From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Γότθοι (γοτθικά: 𐌲𐌿𐍄𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰, εκρωμαϊσμένα: Gutþiuda, λατινικά: Gothi) ήταν γερμανικός λαός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην εμφάνιση της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Στο βιβλίο του Getica (περίπου 551) ο ιστορικός Ιορδάνης γράφει ότι οι Γότθοι προήλθαν από τη νότια Σκανδιναβία, αλλά η ακρίβεια αυτής της αφήγησης είναι ασαφής. Ένας λαός με το όνομα Γούτονες – πιθανώς πρώιμοι Γότθοι – τεκμηριώνεται ότι ζούσε κοντά στον κάτω Ποταμό Βιστούλα τον 1ο αιώνα, όπου συνδέονται με τον αρχαίο Πολιτισμό Βίλμπαρκ. Από τον 2ο αιώνα ο πολιτισμός αυτός επεκτάθηκε προς τα νότια προς τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που έχει συνδεθεί με τη γοτθική μετανάστευση, και στα τέλη του 3ου αιώνα συνέβαλε στη διαμόρφωση του Πολιτισμού Τσερνιακόφ.[1] Το αργότερο τον 4ο αιώνα διακρίθηκαν αρκετές γοτθικές ομάδες, μεταξύ των οποίων οι Θερβίγγοι και οι Γκρεουτούγκοι ήταν οι πιο ισχυροί.[2] Στο διάστημα αυτό ο Ουλφίλας άρχισε τον προσηλυτισμό των Γότθων στον Αρειανισμό.[1]
Στα τέλη του 4ου αιώνα στα εδάφη των Γότθων εισέβαλαν από τα ανατολικά οι Ούννοι. Στον απόηχο αυτής της εισβολής αρκετές ομάδες Γότθων περιήλθαν στην κυριαρχία των Ούννων, ενώ άλλοι μετανάστευσαν δυτικότερα ή αναζήτησαν καταφύγιο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Γότθοι που εισήλθαν στην Αυτοκρατορία περνώντας τον Δούναβη επέφεραν μια καταστροφική ήττα επί των Ρωμαίων στη Μάχη της Αδριανούπολης το 378. Αυτοί οι Γότθοι αποτέλεσαν τους Βησιγότθους και υπό τον βασιλιά τους Αλάριχο Α' ξεκίνησαν μια μακρά μετανάστευση, δημιουργώντας τελικά ένα Βασίλειο των Βησιγότθων στην Ισπανία, στο Τολέδο. Εν τω μεταξύ οι υπό την κυριαρχία των Ούννων Γότθοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους τον 5ο αιώνα, κυρίως οι Οστρογότθοι. Υπό τον βασιλιά τους Θεοδώριχο τον Μέγα αυτοί οι Γότθοι ίδρυσαν ένα Οστρογότθικο Βασίλειο στην Ιταλία, στη Ραβέννα.[3]
Το Βασίλειο των Οστρογότθων καταλύθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 6ο αιώνα, ενώ το Βασίλειο των Βησιγότθων από το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών στις αρχές του 8ου αιώνα. Τα απομεινάρια των γοτθικών κοινοτήτων στην Κριμαία, γνωστά ως Γότθοι της Κριμαίας, παρέμειναν για αρκετούς αιώνες, αν και οι Γότθοι έπαυσαν τελικά να υπάρχουν ως ξεχωριστός λαός.[2][1]
Στη Γοτθική γλώσσα οι Γότθοι ονομάζονταν Γκουτ-μπιούντα («Γοτθικοί λαοί») ή Γκούτανς («Γότθοι»).[4][5] Η πρωτο-γερμανική μορφή της ονομασίας των Γότθων είναι Γκούτοζ, που συνυπήρχε με μια παραλλαγή Γκούτανιζ, που αποδίδεται στους Γούτονες, gutani ή gutniskr. Η μορφή *Gutōz είναι πανομοιότυπη με αυτή των Gutes και στενά συγγενής με αυτή των Geats (*Gautōz).[6] Αν και αυτά τα ονόματα πιθανώς σημαίνουν το ίδιο, η ακριβής σημασία τους είναι αβέβαιη.[7] Όλα πιστεύεται ότι σχετίζονται με το πρωτογερμανικό ρήμα *geuta-, που σημαίνει «χύνω».[8]
Οι Γότθοι έχουν αναφερθεί με πολλά ονόματα, ίσως γιατί τουλάχιστον εν μέρει αποτελούσαν πολλές ξεχωριστές εθνοτικές ομάδες, αλλά και επειδή σε πρώιμες περιγραφές των Πρωτοϊνδοευρωπαϊκών και αργότερα των Γερμανικών μεταναστεύσεων κατά τις Μεγάλες μεταναστεύσεις γενικά ήταν κοινή πρακτική η χρήση διαφορετικών ονομάτων για την αναφορά στην ίδια ομάδα. Οι Γότθοι πίστευαν (όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές) ότι τα διάφορα ονόματα προέρχονταν από ένα μοναδικό προϊστορικό εθνώνυμο που αναφερόταν αρχικά σε έναν ενιαίο πολιτισμό, που άκμασε γύρω στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή τους αρχικούς Γότθους.
Οι Γότθοι ταξινομούνται ως γερμανικός λαός από τους σύγχρονους ιστορικούς. Μαζί με τους Βουργουνδούς, τους Βάνδαλους και άλλους ανήκουν στην Ανατολικογερμανική ομάδα. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας δεν κατέτασσαν τους Γότθους ως German.. Στη σύγχρονη επιστήμη οι Γότθοι αναφέρονται μερικές φορές ως Γερμανοί.
Κατά την άφιξή τους στη στέπα του Πόντου, οι Γερμανικές φυλές υιοθέτησαν τους τρόπους των Ευρασιατών νομάδων. Οι πρώτες ελληνικές αναφορές στους Γότθους τους αποκαλούν Σκύθες, καθώς η περιοχή αυτή κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας είχε ιστορικά κατοικηθεί από έναν άσχετο λαό με αυτό το όνομα. Η απόδοση αυτής της ονομασίας στους Γότθους φαίνεται να μην είναι εθνολογική αλλά μάλλον γεωγραφική και πολιτιστική, η τελευταία σε σχέση με τη θεώρηση από τους Έλληνες τόσο των Σκυθών όσο και των Γότθων ως βαρβάρων.
Μια σημαντική πηγή για τη ιστορία των Γότθων είναι η Getica του ιστορικού Ιορδάνη του 6ου αιώνα, που μπορεί να ήταν γοτθικής καταγωγής. Ο Ιορδάνης υποστηρίζει ότι έχει βασίσει τη Getica σε ένα παλαιότερο χαμένο έργο του Κασσιόδωρου, αλλά αναφέρει επίσης υλικό από δεκαπέντε άλλες κλασικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου ενός κατά τα άλλα άγνωστου συγγραφέα, του Aβλάβιου. Πολλοί μελετητές αποδέχονται ότι η αφήγηση του Ιορδάνη για την προέλευση των Γότθων προέρχεται τουλάχιστον εν μέρει από τη γοτθική φυλετική παράδοση και είναι ακριβής σε ορισμένες λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με τον Ιορδάνη οι Γότθοι κατάγονταν από ένα νησί που ονομαζόταν Σκάντζα (Σκανδιναβία), από όπου μετανάστευσαν δια θαλάσσης σε μια περιοχή που ονομαζόταν Γοτθισκάντζα υπό τον βασιλιά τους Μπέριγκ.[9] Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν σχετικά με την αυθεντικότητα και την ακρίβεια αυτής της αναφοράς. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η μετανάστευση των Γότθων από τη Σκανδιναβία αντανακλάται σε αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά τα στοιχεία δεν είναι απολύτως σαφή. Αντί για μια ενιαία μαζική μετανάστευση ενός ολόκληρου λαού, μελετητές ανοιχτοί σε υποθετικές σκανδιναβικές καταβολές υποθέτουν μια διαδικασία σταδιακής μετανάστευσης τον 1ο αιώνα π.Χ., της οποίας προηγήθηκαν επαφές μακροχρόνιες και ίσως περιοριζόμενες σε λίγες ελίτ φυλές από τη Σκανδιναβία.
Ομοιότητες μεταξύ του ονόματος των Γότθων, ορισμένων σουηδικών τοπωνυμίων και των ονομάτων των Γούτων και των Γεατών έχουν αναφερθεί ως απόδειξη ότι οι Γότθοι προέρχονταν από το Γκότλαντ ή τη Γέταλαντ. Οι Γότθοι, οι Γεάτες και οι Γούτοι μπορεί όλοι να κατάγονται από μια πρώιμη κοινότητα θαλασσοπόρων που δραστηριοποιούντο και στις δύο πλευρές της Βαλτικής. Οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ της γοτθικής και των σκανδιναβικών γλωσσών (ιδιαίτερα της Γουτνικής) έχουν αναφερθεί ως στοιχεία τόσο υπέρ όσο και κατά της σκανδιναβικής καταγωγής.
Οι μελετητές εντοπίζουν γενικά τη Γοτθισκάντζα στην περιοχή του Πολιτισμού Βίλμπακ. Αυτός ο πολιτισμός εμφανίστηκε στην κάτω Βιστούλα και κατά μήκος των ακτών της Πομερανίας τον 1ο αιώνα μ.Χ., αντικαθιστώντας τον προηγούμενο Πολιτισμό Οκσυβιέ. Διακρίνεται κυρίως από τον Οκσυβιέ ως προς την πρακτική της ταφής, την απουσία όπλων στους τάφους και τους κύκλους από πέτρες. Αυτή η περιοχή είχε συνδεθεί στενά με τη Σκανδιναβία από την εποχή της Σκανδιναβικής Εποχής του Χαλκού και του Λουσάτιου πολιτισμού. Οι κάτοικοί της της περιόδου Βίλμπακ συνήθως πιστεύεται ότι ήταν γερμανικοί λαοί, όπως οι Γότθοι και οι Ρογοί Ο Ιορδάνης γράφει ότι οι Γότθοι, αμέσως μετά την εγκατάσταση στη Γοτθισκάντζα κατέλαβαν τα εδάφη των Ουλμερογών (Ρογών).
