Βασιλέας της Σικελίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας (Ruggero II di Sicilia, 22 Δεκεμβρίου 1095 – 26 Φεβρουαρίου 1154) μέλος του Οίκου των Ωτβίλ ήταν Κόμης της Σικελίας (1105 - 1130), Βασιλιάς της Σικελίας (1130 - 1154), Πρίγκιπας του Τάραντα (1128 - 1132) και Δούκας της Απουλίας και της Καλαβρίας (1127 - 1134).[1] Ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας ήταν δεύτερος γιος του Ρογήρου Α΄ της Σικελίας και της τρίτης νόμιμης συζύγου του Αδελαΐδας ντελ Βάστο, κόρης του Ερρίκου μαργράβου της Δυτικής Λιγουρίας. Την εποχή του θανάτου του σε ηλικία 59 ετών είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό βασίλειο που περιέχει όλες τις Νορμανδικές κτήσεις στη νότια Ιταλία με μία κεντρική γραφειοκρατική κυβέρνηση.
Ρογήρος Β' | |
---|---|
ναός της Μαρτοράνα, Παλέρμο. Επιγραφή: ΡΟΓΕΡΙΟΣ ΡΗΞ. IC XC. | |
Κόμης, βασιλιάς της Σικελίας | |
Περίοδος | 1105 - 1154 |
Προκάτοχος | Σίμων |
Διάδοχος | Γουλιέλμος Α' |
Δούκας της Απουλίας και Καλαβρίας | |
Περίοδος | 1127 - 1154 |
Προκάτοχος | Γουλιέλμος Β' |
Διάδοχος | Ρογήρος Γ' |
Γέννηση | 22 Δεκεμβρίου 1095 Μίλητο, Καλαβρία |
Θάνατος | 26 Φεβρουαρίου 1154 (59 ετών) Παλέρμο, Σικελία |
Σύζυγος | Ελβίρα Χιμένες Σίβυλλα Καπετιδών-Βουργουνδίας Βεατρίκη των Ρετέλ |
Επίγονοι | Ρογήρος Τανκρέδος Αλφόνσος Γουλιέλμος Α' Κωνσταντία Ωτβίλ (νόθος) Σίμων |
Οίκος | Οίκος των Ωτβίλ |
Πατέρας | Ρογήρος Α' |
Μητέρα | Αδελαΐδα ντελ Βάστο |
Θρησκεία | Καθολικός Χριστιανός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Οι Νορμανδοί τυχωδιώκτες έφτασαν για πρώτη φορά στη νότια Ιταλία το 999.[2] Από το 1016 συμμετείχαν στους πολέμους ανάμεσα στους Λομβαρδούς και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, πολεμούσαν σαν μισθοφόροι για την ανεξαρτησία των Ιταλικών πόλεων-κρατών συμμαχώντας πότε με τους Βυζαντινούς και πότε εναντίον τους. Τον επόμενο αιώνα έγιναν σταδιακά οι ίδιοι κύριοι των Ιταλικών πόλεων νότια από τη Ρώμη. Ο πατέρας του Ρογήρος Α΄ κυβερνούσε την κομητεία της Σικελίας, ο Ρογήρος Β΄ γεννήθηκε στην Καλαβρία (1095) και ήταν ο μικρότερος γιος του.[3] Ο ανιψιός του Ρογήρου Α΄ Ρογήρος Α΄ της Απουλίας έγινε δούκας της Απουλίας και της Καλαβρίας και ο μικρανεψιός του Ριχάρδος Β΄ του Κάπουα πρίγκιπας της Κάπουα. Οι τρείς ευγενείς της οικογένειας Ωτβίλ ήταν οι κορυφαίοι Νορμανδοί ηγεμόνες, κυβερνούσαν μια μεγάλη σειρά από μικρότερες κομητείες. Οι μικρότερες κομητείες άλλαζαν εύκολα την υποτέλεια τους στους τρεις ευγενείς ανάλογα με το συμφέρον τους.[4]
