά το τέλος του πολέμου.
Η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας ίδρυσε μια σειρά εξαρτημένων κρατών στις περιοχές που κατέλαβε ο στρατός της, ξεκινώντας με την ίδρυση του Μαντσουκούο το 1932. Αυτά τα εξαρτημένα κράτη πέτυχαν διαφορετικούς βαθμούς διεθνούς αναγνώρισης.
Οι εθνικιστές του Ιαπωνικού Στρατού και της Βιρμανίας, υπό την ηγεσία του Αουνγκ Σαν, αφαίρεσαν τον έλεγχο της Βιρμανίας από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1942. Την 1η Αυγούστου ιδρύθηκε το 'Κράτος της Βιρμανίας υπό τον Βιρμανό εθνικιστή ηγέτη Μπα Μάου. Το καθεστώς αυτό δημιούργησε τον Στρατό Υπεράσπισης της Βιρμανίας (που αργότερα μετονομάστηκε σε Εθνικό Στρατό της Βιρμανίας), που διοικούσε ο Αουνγκ Σαν.
Το Βασίλειο της Καμπότζης ήταν ένα βραχύβιο εξαρτημένο από την Ιαπωνία κράτος-μαριονέτα που διήρκεσε από τις 9 Μαρτίου έως τις 15 Αυγούστου 1945.
Οι Ιάπωνες εισήλθαν στην Καμπότζη στα μέσα του 1941 αλλά επέτρεψαν στους υπαλλήλους της Γαλλίας να παραμείνουν σε διοικητικές θέσεις. Οι εκκλήσεις της Ιαπωνίας για μια «Ασία για τους Ασιάτες» κέρδισαν πολλούς Καμποτζιανούς εθνικιστές.
Αυτή η πολιτική άλλαξε τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να κερδίσουν τη στήριξη των ντόπιων, έτσι διέλυσαν τη γαλλική αποικιακή κυριαρχία και πίεσαν την Καμπότζη να κηρύξει την ανεξαρτησία της στο πλαίσιο της Σφαίρας Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας. Τέσσερις μέρες αργότερα ο βασιλιάς Σιχανούκ ανακήρυξε την Καμπουτσέα (η Καμπότζη στη γλώσσα Χμερ) ανεξάρτητη. Συνσυντάκτης της Ναγκαραβάτα (πολιτικό πρόγραμμα για τη ρήξη του μονοπωλίου των ξένων), ο Σον Νγκοκ Ταν, επέστρεψε από το Τόκιο τον Μάιο και διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών.
Την ημέρα της παράδοσης της Ιαπωνίας ανακηρύχθηκε μια νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σον Νγκοκ Ταν. Όταν οι Σύμμαχοι κατέλαβαν την Πνομ Πεν τον Οκτώβριο, ο Σον Νγκοκ Ταν συνελήφθη για συνεργασία με τους Ιάπωνες και εξορίστηκε στη Γαλλία. Μερικοί από τους υποστηρικτές του πήγαν στη βορειοδυτική Καμπότζη, που ήταν υπό τον έλεγχο της Ταϊλάνδης από τον Γαλλοταϊλανδικό Πόλεμο του 1940, όπου συνενώθηκαν ως μία ομάδα στο κίνημα των Χμερ Ισαράκ, που είχε σχηματισθεί αρχικά με ταϊλανδική ενθάρρυνση τη δεκαετία του 1940.
Κατά τον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο η Ιαπωνία προέλασε από τις βάσεις της στη Μαντζουρία για να καταλάβει μεγάλο μέρος της Ανατολικής και Κεντρικής Κίνας. Αρκετά ιαπωνικά κράτη-μαριονέτας οργανώθηκαν σε περιοχές που κατέλαβε ο Ιαπωνικός Στρατός, όπως η Προσωρινή Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο, που ιδρύθηκε το 1937 και η Μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας στο Ναντσίνγκ, που ιδρύθηκε το 1938. Οι κυβερνήσεις αυτές συγχωνεύθηκαν στην Αναδιοργανωμένη Εθνική Κυβέρνηση της Κίνας στο Ναντσίνγκ στις 29 Μαρτίου 1940. Ο Ουάνγκ Τζινγουέι έγινε αρχηγός του κράτους. Η κυβέρνηση επρόκειτο να ακολουθήσει την ίδια γραμμή με το Εθνικιστικό καθεστώς και υιοθέτησε τα σύμβολά του.
Η κυβέρνηση του Ναντσίνγκ δεν είχε καμία πραγματική εξουσία. Ο κύριος ρόλος του ήταν να ενεργεί ως εργαλείο προπαγάνδας για τους Ιάπωνες. Συνήψε συμφωνίες με την Ιαπωνία και το Μαντσουκούο, επιτρέποντας την ιαπωνική κατοχή της Κίνας και αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του Μαντσουκούο υπό ιαπωνική προστασία. Υπέγραψε το Σύμφωνο κατά του Κομιντέρν το 1941 και κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο στις 9 Ιανουαρίου 1943.
Η κυβέρνηση είχε από την αρχή μια τεταμένη σχέση με τους Ιάπωνες. Η επιμονή του Ουάνγκ το καθεστώς του να είναι η αληθινή εθνικιστική κυβέρνηση της Κίνας και να αντιγράφει όλα τα σύμβολα του Κουομιντάνγκ οδηγούσε σε συχνές συγκρούσεις με τους Ιάπωνες, με πιο σημαντικό το θέμα της σημαίας του καθεστώτος, που ήταν πανομοιότυπη με αυτή της Δημοκρατίας της Κίνας.
