Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Άβαροι ή Άβαροι της Παννονίας, γνωστοί επίσης ως Όμβροι σε ρουθηνικά χρονικά, Βαρχονίτες σε βυζαντινές πηγές και Ψευδοάβαροι κατά τους Γαλάζιους Τούρκους, ήταν ένα σύνολο ευρασιατών νομάδων, άγνωστης προέλευσης, που σχημάτισαν χαγανάτο κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Το όνομα Άβαροι της Παννονίας (από την περιοχή στην οποία τελικά εγκαταστάθηκαν) χρησιμοποιείται για να τους ξεχωρίζει από τους Αβάρους του Καυκάσου, διαφορετικό λαό, με τον οποίο οι Άβαροι της Παννονίας μπορεί να συνδέονται ή όχι.[2] Ίδρυσαν το Χαγανάτο των Αβάρων, που καταλάμβανε την Πεδιάδα της Παννονίας και σημαντικές περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, το οποίο διήρκεσε από τα τέλη του 6ου έως τις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ..[3]
Παρόλο που το όνομα Άβαρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αιώνα, οι Άβαροι της Παννονίας εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο στα μέσα του 6ου αιώνα στη βόρεια Ποντοκασπιακή στέπα, ως σύνολο ενός παρακλαδιού μιας βόρειας προέλευσης (τουνγκουζικής) φυλής, και πολεμιστών που ήθελαν να ξεφύγουν από την κυριαρχία των Γαλάζιων Τούρκων.
Η γλώσσα ή οι γλώσσες που μιλούσαν οι Άβαροι είναι σήμερα άγνωστες. Ο διαπρεπής Ούγγρος ιστορικός και γλωσσολόγος Ντένις Σίνορ (1916-2011) σημειώνει ότι οι περισσότερες από τις αβαρικές λέξεις που χρησιμοποιούντο στα λατινικά ή ελληνικά κείμενα της εποχής εμφανίζονται να προέρχονται από σιβηρικές γλώσσες, ιδιαίτερα από τις τουνγκουζικές και τη μογγολική. Σύμφωνα με τον Σίνορ, πολλοί από τους τίτλους που χρησιμοποιούσαν οι Άβαροι της Παννονίας χρησιμοποιούνταν επίσης από τους Τούρκους, τους Πρωτοβουλγάρους, τους Ουιγούρους και / ή τους Μογγόλους, όπως τα χαγάνος (ή καγάνος), χαν, καπχάν, τουντούν, ταρχάν και χατούν. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι κυβερνώσες και οι υποτελείς φυλές μιλούσαν ποικιλία γλωσσών, μεταξύ των οποίων, όπως υποστηρίζεται από τους μελετητές, καυκασιανές, ιρανικές, τουνγκουζικές, τουρκικές, καθώς και την ουγγρική γλώσσα. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η πρωτοσλαβική έγινε η lingua franca του Αβαρικού Χαγανάτου. Σύμφωνα με τον Ούγγρο ιστορικό Γκιούλα Λάσζλο (1910-1998), οι Άβαροι της Παννονίας του τέλους του 9ου αιώνα μιλούσαν μια διάλεκτο της παλαιουγγρικής, σχηματίζοντας έτσι μια αβαροουγγρική συνέχεια με τους τότε νεοαφιχθέντες Ούγγρους.
Η πρώτη σαφής αναφορά στο εθνώνυμο "Άβαροι" προέρχεται από τον Πρίσκο (πέθανε μετά το 472 μ.Χ.). Ο Πρίσκος αφηγείται ότι γύρω στο 463 οι Σαράγουροι, οι Ονόγουροι και οι Ογούροι δέχθηκαν την επίθεση των Σαβίρων, που είχαν δεχθεί την επίθεση των Αβάρων. Με τη σειρά τους οι Άβαροι είχαν εκδιωχθεί από ανθρώπους καταδιωκόμενους από "ανθρωποφάγους γρύπες" που προέρχονταν από τον "ωκεανό". Ενώ οι περιγραφές του Πρίσκου παρέχουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την εθνοπολιτική κατάσταση στην περιοχή Ντον-Κουμπάν-Βόλγα μετά την κατάρρευση των Ούννων, δεν μπορούν να συναχθούν σαφή συμπεράσματα. Ο Ντένις Σίνορ έχει υποστηρίξει ότι όποιοι και αν ήταν αυτοί που αναφέρονται ως "Άβαροι" από τον Πρίσκο, διέφεραν από τους Αβάρους που εμφανίζονται έναν αιώνα αργότερα, την εποχή του Ιουστινιανού (βασίλεψε από το 527 έως το 565).
Ο επόμενος συγγραφέας που αναφέρεται στους Αβάρους, ο Μένανδρος Προτέκτωρ, εμφανίστηκε τον 6ο αιώνα και έγραψε για τις πρεσβείες των Γαλάζιων Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη το 565 και το 568 μ.Χ. Οι Τούρκοι εμφανίστηκαν θυμωμένοι με τους Βυζαντινούς επειδή είχαν συνάψει συμμαχία με τους Αβάρους, τους οποίους οι Τούρκοι θεωρούσαν ως υποτελείς και σκλάβους τους. Ο Τούρξανθος, Τούρκος πρίγκηπας, αποκαλεί τους Αβάρους με το όνομα «Βαρχονίτες», και «δραπέτες δούλους των Τούρκων», που αριθμούσαν «περίπου 20 χιλιάδες».
Πολλές άλλες, αλλά κάπως συγκεχυμένες, λεπτομέρειες προέρχονται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, που έγραψε γύρω στο 629, αλλά αναλύει τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 6ου αιώνα. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι παραθέτει μια θριαμβευτική επιστολή από τον Τούρκο άρχοντα Ταμγκάν (Τούρξανθο):
Για αυτό ακριβώς ο Χαγάνος εξουδετέρωσε στην πράξη τον αρχηγό του έθνους των Αμπντάλι (εννοώ, των Εφθαλιτών, όπως ονομάζονται), τον κατέκτησε και ανέλαβε την ηγεσία του έθνους.
Στη συνέχεια ... υποδούλευσε το έθνος των Αβάρων.
Αλλά ας μη νομίσει κανείς ότι διαστρεβλώνουμε την ιστορία αυτών των χρόνων υποθέτοντας ότι οι Άβαροι είναι εκείνοι οι βάρβαροι που γειτνιάζουν με την Ευρώπη και την Παννονία, και ότι η άφιξή τους έγινε πριν από την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Γιατί οφείλεται σε λανθασμένη χρήση ότι οι βάρβαροι στον Ίστρο έχουν πάρει την ονομασία των Αβάρων· Η προέλευση της φυλής τους θα αποκαλυφθεί σύντομα.
