Τουρκία
Χώρα της δυτικής Ασίας και της νοτιοανατολικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Χώρα της δυτικής Ασίας και της νοτιοανατολικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Τουρκία (τουρκικά: Türkiye), επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Τουρκίας ή Τουρκική Δημοκρατία (τουρκικά: Türkiye Cumhuriyeti, μτγ: Τούρκιε Τζουμχούριετι, προφέρεται: [ˈtyɾcije d͡ʒumˈhuɾijeti] ( ακούστε)), είναι διηπειρωτική χώρα που βρίσκεται στην Ευρασία και συγκεκριμένα στη χερσόνησο της Ανατολίας που βρίσκεται ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο Θάλασσα και συγκροτεί το βασικό τμήμα (97%) της χώρας με ένα μικρό τμήμα (Ανατολική Θράκη) να βρίσκεται στην Ευρώπη. Συνορεύει δυτικά με την Ελλάδα, βορειοδυτικά με τη Βουλγαρία, ανατολικά με τη Γεωργία, την Αρμενία, το Ιράν και το θύλακα Ναχιτσεβάν του Αζερμπαϊτζάν και νοτιοανατολικά με το Ιράκ και τη Συρία. Νότια είναι η Μεσόγειος Θάλασσα, δυτικά το Αιγαίο Πέλαγος και βόρεια ο Εύξεινος Πόντος. Η Θάλασσα του Μαρμαρά, ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος (που συναποτελούν τα τούρκικα στενά) οριοθετούν το σύνορο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας καθιστώντας τη χώρα, σταυροδρόμι των δύο ηπείρων και σημαντικής γεωστρατηγικής σημασίας. Πρωτεύουσα και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη είναι η Άγκυρα ενώ μεγαλύτερη πόλη είναι η Κωνσταντινούπολη.
Δημοκρατία της Τουρκίας
Türkiye Cumhuriyeti | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Κανένα | |||
Η θέση της Τουρκίας (πράσινο) | |||
Άγκυρα 39°55′00″N 32°51′00″E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Κωνσταντινούπολη | ||
Τουρκικά | |||
Προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία | |||
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν Τζεβντέτ Γιλμάζ | |||
Νομοθετικό σώμα | Μεγάλη Εθνοσυνέλευση | ||
Ανεξαρτησία Ανακήρυξη της Δημοκρατίας Ισχύον Σύνταγμα | 29 Οκτωβρίου 1923 7 Νοεμβρίου 1982, αναθεωρήθηκε στις 17 Μαΐου 1987, 1995, 2001, 2007 και Τουρκικό συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017 [1] | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 783.562 km2 (37η) 2,03 2.648 km 7.200 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2008 • Πυκνότητα | 85.372.377 [2] (17η) 71.517.100[3] 109,0 κατ./km2 (106η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 1.988,331 δισ. $[4] 24.911 $[4] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 649 δισ. $ (εκτιμάται)[4] 9.126 $ (2019)[4] | ||
ΔΑΑ (2023) | 0,855[5] (45η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Τουρκική λίρα2 (TRY) | ||
TRT (UTC +3) | |||
ISO 3166-1 | TR | ||
Internet TLD | .tr | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +90 | ||
1 Σύνταγμα του 1982 2 Από 1η Ιανουαρίου του 2009, η Τουρκική λίρα (Türk Lirası) αντικατέστησε τη νέα τουρκική λίρα. |
Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τουρκία έχει κατοικηθεί από την Παλαιολιθική περίοδο, μεταξύ άλλων από διάφορους πολιτισμούς και λαούς όπως Χετταίους, Φρύγες, Λυδούς,Έλληνες κλπ. Μετά την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, η περιοχή εξελληνίστηκε, διαδικασία που συνεχίστηκε με τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και τη μετάβαση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τον 11ο αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αρχίζοντας τη διαδικασία του εκτουρκισμού και του εξισλαμισμού της περιοχής, που επιταχύνθηκε από τη νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ κυβέρνησε τη Μικρά Ασία μέχρι τη Μογγολική εισβολή το 1243, οπότε διασπάστηκε σε αρκετά μικρά τουρκικά μπειλίκια. Ξεκινώντας από τα τέλη του 13ου αιώνα το μπεϊλίκι των Οσμάνογλου που βρισκόταν γύρω απο το Θηβάσιο υπο υον Οσμάν Α΄ συνένωσε τη Μικρά Ασία και δημιούργησε μια αυτοκρατορία που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους με βάση τη συνθήκη των Σεβρών που προκάλεσε το ξέσπασμα του πολέμου της ανεξαρτησίας που ξεκίνησε από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του χαλιφάτου την 1η Νοεμβρίου 1922 την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας στις 29 Οκτωβρίου 1923, με τον Ατατούρκ ως πρώτο πρόεδρο της.
Η Τουρκία είναι κοσμική, ενιαία, συνταγματική δημοκρατία με ποικιλόμορφη πολιτιστική κληρονομιά. Όντας πρώην κοινοβουλευτική δημοκρατία, υιοθέτησε προεδρικό σύστημα με ένα δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2017. Το νέο προεδρικό σύστημα τέθηκε σε ισχύ με τις τουρκικές προεδρικές εκλογές το 2018. Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η τουρκική, γλώσσα της τουρκικής γλωσσικής οικογένειας, που μιλιέται ως μητρική γλώσσα από το 85% περίπου του πληθυσμού. Οι Τούρκοι αποτελούν το 70–75% του πληθυσμού. Οι μειονότητες περιλαμβάνουν Κούρδους (18%) και άλλους (7–12%). Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Μουσουλμανική. Η Τουρκία είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ, του ΟΑΣΕ και του G-20 των μεγαλύτερων οικονομιών. Η Τουρκία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για πλήρη ένταξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005, όντας συνδεδεμένο μέλος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα από το 1963 και έχοντας προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση το 1995. Ενώ οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις έχουν σταματήσει από το 2018, παραμένουν ενεργές έως το 2020 με τη χώρα να εξακολουθεί να διατηρεί το καθεστώς της ως υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.[6] Η Τουρκία είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών (ιδρύθηκε το 2009), της Διεθνούς Οργάνωσης Τουρκικού Πολιτισμού (ιδρύθηκε το 1993), του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας (ιδρύθηκε το 1995). Οι αυξανόμενες διπλωματικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας έχουν οδηγήσει στην αναγνώρισή της ως περιφερειακής δύναμης. Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) έχει προβεί σε ενέργειες που αυξάνουν την επιρροή του Ισλάμ με ταυτόχρονη υπονόμευση της κεμαλικής πολιτικής και της ελευθερίας του Τύπου.[7][8]
Το όνομα της Τουρκίας μπορεί να διαιρεθεί σε δύο συστατικά: το εθνώνυμο Τουρκ και την κατάληξη -ία, που σημαίνει «κάτοχος», «χώρα του» ή «σχετικό με». Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου Τουρκ ως ενδωνύμου περιλαμβάνεται στις Παλαιοτουρκικές επιγραφές των Γκέκτουρκ (Γαλάζιοι Τούρκοι) της Κεντρικής Ασίας (περ. 8ος αιώνας). Το όνομα Τουρκία χρησιμοποιήθηκε από το Βυζαντινό αυτοκράτορα και λόγιο Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο στο βιβλίο του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, αν και εκεί το Τούρκοι αναφερόταν επίσης στους Μαγυάρους (Ούγγρους). Παρομοίως η μεσαιωνική Αυτοκρατορία των Χαζάρων, Τουρκόφωνο κράτος στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας θάλασσας, αναφερόταν ως Τουρκία (Χώρα των Τούρκων) σε Βυζαντινές πηγές. Όμως οι Βυζαντινοί άρχισαν αργότερα να χρησιμοποιούν το όνομα αυτό για να ορίσουν τα ελεγχόμενα από τους Σελτζούκους τμήματα της Μικράς Ασίας στους αιώνες που ακολούθησαν τη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071.
Το αγγλικό όνομα Turkey πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα και προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό Turchia. Το αραβικό συγγενές Τουρκίια (تركيا), με τη μορφή Ντάουλα΄αλ Τουρκίια (Κράτος των Τούρκων) χρησιμοποιείτο ιστορικά ως επίσημη ονομασία του μεσαιωνικού Σουλτανάτου των Μαμελούκων (1250 - 1517), που απλωνόταν στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Χετζάζ και την Κυρηναϊκή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναφερόταν συχνά μεταξύ των συγχρόνων της ως Τουρκία ή Τουρκική Αυτοκρατορία.