Όταν πέθανε ο Ρογήρος Α΄ τον διαδέχτηκε ο οκταετής Σίμων της Σικελίας μεγαλύτερος γιος από την τρίτη σύζυγο του Αδελαΐδα ντελ Βάστο υπό την κηδεμονία της μητέρας του. Ο Σίμων πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα (1105) σε ηλικία 12 ετών, τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Ρογήρος Β΄ σε ηλικία εννέα ετών επίσης υπό την κηδεμονία της Αδελαΐδας.[5] Η μητέρα του είχε τη στήριξη του Έλληνα εμίρη του Παλέρμο Χριστόδουλου, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός του είχε παραχωρήσει τον τίτλο του "Πρωτονομπιλίσσιμου" σαν αναγνώριση για τις υπηρεσίες του στην αυτοκρατορική αυλή.[6] Ο Νορμανδός βασιλιάς Σίγκουρντ ο Σταυροφόρος επισκέφτηκε τον Ρογήρο Β΄ στον δρόμο του για την Ιερουσαλήμ το καλοκαίρι του 1110.[7] Ο Σίγκουρντ σύμφωνα με την παράδοση έδωσε τον τίτλο του βασιλιά στον Ρογήρο Β΄ περίπου 20 χρόνια πριν τον αποκτήσει στην πραγματικότητα. Σε ηλικία 16 ετών ο Ρογήρος ξεκίνησε την προσωπική του βασιλεία με τον τίτλο "Κόμης της Σικελίας και της Καλαβρίας" όπως φαίνεται σε ένα έγγραφο (12 Ιουνίου 1112).[1]
Η μητέρα του που είχε παντρευτεί τον Βαλδουίνο Α΄ της Ιερουσαλήμ επέστρεψε στη Σικελία (1117) αφού ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων ακύρωσε τον γάμο. Ο Ρογήρος Β΄ φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε από την Ιερουσαλήμ, αυτό του κίνησε αργότερα το ενδιαφέρον για Σταυροφορία.[8] Ο Ρογήρος Β΄ παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την Ελβίρα της Καστίλης κόρη του Αλφόνσου ΣΤ΄ του Λεόν και Καστίλης και της τέταρτης συζύγου του Ισαβέλλας, πριν παντρευτεί τον Αλφόνσο η Ισαβέλλα ήταν Μουσουλμάνα με το όνομα "Ζάιντα". Ο ξάδελφος του Γουλιέλμος Β΄ της Απουλίας εγγονός του Ροβέρτου Γυισκάρδου που κυβερνούσε το Δουκάτο της Απουλίας διεκδίκησε και τη Σικελία και συγκρούστηκε με τον Ρογήρο. Ο Πάπας Κάλλιστος Β΄ τους έπεισε σε συμβιβαστική λύση, να παραιτηθεί ο Γουλιέλμος Β΄ από τα δικαιώματα του στη Σικελία, σε αντάλλαγμα ο Ρογήρος Β΄ θα του παρείχε βοήθεια για να αντιμετωπίσει τον στασιαστή Ιορδάνη του Αριάνο (1121).[9] Ο Ρογήρος Β΄ του πρόσφερε σαν αντάλλαγμα 600 ιππότες και πολλά χρήματα για την εκστρατεία του.[9]
Ο Γουλιέλμος Β΄ της Απουλίας πέθανε άτεκνος τον Ιούλιο του 1127 και ο Ρογήρος απέκτησε όλα τα δικαιώματα της Οικογένειας Ωτβίλ στην Ιταλική χερσόνησο, ένωσε την κομητεία της Σικελίας, το Δουκάτο της Απουλίας και το πριγκιπάτο της Κάπουα που είχε δοθεί στην Απουλία πριν από 30 χρόνια. Ο Πάπας Ονώριος Β΄ και οι κάτοικοι του δουκάτου αντιστάθηκαν στην ένωση. Οι πάπες ήταν ιδιαίτερα ύποπτοι με τη Νορμανδική επέκταση στη νότια Ιταλία και στην Κάπουα, τον Δεκέμβριο του 1127 κήρυξαν Σταυροφορία εναντίον του Ρογήρου Β΄ με τη συμμετοχή του Ροβέρτου Β΄ της Κάπουα αλλά απέτυχε. Τον Αύγουστο του 1128 ο πάπας Ονώριος Β΄ έχρισε τον Ρογήρο του Μπενεβέντο δούκα της Απουλίας. Η αντίσταση των βαρόνων συνεχίστηκε σε πολλές Ιταλικές πόλεις όπως η Νάπολη, το Μπάρι και το Σαλέρνο που διεκδικούσαν την ελευθερία τους, τον Σεπτέμβριο ο Ρογήρος Β΄ αναγνωρίστηκε δούκας της Απουλίας από τον Σέργιο Β΄ της Νάπολης και τον Ροβέρτο της Κάπουα. Ο Ρογήρος Β΄ μετά την οριστική του αναγνώριση προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του στο δουκάτο και να το αναδιοργανώσει.
