Remove ads
Δυτική Χριστιανική Εκκλησία που διοικείται από τον Πάπα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, επίσης αναφερόμενη ως Καθολική Εκκλησία, είναι η πολυπληθέστερη Χριστιανική Εκκλησία στον κόσμο, με βαπτισμένους 1.300.00 μέχρι το 2019.[2][5] Κεφαλή της είναι ο Πάπας, ο Επίσκοπος Ρώμης, με τωρινό τον Φραγκίσκο.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία | |
---|---|
Ecclesia Catholica | |
Βασιλική του Αγίου Πέτρου, η μεγαλύτερη ρωμαιοκαθολική εκκλησία στον κόσμο. | |
Κατηγοριοποίηση | Καθολικισμός |
Κείμενο | Καθολική Βίβλος |
Θεολογία | Καθολική Θεολογία |
Πολιτεία | Παπισμός[1] |
Πάπας | Φραγκίσκος |
Διακυβέρνηση | Αγία Έδρα |
Διοίκηση | Ρωμαϊκή Κουρία |
Ειδικές εκκλησίες sui iuris | Λατινική Εκκλησία και 23 Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες |
Περιοχή | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανά χώρα στον κόσμο |
Τελετουργία | Καθολικές ιδιαίτερες λειτουργικές τελετουργίες (Δυτικό και Ανατολικό ρεύμα) |
Έδρα | Βατικανό |
Μέλη | 1.345 δισεκατομμύρια (2019)[2] |
Κλήρος |
|
Νοσοκομεία | 5.500[3] |
Πρωτοβάθμια σχολεία | 95.200[4] |
Δευτεροβάθμια σχολεία | 43.800 |
Επίσημη ιστοσελίδα | Αγία Έδρα |
Σύμφωνα με το δόγμα της, θεωρείται ως "η Καθολική Εκκλησία, που κυβερνάται από τον διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, τον Πάπα, και τους επισκόπους σε κοινωνία και ένωση με την Ρωμαϊκή Έδρα". Η διοίκηση του Πάπα ονομάζεται Παπισμός και η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πάπα ονομάζεται Αγία Έδρα ή Αποστολική Έδρα. Άμεσα υποταγμένη στον Πάπα είναι η Ρωμαϊκή Κουρία, το κεντρικό διοικητικό όργανο που διευθύνει τις καθημερινές υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πάπας είναι επίσης ο κυρίαρχος του Βατικανού, μια πόλη-κράτος, που βρίσκεται στο εσωτερικό της πόλης της Ρώμης.
Το όνομα «καθολική» προέρχεται από την ελληνική λέξη «καθολικός» («συνολικός», «ο σχετικός με το σύνολο») και χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους πρώτους Χριστιανούς για την Εκκλησία. Για πρώτη φορά εισήχθη ως ορισμός της εκκλησίας στις αρχές του 2ου αιώνα και συγκεκριμένα σε μία επιστολή που είχε γράψει γύρω στο 110 μ.Χ. ο επίσκοπος Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας προς τους Χριστιανούς της Σμύρνης. Η επιστολή αυτή περιέχει την παλαιότερη χρήση της ονομασίας «Καθολική Εκκλησία» που έχει διασωθεί, και ξεχώριζε την Καθολική Εκκλησία από τις αιρετικές ομάδες που παρουσιάζονταν, αποκαλώντας τους αιρετικούς «τέρατα με όψη ανθρώπινη, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει να δέχεστε στο σπίτι σας αλλά ούτε και να τους γνωρίζετε». Η νέα Εκκλησία, χωρισμένη πια, χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο γι' αυτήν.