Έτσι όταν οι Άβαροι ηττήθηκαν (επειδή επιστρέφουμε στην περιγραφή) κάποιοι από αυτούς κατέφυγαν σε εκείνους που κατοικούν στο Ταουγκάστ. Το Ταουγκάστ είναι μια περίφημη πόλη, που απέχει συνολικά χίλια πεντακόσια μίλια από αυτούς που ονομάζονται Τούρκοι... Άλλοι από τους Αβάρους, που αρνήθηκαν την κακοτυχία τους λόγω της ήττας τους, ήρθαν σε αυτούς που ονομάζονται Μούκροι· Αυτό το έθνος είναι το πλησιέστερο γειτονικό στον πληθυσμό του Ταουγκάστ.
Τότε ο Χαγάνος ξεκίνησε μια ακόμη εκστρατεία, και υπέταξε όλους τους Ογούρους, που είναι μια από τις ισχυρότερες φυλές λόγω του μεγάλου πληθυσμού της και της ένοπλης εκπαίδευσής της για πόλεμο. Αυτοί φτιάχνουν τις κατοικίες τους στα ανατολικά, δίπλα στον ποταμό Τιλ, που οι Τούρκοι συνηθίζουν ν΄ αποκαλούν Μέλας. Οι πρώτοι ηγέτες αυτού του έθνους ονομάζονταν Βαρ και Τσούνι· Από αυτούς ορισμένα τμήματα των εθνών αυτών πήραν επίσης τα ονόματά τους, ονομασθέντα Βαρ και Τσούνι.
Στη συνέχεια, ενώ ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατείχε τη βασιλική εξουσία, ένα μικρό τμήμα αυτών των Βαρ και Τσούνι έφυγε από την προγονική φυλή και εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Αυτοί αυτοαποκαλούνταν Άβαροι και δόξαζαν τον ηγέτη τους με την ονομασία Χαγάνος. Ας δηλώσουμε, χωρίς να απομακρυνθούμε στο ελάχιστο από την αλήθεια, πώς έγινε η αλλαγή του ονόματός τους ... Όταν οι Βαρσίλοι, Ονόγουροι, Σαβίροι και άλλα ουννικά έθνη πέραν αυτών, είδαν ότι ένα τμήμα αυτών που ήταν ακόμα Βαρ και Τσούνι είχαν καταφύγει στις περιοχές τους, πανικοβλήθηκαν εξαιρετικά, μιας και υποψιάζονταν ότι οι έποικοι ήταν Άβαροι. Για το λόγο αυτό τίμησαν τους φυγάδες με υπέροχα δώρα και υποτίθεται ότι έλαβαν από αυτούς σε αντάλλαγμα την ασφάλειά τους.
Στη συνέχεια, όταν οι Βαρ και Τσούνι είδαν το καλότυχο ξεκίνημα της φυγής τους, οικειοποιήθηκαν το λάθος των πρεσβευτών και αυτοονομάστηκαν Άβαροι: γιατί μεταξύ των σκυθικών εθνών εκείνο των Αβάρων ελέγετο ότι ήταν η πιο άξια φυλή. Στην πραγματικότητα ακόμη και στην εποχή μας οι Ψευδοάβαροι (γιατί είναι πιο σωστό να τους αναφέρουμε έτσι) χωρίζονται ως προς την καταγωγή τους, μερικοί φέροντας το τιμητικό όνομα Βαρ, ενώ άλλοι ονομάζονται Τσούνι ....
Σύμφωνα με την ερμηνεία των Ντόμπροβιτς και Νετσάεβα οι Τούρκοι επέμεναν ότι οι Άβαροι ήταν μόνο Ψευδοάβαροι, έτσι ώστε να καυχώνται ότι ήταν η μόνη τρομερή δύναμη στη στέπα της Ευρασίας. Οι Γαλάζιοι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι οι "πραγματικοί Άβαροι" παρέμεναν πιστοί υπήκοοι των Τούρκων, ανατολικότερα.
Επιπλέον ο Ντόμπροβιτς έχει αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της περιγραφής του Θεοφύλακτου. Έχει υποστηρίξει ότι ο Θεοφύλακτος δανείστηκε πληροφορίες από τις περιγραφές του Μενάνδρου διάφορων βυζαντινοτουρκικών διαπραγματεύσεων, για να ανταποκριθεί στις πολιτικές ανάγκες της εποχής του - δηλαδή να επικρίνει και να χλευάσει τους Αβάρους σε μια περίοδο έντονων πολιτικών σχέσεων μεταξύ Βυζαντινών και Αβάρων (που συμπίπτει με τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Μαυρίκιου στη βόρεια Βαλκανική). Καλώντας τους Αβάρους «Τούρκους σκλάβους» και «Ψευδοαβάρους», ο Θεοφύλακτος υπονόμευσε την πολιτική τους νομιμοποίηση.
Σύμφωνα με μερικούς μελετητές οι Άβαροι της Παννονίας προήλθαν από μια συνομοσπονδία φυλών που σχηματίστηκε στην περιοχή της Λίμνης Αράλης, από τους Ουάρ, γνωστούς και ως Βαρ (που ήταν πιθανότατα ουραλικός λαός), και τους Ξουν ή Ξιονίτες (επίσης γνωστούς ως Χιονίτες, Χούνι, Ούνι, Γιουν και με παρόμοια ονόματα). Οι Ξιονίτες ήταν πιθανότατα ιρανόφωνοι. Μια τρίτη φυλή, προγενέστερα συνδεόμενη με τους Ουάρ και τους Ξιονίτες, οι Εφθαλίτες, είχαν παραμείνει στην Κεντρική και Νότια Ασία. Σε μερικές μεταγραφές, ο όρος Βαρ γίνεται Χούα, που είναι ένας εναλλακτικός κινέζικος όρος για τους Εφθαλίτες (ενώ μία από τις σημαντικότερες πόλεις των Εφθαλιτών ήταν η Βαλβαλίζ ή Βαρβαλίζ, αυτό μπορεί να είναι και ιρανικός όρος για το "ανώτερο φρούριο". Οι Άβαροι της Παννονίας ήταν επίσης γνωστοί με ονόματα όπως Ουάρχον ή Βαρχονίτες - που μπορεί να ήταν σύνθετες λέξεις που συνδυάζουν τα Βαρ και Χούνι.
Ο ιστορικός του 18ου αιώνα Ζοζέφ ντε Γκιν υποστηρίζει μια σύνδεση των Αβάρων της ευρωπαϊκής ιστορίας με τους Ρουράν της Κεντρικής Ασίας, βασισμένη σε μια σύμπτωση μιας επιστολής του χαγάνου Ταρντάν προς την Κωνσταντινούπολη, και γεγονότων που καταγράφονται σε κινεζικές πηγές. Αυτές αναφέρουν ότι ο χαγάνος Μπουμίν, ιδρυτής του Τουρκικού Χαγανάτου, νίκησε τους Ρουράν, μερικοί από τους οποίους διέφυγαν και εντάχθηκαν στους Δυτικούς Βέι. Αργότερα - σύμφωνα με άλλη κινεζική πηγή - ο χαγάνος Μουκάν, διάδοχος του Μπουμίν, νίκησε τους Εφθαλίτες (κινεζική ονομασία: I-τα) καθώς και τους Τούρκους Τιέλε. Φαίνεται αυτές οι νίκες επί των Ρουράν, Εφθαλιτών και Τιέλε να απηχούν μια αφήγηση του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη, με τις νίκες του Ταρντάν επί των Αβάρων, Εφθαλιτών και Ογούρων. Ωστόσο οι δύο σειρές γεγονότων δεν είναι ταυτόχρονες: τα γεγονότα της επιστολής έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Ταρντάν (περ. 580-599), ενώ η αναφερόμενη από κινεζικές πηγές τουρκική νίκη επί των Ρουράν και άλλων λαών της Κεντρικής Ασίας συνέβη 50 χρόνια νωρίτερα, κατά την ίδρυση του Τουρκικού Χαγανάτου από τον Μπουμίν. Αυτός είναι ο λόγος που ο γλωσσολόγος Γιάνος Χάρματα απορρίπτει την ταύτιση των Αβάρων με τους Ρουράν. Σύμφωνα με τον Έντουιν Πάλινμπανκ το όνομα Άβαροι είναι το ίδιο με το διάσημο όνομα Βουχάν στις κινεζικές πηγές.