Τον Δεκέμβριο του 2021, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέδωσε εγκύκλιο ζητώντας οι εξαγωγές να φέρουν την ένδειξη «Made in Türkiye». Η εγκύκλιος ανέφερε επίσης ότι σε σχέση με άλλες κυβερνητικές ανακοινώσεις «θα επιδειχθεί απαραίτητη ευαισθησία στη χρήση της φράσης «Türkiye» αντί για φράσεις όπως «Turkey», «Türkei», «Turquie» κ.λπ.». Ο λόγος που δόθηκε στην εγκύκλιο για την προτίμηση της Τουρκίας ήταν ότι «αντιπροσωπεύει και εκφράζει την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τις αξίες του τουρκικού έθνους με τον καλύτερο τρόπο». Σύμφωνα με το τουρκικό κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο TRT World, ένας ακόμη λόγος ήταν για να αποφευχθεί μια υποτιμητική συσχέτιση με τη γαλοπούλα (turkey), το πτηνό. Τον Ιανουάριο του 2022 αναφέρθηκε ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε να εγγράψει την Τουρκία στα Ηνωμένα Έθνη με την ονομασία Türkiye. Ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έστειλε επιστολές στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς στις 31 Μαΐου 2022, ζητώντας να χρησιμοποιηθεί η ονομασία Türkiye. Ο ΟΗΕ συμφώνησε και υλοποίησε το αίτημα αμέσως.[9][10]
Η χερσόνησος έχει σχήμα περίπου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, του οποίου το εσωτερικό μέρος είναι ένα οροπέδιο, με μέσο ύψος 1.000 μέτρων. Περιβάλλεται από συνεχείς οροσειρές, που αφήνουν μόνο μερικά ανοίγματα προς τη θάλασσα. Οι οροσειρές αυτές σχηματίστηκαν κατά την Αλπική Πτύχωση της Τριτογενούς Εποχής.
Στα βόρεια εκτείνονται παράλληλα με την παραλία οι Ποντιακές Άλπεις ή οροσειρά του Πόντου, που αρχίζει από τα σύνορα της Ρωσίας και καταλήγει στα στενά του Βοσπόρου. Δυτικά τα βουνά είναι απόκρημνα και σχηματίζουν απότομες ακτές και ακρωτήρια. Ίδη και Τμώλος.
Στα νότια του οροπεδίου εκτείνεται η οροσειρά του Ταύρου, που συνεχίζεται ανατολικά με την οροσειρά του Αντίταυρου. Στον Ταύρο υπάρχει μια χαράδρα, που αποτελεί άνοιγμα προς τα ανατολικά της Τουρκίας. Το άνοιγμα αυτό είναι οι λεγόμενες Πύλες της Κιλικίας, από τις οποίες πέρασε ο Μ. Αλέξανδρος πηγαίνοντας για την Ινδία. Ανατολικά το οροπέδιο κλείνεται από το Χακαρί Νταγλαρί (3.630 μ.), Μεγκενί Νταγλαρί (3.610 μ.) και από το βιβλικό και πάντα χιονισμένο όρος Αραράτ (5.137 μ.), που είναι και το υψηλότερο βουνό της Μικράς Ασίας.
Στο κεντρικό οροπέδιο το κλίμα είναι πολύ ξηρό και υπάρχουν στέπες. Οι χειμώνες αντιθέτως είναι δριμείς και μακροί, από τις αρχές Δεκεμβρίου μέχρι και τον Μάρτιο, με πολύ χιόνι και θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ -10 °C (Άγκυρα, Δορύλαιο, Ικόνιο) και -35 °C (Καρς, Θεοδοσιούπολη, Αρνταχάν). Η πιο βροχερή εποχή του χρόνου είναι η άνοιξη. Στις στέπες οι κάτοικοι τρέφουν κοπάδια από πρόβατα και καλλιεργούν κυρίως δημητριακά.
Τα βουνά δέχονται πολλές βροχές και είναι σκεπασμένα με δάση, ιδίως η οροσειρά του Πόντου. Οι ακτές, κυρίως προς τον Αιγαίο Πέλαγος και τη Μεσόγειο θάλασσα, έχουν ήπιο κλίμα, μεσογειακό με πολλές βροχές. Εδώ υπάρχουν εύφορες πεδιάδες, που τις διαρρέουν μικροί ποταμοί. Καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια, βαμβάκι, καπνός, ακόμα και ζαχαροκάλαμο.
Εδώ, στα παράλια, ζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Τουρκίας και βρίσκονται οι μεγαλύτερες πόλεις.
Το κλίμα της τον Εύξεινο Πόντο είναι εύκρατο, ωκεάνιο και αρκετά δροσερό και είναι πολύ υγρό όλο τον χρόνο. Η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 1000 mm ως 2500 mm στην περιοχή. Πρόκειται για κάποια από τις υγρότερες περιοχές στο βόρειο ημισφαίριο. Θερμοκρασίες που σπάνια πέφτουν κάτω από –5 °C ή ξεπερνούν τους 30 °C.
Στον Εύξεινο Πόντο χύνονται ο Σαγγάριος, 600 περίπου χλμ. μήκους, γνωστός από τις μάχες του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία και ο Άλυς, που είναι και ο μεγαλύτερος ποταμός της Μ. Ασίας.
Στο Αιγαίο Πέλαγος χύνονται ο Έρμος στον κόλπο της Σμύρνης, ο Γκοκσού Νεχρί χύνεται νοτιοδυτικά της Μερσίνας, ο Κύδνος και ο Σεϋμόν Νεχρί, που χύνεται ανατολικά της Ταρσού.
Τουρκικά ποτάμια που χύνονται σε μη ευρωπαϊκές θάλασσες είναι ο Ευφράτης και ο Τίγρης. Ο Ευφράτης αποχετεύει τα νερά του μεγαλύτερου μέρους του υψιπέδου της Αρμενίας και εκβάλλει στον Περσικό Κόλπο ενώ ο Τίγρης αποχετεύει τα νερά του Τουρκικού Κουρδιστάν, πηγάζει από τον Αντίταυρο και χύνεται στον Περσικό κόλπο, αφού προηγουμένως ενωθεί με τον Ευφράτη. Ο Άραξος καθορίζει για αρκετό μήκος τα σύνορα της Τουρκίας και της Αρμενίας και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα.
Νότια της Προποντίδας σε προσχωσιγενείς λεκάνες βρίσκονται οι λίμνες: Μανυάς, Ουλούμπατ (Απολλωνιάδα) και Ιζνίκ (Ασκανία). Στην Πισιδία: η Εγκριντίρ, η Βεϋσεχίρ και οι αλμυρές: Μπουρντούρ, Ατσί και Ασκεχίρ. Στο κέντρο του υψιπέδου, κοντά στο Ικόνιο και σε υψόμετρο 900 μέτρων, βρίσκεται η Τουζ-γκιολού (Αλμυρά Λίμνη) με έκταση 2.500 τετρ. χλμ. Το καλοκαίρι, το μεγαλύτερο μέρος της αποξηραίνεται και αφήνει μεγάλες ποσότητες αλατιού. Στην Ανατολική περιοχή αλμυρή και γεμάτη ψάρια βρίσκεται η λίμνη Βαν, η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας με έκταση 3.755 τετρ. χλμ. και σε ύψος 1.720 μέτρα.
Η χερσόνησος της Ανατολίας ή διαφορετικά η Μικρά Ασία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας καταλαμβάνει σήμερα η Τουρκία, αποτελεί μία από τις αρχαιότερες κατοικημένες περιοχές στον κόσμο. Πολλοί Αρχαίοι Μικρασιατικοί πληθυσμοί έχουν ζήσει στη Μικρά Ασία, αρχίζοντας με τη Νεολιθική περίοδο μέχρι την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο τον Μέγα. Πολλοί από αυτούς μιλούσαν τις γλώσσες της Ανατολίας, κλάδο της μεγαλύτερης Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Στην πραγματικότητα, δεδομένης της αρχαιότητας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών χεττιτικής και λουβιανικής, μερικοί μελετητές προτείνουν τη Μικρά Ασία ως το υποθετικό κέντρο, από το οποίο εξαπλώθηκαν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Το ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας, η Ανατολική Θράκη, έχει επίσης κατοικηθεί πριν από σαράντα χιλιάδες χρόνια και μπήκε στη Νεολιθική εποχή περί το 6.000 π.Χ., με τους κατοίκους της να αρχίζουν να ασχολούνται με τη γεωργία. Το Γκιομπεκλί Τεπέ είναι η θέση της αρχαιότερης γνωστής ανθρωπογενούς θρησκευτικής κατασκευής, ενός ναού χρονολογούμενου από το 10.000 π.Χ., ενώ το Τσαταλογιούκ είναι ένας πολύ μεγάλος Νεολιθικός και Χαλκολιθικός οικισμός στη νότια Μικρά Ασία, που υπήρχε από περίπου το 7.500 π.Χ. μέχρι το 5.700 π Χ. Είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα διατηρημένη Νεολιθική θέση, που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα και τον Ιούλιο του 2012 ενεγράφη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ο εποικισμός της περιοχής στην Τροία ξεκίνησε από τη Νεολιθική Εποχή και συνεχίστηκε στην Εποχή του Σιδήρου.
