From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Δανία–Νορβηγία (δανικά και νορβηγικά: Danmark–Norge), γνωστή και ως Δανο-Νορβηγικό Βασίλειο, Μοναρχία του Όλντενμπουργκ, ή βασίλεια του Όλντενμπουργκ, ήταν μια πολυεθνική και πολύγλωσση πραγματική ένωση των πρώιμων νεότερων χρόνων, που αποτελείτο από το Βασίλειο της Δανίας, το Βασίλειο της Νορβηγίας (συμπεριλαμβανομένων των Νορβηγικών υπερπόντιων κτήσεων: των Νήσων Φερόες, της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας κ.λπ.), το Δουκάτο του Σλέσβιχ και το Δουκάτο του Χόλσταϊν. Το κράτος διεκδικούσε επίσης κυριαρχία επί δύο ιστορικών λαών: των Βενδών και των Γούτων (εθνώνυμο σχετικό με τους Γότθους). Η Δανία-Νορβηγία είχε αρκετές αποικίες, συγκεκριμένα τη Δανική Χρυσή Ακτή, τα Νησιά Νικομπάρ, τη Σεραμπούρ, το Ταρανγκαμπάντι και οι Δανικές Δυτικές Ινδίες.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Δανία–Νορβηγία Danmark–Norge | ||||||
Προσωπική ένωση | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Χάρτης της Δανίας-Νορβηγίας, 1780 | ||||||
Πρωτεύουσα | Κοπεγχάγη | |||||
Γλώσσες | Δανικά, Νορβηγικά, Γερμανικά, Ισλανδικά, Φεροϊκά, Σάμι, Γροιλανδικά | |||||
Θρησκεία | Λουθηρανισμός | |||||
Πολιτική δομή | Προσωπική ένωση | |||||
Ιστορία | ||||||
- | Ίδρυση | |||||
- | Ο Γουσταύος Α΄ εκλέγεται βασιλιάς της Σουηδίας | 6 Ιουνίου 1523 | ||||
- | Ένωση του Κάλμαρ | 1523 | ||||
- | Συνθήκη του Κιέλου | 14 Ιανουαρίου 1814 | ||||
- | Συνέδριο της Βιέννης | 1814-1815 | ||||
Πληθυσμός | ||||||
- | 1645 εκτ. | 1,315,000 | ||||
- | 1801 εκτ. | 1,859,000 | ||||
Οι κάτοικοι του κράτους ήταν κυρίως Δανοί, Νορβηγοί και Γερμανοί, ενώ περιλάμβανε επίσης Φεροέζους, Ισλανδούς και Ινουίτ στις Νορβηγικές υπερπόντιες κτήσεις, μια μειονότητα Σαάμι στη βόρεια Νορβηγία, καθώς και αυτόχθονες πληθυσμούς και υποδουλωμένους Αφρικανούς στις αποικίες. Οι κύριες πόλεις της Δανίας-Νορβηγίας ήταν η Κοπεγχάγη, η Χριστιανία (Όσλο), η Aλτόνα, το Μπέργκεν και το Τρόντχαϊμ, ενώ οι κύριες επίσημες γλώσσες ήταν η Δανική και η Γερμανική, αλλά ομιλούνταν επίσης τοπικά η Νορβηγική, η Ισλανδική, η Φεροϊκή, η Σάμι και η Γροιλανδική.[1][2]
Το 1380 ο Όλαφ Β΄ της Δανίας κληρονόμησε το Βασίλειο της Νορβηγίας, με τον τίτλο Όλαφ Δ΄, μετά το θάνατο του πατέρα του Χάακον ΣΤ΄ της Νορβηγίας, παντρεμένου με τη μητέρα του Όλαφ Μαργαρίτα Α΄. Η Μαργαρίτα Α΄ κυβέρνησε τη Νορβηγίας από το θάνατο του γιου της το 1387 μέχρι το θάνατό της το 1412. Η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία συγκρότησαν την Ένωση του Κάλμαρ το 1397. Μετά την αποχώρηση της Σουηδίας το 1523 η ένωση ουσιαστικά διαλύθηκε. Το 1536/1537 η Δανία και η Νορβηγία σχημάτισαν μια προσωπική ένωση, που τελικά μετεξελίχθηκε στο ολοκληρωμένο κράτος του 1660 που ονομάζεται Δανία-Νορβηγία από τους σύγχρονους ιστορικούς, και που τότε μερικές φορές αναφερόταν ως «Δίδυμα Βασίλεια», «η Μοναρχία» ή απλά «Η Αυτού Μεγαλειότητα». Πριν από το 1660 η Δανία-Νορβηγία ήταν de jure μια συνταγματική και εκλεκτική μοναρχία, στην οποία η εξουσία του βασιλιά ήταν κάπως περιορισμένη, αλλά από το έτος αυτό έγινε μια από τις πιο αυστηρές απόλυτες μοναρχίες στην Ευρώπη. Ακόμη, μετά το 1660, η Δανία-Νορβηγία απαρτιζόταν από τρία τυπικά χωριστά μέρη και η Νορβηγία διατηρούσε τους ξεχωριστούς νόμους της και ορισμένα θεσμικά όργανα και ξεχωριστό νομισματικό σύστημα και στρατό.