Οι σύγχρονοι μελετητές είναι λιγότερο διατεθειμένοι να δουν τις φυλετικές ομάδες που αναφέρονται στα ιστορικά κείμενα ως μονολιθικά και μακροχρόνια «έθνη», αλλά μάλλον ως άστατους και ρευστούς πολιτικούς σχηματισμούς, των οποίων η δυναμική εξαρτιόταν από τους σταθερούς πολιτισμούς με τους οποίους συνόρευαν, καθώς και από τους εσωτερικούς αγώνες εξουσίας μέσα στις βαρβαρικές χώρες.
Το 2003 ο Ουόλτερ Πολ συνόψισε το σχηματισμό των νομαδικών αυτοκρατοριών:
1. Πολλές αυτοκρατορίες της στέπας ιδρύθηκαν από ομάδες που είχαν ηττηθεί σε προηγούμενους αγώνες εξουσίας αλλά είχαν φύγει από την κυριαρχία της ισχυρότερης ομάδας. Οι Άβαροι ήταν πιθανότατα μια ηττηθείσα φατρία, προηγουμένως υποταγμένη στη φυλή Ασίνα του Δυτικού Τουρκικού Χαγανάτου, που κατέφυγε δυτικά του Δνείπερου.
2. Αυτές οι ομάδες συνήθως είχαν μικτή προέλευση και κάθε μία από τις συνιστώσες τους ήταν μέρος μιας προηγούμενης ομάδας.
3. Κρίσιμη στη διαδικασία ήταν η ανακήρυξη ενός χαγάνου, που σήμαινε αξίωση για ανεξάρτητη εξουσία και επεκτατική στρατηγική. Αυτή η ομάδα χρειαζόταν επίσης ένα νέο όνομα που θα έδινε σε όλους τους αρχικούς οπαδούς της μια αίσθηση ταυτότητας.
4. Το όνομα μιας νέας ομάδας ιππέων της στέπας προερχόταν συχνά από μια λίστα σεβαστών επωνύμων, που δεν σήμαιναν απαραίτητα οποιοδήποτε άμεσο δεσμό ή καταγωγή από ομώνυμες ομάδες. Τον Πρώιμο Μεσαίωνα οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Πρωτοβούλγαροι και οι Ογούροι, ή με ονόματα σε -ούροι (Κουτριγούροι, Ουτιγούροι, Ονόγουροι κ.λπ.) ήταν πολύ σημαντικοί. Στη διαδικασία της ονοματοδοσίας τόσο οι αντιλήψεις των ξένων όσο και ο αυτοπροσδιορισμός έπαιζαν ρόλο. Αυτά τα ονόματα συνδέονταν επίσης με έγκυρες παραδόσεις που εξέφραζαν άμεσα πολιτικές προθέσεις και προγράμματα και έπρεπε να εγγυώνται την επιτυχία. Στον κόσμο της στέπας, όπου οι οικισμοί των ομάδων ήταν μάλλον ρευστοί, ήταν ζωτικής σημασίας να γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίζουν μια νεοαναδυόμενη δύναμη. Η συμβολική ιεραρχία του γοήτρου που εκφραζόταν μέσω των ονομάτων παρείχε κάποιο σημείο αναφοράς τόσο για φίλους όσο και για εχθρούς
Οι απόψεις αυτές αναφέρονται από τον Τσάναντ Μπάλιντ. "Η εθνογένεση των πρώιμων μεσαιωνικών λαών της στέπας δεν μπορεί να κατανοηθεί με ένα μοναδικό γραμμικό τρόπο λόγω της μεγάλης και διαρκούς κινητικότητάς τους", χωρίς εθνογενετικό «σημείο μηδέν», θεωρητικό «πρωτολαό» ή πρωτογλώσσα. [29]
Επιπλέον η ταυτότητα των Αβάρων συνδέθηκε στενά με τους πολιτικούς θεσμούς τους. Ομάδες που επαναστατούσαν ή έφευγαν από το βασίλειο των Αβάρων δεν θα μπορούσαν ποτέ να ονομαστούν "Άβαροι", αλλά μάλλον ονομάζονταν "Βούλγαροι" (Πρωτοβούλγαροι). Ομοίως, με την τελική κατάρρευση της εξουσίας των Αβάρων στις αρχές του 9ου αιώνα, η αβαρική ταυτότητα εξαφανίστηκε σχεδόν στιγμιαία.
Στην τέχνη της εποχής οι Άβαροι απεικονίζονταν μερικές φορές ως έφιπποι τοξότες, ιππεύοντας ανάποδα τα άλογά τους.
Σύμφωνα με τους φυσικούς ανθρωπολόγους του 20ου αιώνα όπως ο Παλ Λίπτακ, τα ανθρώπινα λείψανα από την πρώιμη (7ος αιώνας) περίοδο των Αβάρων είχαν ως επί το πλείστον "Ευρωποειδή" χαρακτηριστικά, ενώ τα ταφικά αντικείμενα έδειξαν πολιτιστικούς δεσμούς με την ευρασιατική στέπα.
Τα νεκροταφεία που χρονολογούνται από την ύστερη περίοδο (8ος αιώνας) των Αβάρων περιελάμβαναν ανθρώπινα λείψανα με φυσικά χαρακτηριστικά τυπικά των λαών της Ανατολικής Ασίας ή της Ευρασίας (δηλ. ανθρώπους με καταγωγή τόσο από την Ανατολική Ασία όσο και την Ευρώπη). Λείψανα με χαρακτηριστικά ανατολικοασιατικά ή ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά εντοπίστηκαν σε περίπου το ένα τρίτο των τάφων των Αβάρων του 8ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Λίπτακ το 79% του πληθυσμού της περιοχής Δούναβη-Τίσα την εποχή των Αβάρων εμφανίζει Ευρωποειδή χαρακτηριστικά (Ο Λίπτακ χρησιμοποίησε φυλετικούς όρους που αργότερα αποσύρθηκαν ή θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι, όπως "Moγγολίδες" για τη Βορειοανατολική Ασία και "Τουρανίδες" για άτομα μεικτής καταγωγής).