Οι Γότθοι γενικά πιστεύεται ότι έχουν αναφερθεί για πρώτη φορά από ελληνορωμαϊκές πηγές τον 1ο αιώνα με το όνομα Γούτονες. Η ταύτιση των Γουτόνων και των μετέπειτα Γότθων αμφισβητείται από διάφορους ιστορικούς
Περί το 15 μ.Χ. ο Στράβων αναφέρει τους Βούτονες, τους Λόυγιους και τους Σέμνονες ως μέρος μιας μεγάλης ομάδας λαών που ήρθαν υπό την κυριαρχία του βασιλιά των Μαρκομάνων Μαρόβοδου.[10] Οι "Βούτονες" γενικά ταυτίζονται με τους Γούτονες.[11][12] Οι Λόυγιοι έχουν μερικές φορές ταυτισθεί με τους Βάνδαλους, με τους οποίους ήταν σίγουρα στενά συνδεδεμένοι. [13] Οι Βάνδαλοι συνδέονται με τον Πολιτισμό Πρζεβόρσκ, που βρισκόταν στα νότια του Πολιτισμού Βίλμπακ. [14] Ο Βόλφραμ υποστηρίζει ότι οι Γούτονες ήταν υποτελείς των Λόυγιων και των Βανδάλων τον 1ο αιώνα μ.Χ. [13]
Το 77 μ.Χ. ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει τους Γούτονες ως έναν από τους λαούς της Μεγάλης Γερμανίας. Γράφει ότι οι Γούτονες, οι Βουργουνδοί, οι Βαρίνοι και οι Καρίνοι ανήκουν στους Βάνδαλους. Ο Πλίνιος ταξινομεί τους Βάνδαλους ως μια από τις πέντε κύριες «γερμανικές φυλές», μαζί με τους παράκτιους Ιγκαιβόνες, τους Ιστβαιόνες, τους Ερμίονες και τους Πευκίνους. Σε προηγούμενο κεφάλαιο ο Πλίνιος γράφει ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. ο ταξιδιώτης Πυθέας αντιμετώπισε ένα λαό που ονομαζόταν Guiones.[15]. Ορισμένοι μελετητές έχουν ταυτίσει αυτούς τους Guiones με τους Γούτονες, αλλά η αυθεντικότητα της περιγραφής του Πυθέα είναι αβέβαιη. [16][17]
Στο έργο του Germania περίπου του 98 μ.Χ. ο Tάκιτος γράφει ότι οι Γούτονες (ή Γότθονες) και οι γειτονικοί Ρογοί και Λεμόβιοι ήταν Germani, που έφεραν στρογγυλές ασπίδες και κοντά σπαθιά και ζούσαν κοντά στον ωκεανό, πέρα από τους Βανδάλους. [18] Τους περιέγραψε ως "κυβερνώμενους από βασιλιάδες, λίγο πιο αυστηρά από ότι οι άλλες γερμανικές φυλές".[19][18][20] Σε ένα άλλο σημαντικό έργο του, το Annales, ο Tάκιτος γράφει ότι οι Γούτονες είχαν βοηθήσει τον Κατουάλντα, ένα νεαρό εξόριστο Μαρκομάνο, να ανατρέψει τον βασιλιά Μαρόβοδο.[21][22] Πριν από αυτό είναι πιθανό τόσο οι Γούτονες όσο και οι Βάνδαλοι να ήταν υποτελείς στους Μαρκομάνους. [18]
Λίγο μετά την εγκατάσταση στη Γοτθισκάντζα ο Ιορδάνης γράφει ότι οι Γότθοι νίκησαν τους γειτονικούς Βανδάλους.[23] Ο Βόλφραμ πιστεύει ότι οι Γούτονες απελευθερώθηκαν από την κυριαρχία των Βανδάλων στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. [13]
Στη Γεωγραφία του περί το 150 μ.Χ. ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι οι Γύθονες (ή Γούτονες) ζουν ανατολικά του Βιστούλα στη Σαρματία, μεταξύ των Βένετων (του Βιστούλα) και των Φέννων.[24][25][26] Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρει ένα λαό που ονομάζεται Γούται, ότι ζούσε στη νότια Σκάνδια.[27][26] Αυτοί οι Γούται είναι ίσως οι ίδιοι με τους μεταγενέστερους Γεάτες που αναφέρονται από τον Προκόπιο. [25] Ο Βόλφραμ υποστηρίζει ότι υπήρχαν στενές σχέσεις μεταξύ των Γυθώνων και των Γουτών και ότι ενδέχεται να είχαν κοινή προέλευση. [25]
Ξεκινώντας από τα μέσα του 2ου αιώνα ο Πολιτισμός Βίλμπαρκ μετατοπίστηκε νοτιοανατολικά προς τη Μαύρη Θάλασσα.[28] Την περίοδο αυτή πιστεύεται ότι εξώθησε και απορρόφησε εν μέρει τους λαούς του Πολιτισμού Πρζεβόρσκ.[28] Αυτό ήταν μέρος μιας ευρύτερης μετακίνησης προς τα νότια των ανατολικών γερμανικών φυλών, που πιθανώς προκλήθηκε από τη μαζική αύξηση του πληθυσμού, [28] και είχε ως αποτέλεσμα άλλες φυλές να απωθηθούν προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συμβάλλοντας στην έναρξη των Μαρκομανικών Πολέμων.[28] Το 200 μ.Χ. οι Γότθοι του Βίλμπαρκ πιθανότατα στρατολογούντο στον Ρωμαϊκό στρατό.[29]
Σύμφωνα με τον Ιορδάν, οι Γότθοι εισήλθαν στο Oιουμ, τμήμα της Σκυθίας, υπό τον βασιλιά Φίλιμερ, όπου νίκησαν τους Σπαλούς.[23][30] Αυτή περιγραφή της μετανάστευσης αντιστοιχεί εν μέρει με τα αρχαιολογικά ευρήματα.[31] Το όνομα Σπαλοί μπορεί να σημαίνει «γίγαντες» στα σλαβικά και έτσι οι Σπαλοί μάλλον δεν ήταν Σλάβοι.[32] Στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. η δυτική Σκυθία κατοικήθηκε από τον αγροτικό Πολιτισμό Ζαρούμπνιτσι και τους νομάδες Σαρμάτες. [33]Πριν από τους Σαρμάτες η περιοχή είχε κατοικηθεί από τους Βάσταρνες, που πιστεύεται ότι είχαν πραγματοποιήσει μια μετανάστευση παρόμοια με των Γότθων τον 3ο αιώνα π.Χ.[100] Ο Πήτερ Χήθερ θεωρεί ότι η ιστορία του Φίλιμερ προέρχεται τουλάχιστον εν μέρει από τη γοτθική προφορική παράδοση.[34][35] Το γεγονός ότι οι εξαπλωνόμενοι Γότθοι φαίνεται ότι διατήρησαν τη γοτθική γλώσσα τους κατά τη μετανάστευσή τους υποδηλώνει ότι η μετακίνησή τους αφορούσε αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων.[36]
Μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. ο Πολιτισμός Βίλμπαρκ είχε συμβάλει στη διαμόρφωση του Πολιτισμού Τσερνιακόφ στη Σκυθία.[37][38] Αυτή η εντυπωσιακά ομοιόμορφη κουλτούρα έφτασε να εκτείνεται από τον Δούναβη στα δυτικά ως τον Ντον στα ανατολικά,[39] όπου πιστεύεται κυριαρχούσαν οι Γότθοι και άλλες γερμανικές ομάδες όπως οι Έρουλοι.[40] Ωστόσο περιλάμβανε επίσης ιρανικά, δακικά, ρωμαϊκά και πιθανώς σλαβικά στοιχεία.[39]
Η πρώτη επιδρομή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που μπορεί να αποδοθεί στους Γότθους είναι η λεηλασία της Ίστριας το 238.[41][42] Οι πρώτες αναφορές στους Γότθους τον 3ο αιώνα τους αποκαλούν Σκύθες, καθώς αυτή η περιοχή, γνωστή ως Σκυθία, είχε ιστορικά καταληφθεί από έναν άσχετο λαό με αυτό το όνομα.[43] Το όνομα Γότθοι (Λατινικά: Gothi) αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 3ου αιώνα.[44] Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν ταυτίζουν τους Γότθους με τους προγενέστερους Γούτονες.[45] Οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι τα ονόματα συνδέονται μεταξύ τους.[46][47]
Στην ποντιακή στέπα οι Γότθοι υιοθέτησαν γρήγορα αρκετά νομαδικά έθιμα από τους Σαρμάτες.[48] Διέπρεψαν στην ιππασία, την τοξοβολία και το κυνήγι με τη βοήθεια αρπακτικών πτηνών [49] και ήταν επίσης ικανότατοι γεωργοί[50] και θαλασσοπόροι[51]. Ο Τ. Μ. Μπιούρυ περιγράφει τη γοτθική περίοδο ως «το μόνο μη νομαδικό επεισόδιο στην ιστορία της στέπας». [52]Ο Ουίλιαμ Χ. Μακνήλ συγκρίνει τη μετανάστευση των Γότθων με αυτή των πρώτων Μογγόλων, που μετανάστευσαν προς τα νότια από τα δάση και κατάφεραν να κυριαρχήσει στην ανατολική Ευρασιατική στέπα, περίπου την ίδια εποχή με τους Γότθους στα δυτικά.[48] Από τη δεκαετία του 240 οι Γότθοι στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον Ρωμαϊκό Στρατό για να πολεμήσουν στους Ρωμαιοπερσικούς Πολέμους, κυρίως συμμετέχοντας στη Μάχη της Μισιχής το 244.[53] Μια επιγραφή στον Κύβο του Ζωροάστρη στα Παρθικά, τα Περσικά και τα Ελληνικά μνημονεύει τη νίκη των Περσών επί των Ρωμαίων και των στρατευμάτων που προέρχονταν από το Gwt W Grmany xštr, το γοτθικό και το γερμανικό βασίλειο,[54] που είναι πιθανώς μια παρθική έκφραση για τους Παραδουνάβιες (Γοτθικές) και τις Γερμανικές επαρχίες.[55]
Εν τω μεταξύ οι γοτθικές επιδρομές στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνεχίστηκαν. [56]Το 250–51 ο βασιλιάς των Γότθων Κνίβα κατέλαβε την πόλη της Φιλιππούπολης και επέφερε μια ήττα επί των Ρωμαίων στη Μάχη του Αμπριτους, στην οποία σκοτώθηκε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δέκιος. [57][41] Αυτή ήταν μια από τις πιο συντριπτικές ήττες στην ιστορία του Ρωμαϊκού στρατού.[41]
Οι πρώτες επιδρομές των Γότθων από τη θάλασσα πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 250. Οι δύο πρώτες επιδρομές στη Μικρά Ασία έγιναν μεταξύ 253 και 256 και αποδίδονται στους Βορανούς από τον Ζώσιμο. Αυτός μπορεί να μην είναι εθνοτικός όρος, αλλά μπορεί απλώς να σημαίνει "άνθρωποι από τον Βορρά". Είναι άγνωστο εάν Γότθοι συμμετείχαν σε αυτές τις πρώτες επιδρομές. Ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός αποδίδει μια τρίτη επίθεση στους Γότθους και τους Βορανούς και ισχυρίζεται ότι κάποιοι, «ξεχνώντας ότι ήταν άνδρες του Πόντου και Χριστιανοί», ενώθηκαν με τους εισβολείς.[58] Μια ανεπιτυχή επίθεση στην Πιτυούντα την ακολούθησε νέα τον επόμενο χρόνο, με λεηλασία της Πιτυούντας και της Τραπεζούντας και την ερήμωση μεγάλων περιοχών του Πόντου. Τον τρίτο χρόνο μια πολύ μεγαλύτερη δύναμη κατέστρεψε μεγάλες περιοχές της Βιθυνίας και της Προποντίδας, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Χαλκηδόνα, Νικομήδεια, Νίκαια, Απάμεια Μύρλεια, Κίοw και Προύσα. Στο τέλος των επιδρομών οι Γότθοι είχαν καταλάβει τον έλεγχο της Κριμαίας και του Βοσπόρου και καταλάβει αρκετές πόλεις στις ακτές του Ευξείνου, συμπεριλαμβανομένων της Ολβίας και του Τύρα, γεγονός που τους επέτρεψε να συμμετάσχουν σε εκτεταμένες ναυτικές δραστηριότητες.[51][41][59]