Οι αρχαιότεροι καταγεγραμμένοι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ήταν οι Χάττι και οι Χουρρίτες, μη ινδοευρωπαϊκοί λαοί που κατοικούσαν την κεντρική και την ανατολική Μικρά Ασία αντίστοιχα από το 2.000 π.Χ. περίπου. Οι Ινδοευρωπαίοι Χετταίοι ήρθαν στη Μικρά Ασία και σταδιακά αφομοίωσαν τους Χάττι και τους Χουρρίτες γύρω στα 2000 με 1700 π.Χ. Η πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία στην περιοχή ιδρύθηκε από τους Χετταίους, από τον 18ο έως και τον 13ο αιώνα π.Χ. Οι Ασσύριοι κατέλαβαν και αποίκησαν τμήματα της νοτιοανατολικής Τουρκίας από το 1950 π.Χ. μέχρι το 612 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων περί το 1180 π.Χ. οι Φρύγες, ινδοευρωπαϊκός λαός, κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία μέχρι την καταστροφή του βασιλείου τους από τους Κιμμέριους τον 7ο αιώνα π.Χ. Τα ισχυρότερα διάδοχα κράτη της Φρυγίας ήταν η Λυδία, η Καρία και η Λυκία.
Αρχίζοντας γύρω στα 1200 π.Χ. οι ακτές της Μικράς Ασίας κατοικήθηκαν πυκνά από τους Έλληνες Αιολείς και τους Ίωνες. Από τους αποίκους αυτούς ιδρύθηκαν πολλές σημαντικές πόλεις, όπως η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη και το Βυζάντιο (αργότερα Κωνσταντινούπολη), η τελευταία ιδρυμένη από Έλληνες αποίκους από τα Μέγαρα το 657 π.Χ. Το πρώτο κράτος που ονομάστηκε Αρμενία από τους γειτονικούς λαούς ήταν το Κράτος της Αρμενικής δυναστείας των Οροντιδών, που περιελάμβανε τμήματα της ανατολικής Τουρκίας και ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. Στη Βορειοδυτική Τουρκία, η σημαντικότερη φυλετική ομάδα στη Θράκη ήταν οι Οδρύσες, που το βασίλειό τους ιδρύθηκε από τον Τήρη Α΄.
Η Μικρά Ασία κατακτήθηκε από την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. και αργότερα από τον Αλέξανδρο τον Μέγα το 334 π.Χ., γεγονός που οδήγησε σε αυξανόμενη πολιτιστική ομογενοποίηση και εξελληνισμό της περιοχής. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. η Μικρά Ασία διαιρέθηκε αργότερα σε μικρά Ελληνιστικά βασίλεια (μεταξύ αυτών η Βιθυνία, η Καππαδοκία, η Πέργαμος και ο Πόντος), που όλα έγιναν τμήμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Η διαδικασία του εξελληνισμού που είχε αρχίσει με την κατάκτηση του Αλέξανδρου επιταχύνθηκε υπό τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, έτσι ώστε τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι τοπικές γλώσσες και πολιτισμοί της Ανατολίας είχαν εκλείψει και αντικατασταθεί από τα Ελληνικά.
Το 324 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Α΄ επέλεξε την πόλη του Βυζαντίου στα στενά του Βοσπόρου ως τη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετονομάζοντάς την σε Νέα Ρώμη, με τα μετέπειτα ονόματα Κωνσταντινούπολη και σήμερα στα τουρκικά Ιστανμπούλ που θεωρείται ότι προέρχεται από την Ελληνική έκφραση εις την πόλιν. Μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου Α΄ το 395 και την οριστική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στους γιους του η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που θα κυβερνούσε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Τουρκίας μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Ο οίκος των Σελτζούκων Τούρκων ήταν ένας κλάδος των τουρκικών φυλών των Ογούζων Τούρκων του Κινίκ, που κατοικούσαν στις παρυφές του Μουσουλμανικού κόσμου, στο Χανάτο των Γιαγκμπού της ομοσπονδίας των Ογούζων, βόρεια της Κασπίας και της Αράλης τον 9ο αιώνα. Τον 10ο αιώνα οι Σελτζούκοι άρχισαν να μεταναστεύουν από την προγονική τους πατρίδα στην Περσία, που έγινε ο διοικητικός πυρήνας της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων.
Το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα οι Σελτζούκοι άρχισαν να διεισδύουν στις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Το 1071 οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τους Βυζαντινούς στη Μάχη του Μαντζικέρτ, αρχίζοντας τον εκτουρκισμό της περιοχής. Στη Μικρά Ασία εισήχθησαν η τουρκική γλώσσα και το Ισλάμ και σταδιακά εξαπλώθηκαν στην περιοχή και μπήκε σε εξέλιξη η αργή μετάβαση από μία κυρίως Χριστιανική και Ελληνόφωνη Μικρά Ασία σε μία κυρίως Μουσουλμανική και Τουρκόφωνη.
Το 1243 οι στρατιές των Σελτζούκων νικήθηκαν από τους Μογγόλους και η ισχύς της αυτοκρατορίας τους ελαττώθηκε. Στον απόηχο της μογγολικής εισβολής ένα από τα τουρκικά πριγκιπάτα με κυβερνήτη τον Οσμάν τον Α΄ εξελίχθηκε στους επόμενους δύο αιώνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν σε όλη τη Μικρά Ασία, στα Βαλκάνια, στον Λεβάντες και τη Βόρεια Αφρική. Το 1453 οι Οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσά της Κωνσταντινούπολη.
Το 1514 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1512-1520) επεξέτεινε με επιτυχία τα βόρεια και ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, νικώντας τον Σάχη Ισμαήλ Α΄ της δυναστείας των Σαφαβιδών στη Μάχη του Τσαλντιράν. Το 1517 ο Σελίμ Α΄ επεξέτεινε την οθωμανική κυριαρχία στην Αλγερία και την Αίγυπτο και δημιούργησε ναυτική παρουσία στην Ερυθρά Θάλασσα. Στη συνέχεια ξεκίνησε ανταγωνισμός μεταξύ της Οθωμανικής και της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας, για το ποια θα γίνει κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη στον Ινδικό Ωκεανό, με πολλές ναυμαχίες στην Ερυθρά Θάλασσα, την Αραβική Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Η Πορτογαλική παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό θεωρήθηκε ως απειλή για το οθωμανικό μονοπώλιο των παλιών εμπορικών δρόμων μεταξύ Άπω Ανατολής και Δυτικής Ευρώπης (που αργότερα ονομάστηκαν συλλογικά Δρόμος του μεταξιού). Αυτό το σημαντικό μονοπώλιο διακυβευόταν όλο και περισσότερο μετά την ανακάλυψη του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας από τον Πορτογάλο εξερευνητή Βαρθολομαίο Ντιάζ το 1488, που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην οθωμανική οικονομία.