Η επιδείνωση της κατάστασης για την Ιαπωνία από το 1943 και έπειτα σήμαινε ότι ο στρατός του Ναντσίνγκ αναλάμβανε σημαντικότερο ρόλο στην υπεράσπιση της κατεχόμενης Κίνας από ό, τι είχαν αρχικά προβλέψει οι Ιάπωνες. Ο στρατός ήταν σχεδόν συνεχώς απασχολημένος κατά της κομμουνιστικής Νέας Τέταρτης Στρατιάς.
Ο Ουάνγκ Τζινγουέι πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1944 και τον διαδέχτηκε ο αναπληρωτής του, Τσεν Γκονγκμπό. Ο Τσεν είχε μικρή επιρροή και την πραγματική εξουσία πίσω από το καθεστώς είχε ο Τζου Φοχάι, δήμαρχος της Σαγκάης. Ο θάνατος του Ουάνγκ διέλυσε την όποια νομιμότητα του καθεστώτος. Το κράτος επιβίωσε υπό κατάρρευση για ένα ακόμη έτος και συνέχισε το θέατρο ενός φασιστικού καθεστώτος.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1945, μετά την ήττα της Ιαπωνίας, η περιοχή παραδόθηκε στον Στρατηγό Χε Γινγκιν, εθνικιστή πιστό στον Τσιανγκ Κάι Σεκ. Οι στρατηγοί του Στρατού του Ναντσίνγκ δήλωσαν αμέσως τη συμμαχία τους στον Αρχιστράτηγο και στη συνέχεια διατάχθηκαν να αντισταθούν στις προσπάθειες των Κομμουνιστών να καλύψουν το κενό που άφησε η παράδοση της Ιαπωνίας. Ο Τσεν Γκονγκμπό συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1946.
Το Αρζί Χουκαμάτ-ε-Αζάντ Χιντ, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ινδίας, ήταν ένα κράτος που αναγνωρίστηκε από εννέα κυβερνήσεις του Άξονα. Επικεφαλής της ήταν ο Σούμπχας Τσάντρα Μπός, Ινδός εθνικιστής, που απέρριπτε τις μη βίαιες μεθόδους του Μοχάντας Κ. Γκάντι για την επίτευξη της ανεξαρτησίας. Ο πρώτος Ινδικός Εθνικός Στρατός παρέλυσε όταν η ηγεσία του αντιτάχθηκε στο να είναι μέσο προπαγάνδας για τους ιαπωνικούς πολεμικούς στόχους. Επανήλθε με τη Λίγκα της Ινδικής Ανεξαρτησίας με ιαπωνική υποστήριξη το 1942, όταν οι πρώην αιχμάλωτοι πολέμου και οι Ινδοί πολίτες στη Νοτιοανατολική Ασία συμφώνησαν να συμμετάσχουν στο τόλμημα του Ινδικού Εθνικού Στρατού υπό την προϋπόθεση ότι θα ηγείτο ο Σούμπχας Τσάντρα Μπόσε. Ο Μπόσε κήρυξε την ανεξαρτησία της Ινδίας στις 21 Οκτωβρίου 1943. Ο Ινδός Εθνικός Στρατός συμμετείχε στην Επίθεση U Go (της Ιαπωνίας κατά των Βρετανών της Ινδίας). Έπαιξε κυρίως περιθωριακό ρόλο στη μάχη, υπέστη σοβαρές απώλειες και αναγκάστηκε να αποσυρθεί με τις υπόλοιπες Ιαπωνικές δυνάμεις μετά τη λύση της πολιορκίας του Ιμφάλ. Στη συνέχεια δεσμεύτηκε για την υπεράσπιση της Βιρμανίας κατά της Συμμαχικής επίθεσης, αλλά υπέστη πολλές λιποταξίες σε αυτή τη φάση. Τα υπόλοιπα στρατεύματά του διατήρησαν πάντως την τάξη στη Ραγκούν, μετά την απόσυρση της κυβέρνησης του Μπα Μάου. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ανέλαβε τυπικά τον έλεγχο των Νησιών Ανταμάν και Νίκομπαρ από τον Νοέμβριο του 1943 έως τον Αύγουστο του 1945.
Το Μενγκγιάνγκ ήταν ιαπωνικό κράτος-μαριονέτα στην Εσωτερική Μογγολία. Τυπικά το κυβερνούσε ο Πρίγκιπας Ντεμτσουγκντονγκρούμπ, Μογγόλος ευγενής που καταγόταν από τον Τζένγκις Χαν, αλλά στην ουσία ελεγχόταν από τον ιαπωνικό στρατό. Η ανεξαρτησία του Μενγκγιάνγκ ανακηρύχθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1936, μετά την κατάληψη της περιοχής από την Ιαπωνία.
Οι κάτοικοι της Εσωτερικής Μογγολίας είχαν αρκετά παράπονα από την κεντρική κινεζική κυβέρνηση του Ναντσίνγκ, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της να επιτρέπει την απεριόριστη μετανάστευση Κινέζων Χαν στην περιοχή. Πολλοί από τους νεαρούς πρίγκιπες της Εσωτερικής Μογγολίας άρχισαν να απαιτούν μεγαλύτερη ελευθερία από την κεντρική κυβέρνηση και μέσω αυτών των ανδρών οι Ιάπωνες είδαν την καλύτερη ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον παμμογγολικό εθνικισμό και τελικά να αποσπάσουν τον έλεγχο της Εξωτερικής Μογγολίας από τη Σοβιετική Ένωση.
Η Ιαπωνία δημιούργησε το Μενγκγιάνγκ για να εκμεταλλευτεί τις εντάσεις μεταξύ των εθνοτικά Μογγόλων και της κεντρικής κυβέρνησης της Κίνας, που θεωρητικά κυβερνούσε την Εσωτερική Μογγολία. Όταν οι διάφορες κυβερνήσεις-μαριονέτες της Κίνας ενοποιήθηκαν υπό την κυβέρνηση του Ουάνγκ Τζινγουέι τον Μάρτιο του 1940, το Μενγκγιάνγκ διατήρησε την ξεχωριστή του ταυτότητα ως αυτόνομη ομοσπονδία. Αν και υπό τον αυστηρό έλεγχο του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού, που κατέλαβε την επικράτειά του, ο Πρίγκιπας Ντεμτσουγκντονγκρούμπ είχε τον δικό του ανεξάρτητο στρατό.
