Αυτοκρατορία κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αναφερόμενη και ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ρωμανία ή απλά Βυζάντιο, αλλά και ως Αυτοκρατορία των Ελλήνων όπως χαρακτηρίστηκε το 1791 στο έργο "Γεωγραφία Νεωτερική"[1] , ήταν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την Άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου 1453.[2] Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν τα Βαλκάνια, την Ιταλική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Λιβύης, τής Αλγερίας, τού Μαρόκο καθώς και νότιες περιοχές τής Ιβηρικής χερσονήσου και της Κριμαίας.
Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Βασιλεία Ρωμαίων Imperium Romanum | ||||||
Αυτοκρατορία | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Η αυτοκρατορία το 555, κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Ιουστινιανού, κατά την περίοδο της μεγαλύτερης εκτάσεώς της μετά την πτώση της Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας (οι υποτελείς της εμφανίζονται με ροζ χρώμα) | ||||||
Πρωτεύουσα | Κωνσταντινούποληα, β (395–1204, 1261–1453) | |||||
Γλώσσες |
| |||||
Θρησκεία | Χριστιανισμός Ανατολικός Χριστιανισμός (αποδεκτός κατόπιν του Διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, Επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά το 380), Ανατολικό Ορθόδοξο δόγμα μετά το Σχίσμα του 1054 | |||||
Πολιτική δομή | Αυτοκρατορία | |||||
Σημαντικοί αυτοκράτορες | ||||||
- | 306-337 | Μέγας Κωνσταντίνος | ||||
- | 527-565 | Ιουστινιανός Α΄ | ||||
- | 610-641 | Ηράκλειος | ||||
- | 717-741 | Λέων Γ΄ | ||||
- | 976-1025 | Βασίλειος Β΄ | ||||
- | 1081-1118 | Αλέξιος Α΄ Κομνηνός | ||||
- | 1259-1282 | Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος | ||||
- | 1449-1453 | Κωνσταντίνος ΙΑ΄ | ||||
Ιστορική εποχή | Ύστερη Αρχαιότητα έως Ύστερος Μεσαίωνας | |||||
- | Μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη | 1 Απριλίου 286 | ||||
- | Ίδρυση της Κωνσταντινούπολης | 11 Μαΐου 330 | ||||
- | Τελική διαίρεση Ανατολής-Δύσης έπειτα από τον θάνατο του Θεοδοσίου Α΄ | 17 Ιανουαρίου 395 | ||||
- | Επίσημο τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας | 25 Απριλίου 480 | ||||
- | Δ΄ Σταυροφορία και ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας | 12 Απριλίου 1204 | ||||
- | Ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Παλαιολόγους | 25 Ιουλίου 1261 | ||||
- | Άλωση της Κωνσταντινούπολης | 29 Μαΐου 1453 | ||||
Πληθυσμός | ||||||
- | 457 εκτ. | 16,000,000γ | ||||
- | 565 εκτ. | 19,000,000 | ||||
- | 775 εκτ. | 7,000,000 | ||||
- | εκτ. | 12,000,000 | ||||
- | 1320 εκτ. | 2,000,000 | ||||
Νόμισμα | Σόλιδος, Ιστάμενον και Υπέρπυρον | |||||
α. | ^ Η Κωνσταντινούπολη κατέστη πρωτεύουσα της (ενωμένης) αυτοκρατορίας το 330. Ο Θεοδόσιος Α΄ ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας ο οποίος βασίλευσε τόσο επί της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απεβίωσε το 395 μ.Χ., με άμεση συνέπεια τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δυτικό και ανατολικό τμήμα. | |||||
β. | ^ Από το 1204 έως το 1261 υπήρξε περίοδος μεσοβασιλείας κατά τη διάρκεια της οποίας η αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη μεταξύ Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τα οποία συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την κατάληψη της εξουσίας της αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας θεωρείται ως το νόμιμο διάδοχο κράτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς πέτυχε να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. | |||||
γ. | ^ Δείτε το λήμμα Πληθυσμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για περισσότερες αναλυτικές πληροφορίες προερχόμενες από το McEvedy and Jones, Atlas of World Population History, 1978, καθώς και το Angeliki E. Laiou, The Economic History of Byzantium, 2002. | |||||
Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής» όπως την αποκάλεσε μερίδα Ελλήνων ιστορικών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα[1], και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία» [3]. Ωστόσο, με τον όρο Έλληνες εννοείτο το Βυζάντιο από τα χρόνια του βασιλιά Όθωνα Α΄ της Γερμανίας, τον 10ο αιώνα.
Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την κυρίαρχη επιρροή του θρησκευτικού δόγματος του Χριστιανισμού[4], της ελληνικής γλώσσας[5], με κάποιους ιστορικούς να τονίζουν πως ο ελληνικός πολιτισμός έπαιξε πολύ μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του Βυζαντίου[6], με κάποιους παλαιότερους ιστορικούς να διαφωνούν[7]. Άλλοι παράγοντες που επηρέασαν τη διαμόρφωση του Βυζαντίου ήταν η ελληνική γλώσσα,[5] η μετάθεση του πολιτικού κέντρου στην Ανατολή, και η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν αυτοί οι παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυτης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της.[8]
Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας καίσαρας και ένας αύγουστος. Συγκεκριμένα, στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον καίσαρα Γαλέριο ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός καίσαρας και ο Μαξιμιανός Αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Στη λεγόμενη «Μεσοβυζαντινή περίοδο», κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του στόλου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Επίσης, στα τέλη του 7ου αιώνα εγκαθίστανται μόνιμα, νοτίως του Δούναβη, οι Βούλγαροι.
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις και στην Ανατολή και στη Δύση. Πρώτα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β´ Φωκάς (963-969 μ.Χ) που κατέλαβε την Κρήτη και την Κύπρο. Έπειτα ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976), που κατάφερε να απωθήσει τους Ρως του Κιέβου μέχρι τον Δούναβη και με τα στρατεύματα του κατάφερε να νικήσει τους Άραβες. Τον Τσιμισκή διαδέχτηκε ο περίφημος Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) ο οποίος κατάφερε να νικήσει τους επαναστάτες Βάρδα Σκληρό και Φωκά. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει πως οι Βυζαντινοί, για να χωρέσουν τον χρυσόπου συγκεντρώθηκε επί Βασιλείου, έσκαψαν μεγαλύτερες στοές στο θησαυροφυλάκιο. Ασχολήθηκε και με τα εξωτερικά θέματα, αν και ηττήθηκε από τους Βούλγαρους στην αρχή, κατάφερε να νικήσει τους Γερμανούς (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) στη μάχη του Μπάρι (987) και της Ρώμης (989) και έτσι τα Παπικά Κράτη έγιναν υποτελή στο Βυζάντιο. Επίσης κατάφερε να καταλάβει την Κριμαία (990). Έπειτα, μετά από αρκετές νίκες εναντίον των Βουλγάρων την περίοδο 990-994, έμαθε πως ο διοικητής Βούρτζης έχασε μία μάχη εναντίον των Αράβων στην Αντιόχεια και έσπευσε να βοηθήσει. Εν τω μεταξύ στα Βαλκάνια οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Βασιλείου και λεηλάτησαν όλη την Ελλάδα μέχρι την Αθήνα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός τους διέλυσε στη μάχη του Σπερχειού και ανέκτησε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ο Βασίλειος επέστρεψε στα Βαλκάνια για να νικήσει τους Βούλγαρους όπου και μετά από 18 συνεχόμενα χρόνια πολέμου το κάνει, το 1018. Έτσι κατάφερε να εδραιώσει μια κοσμοκρατορία η οποία αποτελούνταν από τη Νότια Ιταλία μέχρι τη Ρώμη που ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο, τα Βαλκάνια μέχρι τον ποταμό Δούναβη, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, Καύκασο, Αρμενία, Γεωργία. Όμως 35 χρόνια μετά τον θάνατο του πολλά από αυτά τα εδάφη χάθηκαν. Επίσης εκχριστιάνισε τους Ρώσους.