Η ισχύς και η αίγλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κορυφώθηκε τον 16ο και 17ο αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Η αυτοκρατορία συχνά βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη σταθερή προώθησή της προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων και του νότιου τμήματος της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας. Στη θάλασσα το οθωμανικό ναυτικό συγκρούστηκε με πολλές Ιερές Συμμαχίες (αποτελούμενες κυρίως από την Ισπανία των Αψβούργων, τη Δημοκρατία της Γένοβα, τη Δημοκρατία της Βενετίας, τους Ιωαννίτες Ιππότες, τα Παπικά Κράτη, το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης και το Δουκάτο της Σαβοΐας) για τον έλεγχο της Μεσογείου. Στην Ανατολή οι Οθωμανοί ήταν κατά καιρούς σε πόλεμο με την Περσία των Σαφαβιδών λόγω συγκρούσεων που προέκυπταν από εδαφικές διενέξεις ή θρησκευτικές διαφορές από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει. Καθώς σταδιακά συρρικνωνόταν το μέγεθος, η στρατιωτική ισχύς και ο πλούτος της, πολλοί Βαλκάνιοι Μουσουλμάνοι μετανάστευαν στην καρδιά της Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, μαζί με τους Τσερκέζους που διέφυγαν εκεί μετά τη Ρωσική κατάκτηση του Καυκάσου. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε άνοδο των εθνικιστικών αισθημάτων μεταξύ των διάφορων υποτελών λαών, που με τη σειρά της οδήγησε σε αυξημένες εθνικές εντάσεις, που κατά καιρούς ξεσπούσαν βίαια, όπως οι σφαγές του Χαμιντιάν (Αρμενίων 1894-1896).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και τελικά ηττήθηκε. Κατά τον πόλεμο, σχεδόν 1,5 εκατ. Αρμένιοι εκτοπίστηκαν και εξοντώθηκαν κατά την Αρμενική Γενοκτονία. Η τουρκική κυβέρνηση αρνείται ότι υπήρξε Αρμενική Γενοκτονία και υποστηρίζει ότι οι Αρμένιοι απλώς μετεγκαταστάθηκαν από την ανατολική ζώνη του πολέμου. Μεγάλης κλίμακας σφαγές διαπράχθηκαν επίσης και κατά άλλων μειονοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας, όπως οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Μετά τη Συνθήκη του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1918 οι νικήτριες Συμμαχικές Δυνάμεις απαίτησαν τη διάλυση του οθωμανικού κράτους με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Προσοχή, το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για την σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{πηγές ενότητας|23|11|2024}} |
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στη δημιουργία του τουρκικού εθνικού κινήματος. Υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Πασά, στρατιωτικού διοικητή που είχε διακριθεί στην Εκστρατεία της Καλλίπολης, διεξήχθη ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας με στόχο την κατάργηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών. Μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1922 όλοι οι στρατοί κατοχής είχαν εκδιωχθεί και το τουρκικό καθεστώς με έδρα την Άγκυρα, που είχε αυτοανακηρυχθεί νόμιμη κυβέρνηση της χώρας από τον Απρίλιο του 1920, άρχισε να επισημοποιεί τη νομική μετάβαση από το παλιό οθωμανικό στο νέο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Την 1η Νοεμβρίου το νεοσύστατο κοινοβούλιο κατάργησε επίσημα τον Σουλτανάτο, τερματίζοντας έτσι 623 χρόνια οθωμανικού κράτους. Η Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ως κράτους-συνέχειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημοκρατία ανακηρύχθηκε επίσημα στις 29 Οκτωβρίου στην Άγκυρα, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας. Η Συνθήκη της Λωζάνης προέβλεπε μια ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά την οποία 1,1 εκατ. Έλληνες έφυγαν από την Τουρκία για την Ελλάδα σε ανταλλαγή με 380.000 Μουσουλμάνους που μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στην Τουρκία. Ο Μουσταφά Κεμάλ έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στη συνέχεια εισήγαγε πολλές ριζικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη μεταμόρφωση του παλιού οθωμανικού-τουρκικού κράτους σε μια νέα κοσμική δημοκρατία. Με τον Νόμο του Επωνύμου του 1934 το Τουρκικό Κοινοβούλιο απένειμε στον Μουσταφά Κεμάλ το τιμητικό επώνυμο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων).
Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη στο μεγαλύτερο μέρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά μπήκε στην τελική φάση του πολέμου στο πλευρό των Συμμάχων στις 23 Φεβρουαρίου 1945. Στις 26 Ιουνίου 1945 η Τουρκία έγινε ιδρυτικό μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Η Τουρκία (μαζί με την Ελλάδα) συμπεριλήφθηκαν στο Σχέδιο Μάρσαλ και στον ΟΟΣΑ για την ανοικοδόμηση των ευρωπαϊκών οικονομιών το 1948 και στη συνέχεια έγιναν ιδρυτικά μέλη του ΟΟΣΑ το 1961.
Μετά τη συμμετοχή της στις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών στον Πόλεμο της Κορέας η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952. Με αφορμή τη δεκαετία διακοινοτικής βίας στην Κύπρο και το πραξικόπημα στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου 1974, οργανωμένο από την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, που ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο και εγκατέστησε ως δικτάτορα τον φιλοενωτικό (με την Ελλάδα) Νίκο Σαμψών, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 και κατέλαβε το 38% του εδάφους. Παρά το ψήφισμα του ΟΗΕ που ζητούσε την απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων, η Τουρκία εγκατέστησε στη Βόρεια Κύπρο εννέα χρόνια αργότερα την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, που αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.
Η περίοδος του μονοκομματισμού τερματίστηκε το 1945. Ακολούθησε μια ταραχώδης μετάβαση στην πολυκομματική δημοκρατία τις επόμενες δεκαετίες, που διακόπηκε από στρατιωτικά πραξικοπήματα το 1960, το 1971, το 1980 και το 1997. Μετά τη φιλελευθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας τη δεκαετία του 1980 η χώρα έχει πετύχει εντονότερη οικονομική ανάπτυξη και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα. Τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιουλίου 2016 εκδηλώθηκε απόπειρα πραξικόπηματος το οποίο δεν επέτυχε τον στόχο του, που ήταν η ανατροπή του Ερντογάν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα έγινε το συνταγματικό δημοψήφισμα το 2017 για αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία, όπως κι έγινε.
Η Τουρκία έχει το 15ο μεγαλύτερο ΑΕΠ σε ΜΑΔ και το 17ο μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ. Η χώρα είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ΟΟΣΑ και των μεγάλων οικονομιών του G-20. Κατά τις δέκα πρώτες δεκαετίες της δημοκρατίας, μεταξύ 1923 και 1983, η Τουρκία είχε προσκολληθεί σε μια οιονεί κρατικίστικη προσέγγιση με αυστηρό κυβερνητικό σχεδιασμό του προϋπολογισμού, με κυβερνητικά επιβαλλόμενους περιορισμούς στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, στο εξωτερικό εμπόριο, τη ροή ξένου συναλλάγματος και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Όμως το 1983 ο Πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων σχεδιάζοντας να μεταλλάξει την οικονομία από ένα κρατικίστικο σύστημα απομονωτισμού σε ένα μοντέλο περισσότερο του ιδιωτικού τομέα βασιζόμενο στην αγορά.
Οι μεταρρυθμίσεις, συνδυασμένες με άνευ προηγουμένου ποσά ξένων δανείων, έδωσαν ώθηση σε ταχεία οικονομική ανάπτυξη, που όμως χαρακτηρίστηκε από έντονες υφέσεις και οικονομικές κρίσεις το 1994, το 1999 (που ακολούθησε τον σεισμό εκείνης της χρονιάς) και το 2001, με αποτέλεσμα μια μέση ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ 4% μεταξύ 1981 και 2003. Η έλλειψη πρόσθετων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, συνδυασμένη με μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και εκτεταμένη διαφθορά είχαν ως αποτέλεσμα υψηλό πληθωρισμό, αδύνατο τραπεζικό τομέα και αυξανόμενη μακροοικονομική αστάθεια. Μετά την οικονομική κρίση του 2001 και τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, ο πληθωρισμός έπεσε σε μονοψήφιους αριθμούς, πολλαπλασιάστηκε η επενδυτική εμπιστοσύνη και οι ξένες επενδύσεις και μειώθηκε η ανεργία.
Η Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996, οδήγησε σε εκτεταμένη απελευθέρωση των δασμών και αποτελεί τον πυλώνα της εμπορικής πολιτικής της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει σταδιακά ανοίξει τις αγορές της μέσω οικονομικών μεταρρυθμίσεων μειώνοντας τους κυβερνητικούς ελέγχους στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις και της ιδιωτικοποίησης βιομηχανιών που ανήκαν στο δημόσιο και έχει συνεχιστεί το άνοιγμα πολλών τομέων στην ιδιωτική και ξένη συμμετοχή, εν μέσω πολιτικού διαλόγου. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 75,9% κατά την ύφεση του 2001, πέφτοντας σε εκτιμώμενο 26,9% το 2013.
Το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ από το 2002 έως το 2007 ήταν 6,8%, κάνοντας την Τουρκία μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες αυτή την περίοδο. Εντούτοις η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στο 1% το 2008, και το 2009 η τουρκική οικονομία επηρεάστηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση με ύφεση 5%. Η οικονομία επέστρεψε σε ανάπτυξη 8% το 2010. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat το τουρκικό κατά κεφαλή ΑΕΠ σε αγοραστική δύναμη βρισκόταν στο 52% του μέσου της ΕΕ το 2011.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα ο χρόνια υψηλός πληθωρισμός τέθηκε υπό έλεγχο και αυτό οδήγησε στην εισαγωγή νέου νομίσματος, της τουρκικής νέας λίρας την 1η Ιανουαρίου 2005, για να εδραιωθεί η επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και να απαλειφθούν τα κατάλοιπα μιας ασταθούς οικονομίας. Την 1η Ιανουαρίου 2009 η νέα τουρκική λίρα ξαναονομάστηκε τουρκική λίρα με την εισαγωγή νέων χαρτονομισμάτων και νομισμάτων. Αποτέλεσμα των συνεχών οικονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν η πτώση του πληθωρισμού στο 8% το 2005 και του ποσοστού ανεργίας στο 10%.