Μετά από ένα διάλειμμα 10 ετών οι Γότθοι και οι Έρουλοι, με έναν επιδρομικό στόλο 500 πλοίων,[60] λεηλάτησαν την Ηράκλεια την Ποντική, την Κύζικο και το Βυζάντιο. [61] Ηττήθηκαν από το Ρωμαϊκό ναυτικό αλλά κατάφεραν να διαφύγουν στο Αιγαίο, όπου λεηλάτησαν τα νησιά Λήμνο και Σκύρο, πέρασαν τις Θερμοπύλες και λεηλάτησαν αρκετές πόλεις της νότιας Ελλάδας (επαρχία της Αχαΐας) όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, το Άργος, η Ολυμπία και η Σπάρτη.[51] Στη συνέχεια μια αθηναϊκή πολιτοφυλακή με επικεφαλής τον ιστορικό Δέξιππο, απώθησε τους εισβολείς προς τα βόρεια όπου αναχαιτίστηκαν από τον Ρωμαϊκό στρατό υπό τον Γαλλιηνό,[62][51] που κέρδισε μια σημαντική νίκη κοντά στον ποταμό Νέστο, στα σύνορα μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης, όπου το Δαλματικό ιππικό του Ρωμαϊκού στρατού κέρδισε τη φήμη καλών μαχητών. Οι αναφερόμενες απώλειες των βαρβάρων ήταν 3.000 άνδρες.[63][51] Στη συνέχεια ο ηγέτης των Ερούλων Ναυλόβατος ήρθε σε συμφωνία με τους Ρωμαίους.[60][51][41]
Μετά τη δολοφονία του Γαλλιηνού έξω από το Μιλάνο το καλοκαίρι του 268 από μια συνωμοσία ανώτατων αξιωματικών του στρατού του ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Κλαύδιος, που κατευθύνθηκε στη Ρώμη για να στερεώσει την κυριαρχία του. Η άμεση ανησυχία του Κλαύδιου ήταν για τους Αλαμαννούς, που είχαν εισβάλει στη Ραιτία και στην Ιταλία. Αφού τους νίκησε στη Μάχη της Λίμνης Μπένακους, μπόρεσε τελικά να ασχοληθεί τις εισβολές στις βαλκανικές επαρχίες.[64][41]
Στο μεταξύ μια δεύτερη και μεγαλύτερη θαλάσσια επιδρομή είχε ξεκινήσει. Ένας τεράστιος συνασπισμός που αποτελείτο από Γότθους (Γρεουθούγγιους και Θερβίγγιους), Γέπιδες και Πευκίνοι, με επικεφαλής πάλι τους Ερούλους, συγκεντρώθηκαν στις εκβολές του ποταμού Tύρα (Δνείστερος) [α][51]– η Historia Augusta και ο Zώσιμος ισχυρίζονται συνολικό αριθμό 6.000 πλοίων και 325.000 ανδρών.[65] Αυτό είναι προφανώς υπερβολή, αλλά παραμένει ενδεικτικό της κλίμακας της εισβολής.[51] Αφού απέτυχαν να εισβάλουν σε ορισμένες πόλεις στις ακτές της δυτικής Μαύρης Θάλασσας και του Δούναβη (Τόμις, Μαρκιανόπολη), οι εισβολείς επιτέθηκαν στο Βυζάντιο και τη Χρυσόπολη. Μέρος του στόλου τους ναυάγησε, είτε λόγω της απειρίας των Γότθων να πλέουν στα βίαια ρεύματα της Προποντίδας[63], είτε επειδή ηττήθηκαν από το Ρωμαϊκό ναυτικό.[51] Στη συνέχεια μπήκαν στο Αιγαίο και μια ομάδα τους ερήμωσε τα νησιά του μέχρι την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο.[51] Σύμφωνα με την Historia Augusta οι Γότθοι δεν πέτυχαν τίποτα σε αυτή την εκστρατεία επειδή χτυπήθηκαν από την Κυπριακή Πανώλη.[66] Ο στόλος πιθανότατα λεηλάτησε επίσης την Τροία και την Έφεσο, καταστρέφοντας τον Ναό της Αρτέμιδος (ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου), [51]που αν και επισκευάστηκε, στη συνέχεια κατεδαφίστηκε από τους Χριστιανούς έναν αιώνα αργότερα.[51] Ενώ η κύρια δύναμη τους είχε κατασκευάσει πολιορκητικά έργα και λίγο ήθελε για να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρεια, υποχώρησε στο εσωτερικό των Βαλκανίων με την είδηση της προέλασης του αυτοκράτορα.[51][41]
Μαθαίνοντας ότι πλησιάζει ο Κλαύδιος οι Γότθοι προσπάθησαν αρχικά να εισβάλουν απευθείας στην Ιταλία.[67] Συνάντησαν κοντά στη Ναϊσσό τον Ρωμαϊκό στρατό με επικεφαλής τον Κλαύδιο που προέλαυνε από τα βόρεια. Η μάχη πιθανότατα έλαβε χώρα το 269 και ήταν σφοδρότατη. Πολλοί και από τις δύο πλευρές σκοτώθηκαν, αλλά στο κρίσιμο σημείο οι Ρωμαίοι ξεγέλασαν τους Γότθους με ενέδρα προσποιούμενοι ότι υποχωρούν. Περίπου 50.000 Γότθοι φέρεται να σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και η βάση τους στη Θεσσαλονίκη καταστράφηκε.[63][51] Φαίνεται ότι ο Αυρηλιανός, που ήταν επικεφαλής όλου του Ρωμαϊκού ιππικού κατά τη βασιλεία του Κλαυδίου, ηγήθηκε της αποφασιστικής επίθεσης στη μάχη. Μερικοί επιζώντες επανεγκαταστάθηκαν εντός της αυτοκρατορίας, ενώ άλλοι ενσωματώθηκαν στον Ρωμαϊκό στρατό.[51][41] Η μάχη εξασφάλισε την επιβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για άλλους δύο αιώνες.[67]
Το 270, μετά τον θάνατο του Κλαύδιου, οι Γότθοι υπό την ηγεσία του Καννααούδη εξαπέλυσαν και πάλι εισβολή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά ηττήθηκαν πάλι από τον Αυρηλιανό, που, ωστόσο, εγκατέλειψε τη Δακία πέρα από τον Δούναβη.[68][42][69]
Γύρω στο 275 οι Γότθοι εξαπέλυσαν μια τελευταία μεγάλη επίθεση στη Μικρά Ασία, όπου η πειρατεία των Γότθων της Μαύρης Θάλασσας προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στην Κολχίδα, τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Γαλατία, ακόμη και την Κιλικία, αλλά ηττήθηκαν το 276 από τον αυτοκράτορα Μάρκο Κλαύδιο Τάκιτο.[70]
Στα τέλη του 3ου αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον δύο ομάδες Γότθων, που χωρίζονταν από τον Ποταμό Δνείστερο: οι Θερβίγκοι και οι Γκρεουτούγκοι.[71] Οι Γέπιδες, που ζούσαν βορειοδυτικά των Γότθων, μνημονεύονται επίσης αυτή τη φορά.[72] Ο Ιορδάνης γράφει ότι οι Γέπιδες είχαν κοινή καταγωγή με τους Γότθους.[72][73]
Στα τέλη του 3ου αιώνα, όπως καταγράφει ο Ιορδάνης, οι Γέπιδες, υπό τον βασιλιά τους Φάστιντα, κατανίκησαν τους Βουργουνδούς και στη συνέχεια επιτέθηκαν στους Γότθους και στον βασιλιά τους Οστρογόθα. Από αυτή τη σύγκρουση ο Οστρογόθα και οι Γότθοι βγήκαν νικητές.[74][75] Τις τελευταίες δεκαετίες του 3ου αιώνα μεγάλος αριθμός Κάρπιων καταγράφονται ως φυγάδες από τη Δακία προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πιθανώς εκδιωγμένοι από τους Γότθους.[41]
Το 332 ο Κωνσταντίνoς βοήθησε τους Σαρμάτες να εγκατασταθούν στις βόρειες όχθες του Δούναβη για να αμυνθούν στις επιθέσεις των Γότθων και έτσι να ενισχύσουν τα ρωμαϊκά σύνορα. Περίπου 100.000 Γότθοι φέρεται να σκοτώθηκαν στη μάχη και ο Aόρικος (παππούς του Αλάριχου), γιος του βασιλιά των Θερβίγγων Αριάρικου (προπάππος του Αλάριχου), αιχμαλωτίστηκε.[76] Ο Ευσέβιος, ιστορικός που έγραψε στα ελληνικά, αναφέρει ότι το 334 ο Κωνσταντίνος εκκένωσε περίπου 300.000 Σαρμάτες από τη βόρεια όχθη του Δούναβη μετά από μια εξέγερση των σκλάβων τους. Από το 335 έως το 336 ο Κωνσταντίνος, συνεχίζοντας την εκστρατεία του στον Δούναβη, νίκησε πολλές γοτθικές φυλές.[77]
Έχοντας εκδιωχθεί από τον Δούναβη από τους Ρωμαίους οι Θερβίγγοι εισέβαλαν στην περιοχή των Σαρματών του Τίσα. Σε αυτή τη σύγκρουση οι Θερβίγγοι είχαν επικεφαλής τον Βιντίγκογια, «τον πιο γενναίο των Γότθων» και νίκησαν, αν και ο ίδιος σκοτώθηκε.[78] Ο Ιορδάνης αναφέρει ότι τον Aόρικο διαδέχτηκε ο Γκεμπέρικος, «ένας άνθρωπος που φημιζόταν για την ανδρεία και την ευγενή του καταγωγή», που πολέμησε τους Χαστίγγιους Βανδάλους και τον βασιλιά τους Βίσιμαρ, αναγκάζοντάς τους να εγκατασταθούν στην Παννονία υπό την προστασία των Ρωμαίων.[79][80]
Τόσο οι Γκρεουτούγγοι όσο και οι Θερβίγγοι εκρωμαίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τον 4ο αιώνα. Αυτό προέκυψε μέσω του εμπορίου με τους Ρωμαίους, καθώς και μέσω μιας σύμβασης των Γότθων με βάση το Βυζάντιο, που περιλάμβανε δεσμεύσεις για στρατιωτική βοήθεια. Σύμφωνα με αναφορές ο Κωνσταντίνος έφερε 40.000 Γότθους για να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη κατά την ύστερη βασιλεία του και η Ανακτορική Φρουρά στη συνέχεια αποτελείτο κυρίως από Γερμανούς πολεμιστές, καθώς οι Ρωμαίοι στρατιώτες εκείνη την εποχή είχαν χάσει σε μεγάλο βαθμό τη στρατιωτική τους αξία.[81] Οι Γότθοι γίνονταν ολοένα και περισσότερο στρατιώτες στον Ρωμαϊκό στρατό τον 4ο αιώνα, οδηγώντας σε σημαντικό εκγερμανισμό του Ρωμαϊκού Στρατού. Χωρίς τη στρατολόγηση Γερμανών πολεμιστών στον Ρωμαϊκό Στρατό η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν θα είχε επιβιώσει για τόσο καιρό.[82] Γότθοι που κέρδισαν εξέχουσες θέσεις στον Ρωμαϊκό στρατό ήταν μεταξύ άλλων οι Γάινας, Τριβιγίλδος, Φραβίτας και Άσπαρ. Ο Μαρδόνιος, Γότθος ευνούχος, ήταν ο δάσκαλος της παιδικής ηλικίας και αργότερα σύμβουλος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού, στον οποίο ασκούσε τεράστια επιρροή.[1]
