Ιστορική περίοδος From Wikipedia, the free encyclopedia
Μεσαίωνας (476 - 1492 μ.Χ) ονομάζεται η χρονική περίοδος της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ.. Ξεκίνησε με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) ή κατ' άλλους με τον θάνατο του Ιουστινιανού Α΄ (565 μ.Χ.), του αυτοκράτορα υπό τον οποίο αναβίωσε η παλαιά ισχύς και έκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τελείωσε συμβατικά το 1492 μ.Χ., με την ανακάλυψη της Αμερικής. Ο Μεσαίωνας είναι η μεσαία από τις τρεις παραδοσιακές διαιρέσεις της Δυτικής Ιστορίας: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη. Ο Μεσαίωνας με τη σειρά του παραδοσιακά διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, τον Πρώιμο, τον Ώριμο και τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Η μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού, η σμίκρυνση των μεγάλων αστικών κέντρων, οι επιδρομές και η μετακίνηση φύλων, οι οποίες ήδη είχαν ξεκινήσει από την Ύστερη Αρχαιότητα, συνεχίστηκαν στη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα. Οι βάρβαροι επιδρομείς, κυρίως Γερμανικά φύλα, δημιούργησαν νέα βασίλεια σε ό,τι απέμεινε από το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ., η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή, κάποτε κομμάτια του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους βρέθηκαν υπό τον έλεγχο του Χαλιφάτου, μιας Ισλαμικής Αυτοκρατορίας, μετά την ολοκλήρωση των κατακτήσεων του Μωάμεθ και των διαδόχων του. Παρόλο που έλαβαν χώρα σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικές και πολιτικές δομές, η ρήξη με την Αρχαιότητα δεν υπήρξε ολοκληρωτική. Η ακόμη εκτενής Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιβίωσε στην Ανατολή και παρέμεινε αξιοσημείωτη δύναμη. Το νομικό της σύστημα, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, ανακαλύφθηκε εκ νέου στη Βόρεια Ιταλία το 1070 και κέρδισε μεγάλο θαυμασμό τους επόμενους αιώνες. Στη Δύση, τα περισσότερα βασίλεια απορρόφησαν τους λίγους διασωθέντες ρωμαϊκούς θεσμούς. Τα μοναστήρια δημιουργήθηκαν ενώ συνεχίζονταν οι εκστρατείες εκχριστιανισμού της παγανιστικής Ευρώπης. Οι Φράγκοι, υπό τη Καρολίγγεια Δυναστεία, ίδρυσαν για σύντομο διάστημα, από τα τέλη του 8ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα, μια Αυτοκρατορία που κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της Δυτικής Ευρώπης. Η τελευταία τελικά υπέκυψε στις πιέσεις εμφύλιων συγκρούσεων σε συνδυασμό με πρόσκαιρες εισβολές από το εξωτερικό (Βίκινγκς από τον Βορρά, Μαγυάροι από την Ανατολή και Σαρακηνοί από τον Νότο) που την αποδυνάμωσαν και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέων αυτοχθόνων κρατικών σχηματισμών.
Στη διάρκεια του Ώριμου Μεσαίωνα, που ξεκίνησε μετά το 1000 μ.Χ., ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε εξαιρετικά καθώς νεωτερισμοί στην τεχνολογία και στις μεθόδους καλλιέργειας της γης επέτρεψαν την άνθηση του εμπορίου, ενώ η κλιματική αλλαγή της Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου βελτίωσε σημαντικά την απόδοση της αγροτικής παραγωγής. Ο φεουδαλισμός, η πολιτική οργάνωση όπου οι ιππότες -και εν γένει οι ευγενείς- όφειλαν στρατιωτικές υπηρεσίες στους ηγεμόνες τους με αντάλλαγμα το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται οικονομικά τη γη, την οποία καλλιεργούσαν χωρικοί που όφειλαν ενοίκιο και εργασία στους ευγενείς, ήταν το σύστημα με το οποίο οργανώθηκε ιεραρχικά και οικονομικά η κοινωνία την περίοδο αυτή. Οι Σταυροφορίες, που διακηρύχθηκαν για πρώτη φορά το 1095, υπήρξαν στρατιωτικές προσπάθειες των Χριστιανών της Δυτικής Ευρώπης να αφαιρέσουν τον έλεγχο των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους. Οι βασιλείς έγιναν η κεφαλή συγκεντρωτικών κρατών, μειώνοντας την εγκληματικότητα και τη βία, απομακρύνοντας, ωστόσο, από την πραγματικότητα την ιδέα ενός ενιαίου χριστιανικού κράτους. Την πνευματική ζωή χαρακτήρισε ο σχολαστικισμός, μια φιλοσοφία που έδινε έμφαση στη συνύπαρξη της Πίστης με τη Λογική, και η ίδρυση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η θεολογία του Θωμά Ακινάτη (1225-1274), τα έργα ζωγραφικής του Τζιότο (1266-1337), η ποίηση του Δάντη (περ. 1265-1321) και του Τσόσερ (περ. 1343-1400), τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο (1254-1324) και η ανέγερση Γοτθικών Καθεδρικών Ναών, όπως εκείνος στη Σαρτρ, είναι μερικά από τα επιφανέστερα επιτεύγματα αυτής της περιόδου.
Ο Ύστερος Μεσαίωνας στιγματίστηκε από δοκιμασίες και κινδύνους όπως ο λιμός, η πανούκλα και ο πόλεμος, που μείωσαν κατά πολύ τον πληθυσμό της Δυτικής Ευρώπης. Μεταξύ των ετών 1347 και 1350 η Μαύρη Πανώλη ή αλλιώς Μαύρος Θάνατος εξόντωσε τα δύο πέμπτα περίπου του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Οι αμφιγνωμίες, η εμφάνιση αιρέσεων και τα σχίσματα στους Κόλπους της Εκκλησίας εμφανίστηκαν παράλληλα με διακρατικούς πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις και επαναστάσεις χωρικών. Πολιτιστικές και τεχνολογικές πρόοδοι μεταμόρφωσαν την ευρωπαϊκή κοινωνία, γράφοντας τον επίλογο του Ύστερου Μεσαίωνα και δίνοντας τη σκυτάλη στην Πρώιμη Νεότερη Περίοδο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Ο Μεσαίωνας είναι μια από τις τρεις κύριες περιόδους στο επικρατέστερο σχήμα ανάλυσης της ευρωπαϊκής ιστορίας: Κλασική Αρχαιότητα, Μεσαίωνας και Νεότερη Εποχή.[1]
Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς μοίραζαν την ιστορία σε περιόδους όπως οι «Έξι Εποχές» ή οι «Τέσσερις Αυτοκρατορίες» και θεωρούσαν την εποχή τους τελευταία πριν την καταστροφή του κόσμου.[2] Όταν αναφέρονταν στη δική τους εποχή, χρησιμοποιούσαν την έννοια της «μοντέρνας εποχής».[3] Στη δεκαετία του 1330, ο ουμανιστής και ποιητής Φραγκίσκος Πετράρχης (Φραντσέσκο Πετράρκα, 1304-1374) αναφερόταν στην περίοδο της ιστορίας πριν την έλευση του Χριστού ως antiqua (αρχαία) και στη χριστιανική περίοδο ως nova (νέα).[4] Ο Λεονάρντο Μπρούνι (1370-1444) ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε τριμερή διαίρεση της ιστορίας στο έργο του «Ιστορία των Φλωρεντίνων» (1442).[5] Ο Μπρούνι και οι μεταγενέστεροί του ιστορικοί θεωρούσαν ότι η Ιταλία είχε επανακάμψει μετά την εποχή του Πετράρχη και κατ’ επέκταση προσέθεσαν μια τρίτη εποχή. Ο όρος Μεσαίωνας εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λατινική γλώσσα ως media tempestas.[6] Κατά τα πρώτα χρόνια χρήσης του όρου, υπήρχαν πολλές εναλλακτικές, όπως medium aevum, όρος που ανάγεται στο 1604,[7] και media saecula, όρος του 1625.[8] Ο σημερινός αγγλικός όρος medieval ή mediaeval προέρχεται από το medium aevum.[9] Η τριμερής περιοδολόγηση καθιερώθηκε μετά τη διαίρεση της Ιστορίας από τον Γερμανό ιστορικό Κριστόφ Κελλάριους (1638-1707) σε τρία κομμάτια: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη.[8]
Το επικρατέστερο σημείο εκκίνησης του Μεσαίωνα είναι το 476 μ.Χ. [10] που πρώτος πρότεινε ο Μπρούνι.[5] Για την Ευρώπη σαν σύνολο, το 1500 συχνά θεωρείται το τέλος της περιόδου αυτής, ωστόσο δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτή από τους μελετητές χρονολογία. Ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης, γεγονότα όπως το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου (1451-1506) στην Αμερική το 1492, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, ή η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση το 1517 έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί.[11] Οι Άγγλοι ιστορικοί συχνά χρησιμοποιούν τη Μάχη του Μπόσγουορθ το 1485 για να οριοθετήσουν τον Μεσαίωνα. Για την Ισπανία, οι ημερομηνίες που συνηθίζονται περισσότερο είναι ο θάνατος του Βασιλιά Φερδινάνδου Β΄ της Αραγωνίας το 1516, ο θάνατος της Βασίλισσας Ισαβέλλας Α΄ της Καστίλλης το 1504 ή η Κατάκτηση της Γρανάδας το 1492.[12] Οι ιστορικοί των λατινόγλωσσων κρατών τείνουν να διαιρούν τον Μεσαίωνα σε δύο τμήματα: την πρώτη Υψηλή και τη μεταγενέστερη Χαμηλή περίοδο.[1] Οι αγγλόφωνοι ιστορικοί, ακολουθώντας τους γερμανόφωνους συναδέλφους τους, συνήθως διαιρούν τον Μεσαίωνα σε τρία τμήματα: τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο, και τον Ύστερο. Τον 19ο αιώνα, ο Μεσαίωνας στο σύνολό του συχνά αναφερόταν ως οι «Σκοτεινοί Αιώνες»,[13] ωστόσο μετά την υιοθέτηση των διαιρέσεων που περιγράφηκαν παραπάνω, η χρήση του όρου περιορίστηκε στο να χαρακτηρίζει τον Πρώιμο Μεσαίωνα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς.[2]
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής της εξάπλωσης κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τους επόμενους δύο αιώνες η ρωμαϊκή επιρροή στα εδάφη αυτά μειώθηκε σταδιακά.[15] Οικονομικά προβλήματα, όπως ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την πίεση που άσκησαν εξωτερικοί παράγοντες στα σύνορα, μετέτρεψαν τον 3ο αιώνα σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, στη διάρκεια της οποίας Αυτοκράτορες ανέβαιναν στον θρόνο για να αντικατασταθούν τάχιστα από νέους σφετεριστές.[16] Τα χρήματα που απαιτούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς αυξάνονταν σταθερά, κυρίως ως αποτέλεσμα των πολέμων με την Περσία των Σασσανιδών, που αναζωπυρώθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα.[17] Ο στρατός διπλασιάστηκε σε μέγεθος, ενώ το ιππικό και μικρότερα σώματα αντικατέστησαν τη λεγεώνα ως το κύριο τακτικό σώμα στρατού.[18] Η ανάγκη για εισοδήματα οδήγησε στην αύξηση της φορολογίας και στη συρρίκνωση της τάξης των curiales (έμποροι, επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες γης μεσαίας κοινωνικής τάξης), ενώ ολοένα και λιγότεροι από αυτούς έδειχναν την προθυμία να αναλαμβάνουν αξιώματα στις πόλεις τους.[17] Αναγκαία έγινε η αύξηση των γραφειοκρατών που θα αναλάμβαναν να υποστηρίζουν την κεντρική διακυβέρνηση για την αντιμετώπιση των αναγκών του στρατού, κάτι που οδήγησε σε παράπονα των πολιτών ότι υπήρχαν πλέον περισσότεροι συλλέκτες φόρων από ό,τι φορολογούμενοι.[18]
Ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός (κυβ. 284-305) μοίρασε την Αυτοκρατορία σε δύο αυτόνομα διοικητικά τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό το 286. Η Αυτοκρατορία δεν θεωρούνταν χωρισμένη στην αντίληψη των κατοίκων και των διοικούντων της, καθώς νομικές και διοικητικές επιταγές του ενός τμήματος ίσχυαν και στο άλλο.[19] Το 330, μετά από μια περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας (κυβ. 306-337) ίδρυσε στη θέση του Βυζαντίου τη νέα πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους, την Κωνσταντινούπολη.[20] Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού ενδυνάμωσαν τη διοικητική γραφειοκρατία, αναδιαμόρφωσαν τη φορολογία και ισχυροποίησαν τον στρατό, κάτι που εξαγόρασε χρόνο στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο δεν έλυσε και οριστικά τα προβλήματα που την ταλάνιζαν: δυσβάστακτη φορολογία, υπογεννητικότητα και πιέσεις στα σύνορα ήταν μερικά από αυτά.[21] Εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ αντιπάλων Αυτοκρατόρων ήταν κοινό φαινόμενο στην πορεία του 4ου αιώνα, αποσπώντας στρατιώτες από τα σύνορα και επιτρέποντας σε εισβολείς να προχωρούν σε καταπατήσεις.[22] Στο μεγαλύτερο μέρος του 4ου αιώνα, η ρωμαϊκή κοινωνία σταθεροποιήθηκε σε μια νέα μορφή, διαφορετική από εκείνη της κλασικής περιόδου, με το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να διευρύνεται ολοένα και τη ζωτικότητα των μικρότερων πόλεων να φθίνει.[23] Μια άλλη σημαντική αλλαγή ήταν ο εκχριστιανισμός της Αυτοκρατορίας, η στροφή δηλαδή του πληθυσμού της προς τον Χριστιανισμό, μια σταδιακή διαδικασία που κράτησε από τον 2ο μέχρι τον 5ο αιώνα.[24][25]
Το 376, οι Οστρογότθοι, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους Ούνους, έλαβαν άδεια από τον Αυτοκράτορα Ουάλη (κυβ. 364-378) να εγκατασταθούν στη ρωμαϊκή επαρχία της Θράκης στα Βαλκάνια. Ο αποικισμός δεν εξελίχθηκε ομαλά και, όταν οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι χειρίστηκαν λανθασμένα την κατάσταση, οι Οστρογότθοι ξεκίνησαν να κάνουν επιδρομές και λεηλασίες. Ο Ουάλης, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Οστρογότθους στη Μάχη της Αδριανουπόλεως στις 9 Αυγούστου 378.[26] Εκτός από την εξωτερική απειλή των εχθρών στον Βορρά, εσωτερικές έριδες και κυρίως θρησκευτικές διαμάχες, διατάρασσαν την τάξη.[27] Το 400, οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και, παρόλο που εκδιώχθηκαν προσωρινά από την Ιταλία, το 410 λεηλάτησαν την πόλη της Ρώμης.[28] Το 406 οι Αλανοί, οι Βάνδαλοι και οι Σουηβοί εισήλθαν στη Γαλατία (σύγχρονη Γαλλία). Στα επόμενα τρία χρόνια εξαπλώθηκαν και το 409 πέρασαν μέσω των Πυρηναίων στην Ιβηρική χερσόνησο.[29] Έτσι ξεκίνησε η Εποχή των Μετακινήσεων, οπότε και διάφορα φύλα, κυρίως γερμανικά στην αρχή, μετακινήθηκαν κατά μήκος της Ευρώπης.
