Remove ads
δήμος της Ιταλίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Μπάρι (ιταλικά: Bari, λατινικά: Barium, αρχαία ελληνικά: Βάριον) είναι η πρωτεύουσα της ιταλικής επαρχίας του Μπάρι και της Περιφέρειας Απουλία (ιταλικά: Puglia) στην νότια Ιταλία, με λιμάνι στην Αδριατική θάλασσα. Αποτελεί το δεύτερο πιο σημαντικό οικονομικό κέντρο της νότιας Ιταλίας μετά τη Νάπολη και είναι γνωστό ως λιμάνι και έδρα αρκετών πανεπιστημιακών σχολών, καθώς και ως η πόλη του Αγίου Νικολάου. Η πόλη αυτή καθ’ αυτή έχει πληθυσμό 320.475 (2011) κατοίκων σε 116 τετρ. χιλιόμετρα, ενώ η γρήγορα αναπτυσσόμενη αστική ζώνη αριθμεί 653.028 κατοίκους σε 203 τ.χλμ. Η μητροπολιτική περιοχή φτάνει το 1 εκατομμύριο κατοίκους.
Μπάρι Comune | ||
---|---|---|
Comune di Bari | ||
| ||
Διοικητικές πληροφορίες | ||
Χώρα | Ιταλία | |
Περιφέρεια | Απουλία | |
Επαρχία | Μπάρι | |
Δήμαρχος | Antonio Decaro | |
Περιοχή | ||
Υψόμετρο | 5 μ. | |
Άλλες πληροφορίες | ||
Ταχυδρομικός κώδικας | 70121-70132 | |
Ζώνη ώρας | UTC+1 | |
Πολιούχος | {{{Πολιούχος}}} | |
Τοποθεσία | ||
Θέση του δήμου στην ομώνυμη επαρχία | ||
Επίσημος ιστότοπος |
Το Μπάρι αποτελείται από 4 διαφορετικές αστικές ενότητες: Στα βόρεια είναι η πυκνοδομημένη παλιά πόλη στη χερσόνησο μεταξύ δύο σύγχρονων λιμανιών, με τη λαμπρή Βασιλική του Αγίου Νικολάου, τον Καθεδρικό Ναό του Σαν Σαμπίνο (1035-1171) και το Σουηδικό Κάστρο, που χτίστηκε για τον Φρειδερίκο Β΄ και σήμερα είναι επίσης συνοικία με μεγάλη νυχτερινή ζωή. Στα νότια είναι η συνοικία Μυρά (που ιδρύθηκε από τον Ζοακίμ Μυρά, η σύγχρονη καρδιά της πόλης, που απλώνεται σε ένα πολεοδομικό σχέδιο σχήματος ορθογωνίου με ένα χώρο περιπάτου στη θάλασσα και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο (τις via Sparano και via Argiro).
Σύγχρονες ζώνες κατοικίας περιβάλλουν το κέντρο του Μπάρι, αποτέλεσμα της χαοτικής ανάπτυξης κατά τις δεκαετίες των 1960 και 1970, έχοντας αντικαταστήσει τα παλιά προάστια που είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος των δρόμων, διευρυνόμενα προς τα έξω από τις πύλες των τειχών της πόλης. Εξάλλου τα εξώτερα προάστια αναπτύχθηκαν γρήγορα τη δεκαετία του 1990. Η πόλη έχει ένα αναπλασμένο αεροδρόμιο με το όνομα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, το Αεροδρόμιο Κάρολ Βοϊτύλα, με συνδέσεις με πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.
Το λιμάνι του Μπάρι (στο οποίο μεταξύ των ετών 1999-2002 έγιναν μεγάλα έργα υποδομής) είναι σημείο ακτοπλοϊκής σύνδεσης με το λιμάνι της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας. Επίσης, ήταν σημείο εκπομπής προπαγανδιστικού φασιστικού ραδιοφωνικού σταθμού που εξέπεμπε στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προς την Ελλάδα.