Όταν πέθανε τον Φεβρουάριο του 1130 ο πάπας Ονώριος Β΄ εμφανίστηκαν δυο διεκδικητές για τον παπικό θρόνο : ο Αντίπαπας Ανάκλητος Β΄ που υποστήριξε ο Ρογήρος Β΄ και ο Πάπας Ιννοκέντιος Β΄.[10] Ο Ανάκλητος Β΄ έδωσε σαν ανταμοιβή στον Ρογήρο Β΄ για την υποστήριξη που του παρείχε το στέμμα της Σικελίας, η στέψη έγινε τα Χριστούγεννα του 1130 στο Παλέρμο.[11] Ο πολυτελής βασιλικός χιτώνας φέρει την ημερομηνία "528" σύμφωνα με το Ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 1133 - 1134, δεν χρησιμοποιήθηκε ωστόσο στη στέψη.[12][13] Ο χιτώνας χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην τελετή στέψης από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και βρίσκεται σήμερα στον "Αυτοκρατορικό Θησαυρό της Βιέννης". Η στέψη προκάλεσε δεκαετή εμφύλιο πόλεμο, ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ δημιούργησε συμμαχία εναντίον του Ανάκλητου και του υποτελή βασιλιά Ρογήρου, συμμετείχαν ο Λουδοβίκος ΣΤ΄ της Γαλλίας, ο Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας, και ο Λοθάριος Β΄ Σούπλινμπουργκ, επαναστάτησε και η νότια Ιταλία. Το Αμάλφι επαναστάτησε (1130), ο Ρογήρος έστειλε στο Στενό της Μεσσήνης τον Ιωάννη του Παλέρμο για να ενωθεί με τα υπόλοιπα στρατεύματα από την Απουλία και την Καλαβρία. Ο Γεώργιος Αντιοχέας και ο στόλος του πολιόρκησαν το Αμάλφι από τη θάλασσα, η πόλη σύντομα συνθηκολόγησε.[14] Ο Ρογήρος Β΄ έστειλε δεύτερη στρατιωτική δύναμη στη Ρώμη με τον Ροβέρτο Β΄ της Κάπουα και τον Ρανούλφ Β΄ του Αλάιφ. Η σύζυγος του Ρανούλφ Ματθίλδη που ήταν ετεροθαλής αδελφή του Ρογήρου παραπονέθηκε στον αδελφό της για απιστία του Ρανούλφ, ο βασιλιάς έκανε κατάσχεση της Αβελλίνο που ανήκε στον αδελφό του Ρανούφ. Ο Ρανούλφ ζήτησε πίσω την κομητεία και τη σύζυγο του αλλά ο Ρογήρος αρνήθηκε, στη συνέχεια δραπέτευσε, τον ακολούθησε και ο Ροβέρτος.
