εκκλησιαστικός τίτλος From Wikipedia, the free encyclopedia
Επίσκοπος ονομάζεται ένα χειροτονημένο μέλος της χριστιανικής Εκκλησίας το οποίο κατέχει θέση πνευματικής επίβλεψης των πιστών και διοίκησης μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας.
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων Βαθμοί Ιεροσύνης της | |
---|---|
Επίσκοπος | |
Πρεσβύτερος | |
Διάκονος | |
Εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών, της Αγγλικανικής Κοινωνίας, των Παλαιών Καθολικών, των Ανεξάρτητων Καθολικών Εκκλησιών και της Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής, οι επίσκοποι διεκδικούν την αποστολική διαδοχή, μία άμεση ιστορική καταγωγή που χρονολογείται από τους αρχικούς 12 αποστόλους.
Ο όρος «επίσκοπος» εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου και σημαίνει "επιβλέπων, φρουρός, επιθεωρητής", και με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.[1] Ο αναληφθείς Ιησούς Χριστός αποκαλείται "επίσκοπος" της εκκλησίας,[2] καθώς αυτός στη συνείδηση των χριστιανών θεωρείται ως επιβλέπων, φρουρός και επιθεωρητής των μελών της εκκλησίας.
Ωστόσο ο όρος επίσκοπος είναι περισσότερο γνωστός ως αναφερόμενος στο αξίωμα που έχουν ορισμένα άτομα στη χριστιανική Εκκλησία.
Ως επισκοπεία ορίζεται
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία επίσκοπος είναι ο αιρετός κληρικός που φέρει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης.
Στην πρωτοχριστιανική κοινότητα οι μαθητές και απόστολοι του Ιησού Χριστού έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των κατά τόπους εκκλησιών. Πέρα από την επεκτεινόμενη ευαγγελιστική τους δράση, η χειροτονία αντρών σε θέσεις επίβλεψης ήταν μια συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη καθώς ο αριθμός των εκκλησιών πολλαπλασιαζόταν. Οι σχετικοί όροι που χρησιμοποιούνται στην Καινή Διαθήκη για να περιγράψουν τα διορισμένα από το Άγιο Πνεύμα υπεύθυνα άτομα είναι «επίσκοπος», «πρεσβύτερος» και «διάκονος». Πέραν αυτών, υπήρχαν σε μορφή δωρεάς του αγίου Πνεύματος ειδικά χαρίσματα, όπως η γλωσσολαλιά, η προφητεία, οι θαυματουργικές θεραπείες, κλπ.
Ο ορισμός και η σχέση ανάμεσα στη θέση του επισκόπου και το χάρισμα της προφητείας αποτέλεσε ζήτημα μακρόχρονης θεολογική έρευνας και υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση θεωρούν πως η έννοια προφήτης αποτελεί ιερατική τάξη. Αντίθετα, η Προτεσταντική θεολογία θεωρεί πως ουδέποτε υπήρξε ως αξίωμα αυτή η έννοια αλλά μόνο ως χάρισμα. Για να μπορέσει να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα η έρευνα, αρχικά ενέσκηψε στο φορέα της διαδοχής του ιερατικού αξιώματος.
Στην Καινή Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.
Ορισμένοι μαθητές όπως ο Τιμόθεος και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των Αποστόλων, περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερτοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των Διακόνων, ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό ιερατείο. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιεροσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγγιστρώσεως από τη καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο A.von Harrnack με βάση την Καινή Διαθήκη[3] θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.
Ένα ακόμα χωρίο το οποίο αποδεικνύει, πως όντως έχουμε ιεράρχηση λειτουργημάτων βρίσκεται στη Ά προς Κορινθίους επιστολή,[4] που φανερώνει τα ιεραρχικά χαρίσματα, αλλά και πως πρόκειται για ειδική τάξη χαρισματούχων, όπου μέλη είχαν προσλάβει και θεσμικό χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιόρατη οποιαδήποτε διάθεση διαχωρισμού χαρισματούχου και ιεροσύνης, αλλά αποκαλύπτεται πως η τάξη των προφητών αναδεικνύεται ως η εξοχότερη μετά τη Αποστολική.