Οι ιδρυτές της πόλης ήταν οι Πευκέτιοι.[1] Από τη στιγμή που πέρασε στην Ρωμαϊκή Δημοκρατία τον 3ο αιώνα π.Χ. απέκτησε στρατηγική σημασία σαν σημείο σύνδεσης του παραλιακού δρόμου και της Βία Τραιάνα και σαν λιμάνι για το εμπόριο προς ανατολάς. Ένας δευτερεύων δρόμος οδηγούσε από το Μπάρι στον Τάραντα. Το λιμάνι του, αναφερόμενο ήδη από το 181 π.Χ., ήταν πιθανότατα το κύριο της περιοχής στην Αρχαιότητα όπως και σήμερα, αλλά και αλιευτικό κέντρο.[2] Ο πρώτος Επίσκοπος Μπάρι ήταν ο Γερβάσιος, που ορίστηκε στη Σύνοδο της Σαρδικής το 347. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν μέχρι το 10ο αιώνα ο προϊστάμενος των επισκόπων της πόλης. Μετά τις καταστροφές των Γοτθικών Πολέμων (376–554) οι Λομβαρδοί καθιερώθηκε μια σειρά από γραπτές νομοθεσίες που επηρέασαν παρόμοια γραπτά συντάγματα σε άλλες νότιες πόλεις. Όταν έφτασαν οι Νορμανδοί (1016) το Μπάρι συνέχισε να κυβερνιέται από τους Λομβαρδούς και τους Βυζαντινούς με μόνο σποραδικές διακοπές.
Όλη αυτή την περίοδο και μάλιστα όλο το Μεσαίωνα, το Μπάρι λειτούργησε σαν μία από τις μεγαλύτερες αποθήκες Δούλων της Μεσογείου, παρέχοντας κεντρική θέση για το εμπόριο Σλάβων δούλων. Τους σκλάβους συνελάμβαναν η Βενετία από τη Δαλματία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τη σημερινή Πρωσία και η Πολωνία και οι Βυζαντινοί από ολόκληρα τα Βαλκάνια. Οι δούλοι προορίζονταν για άλλα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συχνότερα τα Μουσουλμανικά κράτη γύρω από τη Μεσόγειο, όπως το Χαλιφάτο των Αββασιδών, το Χαλιφάτο της Κόρδοβας των Ομεϋαδών, το Εμιράτο της Σικελίας και το Χαλιφάτο των Φατιμιδών (που βασιζόταν σε Σλάβους εξαγορασμένους στην αγορά του Μπάρι για τις λεγεώνες των Μαμελούκων του).[3] Επί 20 χρόνια το Μπάρι ήταν το κέντρο του ομώνυμου Εμιράτου, καθώς η πόλη καταλήφθηκε από τον πρώτο της εμίρη Καλφούν το 847, ήταν μέλος της μισθοφορικής φρουράς που εγκαταστάθηκε εκεί από το Ράδελχη Α΄ του Μπενεβέντο.[4] Η πόλη καταλήφθηκε και το Εμιράτο καταργήθηκε το 871, χάρη στις προσπάθειες του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β΄ της Ιταλίας και του Βυζαντινού στόλου.[5]
Ο Κρις Γουίκχαμ αναφέρει ότι ο Λουδοβίκος ανάλωσε πέντε χρόνια εκστρατεύοντας για να υποτάξει και τελικά να καταλάβει το Μπάρι μόνο χάρη σε έναν Βυζαντινό-Σλαβικό ναυτικό αποκλεισμό. Ο Λουδοβίκος πήρε όλη τη δόξα για την επιτυχία ανεβαίνοντας στα μάτια των Φράγκων με μοναδικό αποτέλεσμα, παραμένοντας στη νότια Ιταλία πολλά χρόνια μετά την επιτυχία του "κατόρθωσε το σχεδόν αδύνατο: μια εναντίον του συμμαχία από το Μπενεβέντο, το Σαλέρνο, τη Νεάπολη και το Σπολέτο, μερικές πηγές αργότερα αναφέρουν και τον Σαλαντίν".[4] Το 885 το Μπάρι έγινε η κατοικία του τοπικού Βυζαντινού κατεπάνω, ή κυβερνήτη. Η αποτυχημένη εξέγερση (1009–1011) Λομβαρδών ευγενών του Μπάρι κατά των Βυζαντινών κυβερνητών, αν και κατεστάλη αποφασιστικά στη Μάχη των Καννών, πρόσφερε στους τυχοδιώκτες Νορμανδούς συμμάχους τους ένα πρώτο πάτημα στην περιοχή. Το 1025, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Βυζάντιο, το Μπάρι συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή έδρα και του παραχωρήθηκε καθεστώς επαρχίας.