Το Μενγκγιάνγκ διαλύθηκε το 1945 μετά την ήττα της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς οι δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης προέλαυναν στην Εσωτερική Μογγολία, συνάντησαν περιορισμένη αντίσταση από μικρά αποσπάσματα του μογγολικού ιππικού, που, όπως και ο υπόλοιπος στρατός, γρήγορα καταβλήθηκαν.
Οι φόβοι του ταϊλανδικού αλυτρωτισμού οδήγησαν στον σχηματισμό της πρώτης εθνικιστικής οργάνωσης στο Λάος, του Κινήματος Εθνικής Ανακαίνισης, τον Ιανουάριο του 1941. Η ομάδα ήταν υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Φετσαράτ και υποστηρίχθηκε από τοπικούς Γάλλους αξιωματούχους, αν και όχι από τις αρχές του Βισύ στο Ανόι. Αυτή η ομάδα έγραψε τον σημερινό εθνικό ύμνο του Λάος και σχεδίασε τη σημερινή σημαία του, ενώ παραδόξως δεσμεύτηκε να υποστηρίξει τη Γαλλία. Η χώρα κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1945.
Η απελευθέρωση της Γαλλίας το 1944, που έφερε στην εξουσία τον Σαρλ ντε Γκωλ, σήμανε το τέλος της συμμαχίας μεταξύ της Ιαπωνίας και της Γαλλικής διοίκησης του Βισύ στην Ινδοκίνα. Οι Ιάπωνες δεν είχαν καμία πρόθεση να επιτρέψουν στους Γκωλιστές να αναλάβουν την εξουσία και τον Μάρτιο του 1945 πραγματοποίησαν στρατιωτικό πραξικόπημα στο Ανόι. Ορισμένες γαλλικές μονάδες έφυγαν από τα βουνά προς το Λάος, καταδιωκώμενες από τους Ιάπωνες, που κατέλαβαν τη Βιάνγκ Τσαν τον Μάρτιο του 1945 και τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ τον Απρίλιο. Ο Βασιλιάς Σισαβανγκβονγκ συνελήφθη από τους Ιάπωνες, αλλά ο γιος του Πρίγκιπας του Στέμματος Σαβανγκβατάνα ζήτησε από όλους τους Λάος να βοηθήσουν τους Γάλλους και πολλοί έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας κατά των Ιαπώνων κατακτητών.
Ο πρίγκιπας Φετσαράτ αντιτάχθηκε στη θέση αυτή. Θεωρούσε ότι η ανεξαρτησία του Λάος θα μπορούσε να κερδηθεί με τη συνεργασία με τους Ιάπωνες, που τον έκαναν Πρωθυπουργό της Λουάνγκ Πραμπάνγκ, αν και όχι του Λάος συνολικά. Η χώρα βρισκόταν σε χάος και η κυβέρνηση του Φετσαράτ δεν είχε καμία πραγματική εξουσία. Μια άλλη ομάδα, το Λάο Σέρι (Ελεύθερο Λάος), έλαβε ανεπίσημη υποστήριξη από το Κίνημα των Ελεύθερων Τάι στην περιοχή Ισάν.
Το Μαντσουκούο, στη βορειοανατολική περιοχή της Κίνας, ήταν ένα ιαπωνικό κράτος-μαριονέτα στη Μαντζουρία, από τη δεκαετία του 1930. Τυπικά κυβερνιόταν από τον Πουγί, τον τελευταίο αυτοκράτορα της Δυναστείας Τσινγκ, αλλά στην πραγματικότητα ελεγχόταν από τον ιαπωνικό στρατό, συγκεκριμένα τη Στρατιά Κβαντούνγκ. Ενώ το Μαντσουκούο ήταν θεωρητικά ένα κράτος για τους εθνοτικά Μαντσού, στην περιοχή πλειοψηφούσαν οι Κινέζοι Χαν.
Μετά την Ιαπωνική εισβολή στη Μαντζουρία το 1931 η ανεξαρτησία του Μαντσουκούο ανακηρύχθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1932, με αρχηγό του κράτους τον Πουγί, που ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Μαντσουκούο ένα χρόνο αργότερα. Το νέο κράτος των Μαντσού αναγνωρίστηκε από 23 από τα 80 μέλη της Κοινωνίας των Εθνών. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Σοβιετική Ένωση ήταν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που αναγνώρισαν το Μαντσουκούο. Άλλες χώρες που αναγνώρισαν το κράτος ήταν η Δομινικανή Δημοκρατία, η Κόστα Ρίκα, το Ελ Σαλβαδόρ και το Βατικανό. Το Μαντσουκούο αναγνωρίστηκε επίσης από τους άλλους συμμάχους και κράτη-μαριονέτες της Ιαπωνίας, συμπεριλαμβανομένου του Μενγκγιάνγκ, της Βιρμανικής κυβέρνησης του Μπά Μάου, της Ταϊλάνδης, του καθεστώτος του Ουάνγκ Τζινγκβέι και της Ινδικής κυβέρνησης του Σούμπχας Τσάντρα Μπόσε. Η Κοινωνία των Εθνών διακήρυξε το 1934 ότι η Μαντζουρία νομίμως παρέμενε τμήμα της Κίνας. Αυτό προκάλεσε την αποχώρηση της Ιαπωνίας από την Κοινωνία. Το κράτος Μαντσουκούο έπαψε να υπάρχει μετά τη σοβιετική εισβολή στη Μαντζουρία το 1945.