Η Δανο-Νορβηγική ένωση διήρκεσε μέχρι το 1814 [3][4] όταν η Συνθήκη του Κιέλου όρισε την παραχώρηση στη Σουηδία της Νορβηγίας (εκτός από τις Νήσους Φερόες, την Ισλανδία και τη Γροιλανδία). Η συνθήκη όμως δεν αναγνωρίστηκε από τη Νορβηγία, που αντιστάθηκε επιτυχώς κατά το Σουηδονορβηγικό πόλεμο του 1814. Μετά από αυτό η Νορβηγία συμμετείχε σε μια πολύ πιο χαλαρή προσωπική ένωση με τη Σουηδία ως ένα από δύο ίσα βασίλεια μέχρι το 1905, όταν η ένωση διαλύθηκε και τα δύο βασίλεια έγιναν ανεξάρτητα.
Ο όρος «Βασίλειο της Δανίας» χρησιμοποιείται μερικές φορές για να συμπεριλάβει και τις δύο χώρες την περίοδο αυτή, δεδομένου ότι η πολιτική και οικονομική εξουσία πήγαζε από τη Δανική πρωτεύουσα, την Κοπεγχάγη. Αυτοί οι όροι καλύπτουν τα «βασιλικά εδάφη» των Όλντενμπουργκ όπως ήταν το 1460, εξαιρουμένων των «δουκικών εδαφών» του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν. Η διοίκηση χρησιμοποιούσε δύο επίσημες γλώσσες, τη Δανική και τη Γερμανική, και επί αιώνες υπήρχαν τόσο μια Δανική (δανικά: Danske Kancelli) όσο και και μια Γερμανική Καγκελαρία (δανικά: Tyske Kancelli).[5].
Ο όρος «Δανία-Νορβηγία» αντικατοπτρίζει τις ιστορικές και νομικές ρίζες της ένωσης. Εχει υιοθετηθεί από τον επίσημο τίτλο της δυναστείας του Όλντενμπουργκ. Οι βασιλείς χρησιμοποιούσαν πάντα τον τίτλο «Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας, των Βένδων και των Γότθων» (Konge til Danmark og Norge, de Venders og Gothers). Η Δανία και η Νορβηγία, αποκαλούμενες μερικές φορές ως τα «Δίδυμα Βασίλεια» (Tvillingrigerne) Δανίας-Νορβηγίας, διέθεταν ξεχωριστούς νομικούς κώδικες και νομίσματα και κυρίως ξεχωριστά διοικητικούς θεσμούς. Μετά την εισαγωγή του απολυταρχισμού το 1660 ο συγκεντρωτισμός της κυβέρνησης σήμαινε τη συγκέντρωση των θεσμών στην Κοπεγχάγη. Ο συγκεντρωτισμός υποστηρίχθηκε σε πολλά μέρη της Νορβηγίας, όπου η διετής προσπάθεια της Σουηδίας για τον έλεγχο της Τρέντελαγκ (περιφέρεια της κεντρικής Νορβηγίας) είχε συναντήσει μεγάλη τοπική αντίδραση και είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία για τους Σουηδούς και την καταστροφή της επαρχίας. Αυτό επέτρεψε στη Νορβηγία να εξασφαλισθεί περαιτέρω στρατιωτικά για το μέλλον μέσω στενότερων δεσμών με την πρωτεύουσα Κοπεγχάγη. Ο όρος «Σουηδία-Φινλανδία» χρησιμοποιείται μερικές φορές, αν και με λιγότερη τεκμηρίωση, για το Σουηδικό βασίλειο της εποχής μεταξύ 1521 και 1809. Η Φινλανδία δεν ήταν ποτέ ξεχωριστό βασίλειο και ήταν εντελώς ενταγμένη στη Σουηδία, ενώ η Δανία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο μιας προσωπικής ένωσης.