Το Μπάρι κατέκτησε ο Ροβέρτο Γυϊσκάρδο μετά από τρίχρονη πολιορκία (1071). Ο Mάιο του Μπάρι (πέθανε το 1160), γιος Λομβαρδού εμπόρου, ήταν ο τρίτος από τους μεγάλους ναυάρχους της Νορμανδικής Σικελίας. Η Βασιλική του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε το 1087 για να δεχθεί τα λείψανα του Αγίου Νικολάου, που μεταφέρθηκαν κρυφά από τα Μύρα της Λυκίας, στη Βυζαντινή επικράτεια. Ο Άγιος έγινε γνωστός ως Άγιος Νικόλαος του Μπάρι και άρχισε να προσελκύει προσκυνητές, των οποίων η παρουσία έγινε σημαντική για την οικονομία της πόλης. Το 1095 ο Πέτρος ο Ερημίτης κήρυξε εκεί την Α΄ Σταυροφορία.[2] Τον Οκτώβριο του 1098 ο Πάπας Ουρβανός Β΄, που είχε εγκαινιάσει τη Βασιλική το 1089, συγκάλεσε τη Σύνοδο του Μπάρι, μία από σειρά Εκκλησιαστικών Συνόδων, που συγκλήθηκαν με σκοπό τον συμβιβασμό των Ελλήνων και των Λατίνων στο ζήτημα του άρθρου του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Άνσελμος του Καντέρμπερι υπερασπίστηκε σθεναρά το filioque, παίρνοντας το μέρος του Πάπα.
Οι Έλληνες δεν προσχώρησαν στον λατινικό τρόπο σκέψης και το Σχίσμα του 1054 κατέστη οριστικό. Εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε στο Μπάρι το 1117 με τη δολοφονία του αρχιεπισκόπου Ρίσο. Τον έλεγχο της πόλης απέκτησε ο Γκρίμοαλντ Αλφερανίτης, Λομβαρδός ιθαγενής και εξελέγη ηγεμών αντιπολιτευόμενος τους Νορμανδούς. Το 1123 είχε αυξήσει τους δεσμούς του με το Βυζάντιο και τη Βενετία και πήρε τον τίτλο «πρίγκηπας του Μπάρι με τη χάρη του Θεού και του Αγίου Νικολάου». Ο Γκρίμοαλντ ενίσχυσε σημαντικά την λατρεία του Αγίου Νικολάου στην πόλη του. Αργότερα δήλωσε υποτέλεια στο Ρογήρο Β΄ της Σικελιας, αλλά επαναστάτησε και νικήθηκε το 1132. Το Μπάρι καταλήφθηκε από το Μανουήλ Α΄ Κομνηνό μεταξύ 1155 και 1158. Το 1246 το Μπάρι λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε. Ο Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Βασιλιάς της Σικελίας επισκεύασε το φρούριο του Μπάρι αλλά στη συνέχεια καταστράφηκε αρκετές φορές αλλά κάθε φορά το Μπάρι συνερχόταν.
Η Ισαβέλλα της Αραγώνας, πριγκίπισσα της Νάπολης και χήρα του Δούκα του Μιλάνου Τζαν Γκαλεάτσο Σφόρτσα, επέκτεινε το κάστρο, που έκανε κατοικία της το 1499–1524. Μετά το θάνατο της κόρης της, Μπόνας Σφόρτσα, Βασίλισσας της Πολωνίας (1557), το Μπάρι περιήλθε στο Βασίλειο της Νεαπόλεως και η επικράτεια του περιορίστηκε στα τοπικά όρια με την Ελονοσία να γίνεται ενδημική στην περιοχή. Το Μπάρι ξύπνησε από τον επαρχιακό λήθαργο με το γαμπρό του Ναπολέων Α΄ Ζοακίμ Μυρά. Σαν Ναπολεόντειος Βασιλιάς της Νάπολης, ο Μυρά διέταξε την ανέγερση το 1808 ενός νέου τομέα της πόλης, που σχεδιάστηκε με ένα ορθολογικό Ιπποδάμειο σχέδιο, που φέρει σήμερα το όνομά του ως "Μουρατιάνο". Με βάση το Ιπποδάμειο σχέδιο το Μπάρι εξελίχθηκε στη σημαντικότερη πόλη – λιμάνι της περιοχής. Η κληρονομιά του Μπενίτο Μουσολίνι είναι ορατή στην επιβλητική αρχιτεκτονική κατά μήκος του θαλάσσιου μετώπου.