Μετά την παράδοση των δυνάμεων των Φιλιππίνων και των Αμερικανών στη Χερσόνησο Μπαταάν και στη Νήσο Κορέτζιντορ, οι Ιάπωνες ίδρυσαν κράτος-μαριονέτα στις Φιλιππίνες, το 1942.[143] Το επόμενο έτος η εθνοσυνέλευση των Φιλιππίνων κήρυξε τις Φιλιππίνες ανεξάρτητη Δημοκρατία (Δεύτερη Δημοκρατία των Φιλιππίνων) και εξέλεξε τον Χοσέ Λαουρέλ ως Πρόεδρο της.[144] Δεν υπήρξε ποτέ ευρεία πολιτική υποστήριξη για το κράτος αυτό, κυρίως λόγω του γενικού αντιιαπωνικού κλίματος που προήλθε από τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό[145]. Η Δεύτερη Δημοκρατία των Φιλιππίνων καταλύθηκε με την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945, και ο Λαουρέλ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για προδοσία από την αμερικανική κυβέρνηση. Του δόθηκε αμνηστία από τον Πρόεδρο Μανουέλ Ρόχας και παρέμεινε ενεργός στην πολιτική, κερδίζοντας τελικά θέση στη μεταπολεμική Γερουσία.
Η Αυτοκρατορία του Βιετνάμ ήταν βραχύβιο Ιαπωνικό κράτος-μαριονέτα που διήρκεσε από τις 11 Μαρτίου έως τις 23 Αυγούστου 1945.
Όταν οι Ιάπωνες ανέλαβαν τον έλεγχο της Γαλλικής Ινδοκίνας, επέτρεψαν στους Γάλλους διοικητές του Βισύ να διατηρήσουν τον τυπικό έλεγχο. Αυτή η γαλλική κυριαρχία έληξε στις 9 Μαρτίου 1945, όταν οι Ιάπωνες ανέλαβαν και επίσημα τον έλεγχο της κυβέρνησης. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Μπάο Τζάι ακύρωσε τη συνθήκη του 1884 με τη Γαλλία και ο ιστορικός Τραν Τρονγκ Κιμ έγινε πρωθυπουργός.
Η χώρα υπέφερε από λιμό, το 1945.
Τα κράτη που αναφέρονται σε αυτό το τμήμα δεν ήταν επίσημα μέλη του Άξονα, αλλά κάποιο στιγμή κατά τη διάρκεια του πολέμου συνεργάστηκαν με ένα ή περισσότερα μέλη του σε επίπεδο που καθιστά την ουδετερότητά τους αμφισβητήσιμη.
Η Δανία κατεχόταν από τη Γερμανία μετά τον Απρίλιο του 1940, αλλά ποτέ δεν εντάχθηκε στον Άξονα. Στις 31 Μαΐου 1939 η Δανία και η Γερμανία υπέγραψαν συνθήκη μη επίθεσης, που δεν περιείχε καμία στρατιωτική υποχρέωση για κανένα από τα δύο μέρη.[146] Στις 9 Απριλίου η Γερμανία επιτέθηκε στη Σκανδιναβία και η ταχύτητα της γερμανικής εισβολής στη Δανία δεν επέτρεψε στον Βασιλιά Χριστιανό Ι΄ και τη δανική κυβέρνηση να καταφύγουν στην εξορία. Υποχρεώθηκαν να δεχτούν "προστασία από το Ράιχ" και τη στάθμευση γερμανικών δυνάμεων με αντάλλαγμα την κατ' όνομα ανεξαρτησία. Η Δανία συντόνισε την εξωτερική της πολιτική με τη Γερμανία, επεκτείνοντας διπλωματική αναγνώριση σε συνεργαζόμενα με τον Άξονα και καθεστώτα-μαριονέτες, καθώς και διακόπτοντας τις διπλωματικές της σχέσεις με τις εξόριστες συμμαχικές κυβερνήσεις. Η Δανία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και υπέγραψε το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν το 1941.[147] Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία αγνόησαν τη Δανία και συνεργάστηκαν με τους πρεσβευτές της, όταν διαπραγματεύτηκαν για με τη χρήση της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και του δανικού εμπορικού στόλου κατά της Γερμανίας.[148][149].
Το 1941 οι Δανοί Ναζί ίδρυσαν τα Frikorps Danmark. Χιλιάδες εθελοντές πολέμησαν και πολλοί πέθαναν με τον Γερμανικό Στρατό στο Ανατολικό Μέτωπο. Η Δανία πουλούσε γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα στη Γερμανία και της χορηγούσε δάνεια για εξοπλισμούς και οχυρωματικά έργα. Αυτά, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής από τη Δανία μέρους της οχύρωσης του Τείχους του Ατλαντικού, δεν επιστράφηκαν ποτέ.