Η Λεκάνη των Καρπαθίων ήταν το κέντρο της βάσης της δύναμης των Αβάρων. Οι Άβαροι μετεγκατέστησαν αιχμάλωτους από τις περιφέρειες της αυτοκρατορίας τους σε πιο κεντρικές περιοχές. Υλικός πολιτισμός των Αβάρων βρίσκεται νότια μέχρι τη Μακεδονία. Ωστόσο στα ανατολικά των Καρπαθίων υπάρχει κοντά σε μη αβαρικά αρχαιολογικά ευρήματα, υποδηλώνοντας ότι ζούσαν κυρίως στα δυτικά Βαλκάνια. Οι μελετητές υποστηρίζουν οτι υπήρχε μια εξαιρετικά δομημένη και ιεραρχική κοινωνία των Αβάρων, που είχε σύνθετες αλληλεπιδράσεις με άλλες "βαρβαρικές" ομάδες. Ο χαγάνος ήταν η κυρίαρχη μορφή, που περιβαλλόταν από μια μειοψηφία νομαδικής αριστοκρατίας.
Λίγες εξαιρετικά πλούσιες ταφές έχουν αποκαλυφθεί, επιβεβαιώνοντας ότι η εξουσία περιοριζόταν στον χαγάνο και μια στενά συνδεόμενη "ελίτ πολεμιστών". Εκτός από σωρούς χρυσών νομισμάτων που συνοδεύουν τις ταφές, οι άνδρες συχνά θάβονταν με σύμβολα της τάξης τους, όπως διακοσμημένες ζώνες, όπλα, αναβολείς που μοιάζουν με εκείνα τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κεντρική Ασία, καθώς και το άλογό τους. Ο στρατός των Αβάρων απαρτιζόταν από πολλές άλλες ομάδες: Στρατιωτικές μονάδες Σλάβων, Γέπιδων και πρωτοΒουλγάρων. Φαίνεται επίσης ότι υπήρχαν ημιανεξάρτητες «πελατειακές» (κυρίως σλαβικές) φυλές που εξυπηρετούσαν στρατηγικούς ρόλους, όπως επιθέσεις για αντιπερισπασμό και τη φύλαξη των δυτικών συνόρων των Αβάρων με τη Φραγκική Αυτοκρατορία.
Αρχικά οι Άβαροι και οι υπήκοοί τους ζούσαν χωριστά, εκτός από τις Σλάβες και Γερμανίδες γυναίκες που παντρεύονταν Άβαρους άνδρες. Τελικά οι γερμανικοί και οι σλαβικοί λαοί συμπεριελήφθησαν στην κοινωνική τάξη και τον πολιτισμό των Αβάρων, που ακολουθούσε περσικά-βυζαντινά πρότυπα. Οι μελετητές έχουν αναγνωρίσει ένα μεικτό Αβαροσλαβικό πολιτισμό, που χαρακτηρίζεται από στολίδια όπως σκουλαρίκια σε σχήμα ημισελήνου, πόρπες, χάντρες και βραχιόλια με κερατόσχημα άκρα βυζαντινού ύφους. Ο Πολ Φούρακρ σημειώνει ότι «τον έβδομο αιώνα εμφανίζεται ένας μεικτός Σλαβοαβαρικός πολιτισμός, που ερμηνεύεται ως ειρηνική και αρμονική σχέση μεταξύ των Αβάρων πολεμιστών και των Σλάβων αγροτών. Θεωρείται πιθανό ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους ηγέτες των σλαβικών φυλών μπορεί να είχαν γίνει μέρος της αριστοκρατίας των Αβάρων». Εκτός από τους αφομοιωμένους Γέπιδες, λίγοι τάφοι δυτικών γερμανικών (Καρολίγγειων) λαών έχουν βρεθεί στις χώρες των Αβάρων. Ίσως υπηρετούσαν ως μισθοφόροι.
Κάθε χρόνο, οι Ούννοι (Άβαροι) έρχονταν στους Σλάβους, για να περάσουν το χειμώνα μαζί τους. Τότε έπαιρναν τις συζύγους και τις κόρες των Σλάβων και κοιμόντουσαν μαζί τους, και μεταξύ των άλλων δεινών (που ήδη αναφέρθηκαν) οι Σλάβοι αναγκάζονταν επίσης να πληρώσουν φόρους στους Ούννους. Αλλά οι γιοι των Ούννων που ανατράφηκαν τότε με τις συζύγους και τις κόρες αυτών των Βένδων [Σλάβων] δεν μπορούσαν πλέον να υπομείνουν αυτή την καταπίεση, αρνιόνταν την υπακοή στους Ούννους και άρχισαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, μια εξέγερση.
— Χρονικό του Φρέντεγκαρ, Βιβλίο IV, Τμήμα 48, γραμμένο γύρω στο 642
Το που ανήκαν εθνογλωσσικά οι Άβαροι είναι αβέβαιο. Παρόλο που υπάρχουν λίγες γνώσεις σχετικά με τη γλώσσα τους, οι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι οι Άβαροι μπορεί να μιλούσαν γλώσσα ιρανική, μογγολική, τουνγκουζική ή τουρκική. Μερικοί ιστορικοί επηρεασμένοι από τον πανσλαβισμό υποστηρίζουν ότι με την πάροδο του χρόνου η σλαβική έγινε η lingua franca των Αβάρων.
Ο Γκιούλα Λάσλο, Ούγγρος αρχαιολόγος, υποστηρίζει ότι οι τελευταίοι Άβαροι, που έφτασαν στο χαγανάτο το 670 μ.Χ. σε μεγάλους αριθμούς, έζησαν το διάστημα μεταξύ της καταστροφής και λεηλασίας του κράτους των Αβάρων από τους Φράγκους (791-795) και της άφιξης των Ούγγρων το 895. Ο Λάσζλο επισημαίνει ότι οι οικισμοί των Ούγγρων (Μαγυάρων) δεν αντικατέστησαν αλλά συμπλήρωσαν εκείνους των Αβάρων. Οι Άβαροι παρέμειναν στους αγρούς, τους κατάλληλους για τη γεωργία, ενώ οι Ούγγροι πήραν τις όχθες και τις πεδιάδες των ποταμών, κατάλληλες για βοσκοτόπια. Σημειώνει επίσης ότι ενώ τα ουγγρικά νεκροταφεία αποτελούνται από 40-50 τάφους κατά μέσο όρο, εκείνα των Αβάρων περιέχουν 600-1.000. Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα οι Άβαροι δεν επιβίωσαν μόνο του τέλους της πολιτείας τους ως οντότητας, αλλά έζησαν σε μεγάλες μάζες και ξεπέρασαν κατά πολύ τους Ούγγρους κατακτητές του Άρπαντ. Αναφέρει επίσης ότι οι Ούγγροι κατέλαβαν μόνο το κέντρο της Λεκάνης των Καρπαθίων, αλλά οι Άβαροι ζούσαν σε μια ευρύτερη περιοχή. Εξετάζοντας τα εδάφη όπου ζούσαν μόνο Άβαροι βρίσκουμε μόνο ουγγρικά γεωγραφικά ονόματα, όχι σλαβικά ή τουρκικά, όπως θα περίμενε κανείς. Αυτά είναι περαιτέρω στοιχεία για την Αβαροουγγρική συνέχεια. Τα ονόματα των ουγγρικών φυλών, οπλαρχηγών και λέξεων που χρησιμοποιούνται για τους ηγέτες κ.λπ. δείχνουν ότι τουλάχιστον οι ηγέτες των Ούγγρων κατακτητών ήταν τουρκόφωνοι. Αλλά η σημερινή Ουγγρική δεν είναι τουρκογενής γλώσσα, οπότε πρέπει να αφομοιώθηκαν από τους Αβάρους που ήταν περισσότεροί τους. Η θεωρία της Αβαροουγγρικής συνέχειας του Λάσλο υποστηρίζει επίσης ότι οι Ούγγροι μιλάνε τη γλώσσα των Αβάρων.