Ο τουρισμός στην Τουρκία έχει γνωρίσει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία είκοσι χρόνια και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της οικονομίας. Το 2011 αφίχθησαν στην Τουρκία 33,3 εκατ. ξένοι επισκέπτες, κάνοντας τη χώρα τον έκτο δημοφιλέστερο τουριστικό προορισμό στον κόσμο, και συνέβαλαν στα έσοδα της Τουρκίας με 23 εκατ. $. Άλλοι βασικοί τομείς της τουρκικής οικονομίας είναι οι τράπεζες, οι κατασκευές, οι οικιακές συσκευές, τα ηλεκτρονικά, τα υφάσματα, η διύλιση πετρελαίου, τα πετροχημικά προϊόντα, τα τρόφιμα, οι εξορύξεις, ο σίδηρος και ο χάλυβας και η βιομηχανία μηχανών και αυτοκινήτων. Η Τουρκία έχει μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία, που παρήγαγε 1.072.339 αυτοκίνητα το 2012, κατατασσόμενη 16η παραγωγός στον κόσμο.
Η τουρκική ναυπηγική βιομηχανία πραγματοποίησε εξαγωγές αξίας 1,2 δισ. $ το 2011. Οι μεγαλύτερες αγορές εξαγωγών είναι η Μάλτα, τα Νησιά Μάρσαλ, ο Παναμάς και η Μεγάλη Βρετανία. Τα τουρκικά ναυπηγεία έχουν 15 πλωτές δεξαμενές διαφόρων μεγεθών και μία ξηρά. Η Tύζλα, η Γιάλοβα και η Ιζμίτ έχουν αναπτυχθεί σε δυναμικά ναυπηγικά κέντρα. Το 2011 λειτουργούσαν στην Τουρκία 70 ναυπηγεία, ενώ ήταν υπό κατασκευή άλλα 56. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη στην κατασκευή δεξαμενοπλοίων μεταφοράς χημικών προϊόντων και πετρελαίου μέχρι 10.000 dwt. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται επίσης αξιόπιστα στην κατασκευή μεγάλων θαλαμηγών.
Το 2010 ο γεωργικός τομέας αντιπροσώπευε το 9% του ΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός το 26% και ο τομέας των υπηρεσιών το 65%. Εντούτοις η γεωργία αντιπροσώπευε ακόμη το 24,7% της απασχόλησης. Το 2004 είχε εκτιμηθεί ότι το 46% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος λαμβανόταν από το κορυφαίο 20% των εχόντων εισόδημα, ενώ το κατώτερο 20% λάμβανε το 6%. Το ποσοστό απασχόλησης γυναικών στην Τουρκία ήταν 29,5% το 2012, το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν 8,2 δισ. $ το 2012 και αναμένεται να αυξηθούν στα 15 δισ. το 2013. Το 2012 ο Οίκος Φιτς αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας μετά από 18 χρόνια και ακολούθησε αναβάθμιση από τη Μούντις τον Μάιο του 2013.
Το 2009 οι εξαγωγές ήταν 110 δισ. $ και το 2010 117 δισ. (κυρίως προς Γερμανία 10%, Γαλλία 6%, Μ. Βρετανία 6%, Ιταλία 6%, Ιράκ 5%). Εντούτοις μεγαλύτερες εισαγωγές που έφτασαν τα 166 δισ. $ το 2010 (κυρίως από Ρωσία 10%, Γερμανία 10%, Κίνα 9%, ΗΠΑ 6%, Ιταλία 5%, Γαλλία 5%) διεύρυναν απειλητικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
Τη δεκαετία 2003-2013 η κατανάλωση ενέργειας έχει αυξηθεί από 130 δισ. κιλοβατώρες σε 240 δισ. Καθώς η Τουρκία εισήγαγε το 2013 το 72% της ενέργειάς της, η κυβέρνηση αποφάσισε να επενδύσει στην πυρηνική ενέργεια για να μειώσει τις εισαγωγές. Προγραμματίζονται να κατασκευασθούν τρεις σταθμοί πυρηνικής ενέργειας μέχρι το 2023.
Η παραλία του Αιγαίου υπήρξε πάντοτε η περισσότερο ανεπτυγμένη περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί δέχεται την ευεργετική επίδραση των δυτικών ανέμων του Αιγαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν κλίμα μεσογειακό, με αρκετές βροχοπτώσεις τον χειμώνα και ξηρασία το καλοκαίρι. Στον κόλπο του Αδραμυττίου γίνεται η μεγαλύτερη καλλιέργεια ελαιών ενώ, νοτιότερα, και κατά μήκος όλης της παραλίας μέχρι και τη στενή ζώνη της Καρίας εκτείνεται ο «Κήπος της Τουρκίας». Οι παραλιακές πεδιάδες και οι κοιλάδες μεταξύ των ενδιάμεσων οροσειρών της Λυδίας, που έχουν κατεύθυνση κάθετη προς τις ακτές, επιτρέπουν στους υγρούς θαλάσσιους ανέμους να εισέρχονται βαθιά στο οροπέδιο και να δημιουργούν περιοχές μεταβατικού κλίματος, από την πλούσια παραλιακή ζώνη προς την περιοχή του οροπεδίου. Εδώ καλλιεργούνται δημητριακά, ρύζι, καπνός, αμπέλια, ιδιαίτερα σταφίδα σουλτανίνα, ελιές, βαμβάκι, καννάβι, ηλιόσπορος, γλυκόριζα και τριανταφυλλιές (ρόδα), από τις οποίες παράγεται ροδέλαιο.
Στο εσωτερικό υπάρχουν κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και λιγνίτη.
Η παραλιακή ζώνη του Εύξεινου Πόντου παρουσιάζει μικρό διαμελισμό. Κατά τόπους σχηματίζονται μικρές κλιμακωτές προς τη θάλασσα περιοχές, όπως και διάφορες κοιλάδες, οι οποίες εισέρχονται στο εσωτερικό των ορεινών όγκων. Χαρακτηριστικό της ζώνης αυτής είναι οι μεγάλες βροχοπτώσεις (900-1.200 χλμ.), που συντελούν στην ανάπτυξη των πυκνών δασών. Καλλιεργούνται στα μέρη αυτά, καπνός, τσάι, λαχανικά, φουντουκιές, αμυγδαλιές, καρυδιές και οπωροφόρα. Ο Εύξεινος Πόντος, παρόλο που είναι μια κλειστή θάλασσα, είναι συχνά τρικυμιώδης και τα λιμάνια του είναι επισφαλή.
Στη νότια Τουρκία η Οροσειρά του Ταύρου και Αντίταυρου δεν απλώνεται απότομα προς τη θάλασσα, αλλά δημιουργεί διάφορες πεδιάδες, όπως της Αττάλειας και της Κιλικίας. Η πεδιάδα της Κιλικίας επικοινωνεί με το εσωτερικό οροπέδιο της Ανατολίας διαμέσου της «Πύλης της Κιλικίας». Η δίοδος αυτή έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στη διακίνηση των λαών. Η μεγάλη βροχόπτωση στην περιοχή αυτή ευνοεί την ανάπτυξη δασών (πλατάνια, δρυς, οξιές, κέδρα, πεύκα και καρυδιές).
Η Αρμενία, με το υψίπεδό της, εξαιτίας του ότι βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή, παραμένει περιοχή καθαρά αγροτική και κτηνοτροφική. Το Τουρκικό Κουρδιστάν που βρίσκεται νότια του Αρμενικού υψιπέδου, είναι περιοχή φτωχή και αραιοκατοικημένη. Έχει όμως μεγάλο υπόγειο πλούτο, που της δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί.
Ο ορυκτός πλούτος της Τουρκίας είναι σημαντικός, αλλά αφενός μεν δεν έχει πλήρως ερευνηθεί ενώ, από την άλλη πλευρά, είναι διεσπαρμένος σε διάφορα σημεία και οι κακές συγκοινωνίες δυσκολεύουν τόσο την έρευνα όσο και την εκμετάλλευσή του[11]. Διαθέτει λιθάνθρακες μέτριας ποιότητας, πετρέλαιο σε περιορισμένες ποσότητες και σιδηρομεταλλεύματα. Μεγάλης οικονομικής σημασίας είναι τα μεταλλεύματα χρωμίου (χρωμίτης). Διαθέτει επίσης χαλκό, μόλυβδο, ψευδάργυρο, αντιμόνιο, μαγγάνιο, βόριο κ.ά.