Η κυβέρνηση προτεκτοράτου της Δανίας διήρκεσε μέχρι τις 29 Αυγούστου 1943, όταν το υπουργικό συμβούλιο παραιτήθηκε μετά τις κανονικές και εν πολλοίς ελεύθερες εκλογές για την ολοκλήρωση της τρέχουσας θητείας του Folketing (Κοινοβουλίου). Οι Γερμανοί επέβαλαν στρατιωτικό νόμο και η συνεργασία της Δανίας συνεχίστηκε σε διοικητικό επίπεδο, ενώ η δανική γραφειοκρατία λειτουργούσε υπό γερμανική διοίκηση. Το Δανικό Ναυτικό βύθισε 32 από τα μεγαλύτερα πλοία του. Η Γερμανία κατέσχεσε 64 πλοία και αργότερα ανέλκυσε και επισκεύασε 15 από τα βυθισμένα πλοία.[150][151] 13 πολεμικά πλοία διέφυγαν στη Σουηδία και δημιούργησαν ένα δανικό εξόριστο στολίσκο. Η Σουηδία επέτρεψε τη δημιουργία μιας δανικής εξόριστης ταξιαρχίας, που πάντως δεν πολέμησε[152]. Το κίνημα αντίστασης ήταν ενεργό σε δολιοφθορές και έκδοση παράνομων εφημερίδων και μαύρων λιστών δοσίλογων.[153]
Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των μεγάλων δυνάμεων του Άξονα ήταν γενικά εχθρικές πριν από το 1938. Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση παρείχε στρατιωτική βοήθεια στη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία εναντίον των Ισπανικών Εθνικιστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονταν από τη Γερμανία και την Ιταλία. Ωστόσο οι εθνικιστικές δυνάμεις νίκησαν. Οι Σοβιετικοί υπέστησαν και νέα πολιτική ήττα όταν η σύμμαχός τους Τσεχοσλοβακία διαμελίστηκε και καταλήφθηκε από τη Γερμανία το 1938-39. Το 1938 και το 1939 η ΕΣΣΔ πολέμησε και νίκησε την Ιαπωνία σε δύο ξεχωριστές συνοριακές συγκρούσεις, στη Λίμνη Kάσαν και στο Χαλχίν Γκολ. Η δεύτερη ήταν μια σημαντική σοβιετική νίκη που έκανε τον Ιαπωνικό Στρατό να αποφύγει τον πόλεμο με τους Σοβιετικούς και να επιδιώξει επέκταση προς τα νότια.
Το 1939 η Σοβιετική Ένωση εξέταζε τη δημιουργία συμμαχίας είτε με τη Βρετανία και τη Γαλλία είτε με τη Γερμανία.[154][155] Όταν οι διαπραγματεύσεις με τη Βρετανία και τη Γαλλία απέτυχαν, στράφηκε προς στη Γερμανία και υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ριμπέντροπ τον Αύγουστο του 1939. Η Γερμανία είχε τώρα αποφύγει τον κίνδυνο του πολέμου με τους Σοβιετικούς και είχε εξασφαλίσει τον εφοδιασμό με πετρέλαιο, γιατί το Σύμφωνο περιλάμβανε ένα μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι ανεξάρτητες χώρες Πολωνία, Φινλανδία, Εσθονία, Ρουμανία, Λετονία και Λιθουανία μοιράστηκαν σε σφαίρες επιρροής των δύο μερών[156]. Η Σοβιετική Ένωση είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει το Κρέσι (Δυτική Λευκορωσία και Δυτική Ουκρανία) στην Πολωνία μετά την ήττα της στον Σοβιετικοπολωνικό Πόλεμο το 1919-1921 και η επιδίωκε να το επαναπροσαρτήσει [49].
Την 1η Σεπτεμβρίου, μόλις μια εβδομάδα μετά την υπογραφή του συμφώνου, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία. Το ίδιο έκανε και η Σοβιετική Ένωση από τα ανατολικά στις 17 Σεπτεμβρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου υπέγραψε μυστική συνθήκη με τη Ναζιστική Γερμανία για να συντονίσουν την καταπολέμηση της πολωνικής αντίστασης. Οι Σοβιετικοί στοχοποίησαν τους διανοούμενους, τους επιχειρηματίες και τους αξιωματικούς, διαπράττοντας σειρά ωμοτήτων, που κορυφώθηκαν με τη Σφαγή του Κατύν και τη μαζική εκτόπιση στα Γκουλάγκ της Σιβηρίας.[157]
Αμέσως μετά η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε τις Βαλτικές χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία [158][159] και προσάρτησε τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα από τη Ρουμανία. Η Σοβιετική Ένωση επιτέθηκε στη Φινλανδία στις 30 Νοεμβρίου 1939, ξεκινώντας τον Χειμερινό Πόλεμο.[160] Η φινλανδική άμυνα απέτρεψε μια ολοκληρωτική εισβολή, με αποτέλεσμα μια προσωρινή ειρήνη, αλλά η Φινλανδία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στρατηγικά σημαντικές συνοριακές περιοχές κοντά στο Λένινγκραντ.
Η Σοβιετική Ένωση παρείχε υλική υποστήριξη στη Γερμανία στην πολεμική της προσπάθεια κατά της Δυτικής Ευρώπης μέσω δύο εμπορικών συμφωνιών, το 1939 και το 1940, που περιελάμβαναν εξαγωγές πρώτων υλών (φωσφορικά, χρώμιο και σιδηρομεταλλεύματα, ορυκτέλαια, σιτηρά, βαμβάκι και καουτσούκ). Αυτά και άλλες εξαγωγές που μεταφέρονταν μέσω σοβιετικών και κατεχόμενων πολωνικών περιοχών επέτρεψαν στη Γερμανία να παρακάμψει τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό.
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1940, έλαβαν χώρα στο Βερολίνο γερμανοσοβιετικές συνομιλίες για το ενδεχόμενο ένταξης στον άξονα.[161][162] Ο Ιωσήφ Στάλιν αργότερα προσωπικά αντέδρασε με ξεχωριστή πρόταση σε επιστολή του στις 25 Νοεμβρίου, που περιελάμβανε αρκετά μυστικά πρωτόκολλα, όπως ότι «η περιοχή νότια του Μπατούμι και του Μπακού γενικά προς τον Περσικό Κόλπο αναγνωρίζεται ως το κέντρο του ενδιαφέροντος της Σοβιετικής Ένωσης ", αναφερόμενος σε μια περιοχή που περίπου αντιστοιχεί στο σημερινό Ιράκ και Ιράν, και μια σοβιετική αξίωση για τη Βουλγαρία.[162][163] Ο Χίτλερ δεν απάντησε ποτέ στην επιστολή του Στάλιν[162][163] και λίγο αργότερα εξέδωσε μυστική οδηγία για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. [163][164]
Η Γερμανία ακύρωσε το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ με την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση με την Επιχείριση Μπαρμπαρόσα στις 22 Ιουνίου 1941.[165] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Σοβιετική Ένωση να γίνει ένα από τα κύρια μέλη των Συμμάχων.