Το 557 οι Άβαροι έστειλαν πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη - πιθανώς από το βόρειο Καύκασο. Αυτό σηματοδότησε την πρώτη τους επαφή με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Με αντάλλαγμα χρυσό συμφώνησαν να υποτάξουν τα "ανυπότακτα γένη" για λογαριασμό των Βυζαντινών: στη συνέχεια κατέκτησαν και ενσωμάτωσαν διάφορες νομαδικές φυλές - τους Κουτριγούρους και τους Σαβίρους - και νίκησαν τους Άντες.[5] Το 562 οι Άβαροι έλεγχαν την κάτω λεκάνη του Δούναβη και τις στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας.[6] Οταν έφτασαν στα Βαλκάνια οι Άβαροι σχημάτισαν μια ετερογενή ομάδα περίπου 20.000 ιππέων. Αφού ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄(βασ. 527–565) τους εξαγόρασε, κινήθηκαν βορειοδυτικά προς τη Γερμανία. Ωστόσο η αντίσταση των Φράγκων σταμάτησε την επέκτασή τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Αναζητώντας πλούσια ποιμενικά εδάφη οι Άβαροι αρχικά απαίτησαν εδάφη νότια του ποταμού Δούναβη, στη σημερινή Βουλγαρία, αλλά οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν, χρησιμοποιώντας τις επαφές τους με τους Γαλάζιους Τούρκους ως απειλή κατά της επιθετικότητας των Αβάρων.[7] Τότε οι Άβαροι έστρεψαν την προσοχή τους στην πεδιάδα των Καρπαθίων και τη φυσική προστασία που τους παρείχε.[8] Ωστόσο τη λεκάνη των Καρπαθίων κατείχαν τότε οι Γέπιδες. Το 567 οι Άβαροι σχημάτισαν συμμαχία με τους Λομβαρδούς - εχθρούς των Γεπίδων - και μαζί κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του Βασιλείου των Γεπίδων. Οι Άβαροι έπεισαν τότε τους Λομβαρδούς να μετακινηθούν στη βόρεια Ιταλία, μια εισβολή που σηματοδότησε το τελευταίο γερμανικό μαζικό κίνημα των Μεγάλων Μεταναστεύσεων.
Συνεχίζοντας την επιτυχή πολιτική τους να στρέφουν τους διάφορους βαρβάρους τον ένα εναντίον του άλλου, οι Βυζαντινοί έπεισαν τους Αβαρους να επιτεθούν στους Σκλαβηνούς της Μικρής Σκυθίας (σημερινή Δοβρουτσά), μια χώρα πλούσια και εύφορη. Αφού ερήμωσαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας των Σκλαβηνών οι Άβαροι επέστρεψαν στην Παννονία, αφού πολλοί από τους υπήκοους του Χαγάνου λιποτάκτησαν στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα.
Περί το 580 ο Χαγάνος των Αβάρων Μπαγιάν Α΄ είχε επιβάλει την κυριαρχία του στα περισσότερα σλαβικά, βουλγαρικά και γερμανικά φύλα που ζούσαν στην Παννονία και τη Λεκάνη των Καρπαθίων.[9] Όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να τους επιδοτεί ή να προσλάβει Άβαρους μισθοφόρους, οι Άβαροι επέδραμαν στα βαλκανικά της εδάφη. Σύμφωνα με το Μένανδρος ο Μπαγιάν επικεφαλής ενός στρατού 10.000 Κουτριγούρων Βουλγάρων λεηλάτησε τη Δαλματία το 568, κόβοντας ουσιαστικά τη χερσαία σύνδεση των Βυζαντινών με τη Βόρεια Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη. Το 582 οι Άβαροι κατέλαβαν το Σίρμιο, σημαντικό φρούριο στην Παννονία. Όταν οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να αυξήσουν το ποσό του επιδόματος, όπως ζήτησε ο γιος και διάδοχος του Μπαγιάν, Μπαγιάν Β΄ (από το 584), οι Άβαροι προχώρησαν στην κατάληψη του Σινγκίντουνουμ και του Βιμινάκιου. Ωστόσο υποχώρησαν σημαντικά κατά τις Βαλκανικές εκστρατείες του Μαυρικίου στα 590.
Το 600 οι Άβαροι είχαν ιδρύσει μια νομαδική αυτοκρατορία που κυριαρχούσε σε πλήθος λαών και εκτείνονταν από τη σύγχρονη Αυστρία στα δυτικά μέχρι τη στέπα του Πόντου και της Κασπίας στα ανατολικά. Αφού ηττήθηκαν στις Μάχες του Βιμινάκιου στην πατρίδα τους μερικοί Άβαροι αυτομόλησαν στους Βυζαντινούς το 602, αλλά ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος αποφάσισε να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους όπως συνηθιζόταν.[10] Διατήρησε το στρατόπεδο του πέρα από τον Δούναβη όλο το χειμώνα, αλλά η ταλαιπωρία έκανε το στρατό να εξεγερθεί, προσφέροντας στους Αβάρους μια ανάπαυλα που τη χρειάζονταν απεγνωσμένα και επιχείρησαν μια εισβολή στη βόρεια Ιταλία το 610. Ο Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος προκάλεσε μια περσική εισβολή και το Βυζαντινοπερσικό Πόλεμο του 602-628 και μετά το 615 οι Άβαροι δρούσαν ανενόχλητοι στα ανυπόστατα Βαλκάνια.
Ενώ διαπραγματεύονταν με τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 617 οι Άβαροι εξαπέλυσαν μια αιφνιδιαστική επίθεση. Ενώ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το κέντρο της πόλης, λεηλάτησαν τα προάστιά της και συνέλαβαν 270.000 αιχμάλωτους. Οι πληρωμές σε χρυσό και αγαθά στους Άβαρους έφτασαν στο χωρίς προηγούμενο ποσό των 200.000 σόλιδων λίγο πριν το 626.[11] Το 626 οι Άβαροι συνεργάστηκαν με τη δύναμη των Σασσανιδών στην ανεπιτυχή πολιορκία του 626. Μετά από αυτή την ήττα η πολιτική και στρατιωτική δύναμη των Αβάρων μειώθηκε. Βυζαντινές και φραγκικές πηγές μνημονεύουν έναν πόλεμο μεταξύ των Αβάρων και των Δυτικών Σλάβων υποτελών τους, των Βένδων.