Η γοτθική προτίμηση για δερμάτινα ρούχα έγινε μόδα στην Κωνσταντινούπολη, μια μόδα που καταγγέλθηκε έντονα από τους συντηρητικούς.[83] Ο Έλληνας επίσκοπος του 4ου αιώνα Συνέσιος συνέκρινε τους Γότθους με λύκους ανάμεσα σε πρόβατα, τους κορόιδευε επειδή φορούσαν δέρματα και αμφισβητούσε την πίστη τους στη Ρώμη:
Ένας άνδρας με δέρματα ηγείται πολεμιστών που φορούν χλαμύδες, αλλάζοντας τα προβιά του με την τόγκα για να συζητήσει με τους Ρωμαίους άρχοντες και ίσως ακόμη και για να καθίσει δίπλα σε ένα Ρωμαίο ύπατο, ενώ νομοταγείς άνδρες κάθονταν πίσω. Στη συνέχεια, αυτοί οι ίδιοι άντρες, μόλις έφυγαν από το κτίριο της Συγκλήτου, ξαναφόρεσαν τις προβιές τους και όταν ξαναβρέθηκαν με τους συντρόφους τους κοροϊδεύουν την τόγκα, λέγοντας ότι δεν μπορούν άνετα να τραβήξουν τα ξίφη τους μέσα από αυτή.[83]
Τον 4ο αιώνα τον Γκεμπέρικο διαδέχθηκε ο βασιλιάς των Γκρεουτούγγων Ερμανάρικος, που ξεκίνησε μια μεγάλης κλίμακας επέκταση.[84] Ο Ιορδάνης αναφέρει ότι ο Ερμανάρικος κατέκτησε μεγάλο αριθμό πολεμικών φυλών, συμπεριλαμβανομένων των Έρουλων (τους οποίους ηγείτο ο Aλάρικος), των Aιστίων και των Βένετων του Βιστούλα, που, αν και στρατιωτικά αδύναμοι, ήταν πολυάριθμοι και προέβαλαν ισχυρή αντίσταση.[85][84] Ο Ιορδάνης συγκρίνει τις κατακτήσεις του Ερμανάρικου με αυτές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αναφέρει ότι «κυβερνούσε όλα τα έθνη της Σκυθίας και της Γερμανίας με τη δική του ανδρεία και μόνο».[85] Η Ποντιακή Στέπα που εκτείνεται από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τα Ουράλια Όρη. [84][86] Ερμηνεύοντας τον Ιορδάνη ο Χέρβιγκ Βόλφραμ εκτιμά ότι ο Ερμανάρικος κυριαρχούσε σε μια τεράστια περιοχή που περιλάμβανε όχι μόνο τους Γκρεουτούγγους, αλλά και τους Φιννικούς λαούς της Βαλτικής, Σλάβους (όπως οι Άντες), Ροσομόνους (Ροξολάνους), Αλανούς,Ούννους, Σαρμάτες και πιθανώς Aίστιους (Βαλτικούς).[87] Σύμφωνα με τον Βόλφραμ πιθανότατα η σφαίρα επιρροής του Πολιτισμού Τσερνιάκοφ είχε επεκταθεί πολύ πέρα από την αρχική του έκταση.[84] Αρχαιολογικά ευρήματά του έχουν βρεθεί πολύ βόρεια στις ευρασιατικές στέπες των δασών, υποδηλώνοντας τη γοτθική κυριαρχία σε αυτή την περιοχή.[88] Ο Πήτρερ Χήθερ από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι η έκταση της εξουσίας του Ερμανάρικου είναι υπερεκτιμημένη.[89] Η πιθανή κυριαρχία του στις εμπορικές διαδρομές Βόλγα-Ντον οδήγησε τον ιστορικό Γκότφριντ Σραμμ να θεωρήσει το βασίλειό του πρόδρομο του ιδρυμένου από τους Βίκινγκ κράτους των Ρως του Κιέβου.[90] Στο δυτικό τμήμα των γοτθικών εδαφών, όπου κυριαρχούσαν οι Θερβίγγοι, υπήρχαν επίσης πληθυσμοί Ταϊφάλων, Σαρματών και άλλοι ιρανικοί λαοί, Δάκες, Δακορωμαίοι και άλλοι εκρωμαϊσμένοι πληθυσμοί.[91]
Σύμφωνα με το έπος Hervarar ok Heiðreks, ένα θρυλικό έπος του 13ου αιώνα, το Árheimar ήταν η πρωτεύουσα της Reidgotaland, της χώρας των Γότθων, που το έπος αναφέρει ότι βρισκόταν στον ποταμό Δνείπερο. Ο Ιορδάνης αναφέρεται στην περιοχή αυτή ως Oιουμ.[30]
Τη δεκαετία του 360 ο Αθανάριχος, γιος του Aόρικου και αρχηγός των Θερβίγγιων, υποστήριξε τον Προκόπιο, σφετεριστή του Ανατολικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ουάλη. Σε αντίποινα ο Ουάλης εισέβαλε στα εδάφη του Αθανάριχου και τον νίκησε, αλλά δεν μπόρεσε να πετύχει μια οριστική νίκη. Ο Αθανάριχος και ο Ουάλης διαπραγματεύτηκαν τότε μια συνθήκη ειρήνης, ευνοϊκή για τους Θερβίγγιους, σε μια βάρκα στον ποταμό Δούναβη, καθώς ο Αθανάριχος αρνήθηκε να πατήσει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Λίγο αργότερα ο Φρίτιγερν, αντίπαλος του Αθανάριχου, ασπάστηκε τον Αρειανισμό, κερδίζοντας την εύνοια του Ουάλη. Ο Αθανάριχος και ο Φρίτιγερν συγκρούστηκαν στη συνέχεια σε έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου ο πρώτος φαίνεται να ήταν νικητής. Ο Αθανάριχος στη συνέχεια προέβη σε διωγμούς των Χριστιανών στο βασίλειό του.[92]
Περί στο 375 οι Ούννοι υπέταξαν τους Αλανούς, έναν ιρανικό λαό που ζούσε στα ανατολικά των Γότθων, και στη συνέχεια, μαζί με τους Αλανούς, εισέβαλαν στην επικράτεια των ίδιων των Γότθων.[93] Πηγή για αυτή την περίοδο είναι ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, που έγραψε ότι η κυριαρχία των Ούννων στα γοτθικά βασίλεια της Σκυθίας ξεκίνησε τη δεκαετία του 370.[94] Είναι πιθανό η επίθεση των Ούννων να ήρθε ως απάντηση στη γοτθική επέκταση προς τα ανατολικά.[95][93][96]
Μετά την αυτοκτονία του Eρμανάρικου οι Γκρεουτούγγοι περιήλθαν σταδιακά υπό την κυριαρχία των Ούννων. Ο Κρίστοφερ I. Μπέκγουιθ υποστηρίζει ότι το πλήγμα των Ούννων στην Ευρώπη και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια προσπάθεια υποταγής των ανεξάρτητων Γότθων στη δύση.[95] Οι Ούννοι επέπεσαν επί των Θερβιγγίων και ο Aθανάριχος αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά (αναφερόμενα στα έπη ως Καυκαλάνδη).[97] Ambrose Ο Αμβρόσιος κάνει μια περιστασιακή αναφοράστους βασιλικούς τίτλους του Αθανάριχου πριν το 376 στο De Spiritu Sancto (Περί του Αγίου Πνεύματος).[98]
Οι μάχες μεταξύ των Γότθων και των Ούννων περιγράφονται στο Hlöðskviða (Η Μάχη των Γότθων και των Ούννων), ένα μεσαιωνικό ισλανδικό έπος. Τα έπος μνημονεύει ότι ο Γκιζούρ, βασιλιάς των Γεατών, έσπευσε σε βοήθεια των Γότθων σε μια επική σύγκρουση με τους Ούννους, αν και αυτό το έπος μπορεί να ανσφέρεται σε μεταγενέστερη σύγκρουση Γότθων-Ούννων.[99]
Αν και οι Ούννοι κατάφεραν να υποτάξουν πολλούς από τους Γότθους που στη συνέχεια εντάχθηκαν στις τάξεις τους, ο Φρίτιγερν πλησίασε τον Ανατολικό Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ουάλη το 376 με ένα μέρος του λαού του και ζήτησε να του επιτραπεί να εγκατασταθεί στη νότια όχθη του Δούναβη. Ο Ουάλης του το επέτρεψε και μάλιστα βοήθησε τους Γότθους να περάσουν τον ποταμό (πιθανότατα στο φρούριο Ντουροστόρουμ).[100] Η μετακίνηση των Γότθων κατά μήκος του Δούναβη πιθανώς δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά μάλλον μια προσεκτικά σχεδιασμένη επιχείρηση που ξεκίνησε μετά από μακρά συζήτηση μεταξύ ηγετικών μελών της κοινότητας.[101] Κατά την άφιξή τους οι Γότθοι όφειλαν να αφοπλιστούν σύμφωνα με τη συμφωνία τους με τους Ρωμαίους, αν και πολλοί από αυτούς κατάφεραν να κρατήσουν τα όπλα τους.[100] Οι Μοισογότθοι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και τη Μοισία.[102]
Υποφέροντας από τη διαφθορά των τοπικών Ρωμαίων αξιωματούχων πρόσφυγες οι Γότθοι πρόσφυγες σύντομα βίωσαν ένα λιμό. Μερικοί καταγράφεται ότι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα παιδιά τους σε Ρωμαίους δουλεμππόρους με αντάλλαγμα σάπιο κρέας σκύλου.[100] Εξαγριωμένος από αυτή την προδοσία ο Φρίτιγερν εξαπέλυσε μια ευρεία εξέγερση στη Θράκη, στην οποία ενώθηκαν όχι μόνο Γότθοι πρόσφυγες και σκλάβοι, αλλά και δυσαρεστημένοι Ρωμαίοι εργάτες και αγρότες και Γότθοι λιποτάκτες του Ρωμαϊκού Στρατού. Η σύγκρουση που ακολούθησε, γνωστή ως Γοτθικός Πόλεμος, διήρκεσε αρκετά χρόνια.[103] Εν τω μεταξύ μια ομάδα Γκρεοτούγγων, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Αλάθεο και Σάφρακα, που ήταν αντιβασιλείς του Βιθέρικου, γιου και διαδόχου των Γκρεοτούγγων βασιλιά Βιθιμίρη, πέρασαν τον Δούναβη χωρίς ρωμαϊκή άδεια.[103] Ο Γοτθικός Πόλεμος κορυφώθηκε με τη Μάχη της Αδριανούπολης το 378, στην οποία οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Ουάλης σκοτώθηκε.[104][105]
Μετά την αποφασιστική νίκη των Γοτθικών στην Αδριανούπολη ο Ιούλιος, magister militum (στρατηλάτης) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οργάνωσε μια μαζική σφαγή Γότθων στη Μικρά Ασία, τη Συρία και άλλα μέρη της Ρωμαϊκής Ανατολής. Φοβούμενος εξέγερση ο Ιούλιος παρέσυρε τους Γότθους στα όρια των αστικών δρόμων, από όπου δεν μπορούσαν να ξεφύγουν και έσφαξε αδιακρίτως στρατιώτες και πολίτες. Με τη διάδοση της είδησης οι Γότθοι εξεγέρθηκαν σε ολόκληρη την περιοχή και πολλοί σκοτώθηκαν. Οι επιζήσαντες εγκαταστάθηκαν πιθανόν στη Φρυγία.[106]