Από μία τραγική σύμπτωση και χωρίς πρόθεση καμιάς από τις αντίπαλες πλευρές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μπάρι κέρδισε την ανεπιθύμητη διάκριση της μοναδικής ευρωπαϊκής πόλης που έζησε την εμπειρία του χημικού πολέμου κατά τη διάρκειά του. Τη νύχτα της 2ης Δεκεμβρίου 1943 γερμανικά βομβαρδιστικά Junkers Ju 88 επιτέθηκαν στο λιμάνι του Μπάρι, που ήταν κέντρο-κλειδί προμηθειών για τις συμμαχικές δυνάμεις που πολεμούσαν προχωρώντας στην Ιταλική Χερσόνησο. Αρκετά Συμμαχικά πλοία βυθίστηκαν στο κατάμεστο λιμάνι, περιλαμβανομένου του αμερικανικού Λίμπερτυ «Τζον Χάρβεϊ», που μετέφερε αέριο μουστάρδας. Αέριο μουστάρδας αναφέρθηκε επίσης ότι είχε στοιβαχθεί στην προκυμαία προς μεταφορά. Τα χημικά προορίζονταν για χρήση αν οι Γερμανικές δυνάμεις ξεκινούσαν χημικό πόλεμο.
Η παρουσία του αερίου ήταν άκρως απόρρητη και οι αρχές στην ξηρά δεν τη γνώριζαν. Αυτό αύξησε τον αριθμό των θυμάτων, καθώς οι γιατροί - που δεν είχαν ιδέα ότι χειρίζονταν τις συνέπειες του αερίου μουστάρδας- έδιναν θεραπεία, που σε πολλές περιπτώσεις αποδείχτηκε μοιραία. Καθώς οι διασώστες αγνοούσαν ότι είχαν να κάνουν με θύματα αερίων, προκλήθηκαν πολλές πρόσθετες απώλειες μεταξύ των διασωστών, μέσω της επαφής με το μολυσμένο δέρμα και τα ρούχα όσων εκτέθηκαν άμεσα στο αέριο. Όταν ξεκίνησε η επίθεση το λιμάνι ήταν κλειστό στις επιχειρήσεις για μία βδομάδα, επανήλθε τον Φεβρουάριο του 1944 σε πλήρη χρήση.
Ο Στιούαρτ Αλεξάντερ, μέλος του Ιατρικού επιτελείου του Αρχιστράτηγου των Η.Π.Α Ντουάιτ Αϊζενχάουερ απεστάλη ύστερα από μία επιδρομή στο Μπάρι, είχε σπουδάσει στην Σχολή Πυροβολικού στο Νιου Τζέρσεϊ με ειδικότητα τις επιπτώσεις των αερίων μουστάρδας. Δεν είχε πληροφορηθεί σχετικά με τα συμπτώματα που προκλήθηκαν σε πολλά θύματα με βομβαρδισμό αερίων μουστάρδας διαλυμένη σε νερό και λάδι, με προσεκτική εξέταση βρήκε ότι πραγματικά τα αέρια περιείχαν μουστάρδα. Ο Αλεξάντερ ξεκίνησε αμέσως την θεραπεία στα θύματα και έσωσε πολλές ζωές από τον θάνατο, τα δείγματα που πήρε χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην ανάπτυξη της επιστήμης της χημειοθεραπείας με μουστάρδα.[6]
Οι ηγέτες των Συμμαχικών δυνάμεων Φραγκλίνος Ρούζβελτ, Ουίνστον Τσώρτσιλ και Ντουάιτ Αϊζενχάουερ έδωσαν διαταγή να καταστραφούν τα αρχεία και η υπόθεση κρατήθηκε μυστική για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Τα Αμερικανικά αρχεία για την επίθεση αποχαρακτηρίστηκαν το 1959, αλλά το επεισόδιο παρέμεινε σχεδόν άγνωστο μέχρι το 1967.[6] Στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα, πολλοί κάτοικοι της πόλης αγνοούν τι και γιατί συνέβη. Ακόμη υπάρχει σημαντική διαφωνία ως προς τον αριθμό των θυμάτων. Κατά μία περιγραφή «69 θάνατοι αποδόθηκαν εν όλο ή εν μέρει στο αέριο μουστάρδας, οι περισσότεροι ναύτες αμερικάνικων εμπορικών».[7] Άλλες αυξάνουν τον αριθμό σε «πάνω από χίλιους συμμαχικούς στρατιώτες και πάνω από χίλιους Ιταλούς πολίτες».[8] Μέρος της σύγχυσης και της διαφωνίας οφείλεται στο ότι η γερμανική επίθεση που ονομάστηκε «Μικρό Περλ Χάρμπορ», ήταν η ίδια πολύ καταστροφική και φονική, πέρα από τις συνέπειες του αερίου. Η απόδοση των αιτίων θανάτου στο αέριο, σε διάσταση με τις άμεσες συνέπειες της γερμανικής επίθεσης, έχει αποδειχθεί πολύ δύσκολη.