Στη συνέχεια η Γερμανία αναβίωσε το Σύμφωνο της κατά της Κομιντέρν, εντάσσοντας πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες αντιτιθέμενες στη Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία παρέμειναν ουδέτερες η μία προς την άλλη για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου με το σοβιετικό-ιαπωνικό Σύμφωνο Ουδετερότητας. Η Σοβιετική Ένωση ακύρωσε το σοβιετο-Ιαπωνικό Σύμφωνο Ουδετερότητας εισβάλλοντας στο Μαντσουκούο στις 9 Αυγούστου 1945, λόγω των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν στη Διάσκεψη της Γιάλτας με τους Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ.
Το Ισπανικό Κράτος του Καουντίγιο Φρανθίσκο Φράνκο παρείχε ηθική, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στις δυνάμεις του Άξονα, διατηρώντας παράλληλα ουδετερότητα. Ο Φράνκο χαρακτήριζε την Ισπανία ως μέλος του Άξονα και υπέγραψε το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν το 1941 με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Μέλη του κυβερνώντος κόμματος της Φάλαγγας στην Ισπανία είχαν αλυτρωτικά σχέδια για το Γιβραλτάρ[166]. Οι Φαλαγγίτες υποστήριζαν επίσης την ισπανική αποικιακή επέκταση στην Ταγγέρη, το Γαλλικό Μαρόκο και τη βορειοδυτική Γαλλική Αλγερία. [167] Επιπλέον η Ισπανία διατηρούσε φιλοδοξίες για τις πρώην ισπανικές αποικίες στη Λατινική Αμερική. [168] Τον Ιούνιο του 1940 η Ισπανική κυβέρνηση προσέγγισε τη Γερμανία για να της προτείνει συμμαχία με αντάλλαγμα η Γερμανία να αναγνωρίσει τους εδαφικούς στόχους της Ισπανίας: την προσάρτηση της επαρχίας του Οράν στην Αλγερία, την ενσωμάτωση ολόκληρου του Μαρόκου, την επέκταση της Ισπανικής Σαχάρας προς τον νότο μέχρι τον εικοστό παράλληλο και την ενσωμάτωση του Γαλλικού Καμερούν στην Ισπανική Γουινέα[169]. Η Ισπανία εισέβαλε και κατέλαβε τη Διεθνή Ζώνη της Ταγγέρης, διατηρώντας την κατοχή της μέχρι το 1945.[169] Η κατοχή αυτή προκάλεσε διαμάχη μεταξύ Βρετανίας και Ισπανίας τον Νοέμβριο του 1940. Η Ισπανία δέχθηκε να προστατεύσει τα βρετανικά δικαιώματα στην περιοχή και υποσχέθηκε να μην την οχυρώσει. Η Ισπανική κυβέρνηση διατηρούσε κρυφά επεκτατικά σχέδια για την Πορτογαλία, που τα γνωστοποίησε στη γερμανική κυβέρνηση. Σε ανακοινωθέν προς τη Γερμανία, στις 26 Μαΐου 1942, ο Φράνκο δήλωσε ότι η Πορτογαλία πρέπει να προσαρτηθεί στην Ισπανία [170].
Ο Φράνκο είχε προηγουμένως κερδίσει τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο με τη βοήθεια της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας. Και οι δύο επιθυμούσαν διακαώς την ίδρυση ενός ακόμη φασιστικού κράτους στην Ευρώπη. Η Ισπανία όφειλε στη Γερμανία πάνω από 212 εκατομμύρια δολάρια [171] για προμήθειες στρατιωτικού υλικού κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και ιταλικά στρατεύματα είχαν πολεμήσει στην Ισπανία στο πλευρό των Εθνικιστών του Φράνκο.
Από το 1940 έως το 1941 ο Φράνκο προωθούσε ένα Λατινικό Μπλοκ της Ιταλίας, της Γαλλίας του Βισύ, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, με τη στήριξη του Βατικανού, προκειμένου να εξισορροπήσει την ισχύ των χωρών αυτών με εκείνη της Γερμανίας. Ο Φράνκο συζήτησε τη συμμαχία του Λατινικού Μπλοκ με τον Πεταίν της Γαλλίας του Βισύ στο Μονπελιέ το 1940 και με τον Μουσολίνι στην Μπορντιγκέρα της Ιταλίας.
Όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση το 1941 ο Φράνκο προσφέρθηκε αμέσως να συγκροτήσει μια μονάδα εθελοντών για να συμμετάσχει στην εισβολή. Αυτό έγινε δεκτό από τον Χίτλερ και, μέσα σε δύο εβδομάδες, συγκεντρώθηκαν αρκετοί εθελοντές για να σχηματίσουν την Κυανή Μεραρχία (División Azul) υπό τον Στρατηγό Αγκουστίν Μουνιόζ Γκράντες.