Με την άνοδο του Θεοδόσιου Α' το 379 οι Ρωμαίοι εξαπέλυσαν μια νέα επίθεση για να υποτάξουν τον Φρίτιγερν και τον λαό του.[107][108] Περίπου την ίδια εποχή ο Αθανάριχος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας εγκαταλείψει την Καυκαλάνδη μέσω τις μηχανορραφίες του Φρίτιγερν.[107] Ο Αθανάριχος έτυχε θερμής υποδοχής από τον Θεοδόσιο, ανταποδίδοντας επαίνεσε τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα και τιμήθηκε με μια μεγαλοπρεπή κηδεία από τον αυτοκράτορα μετά τον θάνατό του λίγο μετά την άφιξή του. Το 382 ο Θεοδόσιος αποφάσισε να ξεκινήσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Θερβίγγους, που ολοκληρώθηκαν στις 3 Οκτωβρίου 382. Οι Θερβίγγοι στη συνέχεια έγιναν Φοιδεράτοι των Ρωμαίων στη Θράκη και υποχρεώθηκαν να παρέχουν στρατεύματα στον Ρωμαϊκό στρατό.[109]
Στον απόηχο της επίθεσης των Ούννων δύο μεγάλες ομάδες των Γότθων θα εμφανιστούν τελικά, οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι.[110][111][112][113] Βησιγότθοι σημαίνει «Γότθοι της δύσης», ενώ Οστρογότθοι σημαίνει «Γότθοι της ανατολής».[114] Οι Βησιγότθοι, υπό την ηγεσία της Βαλτικής δυναστείας, ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τους Θερβίγγους και ζούσαν ως Φοιδεράτοι εντός της Ρωμαϊκής επικράτειας, ενώ οι Οστρογότθοι, υπό την ηγεσία της Αμαλικής δυναστείας, ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τους Γκρεουτούγγους και ήταν υπήκοοι των Ούννων.[115] Ο Προκόπιος ερμήνευσε το όνομα Βησιγότθοι ως «δυτικοί Γότθοι» και το όνομα Οστρογότθοι ως «ανατολικοί Γότθοι», αντανακλώντας τη γεωγραφική κατανομή των γοτθικών βασιλείων εκείνη την εποχή.[116] Ένας λαός στενά συγγενής με τους Γότθους, οι Γέπιδες, ζούσε επίσης υπό την κυριαρχία των Ούννων. [117]Μια μικρότερη ομάδα Γότθων ήταν οι Γότθοι της Κριμαίας, που παρέμειναν εκεί και διατήρησαν τη γοτθική τους ταυτότητα μέχρι και όλο τον Μεσαίωνα.[115]
Οι Βησιγότθοι ήταν μια νέα γοτθική πολιτική ενότητα που συγκροτήθηκε κατά τη βασιλεία του πρώτου ηγέτη τους, του Αλάριχου Α'.[118] Μετά από μια σημαντική εγκατάσταση Γότθων στα Βαλκάνια που έγινε από τον Θεοδόσιο το 382, οι Γότθοι έλαβαν εξέχουσες θέσεις στον Ρωμαϊκό στρατό.[119] Οι σχέσεις με τους Ρωμαίους πολίτες ήταν μερικές φορές δύσκολες. Το 391 Γότθοι στρατιώτες, με την ευλογία του Θεοδόσιου Α', έσφαξαν χιλιάδες Ρωμαίους θεατές στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης ως εκδίκηση για το λιντσάρισμα του Γότθου στρατηγού Μπουθέρικου.[120]
Οι Γότθοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες υπηρετώντας τον Θεοδόσιο στον εμφύλιο πόλεμο του 394 κατά του Ευγένιου και του Αρβογάστη. [121]Το 395, μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου Α', ο Αλάριχος και οι Γότθοι του των Βαλκανίων εισέβαλαν στην Ελλάδα, όπου λεηλάτησαν τον Πειραιά (το λιμάνι της Αθήνας) και κατέστρεψαν την Κόρινθο, τα Μέγαρα, το Άργος και τη Αρχαία Σπάρτη.[122][123] Η ίδια η Αθήνα γλίτωσε πληρώνοντας πολλά λύτρα και ο Ανατολικός αυτοκράτορας Φλάβιος Αρκάδιος διόρισε στη συνέχεια τον Αλάριχο magister militum («στρατηλάτη») στο Ιλλυρικό το 397.[123]
Το 401 και το 402 ο Αλάριχος έκανε δύο προσπάθειες να εισβάλει στην Ιταλία, αλλά ηττήθηκε από τον Στιλίχωνα. Το 405–406 ένας άλλος Γότθος ηγέτης, ο Ραδαγάισος, επιχείρησε επίσης να εισβάλει στην Ιταλία και ηττήθηκε επίσης από τον Στιλίχωνα.[42][124] Το 408 ο Δυτικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Φλάβιος Ονώριος διέταξε την εκτέλεση του Στιλίχωνα και της οικογένειάς του και στη συνέχεια υποκίνησε τον ρωμαϊκό πληθυσμό να σφαγιάσει δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά Γότθων που υπηρετούσαν στον Ρωμαϊκό στρατό. Στη συνέχεια περίπου 30.000 Γότθοι στρατιώτες αυτομόλησαν στον Αλάριχο, που με τη σειρά του εισέβαλε στην Ιταλία, επιδιώκοντας να πιέσει τον Ονώριο να του δώσει την άδεια να εγκαταστήσει τον λαό του στη Βόρεια Αφρική. Στην Ιταλία ο Αλάριχος απελευθέρωσε δεκάδες χιλιάδες Γότθους σκλάβους και το 410 λεηλάτησε την πόλη της Ρώμης. Αν και τα πλούτη της πόλης λεηλατήθηκαν, οι άμαχοι κάτοικοι της πόλης αντιμετωπίστηκαν με ανθρωπιά και μόνο μερικά κτίρια κάηκαν.[123] Ο Αλάριχος πέθανε αμέσως μετά και θάφτηκε μαζί με τον θησαυρό του σε έναν άγνωστο τάφο κάτω από τον ποταμό Μπουσέντο.[125]
Τον Αλάριχο διαδέχθηκε ο κουνιάδος του Αταούλφος, σύζυγος της αδερφής του Ονώριου, Γάλλα Πλακιδία, που είχε συλληφθεί κατά τη λεηλασία της Ρώμης από τον Αλάριχο. Ο Αταούλφος εγκατέστησε τους Βησιγότθους στη νότια Γαλατία.[126][127] Αφού απέτυχε να κερδίσει την αναγνώριση από τους Ρωμαίους, ο Αταούλφος υποχώρησε στην Ισπανία στις αρχές του 415 και δολοφονήθηκε στη Βαρκελώνη λίγο αργότερα.[128] Τον διαδέχτηκε ο Σιγκέριχος και στη συνέχεια ο Βάλια, που πέτυχε να γίνουν δεκτοί από τον Ονώριο οι Βησιγότθοι ως φαιντεράτοι στη νότια Γαλατία, με πρωτεύουσά τους την Τουλούζη. Ο Βάλια στη συνέχεια πέτυχε μεγάλες νίκες επί των Σιλίγγων Βανδάλων και των Αλανών στην Ιβηρική.[126] Βάδισαν επανειλημμένα κατά της Αρλ, της έδρα του έπαρχου, αλλά πάντα απωθήθηκαν. Το 437 οι Βησιγότθοι υπέγραψαν συνθήκη με τους Ρωμαίους την οποία και τήρησαν.[129]
Υπό τον Θεοδώριχο Α' οι Βησιγότθοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και πολέμησαν τον Αττίλα στη Μάχη των Καταλανικών Πεδίων, αν και ο Θεοδώριχος σκοτώθηκε στη μάχη.[126][42] Υπό τον Ευάριχο οι Βησιγότθοι ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο Βασίλειο των Βησιγότθων και κατάφεραν να εκδιώξουν τους Σουηβούς από την κυρίως Hispania στη Γαλικία. Αν και έλεγχαν την Ισπανία εξακολουθούσαν να αποτελούν μια μικρή μειοψηφία εν μέσω ενός πολύ μεγαλύτερου Ισπανορωμαϊκού πληθυσμού, περίπου 200.000 από τους 6.000.000.[126]
Το 507 οι Βησιγότθοι εκδιώχθηκαν από το μεγαλύτερο μέρος της Γαλατίας από τον βασιλιά των Φράγκων Κλόβις Α΄ στη Μάχη του Βουγιέ.[42] Κατάφεραν να διατηρήσουν τη Ναρβωνησία και την Προβηγκία μετά την έγκαιρη άφιξη ενός αποσπάσματος Οστρογότθων που έστειλε ο Θεοδώριχος ο Μέγας. Η ήττα στο Βουγιέ είχε ως αποτέλεσμα οι Βησιγότθοι να διεισδύσουν περαιτέρω στην Ισπανία και να ιδρύσουν μια νέα πρωτεύουσα στο Τολέδο.[126]
Υπό τον Λιουβίγιλδο στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα οι Βησιγότθοι κατάφεραν να υποτάξουν τους Σουηβούς στη Γαλικία και τους Βυζαντινούς στα νοτιοδυτικά και έτσι πέτυχαν την κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρικής χερσονήσου.[192] Ο Λιουβίγιλδος κατήργησε επίσης τον νόμο που απέτρεπε τους γάμους μεταξύ Ισπανορωμαίων και Γότθων και παρέμεινε Αρειανός Χριστιανός. Ο προσηλυτισμός του Ρεκαρέδου Α΄ στον Καθολικισμό στα τέλη του 6ου αιώνα προκάλεσε την αφομοίωση των Γότθων από τους Ισπανορωμαίους.[126]
Στα τέλη του 7ου αιώνα το βασίλειο των Βησιγότθων άρχισε να υποφέρει από εσωτερικά προβλήματα.[126] Το βασίλειό τους ηττήθηκε και κατακτήθηκε σταδιακά από το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών το 711 μετά την ήττα του τελευταίου βασιλιά τους Ροδερίκου στη Μάχη του Γκουανταλέτε. Μερικοί Βησιγότθοι ευγενείς βρήκαν καταφύγιο στις ορεινές περιοχές των Αστουριών, των Πυρηναίων και της Κανταβρίας. Σύμφωνα με τον Τζόζεφ Φ. Ο΄Κάλαχαν τα απομεινάρια της ισπανογοτθικής αριστοκρατίας εξακολούθησαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ισπανική κοινωνία. Στα τέλη της κυριαρχίας των Βησιγότθων η αφομοίωση των Ισπανορωμαίων και των Βησιγότθων γινόταν με γρήγορους ρυθμούς. Η αριστοκρατία τους είχε αρχίσει να πιστεύει ότι αποτελούν έναν λαό, το gens Gothorum ή τους Hispani. Άγνωστος αριθμός από αυτούς τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στις Αστούριες ή στη Σεπτιμανία. Στις Αστούριες υποστήριξαν την εξέγερση του Πελάγιου και αφού ενώθηκαν με τους αυτόχθονες ηγέτες, σχημάτισαν μια νέα αριστοκρατία. Ο πληθυσμός της ορεινής περιοχής αποτελούνταν από αυτόχθονες Aστούρους, Γαλκίκιους, Καντάβροι, Βάσκους και άλλες ομάδες που δεν είχαν αφομοιωθεί στην ισπανογοτθική κοινωνία.[130] Οι Χριστιανοί άρχισαν να ανακτούν τον έλεγχο υπό την ηγεσία του ευγενή Πελάγιου των Αστουριών, που ίδρυσε το Βασίλειο των Αστουριών το 718 και νίκησε τους μουσουλμάνους στη Μάχη της Κοβαντόγκα το 722, σε αυτό που θεωρείται από τους ιστορικούς ως η αρχή της Ρεκονκίστα. Από το Βασίλειο των Αστουριών προέκυψαν η σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία.[126]