Οι εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά από τον 11ο αιώνα άρχισε η συρρίκνωση. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς. Η ήττα στο Μαντζικέρτ έβλαψε κυρίως το γόητρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς διέψευσε τη φήμη της πανίσχυρης και κραταιάς Αυτοκρατορίας, με τον Αυτοκράτορα αιχμάλωτο και με το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε,[9][10] αποτέλεσε τη «θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»[11]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά.
Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185)[12] οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφόρων της Α΄ και Β΄ Σταυροφορίας. Στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) η αυτοκρατορία διέθετε οικονομική ευρωστία, αξιόλογη στρατιωτική ισχύ, ενώ ανέπτυξε και σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα, τόσο ώστε να θεωρείται ότι στα χρόνια αυτά η αναγέννηση των Κομνηνών έφθασε στο ιστορικό της ζενίθ[13].
Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ΄ Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις, η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας και ιδρύθηκαν πολλά λατινικά κρατίδια. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Νίκαιας με ιδρυτή τον Θεόδωρο Λάσκαρη, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας είχε ως έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, και εκεί μεταφέρθηκε και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη εν ονόματι του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου. Έτσι, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατόρθωσε την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1261.
Η ισχύς του Βυζαντινού κράτους είχε τρωθεί από την άλωση του 1204 και δεν επανήλθε στα πρότερα επίπεδα. Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο όμως παρατηρείται μια άνθηση και ανανέωση της βυζαντινής τέχνης και φιλοσοφίας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη στροφή προς την κλασική αρχαιότητα. Παράλληλα, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν απομωνομένα και ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη, που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν παρά ελάχιστα έτη μετά το 1453.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του και την Εκκλησία και δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ειδικά μετά την Άλωση (1453). Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[16]
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία αξίωνε να θεωρείται η μόνη οικουμενική αυτοκρατορία, βασίζοντας την αξίωση αυτή επάνω στο γεγονός ότι αποτελούσε την μοναδική οργανική, ιστορική κληρονόμο της αρχαίας Ρώμης. Ο πρώτος δε αυτοκράτορας που έδωσε ιστορική σάρκα στην αυτοκρατορική ιδέα ήταν ο Ιουστινιανός (527-565), αφού επί της βασιλείας του η Μεσόγειος έγινε βυζαντινή λίμνη (βλ. χάρτη) και τα εδάφη της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επανακτήθηκαν σε ικανό βαθμό.[17] Η αξίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να θεωρείται ως η μόνη παγκόσμια αυτοκρατορία επιβίωσε ακόμα και στην περίοδο κατά την οποία είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής της, τουλάχιστον μέχρι τη διάλυσή της από τη φράγκικη προέλαση και τη συνακόλουθη κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης του 1204.[18] Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (πολιτική της Renovatio (Ανανέωσης) ή της Reconquista (Ανάκτησης)).[19] Ήταν άλλωστε θεσμοθετημένο με νομική διάταξη (συγκεκριμένα δια του νόμου που ονομαζόταν Επαναγωγή) ότι ρόλος του αυτοκράτορα ήταν "η των απολεσθέντων ανάκτησις".[20]
Η ιδεολογία της οικουμενικότητας μεταλλάχτηκε με τα χρόνια, από τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ., δίνοντας τη θέση της στον εθνικισμό, ο οποίος γεννήθηκε στη βάση της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την Καθολική, με αποτέλεσμα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας να θεωρείται αναμφισβήτητα η μόνη νόμιμη αρχή των Ορθοδόξων και κυρίως των Ελλήνων και να θεωρείται ανώτερη αρχή από τους υπόλοιπους Ορθόδοξους Βασιλείς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ως πολεοδομική οργάνωση στη βυζαντινή αυτοκρατορία εννοείται η διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης. Προκειμένου να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της βυζαντινής πόλης, χρειάζεται να λάβει υπόψη του ότι η πόλη-κράτος της κλασικής περιόδου υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά την ελληνιστική περίοδο με την εισαγωγή της χωροταξικής μονάδας της συνοικίας και τις επακόλουθες πολεοδομικές αλλαγές που επέφερε το σύστημα της μοναρχίας με τα μεγάλα τείχη, τα ανάκτορα, τους ιπποδρόμους και τα πολυτελή λουτρά. Όλα αυτά τα πολεοδομικά στοιχεία αποτέλεσαν επίσης στοιχεία της μεταγενέστερης ρωμαϊκής πόλης στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως ιστορικές συνέχειες για τη διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης.
Πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, οι ρωμαίοι αυτοκράτορες απευθύνονταν στα ελληνικά προς τις ανατολικές επαρχίες, επειδή εκεί επικρατούσε η ελληνική. Ωστόσο ο Μέγας Κωνσταντίνος και μετέπειτα ο Διοκλητιανός επέβαλαν τη χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας. Στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η σπουδή της λατινικής έγινε απαραίτητη για όσους ήθελαν να καταλάβουν δημόσια αξιώματα, παρά τις αντιδράσεις των λογίων όπως ο Λιβάνιος, ο Θεμίστιος και ο Συνέσιος. Αρνητική στάση προς τη λατινική είχαν και οι ιεράρχες. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο ο Κωνσταντίνος απευθύνεται προς τους ιεράρχες στα λατινικά τα οποία μεταφράζονται στα ελληνικά. Ο ίδιος παρακολουθεί τις εργασίες της Συνόδου που γίνονταν στα ελληνικά, καθώς γνώριζε τη γλώσσα, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος. Η λατινική εθεωρείτο ανεπαρκής γλώσσα για τη διατύπωση των θρησκευτικών κειμένων. Σταδιακά επικρατεί η διγλωσσία, και στην εποχή του Θεοδοσίου προβλέπεται η απασχόληση ελληνόφωνων και λατινόφωνων γραμματέων, βιβλιοθηκονόμων, καθηγητών ανώτατης παιδείας κλπ. Οι πολίτες στις καθημερινές τους συναλλαγές χρησιμοποιούν κυρίως τα ελληνικά. Αυτοκρατορικά και δικαιοπρακτικά κείμενα όταν γράφονται στα λατινικά, συνοδεύονται από ελληνική περίληψη. Στο στρατό μόνο οι αξιωματικοί ήταν λατινόφωνοι. Έτσι η Πολιτεία εισάγει σταδιακά την ελληνική γλώσσα ως επίσημη. Το 397 επιτρέπεται να γίνονται δίκες και στις δύο γλώσσες. Από το 439 οι διαθήκες συντάσσονται στα ελληνικά. Ο Αναστάσιος Α' (491-518) θεσμοθετεί στα ελληνικά για τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Ο Ιουστινιανός (527-565) πρώτος νομοθετεί στα ελληνικά "ώστε οι νόμοι να γίνουν γνωστοί σε όλους και να ερμηνεύονται εύκολα". Από τον 6ο αιώνα η διδασκαλία την νομικής γίνεται και στην Κωνσταντινούπολη στα ελληνικά. Την 1η Νοεμβρίου 541 ο Τριβωνιανός απευθύνει την τελευταία λατινόφωνη διάταξη. Αυτή η μετατόπιση προς την ελληνική συνάντησε αντιδράσεις από λατινόφωνους αξιωματούχους. Ωστόσο, ένας από αυτούς, ο Ιωάννης ο Λυδός (6ος αι.) αναγνωρίζει ότι οι υπήκοοι των ανατολικών επαρχιών είναι "Έλληνες εκ του πλείονος". Η χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας καταργείται επί Ηρακλείου (610-641) ο οποίος πρώτος εκδίδει νομίσματα με ελληνικές επιγραφές. Η λατινική παραμένει στα χρυσά νομίσματα μέχρι την εποχή του Ρωμανού του Διογένη (1068-1071). Μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας διατηρούνται πολλές λατινικές λέξεις σε κείμενα ευρείας χρήσης όπως νομικές διατάξεις, στρατιωτικά τακτικά, λογοτεχνία. Λατινικές λέξεις εισάγονται και λόγω των επαφών με τη Δύση. Η λατινική γλώσσα αποκτά τον συμβολισμό της συνέχειας με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και για το λόγο αυτό οι Δυτικοί ηγεμόνες και Πάπες θεωρούν τη Βυζ. Αυτοκρατορία ξένη προς τη Ρωμαϊκή. Από τον 5ο αιώνα, οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα που στέλνονται για να διοικήσουν τις δυτικές επαρχίες θεωρούνται Έλληνες από τους Δυτικούς. Οι Βυζαντινοί θεωρούνται από τους Δυτικούς μόνο κατ' όνομα Ρωμαίοι, αφού άλλαξαν τη γλώσσα, τα ήθη και την ενδυμασία.[21]
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία.
Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους. Την περίοδο της εικονομαχίας πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Την περίοδο της ύφεσης διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Η γλυπτική τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινής εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. Η Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η βυζαντινή μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία[22]. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.[23][24] Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
Ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια». Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.[25]
Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στο Βόσπορο, που είχε ιδρυθεί το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό το Βύζαντα, στον οποίο η πόλη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, το κράτος τους ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαΐς», «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»[εκκρεμεί παραπομπή], ο εκάστοτε αυτοκράτορας Βασιλεύς Ρωμαίων, ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη.[26]
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί τον θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
Ο καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453».[27]
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας.[28]
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[29] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης.[30] Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας.[31]
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη,[32] τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές.[33] Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Π.χ. ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων Ε΄, Βασίλειος Α΄, Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής, Ρωμανός Α΄. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α΄ είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός.[34] Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί.
Ως αποτέλεσμα της ενοποιητικής πολιτικής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και της δημιουργίας μίας συγκεντρωτικής ρωμαϊκής γραφειοκρατίας[35] από τον ύστερο τρίτο μ.Χ. αιώνα οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ακόμη και στις επαρχίες, είχαν αρχίσει να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας κοινωνικής και πολιτικής κοινότητας που αποτελούσε συνέχεια της αρχαίας Ρώμης. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εγκατάλειψη των τοπικών ταυτοτήτων που διέσπαζαν την ενότητα της Ρωμαϊκής πολιτείας, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής.[36]
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Νεοέλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεοτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του «εθνικού» ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα,[37] καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι των εδαφών της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά τον 6ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι, μιλούσαν, δηλαδή, μια μορφή της ελληνικής επηρεασμένης από την εισαγωγή λατινικής προέλευσης όρων,[38] και μέχρι περίπου το 600 μ.Χ. η χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ.[39] Επίσης οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνορωμαϊκές (επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα έγιναν κυρίως ελληνικές. Κατά συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη «Έλλην» ήταν ταυτισμένη τους πρώτους αιώνες με την ειδωλολατρεία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες,[40] εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη | |||||
---|---|---|---|---|---|
Εποχή / Τύπος | Εθνωνύμιο | Αρχαιότητα | Μεσαίωνας | Αναγέννηση
(τέλη 13ου αιώνα +) |
Νεότερη ιστορία |
Ενδώνυμα
κυρίως νοτιοανατολική Ευρώπη |
Έλληνες | γενικός όρος μεταξύ αυτών που ακολουθούν τα ίδια ήθη, έθιμα, παραδόσεις, και γλώσσα. Διάφορα φύλα, πόλεις, αποικίες και βασίλεια, εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και Ευρώπης | οι αρχαίοι Έλληνες γενικότερα, ενώ σε θρησκευτικό πλαίσιο οι παγανιστές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (από τον 4ο αιώνα μ.Χ./περίοδο Ιουλιανού)[^ 1] | σταδιακά και αργά ο όρος άρχισε να επανέρχεται ως αυτοπροσδιορισμός των σύγχρονων κατοίκων στον ελλαδικό χώρο από τον 13ο-15ο αιώνα και έπειτα, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Δ´ Σταυροφορίας.[^ 2][^ 3] | ο κύριος όρος σε χρήση για τους κατοίκους εντός της Ελλάδας και Κύπρου και γενικότερα στην ελληνική γλώσσα διαχρονικά για τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου και άλλων περιοχών |