Κάθε χρόνο οι Ούννοι [Αβαροι] έρχονταν στους Σλάβους, για να περάσουν το χειμώνα μαζί τους. Τότε έπαιρναν τις συζύγους και τις κόρες των Σλάβων και κοιμόντουσαν μαζί τους, και μεταξύ των άλλων κακομεταχειρίσεων [που έχουν ήδη αναφερθεί] οι Σλάβοι αναγκάζονταν επίσης να πληρώνουν φόρους στους Ούννους. Αλλά οι γιοι των Ούννων, που [τότε] μεγάλωναν με τις συζύγους και τις κόρες αυτών των Βένδων δεν μπορούσαν άλλο να αντέξουν αυτήν την καταπίεση και αρνήθηκαν την υπακοή στους Ούννους και ξεκίνησαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, μια εξέγερση. Όταν τότε ο στρατός των Βένδων στράφηκε κατά των Ούννων ο [προαναφερθείς] έμπορος Σάμο τον βοήθησε. Και έτσι η γενναιότητα του Σάμο θαυματούργησε και μια τεράστια μάζα Ούννων υπέκυψε στο σπαθί των Βένδων.
— Χρονικό του Φρέντεγκαρ, Βιβλίο IV, Τμήμα 48, γραμμένο περίπου το 642
Τη δεκαετία του 630 ο Σάμο, ο κυβερνήτης της πρώτης ιστορικά γνωστής σλαβικής πολιτείας, γνωστής ως Φυλετική Ένωση του Σάμο ή βασίλειο του Σάμο, επέκτεινε την εξουσία του σε εδάφη στα βόρεια και δυτικά του Χαγανάτου σε βάρος των Αβάρων, κυβερνώντας μέχρι το θάνατό του το 658 [12]
Το Χρονικό του Φρέντεγκαρ κατέγραψε ότι κατά την εξέγερση του Σάμο το 631 μ.Χ. 9.000 Βούλγαροι με επικεφαλής τον Αλτσεκ έφυγαν από την Παννονία στη σημερινή Βαυαρία, όπου ο Δαγοβέρτος Α΄ έσφαξε τους περισσότερους από αυτούς. Οι υπόλοιποι 700 εντάχθηκαν στους Βένεδοι. Περίπου την εποχή της βασιλείας του Σάμο ο Βούλγαρος ηγέτης της Χουβράτης της φυλής των Ντούλο ηγήθηκε μιας επιτυχημένης εξέγερσης για να τερματίσει την εξουσία των Αβάρων στην Πεδιάδα της Παννονίας, ιδρύοντας την Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία ή Patria Onoguria «την πατρίδα των Ονογούρων». Ο εμφύλιος πόλεμος, πιθανώς ένας αγώνας για τη διαδοχή στην Ονογουρία μεταξύ των κοινών δυνάμεων Κουτριγούρων και Ουτιγούρων, διήρκεσε από το 631 ως το 632. Η εξουσία των δυνάμεων των Κουτριγούρων Αβάρων συνετρίβη και οι Άβαροι τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το έργο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (10ος αιώνας), μια ομάδα Κροατών χωρίστηκε από τους Λευκούς Κροάτες που ζούσαν στη Λευκή Κροατία και έφτασαν με τη θέλησή τους ή κλήθηκαν από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (610- 641), για να πολεμήσουν και να νικήσουν τους Αβάρους. Οι Σλάβοι αυτοί ίδρυσαν μετά το δικό τους πριγκιπάτο στην Δαλματία την Διόκλεια σε μια περιοχή στα Νοτιοδυτικά Βαλκάνια που είχε ερημωθεί από τους Αβάρους.[13][14]
Με το θάνατο του Σάμο μερικές σλαβικές φυλές τέθηκαν ξανά υπό την κυριαρχία των Αβάρων. Ο Βούλγαρος Χάνος Χουβράτης πέθανε το 665 και τον διαδέχθηκε ο Χάνος Βαϊανός της Παλιάς Μεγάλης Βουλγαρίας.
Μετά το θάνατο του Χάνου Χουβράτη ή λίγα χρόνια αργότερα, την εποχή του Μπέζμερ, η αυτοκρατορία διαλύθηκε σε 5 κλάδους. Δύο από αυτούς (με επικεφαλής τους Μπάτμπαγιαν και Kότραγκ) υποτάχθηκαν στην αναδυόμενη αυτοκρατορία των Χαζάρων, ενώ η τρίτη με επικεφαλής τον Ασπαρούχ ίδρυσε τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία του Δούναβη και τη σταθεροποίησε με τη νίκη στη Μάχη του Ονγκαλ. Η τέταρτη ομάδα μετακινήθηκε στη Ραβέννα, ενώ η πέμπτη, με επικεφαλής τον Κούμπερ πήγε στο Χαγανάτο των Αβάρων. Σύμφωνα με τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου η Αβαροσλαβική συμμαχία από τα βόρεια Καρπάθια ώθησε τους Βούλγαρους νότια, έξω από τη δυτική Ονογουρία (Σίρμιο) περίπου την ίδια στιγμή που έγινε η Μάχη του Ογγκάλ, νότια των ανατολικών Καρπαθίων. Το νέο εθνοτικό στοιχείο που χαρακτηρίζεται από κλιπ μαλλιών για πλεξίδες. καμπύλα μονόπλευρα σπαθιά, ευρεία, συμμετρικά τόξα σηματοδοτεί τη μέση Αβαροβουλγαρική περίοδο (670-720). Οι Ονογούροι Βούλγαροι με ηγέτη τον Κούμπερ εκδιώχθηκαν από τη δυτική Ονογουρία (Σίρμιο) μετακινήθηκαν νότια και εγκαταστάθηκαν στη σημερινή Μακεδονία. Οι Ονογούροι Βούλγαροι, με επικεφαλής το Χάνο Ασπαρούχ - πατέρα του Χάνου Τέρβελ - εγκαταστάθηκαν μόνιμα κατά μήκος του Δούναβη (περ. 679–681), επεκτείνοντας την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία από το Ονογουρ της Βουλγαρίας. Αν και η αυτοκρατορία των Αβάρων είχε μειωθεί στο μισό του αρχικού της μεγέθους, η νέα Αβαροσλαβική συμμαχία εδραίωσε την κυριαρχία τους δυτικά από τα κεντρικά τμήματα της λεκάνης του μεσου Δούναβη και επέκτεινε τη σφαίρα επιρροής τους δυτικά στη Λεκάνη της Βιέννης. Εμφανίστηκαν νέα περιφερειακά κέντρα, όπως εκείνα κοντά στο Οζορα και το Ιγκαρ - στην περιφέρεια Φέχερ της Ουγγαρίας. Αυτό ενίσχυσε τη βάση ισχύος των Αβάρων, αν και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων βρισκόταν τώρα στα χέρια των σλαβικών φυλών, καθώς ούτε οι Αβαροι ούτε οι Βυζαντινοί μπορούσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο.