Τον όρο Καθολική Εκκλησία χρησιμοποιεί και ο Άγιος Αυγουστίνος για να διακρίνει την αληθινή Εκκλησία από την αίρεση:
Πολλά είναι αυτά που με κρατάνε στην Καθολική Εκκλησία. Η ποικιλία ανθρώπων και εθνών που την αποτελούν με κρατάνε πιστό σε αυτήν, όπως και η εξουσία της, επικυρωμένη από θαύματα, από την ελπίδα, διευρυμένη από την αγάπη, καθιερωμένη από τους αιώνες. Η αποστολική διαδοχή με κρατάει, με κεφαλή την Έδρα του Αποστόλου Πέτρου [δηλ. τη Ρώμη], στην οποία Έδρα ο Κύριος, μετά την Ανάστασή Του, έδωσε την ευθύνη να ταΐζει τα αρνιά Του (Κατά Ιωάννη 21:15-19), μέσω του τωρινού Επισκόπου Ρώμης. Τέλος, η ίδια η ονομασία Καθολική Εκκλησία με κρατάει κοντά της, από την οποία έχουν βγει τόσες αιρέσεις, η Εκκλησία κρατήθηκε έτσι ώστε παρ´όλο που όλοι οι αιρετικοί θέλουν να αποκαλούνται Καθολικοί, όταν ένας ξένος ρωτήσει πού η Καθολική Εκκλησία κάνει λειτουργία, κανείς αιρετικός να μην δείξει τον δικό του ναό ή σπίτι. Τόσοι είναι σε αριθμό και σημασία οι πολύτιμοι δεσμοί του Χριστιανικού ονόματος που κρατάνε έναν πιστό στην Καθολική Εκκλησία, όπως και θα έπρεπε... Δεν υπάρχει τίποτα που να με δένει ή να με τραβάει προς εσένα... Κανείς δεν θα με απομακρύνει από την πίστη που δένει το νου μου με δεσμούς τόσους πολλούς και τόσο δυνατούς προς τον Χριστιανισμό... Γιατί εγώ, δεν θα πίστευα στις Γραφές εκτός από αυτές που διδάσκει με την εξουσία της η Καθολική Εκκλησία.[6]
Πριν από τον Άγ. Αυγουστίνο, ο Άγιος Κύριλλος των Ιεροσολύμων (315-386) χρησιμοποίησε τη φράση «Καθολική Εκκλησία» για να διακρίνει την Ορθόδοξη Εκκλησία από άλλες θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες ονομάζονταν επίσης εκκλησίες. Για την ακρίβεια, έλεγε σε όσους προσηλύτισε στον Χριστιανισμό: «Αν ποτέ βρεθείτε σε ξένη πόλη, μην ζητήσετε απλά τον Οίκο του Κυρίου, ούτε που η Εκκλησία είναι, αλλά που είναι η Καθολική Εκκλησία. Γιατί αυτή είναι η ονομασία της Αγίας Εκκλησίας, μητέρα όλων μας και νύφη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Μονογενή Υιού του Θεού».
Μετά το σχίσμα Ανατολής - Δύσης του 1054, το όνομα «Καθολική Εκκλησία» άρχισε να χρησιμοποιείται για εκκλησίες που παρέμειναν σε κοινωνία με την Αγία Έδρα, σε αντίθεση με τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μετά τη Μεταρρύθμιση τον 16ο αιώνα, ο ορισμός του «Καθολικού» έγινε επίσης διάκριση από τις νεοσύστατες Προτεσταντικές εκκλησίες.
Τόσο η ίδια η Εκκλησία που έχει ως έδρα το Βατικανό, όσο και άλλες πηγές χρησιμοποιούν επίσημα στα έγγραφα τους όρους «Καθολική Εκκλησία» (συχνότερα)[7] και «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» για τον προσδιορισμό του εκκλησιαστικού αυτού οργανισμού.[8]
Η Αγία Έδρα (λατινικά: Sancta Sedes, ιταλικά:Santa Sede) είναι η επισκοπική δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας στη Ρώμη. Το πρωτείο της Ρώμης καθιστά τον επίσκοπο, κοινώς γνωστό ως Πάπα, παγκόσμιο ηγέτη της εκκλησίας αυτής. Αφότου η Ρώμη είναι η επιφανής επισκοπική έδρα της Εκκλησίας, περιέχει την κεντρική κυβέρνηση της εκκλησίας, περιλαμβανομένων διαφόρων υπηρεσιών απαραίτητων για την διοίκηση.
Ο Πάπας κυβερνά την Καθολική Εκκλησία μέσω της Ρωμαϊκής Κούρια. Η Ρωμαϊκή Κούρια αποτελείται από ένα σύμπλεγμα αξιωμάτων το οποίo διαχειρίζεται τα εκκλησιαστικά ζητήματα στο ύψιστο επίπεδο, περιλαμβανομένης της Γραμματείας του Κράτους, εννέα Congregations, τριών Δικαστηρίων, ένδεκα Ποντιφικών Συμβουλίων και επτά Ποντιφικών Επιτροπών. Η Γραμματεία του Κράτους, υπό τον Καρδινάλιο Γραμματέα του Κράτους, διευθύνει και συντονίζει την Κούρια.
