Παπισμός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο παπισμός (στα αγγλικά papacy) περιγράφεται το σύστημα κεντρικής διακυβέρνησης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία βρίσκεται κάτω από την εξουσία του πάπα, του επισκόπου της Ρώμης και ειδικότερα επί δοξασιών της κοσμικής εξουσίας αυτού. Το αξίωμα του πάπα περιγράφεται με τον όρο παποσύνη.
![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σύμφωνα με το παπικό σύστημα, ο πάπας ασκεί δικαστική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία επί της εκκλησίας ως άμεσος διάδοxος του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος θεωρείται ότι υπήρξε η κεφαλή των αποστόλων και ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης.
Η σκοτεινή περίοδος που διάνυσε ο παπισμός κατά τον 10ο αιώνα φαίνεται ότι έπαιξε βασικό ρόλο στην προετοιμασία του εδάφους για το σχίσμα ανάμεσα στον Δυτικό Καθολικισμό και στον Ανατολικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Ο όρος παπικισμός (στα αγγλικά papalism) έχει αρνητική υφή και χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την εκκλησιαστική εξουσία που δίνει υπερβολική έμφαση στο παπικό πρωτείο σε σχέση με το αξίωμα των επισκόπων ή του συνοδικού συστήματος.
Ο όρος καισαροπαπισμός (caesaro-papalism) αναφέρεται στο πολιτειακό σύστημα κατά το οποίο ο αυτοκράτορας ή ο ανώτατος άρχοντας της πολιτείας αποτελεί ουσιαστικά τον ηγέτη της εκκλησίας. Το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε αρχικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Εμφανίζεται και ο όρος παποκαισαρισμός (papal caesarism), ο οποίος περιγράφει την υποταγή της κρατικής εξουσίας στην ιερατική εξουσία του πάπα.
Βλέπε επίσης
Βιβλιογραφία
- Catholicism: The Story of Catholic Christianity, Gerald O'Collins, S.J. Mario Farrugia, 2003, Oxford University Press.
- Merriam-Webster's Encyclopedia of World Religions, 2000.
- The Encyclopedia Of Christianity, Erwin Fahlbusch, Geoffrey W. Bromiley, 2005, Eerdmans Books.
- A History of the Early Church to A.D.500, J.W.C. Wand, 1990, Routledge ed.
![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.