Ο Ρογήρος Β΄ βρέθηκε αντιμέτωπος με μία εξέγερση στην Απουλία, νίκησε τον Γκρίμοαλντ, πρίγκιπα του Μπάρι και τον αντικατέστησε με τον δεύτερο γιο του Ταγκρέδο. Ο Ροβέρτος και ο Ρανούλφ κατέλαβαν στο μεταξύ την παπική Μπενεβέντο, ο Ρογήρος Β΄ έσπευσε να τους αντιμετωπίσει αλλά ηττήθηκε στη "μάχη της Νοσέρα" (25 Ιουλίου 1132), ο Ρογήρος οπισθοχώρησε στο Σαλέρνο. Την επόμενη χρονιά ο Λοθάριος Β΄ ήρθε στη Ρώμη για την αυτοκρατορική του στέψη, οι επαναστάτες ζήτησαν τη βοήθεια του αλλά ο ίδιος αρνήθηκε επειδή ο στρατός που είχε μαζί του δεν ήταν επαρκής.[15] Με την αναχώρηση του αυτοκράτορα ο Ρογήρος βρήκε την ευκαιρία να υποτάξει τους εχθρούς του, τα στρατεύματα του ανάγκασαν τον Ρανούλφ, τον Σέργιο και τους υπόλοιπους επαναστάτες να παραδοθούν. Ο Ροβέρτος εξορίστηκε από το Πριγκιπάτο της Κάπουα και ο βασιλιάς έβαλε στη θέση του τον τρίτο του γιο Αλφόνσο του Ωτβίλ, ο μεγαλύτερος γιος του επίσης Ρογήρος διορίστηκε δούκας της Απουλίας. Ο αυτοκράτορας Λοθάριος Β΄ επέστρεψε σύντομα με μεγάλες δυνάμεις από την Πίζα και τη Γένοβα, τους βοήθησε και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός που φοβόταν επίσης ένα ισχυρό Νορμανδικό βασίλειο. Ο εξόριστος Ροβέρτος της Κάπουα έφτασε έξω από τη Νάπολη με στόλο από την Πίζα (1135), μαζί του ενώθηκαν αμέσως ο Σέργιος και ο Ρανούλφ, παράλληλα έφτασαν στους επαναστάτες ευχάριστα νέα ότι ο Ρογήρος Β΄ ήταν βαριά άρρωστος ή ίσως πέθανε. Οι επαναστάτες κατέλαβαν την Αβέρσα και πολλά άλλα βασιλικά κάστρα, μόνο η Κάπουα αντιστάθηκε με τον βασιλικό Καγκελάριο Γκουαρίν. Ο βασιλιάς έφτασε στο Παλέρμο αφήνοντας έκπληκτους τους εχθρούς του, ο στρατός διασπάστηκε σε πολλές δυνάμεις κατέκτησε εύκολα πρώτα την Αβέρσα και στη συνέχεια την Αλάιφ έδρα του Ρανούλφ. Οι επαναστάτες βρήκαν καταφύγιο στη Νάπολη, ο Ρογήρος Β΄ έφτασε και ξεκίνησε την πολιορκία αλλά παρά τις ασθένειες που θέρισαν την πόλη δεν μπόρεσε να την καταλάβει και επέστρεψε την ίδια χρονιά στη Μεσσήνη.
Ο Λοθάριος Β΄, ο Ερρίκος Ι΄ της Βαυαρίας με τον μεγάλο αυτοκρατορικό στρατό κατέβηκαν στην Ιταλική χερσόνησο για να υποστηρίξουν τους τρεις πρίγκιπες που επαναστάτησαν (1136), ο Ροβέρτος, ο Ρανούλφ με μεγάλο σώμα στρατού ξεκίνησαν την πολιορκία του Σαλέρνο. Ο Ρογήρος παρέμεινε στη Σικελία αφήνοντας τον στρατό του χωρίς βοήθεια, ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός έστειλε και αυτός βοήθεια, το Σαλέρνο παραδόθηκε και ο Γερμανο-Νορμανδικός στρατός βάδισε προς την Απούλια. Ο Λοθάριος Β΄ πολιόρκησε και κατέλαβε το Μπάρι τον Ιούνιο του 1137, ο πάπας έχρισε στο Σαν Σαβερίνο τον Αύγουστο του 1137 τον Ρανούλφ δούκα της Απούλιας και ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη Γερμανία. Ο Ρογήρος Β΄ μετά την αποχώρηση του αυτοκράτορα ήρθε στην Καλαβρία με 700 ιππότες ιδιαίτερα Μουσουλμάνους, δέχτηκε θερμή υποδοχή από τους κατοίκους του Σαλέρνο ανακατέκτησε πολλές πόλεις στην Καμπανία όπως την Ποτσουόλι, την Κάπουα και το Αβελλίνο. Ο Σέργιος πιέστηκε να τον αναγνωρίσει κυρίαρχο της Νάπολης και να δηλώσει υποταγή στον αντίπαπα Ανάκλητο, το ανεξάρτητο δουκάτο της Νάπολης έπαψε να υπάρχει και μαζί με την αρχαία πόλη της Νάπολης ενσωματώθηκε στο Νορμανδικό βασίλειο. Ο Ρογήρος Β΄ μετακινήθηκε στο Μπενεβέντο και τη βόρεια Απουλία όπου βρισκόταν ο δούκας Ρανούλφ αρκετά εξασθενημένος με μόλις 1500 ιππότες από τη Μέλφι, την Τροία και το Μπάρι που όπως δήλωσαν "προτιμούσαν να πεθάνουν από τη μίζερη ζωή".