Οι Φράγκοι, οι Αλεμάνοι και οι Βουργουνδοί κατέληξαν στη Βόρεια Γαλατία, ενώ οι Άγγλοι, οι Σάξονες και οι Ιούτοι εγκαταστάθηκαν στη Βρετανία.[30] Στη δεκαετία του 430 οι Ούνοι ξεκίνησαν εισβολές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας τους, ο Αττίλας (κυβ. 434-453), καθοδήγησε εισβολές στα Βαλκάνια το 442 και το 447, στη Γαλατία το 451 και στην Ιταλία το 452.[31] Η απειλή των Ούνων παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του Αττίλα το 453, οπότε και ο συνασπισμός των ουνικών φύλων διαλύθηκε.[32] Αυτές οι εισβολές άλλαξαν δραματικά το πολιτικό και δημογραφικό σκηνικό στο κομμάτι που είχε κάποτε αποτελέσει το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος.[30]
Μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα, το δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε μικρότερα πολιτικά σώματα, καθένα από τα οποία βρισκόταν υπό την κυριαρχία φυλών που είχαν εισβάλει σε αυτά στις αρχές του αιώνα.[33] Η εκθρόνιση του τελευταίου Αυτοκράτορα της Δύσης, του Ρωμύλου Αυγουστύλου, το 476 παραδοσιακά σηματοδοτεί το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[34] Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία συχνά αναφέρεται με την επωνυμία Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά την πτώση του Δυτικού Κράτους, είχε ελάχιστη δύναμη ώστε να αξιώσει τον έλεγχο των χαμένων εδαφών στη Δύση. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες εξακολουθούσαν να τα διεκδικούν ως κληρονομιά τους, ωστόσο ούτε κάποιος από τους νέους βασιλείς στη Δύση τόλμησε να αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας της Δύσης, ούτε οι Βυζαντινοί είχαν την ισχύ να επανακαταλάβουν και να διατηρήσουν τον έλεγχο στα χαμένα δυτικά εδάφη. Η επανάκτηση της ιταλικής χερσονήσου και των παραλίων της Μεσογείου από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Μέγα (κυβ. 527-565) αποτέλεσε τη μοναδική, και προσωρινή, εξαίρεση.[35]
Οι πολιτικές δομές της Δυτικές Ευρώπης άλλαξαν σημαντικά μορφή μετά την κατάλυση της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρόλο που οι μετακινήσεις διαφόρων φύλων στη διάρκεια της περιόδου αυτής περιγράφονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ως εισβολές, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται απλώς για στρατιωτικές εκστρατείες αλλά για μεταναστεύσεις ολόκληρων λαών εντός της Αυτοκρατορίας. Αυτές υποβοηθήθηκαν από την άρνηση των Ρωμαίων αριστοκρατών να στηρίξουν τον στρατό ή να καταβάλουν τους φόρους που ήταν απαραίτητοι σε αυτόν για την παρεμπόδιση των μεταναστεύσεων.[36] Οι Αυτοκράτορες του 5ου αιώνα ήταν συχνά υποχείρια ισχυρών στρατιωτικών όπως ο Στιλίχων (πεθ. 408), ο Άσπαρ (πεθ. 471), ο Ρισίμερος (πεθ. 472) και ο Γούντομπαντ (πεθ. 516), οι οποίοι είχαν κατά το ήμισυ ή και καθόλου ρωμαϊκές καταβολές. Επιγαμίες, ωστόσο, μεταξύ των νέων βασιλέων και των Ρωμαίων αριστοκρατών ήταν σύνηθες φαινόμενο.[37] Αυτό οδήγησε στη συγχώνευση εθιμικών στοιχείων του ρωμαϊκού πολιτισμού με εκείνα των επιδρομέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι λαϊκές συνελεύσεις που επέτρεπαν στα ελεύθερα αρσενικά μέλη μιας φυλής να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβαινε στο πλαίσιο του ρωμαϊκού κράτους.[38] Τα αρχαιολογικά ευρήματα που άφησαν πίσω οι Ρωμαίοι και οι εισβολείς παρουσιάζουν συχνά ομοιότητες, με εκείνα των φυλών να μιμούνται συχνά τα αντίστοιχα ρωμαϊκά.[39] Μεγάλο κομμάτι της γραμματείας των νέων βασιλείων επίσης βασίστηκε στη ρωμαϊκή γραπτή παράδοση.[40] Μια σημαντική διαφορά, εντούτοις, ήταν η σταδιακή απώλεια εισοδήματος των διοικούντων μέσω της φορολογίας. Πολλές από τις νέες πολιτικές ενότητες δεν χρηματοδοτούσαν πλέον τον στρατό τους μέσω φόρων, αλλά προσέφεραν στους στρατιώτες κτήματα ή ενοίκια. Αυτή η αναθεώρηση της ανάγκης για φορολογία οδήγησε και στην παρακμή των συστημάτων συλλογής φόρων.[41] Οι πολεμικές συγκρούσεις ήταν πάντως συχνές μεταξύ και στο εσωτερικό των νέων βασιλείων. Η δουλεία μειώθηκε μαζί με την προσφορά και οι κοινωνικές δομές επικεντρώθηκαν στην αγροτική παραγωγή.[42]
Μεταξύ του 5ου και του 8ου αιώνα, νέοι λαοί και ισχυρές προσωπικότητες κάλυψαν το κενό που άφησε πίσω της η ρωμαϊκή κεντρική διακυβέρνηση.[40] Οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία στα τέλη του 5ου αιώνα υπό τον Θεοδώριχο (πεθ. 526). Δημιούργησαν ένα βασίλειο το οποίο χαρακτήρισε η συνεργασία ανάμεσα στους γηγενείς Ιταλούς και τους Οστρογότθους, τουλάχιστον μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του Θεοδώριχου.[43] Οι Βουργουνδοί εγκαταστάθηκαν στη Γαλατία και, αφού ένα πρώιμο βασίλειό τους συνετρίβη από τους Ούνους το 436, δημιούργησαν ένα δεύτερο στη δεκαετία του 440. Στην περιοχή μεταξύ των σημερινών πόλεων της Γενεύης και της Λυών, χτίστηκε το ισχυρό κράτος της Βουργουνδίας στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα.[44] Στη Βόρεια Γαλατία, οι Φράγκοι και οι Βρετανοί δημιούργησαν μικρά κρατίδια. Το Βασίλειο των Φράγκων είχε επίκεντρο τη βορειοανατολική Γαλατία και ο πρώτος Βασιλιάς τους για τον οποίο σώζονται αρκετές πληροφορίες είναι ο Χιλδέριχος (πεθ. 481). Υπό την ηγεμονία του Χλωδοβίκου (κυβ. 509-511), γιου του Χιλδέριχου, το Βασίλειο των Φράγκων επεκτάθηκε και προσηλυτίστηκε στον Χριστιανισμό. Οι Βρετανοί, που σχετίζονταν με τους γηγενείς κατοίκους της Μπριτάνια (σύγχρονη Μεγάλη Βρετανία), εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Βρετάνη (τμήμα της σύγχρονης Γαλλίας).[45] Άλλα βασίλεια δημιουργήθηκαν από τους Βησιγότθους στην Ισπανία, τους Σουηβούς στη βορειοδυτική Ισπανία και τους Βανδάλους στη Βόρεια Αφρική.[44] Κατά τον 6ο αιώνα, οι Λομβαρδοί εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ιταλία, αντικαθιστώντας το Βασίλειο των Οστρογότθων με ένα σύνολο από δουκάτα που κατά διαστήματα εξέλεγαν κοινό ηγεμόνα. Στα τέλη του 6ου αιώνα, αυτός ο διακανονισμός είχε αντικατασταθεί από μόνιμη και σταθερή μοναρχία.[46]
Οι εισβολές έφεραν νέες εθνοτικές ομάδες στην Ευρώπη, αν και ορισμένες περιοχές δέχτηκαν μεγαλύτερη εισροή φύλων σε σχέση με άλλες. Στη Γαλατία, για παράδειγμα, οι εισβολείς εγκαταστάθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στα βορειοανατολικά σε σχέση με τα νοτιοδυτικά. Τα σλαβικά φύλα προτίμησαν την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και τα Βαλκάνια. Η εγκατάσταση αυτή νέων λαών οδήγησε και στην αλλαγή των επικρατουσών γλωσσών. Τα λατινικά της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντικαταστάθηκαν σταδιακά από γλώσσες που βασίζονταν σε αυτά, αλλά ήταν παρόλα αυτά διακριτές, γνωστές με τη συλλογική ονομασία ρομανικές γλώσσες. Αυτή η μετάβαση από τα Λατινικά στις νέες γλώσσες είχε φυσικά διάρκεια πολλούς αιώνες. Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά οι μεταναστεύσεις σλαβόφωνων λαών προσέθεσε και τις σλαβονικές γλώσσες στην Ανατολική Ευρώπη.[47]
Καθώς η Δυτική Ευρώπη γινόταν μάρτυρας του σχηματισμού νέων βασιλείων, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέμενε ανέπαφη, γνωρίζοντας οικονομική αναζωογόνηση που κράτησε μέχρι τον πρώιμο 7ο αιώνα. Στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας έλαβαν χώρα λίγες εισβολές, οι περισσότερες από τις οποίες στα Βαλκάνια. Οι ειρηνικές σχέσεις με την Περσία, παραδοσιακό εχθρό της Ρώμης, διατηρήθηκαν για το μεγαλύτερο κομμάτι του 5ου αιώνα. Στην Ανατολική Αυτοκρατορία παρατηρήθηκαν στενές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, με τα διάφορα θεολογικά ζητήματα να αποκτούν πολιτική σημασία με τρόπο που δεν συνέβη στη Δύση. Στον τομέα της Νομοθεσίας αξιοσημείωτο γεγονός είναι η κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η πρώτη προσπάθεια, ο Θεοδοσιανός Κώδικας, ολοκληρώθηκε το 438.[48] Υπό τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ (κυβ. 527-565), έλαβε χώρα μια δεύτερη συλλογή, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Corpus Juris Civilis).[49] Ο ίδιος Αυτοκράτορας είναι επίσης υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και για την επανάκτηση της Βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους και της Ιταλίας από τους Οστρογότθους,[50] υπό τη στρατιωτική καθοδήγηση του Βελισάριου (πεθ. 565).[51] Η κατάκτηση της Ιταλίας δεν ήταν ολοκληρωτική καθώς ένα θανατηφόρο ξέσπασμα λοιμού το 542 είχε ως αποτέλεσμα να επικεντρωθεί ο Ιουστινιανός για το υπόλοιπο της βασιλείας του σε αμυντικά μέτρα, παρά σε νέες κατακτήσεις.[50] Μετά τον θάνατό του, οι Βυζαντινοί ήλεγχαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ιταλικής χερσονήσου, τη Βόρεια Αφρική και ένα μικρό πάτημα στη νότια Ισπανία. Οι εκστρατείες αυτές της επανάκτησης των χαμένων εδαφών από τον Ιουστινιανό έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από ιστορικούς που θεωρούν ότι επεκτάθηκε υπερβολικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μουσουλμανικές κατακτήσεις. Πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι διάδοχοί του δεν οφείλονταν μόνο στην υπερφορολόγηση για να πληρωθούν οι πόλεμοι που διεξήγαγε, αλλά στον κατ' ουσίαν πολιτικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, που καθιστούσε δύσκολη τη συγκέντρωση στρατού.[52]
Η αργή διείσδυση των Σλάβων στα Βαλκάνια αποτέλεσε μια ακόμη δυσχέρεια για τους διαδόχους του Ιουστινιανού. Ξεκίνησε σταδιακά, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 540 σλαβικά φύλα βρίσκονταν στη Θράκη και την Ιλλυρία, ενώ νίκησαν και τον αυτοκρατορικό στρατό κοντά στην Αδριανούπολη το 551. Στη δεκαετία του 560 οι Άβαροι ξεκίνησαν να εξαπλώνονται από τη βάση τους στις βόρειες όχθες του Δούναβη. Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα ήταν η ισχυρότερη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη και ανάγκαζαν κατ' εξακολούθηση τους Αυτοκράτορες της Ανατολής να τους καταβάλλουν χρηματικά ποσά. Παρέμειναν υπολογίσιμη δύναμη μέχρι το 796.[53] Ένα πρόσθετο πρόβλημα προέκυψε όταν ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (κυβ. 582–602) ενεπλάκη στην περσική πολιτική έχοντας αναμειχθεί σε μια διαμάχη για θέματα διαδοχής. Ως αποτέλεσμα ακολούθησε μια βραχεία περίοδος ειρήνης αλλά, μετά την εκθρόνιση του Μαυρίκιου, οι Πέρσες εισέβαλαν στη διάρκεια της ηγεμονίας του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (κυβ. 610–641). Πήραν τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της Αυτοκρατορίας, όπως την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία, μέχρι την επιτυχημένη εκστρατεία αντεπίθεσης του Ηρακλείου. Το 628 η Αυτοκρατορία, μετά τη νικηφόρα μάχη της Νινευΐ, συνήψε συνθήκη ειρήνης και ανέκτησε όλα τα χαμένα εδάφη της.[54]
Στη Δυτική Ευρώπη, ορισμένες από τις παλαιότερες ρωμαϊκές αριστοκρατικές οικογένειες εξέλιπαν, ενώ άλλες απασχολήθηκαν περισσότερο με την Εκκλησία παρά με τις κοσμικές υποθέσεις. Αξίες που συνδέονταν με τη λατινική λογιότητα και την εκπαίδευση χάθηκαν, και παρόλο που η εγγραμματοσύνη παρέμεινε σημαντική, αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως πρακτική ικανότητα παρά ως δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης. Κατά τον 4ο αιώνα ο Ιερώνυμος (πεθ. 420) είδε σε όραμα ότι ο Θεός τον επέπληξε επειδή ξόδευε περισσότερο χρόνο μελετώντας τον Κικέρωνα παρά τις Γραφές. Τον 6ο αιώνα ο Γρηγόριος της Τουρ (πεθ. 594) αναφέρει ένα παρόμοιο όραμα, στο οποίο όμως έλαβε επίπληξη επειδή μάθαινε στενογραφία.[55] Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, σε κύρια μέσα θρησκευτικής επιμόρφωσης στην Εκκλησία είχαν μετατραπεί η τέχνη και η μουσική κι όχι η ανάγνωση κειμένων.[56] Οι περισσότερες λόγιες προσπάθειας κινούνταν προς τη μίμηση της κλασικής γραμματείας, αν και δημιουργήθηκαν και κάποια πρωτότυπα έργα, από κοινού με προφορικές συνθέσεις που δεν διασώζονται στις μέρες μας. Τα γραπτά των Σιδώνιου Απολλινάριου (πεθ. 489), Κασσιόδωρου (πεθ. περ. 585) και Βοήθιου (πεθ. περ. 525) είναι χαρακτηριστικά της εποχής.[57]
Αλλαγές παρατηρούνται επίσης ανάμεσα στους λαϊκούς. Οι βασιλείς και οι ευγενείς υποστήριζαν οικονομικά ένα περίγυρο από πολεμιστές που αποτελούσαν και τη ραχοκοκαλιά των στρατιωτικών σωμάτων. Ο ρουχισμός των ευγενών έφερε πλούσιο διάκοσμο με πετράδια και χρυσό. Η καλλιέργεια του πνεύματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα απέναντι στις αρετές της πίστης, του θάρρους και της τιμής. Οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ ευγενών είχαν ιδιαίτερη σημασία, μπορούσαν, ωστόσο, να οδηγήσουν και σε μακροχρόνιες έριδες μεταξύ οίκων, οι οποίες επιλύονταν είτε με τα όπλα είτε με κάποια αποζημίωση.[58] Οι γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης περιορίζονταν στον ρόλο της συζύγου και της μητέρας ανδρών, ενώ οι μητέρες Ηγεμόνων έχαιραν μεγάλου σεβασμού στη Γαλατία των Μεροβίγγειων. Οι βασιλομήτορες είχαν πιο περιορισμένο ρόλο στην αγγλοσαξονική κοινωνία, λόγω της απουσίας παιδιών-ηγεμόνων σε αυτή, ωστόσο εξέχοντα ρόλο διαδραμάτιζαν οι ηγουμένισσες των μοναστηριών. Μόνο στην Ιταλία φαίνεται πως οι γυναίκες θεωρούνταν πάντα υπό την προστασία και τον έλεγχο κάποιου άρρενα συγγενή.[59]
Η καθημερινή ζωή των χωρικών έχει καταγραφεί ελάχιστα σε σχέση με εκείνη των ευγενών. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που σήμερα βρίσκονται στη διάθεση των μελετητών προέρχονται από την αρχαιολογική έρευνα: λίγες λεπτομερείς γραπτές μαρτυρίες για τον καθημερινό βίο των κατώτερων τάξεων χρονολογούνται πριν τον 9ο αιώνα. Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές προέρχονται είτε από νομικά έγγραφα είτε από γραπτά ανθρώπων υψηλότερης τάξης.[60] Η γαιοκτησία δεν ακολουθούσε ομοιόμορφο μοτίβο στο σύνολο της Δύσης. Κάποιες περιοχές παρουσίαζαν μεγάλο κατακερματισμό των γαιών, ενώ σε άλλες οι μεγάλες συνεχείς ιδιοκτησίες γης ήταν το σύνηθες. Οι διαφορές αυτές επέτρεψαν τη δημιουργία μιας μεγάλης ποικιλίας αγροτικών κοινωνιών, σε κάποιες από τις οποίες κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, ενώ άλλες απολάμβαναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας.[61] Ο εποικισμός γης διέφερε επίσης σημαντικά από περίπτωση σε περίπτωση. Κάποιοι χωρικοί διέμεναν σε μεγάλα χωριά που μπορούσαν να έχουν πληθυσμό μέχρι και 700 κατοίκους. Άλλοι ζούσαν σε μικρές ομάδες περιτριγυρισμένοι από συγγενείς, ενώ άλλοι διέμεναν σε απομονωμένες φάρμες διασκορπισμένες στην ύπαιθρο. Τέλος, υπήρχαν και περιοχές που εφαρμόζονταν περισσότερα από ένα συστήματα.[62] Αντίθετα με την Ύστερη Ρωμαϊκή Περίοδο, δεν υπήρχε βαθύ χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική θέση ενός ελεύθερου χωρικού κι ενός ευγενούς, ενώ ήταν εφικτό η οικογένεια του πρώτου να ανέλθει κοινωνικά με το πέρασμα κάποιων γενεών μέσω της παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών σε ισχυρούς άρχοντες.[63]
Η ρωμαϊκή αστική ζωή και κουλτούρα άλλαξε δραματικά κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρόλο που οι ιταλικές πόλεις παρέμειναν κατοικημένες, το μέγεθός τους συρρικνώθηκε. Η Ρώμη, για παράδειγμα, από πληθυσμό εκατοντάδων χιλιάδων βρέθηκε να αριθμεί κάπου 30.000 κατοίκους μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα. Οι ρωμαϊκοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς και τα τείχη της πόλης παρέμειναν σε χρήση.[64] Στη Βόρεια Ευρώπη οι πόλεις επίσης μίκρυναν σε μέγεθος, ενώ τα μνημεία και άλλα δημόσια κτίρια καταστράφηκαν για να επαναχρησιμοποιηθούν τα οικοδομικά υλικά τους. Η ίδρυση νέων βασιλείων συνήθως είχε ως συνέπεια τη μεγέθυνση των πόλεων που επιλέγονταν ως πρωτεύουσες.[65] Σε ό,τι αφορά τις εβραϊκές κοινότητες των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων, μετά τον εκχριστιανισμό της Ευρώπης οι Εβραίοι υπέστησαν σε διάφορες περιπτώσεις διωγμούς. Επισήμως ήταν ανεκτοί, αν και δέχονταν πιέσεις προσηλυτισμού, και κατά καιρούς ενθαρρύνονταν να απομακρυνθούν προς άλλες περιοχές.[66]
Στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου αιώνα, η κατάσταση αναφορικά με την επικρατούσα θρησκεία στην Ανατολική Αυτοκρατορία και την Περσία ήταν ρευστή. Ο προσηλυτισμός πληθυσμών στον Ιουδαϊσμό ήταν συχνό φαινόμενο και τουλάχιστον ένας πολιτικά ισχυρός Άραβας στράφηκε σε αυτόν. Χριστιανοί ιεραπόστολοι ανταγωνίζονταν τους Πέρσες οπαδούς του Ζωροαστρισμού στην αναζήτηση πιστών, κυρίως ανάμεσα στους κατοίκους της αραβικής χερσονήσου. Αυτή η διάσπαση σταμάτησε με την εμφάνιση του Ισλάμ στην Αραβία κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ (πεθ. 632).[67] Μετά τον θάνατό του, οι ισλαμικές δυνάμεις κυρίευσαν μεγάλο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσίας, ξεκινώντας με τη Συρία το 634-635 και φτάνοντας στην Αίγυπτο το 640-641, στην Περσία μεταξύ των ετών 637 και 642, τη Βόρεια Αφρική στα τέλη του 7ου αιώνα και την ιβηρική χερσόνησο το 711.[68] Μέχρι το 714 οι ισλαμικές δυνάμεις είχαν κερδίσει τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της τελευταίας, μια περιοχή που αποκαλούσαν Αλ-Ανταλούς.[69] (πρλ. Ανδαλουσία)