Γραικοί | (Graeci): οι Έλληνες όπως αναφέρονταν από τους Ρωμαίους[^ 4] | ανεπίσημος χαρακτηρισμός των κατοίκων του ελλαδικού χώρου (ή των ατόμων ελληνικής καταγωγής γενικότερα) στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιστορικά προερχόμενος από τον αρχαίο ρωμαϊκό όρο για τους Έλληνες[^ 5][^ 3] | παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός | παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός | |
Βυζαντινοί | οι κάτοικοι της πόλης του Βυζαντίου | όπως αρχαιότητα | όπως αρχαιότητα | Οι Έλληνες του Μεσαίωνα όπως κατά την παραπάνω χρήση του Έλληνες για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6] | |
Ρωμιοί / Ρωμανοί | - | αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμαίοι, Έλληνες και άλλες εθνικότητες εντός της αυτοκρατορίας, ισχυρά στοιχεία ελληνικού πολιτισμού)[^ 7][^ 6] | αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της πρώην ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αυξανόμενη θρησκευτική έννοια ως ορθόδοξοι | παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός για τους Έλληνες του Μεσαίωνα και έπειτα, και Ρουμάνοι για τους κατοίκους της Ρουμανίας | |
Ρωμαίοι | αρχαία Ρώμη (δημοκρατία/πολιτεία και αυτοκρατορία) | όπως Ρωμιοί | όπως Ρωμιοί
αλλά και Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία |
αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης | |
Εξώνυμα
κυρίως Δυτική Ευρώπη |
Έλληνες | όπως παραπάνω | (Hellenes, hellenismus κτλ): όπως παραπάνω | Όπως Μεσαίωνα | (hellenic κτλ), συγκεκριμένα σε ότι αφορά την αρχαία Ελλάδα (κυρίως γερμανική βιβλιογραφία), ή γενικά σε ότι αφορά τον ελληνικό πολιτισμό και φιλοσοφία διαχρονικά (αγγλική βιβλιογραφία) |
Γραικοί | όπως παραπάνω | (Greeks, Graeci κτλ) όρος σε καθολική χρήση στην δυτική Ευρώπη για την περιγραφή των κατοίκων του συνόλου της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6] | Όπως Μεσαίωνα | (Greeks κτλ): Οι κάτοικοι της Ελλάδας, αλλά και διαχρονικός γενικός χαρακτηρισμός στις δυτικές γλώσσες για τους Έλληνες γενικότερα | |
Βυζαντινοί | όπως παραπάνω | όπως παραπάνω | χρήση του όρου τον 15ο αιώνα από τον Ιερώνυμο Βολφ όπου ως όρος για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επικράτησε σταδιακά ως τέτοιος.[^ 8][^ 6] | Οι κάτοικοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας | |
Ρωμαίοι | όπως παραπάνω | αρχαίοι Ρωμαίοι, οι κάτοικοι της Ρώμης, γενικότερα οι ακολουθόντες τον δυτικό χριστιανισμό (ρωμαιοκαθολικισμό),[^ 9][^ 6] και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Φράγκων (Βασίλειο της Γερμανίας) ως ρωμαϊκή αυτοκρατορία (9ος αιώνας) και κατόπιν Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (11ος αιώνας και έπειτα), ισχυρή γερμανική επίδραση[^ 10][^ 11][^ 12] | Όπως Μεσαίωνα | αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης |
Παραπομπές πίνακα
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας και ιδίως το Βυζάντιο, που θεωρείτο κλασικό θεοκρατικό βασίλειο.
Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν μεσαίωνας, δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.[41]
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701-1778, «Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί[42] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες,[43] εχθρικές[44] και ιστορικά αστήρικτες,[45] εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθηγήτρια Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.
Βυζαντινοί λόγιοι είχαν μεγάλη συμβολή στη διατήρηση και αντιγραφή κλασικών χειρογράφων που εμπλούτισαν την Αναγέννηση στη δυτική Ευρώπη, καθώς με την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πολλοί λόγιοι μετανάστευσαν στην Ιταλία και σε ελληνικά εδάφη των ιταλικών κρατών.
Η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος που αναβίωσε τους τελευταίους 4 αιώνες της αυτοκρατορίας συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κινήματος κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[12].
Η ρωμαϊκή ταυτότητα επιβίωσε της πτώσης της αυτοκρατορίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η ονομασία «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στο σύνολο της πολύγλωσσης και πολυεθνοτικής ορθόδοξης κοινότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά την ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ορθόδοξη και λαϊκή όψη της νεοελληνικής ταυτότητας.[26]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.