Η πιθανότητα παρέμβασης της Ισπανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανησυχούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, που διερευνούσε τις δραστηριότητες του ισπανικού κυβερνώντος κόμματος των Φαλαγγιτών στη Λατινική Αμερική, ιδίως στο Πουέρτο Ρίκο, όπου ήταν έντονο το αίσθημα υπέρ των Φαλαγγιτών και του Φράνκο, ακόμη και μεταξύ των κυρίαρχων ανώτερων τάξεων.[172] [182] Οι Φαλαγγίτες προωθούσαν την ιδέα της υποστήριξης των πρώην αποικιών της Ισπανίας στον αγώνα τους κατά της αμερικανικής κυριαρχίας[168]. Πριν από το ξέσπασμα του πολέμου η υποστήριξη του Φράνκο και της Φάλαγγας ήταν έντονη στις Φιλιππίνες[173]. Η Φάλαγγα Εξωτερικού, το διεθνές παράρτημα της Φάλαγγας, συνεργάστηκε με τις ιαπωνικές δυνάμεις ενάντια στις δυνάμεις των Η.Π.Α. και των Φιλιππίνων στις Φιλιππίνες, μέσω της Φιλιππινέζικης Φάλαγγας. [174]
Παρόλο που ήταν επίσημα ουδέτερο, το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν συνεργάστηκε με τον Άξονα από τη δημιουργία του στις 10 Ιουλίου 1940. Διατήρησε τον πλήρη έλεγχο της Ελεύθερης ζώνης, του μη καταληφθέντος τμήματος της Γαλλίας, μέχρι τον Νοέμβριο του 1942 - όταν ολόκληρη η Γαλλία καταλήφθηκε από τη Γερμανία - και μεγάλου μέρους της αποικιακής αυτοκρατορίας της Γαλλίας, μέχρις ότου οι αποικίες σταδιακά πέρασαν στον έλεγχο της Ελεύθερης Γαλλίας.
Ο γερμανικός στρατός εισβολής εισήλθε στο Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940, μετά τη μάχη της Γαλλίας. Ο Πεταίν έγινε ο τελευταίος Πρωθυπουργός της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας στις 16 Ιουνίου 1940. Ζήτησε ειρήνη με τη Γερμανία και στις 22 Ιουνίου 1940 η Γαλλική κυβέρνηση συνήψε ανακωχή με τον Χίτλερ. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας η Γερμανία κατέλαβε τα δύο τρίτα της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού. Στον Πεταίν επετράπη να διατηρήσει ένα «στρατό ανακωχής» 100.000 ανδρών στη μη καταληφθείσα νότια ζώνη. Ο αριθμός αυτός δεν περιελάμβανε ούτε τον στρατό που είχε τη βάση του στη Γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία ούτε τον Γαλλικό στόλο. Στην Αφρική στο καθεστώς του Βισύ επετράπη να διατηρήσει 127.000 άνδρες.[175] Οι Γάλλοι διατήρησαν επίσης σημαντικές φρουρές στα υπό Γαλλική εντολή εδάφη της Συρίας και του Λιβάνου, στη Γαλλική αποικία της Μαδαγασκάρης και στη Γαλλική Σομαλία. Ορισμένα μέλη της κυβέρνησης του Βισύ ασκούσαν πιέσεις για στενότερη συνεργασία, αλλά απορρίφθηκαν από τον Πεταίν. Ούτε ο Χίτλερ δεχόταν ότι η Γαλλία θα μπορούσε ποτέ να γίνει πλήρης στρατιωτικός εταίρος [176] και εμπόδιζε συνεχώς την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος του Βισύ.
Μετά την ανακωχή οι σχέσεις μεταξύ των Γάλλων του Βισύ και των Βρετανών γρήγορα επιδεινώθηκαν. Παρόλο που οι Γάλλοι είχαν πει στον Τσόρτσιλ ότι δεν θα επέτρεπαν να καταληφθεί ο στόλος τους από τους Γερμανούς, οι Βρετανοί εξαπέλυσαν αρκετές ναυτικές επιθέσεις, με σημαντικότερη εκείνη κατά του αλγερινού λιμανιού του Μερς Ελ Κεμπίρ στις 3 Ιουλίου 1940. Αν και ο Τσώρτσιλ υπερασπίστηκε την αμφιλεγόμενη απόφασή του να επιτεθεί στον Γαλλικό στόλο, η ενέργεια αυτή επιδείνωσε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας. Η γερμανική προπαγάνδα διατυμπάνισε τις επιθέσεις αυτές ως απόλυτη προδοσία του Γαλλικού λαού από τους πρώην συμμάχους του.
Στις 10 Ιουλίου 1940 ο Πεταίν έλαβε έκτακτες "πλήρεις εξουσίες" με πλειοψηφία της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Την επόμενη ημέρα η έγκριση του νέου συντάγματος από τη Συνέλευση δημιούργησε ουσιαστικά το Γαλλικό Κράτος (l'État Français), που αντικατέστησε τη Γαλλική Δημοκρατία με την κυβέρνηση που ονομάστηκε ανεπίσημα "Γαλλία του Βισύ", από το ομώνυμο θέρετρο, όπου ο Πεταίν διατηρούσε την έδρα της κυβέρνησής του. Αυτό συνέχισε να αναγνωρίζεται ως η νόμιμη κυβέρνηση της Γαλλίας από τις ουδέτερες Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 1942, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αναγνωρίσει την εξόριστη κυβέρνηση του ντε Γκωλ στο Λονδίνο. Στη Γαλλία και στις αποικίες της εισήχθησαν φυλετικοί νόμοι και πολλοί Γάλλοι Εβραίοι εκτοπίστηκαν στη Γερμανία. Ο Αλμπέρ Λεμπρέν, ο τελευταίος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν παραιτήθηκε από το προεδρικό αξίωμα όταν διέφυγε στο Βιζίλ στις 10 Ιουλίου 1940. Στις 25 Απριλίου 1945, κατά τη δίκη του Πεταίν, ο Λεμπρέν υποστήριξε ότι σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να επανέλθει στην εξουσία μετά την πτώση της Γερμανίας, δεδομένου ότι δεν είχε παραιτηθεί.[177]
Τον Σεπτέμβριο του 1940, η Γαλλία του Βισύ αναγκάστηκε να επιτρέψει στην Ιαπωνία να καταλάβει τη Γαλλική Ινδοκίνα, μια ομοσπονδία γαλλικών αποικιακών κτήσεων και προτεκτοράτων που περιλάμβανε τα σημερινά Βιετνάμ, Λάος και Καμπότζη. Το καθεστώς του Βισύ συνέχισε να τη διοικεί υπό ιαπωνική στρατιωτική κατοχή. Η Γαλλική Ινδοκίνα ήταν η βάση για τις ιαπωνικές εισβολές στην Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Το 1945, υπό την αιγίδα της Ιαπωνίας, η Αυτοκρατορία του Βιετνάμ και το Βασίλειο της Καμπουτσέα ανακηρύχθηκαν Ιαπωνικά κράτη-μαριονέτες.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο ντε Γκωλ ηγήθηκε μιας επίθεσης Συμμαχικών δυνάμεων στο λιμάνι του Ντακάρ της Γαλλίας του Βισύ στη Γαλλική Δυτική Αφρική. Οι πιστές στον Πεταίν δυνάμεις αντέστησαν στο ντε Γκωλ και απέκρουσαν την επίθεση μετά από δυο μέρες σφοδρών μαχών, φέρνοντας τη Γαλλία του Βισύ πιο κοντά στη Γερμανία.