Οι ισλαμικές κατακτήσεις έφτασαν το απόγειό τους στα μέσα του 8ου αιώνα. Η ήττα των μουσουλμάνων στη Μάχη του Πουατιέ το 732 είχε σαν αποτέλεσμα την επανάκτηση της Νότιας Γαλλίας από τους Φράγκους. Εντούτοις, η κύρια αιτία της παύσης της ισλαμικής επέκτασης στην Ευρώπη ήταν η εκθρόνιση των Ομεϋαδών από τους Αββασίδες. Οι τελευταίοι μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στη Βαγδάτη και ασχολήθηκαν περισσότερο με τη Μέση Ανατολή παρά με την Ευρώπη, χάνοντας τον έλεγχο ορισμένων κατεκτημένων περιοχών. Οι απόγονοι των Ομεϋαδών κατέλαβαν την ιβηρική χερσόνησο, οι Αγλαβίδες πήραν τον έλεγχο της Βόρειας Αφρικής και οι Τολουνίδες έγιναν οι ηγεμόνες της Αιγύπτου.[70] Στα μέσα του 8ου αιώνα η εικόνα του εμπορίου στη Μεσόγειο είχε λάβει νέα μορφή: το ρωμαϊκό εμπόριο είχαν αντικαταστήσει οι συναλλαγές ανάμεσα στους Φράγκους και τους Άραβες. Οι Φράγκοι εμπορεύονταν ξυλεία, γούνες, σπαθιά και σκλάβους με αντάλλαγμα μεταξωτά και άλλα υφάσματα, μπαχαρικά και πολύτιμα μέταλλα από τους Άραβες.[71]
Οι μεταναστεύσεις και οι εισβολές του 4ου και του 5ου αιώνα διατάραξαν την εμπορική δραστηριότητα γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα αγαθά από την Αφρική σταμάτησαν να βρίσκουν διέξοδο προς την Ευρώπη και έγιναν σπάνια, αρχικά στην ενδοχώρα και αργότερα παντού, με εξαίρεση κάποια μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Ρώμη και η Νάπολη. Στα τέλη του 7ου αιώνα, ως αποτέλεσμα των ισλαμικών κατακτήσεων, τα αφρικανικά προϊόντα εξαφανίστηκαν εντελώς από τη Δυτική Ευρώπη. Η αντικατάσταση αγαθών που προέρχονταν από το υπερπόντιο εμπόριο με άλλα που παράγονταν τοπικά ήταν εκτεταμένο φαινόμενο στα παλαιά ρωμαϊκά εδάφη κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρατηρήθηκε δε εντονότερα σε περιοχές που δεν συνόρευαν με τη Μεσόγειο, όπως η Βόρεια Γαλατία και η Βρετανία. Προϊόντα που έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές και που δεν παρήχθησαν τοπικά αφορούν κυρίως προϊόντα πολυτελείας. Στα βόρεια τμήματα της Ευρώπης, όχι μόνο τα εμπορικά δίκτυα ήταν τοπικής εμβέλειας, αλλά και τα αγαθά που μεταφέρονταν ήταν απλά, με ελάχιστα είδη κεραμικής ή άλλα περίπλοκα στην κατασκευή προϊόντα. Γύρω από τη Μεσόγειο, τα κεραμικά αγγεία παρέμειναν κύριο ανταλλακτικό προϊόν και φαίνεται πως το εμπόριό τους εκτεινόταν σε δίκτυα μέσης εμβέλειας κι όχι μόνο τοπικά.[72]
Όλα τα γερμανικά κράτη της Δύσης χρησιμοποιούσαν νομίσματα που αποτελούσαν απομίμηση υπαρκτών ρωμαϊκών και βυζαντινών μορφών. Το χρυσάφι εξακολουθούσε να αντλείται από ορυχεία μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα, οπότε και αντικαταστάθηκε από το ασήμι. Το βασικό ασημένιο νόμισμα των Φράγκων ήταν το δηνάριο, ενώ η αγγλοσαξονική εκδοχή του ονομαζόταν πένα. Από τις περιοχές αυτές, τα δύο αυτά νομίσματα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ήπειρο στο διάστημα μεταξύ των ετών 700 και 1000. Νομίσματα από χαλκό ή ορείχαλκο δεν κόπηκαν, ενώ χρυσά κυκλοφορούσαν μόνο στη Νότια Ευρώπη. Επίσης τα ασημένια νομίσματα δεν έφεραν υποδιαιρέσεις.[73]
Ο Χριστιανισμός ήταν σημαντικός ενοποιητικός παράγοντας της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης πριν τις αραβικές κατακτήσεις. Ωστόσο, η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής κλόνισε τη θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των δύο περιοχών. Σταδιακά η Βυζαντινή και η Δυτική Εκκλησία άρχισαν να διαφοροποιούνται ως προς τη λειτουργική γλώσσα, τις πρακτικές και το τυπικό της Θείας Λειτουργίας. Στην Ανατολική Εκκλησία επικράτησε η ελληνική γλώσσα έναντι των λατινικών στη Δυτική. Αναδύθηκαν έτσι θεολογικές και πολιτικές διαφορές και περίπου στις αρχές και τα μέσα του 8ου αιώνα ζητήματα όπως η λατρεία των εικόνων, ο γάμος των κληρικών και ο έλεγχος της Εκκλησίας από το Κράτος έγιναν τόσο ακανθώδη που τελικά οι λίγες διαφορές απέκτησαν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις πολλές ομοιότητες.[74] Το επίσημο Σχίσμα έλαβε χώρα το 1054, όταν ο Πάπας της Ρώμης και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης συγκρούστηκαν για το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας. Ακολούθησε εκατέρωθεν αφορισμός, ο οποίος διαίρεσε τον Χριστιανισμό σε δύο Εκκλησίες. Το δυτικό παρακλάδι έγινε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το ανατολικό η Ορθόδοξη Εκκλησία.[75]
Η εκκλησιαστική δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιβίωσε από τις φυλετικές μεταναστεύσεις και τις εισβολές και παρέμεινε σχεδόν ανέπαφη. Ωστόσο, ο Πάπας έχαιρε μικρής εκτίμησης και ελάχιστοι από τους δυτικούς επισκόπους απευθύνονταν στον Επίσκοπο της Ρώμης για θρησκευτική ή πολιτική καθοδήγηση. Πολλοί από τους Πάπες πριν το 750 ασχολήθηκαν περισσότερα με τα προβλήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τις θεολογικές διαμάχες που λάμβαναν χώρα στην Ανατολή. Το αρχείο των επιστολών του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου (590-604) σώζεται μέχρι σήμερα και από αυτές, που ξεπερνούν τις 850 σε αριθμό, η πλειοψηφία έχει ως θέμα ζητήματα στην Ιταλία ή την Κωνσταντινούπολη. Το μοναδικό κομμάτι της Ευρώπης όπου ο Πάπας είχε επιρροή ήταν η Βρετανία, όπου ο Γρηγόριος έστειλε ιεραποστόλους το 597 για να προσηλυτίσουν τους Αγγλοσάξονες στον Χριστιανισμό.[76] Στη Δυτική Ευρώπη σημαντικό τέτοιο έργο επέδειξαν Ιρλανδοί ιεραπόστολοι μεταξύ του 5ου και του 7ου αιώνα, πηγαίνοντας πρώτα στην Αγγλία και τη Σκωτία και ακολούθως στα ηπειρωτικά. Υπό την καθοδήγηση μοναχών όπως ο Κολούμπα και ο Κολουμπάνους ίδρυσαν μοναστήρια, δίδαξαν τα ελληνικά και τα λατινικά και συνέγραψαν κοσμικά και θρησκευτικά έργα.[77]
Ο Πρώιμος Μεσαίωνας υπήρξε περίοδος ανόδου του μοναχισμού στη Δύση. Η μορφή του ευρωπαϊκού μοναχισμού καθορίστηκε από παραδόσεις και ιδέες προερχόμενες από τους Πατέρες που μόνασαν στις ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. Τα περισσότερα μοναστήρια έδιναν έμφαση στην κοινοτική εμπειρία της πνευματικής ζωής, πρακτική που αποκαλείται κοινοβιτισμός, πρωτοπόρος της οποίας ήταν ο Παχώμιος κατά τον 4ο αιώνα. Τα ιδεώδη του μοναχισμού εξαπλώθηκαν από την Αίγυπτο στη Δυτική Ευρώπη τον 5ο και τον 6ο αιώνα μέσω συγγραμμάτων όπως ο Βίος του Αντωνίου.[78] Ο Βενέδικτος της Νουρσίας συνέγραψε τον Κανόνα των Βενεδικτίνων για τον Δυτικό Μοναχισμό στη διάρκεια του 6ου αιώνα, ορίζοντας λεπτομερώς τις διοικητικές και πνευματικές υποχρεώσεις μιας κοινότητας μοναχών υπό την καθοδήγηση ενός αββά, δηλαδή ηγουμένου.[79] Οι μοναχοί και τα μοναστήρια είχαν μεγάλη επίδραση στη θρησκευτική και πολιτική ζωή του Πρώιμου Μεσαίωνα, λαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις τον ρόλο του φύλακα γης για τις ισχυρές οικογένειες, δρώντας ως κέντρα προπαγάνδας και υποστήριξης του βασιλιά σε νεοκατακτηθείσες περιοχές αλλά και ως βάσεις για τις ιεραποστολές και τον προσηλυτισμό.[80] Ήταν επίσης τα κύρια και πολλές φορές τα μόνα κέντρα εκπαίδευσης και μάθησης σε κάποια περιοχή. Πολλά από τα σωζόμενα χειρόγραφα των Ρωμαίων κλασικών συγγραφέων αντιγράφηκαν στα μοναστήρια κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα.[81] Μοναχοί υπήρξαν επίσης συγγραφείς πρωτότυπων έργων, όπως ο Βέδας με καταγωγή από τη Βόρεια Αγγλία που δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα, με θέμα την ιστορία, τη θεολογία και άλλες επιστήμες.[82]
Το Βασίλειο των Φράγκων στη Βόρεια Γαλατία διαιρέθηκε σε τρία μικρότερα που ονομάζονταν Αυστρασία, Νευστρία και Βουργουνδία κατά τη διάρκεια του 6ου και του 7ου αιώνα.[83] Και τα τρία βρίσκονταν υπό τη διακυβέρνηση της Δυναστείας των Μεροβίγγειων, με κοινό πρόγονο τον Χλωδοβίκο Α΄. Ο 7ος αιώνας ήταν μια διαταραγμένη περίοδος πολέμων ανάμεσα στην Αυστρασία και τη Νευστρία. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Πεπίνος (πεθ. 640), ο Μαγιορδόμος της Αυστρασίας, ο οποίος αποτελούσε και την πραγματική εξουσία πίσω από τον θρόνο του κράτους. Μεταγενέστερα μέλη της οικογένειάς του κληρονόμησαν το αξίωμα, δρώντας ως σύμβουλοι και αντιβασιλείς. Ένας από τους απογόνους του, ο Κάρολος Μαρτέλος (πεθ. 741) ήταν ο νικητής της Μάχης του Πουατιέ το 732, σταματώντας την επέκταση των μωαμεθανών στα Πυρηναία.[84] Η Μεγάλη Βρετανία διαιρέθηκε σε μικρά κρατίδια πάνω στα οποία κυριαρχούσαν τα Βασίλεια της Νορθούμπρια, της Μερκίας, του Ουέσσεξ και της Ανατολικής Αγγλίας, που αποτελούσαν κληρονομιά των Αγγλοσαξόνων εισβολέων. Μικρότερα βασίλεια στη σύγχρονη Ουαλία και Σκωτία βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο των γηγενών Βρετανών και των Πίκτων.[85] Η Ιρλανδία διαιρέθηκε σε ακόμη μικρότερες πολιτικές μονάδες, που συνήθως αποτελούσαν φυλετικά βασίλεια, υπό τον έλεγχο βασιλέων. Υπήρχαν ίσως μέχρι και 150 τοπικοί βασιλείς στην Ιρλανδία, με βαθμό σημασίας που ποικίλει.[86]
Η Καρολίγγεια Δυναστεία, όπως είναι γνωστοί οι διάδοχοι του Καρόλου Μαρτέλου, έλαβε επισήμως τον έλεγχο των βασιλείων της Αυστρασίας και της Νευστρίας μέσω πραξικοπήματος το 753 υπό τον Πεπίνο τον Βραχύ (κυβ. 752-768). Ένας χρονικογράφος της εποχής υποστηρίζει ότι ο Πεπίνος ζήτησε και έλαβε έγκριση για να προχωρήσει στο πραξικόπημα από τον Πάπα Στέφανο Β΄ (θητεία 752-757). Η ανάληψη της εξουσίας από τον Πεπίνο ενισχύθηκε με προπαγάνδα που παρουσίαζε τους Μεροβίγγειους ως ανίκανους (rois fainéants) ή απάνθρωπους ηγεμόνες, που προέβαλε με κάποια υπερβολή τα επιτεύγματα του Καρόλου Μαρτέλου και που εξήρε την ευσέβεια της νέας βασιλικής οικογένειας. Όταν απεβίωσε το 768, ο Πεπίνος κληροδότησε το βασίλειό του στα χέρια των δύο γιων του, του Καρόλου (κυβ. 768–814) και του Καρλομάνου (κυβ. 768–771). Όταν ο δεύτερος πέθανε από φυσικά αίτια, ο Κάρολος ματαίωσε τη διαδοχή του νεαρού γιου του αδερφού του και επέβαλε τον εαυτό του ως ηγεμόνα της ηνωμένης Αυστρασίας και Νευστρίας. Ο Κάρολος, που συνήθως αναφέρεται στα ιστορικά βιβλία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος (λατινικά: Carolus Magnus), ξεκίνησε εκστρατεία συστηματικής επέκτασης των εδαφών του το 774 που ενοποίησε μεγάλο ποσοστό της ευρωπαϊκής ηπείρου, ελέγχοντας στο σημεία της μεγαλύτερης ακμής της τη σύγχρονη Γαλλία, τη Βόρεια Ιταλία και τη Σαξονία. Στη διάρκεια των πολέμων που κράτησαν πέρα από το 800, προσέφερε ως ανταμοιβή στους συμμάχους του πολεμικά λάφυρα και έλεγχο τμημάτων γης.[87] Το 774, ο Καρλομάγνος κατέκτησε τη Λομβαρδία, γεγονός που απελευθέρωσε τον Πάπα από τον φόβο της λομβαρδικής κατάκτησης, σηματοδοτώντας τις απαρχές των Παπικών Κρατών.[88]
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα τα Χριστούγεννα του 800 θεωρείται κρίσιμο σημείο της μεσαιωνικής ιστορίας, που σηματοδοτεί μια μορφή αναβίωσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας ήλεγχε πολλά από τα εδάφη που κάποτε ανήκαν σε αυτήν.[89] Επίσης είχε σαν αποτέλεσμα μια αλλαγή στις σχέσεις του Καρλομάγνου με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς η ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου από τη Δυναστεία του, την εξίσωνε με εκείνες των Αυτοκρατόρων της Ανατολής.[90] Υπήρχαν αρκετές διαφορές ανάμεσα στη νεοϊδρυθείσα Καρολίγγεια Αυτοκρατορία τόσο με την παλαιά Δυτική όσο και με τη σύγχρονή της Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα φραγκικά εδάφη είχαν αγροτικό χαρακτήρα, με ελάχιστες, μικρές σε μέγεθος, πόλεις. Οι περισσότεροι υπήκοοι ήταν χωρικοί που κατοικούσαν σε μικρές φάρμες. Διατηρούσαν ελάχιστες εμπορικές σχέσεις, κυρίως με τα βρετανικά νησιά και τη Σκανδιναβία, σε αντιδιαστολή με την παλαιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία διατηρούσε εκτενείς εμπορικούς δρόμους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.[89] Ο Καρλομάγνος δημιούργησε τις μαρκιωνίες για να προστατέψει τα σύνορα του εναντίον των ξένων εχθρών του, των Αράβων στην Ισπανική Μαρκιωνία, των Σάξονων στη Μαρκιωνία της Σαξωνίας, των Βρετόνων στη Μαρκιωνία της Νευστρίας, των Λομβάρδων - μέχρι που ηττήθηκαν - στη Μαρκιωνία της Λομβαρδίας και των Αβάρων στην Αβαρική Μαρκιωνία. Αργότερα, δημιούργησε μια ακόμα για τους Μαγυάρους, τη Μαρκιωνία του Φρίουλι. Τα εδάφη ήταν οργανωμένα σε κομητείες και δουκάτα (ενώσεις διαφόρων κομητειών ή μαρκιών). Τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας είχε αναλάβει μια περιοδεύουσα Αυλή που ταξίδευε μαζί με τον Αυτοκράτορα, καθώς και 300 περίπου αξιωματούχοι υποτελείς στον Καρλομάγνο (Κόμητες, Μαρκήσιοι και Δούκες), καθένας από τους οποίους είχε υπό την εποπτεία του μία από τις περιοχές στην οποία είχε διαιρεθεί η Αυτοκρατορία. Ο κλήρος και οι τοπικοί επίσκοποι είχαν επίσης αρμοδιότητες αξιωματούχων, όπως και μια ομάδα που αποκαλούνταν missi dominici, η οποία ουσιαστικά αποτελούνταν από περιοδεύοντες επιθεωρητές που αντιμετώπιζαν τα αναδυόμενα προβλήματα.[91]
Ο Καρλομάγνος διαπραγματευόταν ισότιμα με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όπως τη βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Εμιράτο της Κόρδοβας και το Χαλιφάτο Αβασιδών. Αν και ο ίδιος ως ενήλικας δεν γνώριζε γραφή (πράγμα σύνηθες για την εποχή, κατά την οποία μόνο κάποιοι κληρικοί γνώριζαν), ο Καρλομάγνος ακολούθησε μια πολιτική πολιτιστικού κύρους και προώθησε ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Επιδίωκε να περιβάλλεται ο ίδιος από μία αυλή σοφών ανθρώπων και ξεκίνησε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βάση το trivium και το quadrivium, με το οποίο προσκάλεσε τους διανοούμενους της εποχής στα εδάφη του, προωθώντας με τη συνεργασία του Αλκουίνου της Υόρκης τη λεγόμενη Καρολίγγεια Αναγέννηση. Στα πλαίσια αυτής της εκπαιδευτικής προσπάθειας διέταξε τους ευγενείς του να μάθουν γραφή, κάτι που και ο ίδιος επιχείρησε, αν και ποτέ δεν έφτασε σε θέση να το κάνει με ευκολία.[92]
Η αυλή του Καρλομάγνου στο Άαχεν ήταν το λίκνο μιας νέας άνθησης των έργων πολιτισμού, η οποία συνηθίζεται να αποκαλείται με την ονομασία Καρολίγγεια Αναγέννηση. Την εποχή αυτή χαρακτήρισαν η αύξηση του αριθμού των εγγράμματων, νέες εξελίξεις στον τομέα των τεχνών, της αρχιτεκτονικής και της νομικής επιστήμης, καθώς και η διάδοση της μελέτης των λειτουργικών κειμένων και των ιερών γραφών. Ο Άγγλος μοναχός Αλκουίνος (πεθ. 804) προσκλήθηκε στο Άαχεν, όπου μετέφερε τις γνώσεις που ήταν διαθέσιμες στα μοναστήρια της Νορθούμπρια. Η Καγκελαρία του Καρλομάγνου, δηλαδή το επίσημο γραφείο του, χρησιμοποίησε ένα νέο σύστημα γραφής, που σήμερα είναι γνωστό ως καρολίγγεια μικρογράμματη, δημιουργώντας ένα κοινό πρότυπο που διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ο Καρλομάγνος χρηματοδότησε αλλαγές στο λειτουργικό κομμάτι της εκκλησιαστικής ζωής, επιβάλλοντας το ρωμαϊκό τυπικό για τις διάφορες τελετές σε όλα τα εδάφη της επικράτειάς του, καθώς και το γρηγοριανό μέλος στη λειτουργική μουσική. Μια σημαντική δραστηριότητα για τους λογίους της εποχής, που ενθάρρυνε τη διάδοση της γνώσης, ήταν η αντιγραφή, διόρθωση και διάδοση βασικών έργων θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Επίσης παρήχθησαν νέα πρωτότυπα έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά και σχολικά εγχειρίδια.[93] Οι γραμματικοί της εποχής τροποποίησαν τη λατινική γλώσσα, αλλάζοντάς τη από τα Κλασικά Λατινικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε μια πιο ευέλικτη μορφή που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες της Εκκλησίας και της διακυβέρνησης. Την εποχή της βασιλείας του Καρλομάγνου η γλώσσα είχε απομακρυνθεί σε τέτοιο βαθμό από εκείνη της αρχαιότητας, που σε μεταγενέστερες εποχές έμεινε γνωστή ως Μεσαιωνικά Λατινικά.[94]
Ο Καρλομάγνος σκόπευε να συνεχίσει την παράδοση των Φράγκων της διαίρεσης του βασιλείου του μεταξύ των διαδόχων του, ωστόσο αυτό δε στάθηκε εφικτό εφόσον μόλις ένας γιος, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής (κυβ. 814-840), ήταν ακόμη εν ζωή το 813. Πριν τον θάνατο του το 814 ο Καρλομάγνος έστεψε τον Λουδοβίκο διάδοχό του. Η 26ετής βασιλεία του Λουδοβίκου χαρακτηρίστηκε από πολυάριθμες συγκρούσεις μεταξύ των απογόνων του, με στόχο την επικράτηση σε διάφορα τμήματα του παλαιού κράτους. Ο Λουδοβίκος πριν πεθάνει μοίρασε την Αυτοκρατορία μεταξύ του μεγαλύτερου γιου του, Λοθάριου (πεθ. 855), ο οποίος έλαβε τη διακυβέρνηση της ανατολικής Φραγκίας ανατολικά του ποταμού Ρήνου και του νεότερου γιου του, Καρόλου (πεθ. 877), που πήρε τη δυτική Φραγκία. Ένας μεσαίος γιος σε δυσμένεια, ο Λουδοβίκος (πεθ. 876) ανέλαβε τη διοίκηση της Βαυαρίας ως υποτελής του Καρόλου. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, οι τρεις γιοι αμφισβήτησαν τη διανομή αυτή και ξέσπασε μεταξύ τους εμφύλιος πόλεμος. Η τριετής αυτή διαμάχη έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βερντέν (843).[95] Ο Κάρολος έλαβε τα εδάφη της Δύσης που χονδρικά αντιστοιχούν στη σύγχρονη Γαλλία, ο Λουδοβίκος τη Βαυαρία και τα ανατολικότερα εδάφη που σήμερα ανήκουν στη Γερμανία, ενώ ο Λοθάριος διατήρησε τον τίτλο του Αυτοκράτορα και τη διακυβέρνηση της Μέσης Φραγκίας, που βρισκόταν ανάμεσα στις επικράτειες των αδερφών του, καθώς και στα αρχικά του εδάφη στη Βόρεια Ιταλία.[95] Τα βασίλεια αυτά με τη σειρά τους διαιρέθηκαν περαιτέρω και η συνοχή τους χάθηκε οριστικά.[96] Η Δυναστεία του Καρλομάγνου έσβησε στην ανατολική Φραγκία το 911 με τον θάνατο του Λουδοβίκου Δ΄ το 911 [97] και την ενθρόνιση του Κορράδου Α΄, που δεν είχε δεσμούς αίματος με τους προγενέστερους βασιλείς.[98] Στα Δυτικά επιβίωσε λίγο περισσότερο και αντικαταστάθηκε οριστικά από τη Δυναστεία των Καπετιδών όταν ενθρονίστηκε ο Ούγος Καπέτος (κυβ. 987-996).