Οσο υπήρχε η Δανία-Νορβηγία είχε συνεχώς κτήσεις σε διάφορα υπερπόντια εδάφη. Κατά την πρώτη περίοδο αυτές ήταν περιοχές στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, όπως για παράδειγμα η Εσθονία και οι Νορβηγικές κτήσεις της Γροιλανδίας, των Νήσων Φερόες και της Ισλανδίας.
Από το 17ο αιώνα τα βασίλεια απέκτησαν αποικίες στην Αφρική, την Καραϊβική και την Ινδία. Στην ακμή της η αυτοκρατορία είχε έκταση περίπου 2.655.564,76 τ.χλμ.
Η Δανία-Νορβηγία διατηρούσε πολλές αποικίες από το 17ο ως το 19ο αιώνα σε διάφορα μέρη της Ινδίας. Οι αποικίες περιλάμβαναν τις πόλεις Tρανκεμπάρ και Σεραμπούρ. Οι τελευταίες πόλεις που έλεγχε πωλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1845. Τα δικαιώματα στα Νησιά Νικομπάρ πωλήθηκαν το 1869.
Με κέντρο τις Παρθένες Νήσους η Δανία-Νορβηγία ίδρυσε τις Δανικές Δυτικές Ινδίες. Αυτή η αποικία ήταν μία από τις πιο μακρόβιες της Δανίας, μέχρι που πωλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1917.
Στην περιοχή Χρυσή Ακτή της Δυτικής Αφρικής, η Δανία-Νορβηγία επίσης με την πάροδο του χρόνου είχε τον έλεγχο πολλών αποικιών και οχυρών. Τα τελευταία οχυρά πωλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1850.
Τα τρία βασίλεια συνενώθηκαν στην Ένωση του Κάλμαρ το 1397. Η Σουηδία αποχώρησε από αυτή την ένωση και επανήλθε αρκετές φορές μέχρι το 1521, οπότε έφυγε τελικά από την Ένωση, αφήνοντας τη Δανία-Νορβηγία (συμπεριλαμβανομένων των υπερπόντιων κτήσεων στο Βόρειο Ατλαντικό και νησί Σάαρεμαα της σημερινής Εσθονίας).
Το ξέσπασμα του Βόρειου Επταετούς Πολέμου το 1563 αποδίδεται κυρίως στη δυσαρέσκεια της Δανίας για τη διάλυση της Ένωσης του Κάλμαρ τη δεκαετία του 1520. Όταν ο Δανο-Νορβηγός βασιλιάς Χριστιανός Γ΄ (βασ. 1534-1559) περιέλαβε το παραδοσιακό Σουηδικά έμβλημα των τριών κορωνών στο δικό του οικόσημο οι Σουηδοί το εξέλαβαν ως Δανική διεκδίκηση έναντι της Σουηδίας. Αντιδρώντας ο Ερρίκος ΙΔ΄ της Σουηδίας (βασ. 1560-1568) πρόσθεσε τα εμβλήματα της Νορβηγίας και της Δανίας στο δικό του οικόσημο.