Ο λιγνίτης αποτελεί την πιο σημαντική πηγή ενέργειας για την Τουρκία και τα συνολικά του αποθέματα υπολογίζονται στα 8 δις τόνους. Όσον αφορά τα βιομηχανικά ορυκτά, το βόριο είναι το πιο σημαντικό εξαγωγικό ορυκτό της Τουρκίας. Η Τουρκία θεωρείται "συνώνυμη" με τα ορυκτά του βορίου παγκοσμίως, διαθέτοντας τις 4 από τις 13 επιχειρήσεις εξόρυξης βορίου στον κόσμο, και τα τουρκικά αποθέματα αποτελούν το 72% των παγκοσμίων αποθεμάτων (περίπου 3,05 δισ. τόν.)[11].
Πολύ σημαντική είναι επίσης η παραγωγή χρυσού για τον οποίο το Τουρκικό αποθεματικό δυναμικό ξεπερνά τους 6.500 τόν. χρυσού. Υπήρξε μια σταθερή αύξηση στην εξορυσσόμενη ποσότητα του χρυσού από τότε που ξεκίνησε η εξόρυξη του χρυσού (2000-2001), όταν ήταν μόλις 1,4 τόνους. Η συνολική ποσότητα του χρυσού που αθροιστικά έχει εξορυχθεί από κοιτάσματα στο έδαφος της Τουρκίας μέσα σε μια δεκαετία έχει ξεπεράσει τους 106,5 τόνους[12]. Υπάρχουν εννέα τουλάχιστον λειτουργούντα ορυχεία στην Τουρκία. Το ορυχείο του Κισλαντάγ, που χωροθετείται στην επαρχία Ουσάκ, όπου γίνεται εξόρυξη πορφυριτικού πολυμεταλλικού χρυσοφόρου μεταλλεύματος, αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό χρυσού στην Τουρκία και το μεγαλύτερο ορυχείο χρυσού στην Ευρώπη[13].
Η Τουρκία διαθέτει σιδηροδρομικό δίκτυο με σημαντικότερη γραμμή τη γραμμή από Κεντρική Ευρώπη - Κωνσταντινούπολη - Δορύλαιο - Άγκυρα - Άδανα - Βαγδάτη και δεύτερη γραμμή προς την Άγκυρα - Θεοδοσιούπολη - Τιφλίδα. Το οδικό της δίκτυο είναι μέτρια αναπτυγμένο, ιδιαίτερα στο ηπειρωτικό εσωτερικό. Διαθέτει πλήρες αεροπορικό εσωτερικό δίκτυο, καθώς και για το εξωτερικό. Επίσης, διαθέτει και θαλάσσιες συγκοινωνίες. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Η τελευταία επίσημη απογραφή το 2000 κατέγραψε συνολικό πληθυσμό της χώρας 67.803.927 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με κρατικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός της χώρας ήταν 82.003.882[2] κάτοικοι το 2018, σχεδόν τα τρία τέταρτα των οποίων ζούσαν σε αστικές περιοχές. Σύμφωνα με την εκτίμηση του 2011 ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 1,35% ετησίως. Η Τουρκία έχει μέση πυκνότητα πληθυσμού 104,7 κατοίκους ανά τ.χλμ. Τα άτομα της ηλικιακής ομάδας 15-64 αποτελούν το 67,4% του συνολικού πληθυσμού, η ομάδα 0-14 το 25,3%, με τους ηλικιωμένους 65 ετών και άνω να αποτελούν το 7,3%. Το 1927, όταν έγινε η πρώτη επίσημη απογραφή στη Δημοκρατία της Τουρκίας, ο πληθυσμός ήταν 13,6 εκατομμύρια.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 78,6 χρόνια (76,4 χρόνια οι άνδρες και 80,7 οι γυναίκες).[14]
Το άρθρο 66 του τουρκικού Συντάγματος ορίζει ως Τούρκο: οποιονδήποτε συνδέεται με το τουρκικό κράτος με δεσμό ιθαγένειας, έτσι η νομική χρήση του Τούρκου ως πολίτη της Τουρκίας διαφέρει από τον εθνοτικό ορισμό. Εντούτοις η πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού είναι τουρκικής εθνικότητας. Υπολογίζονται σε 70-75% από το World Factbook της CIA. Οι τρεις μειονότητες, που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης είναι οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Ο πρώην πολυάριθμος Ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά πολύ από συνταρακτικά γεγονότα στις αρχές του 20ού αιώνα: την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και τη Γενοκτονία των Ελλήνων. Μετά από δεκαετίες υποστηριζόμενων από το κράτος διακρίσεων η πρώην ισχυρή κοινότητα 100.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης έχει τώρα συρρικνωθεί σε περίπου 3.000. Άλλες εθνικές ομάδες περιλαμβάνουν Αμπχάζιους, Αλβανούς, Άραβες, Ασσύριους, Βόσνιους, Κιρκάσιους, Γεωργιανούς, Χεμσίν, Λαζούς, Τάταρους της Κριμαίας, Πομάκους και Ρομά.
Οι Κούρδοι, μια ξεχωριστή εθνική ομάδα, συγκεντρωμένη κυρίως στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας, είναι η μεγαλύτερη μη τουρκική εθνότητα, με διάφορες εκτιμήσεις γύρω από το 18%. Οι μειονότητες εκτός των Κούρδων θεωρείται ότι αποτελούν κατ' εκτίμηση το 7-12% του πληθυσμού. Οι μειονότητες πέραν των τριών επίσημα αναγνωρισμένων δεν έχουν ιδιαίτερα μειονοτικά δικαιώματα, ενώ ο ίδιος ο όρος μειονότητα παραμένει στην Τουρκία ευαίσθητο ζήτημα και η Κυβέρνηση της Τουρκίας συχνά επικρίνεται για την εκ μέρους της μεταχείριση των μειονοτήτων, με το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων να δηλώνει το 2012: Το «δημοκρατικό άνοιγμα» της κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε το καλοκαίρι του 2009 και αφορούσε τα μειονοτικά δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας, δεν προχώρησε.
Μειονότητες δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης περιλαμβάνουν τους Λεβαντίνους (κυρίως Γαλλικής, Γενοβέζικης και Βενετσιάνικης καταγωγής), που υπάρχουν στη χώρα (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη) από τον Μεσαίωνα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα αξιόπιστα στοιχεία για την εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού, γιατί τουρκικά στοιχεία της απογραφής δεν περιλαμβάνουν στατιστικά για την εθνικότητα.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει δεχθεί πάνω από 400.000 Σύρους πρόσφυγες.
Πρωτεύουσα της Τουρκίας, αλλά δεύτερη σε πληθυσμό, είναι η Άγκυρα με 4.875.803 κατοίκους. Είναι κτισμένη στο κέντρο του οροπεδίου της Ανατολίας σε μικρή απόσταση από τη θέση της αρχαίας Χετταϊκής Ακρόπολης, όπου ήταν σταυροδρόμι περάσματος καραβανιών.
Η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας είναι η Κωνσταντινούπολη, με πληθυσμό 15.969.958 κατοίκους. Η σημερινή πόλη αποτελείται βασικά από τέσσερα τμήματα: Την παλαιά Πόλη, που έχει χτιστεί σε μια μικρή χερσόνησο μεταξύ Προποντίδας και Κερατίου Κόλπου, εκεί όπου βρισκόταν το αρχαίο Βυζάντιο, τη Νέα Πόλη (Γαλατάς και Πέραν), τις εξωτερικές συνοικίες μαζί με τα περίχωρα, και το τμήμα που βρίσκεται στο ασιατικό έδαφος. Στην παλιά πόλη, που έχει κτιστεί σε επτά λόφους, όπως και η αρχαία Ρώμη, βρίσκονται ο Ναός της Αγίας Σοφίας, πολλά βυζαντινά μνημεία, τεμένη, ανάκτορα των σουλτάνων, το πανεπιστήμιο και η ιστορική ελληνική συνοικία του Φαναρίου, όπου είναι και το ελληνικό Πατριαρχείο. Τη νέα και την παλιά πόλη συνδέουν δύο μεγάλες γέφυρες, η γέφυρα του Γαλατά και η γέφυρα του Ατατούρκ.
Η Σμύρνη είναι η τρίτη πόλη της Τουρκίας σε πληθυσμό με 3.531.414 κατοίκους. Είναι χτισμένη στον μυχό του ομώνυμου κόλπου, στο νότιο άκρο μιας γόνιμης προσχωματικής πεδιάδας. Πριν το 1922 στη Σμύρνη υπήρχε αρκετό ελληνικό στοιχείο, που κρατούσε όλη την εμπορική κίνηση της πόλης και του λιμανιού. Γνωστή είναι από την ιστορία, η καταστροφή και η πυρπόληση της Σμύρνης.