Η διάσπαση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από εισβολές, μεταναστεύσεις και επιδρομές από εξωτερικούς εχθρούς. Ο Ατλαντικός και οι ακτές της Βόρειας Ευρώπης παρενοχλούνταν από τους Βίκινγκ. Οι τελευταίοι έκαναν επιδρομές στα βρετανικά νησιά και αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στην Ισλανδία. Το 911, ο φύλαρχος των Βίκινγκ Ρόλλο (πεθ. περ. 931) έλαβε την άδεια από τον βασιλιά των Φράγκων Κάρολο τον Απλό (κυβ. 898-922) να αποικήσει την περιοχή που είναι γνωστή ως Νορμανδία.[99] Τα ανατολικά τμήματα των Φράγκικων βασιλείων, ιδίως η Γερμανία και η Ιταλία, βρίσκονταν συνεχώς υπό την απειλή των Μαγυάρων, μέχρι την ήττα των τελευταίων στη Μάχη του Λέχφελντ το 955.[100] Η διάσπαση του κράτους των Αββασιδών την ίδια περίοδο είχε σαν αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του ισλαμικού κόσμου σε μικρότερες πολιτικές ενότητες, ορισμένες από τις οποίες προσπάθησαν να επεκταθούν στην Ιταλία και τη Σικελία, αλλά και πέρα από τα Πυρηναία στα νότια τμήματα των φράγκικων εδαφών.[101]
Οι προσπάθειες των τοπικών βασιλέων να αναχαιτίσουν τους εισβολείς οδήγησαν στον σχηματισμό νέων πολιτικών ενοτήτων. Στην αγγλοσαξονική Αγγλία, ο βασιλιάς Αλφρέδος ο Μέγας (κυβ. 871-899) ήρθε σε συμφωνία με τους Βίκινγκ κατά τον ύστερο 9ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δανέζικων αποικιών (Danelagh ή Danelaw) στη Νορθούμπρια, τη Μερκία και τμήματα της Ανατολικής Αγγλίας.[102] Στα μέσα του 10ου αιώνα, οι διάδοχοι του Αλφρέδου κατέκτησαν τη Νορθούμπρια και ανέκτησαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος του νότιου κομματιού της Μεγάλης Βρετανίας.[103] Στη βόρεια Βρετανία, ο Κένεθ ΜακΆλπιν (Cináed mac Ailpín) (πεθ. περ. 860) ένωσε τους Πίκτους και τους Σκώτους στο Βασίλειο της Άλμπα.[104] Στις αρχές του 10ου αιώνα, η Δυναστεία των Οθωνιδών είχε εδραιωθεί στη Γερμανία και ήταν απασχολημένη με την αναχαίτιση των Μαγυάρων. Οι προσπάθειές της κορυφώθηκαν με τη στέψη το 962 του Όθωνα Α΄ (κυβ. 936-973) ως ηγεμόνα της μετέπειτα αποκληθείσης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[105] Το 972 εξασφάλισε την αναγνώριση του τίτλου του από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, η οποία επισφραγίστηκε με τον γάμο του γιου του, Όθωνα Β΄ (κυβ. 967–983) με τη Θεοφανώ (κυβ. 991),[106] ανηψιά του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (κυβ. 969-976). Στα τέλη του 10ου αιώνα η Ιταλία είχε τεθεί στην οθώνεια σφαίρα επιρροής μετά από μια περίοδο αστάθειας.[107] Το δυτικό φραγκικό κράτος ήταν περισσότερο κατακερματισμένο και παρόλο που οι βασιλείς είχαν κατ' όνομα τη διακυβέρνηση, στην ουσία μεγάλο μέρος της πολιτικής δύναμης ανήκε στους ευγενείς του εκάστοτε τόπου.[108]
Η αποστολή ιεραποστολών στη Σκανδιναβία κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα ενδυνάμωσε τα βασίλεια της Σουηδίας, της Δανίας και της Νορβηγίας, τα οποία κέρδισαν δύναμη και εδάφη. Ορισμένοι ηγεμόνες προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό, ωστόσο όχι όλοι πριν το 1000. Οι Σκανδιναβοί επίσης ίδρυσαν αποικίες και επεκτάθηκαν σε διάφορα μέρη στην Ευρώπη. Εκτός από τις αποικίες στην Ιρλανδία, την Αγγλία και τη Νορμανδία, περαιτέρω εγκαταστάσεις έλαβαν χώρα σε εδάφη της σύγχρονης Ρωσίας και στην Ισλανδία. Σουηδοί έμποροι και επιδρομείς κατέβηκαν νότια μέσω των ποταμών της ρωσικής στέπας και έφτασαν μέχρι το σημείο να πολιορκήσουν την Κωνσταντινούπολη το 860 και το 907.[109]
Η χριστιανική Ισπανία, ενώ αρχικά είχε περιοριστεί σε ένα μικρό κομμάτι στα βόρεια της χερσονήσου, εξαπλώθηκε αργά νότια με την πάροδο του 9ου και 10ου αιώνα, δημιουργώντας τα βασίλεια των Αστουριών (Regnum Asturorum) και της Λεόν (Regnum Legionense).[110] Παράλληλα στον ισπανικό ανατολικό βορά δημιουργήθηκε το βασίλειο της Παμπλόνα μαζί με διάφορες άλλες μικρές κομητείες όπως της Αραγωνίας, της Καστίλης, της Σερδάνια, της Βαρκελώνης, της Ριβαγόρθα και του Ουρζέλ, πολλές από τις οποίες αρχικά ιδρύθηκαν από τους Φράγκους στα τέλη του 8ου αιώνα ως μέρος της Ισπανικής Μαρκιωνίας για την προστασία τον παραμεθόριων περιοχών της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας από τους μουσουλμάνους της Αλ-Άνταλους.
Στην Ανατολική Ευρώπη, το Βυζάντιο γνώρισε μεγάλη ακμή υπό τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ (κυβ. 867-886) και τους διαδόχους του, Λέοντα ΣΤ΄ (κυβ. 886-912) και Κωνσταντίνο Ζ΄ (κυβ. 913-959), μέλη της Μακεδονικής Δυναστείας. Το εμπόριο αναπτύχθηκε και οι ηγεμόνες αυτοί φρόντισαν να ασκείται ομοιόμορφη διοίκηση σε όλες τις επαρχίες. Ο βυζαντινός στρατός αναδιοργανώθηκε, κάτι που επέτρεψε στους Αυτοκράτορες Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (κυβ. 969-976) και Βασίλειο Β΄ (κυβ. 976-1025) να επεκτείνουν τα εδάφη του κράτους προς όλες τις κατευθύνσεις. Η αυτοκρατορική αυλή έγινε το επίκεντρο μιας αναβίωσης των κλασικών σπουδών, που είναι σήμερα γνωστή με τον όρο Μακεδονική Αναγέννηση. Συγγραφείς όπως ο Ιωάννης Γεωμέτρης (ακμ. αρχές 10ου αιώνα) συνέθεσαν νέους ύμνους, ποιήματα και άλλα έργα.[111] Η αποστολή ιεραποστόλων, τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση, συνέβαλαν στον εκχριστιανισμό των Μοραβών, των Βουλγάρων, των Βοημών, των Πολωνών, των Μαγυάρων και των σλάβικης καταγωγής Ρως του Κιέβου. Αυτοί οι προσηλυτισμοί συνέβαλαν στην ίδρυση πολιτικών κρατών στα εδάφη των λαών αυτών: τη Μοραβία, τη Βουλγαρία, τη Βοημία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και το Κράτος των Ρως του Κιέβου.[112] Η Βουλγαρία, που δημιουργήθηκε περίπου του 680, εκτεινόταν στην ακμή της από τη Βουδαπέστη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και από τον ποταμό Δνείπερο στη σύγχρονη Ουκρανία μέχρι την Αδριατική Θάλασσα.[113] Το 1018 οι τελευταίοι Βούλγαροι ευγενείς είχαν δηλώσει υποταγή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[114]
Μεταξύ των Κωνσταντίνειων βασιλικών του 4ου αιώνα και των κτισμάτων του 8ου αιώνα κατασκευάστηκαν λίγα μεγάλα πέτρινα κτίρια, παρόλο που πολλά μικρότερου μεγέθους κτίστηκαν μεταξύ του 6ου και του 7ου αιώνα. Στις αρχές του 8ου αιώνα, η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία αναβίωσε τον αρχιτεκτονικό μορφότυπο της βασιλικής,[115] χαρακτηριστικό της οποίας την περίοδο αυτή είναι η χρήση κλίτους [116] κάθετου προς τον κυρίως ναό,[117] σχηματίζοντας σταυρό. Επίσης η ύπαρξη πυργίσκου στο σημείο τομής των κεραιών του σταυρού για φωτισμό, καθώς και οι μνημειακού χαρακτήρα προσόψεις που συνήθως βρίσκονταν στο δυτικότερο σημείο του κτιρίου.[118] Η αυλή του Καρλομάγνου φαίνεται πως ήταν η πρώτη που εισήγαγε τα μνημειακά γλυπτά στη χριστιανική τέχνη [119] και προς τα τέλη του Μέσου Μεσαίωνα, οι ανθρωπόμορφες παραστάσεις σχεδόν φυσικού μεγέθους ήταν εξαπλωμένες στις μεγαλύτερες εκκλησίες.[120]
Η καρολίγγεια τέχνη απευθυνόταν σε ένα μικρό σύνολο προσώπων της Αυλής και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες που οι ίδιοι χρηματοδοτούσαν. Οι καλλιτέχνες μέσω του έργου τους προσπάθησαν να αναβιώσουν το πνεύμα και τις μορφές της ρωμαϊκής και βυζαντινής τέχνης, ενώ η αγγλοσαξονική τέχνη από την πλευρά της είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού χαρακτηριστικών της ιρλανδικής, κελτικής και γερμανικής παράδοσης με τα διακοσμητικά στοιχεία που εισήχθησαν από τη Μεσόγειο, θέτοντας πρότυπα που ακολουθήθηκαν σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Τα θρησκευτικά τέχνεργα που σώζονται μέχρι τις ημέρες μας είναι στην πλειοψηφία τους εικονογραφημένα χειρόγραφα και σκαλίσματα σε ελεφαντοστό, τα οποία αρχικά αποτελούσαν τμήματα έργων μεταλλοτεχνίας των οποίων το μεταλλικό τμήμα κάποια στιγμή αφαιρέθηκε.[121][122] Τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα ήταν οι επιφανέστερες μορφές τέχνης, αλλά σχεδόν όλα έχουν σήμερα χαθεί με εξαίρεση κάποιους σταυρούς, όπως ο Σταυρός του Λοθάριου και αρκετές λειψανοθήκες. Άλλα τέτοια αντικείμενα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές, όπως στον χώρο της αγγλοσαξονικής Ταφής του Σάτον Χου, στο Γκουρντόν της Γαλλίας των Μεροβίγγειων, στη Guarrazar της Ισπανίας των Βησιγότθων και στο Nagyszentmiklós, στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας.[123] Σώζονται ακόμη μεγάλες καρφίτσες, σημαντικό στολίδι της ενδυμασίας των ευγενών, όπως για παράδειγμα η ιρλανδική Καρφίτσα Τάρα. Τα βιβλία με περίτεχνο διάκοσμο ήταν κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου και σώζονται σε μεγαλύτερους αριθμούς, όπως για παράδειγμα το Βιβλίο του Κελς (ιρλανδικά: Leabhar Cheanannais), τα Ευαγγέλια του Λίντισφαρν και ο Αυτοκρατορικός Codex Aureus του Αγίου Έμμεραμ, ένα από τα λίγα έργα που διατηρούν την πολύτιμη βιβλιοδεσία τους με χρυσό και ένθετα πετράδια.[124]
Στα χρόνια της ύστερης Αυτοκρατορίας, οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αναπτύξουν έναν αποτελεσματικό τύπο ιππικού και οι κατάφρακτοι ιππείς με τον βαρύ οπλισμό ανατολίτικης προέλευσης ήταν μια πρόταση υπό εξέταση. Καθώς, όμως, ο αναβολέας δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη πριν τον 8ο αιώνα, η χρησιμότητα του ιππικού ως επιθετικού μέσου ήταν περιορισμένη, επειδή δεν ήταν εφικτό να αξιοποιηθεί η πλήρης δύναμη αλόγου και αναβάτη κατά τα χτυπήματα χωρίς τον κίνδυνο ο τελευταίος να βρεθεί στο έδαφος.[125] Σαν αποτέλεσμα, το ιππικό ήταν απαραιτήτως ελαφρύ και το αποτελούσαν κυρίως τοξότες εξοπλισμένοι με σύνθετα τόξα.[126] Οι φυλές των εισβολέων έδιναν έμφαση σε τύπους στρατιωτών που ποικίλουν, από τους αγγλοσάξονες εισβολείς της Βρετανίας που ήταν κυρίως οργανωμένοι σε σώματα πεζικού μέχρι τους Βανδάλους και τους Βησιγότθους που διατηρούσαν υψηλό ποσοστό ιππέων στους στρατούς τους.[127] Η σημασία του πεζικού και του ελαφριού ιππικού σταδιακά μειώθηκε κατά την πρώιμη καρολίγγεια περίοδο, ενώ επικράτησε το βαρύ ιππικό με την εισαγωγή των αναβολέων. Μια άλλη καινοτομία που είχε αντίκτυπο και στο στρατιωτικό τομέα ήταν η εφεύρεση του μεταλλικού πετάλου, που επέτρεψε τη χρήση των αλόγων σε όλα τα είδη εδάφους.[128] Την τέχνη του πολέμου επηρέασε σημαντικά και η εξέλιξη της ρωμαϊκής σπάθας που επιμηκύνθηκε και τελειοποιήθηκε για να δώσει τη θέση της στο μεσαιωνικό σπαθί[129], καθώς επίσης και η σταδιακή αντικατάσταση της φολιδωτής πανοπλίας (scale armour) από την αλυσιδωτή (mail armour) και την ελασματική πανοπλία (lamellar armour).[130] Η στρατολόγηση ανδρών από τον ελεύθερο πληθυσμό μειώθηκε την περίοδο της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας, με τον στρατό να γίνεται περισσότερο επαγγελματικός.[131] Μια εξαίρεση παρατηρήθηκε στην αγγλοσαξονική Αγγλία όπου τον στρατό εξακολουθούσαν να αποτελούν ντόπιοι στρατολογημένοι άνδρες που συνέθεταν σώματα γνωστά με την ονομασία φυρντ (fyrd) και που καθοδηγούνταν από κατά τόπους ευγενείς.[132]
Στη διάρκεια του Ώριμου ή Μέσου Μεσαίωνα παρατηρήθηκε ραγδαία δημογραφική ανάπτυξη. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αυξήθηκε από τα 35 στα 80 εκατομμύρια μεταξύ των ετών 1000 και 1347, κάτι που κατά καιρούς αποδίδουν στη βελτίωση των μεθόδων αγροτικής παραγωγής, στη βελτίωση των κλιματικών συνθηκών, στην αύξηση των καλλιεργησίμων εδαφών χάρη στην αποψίλωση των δασών και στην απουσία εισβολών.[133][134][135] Οι χωρικοί αποτελούσαν πάνω από το 90% του πληθυσμού. Δεν κατοικούσαν πια σε απομονωμένα αγροκτήματα, αλλά συγκεντρώνονταν σε μικρές κοινότητες (αγγλικά: manors, γαλλικά: seigneuries).[134] Σε πολλές περιπτώσεις ήταν υποτελείς στους ευγενείς στους οποίους όφειλαν υπηρεσίες και ενοίκιο σε αντάλλαγμα του δικαιώματος καλλιέργειας της γης. Ο αριθμός των ελεύθερων χωρικών ήταν πολύ μικρός, ενώ ήταν περισσότεροι στον Νότο παρά στον ευρωπαϊκό Βορρά.[136] Ολόκληρη η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα των χωρικών βρισκόταν περιορισμένη στον χώρο.[137] Ήταν προσδεδεμένοι στο κτήμα όπου εργάζονταν, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις τους σε αυτό.[137]
Οι ευγενείς, τόσο εκείνοι που έφεραν ανώτερους τίτλους όσο και οι απλοί ιππότες, βασίζονταν οικονομικά στις κοινότητες και τους χωρικούς, παρόλο που οι γαίες δεν αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Στην πραγματικότητα λάμβαναν δικαίωμα εκμετάλλευσης των εισοδημάτων των γαιών από έναν υψηλότερα ιστάμενο στην κοινωνική πυραμίδα ευγενή δια μέσου του συστήματος του φεουδαλισμού. Στη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, αυτές οι γαίες, γνωστές με την ονομασία φέουδα ή τιμάρια (τσιφλίκια), κατέληξαν αντικείμενο κληρονομικού δικαιώματος. Στις περισσότερες περιοχές, μετά τον θάνατο του ευγενούς, οι γαίες του έπαψαν να διαιρούνται μεταξύ όλων των τέκνων του, όπως συνέβαινε κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, αλλά, αντίθετα, κληροδοτούνταν στον μεγαλύτερο από τους άρρενες απογόνους του.[138][139] Η κυριαρχία των ευγενών στηριζόταν στα εισοδήματα των γαιών, στον έλεγχο κάστρων, στην παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών ως βαρύ ιππικό, καθώς και στην απαλλαγή από φόρους και άλλες υποχρεώσεις.[140] Τα ισχυρά οχυρά, τα οποία αρχικά κατασκευάζονταν από ξύλο και κατόπιν από πέτρα, άρχισαν να ανεγείρονται κατά τον 9ο και 10ο αιώνα σαν αντίδραση στη γενική αταξία και έλλειψη ασφάλειας που χαρακτήριζαν την εποχή αυτή. Τα τελευταία προσέφεραν προστασία τόσο από τους ξένους εισβολείς, όσο και από τις βλέψεις αντιπάλων ευγενών. Οι οχυρώσεις αυτές αποτελούσαν παράγοντα σταθεροποίησης του φεουδαρχικού συστήματος καθώς εξασφάλιζαν σχετική αυτονομία στους ευγενείς από τους βασιλείς και άλλους ισχυρούς άρχοντες.[140] Η τάξη των ευγενών είχε επίσης υποκατηγορίες. Οι βασιλείς και οι ανώτατοι ευγενείς έλεγχαν μεγάλες επικράτειες ενώ παράλληλα εξουσίαζαν άλλους κατώτερους ευγενείς. Οι τελευταίοι είχαν τον έλεγχο μικρότερων εκτάσεων και λιγότερου αριθμού χωρικών. Ακόμη χαμηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα ήταν οι ιππότες, ο χαμηλότερος βαθμός ευγενείας, οι οποίοι δεν είχαν στην κατοχή τους δική τους γη και όφειλαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ισχυρότερους άρχοντες.[141] Κατά συνέπεια, παρατηρείται μια πυραμιδοειδής δομή, όπου ο ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασιζόταν στην ανταπόκριση των φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να επιστρέψουν στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη και την καλλιέργεια της γης.[142]
Ο κλήρος ήταν επίσης διαιρεμένος σε δύο κατηγορίες: στον κοσμικό κλήρο, που κατοικούσε και δρούσε μέσα στην κοινωνία, και στον μοναχικό κλήρο.[143] Σε ολόκληρη την περίοδο αυτή οι κληρικοί ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού και υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούσε το 1%. Τα περισσότερα μέλη του μοναχικού κλήρου (και ειδικά των μοναχικών Ταγμάτων) αντλούνταν από την τάξη των ευγενών, από την οποία προέρχονται και τα ανώτερα μέλη του κοσμικού κλήρου. Οι τοπικοί ιερείς στις διάφορες ενορίες προέρχονταν συνήθως από την τάξη των χωρικών.[144]