Ένας νέος τύπος κεραμικής - η λεγόμενη κεραμική "Ντέβινσκα Νόβα Βες" - εμφανίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα στην περιοχή μεταξύ του Μέσου Δούναβη και των Καρπαθίων. Αυτά τα αγγεία ήταν παρόμοια με τα χειροποίητα κεραμικά της προηγούμενης περιόδου, αλλά και αντικείμενα κατασκευασμένα με τροχό βρέθηκαν επίσης σε θέσεις της Ντέβινσκα Νόβα Βες. Μεγάλα νεκροταφεία που βρέθηκαν στο Χόλιαρε, το Νόβε Ζάμκι και άλλα μέρη στη Σλοβακία, την Ουγγαρία και τη Σερβία από την περίοδο που ξεκινά γύρω στο 690 δείχνουν ότι το δίκτυο οικισμών της λεκάνης των Καρπαθίων έγινε πιο σταθερό κατά την Υστερη περίοδο των Αβάρων. Τα πιο δημοφιλή μοτίβα της περιόδου αυτής - γρυπαετοί και έλικες που διακοσμούν ζώνες, βάσεις και διάφορα άλλα τέχνεργα που συνδέονται με πολεμιστές - μπορεί είτε να αντιπροσωπεύουν νοσταλγία για το χαμένο νομαδικό παρελθόν ή να μαρτυρούν ένα νέο κύμα νομάδων που έφτασαν από τις στέπες του Πόντου στο τέλος του 7ου αιώνα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς που αποδέχονται την τελευταία θεωρία οι μετανάστες μπορεί να ήταν είτε Ονόγουροι είτε Αλανοί. Οι ανθρωπολογικές μελέτες των σκελετών δείχνουν την παρουσία ενός πληθυσμού με μογγολικά χαρακτηριστικά.
Το Χαγανάτο κατά τη Μέση και Ύστερη περίοδο ήταν προϊόν πολιτιστικής συμβίωσης σλαβικών και αυθεντικών αβαρικών στοιχείων με μια σλαβική γλώσσα ως lingua franca ή πιο κοινή γλώσσα.[15]
Τον 7ο αιώνα το Χαγανάτο των Αβάρων άνοιξε μια πύλη για τη σλαβική δημογραφική και γλωσσική επέκταση στις περιοχές της Αδριατικής και του Αιγαίου.
Στις αρχές του 8ου αιώνα ένας νέος αρχαιολογικός πολιτισμός - ο λεγόμενος πολιτισμός "γρυπαετών και ελίκων" - εμφανίστηκε στη λεκάνη των Καρπαθίων. Ορισμένες θεωρίες, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της «διπλής κατάκτησης» του αρχαιολόγου Γκιούλα Λάσλο, τον αποδίδουν στην άφιξη νέων εποίκων, όπως οι πρώτοι Μαγυάροι, αλλά αυτό είναι ακόμη υπό συζήτηση. Οι Ούγγροι αρχαιολόγοι Λάσλο Μάκαϊ και Αντρας Μόκσι αποδίδουν αυτό τον πολιτισμό σε μια εσωτερική εξέλιξη των Αβάρων που προκύπτει από την ενσωμάτωση των Βούλγαρων μεταναστών από την προηγούμενη γενιά του 670. Σύμφωνα με τους Μάκαϊ και Μόκσι "ο υλικός πολιτισμός- τέχνη, ρούχα, εξοπλισμός, όπλα - της Υστερης περιόδου Αβάρων / Βουλγάρων εξελίχθηκε αυτόνομα από αυτά τα νέα θεμέλια". Πολλές περιοχές, που κάποτε αποτελούσαν σημαντικά κέντρα της αυτοκρατορίας των Αβάρων, είχαν χάσει τη σημασία τους ενώ εμφανίστηκαν νέες. Αν και ο υλικός πολιτισμός των Αβάρων που βρέθηκε σε μεγάλο μέρος των βόρειων Βαλκανίων μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία Αβάρων, πιθανότατα αντιπροσωπεύει την παρουσία ανεξάρτητων Σλάβων που είχαν υιοθετήσει έθιμα των Αβάρων.[16]
Η σταδιακή μείωση της ισχύος των Αβάρων επιταχύνθηκε σε ταχεία πτώση. Μια σειρά από εκστρατείες των Φράγκων, που ξεκίνησαν το 788, τελείωσαν με την κατάκτηση του βασιλείου των Αβάρων μέσα σε μια δεκαετία. Η αρχική σύγκρουση μεταξύ των Αβάρων και των Φράγκων σημειώθηκε αμέσως μετά την εκθρόνιση από τους Φράγκους του Βαυαρού Δούκα Τάσιλου Γ΄ και την επιβολή του άμεσου ελέγχου των Φράγκων επί της Βαυαρίας το 788. Εκείνη την εποχή τα σύνορα μεταξύ Βαυαρών και Αβάρων βρισκόταν στον ποταμό Ενς. Μια αρχική εισβολή των Αβάρων στη Βαυαρία αναχαιτίστηκε και οι δυνάμεις Φράγκων-Βαυαρών αντέδρασαν μεταφέροντας τον πόλεμο στα γειτονικά εδάφη των Αβάρων, που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, ανατολικά του Ενς. Οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν κοντά στον ποταμό Υμπς, στο Υμπσφελντ, όπου οι Αβαροι υπέστησαν ήττα (788), που σηματοδότησε την άνοδο της δύναμης των Φράγκων και την παρακμή των Αβάρων στην περιοχή. [17][18]
Το 790 οι Αβαροι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν έναν ειρηνευτικό διακανονισμό με τους Φράγκους, αλλά δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. [18] Μια νέα φραγκική εκστρατεία κατά των Αβάρων, που ξεκίνησε το 791, ολοκληρώθηκε με επιτυχία για τους Φράγκους. Ένας μεγάλος Φραγκικός στρατός, με επικεφαλής τον Καρλομάγνο, πέρασε από τη Βαυαρία στο έδαφος των Αβάρων πέρα από τον ποταμό Ενς και άρχισε να προχωρά κατά μήκος του ποταμού Δούναβη σε δύο φάλαγγες, αλλά δεν βρήκε καμία αντίσταση και σύντομα έφτασε στην περιοχή του Δάσους της Βιέννης, στις πύλες της Πεδιάδας της Παννονίας. Δεν διεξήχθη μάχη, [19] αφού οι Αβαροι είχαν φύγει πριν από την προέλαση του Καρολίγγειου στρατού, ενώ τα περισσότερα άλογα των Αβάρων αρρρώστησαν και πέθαναν. [19] Αρχισαν φυλετικές εσωτερικές διαμάχες, φανερώνοντας την αδυναμία του Χαγανάτου. [19]