«Καρδινάλιος» είναι ένας τιμητικός τίτλος που δίνεται από τους πάπες σε εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ηγετικές προσωπικότητες της Ρωμαϊκής Κουρίας, επισκόπους μεγάλων πόλεων και επιφανείς θεολόγους. Το Κολλέγιο των Καρδιναλίων, είναι το σώμα όλων των καρδιναλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Μια λειτουργία του κολλεγίου είναι να συμβουλεύει τον Πάπα για εκκλησιαστικά ζητήματα όταν τους καλεί σε ένα τακτικό συμβούλιο. Επίσης συνέρχεται με τον θάνατο ή την παραίτηση ενός πάπα, ως παπικό κονκλάβιο, για να εκλέξει έναν διάδοχο. Αν και θεωρητικά οποιοσδήποτε άνδρας ρωμαιοκαθολικός, υπό τον όρο να είναι ηλικίας κάτω των 80 ετών, μπορεί να εκλεγεί πάπας, από το 1389 μόνο καρδινάλιοι έχουν εκλεγεί πάντα σε αυτή τη θέση.
Το κολλέγιο δεν έχει εξουσία εκτός της περιόδου sede vacante και ακόμη και τότε οι εξουσίες της είναι εξαιρετικά περιορισμένες από τους όρους του τρέχοντος δικαίου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Αποστολικό σύνταγμα Universi Dominici Gregis και τον Θεμελιώδη Νόμο του Βατικανού. Ιστορικά, οι καρδινάλιοι ήταν ο κλήρος της πόλης της Ρώμης, υπηρετώντας τον Επίσκοπο Ρώμης ως Πάπα, ο οποίος κλήρος είχε κληρικά καθήκοντα σε ενορίες της πόλης.
Η Καθολική Εκκλησία αποτελείται από 24 αυτόνομες Εκκλησίες, την Λατινική (Ρωμαϊκή) Εκκλησία και 23 αυτόνομες Ανατολικές καθολικές Εκκλησίες. Η Λατινική Εκκλησία αριθμεί περί τα 1.255 δισεκατομμύρια πιστούς, είναι η μεγαλύτερη και συγκεντρώνει το 98% των ρωμαιοκαθολικών πιστών. Οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες αριθμούν συνολικά περί τα 17 εκατομμύρια πιστούς και αποτελούν το υπόλοιπο 2% των πιστών της Καθολικής Εκκλησίας:
Λατινική Εκκλησία: Ονομάζεται και ''Ρωμαϊκή'' και ''Δυτική'' Εκκλησία. Είναι η μεγαλύτερη ''sui iuris'' (αυτόνομη) εκκλησία σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα και την υπόλοιπη Καθολική Εκκλησία. Οι απαρχές της ανιχνεύονται στα πρώιμα χρόνια του χριστιανισμού και χρησιμοποιεί το λατινικό λειτουργικό τυπικό.
Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες: Οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες είναι 23 αυτόνομες Εκκλησίες οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα. Οι λειτουργικές, λατρευτικές και θεολογικές παραδόσεις τους, μοιράζονταν από κοινού με άλλες Ανατολικές Χριστιανικές εκκλησίες με τις οποίες κάποτε συνδέονταν, όπως οι Ανατολικές Ορθόδοξες και οι Αρχαίες Ανατολίτικες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Από τις Εκκλησίες αυτές, η Μαρωνιτική Εκκλησία θεωρείται ως η μόνη η οποία βρίσκεται σε διαχρονική, αδιάκοπη και πλήρη κοινωνία με την Αγία Έδρα, ενώ διεκδικούν επίσης αδιάκοπη κοινωνία η Μελχιτική Εκκλησία και η ιταλοβυζαντινή Εκκλησία. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ανατολικές Εκκλησίες ενώθηκαν με την Καθολική Εκκλησία μετά τον 16ο αιώνα.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υπήρξε κινητήρια δύναμη σε μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας όπως στον εκχριστιανισμό της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, την διάδοση της παιδείας και την ίδρυση Πανεπιστημίων, μοναχισμό, την ανάπτυξη τέχνης, μουσικής και αρχιτεκτονικής, την Ιερά Εξέταση, τις Σταυροφορίες και την αναλυτική φιλοσοφική μέθοδο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι μακρόχρονη και πολύπλοκη και εκτείνεται σε διάφορες χρονικές περιόδους στις οποίες ο ρόλος της Εκκλησίας ήταν πρωταγωνιστικός στην διαμόρφωση του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε σήμερα. Παρ' όλα αυτά, η Καθολική Εκκλησία θεωρεί ότι διατήρησε αναλλοίωτα τα ουσιαστικά της δόγματα και την οργάνωσή της από τον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Με το πέρασμα του χρόνου, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήρθε αντιμέτωπη με προβλήματα και διαιρέσεις, όπως το σχίσμα του 1054 μ.Χ. που χώρισε την Χριστιανική Εκκλησία σε Ανατολική και Δυτική, το λεγόμενο "Σχίσμα της Δύσης" όπου από το 1378 και επί 40 χρόνια υπήρξαν μέχρι και τρεις πάπες στη διοίκηση της Δυτικής Εκκλησίας και βέβαια η Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου που οδήγησε στη δημιουργία του Προτεσταντισμού.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βασίστηκε στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, με τον όρο "Χριστός" να έχει την έννοια του Μεσσία. Ο Ιησούς στην επίγεια ζωή του ήταν ένας πιστός Ιουδαίος, ξυλουργός στο επάγγελμα από την περιοχή της Γαλιλαίας, που με το έργο του εγκαινίασε την Καινή Διαθήκη (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη), τη νέα δηλαδή συμφωνία ανάμεσα σε Θεό και ανθρώπους με σκοπό τη Σωτηρία τους.
Για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η ιστορία της αρχίζει από την στιγμή που ο Χριστός παραδίδει στον Πέτρο την εξουσία και τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών, ο οποίος θεωρείται από την Παράδοση της Εκκλησίας αυτής, ως ο πρώτος Πάπας.
Από τα πρώτα χρόνια της, η Καθολική Εκκλησία δημιούργησε και ακολούθησε κείμενα γνωστά ως "Σύμβολα Πίστεως" τα οποία είχαν συγγραφεί είτε από τον Επίσκοπο Ρώμης είτε από Οικουμενική Σύνοδο (π.χ. Σύμβολο Νίκαιας) και εξέφραζαν την δογματική αλήθεια της Εκκλησίας. Το παλαιότερο Σύμβολο Πίστεως που διασώζεται είναι το Παλαιό Ρωμαϊκό Σύμβολο, που διαμορφώθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Μεταγενέστερη έκδοση του ιδίου Συμβόλου Πίστεως είναι το Σύμβολο των Αποστόλων που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα από την Καθολική Εκκλησία. Αργότερα ακολούθησε μία ακόμη πιο αναλυτική έκδοση του Παλαιού Ρωμαϊκού Συμβόλου, το Σύμβολο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. με την τελευταία επεξεργασία του να έχει γίνει στη Σύνοδο του Τολέδο το 589, η οποία πρόσθεσε το filioque, το οποίο αποτέλεσε και το πρώτο σημείο τριβής με τα υπόλοιπα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, και τελικώς το 1054 προκάλεσε το Σχίσμα των Εκκλησιών. Αργότερα Σύμβολα Πίστεως υπήρξαν ο περίφημος Τύπος του Πάπα Όρμισδα, ο οποίος αφορά το Παπικό πρωτείο και το Πιστεύω του λαού του Κυρίου του Πάπα Παύλου ΣΤ' που εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1968. Ένα ακόμη δόγμα είναι και η Άμωμος σύλληψη της Θεοτόκου, που θεσπίστηκε από τον Πάπα Πίο Θ΄ τον Δεκέμβριο του 1854, ενώ ο ίδιος Πάπας επίσης στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού το 1870 θέσπισε το δόγμα που είναι γνωστό ως το Αλάθητο του Πάπα, το οποίο μάλιστα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων εντός και εκτός της Συνόδου, και προκάλεσε το σχίσμα των Παλαιοκαθολικών.
Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[9][10] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.