Οι αστοί βρίσκονταν κοινωνικά σε μια ενδιάμεση κατάσταση καθώς δεν ενσωματώνονταν στον παραδοσιακό τριμερή διαχωρισμό της κοινωνίας σε ευγενείς, κληρικούς και χωρικούς. Λαμβάνοντας ώθηση από τη δημογραφική αύξηση, ο αστικός πληθυσμός μεγάλωσε πολύ κατά τον 12ο και 13ο αιώνα, καθώς ιδρύθηκαν νέα αστικά κέντρα και τα ήδη υπάρχοντα επεκτάθηκαν.[145] Και πάλι όμως οι κάτοικοι των πόλεων στη διάρκεια του Μεσαίωνα δεν ξεπέρασαν ποτέ το 10% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού.[146]
Στη διάρκεια του Ώριμου Μεσαίωνα, οι Εβραίοι κατοικούσαν κυρίως στην Ισπανία και σε κοινότητες που εμφανίστηκαν στη Γερμανία και στην Αγγλία τον 11ο και 12ο αιώνα. Οι Εβραίοι απολάμβαναν σχετική ασφάλεια στη μουσουλμανική Ισπανία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη δέχονταν πιέσεις να ασπαστούν τον Χριστιανισμό, αποτελώντας συχνά θύματα πογκρόμ, όπως κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας.[66] Η πλειονότητα αυτών ήταν υποχρεωμένη να κατοικεί περιορισμένα σε πόλεις καθώς δεν είχαν το δικαίωμα να κατέχουν γη.[147] Σαν αποτέλεσμα στράφηκαν για βιοποριστικούς λόγους στο εμπόριο, με το επάγγελμα να κληροδοτείται από πατέρα σε γιο. Εκτός από τους Εβραίους υπήρχαν κι άλλες θρησκευτικές μειονότητες στο περιθώριο της Ευρώπης, όπως παγανιστές Σλάβοι στην Ανατολική Ευρώπη και Μουσουλμάνοι στον Νότο.[148]
Στον Μεσαίωνα ήταν κοινωνική επιταγή οι γυναίκες να ζουν εξαρτώμενες από κάποιον άνδρα, ο οποίος μπορούσε να είναι ο πατέρας τους, ο σύζυγός τους ή κάποιος άλλος άρρενας συγγενής. Οι χήρες, οι οποίες γενικά είχαν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, υπόκεινταν επίσης σε νομικούς περιορισμούς. Οι γυναικείες δραστηριότητες περιορίζονταν στις δουλειές του νοικοκυριού και στην εκπαίδευση των παιδιών. Στην ύπαιθρο λάμβαναν επίσης μέρος στη συγκομιδή, στη φροντίδα των οικόσιτων ζώων, ενώ μπορούσαν να συνεισφέρουν στα έσοδα του νοικοκυριού παρασκευάζοντας νήμα ή ζύθο εντός του σπιτιού.[149] Οι γυναίκες των πόλεων, όπως κι εκείνες της υπαίθρου, απασχολούνταν κυρίως με τις δουλειές του νοικοκυριού, ωστόσο είχαν επίσης τη δυνατότητα ανάμειξης στο εμπόριο. Το είδος και η έκταση αυτού ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα και την εποχή.[150] Από τις γυναίκες ευγενικής καταγωγής υπήρχε η απαίτηση να φροντίζουν την εύρυθμη λειτουργία του οίκου και κατά περιόδους αναλάμβαναν τη διαχείριση της ιδιοκτησίας κάποιου άρρενα συγγενή όταν αυτός απουσίαζε, αν και γενικά αποκλείονταν από τη λήψη αποφάσεων για ζητήματα διακυβέρνησης και για ζητήματα στρατιωτικής φύσης. Ο μοναδικός ρόλος που κάποια γυναίκα μπορούσε να έχει εντός της Εκκλησίας ήταν εκείνος της καλόγριας, καθώς δεν είχε δικαίωμα στην ιεροσύνη.[149]
Στην Ιταλία και τη Φλάνδρα, η ανάπτυξη των πόλεων που απολάμβαναν σχετική διοικητική αυτονομία έδωσε ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων μορφών εμπορίου. Οι πόλεις που βάσιζαν την οικονομία τους σε αυτές γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα δημιούργησαν ένα είδος συνασπισμού με την ονομασία Χανσεατική Ένωση. Οι ιταλικές Δημοκρατίες που βάσιζαν την ισχύ τους στη θάλασσα όπως η Βενετία, η Γένοβα και η Πίζα ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Μεσογείου.[151] Μεγάλες εμποροπανηγύρεις δημιουργήθηκαν, κυρίως στη Βόρεια Γαλλία, όπου λάμβαναν χώρα συναλλαγές μεταξύ εμπόρων από ολόκληρη την ήπειρο.[152] Στα τέλη του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκαν, επίσης, νέοι εμπορικοί δρόμοι προς την Άπω Ανατολή, τους οποίους διέδωσε μέσω των υπαγορευμένων απομνημονευμάτων του ένας από τους εμπόρους αυτούς, ο Μάρκο Πόλο (πεθ. 1324). Εκτός από τις νέες εμπορικές ευκαιρίες, διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες βοήθησαν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής, που με τη σειρά της βοήθησε ακόμη περισσότερο το εμπόριο. Τέτοιες καινοτομίες ήταν η εφαρμογή της τριετούς αμειψισποράς, η χρήση νέας μορφής αρότρου,[153] η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων και αργαλειών. Η άνθηση του εμπορίου είχε σαν αποτέλεσμα και την ανάπτυξη νέων χρηματοοικονομικών τεχνικών όπως η τήρηση λογιστικών βιβλίων με το διπλογραφικό σύστημα και η ενέγγυα πίστωση. Στο πλαίσιο αυτό η Ιταλία ξεκίνησε εκ νέου να κόβει χρυσά νομίσματα, κάτι που εξαπλώθηκε αργότερα και σε άλλες χώρες.[154]
Ο Ώριμος ή Μεσαίωνας ήταν η περίοδος που σχηματίστηκαν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Οι βασιλείς της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας εδραίωσαν τη δύναμή τους και δημιούργησαν θεσμούς διακυβέρνησης που άντεξαν στον χρόνο.[155] Νέα βασίλεια όπως εκείνο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας έγιναν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στην Κεντρική Ευρώπη μετά τον προσηλυτισμό των κατοίκων τους στον Χριστιανισμό.[156] Οι Μαγυάροι οριοθέτησαν την Ουγγαρία γύρω στο 900 στα χρόνια του βασιλιά Árpád (πεθ. περ. 907) μετά από μια αλληλουχία εισβολών τον 9ο αιώνα. Οι Βόρειες Σταυροφορίες και η επέκταση των χριστιανικών βασιλείων και στρατιωτικών ταγμάτων σε περιοχές που μέχρι τότε είχαν παγανιστικές καταβολές στη Βαλτική και τη βορειοανατολική Φινλανδία, οδήγησαν πολυάριθμες φυλές γηγενών σε αναγκαστική ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.[157]
Στο αρχικό στάδιο του Μέσου Μεσαίωνα τη Γερμανία κυβερνούσε η Οθωναία Δυναστεία που βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό για την εξουσία με ισχυρούς Δούκες, όπως εκείνους της Σαξονίας και της Βαυαρίας, η επικράτεια των οποίων είχε οριοθετηθεί ήδη από την Εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων. Το 1024, τους Όθωνες διαδέχθηκε η Φραγκονιανή Δυναστεία (ή Σάλια Δυναστεία), ένα μέλος της οποίας, ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ (κυβ. 1084-1105), συγκρούστηκε με τον Πάπα για το ζήτημα του δικαιώματος διορισμού των επισκόπων.[158] Οι διάδοχοί του εξακολούθησαν να μάχονται τη Ρώμη και τους γερμανούς ευγενείς. Μια περίοδος αστάθειας ακολούθησε τον θάνατο του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ε΄ (κυβ. 1111-1125), που απεβίωσε χωρίς διάδοχο, μέχρι την ενθρόνιση του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα (κυβ. 1155–1190).[159] Παρόλο που κυβέρνησε αποτελεσματικά, τα ουσιαστικής φύσης προβλήματα συνέχισαν να υφίστανται, με αποτέλεσμα οι διάδοχοί του να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και τον 13ο αιώνα.[160] Ο εγγονός του Βαρβαρόσσα, Φρειδερίκος Β΄ (κυβ. 1220–1250), που ήταν επίσης διάδοχος του θρόνου της Σικελίας δια μέσου της μητέρας του, συγκρούστηκε κατ' εξακολούθηση με τον παπισμό και αφορίστηκε σε πολλές περιστάσεις.[161]
Στην Ανατολή, στα μέσα του 13ου αιώνα, σημαντικότερο γεγονός είναι οι κατακτήσεις των Μογγόλων, τα στρατεύματα των οποίων υπό τον Μπατού Χαν συνέτριψαν εκείνα των Ρώσων αρχικά (Μογγολική εισβολή των Ρως, 1237-1240), και κατόπιν αυτά των Πολωνών, των Ούγγρων και των Γερμανών (Μάχη της Λέγκνιτσα, 1241), κάνοντας ευρεία χρήση της κινεζικής πυρίτιδας την οποία εισήγαγαν στην Ευρώπη.[162][163] Υπό τη σκιά εσωτερικών προβλημάτων διαδοχής, οι Μογγόλοι υποχώρησαν τελικά αν και συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις μέχρι το τέλος του αιώνα. Από την πλευρά τους, η Βουλγαρία του Βόλγα και το Κράτος των Ρως καταλύθηκαν από τη Χρυσή Ορδή και οι λαοί τους υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρους υποτελείας.[164]
Στα πρώτα της βήματα η Δυναστεία των Καπετιδών στη Γαλλία δεν ήλεγχε στην πραγματικότητα παρά κάποια εδάφη στην Ιλ-ντε-Φρανς. Ωστόσο η επιρροή της εξαπλώθηκε σταδιακά κατά το πέρασμα του 11ου και 12ου αιώνα.[165] Ανάμεσα στους ισχυρότερους ευγενείς της περιόδου δεσπόζουν οι Δούκες της Νορμανδίας. Ένας από αυτούς, ο Γουλιέλμος Α΄ ο Κατακτητής (κυβ. 1035-1087) υπέταξε την Αγγλοσαξονική Αγγλία (κυβ. 1066–1087) και δημιούργησε ένα ισχυρό κράτος με εκτάσεις κι από τις δύο πλευρές της Μάγχης, το οποίο επιβίωσε με διάφορες μορφές μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα.[166][167] Νορμανδοί επίσης εγκαταστάθηκαν στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, όταν ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (πεθ. 1085) αποβιβάστηκε εκεί το 1059 και δημιούργησε ένα Δουκάτο, το οποίο αργότερα έμεινε γνωστό ως Βασίλειο της Σικελίας. Οι Ανδεγαυοί βασιλείς της Αγγλίας, Ερρίκος Β΄ (κυβ. 1154-1189) και γιος του Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόκαρδος (κυβ. 1189-1199), κυβέρνησαν κατόπιν στα εδάφη της Αγγλίας και σε σημαντικό τμήμα της νοτιοδυτικής Γαλλίας χάρις στον γάμο του πρώτου με την Ελεονώρα της Ακουιτανίας (πεθ. 1204).[168][169][170] Ο μικρότερος αδερφός του Ριχάρδου, Ιωάννης ο Ακτήμων (κυβ. 1199-1216), έχασε τη Νορμανδία και τις υπόλοιπες κτήσεις του στη Βόρεια Γαλλία το 1204, από τον Γάλλο Βασιλιά Φίλιππο Β΄ (κυβ. 1180-1223). Αυτό επέσυρε την αγανάκτηση των Άγγλων ευγενών, ενώ οι φόροι που επέβαλε ο Ιωάννης προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία ανάκτησης των χαμένων εδαφών οδήγησε στην υπογραφή το 1215 της Μάγκνα Κάρτα, ενός σημαντικού εγγράφου που προσδιόριζε τα δικαιώματα και τα προνόμια των ελεύθερων ανδρών στην Αγγλία. Ο γιος του Ερρίκος Γ΄ (κυβ. 1216-1272) οδηγήθηκε σε νέες υποχωρήσεις που περιόρισαν τη βασιλική εξουσία.[171] Στην αντίθετη κατεύθυνση, ο βασιλείς της Γαλλίας συνέχισαν να περιορίζουν την ισχύ των ευγενών, προσέθεσαν νέα εδάφη στη βασιλική σφαίρα επιρροής και συγκέντρωσαν υπό κοινό κέντρο τη διοίκηση.[172] Υπό τον Λουδοβίκο τον Θ΄ (κυβ. 1226-1270), το βασιλικό κύρος έφτασε σε νέα ύψη, τέτοια που ο βασιλιάς έγινε ρυθμιστής διαφορών σε ολόκληρη την Ευρώπη.[173] Κατά συνέπεια αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Βονιφάτιο Η΄ το 1297 (θητεία 1294-1303).[174] Στη Σκωτία, οι προσπάθειες εισβολής των Άγγλων προκάλεσαν μια σειρά πολέμων κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα που επέτρεψαν στο βασίλειο αυτό να διατηρήσει την ανεξαρτησία του.[175]
Στην ιβηρική χερσόνησο, τα χριστιανικά βασίλεια που είχαν περιοριστεί στο βορειοδυτικό τμήμα της, άρχισαν να απωθούν σταδιακά τα όρια της ισλαμικής επιρροής προς τα νότια, με την ιστορική αυτή περίοδο να μένει γνωστή με την ονομασία Reconquista (σημαίνει «επανακατάκτηση»).[176] Το 1150 περίπου ο χριστιανικός βορράς είχε οργανωθεί σε πέντε μεγάλα βασίλεια: Λεόν, Καστίλλη, Αραγωνία, Ναβάρρα και Πορτογαλία.[177] Ο μουσουλμανικός νότος, αρχικά ενωμένος υπό το Χαλιφάτο της Κόρδοβας, κατακερματίστηκε τη δεκαετία του 1030 σε πολυάριθμα ανεξάρτητα βασίλεια που αποκαλούνταν ταϊφά.[176] Αυτά συγκρούονταν με τους Χριστιανούς μέχρι τη δεκαετία του 1170, οπότε και ξαναοργανώθηκαν σε κοινή πολιτική ενότητα ως κομμάτια του Χαλιφάτου των Αλμοχαδών.[178] Η χριστιανική επέκταση προς τον νότο συνεχίστηκε τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Σεβίλλης το 1248.[179] Το Βασίλειο της Αραγωνίας μετά τη δυναστική ένωση το 1150 με την Κομητεία της Βαρκελώνης, πλέον ως Στέμμα της Αραγωνίας άρχισε να επεκτείνεται και ανατολικά προς τη νότια Ευρώπη ενσωματώνοντας και άλλα βασίλεια, κομητείες και δουκάτα όπως τη Βαλένθια, τη Σερδάνια, το Ροσελιό, το Ουρζέλ, την Προβηγκία, τη Μαγιόρκα, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Αθήνα, τη Νεοπάτρια κλπ.
Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι προέρχονταν από την κεντρική Ασία κατέκτησαν μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής, καταλαμβάνοντας την Περσία τη δεκαετία του 1040, την Αρμενία τη δεκαετία του 1060 και την Ιερουσαλήμ το 1070. Το 1071 ο τουρκικός στρατός υποχρέωσε σε ήττα το βυζαντινό στη Μάχη του Μάτζικερτ, αιχμαλωτίζοντας παράλληλα τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ (κυβ. 1068-1071), και πλέον ήταν ελεύθερος για να εισβάλει στη Μικρά Ασία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέχθηκε σοβαρό πλήγμα εφόσον έχασε ορισμένες από τις πιο πυκνοκατοικημένες επαρχίες της και σημαντικά οικονομικά κέντρα. Παρόλο που το Βυζάντιο ανασυντάχθηκε και ξαναπήρε τον έλεγχο ορισμένων περιοχών, δεν ανέκτησε ωστόσο ποτέ ξανά το σύνολο της Μικράς Ασίας και βρέθηκε πολλές φορές στη θέση του αμυνόμενου. Είχε δε να αντιμετωπίσει και την αναγεννημένη Βουλγαρία, που τον 12ο και 13ο αιώνα άρχισε να εξαπλώνεται και πάλι στα Βαλκάνια. Οι Τούρκοι υπέφεραν επίσης από ατυχίες, χάνοντας τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 και βιώνοντας εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις.[180]
Κύριος σκοπός των περίφημων Σταυροφοριών ήταν η ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους. Η Πρώτη Σταυροφορία διακηρύχθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Β΄ (θητεία 1088–1099) στη Σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Ο Ουρβανός υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών στους συμμετέχοντες και σαν αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες άνδρες από όλα τα κοινωνικά στρώματα κινητοποιήθηκαν κατά μήκος της Ευρώπης για να μεταβούν στη Μέση Ανατολή.[181] Χαρακτηριστικό της εποχής στις ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς οι Χριστιανοί αναχωρούσαν, ήταν τα πογκρόμ εναντίον ντόπιων Εβραίων. Αυτά ήταν ιδιαιτέρως βίαια στη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας, οπότε και οι εβραϊκές κοινότητες στην Κολωνία, στο Μάιντς και στη Βορμς καταστράφηκαν, όπως και άλλες κοινότητες σε πόλεις μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Ρήνου. Ένα άλλο φαινόμενο που σχετίζεται με τις Σταυροφορίες είναι η εμφάνιση ενός νέου τύπου μοναστικού τάγματος, όπως οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες Ιππότες, που συνδύαζαν πρακτικές του μοναχισμού με στρατιωτικές υπηρεσίες.[182]