Οι Φράγκοι είχαν υποστηριχθεί από τους Σλάβους, που ίδρυσαν κρατίδια στα πρώην εδάφη των Αβάρων. [20] Ο γιος του Καρλομάγνου Πεπίνος της Ιταλίας κατέλαβε ένα μεγάλο, οχυρωμένο καταυλισμό γνωστό ως "Δακτύλιο", ποιυ περιείχε πολλά από τα λάφυρα προηγούμενων εκστρατειών των Αβάρων.[21] Η εκστρατεία κατά των Αβάρων συγκέντρωσε και πάλι δυναμική. Χρειάστηκαν δύο μαζικά πλήγματα, δύο μεγάλα συναθροίσεις του βασιλιά για την άντληση εισφορών από κάθε μέρος του μεγάλου πλέον βασιλείου, για να ηττηθούν αποφασιστικά οι Αβαροι. Το 796, οκτώ χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, οι Αβαροι δεν άντεξαν άλλο και βρέθηκαν ολοκληρωτικά στο έλεος του βασιλιά.[22]
Το 796 οι οπλαρχηγοί των Αβάρων παραδόθηκαν και έγιναν δεκτικοί στην αποδοχή του Χριστιανισμού. [19] Εν τω μεταξύ όλη η Παννονία κατακτήθηκε. [23] Σύμφωνα με το Annales Regni Francorum οι Αβαροι άρχισαν να υποτάσσονται στους Φράγκους το 796. Το τραγούδι "De Pippini regis Victoria Avarica" που εξυμνεί την ήττα των Αβάρων από τον Πεπίνο της Ιταλίας το 796 σώζεται ακόμη. Οι Φράγκοι βάφτισαν πολλούς Αβάρους και τους ενσωμάτωσαν στη Φραγκική Αυτοκρατορία.[24] Το 799 μερικοί Αβαροι εξεγέρθηκαν. [25]
Το 804 η Βουλγαρία κατέκτησε τα νοτιοανατολικά εδάφη των Αβάρων στην Τρανσυλβανία και τη νοτιοανατολική Παννονία μέχρι το Μέσο Δούναβη και πολλοί Αβαροι έγιναν υπήκοοι της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Ο Χαγάνος Θεόδωρος, προσηλυτισμένος σε Χριστιανό, πέθανε αφού ζήτησε βοήθεια από τον Καρλομάγνο το 805 και τον διαδέχθηκε ο Χαγάνος Αβραάμ, που βαφτίστηκε ως ο νέος υποτελής των Φράγκων (και δεν πρέπει να υποτεθεί από το όνομά του μόνο ότι ήταν Χάβαρος παρά Ψευδοάβαρος). Τον Αβραάμ διαδέχτηκε ο Χαγάνος Ισαάκ (Λατινικά Canizauci), για τον οποίο λίγα είναι γνωστά. Οι Φράγκοι μετέτρεψαν τα υπό τον έλεγχό τους εδάφη των Αβάρων σε μια συνοριακή επαρχία (Μαρκία). Η Παννονική Μαρκία - το ανατολικό μισό της Αβαρικής Μαρκίας - παραχωρήθηκε στη συνέχεια στο Σλάβο πρίγκιπα Πρίμπινα, ο οποίος ίδρυσε το Πριγκιπάτο της Κάτω Παννονίας το 840.
Ό, τι απέμεινε από την εξουσία των Αβάρων τερματίστηκε οριστικά όταν οι Βούλγαροι επέκτειναν την επικράτειά τους στα κεντρικά και ανατολικά τμήματα των παραδοσιακών εδαφών τους περί το 829.[26] Σύμφωνα με τον Πολ η παρουσία των Αβάρων στην Παννονία βεβαιώνεται το 871, αλλά στη συνέχεια το όνομα δεν χρησιμοποιείται πλέον από τους χρονικογράφους. Ο Πολ έγραψε, "Αποδείχθηκε απλώς αδύνατο να διατηρηθεί μια αβαρική ταυτότητα μετά την εξάλειψη των θεσμικών οργάνων των Αβάρων και της παράδοσής τους",[27] αν και ο Ρέτζινο έγραψε για αυτά το 889.[28] Ένας αυξανόμενος αριθμός αρχαιολογικών στοιχείων στην Υπερδουναβία υποδηλώνει επίσης έναν πληθυσμό Αβάρων στην Λεκάνη των Καρπαθίων στα τέλη του 9ου αιώνα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνουν μια σημαντική, ύστερη παρουσία Αβάρων στη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα, ωστόσο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η σωστή χρονολογία τους. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα των νέων ανασκαφών δείχνουν επίσης ότι η γνωστή και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή θεωρία της καταστροφής της περιοχής εγκατάστασης των Αβάρων είναι ξεπερασμένη και ότι μια καταστροφική εξάλειψη του Χαγανάτου δεν συνέβη ποτέ.[29]
Βυζαντινά αρχεία, όπως το "Notitia episcopatuumî", το "Σύνταγμα περί των πέντε πατριαρχικών θρόνων" του Νείλου Δοξαπατρή, τα "Χρονικά" του Πέτρου Αλεξανδρινού και το "Notitia patriarchatuum" αναφέρουν τους Αβάρους του 9ου αιώνα ως χριστιανικό πληθυσμό.[30] Οι Αβαροι είχαν ήδη αναμιχθεί με τους πολυάριθμους Σλάβους για γενιές και αργότερα τέθηκαν υπό την εξουσία εξωτερικών κρατών, όπως οι Φράγκοι, η Βουλγαρία και η Μεγάλη Μοραβία.[31] Οι Αβαροι της περιοχής γνωστής ως solitudo avarorum - σήμερα ονομάζεται Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα (Alföld) - εξαλείφθηκαν σε διάστημα τριών γενεών. Σταδιακά συγχωνεύτηκαν με τους Σλάβους για να δημιουργήσουν ένα δίγλωσσο Τουρκοσλαβικά ομιλούντα λαό που υποτάχθηκε στη Φραγκική κυριαρχία. Οι Μαγυάροι εισβολείς συνάντησαν αυτό το μεικτό λαό στα τέλη του 9ου αιώνα.[32] Αν και το Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, που γράφτηκε γύρω στο 950 και βασίζεται σε παλαιότερα έγγραφα, αναφέρει ότι "εξακολουθούν να υπάρχουν απόγονοι των Αβάρων στην Κροατία και αναγνωρίζονται ως Αβαροι", σύγχρονοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι μέχρι τώρα απέδειξαν το αντίθετο, ότι οι Αβαροι δεν ζούσαν ποτέ στην κυρίως Δαλματία (συμπεριλαμβανομένης της Λίκα), και αυτή η αναφορά αναφέρεται κάπου στην Παννονία.[33][34] Εικάζεται ότι οι σημερινοί Άβαροι του Καυκάσου μπορεί να έχουν μια αβέβαιη σχέση με τους ιστορικούς Αβάρους, αλλά η άμεση καταγωγή τους απορρίπτεται ή αμφισβητείται από πολλούς μελετητές.
Οι καταγεγραμμένοι Αβαροι Χαγάνοι ήταν :
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.