Οι Βησιγότθοι ποτέ δεν εκρωμαίσθηκαν εντελώς. Αντίθετα «εξισπανίσθηκαν» καθώς εξαπλώθηκαν ευρέως σε μια μεγάλη περιοχή και πληθυσμό. Σταδιακά υιοθέτησαν μια νέα κουλτούρα, διατηρώντας ελάχιστα από την αρχική τους εκτός από πρακτικά στρατιωτικά έθιμα, ορισμένες καλλιτεχνικές μεθόδους, οικογενειακές παραδόσεις όπως ηρωικά τραγούδια και λαογραφία, καθώς και επιλεγμένες συμβάσεις για να συμπεριλάβουν γερμανικά ονόματα που χρησιμοποιούνται ακόμη στη σημερινή Ισπανία. Είναι αυτά τα τεχνουργήματα του αρχικού βησιγοτθικού πολιτισμού που δίνουν άφθονες αποδείξεις για τη συνεισφορά του στον σημερινό πολιτισμό της περιοχής.[95] Παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους κληρονόμους των Βησιγότθων οι επόμενοι Χριστιανοί Ισπανοί μονάρχες διακήρυξαν την ευθύνη τους για τη Ρεκονκίστα της Μουσουλμανικής Ισπανίας, που ολοκληρώθηκε με την Άλωση της Γρανάδας το 1492.[126]
Μετά την εισβολή των Ούννων πολλοί Γότθοι έγιναν υποτελείς τους. Ένα τμήμα αυτών των Γότθων υπό την ηγεσία της των Αμαλιανής δυναστείας έγινε γνωστό ως Οστρογότθοι.[115] Άλλοι αναζήτησαν καταφύγιο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου πολλοί από αυτούς στρατολογήθηκαν στο Ρωμαϊκό στρατό. Την άνοιξη του 399 ο Τριβιγίλδος, Γότθος ηγέτης επικεφαλής των στρατευμάτων στη Νακόλεια της Φρυγίας, προχώρησε σε εξέγερση και νίκησε τον πρώτο αυτοκρατορικό στρατό που στάλθηκε εναντίον του, επιδιώκοντας πιθανώς να μιμηθεί τις επιτυχίες του Αλάριχου στη δύση.[131] Ο Γάινας, Γότθος που μαζί με τον Στίλιχωνα και τον Ευτρόπιο είχαν εκθρονίσει τον Ρουφίνο το 395, στάλθηκε για να καταστείλει την εξέγερση του Τριβιγίλδου, αλλά αντ' αυτού σχεδίασε να επωφεληθεί για να καταλάβει την εξουσία στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ωστόσο αυτή η απόπειρα ματαιώθηκε από τον ρωμαιόφιλο Γότθο Φραουίττα και στη συνέχεια χιλιάδες Γότθοι πολίτες σφαγιάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη[1] και πολλοί κάηκαν ζωντανοί στην τοπική εκκλησία των Αριανών όπου είχαν καταφύγει. [131] Μέχρι τον 6ο αιώνα οι Γότθοι είχαν εγκατασταθεί ως Φοιδεράτοι σε μέρη της Μικράς Ασίας. Οι απόγονοί τους, που αποτέλεααν το επίλεκτο σύνταγμα των Οπτιμάτων, ζούσαν ακόμη εκεί στις αρχές του 8ου αιώνα.[132] Ενώ είχαν αφομοιωθεί σε μεγάλο βαθμό η γοτθική καταγωγή τους ήταν ακόμα ευρέως γνωστή: ο χρονικογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής τους αποκαλεί Γοτθογραικούς.[1]
Οι Οστρογότθοι πολέμησαν μαζί με τους Ούννους στη Μάχη των Καταλανικών πεδίων το 451.[133] Μετά τον θάνατο του Αττίλα και την ήττα των Ούννων στη Μάχη του Νεντάο το 454 οι Οστρογότθοι αποσχίστηκαν από την κυριαρχία των Ούννων υπό τον βασιλιά τους Βαλάμηρος.[134] Υπό τον διάδοχό του Θεοδέμιρο νίκησαν ολοκληρωτικά τους Ούννους στις Βασσιάνες της σημερινής Βοϊβοντίνας το 468 [135]και στη συνέχεια νίκησαν ένα συνασπισμό γερμανικών φυλών που υποστηριζόταν από τη Ρώμη στη Μάχη της Μπόλια το 469, που τους χάρισε την κυριαρχία στην Παννονία.[135]
Τον Θεοδέμιρο διαδέχθηκε ο γιος του Θεόδωριχος το 471, που αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τον Θεόδωριχο Στράβωνα, αρχηγό των Θρακών Γότθων, για την ηγεσία του λαού του.[136] Φοβούμενος την απειλή που αποτελούσε ο Θεοδώριχος για την Κωνσταντινούπολη, ο Ανατολικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Ζήνων διέταξε τον Θεοδώριχο να εισβάλει στην Ιταλία το 488. Μέχρι το 493[104] ο Θεοδώριχος είχε αποσπάσει όλη την Ιταλία από τον Σκίρο Οδόακρο, τον οποίο σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.[136] Στη συνέχεια ίδρυσε το Οστρογοτθικό Βασίλειο. Ο Θεοδώριχος εγκατέστησε στην Ιταλία όλο τον λαό του, που υπολογίζεται σε 100.000–200.000, κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας, και κυβέρνησε τη χώρα πολύ αποτελεσματικά. Οι Γότθοι στην Ιταλία αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού της χώρας.[81] Οι γάμοι μεταξύ Γότθων και Ρωμαίων ήταν απαγορευμένοι και στους Ρωμαίους απαγορεύτηκε επίσης να φέρουν όπλα. Ωστόσο η ρωμαϊκή πλειοψηφία είχε δίκαιη μεταχείριση.[136]
Οι Γότθοι επανενώθηκαν για λίγο κάτω από ένα στέμμα στις αρχές του 6ου αιώνα υπό τον Θεοδώριχο, που έγινε αντιβασιλέας του Βησιγοτθικού Βασιλείου μετά τον θάνατο του Αλάριχου Β' στη Μάχη του Βουγιέ το 507.[137] Λίγο μετά τον θάνατο του Θεοδώριχου η χώρα δέχθηκε εισβολή από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τον Γοτθικό Πόλεμο, που κατέστρεψε σοβαρά και ερήμωσε την Ιταλική χερσόνησο.[138] Οι Οστρογότθοι είχαν μια σύντομη αναλαμπή υπό τον βασιλιά τους Τωτίλα[42], που όμως σκοτώθηκε στη Μάχη των Ταγινών το 552. Μετά την τελευταία αντίσταση του Οστρογότθου βασιλιά Τεΐα στη Μάχη του Βεζούβιου το 553, η αντίσταση των Οστρογότθων έληξε και οι υπόλοιποι Γότθοι στην Ιταλία αφομοιώθηκαν από τους Λομβαρδούς, μια άλλη γερμανική φυλή, που εισέβαλαν στην Ιταλία και ίδρυσαν το ομώνυμο βασίλειο το 567.[42][139]
Γοτθικές φυλές που παρέμειναν στα εδάφη γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα,[115] ιδιαίτερα στην Κριμαία, ήταν γνωστές ως Γότθοι της Κριμαίας. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα οι Γότθοι της Κριμαίας αναγκάστηκαν να αποκρούσουν τις ορδές των Ούννων, που μετανάστευαν πίσω προς τα ανατολικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο της ευρωπαϊκής τους αυτοκρατορίας.[140] Τον 5ο αιώνα ο Θεοδώριχος ο Μέγας προσπάθησε να στρατολογήσει Γότθους της Κριμαίας για τις εκστρατείες του στην Ιταλία, αλλά λίγοι έδειξαν ενδιαφέρον να συμμετάσχουν.[141] Συνδέθηκαν με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσω της Μητροπόλεως Γοτθίας και στη συνέχεια συνδέθηκαν στενά με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[142]
Κατά τον Μεσαίωνα οι Γότθοι της Κριμαίας βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση με τους Χαζάρους. Ο Ιωάννης της Γοτθίας, μητροπολίτης του Δόριου, πρωτεύουσας των Γότθων της Κριμαίας, έδιωξε για λίγο τους Χαζάρους από την Κριμαία στα τέλη του 8ου αιώνα και στη συνέχεια αγιοποιήθηκε ως άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.[143]
Τον 10ο αιώνα τα εδάφη των Γότθων της Κριμαίας δέχθηκαν και πάλι επιδρομές από τους Χαζάρους. Ως απάντηση οι ηγέτες των Γότθων της Κριμαίας συνήψαν συμμαχία με τον Σβιατοσλάβ Α΄ του Κιέβου, που στη συνέχεια διεξήγαγε πόλεμο και κατέστρεψε ολοσχερώς το Χαγανάτο των Χαζάρων.[143] Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα οι Γότθοι της Κριμαίας ανήκαν στο Πριγκιπάτο των Θεοδώρων, που κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 15ου αιώνα. Μέχρι και τον 18ο αιώνα ένας μικρός αριθμός ανθρώπων στην Κριμαία μπορεί να μιλούσε ακόμα τα Κριμαϊκά γοτθικά.[144]
Οι Γότθοι μιλούσαν γερμανική γλώσσα.[145] Η γοτθική γλώσσα είναι η αρχαιότερη γλώσσα της γερμανικής γλωσσικής οικογένειας (του 4ο αιώνα),[146][104] και η μόνη από τις ανατολικές γερμανικές γλώσσες που τεκμηριώνεται στα περισσότερα κύρια ονόματα, σύντομες φράσεις που διασώθηκαν σε ιστορικές μαρτυρίες και δανεικές λέξεις σε άλλες γλώσσες, καθιστώντας τη γλώσσα με μεγάλο ενδιαφέρον για τη συγκριτική γλωσσολογία. Η Γοτθική είναι γνωστή κυρίως από τον Αργυρό Κώδικα, που περιέχει μια μερική μετάφραση της Βίβλου που πιστώνεται στον Ουλφίλα.[147]
Η γλώσσα ήταν σε παρακμή από τα μέσα του 6ου αιώνα, λόγω της στρατιωτικής νίκης των Φράγκων, της εξάλειψης των Γότθων από την Ιταλία και της γεωγραφικής απομόνωσης. Στην Ισπανία η γλώσσα έχασε την τελευταία και πιθανώς ήδη παρακμάζουσα λειτουργία της ως εκκλησιαστική γλώσσα όταν οι Βησιγότθοι ασπάστηκαν τον Καθολικισμό το 589. [148] Επιβίωσε ως καθημερινή γλώσσα στην Ιβηρική χερσόνησο (σημερινή Ισπανία και Πορτογαλία) μέχρι τον 8ο αιώνα.