Η Προύσα (1.925.900 κατ.) στους πρόποδες του Ολύμπου, είναι παλιό κέντρο μεταξοβιομηχανίας. Υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα του Οσμανικού κράτους. Τα πολλά τεμένη, οι τάφοι των σουλτάνων και το μαυσωλείο του Σουλτάν Ομάν της δίνουν έντονο μουσουλμανικό χρώμα.
Τα Άδανα (1.715.226 κατ.), με βιομηχανία αγροτικών προϊόντων της πλούσιας πεδιάδας. Το Γκαζιαντέπ (1.626.415 κατ.), το Ικόνιο (1.268.915 κατ.), από τις λαμπρότερες τουρκικές πόλεις, η Αττάλεια (1.194.204 κατ.), το Ντιγιάρμπακιρ (1.010.032 κατ.), η Μερσίνη (974.091 κατ.) και η Καισάρεια (929.712 κατ.), η Αμάσεια (112.194 κατ.), πατρίδα του Στράβωνα. Το Εσκισεχίρ (746.536 κατ.), συγκοινωνιακός κόμβος, βρίσκεται σε εύφορη γεωργική περιοχή, με σχετική βιομηχανία. Η Σαμψούντα (595.373 κατ.), λιμάνι εξαγωγής καπνών, η Κερασούντα (113.761 κατ.), λιμάνι εξαγωγής ξηρών καρπών. Η Σινώπη (41.916 κατ.), αρχαία ελληνική αποικία, πατρίδα του φιλόσοφου Διογένη. Η Αλεξανδρέττα (186.971 κατ.), παλιό λιμάνι διαμετακομιστικού εμπορίου. Χρησιμοποιείται σήμερα από τους Τούρκους ως ναύσταθμος της Ανατολικής Μεσογείου. Το Αφιόν Καραχισάρ (231.983 κατ.), που ήταν το τελευταίο θέατρο μεγάλων μαχών του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία. Το Ερζερούμ (409.253 κατ.), η μεγαλύτερη πόλη της τουρκικής Αρμενίας.
Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η τουρκική, που μιλιέται ως μητρική γλώσσα από το 85% του πληθυσμού περίπου. Περίπου 12% του πληθυσμού μιλούν ως μητρική γλώσσα την Κουρδική. Η Αραβική και η Ζαζαϊκή είναι μητρικές γλώσσες για πάνω από 1% του πληθυσμού εκάστη και αρκετές άλλες μικρότερων τμημάτων του πληθυσμού. Απειλούμενες με εξαφάνιση γλώσσες στην Τουρκία είναι η Αμπάζα, η Αμπχαζική, η Γκαγκαουζική, η Δυτική Αρμενική, η Ερτεβίν, η Ισπανοεβραϊκή, η Καμπαρντιανή-Τσερκεσιανή, η Καππαδοκική Ελληνική, η Λαζική, η Μλασό, η Ουμπίκ, η Ποντιακή διάλεκτος, η Ρομά, η Σουρέτ, η Τουρόγιο και η Χομσετσί.
Η Τουρκία είναι κοσμικό κράτος χωρίς επίσημη θρησκεία, που προβλέπει ελευθερία της θρησκείας και της συνείδησης. Το Ισλάμ θεωρείται η επικρατούσα θρησκεία της Τουρκίας, υπερβαίνοντας το 99%[εκκρεμεί παραπομπή], αν συμπεριληφθούν οι Αλεβίτες[Σημ. 1] και οι λαϊκοί Μουσουλμανικής καταγωγής με δημοφιλέστερο δόγμα τη Χαναφιτική σχολή του Σουνιτικού Ισλάμ. Η ανώτερη Ισλαμική θρησκευτική αρχή είναι η Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων (τουρκικά: Diyanet İşleri Başkanlığı), που ερμηνεύει τη Χανεφιτική σχολή του δικαίου και είναι υπεύθυνη για να ρυθμίζει τη λειτουργία των 80.000 καταγεγραμμένων τζαμιών της χώρας και για την απασχόληση των τοπικών και επαρχιακών ιμάμηδων. Πανεπιστημιακοί κύκλοι εκτιμούν ότι ο πληθυσμός των Αλεβιτών κυμαίνεται μεταξύ 8 και 15 εκατομμυρίων(9-18% του πληθυσμού της χώρας). Σύμφωνα με το περιοδικό Aksiyon ο αριθμός των Σιιτών (εκτός από τους Αλεβίτες) είναι 3 εκατομμύρια (4,2%). Υπάρχουν επίσης ορισμένοι οπαδοί του Σουφισμού. Περίπου 2% είναι ανένταχτοι Μουσουλμάνοι.
Το ποσοστό των μη Μουσουλμάνων στην Τουρκία είχε πέσει από 19,1% το 1914 σε 2,5% τo 1927. Σήμερα υπάρχουν περίπου 120.000 άτομα διάφορων Χριστιανικών δογμάτων, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από 0,2% του πληθυσμού της Τουρκίας: από αυτούς 80.000 Ανατολικοί Ορθόδοξοι, 35.000 Ρωμαιοκαθολικοί, 5.000 Ελληνορθόδοξοι, 2.366 Μάρτυρες του Ιεχωβά[16] και μικρότερος αριθμός Προτεσταντών. Επίσης υπάρχουν και 319 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[17]. Σήμερα λειτουργούν στην Τουρκία 236 εκκλησίες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη από τον 4ο αιώνα.
Υπάρχουν ακόμη 26.000 Εβραίοι, η μεγάλη πλειοψηφία τους Σεφαρδίτες. Η Μπαχάι Πίστη στην Τουρκία έχει τις ρίζες της στον ιδρυτή της Μπαχαουλάχ, που είχε εξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη από τις οθωμανικές αρχές.
Ο ρόλος της θρησκείας είναι ζήτημα αμφιλεγόμενο όλα τα χρόνια μετά τη δημιουργία Ισλαμικών κομμάτων. Η μαντήλα ήταν απαγορευμένη στα πανεπιστήμια και τα δημόσια ή κυβερνητικά κτίρια, καθώς ορισμένοι τη θεωρούν σύμβολο του Ισλάμ - η απόγορευση άρθηκε σταδιακά την περίοδο 2007-2014. Σε μία έρευνα του Πανεπιστήμιου του Βοσπόρου το 60,4% των ερωτηθέντων γυναικών ότι καλύπτουν το κεφάλι τους (το 1,3% ανέφερε τσαντόρ), αν και αυτό το ποσοστό μειώνεται σε αρκετές δημογραφικές κατηγορίες: 51% στις ηλικίες 18-29, 35,5% σε απόφοιτους πανεπιστημίου, 25,1% σε κατόχους μεταπτυχιακού. Υπάρχουν επίσης τοπικές διαφοροποιήσεις, με 57,3% των γυναικών στην Κωνσταντινούπολη να αναφέρουν ότι καλύπτουν τα μαλλιά τους. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 58,2% στην Άγκυρα, 32,5% στη Σμύρνη, 64,4% στην Προύσα, 85,3% στο Ικόνιο, 75,7% στο Ντιγιαρμπακίρ, 73,1% στην Τραπεζούντα, 37,7% στην Αττάλεια, 31,6% στην Αδριανούπολη κ.λπ.
Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε σε όλη την Τουρκία το 2007 9,7% αυτοκαθορίζονται ως απολύτως θρήσκα άτομα τηρώντας όλες τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (απολύτως θρήσκοι), 52,8% ως θρησκευόμενα άτομα που προσπαθούν να τηρούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (θρησκευόμενοι), 34,3% ως πιστοί που δεν τηρούν θρησκευτικές υποχρεώσεις (πιστοί), 2,3% ότι δεν πιστεύουν σε θρησκευτικές υποχρεώσεις (μη πιστοί - αγνωστικιστές) και 0,9% χωρίς θρησκευτική πίστη (άθεοι).
Σύμφωνα με το δεύτερο κύμα από την κοινή ελληνο-τουρκικη έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΗΣ/ΕΛΙΑΜΕΠ και Konda που πραγματοποίησαν σε Ελλάδα και Τουρκία που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2021 το 5,6% εκπληρωνει πλήρως όλες τις υποχρεώσεις και τα τελετουργικά της θρησκείας (απόλυτα ευσεβής), το 53,3% προσπαθεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τα τελετουργικά της θρησκείας (ασκούμενος θρησκευόμενος), το 32,9% πιστεύει σε υποχρεώσεις και τελετουργικά της θρησκείας αλλά δεν τα εκπληρώνει επαρκώς/πλήρως (μη ασκούμενος θρησκευόμενος), το 2,1% δεν πιστεύει σε υποχρεώσεις και τελετουργικά της θρησκείας (Θεϊστές, μη θρησκευόμενος) και το 4,1% δεν πιστεύει στη θρησκεία γενικά (άθεος).