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στο Γκαργκάνο, στη "μάχη του Ρινιάνο" (30 Οκτωβρίου 1137) ο Ρογήρος Β΄, ο γιος του Ρογήρος και ο Σέργιος Ζ΄ της Νάπολης που είχε αλλάξει στρατόπεδο συναντήθηκαν με τον αποφασισμένο δούκα Ρανούλφ, ακολούθησε νέα συντριβή για τον βασιλιά της Σικελίας. Ο Σέργιος σκοτώθηκε στη μάχη και ο νεαρός Ρογήρος δραπέτευσε στο Σαλέρνο, ήταν η χειρότερη και η πιο ταπεινωτική ήττα για τον Ρογήρο Β΄ ο Ρανούλφ πέτυχε απρόσμενα δύο μεγάλες νίκες απέναντι στον Σικελό βασιλιά. Τον Ιανουάριο του 1138 πέθανε ο αντίπαπας Ανάκλητος και ο πάπας Ιννοκέντιος Β΄ αρνήθηκε να συμφιλιωθεί με τον βασιλιά της Σικελίας. Ο βασιλικός στρατός επιτέθηκε την άνοιξη του 1138 στο πριγκιπάτο της Καπούα αλλά απέφυγε να δώσει ανοιχτή μάχη, προσπάθησε να εξουδετερώσει τον στρατό του αντιπάλου του σε δύσκολα εδάφη. Ο Ρογήρος Β΄ με τη βοήθεια των κατοίκων του Μπενεβέντο κατέστρεψε όλα τα κάστρα των αντιπάλων του και κέρδισε αμέτρητα λάφυρα, ο Ρανούλφ δραπέτευσε στην Τροία και πέθανε από Ελονοσία (30 Απριλίου 1139). Ο Ρογήρος Β΄ ξέθαψε το σώμα από τον τάφο του στον Καθεδρικό ναό της Τροίας και το έριξε σε ένα χαντάκι, το έθαψε ξανά μετά την παράδοση των αντιπάλων του. Ο βασιλιάς αντικατέστησε τον Σέργιο με τον γιο του Αλφόνσο ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Ρογήρο κατέκτησαν την Αμπρούτσο.
Ο Ρογήρος ζήτησε από τον Ιννοκέντιο Β΄ να τον αναγνωρίσει, ο πάπας που ήθελε το πριγκιπάτο του Καπούα ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στο Βασίλειο της Σικελίας και τα Παπικά Κράτη δεν το δέχτηκε.[16] Ο Ιννοκέντιος Β΄ επιτέθηκε το καλοκαίρι του 1139 με μεγάλο στρατό αλλά έπεσε στο Γκαλλούτσιο σε παγίδα από τον γιο του Ρογήρου και αιχμαλωτίστηκε (22 Ιουλίου 1139).[17] Τρεις μέρες αργότερα ο πάπας υπέγραψε τη "Συνθήκη του Μινιάνο" με την οποία αναγνώριζε τον Ρογήρο Β΄ "βασιλιά της Σικελίας, δούκα της Απουλίας και κυβερνήτη της Καπούα". Τα όρια οριστικοποιήθηκαν με συνθήκη που υπέγραψαν τον Οκτώβριο του 1144, τα σύνορα αυτά θα αποτελούν τα βασίλεια της Νεαπόλεως και της Σικελίας για τους επόμενους επτά αιώνες. Το Μπάρι μια πόλη με 50.000 κατοίκους και ισχυρά τείχη που είχε αντισταθεί σκληρά στους σκληρούς πολέμους την προηγούμενη χρονιά παραδόθηκε (1139). Ο πρίγκιπας Γιακουίντους και πολλοί άλλοι που ήταν υπεύθυνοι για την επανάσταση κρεμάστηκαν μαζί με πολλούς οπαδούς τους αλλά η πόλη δεν λεηλατήθηκε, η πράξη αυτή θεωρείται η μεγαλύτερη βιαιότητα του Ρογήρου Β΄. Ο Ρογήρος Β΄ άφησε τους γιους του στην περιοχή και επέστρεψε στο Παλέρμο για να σχεδιάσει το μεγάλο του νομοθετικό έργο τις "Ασσίζεις του Αριάνο" με τις οποίες εδραίωνε την κυριαρχία της δυναστείας του. Επέστρεψε στο Αριάνο (1140) μία κεντρική περιοχή στην Ιταλική χερσόνησο που ήταν κέντρο επαναστάσεων για τους προκατόχους του. Ανακήρυξε ένα νέο σύστημα γραφειοκρατείας με το οποίο ισχυροποιούσε σημαντικά τη βασιλική εξουσία απέναντι στους επαναστάτες βαρόνους, καθιέρωσε και νέο νόμισμα : το Δουκάτο.