Οταν ο Σουηδός βασιλιάς Ερρίκος έθεσε προσκόμματα σε μια προσπάθεια να εμποδίσει το εμπόριο με τη Ρωσία η Λύμπεκ και η Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία σχημάτισαν με τη Δανία-Νορβηγία μια πολεμική συμμαχία. Στη συνέχεια η Δανία-Νορβηγία πραγματοποίησε ορισμένες ναυτικές επιθέσεις στη Σουηδία, ξεκινώντας ουσιαστικά τον πόλεμο. Μετά από επτά χρόνια εχθροπραξιών η σύγκρουση έληξε το 1570 με ένα status quo ante.
Λόγω της κυριαρχίας της Δανίας-Νορβηγίας στη Βαλτική και της Βόρεια Θάλασσα η Σουηδία είχε την πρόθεση να αποφύγει την πληρωμή στη Δανία Διοδίων στον Πορθμό Οντενσε (μεταξύ Βόρειας και Βαλτικής Θάλασσας). Για να το επιτύχει ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος Θ΄ προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα εμπορική διαδρομή μέσω της Λαπωνίας και της βόρειας Νορβηγίας. Το 1607 ο Κάρολος Θ΄ αυτοανακηρύχθηκε «Βασιλιάς των Λαπώνων της Νόρντλαντ» και άρχισε να εισπράττει φόρους στη Νορβηγική επικράτεια.
Η Δανία και ο Βασιλιάς Χριστιανός Δ΄ της Δανίας διαμαρτυρήθηκαν για τις ενέργειες της Σουηδίας, καθώς δεν είχαν καμία πρόθεση να αφήσουν μια άλλη ανεξάρτητη εμπορική διαδρομή ανοικτή, ο Χριστιανός Δ΄είχε επίσης την πρόθεση να αναγκάσει τη Σουηδία να επανενταχθεί στην ένωσή της με τη Δανία. Το 1611 η Δανία τελικά εισέβαλε στη Σουηδία με 6000 άνδρες και κατέλαβε την πόλη του Κάλμαρ. Στις 20 Ιανουαρίου 1613 υπεγράφη η Συνθήκη του Κνέρεντ, με την οποία ο νορβηγικός διάδρομος από τη Σουηδία ανακτήθηκε με την ενσωμάτωση της Λαπωνίας στη Νορβηγία και την καταβολή από τη Σουηδία των Λύτρων του Ελβσμποργκ, για δύο οχυρά που η Δανία είχε καταλάβει στον πόλεμο. Εντούτοις η Σουηδία πέτυχε την απαλλαγή της από τα Διόδια του Πορθμού, που μέχρι τότε είχαν εξασφαλίσει μόνο η Βρετανία και η Ολλανδία.
Τα βαρειά λύτρα που κατέβαλε η Σουηδία (Λύτρα του Ελβσμποργκ) χρησιμοποιήθηκε από το Χριστιανός Δ΄, μεταξύ άλλων, για να ιδρύσει τις πόλεις Γκλύκσταντ, Χριστιανία (ανακατασκευάστηκε μετά από πυρκαγιά), Χριστιανσχάβε, Κρισιανστάντ και Κρίστιανσαντ. Ίδρυσε επίσης τη Δανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, που οδήγησε στην ίδρυση πολυάριθμων Δανικών αποικιών στην Ινδία.
Λίγο μετά τον Πόλεμο του Κάλμαρ η Δανία-Νορβηγία ενεπλάκη σε έναν ακόμη μεγαλύτερο πόλεμο, στον οποίο πολέμησε μαζί με τα κυρίως βόρεια Γερμανικά και άλλα Προτεσταντικά κράτη εναντίον των Καθολικών κρατών με επικεφαλής τη Γερμανική Καθολική Ένωση.
Ο Χριστιανός Δ΄ προσπάθησε να γίνει ο ηγέτης των βόρειων Γερμανικών Λουθηρανικών κρατών της, ωστόσο, μετά τη Μάχη του Λούττερ το 1626 η Δανία υπέστη συντριπτική ήττα. Αυτό έκανε τα περισσότερα Γερμανικά Προτεσταντικά κράτη να πάψουν να υποστηρίζουν το Χριστιανό Δ΄. Μετά από νέα ήττα στη Μάχη του Βόλγκαστ και τη Συνθήκη της Λύμπεκ το 1629, που απαγόρευε τη μελλοντική παρέμβαση της Δανίας-Νορβηγίας στις γερμανικές υποθέσεις, η συμμετοχή της στον πόλεμο τερματίστηκε.