Ο Φράγκος συγγραφέας Βάλαφριντ Στραβός έγραψε ότι η γοτθική μιλιόταν ακόμα στην περιοχή του κάτω Δούναβη, στη σημερινή Βουλγαρία, στις αρχές του 9ου αιώνα [147] και μια σχετική διάλεκτος γνωστή ως Κριμαϊκή Γοτθική μιλιόταν στην Κριμαία μέχρι τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με αναφορές στα γραπτά των περιηγητών.[149] Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι η γοτθική της Κριμαίας δεν προήλθε από τη διάλεκτο που αποτέλεσε τη βάση για τη μετάφραση της Βίβλου από τον Ουλφίλα.
Στις αρχαίες πηγές οι Γότθοι περιγράφονται πάντα ως ψηλοί και αθλητικοί, με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια.[150][151] Ο Έλληνας ιστορικός του 4ου αιώνα Ευνάπιος περιέγραψε τα χαρακτηριστικά δυνατό μυϊκό τους σύστημα με υποτιμητικό τρόπο: «Τα σώματά τους προκαλούσαν περιφρόνηση σε όλους όσοι τα έβλεπαν, γιατί ήταν πολύ μεγάλα και πολύ βαριά για να τα κουβαλήσουν τα πόδια τους και ήταν στη μέση, ακριβώς όπως εκείνα τα έντομα για τα οποία γράφει ο Αριστοτέλης.»[152] Ο Προκόπιος σημειώνει ότι οι Βάνδαλοι και οι Γέπιδες έμοιαζαν με τους Γότθους, και σε αυτή τη βάση, πρότεινε ότι ήταν όλοι κοινής καταγωγής. Για τους Γότθους έγραψε ότι «όλοι έχουν λευκά σώματα και ανοιχτόχρωμα μαλλιά, και είναι ψηλοί και όμορφοι στην όψη».[153]
Πριν από την εισβολή των Ούννων, ο Γοτθικός πολιτισμός Τσερνιακόφ παρήγαγε κοσμήματα, αγγεία και διακοσμητικά αντικείμενα σε ύφος που επηρεάστηκε από Έλληνες και Ρωμαίους τεχνίτες. Ανέπτυξαν ένα πολύχρωμο στυλ χρυσοχοΐας, χρησιμοποιώντας σφυρηλατημένα στοιχεία ή συνθέσεις για την ένθεση πολύτιμων λίθων στα χρυσά αντικείμενά τους.[154] Αυτό το ύφος επικρατούσε στις Δυτικές Γερμανικές περιοχές καθ' όλο τον Μεσαίωνα.
Η πόρπη σε σχήμα αετού, μέρος του Θησαυρού Ντομανιάνο, χρησιμοποιήθηκε για τη σύναψη ρούχων περί το 500 μ.Χ., πασίγνωστο είναι το έργο που εκτίθεται στο Γερμανικό Εθνικό Μουσείο της Νυρεμβέργης.
Στην Ισπανία μια σημαντική συλλογή βησιγοτθικής μεταλλοτεχνίας βρέθηκε στον Θησαυρό του Γουαραζάρ, στο Γουαδαμούρ, στην Επαρχία του Τολέδο, στην Καστίλλη-Λα Μάντσα, ένα αρχαιολογικό εύρημα που αποτελείται από είκοσι έξι αναθηματικά στέμματα και χρυσούς σταυρούς από το βασιλικό εργαστήριο του Τολέδο, με βυζαντινή επιρροή. Ο θησαυρός αντικατοπτρίζει το υψηλό επίπεδο της Βησιγοτθικής χρυσοχοΐας, σύμφωνα με τους Γουέρα, Γαλιγάρο και Περέα (2007).[155] Τα δύο πιο σημαντικά αναθηματικά στέμματα είναι αυτά του Ρέκενσβιντ και της Σουιντίλα, που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης. Και τα δύο είναι κατασκευασμένα από χρυσό, επικαλυμμένα με ζαφείρια, μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους. Το στέμμα της Σουιντίλα κλάπηκε το 1921 και δεν ανακτήθηκε ποτέ. Στον θησαυρό περιλαμβάνονται πολλά άλλα μικρά στέμματα και πολλοί αναθηματικοί σταυροί.
Αυτά τα ευρήματα, μαζί με άλλα από ορισμένες γειτονικές τοποθεσίες και με την αρχαιολογική ανασκαφή του Ισπανικού Υπουργείου Δημοσίων Έργων και της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας Ιστορίας (Απρίλιος 1859), σχημάτισαν μια ομάδα αποτελούμενη από:
Οι βισιγοτθικές πόρπες ζωνών, σύμβολο του βαθμού και της θέσης που χαρακτηρίζουν τα βησιγοτθικά γυναικεία ρούχα, είναι επίσης αξιοσημείωτες ως έργα χρυσοχοΐας. Ορισμένα κομμάτια περιέχουν εξαιρετικά βυζαντινού τύπου ένθετα λάπις λάζουλι και είναι γενικά ορθογώνιου σχήματος, από κράμα χαλκού, λυχνίτη και γυαλί.[157][β]
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στα νεκροταφεία των Βησιγότθων δείχνουν ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν ανάλογη με αυτή του χωριού του Σάββα του Γότθου. Η πλειοψηφία των χωρικών ήταν απλοί αγρότες. Οι άποροι θάβονταν με επικήδειες τελετές, σε αντίθεση με τους σκλάβους. Σε ένα χωριό 50 έως 100 ατόμων υπήρχαν τέσσερα ή πέντε ζευγάρια προυχόντων.[158] Στην Ανατολική Ευρώπη οι κατοικίες ήταν υπόγειες, ισόγειες και παραπήγματα. Ο μεγαλύτερος γνωστός οικισμός είναι η Περιοχή Κριουλένι. Τα νεκροταφεία του Τσερνιακόφ χαρακτηρίζονται τόσο από ταφές τόσο αποτέφρωσης όσο και ενταφιασμού. Στις τελευταίες το κεφάλι βρίσκεται στα βόρεια. Μερικοί τάφοι βρέθηκαν άδειοι. Τα ταφικά αντικείμενα περιλαμβάνουν συχνά κεραμικά, χτένες από κόκκαλο και εργαλεία από σίδερο, αλλά σχεδόν ποτέ τα όπλα.[154]
Ο Πήτερ Χήθερ υποστηρίζει ότι οι ελεύθεροι πολίτες αποτελούσαν τον πυρήνα της γοτθικής κοινωνίας. Αυτά ταξινομούντο κάτω από την αριστοκρατία, αλλά πάνω από τους απελεύθερους και τους σκλάβους. Εκτιμάται ότι περίπου το ένα τέταρτο ως ένα πέμπτο των άρρενων Γότθων που μπορούσαν να φέρουν όπλα στο Οστρογοτθικό Βασίλειο ήταν ελεύθεροι πολίτες. [159]
Ενώ αρχικά ασκούσαν τον γοτθικό παγανισμό, οι Γότθοι προσηλυτίστηκαν σταδιακά στον Αρειανισμό τον 4ο αιώνα. [160]Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο ένας φυλακισμένος ονόματι Εύτυχος που πιάστηκε αιχμάλωτος σε μια επιδρομή στην Καππαδοκία το 260 κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Γότθους και μαρτύρησε. [161] Μόνο τον 4ο αιώνα, ως αποτέλεσμα της ιεραποστολικής δράσης του Γότθου επισκόπου Ουλφίλα, του οποίου οι παππούδες ήταν Καππαδόκες που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στις επιδρομές της δεκαετίας του 250, [161] οι Γότθοι προσηλυτίστηκαν σταδιακά. [160]Ο Ουλφίλας επινόησε ένα γοτθικό αλφάβητο και μετέφρασε την Αγία Γραφή στα γοτθικά.[160]
Τη δεκαετία του 370 οι προσηλυτισμένοι στον Χριστιανισμό Γότθοι υπέστησαν διώξεις από τον Θερβίγγιο βασιλιά Αθανάριχο, που ήταν παγανιστής.[92]
Το βασίλειο των Βησιγότθων στην Ιβηρική χερσόνησο προσηλυτίσθηκε στον Καθολικισμό τον 6ο αιώνα.[162]
Οι Οστρογότθοι (και τα υπολείμματά τους, οι Κριμαϊκοί Γότθοι) ήταν στενά συνδεδεμένοι με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης από τον 5ο αιώνα και ενσωματώθηκαν πλήρως στη Μητρόπολη της Γοτθίας τον 9ο αιώνα.[143]
Η αρχαιολογία δείχνει ότι οι Βησιγότθοι, σε αντίθεση με τους Oστρογότθους, ήταν κυρίως αγρότες. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη και λινάρι. Εκτρέφανε επίσης χοίρους, πουλερικά και κατσίκες. Τα άλογα και τα γαϊδούρια ήταν ζώα εργασίας και τρέφονταν με σανό. Τα πρόβατα εκτρέφονταν για το μαλλί τους, για ρούχα. Ηταν εξειδικευμένοι αγγειοπλάστες και σιδηρουργοί. Στις διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους για συνθήκες ειρήνης οι Γότθοι ζητούσαν ελεύθερο εμπόριο. Οι εισαγωγές από τη Ρώμη περιλάμβαναν κρασί και μαγειρικό έλαιο. [158]
Οι Ρωμαίοι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι Γότθοι δεν επέβαλαν φόρους στους δικούς τους ούτε στους υποτελείς τους. Ο Χριστιανός συγγραφέας των αρχών του 5ου αιώνα Σαλβιανός συνέκρινε την ευνοϊκή μεταχείριση των φτωχών από τους Γότθους και παρόμοιους λαούς με την άθλια κατάσταση των αγροτών στη Ρωμαϊκή Γαλατία:
Γιατί στη χώρα των Γότθων οι βάρβαροι είναι τόσο μακράν από το να ανεχθούν αυτό το είδος καταπίεσης που ούτε καν οι Ρωμαίοι που ζουν μεταξύ τους το υφίστανται. Ως εκ τούτου όλοι οι Ρωμαίοι στην περιοχή αυτή έχουν μόνο μια επιθυμία, ότι δεν πρέπει ποτέ να επιστρέψουν στη ρωμαϊκή δικαιοδοσία. Είναι η ομόφωνη προσευχή του ρωμαϊκού λαού σε εκείνη την περιοχή να τους επιτραπεί να συνεχίσουν τη σημερινή τους ζωή μεταξύ των βαρβάρων. [163]
Το Μαυσωλείο του Θεοδώριχου(Ιταλικά: Mausoleo di Teodorico) είναι ένα αρχαίο μνημείο λίγο έξω από τη Ραβέννα της Ιταλίας. Χτίστηκε το 520 μ.Χ. από τον Oστρογότθο Θεοδώριχο τον Μέγα ως μελλοντικός τάφος του.