Οι οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Ρογήρου δεν στόχευαν μονάχα στην ισχυροποίηση της βασιλείας του αλλά και στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στη Σικελία και στη νότια Ιταλία. Όπως τονίζουν "ενδιαφερόταν έντονα να κερδίσει χρήματα αλλά ελάχιστα να τα εξοφλήσει".[18] Η Συνέλευση στο Αριάνο (1140) οδήγησε στο νέο νομισματικό σύστημα που τον βοήθησε έντονα να βελτιώσει το εμπόριο με τις μακρινές ακτές της Μεσογείου, παράλληλα έφερε τεράστιες δυσκολίες μέσα στην Ιταλία.[18] Τα εσωτερικά προβλήματα που προκάλεσε η κυκλοφορία του νομίσματος οδήγησαν σταδιακά στην κατάργηση του που ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1150, δεν μπόρεσαν ωστόσο να διακόψουν την ευημερία. Ο Ρογήρος Β΄ απέκτησε τεράστια πλούτη από την κληρονομιά, τις εκστρατείες και τους φόρους, με τις εκστρατείες του στην Απουλία (1133) και στην Ελλάδα (1147) κέρδισε τεράστιες ποσότητες από χρυσό και ασήμι.[19] Η γεωγραφική θέση της Σικελίας διευκόλυνε σημαντικά το εμπόριο με την Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η βασική πηγή των εξαγωγών ήταν το σκληρό σιτάρι αλλά υπήρχε μεγάλη εξαγωγή και σε άλλα προϊόντα όπως τα φρούτα και το τυρί. Η ισχυρή πολιτική θέση της Σικελίας βοήθησε σημαντικά τους εμπόρους του νησιού να υποστηρίζονται μεταξύ τους και να προστατεύουν τα προϊόντα τους.[20] Οι συνθήκες αυτές βοήθησαν σημαντικά να αυξηθεί το εσωτερικό εμπόριο με ισχυρές αγορές και μεγάλη πρόοδο της γεωργίας.[21]
Ο Ρογήρος Β΄ ήταν ένας από τους κορυφαίους βασιλείς στην Ευρώπη, συγκέντρωσε στο Παλέρμο μεγάλους άνδρες διαφορετικών φυλών όπως ο διάσημος Άραβας γεωγράφος Μωχάμετ αλ-Ιντρίσι (1099 - 1165) και ο Έλληνας ιστορικός Νίλους Δοξοπατρίους.[22][23] Ο βασιλιάς ήταν εξαιρετικά ανεκτικός σε διαφορετικές θρησκείες, έθνη και φυλές, διόρισε πολλούς Άραβες και Έλληνες σε ψηλές θέσεις και στη διοίκηση.[24] Οι επιλογές του ανήκαν σε διαφορετικές εθνικότητες όπως ο Άγγλος Τόμας Μπρούν, ο Έλληνας Χριστόδουλος που έγινε "Εμίρης" δηλαδή αρχιβεζίρης και ο Έλληνας Γεώργιος Αντιοχέας που έγινε ο πρώτος Αμιράς του Βασιλείου της Σικελίας δηλαδή αρχιναύαρχος. Ο Ρογήρος Β΄ μετέτρεψε τη Σικελία στο μεγαλύτερο ναυτικό κέντρο της Μεσογείου, ήταν ο βασικός σταθμός των εμπόρων και ο κύριος στόχος των ταξιδιωτών, δέχτηκε πολλές επισκέψεις από διαφορετικές εθνότητες επειδή ήταν ανεκτικός σε όλες τις θρησκείες.[25] Ο Γεώργιος Αντιοχέας προχώρησε σε μία μεγάλη σειρά από κατακτήσεις στις ακτές της βόρειας Αφρικής (1146 - 1153), αρχικά κατέκτησε την Τυνησία, στη συνέχεια την Τρίπολη (1146) και την Άναμπα στην Αλγερία (1148). Οι κατακτήσεις αυτές χάθηκαν την εποχή του διαδόχου του Γουλιέλμου, δεν αποτελούσαν ποτέ κάποιο σταθερό έδαφος του βασιλείου της Σικελίας.