Η Σουηδία είχε σημαντικές επιτυχίες κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, ενώ η Δανία-Νορβηγία αποτυχίες. Η Σουηδία είδε μια ευκαιρία αλλαγής της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Η Δανία-Νορβηγία κατείχε μια απειλητική περιοχή γύρω από τη Σουηδία και τα Διόδια του Πορθμού ήταν συνεχής αιτία εκνευρισμού για τους Σουηδούς. Το 1643 το Σουηδικό Βασιλικό Συμβούλιο εκτίμησε ότι υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες εδαφικών κερδών σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο κατά της Δανίας-Νορβηγίας. Λίγο αργότερα η Σουηδία εισέβαλε στη Δανία-Νορβηγία.
Η Δανία ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένη για τον πόλεμο και η Νορβηγία απρόθυμη να επιτεθεί στη Σουηδία, γεγονός που έφερε τους Σουηδούς σε ευνοϊκή θέση.
Ο πόλεμος, όπως προβλεπόταν, τελείωσε με τη νίκη της Σουηδίας και με τη Συνθήκη του Μπρέμσεμπρο το 164, η Δανία-Νορβηγία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει ορισμένα από τα εδάφη της, συμπεριλαμβανομένων των Νορβηγικών εδαφών Γεμτλαντ, Χεργεντάλεν, Ιντρε & Σέρνα και των Δανικών νησιών της Βαλτικής Θάλασσας Γκότλαντ και Εσελ. Ετσι ο Τριακονταετής Πόλεμος ήταν η αρχή της ανόδου της Σουηδίας ως μεγάλης δύναμης, ενώ σηματοδότησε την αρχή της παρακμής για τους Δανούς.
Ο Δανοσουηδικός πόλεμος (1657-1658), μέρος του Δεύτερου Βόρειου Πολέμου, ήταν ένας από τους πιο καταστροφικούς πολέμους για το Δανο-Νορβηγικό βασίλειο. Μετά από μια συντριπτική ήττα η Δανία-Νορβηγία αναγκάστηκε με τη Συνθήκη του Ρόσκιλντε να δώσει στη Σουηδία σχεδόν το μισό της επικράτειάς της. Αυτό περιλάμβανε τη Νορβηγική επαρχία Τρέντελαγκ και το Μπόχουλσεν, όλες τις υπόλοιπες επαρχίες της Δανίας στη Σουηδική χερσόνησο και το νησί Μπόρνχολμ.
Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, το 1660, υπήρξε μια συμπληρωματική συνθήκη, η Συνθήκη της Κοπεγχάγης, που επέστρεψε το Τρέντελαγκ και το Μπόρνχολμ στη Δανία-Νορβηγία.
Μετά την οριστική απόσχιση της Σουηδίας από την Ένωση του Κάλμαρ το 1521 ακολούθησαν στη Δανία και τη Νορβηγία εμφύλιος πόλεμος και η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Όταν τα πράγματα είχαν καταλαγιάσει το Riksråd (Ανώτατο Συμβούλιο) της Δανίας αποδυναμώθηκε και καταργήθηκε το 1660, ενώ το Νορβηγικό Riksråd είχε καταργηθεί ήδη de facto το 1537 (οπότε συνεδρίασε για τελευταία φορά) όταν ο βασιλιάς Χριστιανός Γ΄ της Δανίας-Νορβηγίας έκανε πραξικόπημα στη Νορβηγία και την κατέστησε κληρονομικό βασίλειο σε μια πραγματική ένωση με τη Δανία. Η Νορβηγία διατήρησε τους ξεχωριστούς της νόμους και ορισμένα θεσμικά όργανα, όπως το βασιλικό καγκελάριο και ξεχωριστό νόμισμα και στρατό. Η Νορβηγία είχε επίσης τη δική της βασιλική σημαία μέχρι το 1748, οπότε η Σημαία της Δανίας έγινε η μόνη επίσημη πολιτική σημαία της ένωσης. [6] Η Δανία-Νορβηγία έγινε ένα απολυταρχικό κράτος και η Δανία μια κληρονομική μοναρχία, όπως η Νορβηγία ήταν ήδη de jure από το Μεσαίωνα. Αυτές οι αλλαγές επιβεβαιώθηκαν στη Lex Regia, που υπογράφηκε στις 14 Νοεμβρίου 1665, ορίζοντας ότι όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του βασιλιά, που ήταν υπεύθυνος μόνο έναντι του Θεού..[7]
Η Δανία είχε χάσει τις επαρχίες της στη Σκάνια με τη Συνθήκη του Ρόσκιλντε και επιθυμούσε διακαώς να τις ανακτήσει, αλλά καθώς η Σουηδία είχε γίνει μεγάλη δύναμη δεν θα ήταν εύκολο έργο. Ωστόσο ο Χριστιανός Ε΄ διείδε μια ευκαιρία όταν η Σουηδία ενεπλάκη στο Γαλλοολλανδικό Πόλεμο και μετά από κάποιο δισταγμό η Δανία-Νορβηγία εισέβαλε στη Σουηδία το 1675.