Το Μπάρι, αν και σήμερα πια βιομηχανική πόλη-λιμάνι και πανεπιστημιούπολη, διατηρεί ακόμη ισχυρές παραδόσεις, που βασίζονται στον πολιούχο του Αγιο Νικόλαο. Το Μπάρι είναι γνωστό σε όλη την Ιταλία για τη μοναδική, συνήθως άξεστη, διάλεκτό του, ομιλούμενη ιδιαίτερα στην Παλιά Πόλη, μέρος της οποίας προήλθε από ένα γλωσσικό κατασκεύασμα μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων ψαράδων στο παρελθόν, το οποίο ψαράδες στην Ελλάδα μπορούν να καταλάβουν ακόμη και σήμερα.
Η Βασιλική του Αγίου Νικολάου θεμελιώθηκε το 1087 για να δεχθεί τα λείψανα του αγίου αυτού, που μεταφέρθηκαν από τα Μύρα της Λυκίας, και σήμερα βρίσκονται στην κρύπτη της κάτω από την Αγία Τράπεζα, όπου είναι θαμμένα και τα κληροδοτήματα παλιών ληστών που προσηλυτίστηκαν στην αληθινή πίστη. Η εκκλησία είναι μία από τις τέσσερις «ανακτορικές» εκκλησίες της Απουλίας (οι άλλες είναι οι καθεδρικοί της Ακουαβίβα ντέλε Φόντι και της Αλταμούρα, και η εκκλησία του Μόντε Σαντ Αντζελο στο Γκαργκάνο).
Ο Καθεδρικός του Μπάρι, αφιερωμένος στον Αγιο Σαβίνο της Κανόσα (Σαν Σαμπίνο), άρχισε σε Βυζαντινό ρυθμό το 1034, αλλά καταστράφηκε κατά τη λεηλασία της πόλης το 1156. Ετσι χτίστηκε ένα καινούριο κτήριο μεταξύ 1170 και 1178, εμπνευσμένο εν μέρει από εκείνο του Αγίου Νικολάου. Από το αρχικό οικοδόμημα σήμερα είναι ορατά μόνο ίχνη στο δάπεδο της εγκάρσιας πτέρυγας του ναού. Σημαντικό παράδειγμα της Ρομανικής αρχιτεκτονικής της Απουλίας έχει μια απλή ρομανική πρόσοψη με τρεις πύλες. Στο άνω τμήμα είναι ένας ρόδακας διακοσμημένος με τερατώδεις και φανταστικές μορφές. Το εσωτερικό έχει ένα κεντρικό κλίτος και δύο πτέρυγες, που χωρίζονται από δεκαέξι κίονες με καμάρες. Η κρύπτη στεγάζει τα λείψανα του Αγίου Σαβίνου και την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Το εσωτερτικό και η πρόσοψη διακοσμήθηκαν σε ρυθμό μπαρόκ τον 18ο αιώνα, αλλά αυτές οι προσθήκες αφαιρέθηκαν κατά μία αποκατάσταση τη δεκαετία του 1950.