Η Τουρκία έχει πολυποίκιλο πολιτισμό, που είναι ένας συνδυασμός Tουρκομανικού, Μικρασιατικού, οθωμανικού (που και ίδιος ήταν μια συνέχεια τόσο του ελληνορωμαϊκού όσο και του ισλαμικού πολιτισμού) και του Δυτικού πολιτισμού και παραδόσεων, που ξεκίνησε με τη Δυτικοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Αυτό το μείγμα ξεκίνησε αρχικά ως αποτέλεσμα της επαφής των Τούρκων και του πολιτισμού τους με εκείνους των λαών που βρέθηκαν στον δρόμο τους κατά τη μετανάστευσή τους από την Κεντρική Ασία προς τη Δύση.
Καθώς η Τουρκία μετασχηματίστηκε με επιτυχία από τη βασισμένη στη θρησκεία παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα σύγχρονο έθνος-κράτος με πολύ έντονο διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, ακολούθησε μια αύξηση των τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης. Τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας η κυβέρνηση επενδυσε πολλούς οικονομικούς πόρους στις καλές τέχνες, όπως μουσεία, θέατρα, όπερες και αρχιτεκτονική. Ποικίλοι ιστορικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της σύγχρονης τουρκικής ταυτότητας. Ο τουρκικός πολιτισμός είναι το προϊόν των προσπαθειών να γίνει ένα σύγχρονο Δυτικό κράτος, διατηρώντας παραδοσιακές θρησκευτικές και ιστορικές αξίες. Το μείγμα πολιτιστικών επιρροών απεικονίζεται, για παράδειγμα, με τη μορφή των νέων συμβόλων σύγκρουσης και συνύφανσης των πολιτισμών στα έργα του Ορχάν Παμούκ, παραλήπτη του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2006.
Η τουρκική μουσική και λογοτεχνία αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα μιας τέτοιας μείξης πολιτιστικών επιρροών, που ήταν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ισλαμικού κόσμου με την Ευρώπη, συμβάλλοντας έτσι σε ένα μείγμα τουρκικών, ισλαμικών και ευρωπαϊκών παραδόσεων στη σημερινή τουρκική μουσική και λογοτεχνία. Η τουρκική λογοτεχνία επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την Περσική και την Αραβική λογοτεχνία στο μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής εποχής, αν και προς το τέλος της, ιδιαίτερα μετά την περίοδο του Τανζιμάτ, έγινε όλο και περισσότερο αισθητή η επιρροή τόσο της λαϊκής τουρκικής όσο και της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839-1876) επέφεραν αλλαγές στη γλώσσα της γραπτής οθωμανικής λογοτεχνίας και εισήγαγαν άγνωστα μέχρι τότε Δυτικά είδη, όπως το μυθιστόρημα και το διήγημα.
Πολλοί συγγραφείς της περιόδου του Τανζιμάτ έγραφαν συγχρόνως σε αρκετά διαφορετικά είδη. Για παράδειγμα ο ποιητής Ναμίκ Κεμάλ έγραψε επίσης το 1876 το σημαντικό μυθιστόρημα İntibâh («Ξύπνημα»), ενώ ο δημοσιογράφος Σινασί αναφέρεται ως συγγραφέας, το 1860, του πρώτου σύγχρονου θεατρικού έργου, της μονόπρακτης κωμωδίας Şair Evlenmesi («Ο Γάμος του Ποιητή»). Οι ρίζες της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας σχηματίσθηκαν κυρίως μεταξύ 1896 και 1923. Γενικά, υπήρχαν τρία λογοτεχνικά κινήματα αυτή την περίοδο: η «Edebiyyât-ı Cedîde» («Νέα Λογοτεχνία»), η «Fecr-i Âtî» («Αυγή του Μέλλοντος») και η «Millî Edebiyyât» («Εθνική Λογοτεχνία»). Το κίνημα της «Νέας Λογοτεχνίας» άρχισε με την ίδρυση το 1891 του περιοδικού Servet-i Fünûn («Επιστημονικός πλούτος»), που ήταν σε μεγάλο βαθμό αφοσιωμένο στην πρόοδο (πνευματική και επιστημονική) κατά τα Δυτικά πρότυπα. Κατά συνέπεια οι λογοτεχνικές αναζητήσεις του περιοδικού προσανατολίστηκαν προς τη δημιουργία, υπό την κατεύθυνση του ποιητή Τεβφίκ Φικρέτ μιας Δυτικού τύπου «υψηλής τέχνης» στην Τουρκία.
Το πρώτο ριζικό βήμα καινοτομίας στην τουρκική ποίηση του 20ού αιώνα έγινε από τον Ναζίμ Χικμέτ που εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο. Μια άλλη επανάστσση στην τουρκική ποίηση έγινε γύρω στα 1941, με το Κίνημα Γκαρίπ με επικεφαλής τους Ορχάν Βελί Κανίκ, Μελίχ Τζεβντέτ Αντάυ και Οκτάυ Ριφάτ. Σαφώς αντίθετοι σε οτιδήποτε είχε προηγηθεί στην ποίηση, αντί αυτού επεδίωξαν να δημιουργήσουν μια τέχνη λαϊκή. Χρησιμοποίησαν όχι μόνο μια παραλλαγή του ελεύθερου στίχου που εισήγαγε ο Ναζίμ Χικμέτ αλλά επίσης μια γλώσσα πολύ καθομιλουμένη και έγραψαν κυρίως για πεζά καθημερινά θέματα και τους απλούς ανθρώπους του δρόμου. Η αντίδραση ήταν άμεση και πόλωσε το μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού κατεστημένου και παλιότεροι ποιητές τους λοιδώρησαν αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού τους αγκάλιασε ολόψυχα.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που βρίσκονται στην Τουρκία, είναι επίσης απόδειξη του μοναδικού μίγματος παραδόσεων, που έχουν επηρεάσει την περιοχή ανά τους αιώνες. Πέραν από τα παραδοσιακά Βυζαντινά στοιχεία, παρόντα σε πολλά μέρη της Τουρκίας, πολλά έργα της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με τον εξαιρετικό της συνδυασμό τοπικών και Ισλαμικών παραδόσεων, βρίσκονται σε όλη τη χώρα, καθώς και σε πολλά πρώην εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μιμάρ Σινάν θεωρείται ευρέως ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της κλασικής περιόδου της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Από τον 18ο αιώνα η τουρκική αρχιτεκτονική επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από ευρωπαϊκούς ρυθμούς και αυτό μπορούμε να το δούμε ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου κτίρια της εποχής του Τανζιμάτ, όπως τα ανάκτορα Ντολμά Μπαχτσέ, Σιραγκάν, Φεριγιέ, Μπειλέρμπει, Κιουκουκσού και Ιλαμούρ (σχεδιασμένα από αυλικούς αρχιτέκτονες της οθωμανικής αρμενικής οικογένειας Μπαλιάν) αντιπαραβάλλονται δίπλα σε πολλούς σύγχρονους ουρανοξύστες, αντιπροσωπεύοντας όλα τους διαφορετικές παραδόσεις. Τα παραθαλάσσια σπίτια (γιαλιά) της οθωμανικής περιόδου στον Βόσπορο αντικατοπτρίζουν επίσης τη μίξη κλασικών οθωμανικών και ευρωπαϊκών ρυθμών κατά την προαναφερθείσα περίοδο.
Τον Διαγωνισμό Τραγουδιού Eurovision 2003 κέρδισε η τραγουδίστρια Σερτάμπ Ερενέρ με το τραγούδι «Everyway That I Can». Οι τουρκικές δραματικές σειρές γίνονται όλο και περισσότερο δημοφιλείς πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας και είναι από τις ζωτικότερης σημασίας εξαγωγές της χώρας, τόσο σε όρους οικονομικούς όσο και δημόσιων σχέσεων.
Η Τουρκία ήταν μέχρι τον Αύγουστο του 2014 Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία με τον Πρόεδρο να έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και τον Πρωθυπουργό να κυριαρχεί. Ωστόσο μετά τις άμεσες Προεδρικές εκλογές του 2014 το πολίτευμα μετατράπηκε σε μία de facto Ημιπροεδρική δημοκρατία με τον Πρόεδρο να έχει τον κυριότερο ρόλο και τον Πρωθυπουργό να ασκεί ελάχιστες ουσιαστικές πολιτικές εξουσίες, ενώ μετά το αποτέλεσμα του συνταγματικού δημοψηφίσματος του 2017 και την έγκρισή του από το κοινοβούλιο το 2018 το πολίτευμα μετατράπηκε και επίσημα σε μία πλήρη Προεδρική δημοκρατία καταργώντας το αξίωμα του πρωθυπουργού και την αντικατάστασή του από εκείνη του αντιπροέδρου.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[18]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.