Κατά τον Αγγλοϊρακινό Πόλεμο του Μαΐου 1941, η Γαλλία του Βισύ επέτρεψε στη Γερμανία και την Ιταλία να χρησιμοποιήσει αεροπορικές βάσεις στην υπό γαλλική εντολή Συρία για να στηρίξουν την Ιρακινή εξέγερση. Οι δυνάμεις της Βρετανίας και της Ελεύθερης Γαλλίας επιτέθηκαν αργότερα στη Συρία και τον Λίβανο τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1941 και το 1942 οι Συμμαχικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τη Γαλλική Μαδαγασκάρη. Όλο και περισσότερες αποικίες εγκατέλειψαν το Βισύ, προσχωρώντας στα Ελεύθερα Γαλλικά εδάφη της Γαλλικής Ισημερινής Αφρικής, της Πολυνησίας, της Νέας Καληδονίας και άλλων που είχαν από από την αρχή ταχθεί στο πλευρό του ντε Γκωλ.
Τον Νοέμβριο του 1942 τα Γαλλικά στρατεύματα του Βισύ αντιστάθηκαν για λίγο στην απόβαση των Συμμαχικών στρατευμάτων στη Γαλλική Βόρεια Αφρική επί δύο ημέρες, έως ότου ο Ναύαρχος Φρανσουά Νταρλάν διαπραγματεύτηκε με τους Συμμάχους τοπική εκεχειρία. Αντιδρώντας στην απόβαση τα στρατεύματα του Άξονα εισέβαλαν στη μη κατεχόμενη ζώνη στη νότια Γαλλία και κατέλυσαν τη Γαλλία του Βισύ ως οντότητα με κάθε είδους αυτονομία, που πλέον έγινε κυβέρνηση-μαριονέτα για τα κατεχόμενα εδάφη.
Τον Ιούνιο του 1943 οι πρώην πιστές στο Βισύ αποικιακές αρχές της Γαλλικής Βόρειας Αφρικής υπό τον Ανρί Ζιρώ κατέληξαν σε συμφωνία με την Ελεύθερη Γαλλία να συγχωνευθούν με το δικό τους προσωρινό καθεστώς με τη Γαλλική Εθνική Επιτροπή (Comité Français National, CFI) για να σχηματίσουν μια προσωρινή κυβέρνηση στο Αλγέρι, γνωστή ως Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Comité Français de Libération Nationale, CFLN), αρχικά με επικεφαλής τον Νταρλάν, μετά τη δολοφονία του οποίου ο ντε Γκωλ αναδείχθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος Γάλλος ηγέτης. Το CFLN συγκέντρωσε περισσότερα στρατεύματα και αναδιοργάνωσε, επανεκπαίδευσε και επανεξόπλισε τον στρατό της Ελεύθερης Γαλλίας σε συνεργασία με τις Συμμαχικές δυνάμεις για την προετοιμασία των μελλοντικών επιχειρήσεων κατά της Ιταλίας και του γερμανικού Τείχους του Ατλαντικού.
Το 1943 η Milice, μια παραστρατιωτική δύναμη που είχε ιδρυθεί από το Βισύ, υποτάχθηκε στους Γερμανούς και τους βοηθούσε να συλλαμβάνουν τους αντιπάλους τους και τους Εβραίους, καθώς και στην καταπολέμηση της Γαλλικής Αντίστασης. Οι Γερμανοί στρατολόγησαν εθελοντές σε μονάδες ανεξάρτητες από το Βισύ. Εν μέρει λόγω της μεγάλης εχθρότητας πολλών δεξιών εναντίον του προπολεμικού Λαϊκού Μετώπου, οι εθελοντές εντάχθηκαν στις γερμανικές δυνάμεις στην αντικομουνιστική σταυροφορία τους εναντίον της ΕΣΣΔ. Περίπου 7.000 προσχώρησαν στη Légion des Volontaires Français (LVF) από το 1941 έως το 1944. Στη συνέχεια η LVF αποτέλεσε το σώμα της Μεραρχίας των Waffen-SS «Καρλομάγνος» το 1944-1945, με μέγιστη ισχύ περίπου 7.500 ανδρών. Τόσο η LVF όσο και η Μεραρχία Καρλομάγνος πολέμησαν στο Ανατολικό Μέτωπο.
Έχοντας αποστερηθεί κάθε στρατιωτικών μέσων, εδαφών ή πόρων, τα μέλη της κυβέρνησης του Βισύ συνέχισαν να εκπληρώνουν τον ρόλο τους ως μαριονέτα της Γερμανίας, οιονεί κρατούμενοι στο λεγόμενο "θύλακα του Σινγκμαρίνγκεν" σε ένα κάστρο της Βάδης-Βυρτεμβέργης στο τέλος της τον Μάιο του 1945.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.