Η Ιερουσαλήμ έπεσε το 1099 και οι Σταυροφόροι σταθεροποίησαν τις κατακτήσεις τους ιδρύοντας στην περιοχή τα Σταυροφορικά Κράτη. Στη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα, έλαβαν χώρα μια σειρά από ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των κρατών αυτών και των ισλαμικών που τα περιτριγύριζαν. Τα αιτήματα για υποστήριξη που έστειλαν τα κράτη αυτά προς τον Πάπα, οδήγησαν σε περαιτέρω Σταυροφορίες,[181] με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τρίτη, η οποία διεξήχθη με σκοπό την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ που είχε καταλάβει το 1187 ο Σαλαντίν (πεθ. 1193).[183] Η Τέταρτη Σταυροφορία παρεξετράπη του αρχικού της στόχου και μείωσε το κύρος του παπισμού. Τα ενετικά πλοία που μετέφεραν τους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους, άλλαξαν πορεία αποβιβάζοντας τα στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη κατελήφθη το 1204, οπότε και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.[184] Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της πρωτεύουσάς τους το 1261, ωστόσο το πλήγμα αποδείχθηκε τόσο μεγάλο που δεν ανέκτησαν ποτέ την παλαιά τους δύναμη.[185] Οι επόμενες Σταυροφορίες ήταν ολοένα και μικρότερης έκτασης και σημασίας και ήταν αποτελέσματα της πρωτοβουλίας συγκεκριμένων βασιλέων όπως ο Λουδοβίκος ο Θ΄ της Γαλλίας σε ό,τι αφορά την Έβδομη και την Όγδοη Σταυροφορία. Αυτές απέτυχαν στο να αποτρέψουν την απομόνωση των Σταυροφορικών Κρατών, τα οποία είχαν πέσει όλα σε μουσουλμανικά χέρια μέχρι το 1291.[186] Το κατ' όνομα μόνον Βασίλειο της Ιερουσαλήμ επιβίωσε με έδρα το νησί της Κύπρου για αρκετά χρόνια ακόμη.[186]
Οι Πάπες κήρυξαν τη διεξαγωγή Σταυροφοριών και σε άλλα μέρη εκτός από τους Αγίους Τόπους: στην Ισπανία, τη νότια Γαλλία και στη Βαλτική. Οι Ισπανικές Σταυροφορίες συνδέθηκαν με το κίνημα της Ρεκονκίστα, της ανάκτησης της χερσονήσου από τους Άραβες. Παρόλο που οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες Ιππότες έλαβαν μέρος στις μάχες στην Ισπανία, δημιουργήθηκαν και τοπικά ανάλογα τάγματα όπως αυτά του Καλατράβα και του Σαντιάγο στις αρχές του 12ου αιώνα.[187] Άλλες Σταυροφορίες είχαν στόχο την κατάπνιξη αιρέσεων από την Καθολική Εκκλησία, όπως οι εκστρατείες κατά των Καθαρών και κατά των Χουσιτών.[181] Η Βόρεια Ευρώπη επίσης παρέμενε εκτός της χριστιανικής σφαίρας επιρροής μέχρι τον 11ο αιώνα και οι παγανιστές που ζούσαν εκεί έγιναν στόχοι Σταυροφόρων. Το Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους δημιουργήθηκε και έδρασε στην περιοχή αυτή στις αρχές του 13ου αιώνα, μέχρι την απορρόφησή του από το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών. Το τελευταίο, παρόλο που αρχικά είχε ιδρυθεί στα Σταυροφορικά Κράτη, μετά το 1225 μετέφερε τη δράση του στη Βαλτική, ιδρύοντας θεοκρατικό κράτος με έδρα το Μάριενμπουργκ στην Πρωσία, σε βάρος της Πολωνίας και της Λιθουανίας.[188]
Τον 11ο αιώνα, εξελίξεις στον χώρο της φιλοσοφίας και της θεολογίας οδήγησαν στην αύξηση της πνευματικής κίνησης. Οι υποστηρικτές του ρεαλισμού αντιτάχθηκαν σε εκείνους του νομιναλισμού για την έννοια των «καθολικών πραγμάτων». Οι φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις αναθερμάνθηκαν μετά την εκ νέου ανακάλυψη του έργου του Αριστοτέλη και της έμφασης που αυτός έδινε στον εμπειρισμό και τον ρασιοναλισμό. Λόγιοι όπως ο Πέτρος Αβελάρδος (πεθ. 1142) και ο Πέτρος Λομβαρδός (πεθ. 1164) εισήγαγαν την αριστοτέλεια λογική στη θεολογία. Στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα παρατηρήθηκε κατά μήκος της Ευρώπης άνθηση των εκκλησιαστικών σχολείων, σηματοδοτώντας μια μετάβαση της μάθησης από τα μοναστήρια στις μεγάλες πόλεις.[189] Τα εκκλησιαστικά σχολεία αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από τα πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις.[190] Η φιλοσοφία και η θεολογία παντρεύτηκαν στον σχολαστικισμό, μια προσπάθεια από τους λογίους του 12ου και 13ου αιώνα να γεφυρώσει τη χριστιανική θεολογία με την αρχαία φιλοσοφία.[191] Αποκορύφωμα του ρεύματος αυτού ήταν το έργο του Θωμά Ακινάτη (πεθ. 1274), γνωστός για τη συγγραφή του βιβλίου Επιτομή της Θεολογίας (λατινικά: Summa Theologica).[192]
Στις αυλές των βασιλέων και των ευγενών αναπτύχθηκε η ιδεολογία της ιπποσύνης και του ευγενούς έρωτα. Αυτή η κουλτούρα εκφράστηκε κυρίως με τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας κι όχι μέσω των λατινικών, περιλαμβάνοντας ποιήματα, αφηγήσεις, θρύλους και παραδοσιακά τραγούδια που διέδιδαν οι τρουβέροι και οι περιπλανώμενοι μενεστρέλοι. Οι αφηγήσεις συχνά καταγράφονταν στη μορφή των ηρωικών εποποιιών όπως το Άσμα του Ρολάνδου, το Τραγούδι της Αντιόχειας και το Τραγούδι του Χίλντεμπραντ.[193] Κοσμικές και θρησκευτικές ιστορίες έκαναν επίσης την εμφάνισή τους.[194] Ο Γοδεφρείδος του Μονμάουθ (πεθ. περ. 1155) συνέθεσε το έργο Historia Regum Britanniae, μια συλλογή από αφηγήσεις και θρύλους γύρω από τον Βασιλιά Αρθούρο.[195] Άλλα έργα ήταν ιστορικού περιεχομένου με τη σημερινή σημασία, όπως το Gesta Friderici Imperatoris του Όθωνα φον Φράιζινγκ (πεθ. 1158), το οποίο έχει σαν θέμα τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα, αλλά και το έργο Gesta Regum του Ουίλιαμ του Μάλμσμπουρυ (πεθ. περ. 1143) με θέμα τους βασιλείς της Αγγλίας.[194]
Πρόοδος επίσης σημειώθηκε στον τομέα της Νομικής κατά τον 12ο αιώνα. Το Κοσμικό Δίκαιο, ή Ρωμαϊκό Δίκαιο, δέχθηκε νέα πνοή όταν ανακαλύφθηκε ξανά τον 11ο αιώνα ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (Corpus Juris Civilis) και ξεκίνησε να διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ένα από τα αρχαιότερα του κόσμου. Σαν αποτέλεσμα ξεκίνησε αναθεώρηση και αναδιοργάνωση του Δικαίου σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Το Κανονικό Δίκαιο, δηλαδή το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, αναπτύχθηκε εξίσου γύρω στο 1140, όταν ο μοναχός Γρατιανός συνέγραψε το έργο Decretum, το οποίο και τυποποίησε τους εκκλησιαστικούς κανόνες.[196] Υπό της επίδραση της αρχαίας ελληνικής και ισλαμικής διανόησης κατά την περίοδο αυτή της ευρωπαϊκής ιστορίας, τα ρωμαϊκά αριθμητικά ψηφία αντικαταστάθηκαν με τα δεκαδικά ψηφία με τη θεσιακή σημειογραφία, ενώ η εφεύρεση της Άλγεβρας επέτρεψε τη βαθύτερη μελέτη και πρόοδο της επιστήμης των Μαθηματικών. Η Αστρονομία επίσης γνώρισε άνθηση μετά τη μετάφραση της Αλμαγέστης του Κλαύδιου Πτολεμαίου (πεθ. 168) από τα ελληνικά στα λατινικά, ενώ η Ιατρική αποτέλεσε ένα ακόμη αντικείμενο μελέτης, ειδικά στη νότια Ιταλία, όπου η ισλαμική ιατρική άσκησε επιρροή στην Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο (Schola Medica Salernitana).[197]
Ο 12ος και 13ος αιώνας χαρακτηρίστηκαν από οικονομική ανάπτυξη και καινοτομίες στις μεθόδους παραγωγής. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ανακαλύψεις της περιόδου αυτής συγκαταλέγονται ο ανεμόμυλος, ο νερόμυλος, το μηχανικό ρολόι, η παρασκευή ποτών μέσω απόσταξης, καθώς και η χρήση του αστρολάβου.[198] Τα πρώτα γυαλιά όρασης εφευρέθηκαν γύρω στο 1286 από έναν άγνωστο Ιταλό τεχνίτη, πιθανώς στην ή κοντά στην Πίζα.[199]
Η αμειψισπορά, την οποία υιοθέτησε σταδιακά ολόκληρη η Ευρώπη,[200] επέτρεψε τη διεύρυνση των καλλιεργήσιμων εδαφών, οδηγώντας στην αύξηση της συνολικής γεωργικής παραγωγής.[201] Την καλλιέργεια των βαρύτερων εδαφών διευκόλυνε η εμφάνιση νέας μορφής αρότρου, ενώ η εφαρμογή κολάρου στα ζώα που το τραβούσαν κατά το όργωμα επέτρεψε την αντικατάσταση των βοδιών με άλογα (που είναι ταχύτερα και χρειάζονται λιγότερη τροφή).[134]
Η κατασκευή καθεδρικών ναών και κάστρων οδήγησε σε τεχνολογικές προόδους στον χώρο της αρχιτεκτονικής, δίνοντας ώθηση στην κατασκευή μεγάλων λίθινων κτισμάτων, αλλά και άλλων κατασκευών όπως διοικητικά κτίρια, κατοικίες, γέφυρες και αχυρώνες.[202]
Στον τομέα της Ναυπηγικής εμφανίστηκε μια νέα τεχνική κατασκευής πλεούμενων σύμφωνα με την αρχή «ο σκελετός πρώτα», πάνω στον οποίο προσαρμόζονταν οι σανίδες του κελύφους, που χρειαζόταν πια συχνά καλαφάτισμα με πίσσα.[203] Αντίθετα σε όλη την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα το κέλυφος του υπό κατασκευή πλοίου ολοκληρωνόταν πριν την τοποθέτηση του εσωτερικού σκελετού, ενώ το κατάρτι υψωνόταν ουσιαστικά μετά την καθέλκυση του πλοίου.[203] Μια άλλη σημαντική αλλαγή είναι η ανακάλυψη του μονού πηδαλίου, που μετακινούσε το πλοίο πολύ πιο εύκολα από το ένα ή τα δύο μεγάλα κουπιά που παλιότερα υπήρχαν κοντά στην πρύμνη.[203] Την ίδια περίπου περίοδο πρέπει να γενικεύτηκε και η χρήση των τριγωνικών πανιών, που συνοδεύτηκε από τη ναυπήγηση ακόμη ελαφρότερων εμπορικών πλοίων, που είναι γνωστά ως «λατίνια».[203] Αυτές οι αλλαγές έδωσαν τη δυνατότητα στα πλοία να ταξιδεύουν εκμεταλλευόμενα στο έπακρο τον άνεμο, έκαναν τους κωπηλάτες σχεδόν περιττούς και επέτρεψαν να γίνονται ταξίδια σε μεγαλύτερες αποστάσεις.[203]
Σε ό,τι αφορά την πολεμική τακτική, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την αύξηση των σωμάτων πεζικού με ειδικευμένους ρόλους. Στο πλευρό του βαριού ιππικού που ακόμη κυριαρχούσε, οι στρατοί συχνά περιελάμβαναν έφιππους ή πεζούς τοξότες με βαλλίστρες, καθώς και σκαπανείς και μηχανικούς.[204] Τα τόξα-βαλλίστρες, ήδη γνωστά από την Ύστερη Αρχαιότητα, εξαπλώθηκαν εν μέρει επειδή παρουσιάστηκε αύξηση στις πολιορκίες κατά τον 10ο και 11ο αιώνα.[205] Η παρουσία των τόξων αυτών στα πεδία μαχών του 12ου και 13ου αιώνα είχε σαν αποτέλεσμα και την ανάπτυξη του κράνους που προστατεύει παράλληλα και το πρόσωπο, της βαριάς πανοπλίας για το σώμα, καθώς και της ειδικής πανοπλίας για τα άλογα.[206] Η πυρίτιδα ήταν ήδη γνωστή στην Ευρώπη γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα με την πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της από τους Άγγλους εναντίον των Σκωτσέζων το 1304, αν και χρησιμοποιήθηκε απλά ως εκρηκτική ύλη κι όχι πραγματικά ως όπλο. Κανόνια είναι γνωστό πως χρησιμοποιήθηκαν σε πολιορκίες τη δεκαετία του 1320, ενώ πυροβόλα όπλα χειρός είχαν κάνει την εμφάνισή τους τη δεκαετία του 1360.[207]
Η εξάπλωση των ναών και των μοναστηριών κατά τον 10ο αιώνα οδήγησε στην ανάπτυξη λίθινων έργων αρχιτεκτονικής που τελειοποίησαν κοσμικές ρωμαϊκές φόρμες, από όπου και προέρχεται ο όρος «Ρομανική Τέχνη» (Romanesque). Όπου ήταν διαθέσιμα, υλικά παλαιότερων τούβλινων και πέτρινων ρωμαϊκών κτισμάτων ανακυκλώθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν. Το νέο αυτό είδος ύφους άνθισε και εξαπλώθηκε κατά μήκος της Ευρώπης με αξιοσημείωτη ομοιομορφία. Λίγο πριν το έτος 1000 ένα κύμα κατασκευής πέτρινων ναών εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο.[208] Τα κτίρια του ρεύματος αυτού φέρουν ογκώδεις πέτρινους τοίχους, ανοίγματα με ημικυκλικές αψίδες στην κορυφή, μικρά παράθυρα και, κυρίως στη Γαλλία, πέτρινες τοξωτές καμάρες.[209] Η μεγάλη θύρα με τα χρωματισμένα ανάγλυφα εξελίχθηκε σε κύριο χαρακτηριστικό των προσόψεων, κυρίως στη Γαλλία, ενώ τα κιονόκρανα ήταν συχνά λαξευμένα ώστε να αναπαριστούν αφηγηματικές σκηνές με φανταστικά τέρατα και ζώα.[210] Σύμφωνα με τον ιστορικό της τέχνης, Σ.Ρ. Ντόντγουελ, «σχεδόν όλες οι εκκλησίες στη Δύση ήταν διακοσμημένες με τοιχογραφίες», ελάχιστες από τις οποίες σώζονται.[211] Ταυτόχρονα με την άνθηση της ναοδομίας έλαβε χώρα και η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής μορφής του κάστρου, αποτελώντας εξέχουσας σημασίας στοιχείο στην πολιτική και στις πολεμικές επιχειρήσεις.[212]
Η Ρομανική Τέχνη, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μεταλλοτεχνία, έφτασε στο απόγειό της γεωγραφικά στην κοιλάδα του ποταμού Μεύση (διαρρέει Γαλλία, Βέλγιο και Ολλανδία). Εκεί έγιναν διακριτές συγκεκριμένες καλλιτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Νικολά του Βερντέν (πεθ. 1205) και, επίσης, εκεί αναπτύχθηκε ένα σχεδόν κλασικό ύφος το οποίο διακρίθηκε σε έργα όπως η «Κολυμπήθρα της Λιέγης»,[213] το οποίο έρχεται σε αντιδιαστολή με τα σφαδάζοντα ζώα που αναπαρίστανται στο ακριβώς σύγχρονό της «Κηροπήγιο του Γκλόσεστερ». Ογκώδεις εικονογραφημένες Βίβλοι και ψαλτήρια αποτελούσαν την τυπική μορφή πολυτελών χειρογράφων. Η τέχνη της Τοιχογραφίας άνθιζε στους ναούς, ακολουθώντας συνήθως το μοτίβο της Δευτέρας Παρουσίας στον δυτικό τοίχο, του Παντοκράτορα στο ανατολικό άκρο και αφηγηματικές βιβλικές σκηνές κατά μήκος του κεντρικού κλίτους, ή στη θολωτή σε μορφή βαρελιού οροφή (με πιο αξιοπρόσεκτο παράδειγμα τον Ναό του Σαντ-Σαβίν-σιρ-Γκαρτέμπ).[214]
Από τις αρχές του 12ου αιώνα, οι Γάλλοι χτίστες ανέπτυξαν τον Γοτθικό Ρυθμό, το οποίο χαρακτηρίζουν οι θόλοι με νευρώσεις, τα οξυκόρυφα τόξα, οι αντηρίδες και τα μεγάλα βιτρώ παράθυρα. Εφαρμόστηκε κυρίως σε εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς συνεχίζοντας να κυριαρχεί μέχρι και τον 16ο αιώνα σε μεγάλο κομμάτι της Ευρώπης. Κλασικά παραδείγματα του αρχιτεκτονικού αυτού ρεύματος είναι ο Καθεδρικός Ναός της Σαρτρ στη Γαλλία και ο Καθεδρικός Ναός του Σώλσμπερυ στην Αγγλία.[215] Τα βιτρώ εξελίχθηκαν σε εξέχουσας σημασίας κομμάτι του σχεδιασμού των ναών, που συνέχιζαν να διακοσμούνται με εκτεταμένες τοιχογραφίες, σχεδόν καμία από τις οποίες δεν επιβιώνει ως τις ημέρες μας.[216]
Την περίοδο αυτή, η εικονογράφηση χειρογράφων σταδιακά πέρασε από τα μοναστήρια στα κοσμικά εργαστήρια, έτσι ώστε, σύμφωνα με την ιστορικό Τζανέττα Μπέντον, «μέχρι το 1300 οι περισσότεροι μοναχοί αγόραζαν τα βιβλία τους από καταστήματα».[217] Παράλληλα το Βιβλίο των Ωρών έγινε το συνηθέστερο λατρευτικό ανάγνωσμα για τον απλό κόσμο. Η μεταλλοτεχνία συνέχισε να αποτελεί την επιφανέστερη μορφή τέχνης, με το σμάλτο από τη Λιμόζ να αποτελεί δημοφιλή και σχετικά προσιτή επιλογή για αντικείμενα όπως λειψανοθήκες και σταυρούς.[218] Στην Ιταλία οι καινοτομίες των Τσιμαμπούε (πεθ. 1302) και Ντούτσιο (πεθ. περ. 1318), τους οποίους ακολούθησε ο σημαντικός καλλιτέχνης του Τρετσέντο, ο Τζιότο (πεθ. 1337), είχαν μεγάλη συμβολή στον εξευγενισμό και στην αναγνώριση της σημασίας της τέχνης της ζωγραφικής σε πλαίσιο ή τοίχο.[219] Η οικονομική ευμάρεια του 12ου αιώνα βοήθησε την παραγωγή έργων τέχνης μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Πολλά λαξευμένα σε ελεφαντόδοντο αντικείμενα, όπως παιχνίδια, χτένες και μικρά θρησκευτικά αγαλματίδια διασώζονται.[220]
Η μεσαιωνική μουσική ήταν κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το γρηγοριανό μέλος ήταν η επικρατούσα φόρμα. Η μουσική διαφοροποιήθηκε κατά τον Μέσο Μεσαίωνα με την εμφάνιση του οργάνου (του παλαιότερου είδους πολυφωνικής μουσικής), του conductus, του μοτέτου. Η μουσική σημειογραφία επινοήθηκε επίσης την περίοδο αυτή.[221]
Η μεταρρύθμιση αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας των μοναστηριών αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα συζήτησης του 11ου αιώνα, καθώς άρχουσες τάξεις ανησυχούσαν πως οι άνθρωποι του κλήρου δεν περιορίζονταν στην αυστηρή θρησκευτική ζωή. Το Αββαείο του Κλυνύ, που χτίστηκε κοντά στην Μακόν της κεντροανατολικής Γαλλίας το 909, ιδρύθηκε στα πλαίσια μιας ευρύτερης προσπάθειας επαναπροσδιορισμού της μοναστηριακής πειθαρχημένης ζωής.[222] Είχε σαν στόχο τη διατήρηση της υψηλού επιπέδου πνευματικής ζωής υπό την άμεση προστασία και καθοδήγηση από τον Πάπα. Εξέλεγε εκ των έσω το δικό του αββά χωρίς την παρέμβαση εξωεκκλησιαστικών προσώπων, διατηρώντας έτσι την οικονομική και πολιτική του ανεξαρτησία από τους τοπικούς λαϊκούς άρχοντες.[223] Οι μοναχοί του Κλυνύ έγιναν γρήγορα ονομαστοί για την αυστηρότητα και τη λιτότητα του βίου τους, αποτελώντας πρότυπο μίμησης για τους μοναχούς ολόκληρης της ηπείρου.