Παρόλο που η επίθεση αυτή ξεκίνησε ως μεγάλη επιτυχία, οι Σουηδοί υπό το 19χρονο Κάρολος ΙΑ΄ αντεπιτέθηκαν και πήραν πίσω τα καταληφθέντα εδάφη. Ο πόλεμος ολοκληρώθηκε με την ειρήνη που υπαγόρευσαν οι Γάλλοι χωρίς μόνιμα κέρδη ή απώλειες για καμία από τις δύο χώρες.
Κατά τους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης η Δανία-Νορβηγία προσπάθησε αρχικά να παραμείνει ουδέτερη, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τις συναλλαγές της τόσο με τη Γαλλία όσο και με το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά όταν συμμετέσχε στην Ένωση Ένοπλης Ουδετερότητας, οι Βρετανοί το θεώρησαν εχθρική δράση και επιτέθηκαν στην Κοπεγχάγη το 1801 και πάλι το 1807. Στην επιδρομή του 1807 στην Κοπεγχάγη ο Βρετανικός στρατός κατάσχεσε το σύνολο του Δανονορβηγικού στόλου με το σκεπτικό ότι η Δανία-Νορβηγία ήταν έτοιμη να ξεκινήσει μια επίθεση κατά της Βρετανίας. Ο Δανονορβηγικός στόλος ήταν ο μοναδικός που απέμενε στην Ευρώπη και ήταν ικανός να αμφισβητήσει το Βρετανικό στόλο μετά την καταστροφή του Ισπανικού και του Γαλλικού στόλου στη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Ωστόσο ο Δανονορβηγικός στόλος δεν ήταν προετοιμασμένος για οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση και οι Βρετανοί στρατιώτες τον βρήκαν ακόμα αγκυροβολημένο μετά τη χειμερινή περίοδο. Οι Δανο-Νορβηγοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διατήρηση της συνεχιζόμενης ουδετερότητάς τους και έτσι ολόκληρος ο Δανονορβηγικός στρατός συγκεντρώθηκε στο Ντανεβίρκε (στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν) για το ενδεχόμενο γαλλικής επίθεσης, αφήνοντας την Κοπεγχάγη ευάλωτη σε μια βρετανική επίθεση. Η βρετανική επίθεση κατά της ουδετερότητας της Δανίας ανάγκασε ουσιαστικά τους Δανο-Νορβηγούς να συμμαχήσουν με το Ναπολέοντα.
Η Δανία-Νορβηγία ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το Βασίλειο της Νορβηγίας στο Βασιλιά της Σουηδίας με τη Συνθήκη του Κιέλου. Τις υπερπόντιες κτήσεις της Νορβηγίας διατήρησε η Δανία. Όμως οι Νορβηγοί αντιτάχθηκαν στους όρους αυτής της συνθήκης και μια συνταγματική συνέλευση κήρυξε την ανεξαρτησία της Νορβηγίας στις 17 Μαΐου 1814 και εξέλεξε τον Πρίγκιπα του Στέμματος Χριστιανό Φρειδερίκο βασιλιά της ανεξάρτητης Νορβηγίας. Μετά από εισβολή της Σουηδίας η Νορβηγία αναγκάστηκε να δεχθεί μια προσωπική ένωση μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας, αλλά διατήρησε το φιλελεύθερο σύνταγμα και ξεχωριστά θεσμικά όργανα, εκτός από το υπουργείο εξωτερικών. Η ένωση διαλύθηκε το 1905.