Το Θέατρο Πετρουτσέλι (1903) είναι μία από τις μεγαλοπρεπέστερες όπερες της Ιταλίας μετά τη Σκάλα του Μιλάνου και το Θέατρο Σαν Κάρλο στη Νάπολη. Φιλοξένησε διάσημους μεγάλους της όπερας και του χορού όλο τον 20ό αιώνα πριν τον μεγάλο εμπρησμό της 27 Οκτωβρίου 1991, που το κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς. Το θέατρο ξαναάνοιξε στις 4 Οκτωβρίου 2009, μετά 18 χρόνια.
Το Νορμανδικό-Χοενστάουφεν Κάστρο, ευρέως γνωστό ως Καστέλο Σβέβο (Σουηβικό Κάστρο), χτίστηκε από το Ρογήρο Β΄της Σικελίας γύρω στα 1131. Καταστράφηκε το 1156 και ξαναχτίστηκε από το Φρειδερίκο Β΄Χοενστάουφεν. Σήμερα λειτουργεί ως πινακοθήκη της πόλης για διάφορες προσωρινές εκθέσεις.
Η Πινακοτέκα Προβιντσιάλε ντι ΜΠάρι (Επαρχιακή Πινακοθήκη του Μπάρι) είναι το σημαντικότερο μουσείο ζωγραφικής στην Απουλία. Δημιουργήθηκε το 1928 και διαθέτει πολλούς πίνακες από το 15ο αιώνα μέχρι τη σύγχρονη τέχνη.
Η Ρωσική Εκκλησία, στην περιοχή Καράσι του Μπάρι, χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, για να υποδεχθεί Ρώσους προσκυνητές, που έρχονταν στην πόλη για να επισκεφτούν την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην παλιά πόλη, όπου φυλάσσονται τα λείψανα του αγίου. Χτισμένη σε μια μεγάλη έκταση, ιδιοκτησίας του δήμου, το δημοτικό συμβούλιο και η Ιταλική εθνική κυβέρνηση συμφώνησαν ένα συμβιβασμό με την κυβέρνηση του Πούτιν στη Μόσχα, ανταλλάσσοντας το γαιοτεμάχιο, όπου βρίσκεται η εκκλησία, έστω και έμμεσα, με ένα στρατόπεδο κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Μπάρι. Η απόδοση αυτή θεωρήθηκε ως δημιουργία γεφυρών ανάμεσα στην Καθολική και τη Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία.
Η Μπαριβέκια, ή Παλιό Μπάρι, είναι ένα σύνολο δρόμων και διόδων που συνθέτουν το τμήμα της πόλης βόρεια της σύγχρονης περιοχής Μυρά. Η Μπαριβέκια μέχρι αρκετά πρόσφατα θεωρούνταν απαγορευμένη περιοχή από πολλούς κατοίκους του Μπάρι λόγω των υψηλών επιπέδων μικροεγκληματικότητας. Ενα μεγάλης κλίμακας σχέδιο ανάπλασης που ξεκίνησε με καινούριο αποχετευτικό δίκτυο και συνεχίστηκε με την αξιοποίηση των δύο κύριων πλατειών, Πιάτσα Μερκαντίλε και Πιάτσα Φεραρέζε, επέτρεψε το άνοιγμα πολλών παμπ και άλλων κέντρων. Αυτό καλωσορίστηκε από πολλούς, που θεωρούν ότι η κοινωνική ζωή της πόλης, και ιδιαίτερα η τουριστική ζωή στο Μπάρι, έχει βελτιωθεί και έχουν δημιουργηθεί δουλειές και εισοδήματα. Αλλοι επισημαίνουν τις συνέπειες του νυχτερινού θορύβου στις κλειστές πλατείες και επικρίνουν την ανάπτυξη που βασίζεται κυρίως σε παμπ και άλλα τέτοια καταστήματα. Se Parigi avesse il mare, sarebbe una picocola Bari (Αν το Παρίσι είχε τη θάλασσα, θα ήταν ένα μικρό Μπάρι). Αυτό το λαϊκό ρητό μάς λέει περισσότερα για την τοπική αίσθηση του χιούμορ που κάνει για την πόλη, αλλά το Μπάρι έχει μια εκπληκτική ποσότητα γοητείας, ιδιαίτερα η Μπαριβέκια, η όλο και περισσότερο σικ μεσαιωνική παλιά του πόλη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.