Οι μοναστηριακές μεταρρυθμίσεις ενέπνευσαν αλλαγές και στην κοσμική εκκλησία. Τα ιδεολογικά τους θεμέλια έθεσε ο Πάπας Λέων Θ΄ (θητεία 1049-1054). Η ιδέα της αυτοδιάθεσης του κλήρου αποτέλεσε και το αίτιο μιας σειράς δυναμικών συγκρούσεων στα τέλη του 11ου αιώνα. Επίκεντρο αυτών ήταν ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (θητεία 1073-1085) και ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ (κυβ. 1084–1105). Οι τελευταίοι ήρθαν αρχικά σε αντιπαράθεση για το ποιος είχε το δικαίωμα διορισμού επισκόπων, κάτι που εξελίχθηκε σε ανοιχτή διαμάχη για ζητήματα ανέλιξης στην εκκλησιαστική ιεραρχία, για το αν θα έπρεπε οι κληρικοί να έχουν ή όχι δικαίωμα στο γάμο, καθώς και για το ακανθώδες θέμα της Σιμωνίας, της προαγωγής, δηλαδή, κληρικών και μοναχών σε εκκλησιαστικό αξίωμα με προσφορά οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ο Αυτοκράτορας θεωρούσε ότι η προστασία της Εκκλησίας ενέπιπτε στα δικά του καθήκοντα, ενώ, παράλληλα, επιθυμούσε να διατηρήσει ο ίδιος το δικαίωμα διορισμού επισκόπων στις έδρες εντός των δικών του εδαφών. Αντίθετα ο Πάπας επέμενε πως η Εκκλησία θα έπρεπε να είναι παντελώς ανεξάρτητη από τους λαϊκούς ηγεμόνες. Το περίφημο Κονκορδάτο της Βορμς το 1122 επέλυσε τα ζητήματα αυτά μόνο εν μέρει. Ωστόσο είχε πλέον λάβει χώρα ένα σημαντικό βήμα για τη δημιουργία μιας παπικής μοναρχίας ξεχωριστής και ίσης με τις λαϊκές αρχές. Επιπλέον, είχε ως πολύ σημαντικό αποτέλεσμα την ενδυνάμωση των τοπικών Γερμανών αρχόντων-πριγκίπων σε βάρος των Αυτοκρατόρων.[222]
Ο Ώριμος Μεσαίωνας ήταν μια περίοδος έντονης θρησκευτικής κινητοποίησης, που εκφράστηκε για παράδειγμα με τη δημιουργία νέων μοναστικών ταγμάτων όπως οι Καρθουσιανοί και οι Σιστερσιανοί. Αυτά δημιουργήθηκαν ως απάντηση στις ανησυχίες του απλού λαού, ο οποίος εκτίμησε ότι ο μοναχισμός στα πρότυπα των Βενεδικτίνων δεν ανταποκρινόταν πια στις ανάγκες τους και που επιθυμούσε την επάνοδο του αναχωρητισμού των πρώτων χριστιανικών χρόνων.[182] Τα ταξίδια με σκοπό το προσκύνημα έτυχαν μεγάλης ενθάρρυνσης την εποχή αυτή. Παλαιά κέντρα προσκυνήματος όπως η Ρώμη, η Ιερουσαλήμ και η Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα προσέλκυαν αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών, ενώ νέοι προορισμοί όπως το Μόντε Γκαργκάνο και το Μπάρι κέρδισαν μεγαλύτερη φήμη.[224]
Τον 13ο αιώνα οι Φραγκισκανοί και οι Δομινικανοί, τα λεγόμενα επαιτικά τάγματα, έλαβαν επίσημη αναγνώριση από τον Πάπα. Οι μοναχοί που άνηκαν σε αυτά έπαιρναν όρκους που τους απέτρεπαν να αποκτήσουν υλικά αγαθά και επιβίωναν ζητιανεύοντας.[225] Άλλες θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Βαλδένσιοι, οι Ουμιλιάτοι και οι Καθαροί, που επίσης είχαν σαν κέντρο της διδασκαλίας τους την επιστροφή στις απαρχές του χριστιανισμού, αποτέλεσαν στόχο του παπισμού ως αιρετικοί. Κατ' επέκταση διώχθηκαν συστηματικά και με εκστρατείες όπως η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, εξουδετερώθηκαν από τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση.[226]
Τα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα χαρακτηρίστηκαν από την αργή μετάβαση από τη Μεσαιωνική Θερμή Περίοδο στη Μικρή Εποχή των Παγετώνων.[227] Κατά τα έτη 1313-1314 και 1317-1321 σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώθηκαν εκτεταμένες βροχοπτώσεις.[228] Μια ακολουθία από αποτυχημένες σοδειές [228] είχε σαν αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις τροφίμων εκ των οποίων η σημαντικότερη, εκείνη του 1315-1317 προκάλεσε πολλά εκατομμύρια θανάτους από υποσιτισμό.[229] Η κλιματική αλλαγή συνοδεύτηκε από πτώση της μέσης θερμοκρασίας που με τη σειρά της οδήγησε σε μαρασμό της οικονομικής ζωής.[230]
Τη δυσχερή αυτή κατάσταση ακολούθησε το 1347 ο Μαύρος Θάνατος, μια πανδημία που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη σε χρονικό παράθυρο τριών ετών.[231] Ο απολογισμός άγγιζε πιθανώς τα 35 εκατομμύρια νεκρούς Ευρωπαίους, κάπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού. Τα αστικά κέντρα χτυπήθηκαν περισσότερο εξαιτίας της πυκνής κατοίκησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πόλη του Λύμπεκ στη Γερμανία που έχασε το 90% των κατοίκων της.[232] Οι συνθήκες χειροτέρεψαν περαιτέρω εξαιτίας της περιοδικής επανεμφάνισης του λοιμού για το υπόλοιπο του 14ου αιώνα, αλλά και αραιότερα μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα.[231]
Το τραύμα του Μαύρου Θανάτου έδωσε ώθηση στην ευσέβεια, κάτι που διαφαίνεται από την εμφάνιση νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και του κινήματος των αυτομαστιγούμενων.[233] Παράλληλα παρατηρήθηκε αύξηση των διωγμών κατά των Εβραίων που χρησιμοποιήθηκαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι επειδή τάχα προκάλεσαν την επιδημία.[233] Οι εβραϊκές κοινότητες εκδιώχθηκαν από την Αγγλία το 1290 και από τη Γαλλία το 1306. Αν και ορισμένοι επέστρεψαν σταδιακά στη Γαλλία, στους περισσότερους δεν επιτράπηκε, με αποτέλεσμα να μεταναστεύσουν στα ανατολικά, κυρίως στην Πολωνία και την Ουγγαρία.[234] Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492, σκορπίζοντας στην Τουρκία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ολλανδία.[66]
Μεγάλες εκτάσεις γης έμειναν με ελάχιστους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι γαιοκτήμονες να μην διαθέτουν αρκετούς πρόθυμους καλλιεργητές των εδαφών τους χωρίς να αυξήσουν τις αμοιβές τους. Κατά συνέπεια είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραστικά. Την ίδια στιγμή οι δουλοπάροικοι της Δύσης κατάφεραν να μετατρέψουν την εργασία που στο παρελθόν όφειλαν τους γαιοκτήμονες σε ενοίκια τοις μετρητοίς.[235] Το ποσοστό των δουλοπάροικων μεταξύ του απλού λαού μειώθηκε από το υψηλό 90 στο αρκετά χαμηλότερο 50 τοις εκατό μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής.[236] Οι γαίες με χαμηλή απόδοση εγκαταλείφτηκαν και οι επιζώντες επικεντρώθηκαν στις γονιμότερες ζώνες.[237] Ενώ στη δυτική Ευρώπη το σύστημα της φεουδαρχίας παρήκμασε, στην Ανατολή γνώρισε άνθηση καθώς επιβλήθηκε έντονα σε πληθυσμούς που μέχρι τότε απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία.[238] Οι ιδιοκτήτες γης από την πλευρά τους ευαισθητοποιήθηκαν περισσότερο στο συμφέρον που μοιράζονταν με τους γείτονές τους και συμμάχησαν προκειμένου να αντλήσουν περισσότερα προνόμια από τους κυβερνώντες.
Εν μέρει εξαιτίας της πίεσης των γαιοκτημόνων, οι κυβερνώντες προσπάθησαν να επιβάλουν νομοθετικά μέτρα που θα επανέφεραν τις οικονομικές συνθήκες πριν την εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου.[235] Εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών τα ημερομίσθια των εργατών αυξήθηκαν στη Δύση, κάτι που αντιμετωπίστηκε από την άρχουσα τάξη με νομοθετικά μέτρα, όπως το Εργατικό Διάταγμα του 1349 στην Αγγλία, το οποίο οριοθετούσε τις εργατικές αμοιβές και τις τιμές των προϊόντων, αποτελώντας την απαρχή του Αγγλικού Εργατικού Δικαίου. Οι συνθήκες αυτές προκάλεσαν εξεγέρσεις όπως η Μεγάλη Ζακερί στη Γαλλία το 1358, η Επανάσταση των Χωρικών στην Αγγλία το 1381,[239] καθώς κι άλλους ξεσηκωμούς στη Φλωρεντία της Ιταλίας, τη Γάνδη και την Μπριζ της Φλάνδρας.
Εμπορική επανάσταση εμφανίστηκε στη Βόρεια Ιταλία του 13ου αιώνα με την πρώτη ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος στην Ιταλία του 13ου αιώνα.[240] Οι επιχειρηματίες του τομέα αυτού, όπως οι Φούγγερ στη Γερμανία, οι Μέδικοι στην Ιταλία και προσωπικότητες όπως ο Ζακ Κερ (πεθ. 1456) στη Γαλλία, συγκέντρωσαν σημαντικές περιουσίες και απέκτησαν μεγάλη πολιτική επιρροή.[241] Η εξάπλωση των τραπεζών συνεχίστηκε και τον 14ο αιώνα, εν μέρει χάρις στις πολλές πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου αυτής και τις αυξανόμενες ανάγκες του παπισμού να κυκλοφορεί χρήματα μεταξύ των βασιλείων. Τραπεζικές επιχειρήσεις δάνειζαν χρήματα σε βασιλείς με μεγάλο κίνδυνο, καθώς πολλές χρεοκόπησαν όταν αυτοί αρνήθηκαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους.[242]
Ένα νέο σύστημα χρηματοδότησης επέτρεψε στη Βενετία να απασχολήσει χιλιάδες εργάτες παράγοντας πλεούμενα με ρυθμούς σχεδόν βιομηχανικούς. Στις πόλεις αναπτύχθηκαν συντεχνίες για κάθε επαγγελματικό κλάδο, ενώ διάφοροι οργανισμοί εξασφάλισαν εμπορικά μονοπώλια.[243] Αντίστοιχα, οι εμποροπανηγύρεις παρήκμασαν με τη δημιουργία θαλάσσιων δρόμων μεταξύ της Μεσογείου και της Βόρειας Ευρώπης. Πόλεις όπως η Μπριζ μετατράπηκαν σε οικονομικά κέντρα, όπου έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα χρηματιστήρια. Στα πλαίσια όλων αυτών το ποσοστό των εγγράμματων μεταξύ των μη-κληρικών ολοένα και αυξανόταν, ενώ οι αστοί ξεκίνησαν να δείχνουν ενδιαφέρον για την ιπποσύνη μιμούμενοι τους ευγενείς.[244]
Μετά τη δραστική μείωση του πληθυσμού που επέφερε ο Μαύρος Θάνατος, ο αστικός πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται εντυπωσιακά. Μέχρι το 1500, η Βενετία, το Μιλάνο, η Νάπολη, το Παρίσι και η Κωνσταντινούπολη είχαν να επιδείξουν περισσότερους από 100.000 κατοίκους η καθεμία, ενώ είκοσι ακόμη πόλεις είχαν πληθυσμό που ξεπερνούσε τους 40.000 κατοίκους.[245]
Ο Ύστερος Μεσαίωνας υπήρξε μάρτυρας της ανόδου ισχυρών, χτισμένων γύρω από τη βασιλική εξουσία κρατών-εθνών σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στα χριστιανικά βασίλεια της ιβηρικής χερσονήσου: Αραγωνία, Καστίλλη και Πορτογαλία. Οι μακρές συγκρούσεις της εποχής αυτής αύξησαν τη βασιλική επιρροή έναντι των τοπικών αρχόντων και μεγάλωσαν την επικράτεια που αυτή κάλυπτε.[246] Ωστόσο, η διεξαγωγή πολέμων απαιτούσε περισσότερους φόρους, καθώς και αύξηση της αποτελεσματικότητας του τρόπου που αυτοί θα συλλέγονταν.[247] Η ανάγκη της διατήρησης της υποστήριξης των βασιλέων από τους φορολογούμενους σήμαινε και την αύξηση των εξουσιών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, όπως το Αγγλικό Κοινοβούλιο και οι Γενικές Τάξεις στη Γαλλία.[248]
Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 14ου αιώνα, οι Γάλλοι βασιλείς προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε βάρος των τοπικών ευγενών,[249] όμως η απόπειρα απόσπασης από τους Άγγλους των εδαφών που ήλεγχαν στα νοτιοδυτικά της Γαλλίας οδήγησαν στον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453).[250] Στην αρχή του πολέμου οι Άγγλοι υπό τον Εδουάρδο Γ΄ (κυβ. 1327-1377) και τον γιο του Εδουάρδο, τον Μαύρο Πρίγκιπα (πεθ. 1376), κέρδισαν τις μάχες του Κρεσύ (1346), του Πουατιέ (1356) και του Αζενκούρ (1415), κατέλαβαν την πόλη του Καλαί και πήραν τον έλεγχο πολύ μεγάλου μέρους της Γαλλίας.[251] Οι ζυμώσεις που ακολούθησαν οδήγησαν σχεδόν στην αποσύνθεση του γαλλικού βασιλείου.[252] Στις αρχές του 15ου αιώνα, ωστόσο, η κατάσταση αντιστράφηκε όταν οι στρατιωτικές επιτυχίες της Ιωάννας της Λωρραίνης (πεθ. 1431) προς τα τέλη της δεκαετίας του 1420 έφεραν τη νίκη των Γάλλων απέναντι στους Άγγλους, καθώς και την κατάληψη των τελευταίων αγγλικών κτήσεων στα ηπειρωτικά το 1453 (με εξαίρεση το Καλαί).[253] Το κόστος ήταν, μολαταύτα, δυσβάστακτο καθώς η οικονομική δραστηριότητα είχε πληγεί και ο πληθυσμός της Γαλλίας στο τέλος του πολέμου είχε κατά πάσα πιθανότητα μειωθεί γύρω στο μισό σε σχέση με την αρχή του. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος είχε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας και των δύο λαών, ενώνοντας τις τοπικιστικές συνειδήσεις σε ένα κοινό εθνικό ιδεώδες.[254] Η σύγκρουση με τη Γαλλία βοήθησε επίσης στην πολιτιστική διαφοροποίηση της Αγγλίας από τη γαλλική κουλτούρα, η οποία και ήταν η επικρατούσα τάση στα βρετανικά νησιά πριν την έναρξη του Εκατονταετούς Πολέμου. Στη διάρκεια του τελευταίου, όπως είναι αναμενόμενο, παρατηρήθηκαν και τεχνολογικές εξελίξεις στον οπλισμό, με το αγγλικό μακρύ τόξο (longbow) να παρουσιάζει μεγάλη αποτελεσματικότητα στα πρώτα χρόνια,[255] για να αποβεί υποδεέστερο των κανονιών προς τα τέλη των συγκρούσεων.[256]
Η Αγγλία, μετά την ήττα της στον Εκατονταετή Πόλεμο, υπέφερε από ένα μακροχρόνιο εμφύλιο σπαραγμό, γνωστό στους σύγχρονους ιστορικούς με την ονομασία ως Πόλεμος των Ρόδων (1455–1487) [257] ο οποίος τερματίστηκε μόνον όταν ο Ερρίκος Τυδώρ (κυβ. 1485–1509 ως Ερρίκος Ζ΄) ανήλθε στον θρόνο, μετά την καθοριστική νίκη του απέναντι στον Ριχάρδο Γ΄ (κυβ. 1483-1485) στη Μάχη του Μπόσγουορθ το 1485.[258] Η Σκωτία ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Άγγλους υπό τον Ροβέρτο Α΄ Μπρους (κυβ. 1306-1329), ο οποίος εξασφάλισε την παπική αποδοχή το 1328.[175] Στα εδαφικά όρια του σημερινού κράτους της Γερμανίας η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολούθησε να υφίσταται, εντούτοις το γεγονός ότι το στέμμα μεταβιβαζόταν με διαδικασία εκλογής δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός κράτους με επίκεντρο μια ισχυρή δυναστεία.[259] Ακόμη πιο ανατολικά, τα βασίλεια της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βοημίας κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο σε ισχύ.[260] Στην ιβηρική χερσόνησο τα χριστιανικά έθνη κέρδιζαν όλο και περισσότερα εδάφη από τους Μουσουλμάνους.[260] Η Πορτογαλία επικεντρώθηκε στη δημιουργία θαλασσοκρατορίας τη στιγμή που τα άλλα βασίλεια μαστίζονταν από διάφορες έριδες, κυρίως για θέματα διαδοχής.[257][261] Η Σκανδιναβία απόλαυσε μια περίοδο σταθερότητας και ενότητας υπό την Ένωση του Κάλμαρ (τέλη 14ου και αρχές 15ου αιώνα), μα διασπάστηκε ξανά μετά τον θάνατο της Μαργαρίτας Α΄ της Δανίας (κυβ. 1387–1412), η οποία κυβερνούσε ενωμένες τη Νορβηγία, τη Δανία και τη Σουηδία. Η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας παρέμενε από τον Μέσο Μεσαίωνα η Χανσεατική Ένωση, μια συνομοσπονδία πόλεων-κρατών με εμπορικά συμφέροντα από τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Ρωσία.[262]
Παρόλο που η Δυναστεία των Παλαιολόγων ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη από τους Δυτικοευρωπαίους το 1261, δεν κατόρθωσε ποτέ να επαναφέρει την Αυτοκρατορία στα παλαιά της σύνορα. Ο έλεγχός της περιορίστηκε σε μικρό μόλις τμήμα των Βαλκανίων γύρω από την πρωτεύουσα, στην ίδια την πόλη και σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου Πελάγους. Τα εδάφη των Βαλκανίων που στο παρελθόν ανήκαν στους Βυζαντινούς μοιράστηκαν μεταξύ του Βασιλείου της Σερβίας, της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και της Δημοκρατίας της Βενετίας. Την εξουσία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων απείλησε μια νέα φυλή τουρκικής καταγωγής, οι Οθωμανοί, που εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην Ανατολία τον 13ο αιώνα. Οι Οθωμανοί εξαπλώθηκαν σταδιακά τον 14ο αιώνα προς την Ευρώπη, υποτάσσοντας τη Βουλγαρία μέχρι το 1366 και καταλαμβάνοντας τη Σερβία μετά την ήττα της στη Μάχη του Κοσσόβου το 1389. Οι Δυτικοί εισάκουσαν εν τέλει τις ικεσίες για βοήθεια των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων οργανώνοντας νέα σταυροφορία το 1396. Ισχυρός στρατός εστάλη στη χερσόνησο, για να ηττηθεί ωστόσο στη Μάχη της Νικοπόλεως την ίδια χρονιά.[263] Η ίδια η Κωνσταντινούπολη έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1453 γράφοντας τον επίλογο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά από χίλια περίπου χρόνια ιστορίας.[264]
Στη διάρκεια του ταραγμένου 14ου αιώνα έλαβε χώρα η προσωρινή μεταφορά της παπικής έδρας στην πόλη Αβινιόν της Νότιας Γαλλίας (1305–1378).[265] Η μπερδεμένη αυτή κατάσταση αυτή προέκυψε αρχικά εξαιτίας της σύγκρουσης του Πάπα Βονιφάτιου Η΄ (θητεία 1294-1303) με τον βασιλιά Φίλιππο Δ΄ της Γαλλίας (κυβ. 1285–1314) αναφορικά με τα όρια της παπικής εξουσίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής - η οποία αποκλήθηκε και Βαβυλώνια Αιχμαλωσία του Παπισμού (αναφορά στη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία των Εβραίων) - η Εκκλησία βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο Γαλλικού Στέμματος. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ (θητεία 1370-1378) επέλεξε να επιστρέψει στη Ρώμη το 1377, αλλά η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και ο αναμορφωτικός αυταρχισμός του διαδόχου του, Ουρβανού ΣΤ΄ (θητεία 1378-1389) προκάλεσαν το Μέγα Σχίσμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το τελευταίο αποτελεί μια περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας, με διάρκεια από το 1378 μέχρι το 1418, οπότε και συνυπήρχαν δύο ή τρεις αντιμαχόμενοι για το αξίωμα Πάπες, καθέναν από τους οποίους υποστήριζαν για πολιτικούς λόγους και άλλοι συνασπισμοί κρατών. Στις αρχές του 15ου αιώνα, μετά από έναν αιώνα έριδας, οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα Σιγισμόνδου (κυβ. 1433–1437) συναντήθηκαν στην Κωνσταντία της Γερμανίας το 1414. Τον επόμενο χρόνο η Σύνοδος αυτή καθαίρεσε τον έναν από τους Πάπες, αφήνοντας πλέον δύο διεκδικητές του θρόνου του Αγίου Πέτρου. Ακολούθησαν κι άλλες καθαιρέσεις, μέχρι που τον Νοέμβριο του 1417 η Σύνοδος αναγόρευσε Πάπα τον Μαρτίνο Ε΄ (θητεία 1417-1431) και το Σχίσμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έληξε.[266]