Η Β΄ Σταυροφορία (1147 - 1148) πρόσφερε στον Ρογήρο τη μεγάλη ευκαιρία να επιτεθεί στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ανέθεσε στον καρδινάλιο Θεοδουίνο να διακόψει με αλληλογραφία τη συμμαχία που είχε κάνει ο Κορράδος Γ΄ της Γερμανίας με τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Ο Ρογήρος Β΄ δεν συμμετείχε ο ίδιος ποτέ σε εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη, ανέθεσε όλες τις επιχειρήσεις στον ικανότατο Γεώργιο της Αντιόχειας που απέπλευσε με 70 γαλέρες από το Οτράντο και επιτέθηκε στην Κέρκυρα. Ο Νικήτας Χωνιάτης γράφει ότι το νησί συνθηκολόγησε χάρη στη δωροδοκία των Νορμανδών που τους δέχτηκε ως ελευθερωτές, στη συνέχεια άφησε ο Γεώργιος στην Κέρκυρα μία φρουρά 1000 ανδρών και επιτέθηκε στην Πελοπόννησο. Ο Γεώργιος κυρίευσε την Αθήνα και μετακινήθηκε στα Νησιά Αιγαίου Πελάγους, λεηλάτησε την Εύβοια και τον Κορινθιακό κόλπο μέχρι την Θήβα. Όταν έφτασε στη Θήβα λεηλάτησε τα μεταξουργεία μεταφέροντας τα υφάσματα, τα χαλιά και τους αργαλειούς μεταξιού στο Παλέρμο, εκεί έγιναν η βάση της Σικελικής βιοτεχνίας μεταξιού. Όταν πήγε στην Κόρινθο έκλεψε τα οστά του Αγίου Θεοδώρου και τα μετέφερε στη Σικελία αλλά έχασε την Κέρκυρα (1149). Ο Γεώργιος πήγε κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη και ξεκίνησε την πολιορκία των ανακτόρων με βέλη, δεν κατάφερε τίποτα σημαντικό και επέστρεψε στη Σικελία. Ο Ρογήρος Β΄ πέθανε στο Παλέρμο (26 Φεβρουαρίου 1154) και τάφηκε στον Καθεδρικό ναό του Παλέρμο, τον διαδέχθηκε ο τέταρτος γιος του Γουλιέλμος.
Με την πρώτη του σύζυγο του Ελβίρα της Καστίλης (1117), κόρη του Αλφόνσου ΣΤ΄ του Λεόν και Καστίλης απέκτησε :
Όταν η Ελβίρα απεβίωσε (1135) ο Ρογήρος Β΄ έπεσε σε κατάθλιψη.[27] Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Σιβύλλη της Βουργουνδίας κόρη του Ούγου Β΄ της Βουργουνδίας (1149), απεβίωσε το επόμενο έτος (1150) και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά που πέθαναν σε βρεφική ηλικία.[28]
Με την τρίτη σύζυγο του Βεατρίκη των Βιτρύ (1151), κόρη του Γκυτιέ κόμη του Ρετέλ, ανιψιού του Βαλδουίνου Β΄ των Ρετέλ βασιλιά της Ιερουσαλήμ απέκτησε:[28]
Από δύο -εκτός γάμου- σχέσεις είχε έξι μη νόμιμα τέκνα, με πιο σημαντικά τα εξής:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.