Η σημερινή δομή του μαυσωλείου αποτελείται από δύο δεκάγωνα, το ένα επάνω στο άλλο και και τα δύο από πέτρα της Ίστριας. Η οροφή της είναι μία μονολιθική πέτρα Ίστριας 230 τόνων, διαμέτρου 10 μέτρων. Ενδεχομένως ως αναφορά στη γοτθική παράδοση της προέλευσης από τη Σκανδιναβία, ο αρχιτέκτονας έχει διακοσμήσει τη ζωφόρο με ένα μοτίβο που βρέθηκε σε σκανδιναβικά μεταλλικά στολίδια του 5ου και του 6ου αιώνα. [164][165] Ενα κοίλωμα οδηγεί σε ένα δωμάτιο που ήταν ίσως ένα παρεκκλήσι για επικήδειες λειτουργίες. Μια σκάλα οδηγεί στον επάνω όροφο. Στο κέντρο του βρίσκεται ένας κυκλικός πέτρινος τάφος από πορφυρίτη, όπου είναι θαμμένος ο Θεοδώριχος. Τα υπολείμματα του απομακρύνθηκαν επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν το μαυσωλείο μετατράπηκε σε χριστιανικό προσευχητήριο. Στα τέλη του 19ου αιώνα αποστραγγίστηκαν και ανασκάφηκαν λασπώδεις αποθέσεις από ένα κοντινό ρέμα, όπου είχε βυθιστεί εν μέρει το μαυσωλείο.
Το ανάκτορο του Θεοδώριχου, επίσης στη Ραβέννα, έχει μια συμμετρική σύνθεση με αψίδες και μονολιθικές μαρμάρινες στήλες, επαναχρησιμοποιημένες από προηγούμενα ρωμαϊκά κτίρια, με κιονόκρανα διαφόρων σχημάτων και μεγεθών.[166] Οι Oστρογότθοι ανακαίνισαν ρωμαϊκά κτίρια, μερικά από τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα χάρη σε αυτούς.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους στην Ιβηρική οι Βησιγότθοι έχτισαν πολλές εκκλησίες, βασιλικές ή σταυροειδούς κάτοψης που σώζονται, όπως οι εκκλησίες Σαν Πέδρο ντε λα Νάβε στο Ελ Καμπίγιο, Σάντα Μαρία ντε Μέλκε στο σαν Μαρτίν ντε Μονταλμπάν, Σάντα Λουτσία ντελ Τραμπάλ στο Αλκουέθαρ, Σάντα Κόμπα στο Μπάντε και Σάντα Μαρία ντε Λάρα στην Κιντανίλα ντε λας Βίνιας. Η Βησιγοτθική κρύπτη (η Κρύπτη του Σαν Αντολίν) στον Καθεδρικό ναό της Παλέντσια είναι ένα βησιγοτθικό παρεκκλήσι από τα μέσα του 7ου αιώνα, που χτίστηκε επί της βασιλείας του Ουάμπα για τη διατήρηση των λειψάνων του μάρτυρα Αγίου Αντωνίνου του Παμιέ, ενός Βησιγότθου-Γαλάτη ευγενή που έφερε από τη Ναρμπόν στη Βησιγοτθική Ισπανία το 672 ή το 673 ο ίδιος ο Ουάμπα. Αυτά είναι τα μοναδικά λείψανα του Βησιγοτθικού Καθεδρικού ναού της Παλέντσια.[167]
Η Ρεκόπολη (ισπανικά: Recópolis), που βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριουδάκι Ζορίτα ντε λος Κάνες στην Επαρχία της Γουαδαλαχάρα, στην Καστίλλη-Λα Μάντσα της Ισπανίας, είναι ένας αρχαιολογικός χώρος μιας από τις τέσσερις τουλάχιστον πόλεις που ιδρύθηκαν στην Ισπανία από τους Βησιγότθους. Είναι η μόνη πόλη στη Δυτική Ευρώπη που ιδρύθηκε μεταξύ του πέμπτου και του όγδοου αιώνα. Σύμφωνα με τον Λάουρο Ολμο Ενκίσο, που είναι καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες, την οικοδόμηση της πόλης διέταξε ο βασιλιάς των Βησιγότθων Λεοβιγίλδος, για να τιμήσει τον γιο του Ρεκαρέδο Β΄ και ως έδρα του ως συμβασιλέα στη Βησιγοτθική επαρχία Κελτιβηρία, στα δυτικά της Καρπετανίας, όπου βρισκόταν η κυρίως πρωτεύουσα, το Τολέδο.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι του Γκότλαντ είχαν προφορικές παραδόσεις μαζικής μετανάστευσης προς τη νότια Ευρώπη, καταγεγραμμένες στην Γκουτασάγκα. Αν αυτά τα γεγονότα σχετίζονται, αποτελεί μοναδική περίπτωση παράδοσης που άντεξε για περισσότερα από χίλια χρόνια και που στην πραγματικότητα προηγήθηκε των περισσότερων μεγάλων διαχωρισμών της γερμανικής γλωσσικής οικογένειας.
Η σχέση των Γότθων με τη Σουηδία αποτέλεσε σημαντικό μέρος του σουηδικού εθνικισμού και, μέχρι τον 19ο αιώνα, πριν η γοτθική καταγωγή ερευνηθεί ενδελεχώς από τους αρχαιολόγους, οι Σουηδοί θεωρούντο συνήθως άμεσοι απόγονοι των Γότθων. Σήμερα οι Σουηδοί μελετητές το αναγνωρίζουν ως πολιτιστικό κίνημα που ονομάζεται Γοτθικισμός, που περιελάμβανε έναν ενθουσιασμό για την Αρχαία νορδική γλώσσα.[168]
Στη μεσαιωνική και τη σύγχρονη Ισπανία οι Βησιγότθοι θεωρούνται πηγή της Ισπανικής αριστοκρατίας (συγκρίνετε τον Γκομπινώ για μια παρόμοια άποψη για τη Γαλλία). Στις αρχές του 7ου αιώνα η εθνική διάκριση μεταξύ Βησιγότθων και Ισπανορωμαίων είχε εξαφανιστεί, αλλά η αναγνώριση της γοτθικής καταγωγής, π.χ. σε επιτύμβιες στήλες, εξακολουθούσε να επιβιώνει μεταξύ της αριστοκρατίας. Η βησιγοτθική αριστοκρατία του 7ου αιώνα θεωρούσε εαυτήν φορέα μιας ιδιαίτερης γοτθικής συνείδησης και φύλακα παλαιών παραδόσεων, όπως η γερμανική ονοματοδοσία. Πιθανώς αυτές οι παραδόσεις περιορίζονταν γενικά στην οικογενειακή σφαίρα (οι Ισπανορωμαίοι ευγενείς υπηρετούσαν στους Βησιγότθους ευγενείς ήδη από τον 5ο αιώνα και οι δύο κλάδοι της ισπανικής αριστοκρατίας είχαν υιοθετήσει πλήρως παρόμοια έθιμα δύο αιώνες αργότερα).[169]
Το 1278, όταν ο Μάγκνους Γ΄ της Σουηδίας ανέβηκε στον θρόνο, στον τίτλο του Βασιλιά της Σουηδίας συμπεριλήφθηκε μια αναφορά στη γοτθική προέλευση :
Εμείς ο Ν.Ν. Ελέω Θεού Βασιλιάς των Σουηδών, των Γότθων και των Βένδων.
Το 1973, με την άνοδο του βασιλιά Κάρολου ΙΣΤ΄ Γουσταύου, ο τίτλος άλλαξε σε απλώς «Βασιλιάς της Σουηδίας».[170]
— Χένρι Μπράντλεϊ, H Iστορία των Γότθων (1888)
Οι ισπανικές και σουηδικές διεκδικήσεις γοτθικής καταγωγής οδήγησαν σε σύγκρουση στο Συμβούλιο της Βασιλείας το 1434. Πριν οι συγκεντρωμένοι καρδινάλιοι και αντιπρόσωποι ασχοληθούν με τη θεολογική συζήτηση, έπρεπε να αποφασίσουν πώς θα καθίσουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Οι αντιπροσωπείες από τα πιο εξέχοντα έθνη υποστήριξαν ότι έπρεπε να κάθονται πιο κοντά στον Πάπα και υπήρχαν επίσης διαφωνίες σχετικά με το ποιος θα είχε τις καλύτερες θέσεις και ποιος εκείνες σε χαλάκια. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμβιβάστηκαν έτσι ώστε ορισμένοι να έχουν μισή καρέκλα στην άκρη ενός χαλιού. Σε αυτή τη σύγκρουση, ο Νικολάους Ραγκβάλντι, επίσκοπος της μητρόπολης του Βάξιο, ισχυρίστηκε ότι οι Σουηδοί ήταν απόγονοι των μεγάλων Γότθων και ότι ο λαός των Västergötland (Westrogothiaστα Λατινικά) ήταν οι Βησιγότθοι και ο λαός των Östergötland (Ostrogothia στα Λατινικά) ήταν οι Οστρογόθτοι. Η ισπανική αντιπροσωπεία αντέτεινε ότι μόνο οι τεμπέληδες και ασυνεννόητοι Γότθοι παρέμειναν στη Σουηδία, ενώ οι ηρωικοί Γότθοι είχαν εγκαταλείψει τη Σουηδία, εισέβαλαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία.[172][173]
Στην Ισπανία ένας άνδρας που ενεργεί με αλαζονεία θα λέγαμε ότι «haciéndose los godos» («κάνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται σαν τους Γότθους»). Στη Χιλή, την Αργεντινή και τα Κανάρια Νησιά το godo ήταν μια εθνοτική προσβολή που χρησιμοποιείτο εναντίον των Ευρωπαίων Ισπανών, που στην πρώιμη περίοδο της αποικιοκρατίας συχνά ένιωθαν ανώτεροι από τους αυτόχθονες της περιοχής (Κριόλο).[241] Στην Κολομβία παραμένει ως αργκό για ένα άτομο με συντηρητικές απόψεις.[174] In Colombia, it remains as slang for a person with conservative views.[175]
Μεγάλη ποσότητα λογοτεχνίας έχει παραχθεί για τους Γότθους, με τους Γότθους (1888) του Χένρι Μπράντλεϊ να είναι το τυπικό αγγλόφωνο κείμενο για πολλές δεκαετίες. Πιο πρόσφατα ο PΠήτερ Χήθερ καθιερώθηκε ως η ηγετική αυθεντία για τους Γότθους στον αγγλόφωνο κόσμο. Η κορυφαία αυθεντία για τους Γότθους στον γερμανόφωνο κόσμο είναι ο Χέρβιγκ Βόλφραμ.[176]
|name-list-style=
ignored (βοήθεια)Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.