Εκτός από το Μέγα Σχίσμα, η Δυτική Εκκλησία υπέφερε επιπλέον από θεολογικές αποκλίσεις στο επίσημο δόγμα της, μερικές από τις οποίες αντιμετωπίστηκαν και πατάχθηκαν ως αιρέσεις. Ο Τζον Γουάικλιφ (πεθ. 1384), ένας Άγγλος θεολόγος, καταδικάστηκε ως αιρετικός το 1415. Αυτό συνέβη επειδή δίδασκε ότι οι λαϊκοί θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα προσωπικής μελέτης της Βίβλου, αλλά και γιατί διατύπωσε απόψεις για τη Θεία Ευχαριστία που ήταν αντίθετες με τις επίσημες διδαχές της Εκκλησίας.[267] Η διδασκαλία του Γουάικλιφ επηρέασε με τη σειρά της δύο από τις κύριες αιρέσεις του Ύστερου Μεσαίωνα: τον Λολλαρδισμό στην Αγγλία και τον Ουσσιτισμό στη Βοημία.[268] Οι Βοημοί δέχθηκαν επιρροή από τη διδασκαλία του Γιαν Χους, ο οποίος καταδικάστηκε τελικά από τη Σύνοδο της Κωνσταντίας ως αιρετικός και κάηκε στην πυρά το 1415. Οι οπαδοί του, ωστόσο, παρόλο που αποτέλεσαν στόχο διώξεων, συνέχισαν να δραστηριοποιούνται για πολλά χρόνια, ξεπερνώντας το χρονικό πλαίσιο του Μεσαίωνα.[269] Άλλες κατηγορίες για αίρεση φαίνεται πως ήταν ψευδείς με κρυφά οφέλη για τους κατηγόρους, όπως για παράδειγμα οι κατηγορίες εναντίον των Ναϊτών. Αυτές οδήγησαν στη διάλυση του Τάγματος το 1312 και στον διαμοιρασμό του τεράστιου υλικού πλούτου του μεταξύ του Γάλλου Βασιλιά Φιλίππου Δ΄ και των Ιωαννιτών Ιπποτών.[270]
Η Εκκλησία υπό τον Πάπα αποσαφήνισε περισσότερο την έννοια της μετουσίωσης στη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα, υποστηρίζοντας ότι μόνο οι κληρικοί θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση στον οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Κατά συνέπεια μεγάλωσε η απόσταση που χώριζε τους κληρικούς από τους λαϊκούς. Οι τελευταίοι συνέχισαν, ωστόσο, να λαμβάνουν μέρος σε προσκυνήματα, να λατρεύουν τα ιερά λείψανα και να πιστεύουν στη δύναμη του Διαβόλου. Μυστικιστές όπως ο Διδάσκαλος Έκχαρτ (πεθ. 1327) ή ο Θωμάς α Κέμπις (πεθ. 1471) συνέγραψαν κείμενα μέσω των οποίων προέτρεπαν τους απλούς ανθρώπους να επικεντρώνονται στην εσωτερική τους πνευματικότητα, προετοιμάζοντας τον δρόμο για την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Εκτός από τον μυστικισμό εξαπλώθηκε επίσης η δεισιδαιμονία, με την Εκκλησία να συνηγορεί μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα στον λαϊκίστικο φόβο κατά των μαγισσών καταδικάζοντας επίσημα μάγισσες το 1484 και δημοσιεύοντας το 1486 το Malleus Maleficarum, ένα αλφαβητάρι για τους επίδοξους κυνηγούς μαγισσών.[271]
Στη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα εξαπλώθηκε ένα ρεύμα αντίδρασης προς τη μέχρι τότε επικρατούσα τάση του σχολαστικισμού. Πρωτεργάτες του κινήματος αυτού ήταν ο Σκωτσέζος Τζον Ντανς (πεθ. 1308) και ο Άγγλος φραγκισκανός μοναχός Γουλιέλμος του Όκαμ (πεθ. περ. 1348). Οι δύο λόγιοι διαφωνούσαν με την ανάμειξη της λογικής σκέψης και της θρησκευτικής πίστης. Ο Όκαμ επέμενε στην άποψη ότι η ανεξαρτησία της λογικής από την πίστη θα επέτρεπε τον διαχωρισμό της Επιστήμης από τη Θεολογία και τη Φιλοσοφία.[272][273] Σε ό,τι αφορά τη νομική επιστήμη, ο ρωμαϊκός νόμος απέκτησε βαρύτητα σε τομείς που μέχρι τότε κυριαρχούσε το εθιμικό δίκαιο. Εξαίρεση στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η Αγγλία, όπου το εθιμικό δίκαιο (common law) παρέμεινε ισχυρό.[274] Νέα νομοθετικά έργα έλαβαν χώρα σε κράτη όπως η Καστίλλη, η Πολωνία και η Λιθουανία.[274]
Η εκπαίδευση εξακολουθούσε να επικεντρώνεται γύρω από τη διαμόρφωση των μελλοντικών μελών του κλήρου. Η βασική εκπαίδευση στη γραφή, στην ανάγνωση και στην αριθμητική λάμβανε χώρα στο οικογενειακό περιβάλλον ή υπό την εποπτεία του τοπικού ιερέα. Ωστόσο η μελέτη των πιο εκλεπτυσμένων αντικειμένων του trivium (γραμματική, ρητορική και διαλεκτική) πραγματοποιούταν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα των καθεδρικών ναών ή στα πανεπιστήμια των αστικών κέντρων τα οποία πλήθυναν.[273] Επίσης αυξήθηκαν σε αριθμό οι εμπορικές σχολές και κάποιες ιταλικές πόλεις διέθεταν περισσότερες από μία. Μια νέα τάση ήταν η αυξανόμενη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας στη γραμματεία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα συγγραφείς όπως ο Δάντης (πεθ. 1321), ο Πετράρχης (πεθ. 1374) και ο Βοκάκιος (πεθ. 1375) στην Ιταλία, ο Τζέφρι Τσώσερ (πεθ. 1400) και ο Ουίλιαμ Λάνγκλαντ (πεθ. περ. 1386) στην Αγγλία και οι Φρανσουά Βιγιόν (πεθ. 1464) και Κριστίν ντε Πιζάν (πεθ. περ. 1430) στη Γαλλία. Τα συγγράμματα θρησκευτικού περιεχομένου αποτελούσαν και την πλειοψηφία των εκδοθέντων έργων ωστόσο, παρόλο που μεγάλο μέρος τους γραφόταν στη λατινική γλώσσα, αυξήθηκε η ζήτηση βίων αγίων και λατρευτικών κειμένων από τους λαϊκούς στην καθημερινή και ευρέως κατανοητή γλώσσα.[274] Την εξάπλωση του φαινομένου βοήθησε το κίνημα Devotio Moderna και ο σχηματισμός της Αδελφότητας της Κοινής Ζωής, καθώς και το έργο Γερμανών μυστικιστών όπως ο Μάιστερ Έκχαρτ και ο Γιοχάνες Τάουλερ (πεθ. 1361).[275] Την περίοδο αυτή παρουσίασε άνθηση και το θέατρο με ποικιλία θεμάτων, αν και η πλειοψηφία ήταν θρησκευτικού υπόβαθρου. Παρουσιάζονταν λαϊκά έργα με κωμικό θέμα αλλά κυρίως τα λειτουργικά δράματα που αργότερα εξελίχθηκαν στα «μυστήρια» ή «θαύματα» και στις «ηθικές αλληγορίες».[274]
Προς το τέλος του Μεσαίωνα, η εφεύρεση της τυπογραφίας γύρω στο 1450 οδήγησε στην εγκαθίδρυση εκδοτικών οίκων σε ολόκληρη την Ευρώπη, διευκολύνοντας τη μαζική παραγωγή και τη διάδοση συγγραμμάτων και ιδεών.[276] Το ποσοστό των εγγράμματων αυξήθηκε σε σχέση με το παρελθόν αν και με τα σύγχρονα δεδομένα παρέμενε πολύ χαμηλό: μόλις ένας στους δέκα άνδρες και μία στις εκατό γυναίκες υπολογίζεται πως γνώριζε ανάγνωση το 1500.[277]
Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι εξερευνητές όπως ο Ενετός Μάρκο Πόλο (πεθ. 1324) αναζήτησαν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ασία.[278] Το κίνητρο του πλουτισμού και της απόκτησης προϊόντων από την Άπω Ανατολή, των οποίων την προμήθεια ήλεγχαν μέχρι τότε οι Άραβες μονάρχες και η Βενετία, έδωσαν την ώθηση αναζήτησης νέων τρόπων παράκαμψης του μονοπωλίου αυτού. Με σημείο εκκίνησης τις αρχές του 15ου αιώνα, οι χώρες της ιβηρικής χερσονήσου χρηματοδότησαν ταξίδια εξερευνητικού σκοπού πέρα από τα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ο Πρίγκιπας της Πορτογαλίας, Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος (πεθ. 1460) οργάνωσε αποστολές που ανακάλυψαν τα Κανάρια Νησιά, τις Αζόρες και το Πράσινο Ακρωτήριο. Η δημιουργία αξιόπιστων και ανθεκτικών τύπων καραβιών, όπως η καραβέλα, επέτρεψε στους εξερευνητές να πραγματοποιήσουν περισσότερο φιλόδοξες διαδρομές. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου, ο Βαρθολομαίος Ντιάζ (πεθ. 1500) περιέπλευσε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας το 1486 και ο Βάσκο ντα Γκάμα (πεθ. 1524) περιέπλευσε την Αφρική μέχρι την Ινδία το 1498.[279] Τις επιτυχίες των Πορτογάλων έσπευσαν να μιμηθούν κι άλλες χώρες. Οι ισπανικές μοναρχίες της Καστίλλης και της Αραγωνίας χρηματοδότησαν το 1492 το ταξίδι του Γενοβέζου Χριστόφορου Κολόμβου (πεθ. 1506) που άνοιξε τον δρόμο για την εξερεύνηση της αμερικανικής ηπείρου.[280] Το αγγλικό στέμμα, την εποχή του Ερρίκου Ζ΄, χρηματοδότησε το 1497 το ταξίδι του Τζον Κάμποτ (πεθ. 1498) που έφτασε στο νησί Κέιπ Μπρετόν της σημερινής Νέας Σκωτίας στις καναδικές ακτές.[281]
Μια από τις κύριες εξελίξεις στη σφαίρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου ήταν η ολοένα και αυξανόμενη χρήση του πεζικού και του ελαφριού ιππικού. Οι Άγγλοι οργάνωσαν επίσης σώματα τοξοτών, άλλες χώρες ωστόσο δεν στάθηκε εφικτό να οργανώσουν κάτι ανάλογο με την ίδια επιτυχία.[282] Οι τεχνίτες εξακολούθησαν να πειραματίζονται στους τρόπους βελτίωσης της αμυντικής πανοπλίας, ως απάντηση στο ολοένα και πιο αποτελεσματικό τόξο-βαλλίστρα, αλλά και στην ανάπτυξη πυροβόλων όπλων χειρός.[283] Επιπροσθέτως, κέρδισαν σε δημοφιλία τα δόρατα και άλλα είδη λόγχης, ιδίως ανάμεσα στους στρατιώτες του φλαμανδικού και του ελβετικού πεζικού.[284] Η στρατιωτική τακτική εξελίχθηκε περαιτέρω με την εμφάνιση μισθοφορικών σωμάτων, όπως ήταν για παράδειγμα οι κοντοττιέροι στις ιταλικές πόλεις-κράτη. Αντίστροφα, την περίοδο αυτή έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα μόνιμα επαγγελματικά σώματα στρατού, όπως ήταν οι γαλλικές compagnies d'ordonnance (προφορά: κομπανί ντ’ ορντονάνς).[285]
Στην αγροτική παραγωγή παρατηρήθηκε προτίμηση προς την εκτροφή προβάτων που διέθεταν μαλλί με μακριές ίνες, το οποίο επέτρεπε την κατασκευή ισχυρότερων νημάτων. Μια άλλη σημαντική εξέλιξη στη νηματουργία ήταν η αντικατάσταση της παραδοσιακής ρόκας από την ανέμη, η οποία τριπλασίασε την παραγωγή σε σχέση με τη χειρονακτική μέθοδο.[286] Μια λιγότερο εξεζητημένη καινοτομία, η οποία είχε ωστόσο σημαντικό αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή, ήταν η χρήση των κουμπιών στα ενδύματα που επέτρεψε την καλύτερη εφαρμογή τους.[287] Οι ανεμόμυλοι έγιναν παραγωγικότεροι με την εμφάνιση του μύλου-πύργου, που επέτρεπε το πάνω τμήμα του να στρέφεται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση τύγχανε να φυσά ο άνεμος.[288] Η υψικάμινος έκανε την εμφάνισή της περίπου το 1350 στη Σουηδία, αυξάνοντας την ποσότητα του παραγόμενου σιδήρου και βελτιώνοντας την ποιότητά του.[289] Ο πρώτος νόμος ευρεσιτεχνίας εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1447, προστατεύοντας τα δικαιώματα των εφευρετών στις ανακαλύψεις τους.[290]
Το τελευταίο στάδιο της ευρωπαϊκής μεσαιωνικής ιστορίας αντιστοιχεί πολιτισμικά στο Τρετσέντο και στην Πρώιμη Αναγέννηση της ιταλικής τέχνης, παρόλο που η Βόρεια Ευρώπη και η Ισπανία συνέχισαν να χρησιμοποιούν παραλλαγές του γοτθικού ύφους, ολοένα και πιο περίτεχνου καθώς ο 15ος αιώνας βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Διεθνής Γοτθικός Ρυθμός ήταν η επικρατούσα τάση στις ευρωπαϊκές αυλές στις δεκαετίες λίγο πριν και λίγο μετά το 1400, παράγοντας αριστουργήματα όπως το εικονογραφημένο χειρόγραφο γνωστό ως «Très Riches Heures du Duc de Berry».[291] Σε ολόκληρη την ήπειρο η κοσμική τέχνη συνέχισε να εξαπλώνεται τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Τον 15ο αιώνα η κοινωνική τάξη των εμπόρων της Ιταλίας και της Φλάνδρας ήταν ο βασικός χρηματοδότης μιας πλούσιας παραγωγής έργων, παραγγέλνοντας για παράδειγμα προσωπικά πορτραίτα-ελαιογραφίες, καθώς και πληθώρα πολυτελών αντικειμένων όπως κοσμήματα, κασετίνες από ελεφαντόδοντο, περίτεχνα μπαούλα και πορσελάνινα αγγεία. Παρόλο που οι βασιλείς ήταν οι ιδιοκτήτες τεράστιων συλλογών από πιατικά και παρόμοια αντικείμενα, ελάχιστα σώζονται στις μέρες μας.[292] Επίσης αναπτύχθηκε η ιταλική μεταξουργία, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Εκκλησίες και οι ευγενείς της Δύσης δεν ήταν πλέον υποχρεωμένοι να βασίζονται στα είδη εισαγωγής από τον βυζαντινό και τον ισλαμικό κόσμο. Στη Γαλλία και τη Φλάνδρα η ύφανση εντυπωσιακών ταπισερί, όπως η «Η Λαίδη και ο Μονόκερος», αποτέλεσαν ουσιαστικά μια προσοδοφόρα βιομηχανία ειδών πολυτελείας.[293]
Οι εκτενείς συνθέσεις γλυπτών στις προσόψεις των πρωτογοτθικών ναών έδωσαν την πρωτοκαθεδρία στον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, καθώς τα ταφικά μνημεία έγιναν περίτεχνα. Άλλα στοιχεία, όπως οι άμβωνες για παράδειγμα, συχνά λαξεύονταν με εντυπωσιακά γλυπτά όπως ο Άμβωνας του Αγίου Ανδρέα της Πιστόια από τον Τζιοβάνι Πιζάνο (πεθ. 1315). Τα ζωγραφισμένα ή σκαλισμένα σε ξύλο έργα για Άγιες Τράπεζες έγιναν σύνηθες φαινόμενο, ιδίως σε ναούς που περιελάμβαναν πολλά μικρότερα πλευρικά παρεκκλήσια. Η Πρώιμη Ζωγραφική των Κάτω Χωρών, που είχε να επιδείξει μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Γιαν βαν Άικ (πεθ. 1441) και ο Ροχίρ φαν ντερ Βάιντεν (πεθ. 1464), ανταγωνιζόταν εκείνη της Ιταλίας, όπως και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της Βόρειας Ευρώπης, τα οποία κατά τον 15ο αιώνα άρχισαν να συλλέγονται εκτενώς από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι τελευταίες επίσης παρήγγειλαν βιβλία κοσμικής θεματολογίας, ιδίως ιστορικά. Από το 1450 περίπου και μετά, τα τυπωμένα βιβλία έγιναν πολύ δημοφιλή, αν και δεν ήταν προσιτά οικονομικά σε όλους. Κυκλοφόρησαν περίπου 30.000 διαφορετικές εκδόσεις αρχέτυπων, βιβλία δηλαδή που τυπώθηκαν στα χρόνια πριν το 1501,[294] ενώ πλέον τα εικονογραφημένα χειρόγραφα ζητούσαν μόνο οι βασιλείς και ελάχιστοι άλλοι. Πολύ μικρά έργα χαρακτικής, σχεδόν όλα θρησκευτικού περιεχομένου, μπορούσαν να αγοραστούν ακόμη κι από χωρικούς σε τμήματα της Βόρειας Ευρώπης από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά. Ακριβότερα κομμάτια απευθύνονταν στους πιο εύπορους πολίτες, με ποικιλία θεμάτων.[295] Στη Μουσική, η πολυφωνική Νέα Τέχνη (ars nova) που αντιπροσωπεύεται κυρίως από Γάλλους δημιουργούς, όπως οι Φιλίπ ντε Βιτρύ (πεθ. 1361) και Γκιγιώμ ντε Μασώ (πεθ. 1377), αντικατέστησε την Παλαιά Τέχνη (ars antiqua) την οποία χαρακτήριζε το cantus planus.[296][297]
Η περίοδος του Μεσαίωνα συχνά υποτιμάται ως «εποχή της αμάθειας και των προλήψεων» οπότε οι άνθρωποι τοποθετούσαν «τον λόγο των θρησκευτικών αρχών πάνω από την προσωπική εμπειρία και τη λογική σκέψη».[298] Η προσέγγιση αυτή είναι κατάλοιπο τόσο της Αναγέννησης όσο και του Διαφωτισμού, όταν οι λόγιοι συνήθιζαν να υπογραμμίζουν την αντίθεση της δικής τους σκεπτόμενης κουλτούρας με εκείνη των προκατόχων τους. Οι λόγιοι της Αναγέννησης υποστήριζαν ότι ο Μεσαίωνας ήταν μια περίοδος παρακμής από τον υψηλό πολιτισμό του κλασικού κόσμου. Από την πλευρά τους οι λόγιοι του Διαφωτισμού, που έθεταν τη λογική σε υψηλότερο βάθρο από την πίστη, αντιμετώπιζαν τον Μεσαίωνα ως εποχή αμάθειας και προλήψεων.[11]
Άλλοι μελετητές, ωστόσο, αντικρούουν ότι η λογική απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ο ιστορικός της Επιστήμης Έντουαρντ Γκραντ γράφει: «Αν ποτέ εκφράστηκαν [στη διάρκεια του 18ου αιώνα] επαναστατικές λογικές σκέψεις, αυτό στάθηκε μόνο εφικτό επειδή η μακρά μεσαιωνική παράδοση εδραίωσε τη χρήση της λογικής ως μια από τις σημαντικότερες ανθρώπινες δραστηριότητες».[299] Επίσης, αντίθετα με την αντίληψη που επικρατεί μέχρι και τις μέρες μας, ο Ντέιβιντ Λίντμπεργκ γράφει ότι: «ο λόγιος του όψιμου Μεσαίωνα σπάνια βίωνε την καταπιεστική εξουσία της Εκκλησίας και θεωρούσε τον εαυτό του ελεύθερο (ιδίως σε ό,τι αφορά τις φυσικές επιστήμες) να ακολουθήσει τη λογική και την παρατήρηση όπου αυτές τον οδηγούσαν».[300]
Η υποτίμηση της εποχής επίσης αντανακλάται σε μερικές πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις. Μια εσφαλμένη αντίληψη, η οποία πηγάζει από τον 19ο αιώνα και παραμένει μέχρι σήμερα πολύ διαδεδομένη, είναι ότι οι άνθρωποι τον Μεσαίωνα πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη.[301] Αυτό είναι αναληθές, καθώς οι διδάσκαλοι στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια συχνά προσέφεραν επιχειρήματα υπέρ του γεγονότος ότι η Γη είναι σφαιρική.[302] Οι Λιντμπεργκ και Ρόλαντ Νάμπερς, μελετητές της περιόδου, επισημαίνουν ότι «μετά βίας υπήρχε κάποιος Χριστιανός λόγιος τον Μεσαίωνα που δεν αναγνώριζε τη σφαιρικότητα της Γης και που δεν γνώριζε κατά προσέγγιση την περιφέρειά της».[303] Άλλες παρανοήσεις όπως «η Εκκλησία απαγόρευε τις νεκροψίες και τον διαμελισμό σωμάτων στη διάρκεια του Μεσαίωνα», «η εξάπλωση του Χριστιανισμού αποτελείωσε την αρχαία επιστήμη», «η μεσαιωνική Εκκλησία υπονόμευσε την ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας», όλες αναφέρονται από το Νάμπερς ως παραδείγματα μύθων που μέχρι σήμερα πολλοί θεωρούν ιστορικές αλήθειες, παρόλο που η σύγχρονη ιστορική έρευνα δεν τις υποστηρίζει.[304]
|name=
ignored (βοήθεια)Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.