Η Δανία-Νορβηγία ήταν από τις χώρες που ακολούθησαν το Μαρτίνο Λούθηρο μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και έτσι καθιέρωσε το Λουθηρανικό Προτεσταντισμό ως επίσημη θρησκεία αντί του Ρωμαιοκαθολισμού. Ο Λουθηρανικός Προτεσταντισμός επικράτησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της ένωσης.
Υπήρχε όμως μια άλλη θρησκευτική «μεταρρύθμιση» στο βασίλειο επί της βασιλείας του Χριστιανού ΣΤ΄, οπαδού του Ευσεβισμού. Η περίοδος από το 1735 μέχρι το θάνατό του το 1746 έχει ονομαστεί «Κρατικός Ευσεβισμός», καθώς θεσπίστηκαν νέοι νόμοι και κανονισμοί υπέρ του Ευσεβισμού. Παρόλο που ο Ευσεβισμός δεν διήρκεσε για αρκετό καιρό, πολλές νέες μικρές αναβιώσεις του εμφανίστηκαν τα επόμενα 200 χρόνια. Τελικά ο Ευσεβισμός δεν καθιερώθηκε ποτέ ως μια θρησκευτική ομάδα με διάρκεια.
Παρόλο που η Δανο-Νορβηγική ένωση τύγχανε γενικά θετικής εκτίμησης στη Νορβηγία κατά τη διάλυσή της το 1814, ορισμένοι Νορβηγοί συγγραφείς του 19ου αιώνα τη δυσφήμησαν ως «400-χρονη νύχτα». Οι ιστορικοί περιγράφουν την ιδέα της «νύχτας των 400 χρόνων» ως μύθο που δημιουργήθηκε ως ρητορική κατασκευή στον αγώνα ενάντια στη Σουδική-Νορβηγική Ένωση, εμπνευσμένη από τις εθνικές ρομαντικές ιδέες του 19ου αιώνα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα η Δανική-Νορβηγική ένωση εκλαμβανόταν στη Νορβηγία ολοένα και περισσότερο πιο πολυδιάστατα και ευνοϊκά, με μεγαλύτερη έμφαση στην εμπειρική έρευνα και οι ιστορικοί τόνισαν ότι η νορβηγική οικονομία αναπτύχθηκε και ότι η Νορβηγία ήταν μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου καθ' όλη την περίοδο πραγματικής ένωσης με τη Δανία. Οι ιστορικοί έχουν επίσης επισημάνει ότι η Νορβηγία ήταν ένα ξεχωριστό κράτος με το δικό του στρατό, το νομικό σύστημα και άλλα θεσμικά όργανα, με σημαντική αυτονομία στις εσωτερικές υποθέσεις και ότι κυβερνήθηκε κυρίως από μια τοπική ελίτ δημοσίων υπαλλήλων που αυτοπροσδιορίζονταν ως Νορβηγοί, αν και στο όνομα του Δανού Βασιλιά. Οι Νορβηγοί εκπροσωπούντο επίσης επαρκώς στις στρατιωτικές, δημόσιες και επιχειρηματικές ελίτ της Δανίας-Νορβηγίας και στη διοίκηση των αποικιών στην Καραϊβική και αλλού. Η Νορβηγία επωφελήθηκε στρατιωτικά από τη συνδυασμένη ισχύ της Δανίας-Νορβηγίας στους πολέμους με τη Σουηδία και οικονομικά από τις εμπορικές της σχέσεις με τη Δανία, όπου η Νορβηγική βιομηχανία απολάμβανε νομικό μονοπώλιο στη Δανία, ενώ η Δανία προμήθευε τη Νορβηγία με γεωργικά προϊόντα [8][9].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.