Ο ρόλος των προφητών ήταν σαφώς υπερτοπικός και όχι οικουμενικός, αλλά πάντα ήταν συνδεδεμένος με κάποια πόλη που ήταν το εφαλτήριό τους[5]. Θα χαρακτηριζόταν δε ως μια Ιωάννεια αποστολική διαδικασία, αφού και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είχε σαν κέντρο εφόρμησης την Έφεσσο. Παραλληλίζοντας την αποστολή των προφητών με τους αποστόλους ο R.Bultmann αντέκρουσε τις θέσεις του Harnack περί διαχωρισμού του τοπικού ιερατείου, αφετέρου προέβαλλε την αναντίρρητη εξέλιξη του φορέα της εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής αυθεντίας και της επισκοπικής λειτουργίας της εκκλησίας. Μέσα από αυτή τη έρευνα δημιουργήθηκαν δυο ρεύματα. Το ένα το οποίο υποστήριξε την ανάγκη διακρίσεως των προφητών ως ιεροσύνη από το χάρισμα και η δεύτερη που θεωρεί πως δεν υπάρχει ιεροσύνη παρά μόνο το χάρισμα.
Στην εξέχουσα τάξη των προφητών ανήκαν μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, καθώς θα μπορούσαν να ευαγγελίζονται όπως οι Απόστολοι χωρίς καμία τοπική δέσμευση[6], ενώ στα καθήκοντά τους συμπεριλαμβανόταν η χειροτονία[7], η επισκοπή εκκλησιών[8], η εκπροσώπηση των Αποστόλων[9]. Τα χαρίσματα αυτά δε μπορούσαν να τα ασκούν φορείς του ελεύθερου χαρίσματος, ενώ μπορούσαν οι μαθητές των Αποστόλων. Δυο ακόμα στοιχεία επέτειναν την σύγχυση. Στις δύο επιστολές[10] προς Τιμόθεον. Σε αυτές τις επιστολές φαίνεται στη μεν πρώτη το χάρισμα να χορηγείται μέσω της «επιθέσεως των χειρών» ενώ στη δεύτερη «δια προφητείας». Πολλά άλλα χωρία των Πράξεων στηρίζουν κάθε μια από τις απόψεις αυτές. Κατά γενική ομολογία όμως οι δοκιμότεροι λάμβαναν το χάρισμα της χειροτονίας, αν και πάλι προκύπτει διχογνωμία στην έννοια της επιθέσεων των χειρών. Έτσι αν η χειροτονία έχει την έννοια της συνεχίσεως της ιεροσύνης και άρα της Αποστολικής διαδοχής τότε εν συνεχεία εύκολα μπορεί να αποδεχθεί η συνέχιση και πραγματική διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση έχουμε διακοπή, καθότι το τοπικό ιερατείο δεν είχε τη δικαιοδοσία να χειροτονεί.
Η διδαχή είναι πολύ σημαντικό κομμάτι των πηγών που διαθέτουμε σχετικά με τους προφήτες. Έτσι από χωρία της[11] ανάγουμε συμπεράσματα όπως την υπερτοπικότητα του προφήτη, το διαχωρισμό του από το χάρισμα, αφού αληθινός προφήτης είναι ο έχων «τρόπους Κυρίου», μπορεί να χαρακτηρισθεί και Απόστολος με το πέρας της υπάρξεως των Αποστόλων, έχει αποκτήσει σπουδαίο κύρος στη εκκλησία ενώ αν εγκαταλείψει το ρόλο του περιοδεύοντα μπορεί να εγκατασταθεί σε μια πόλη έχοντας τον τίτλο του αρχιερέως. Παρ´όλη τη θεώρηση αυτή ο A.v.Harnack διαφωνεί θεωρώντας καθαρά πως ο ρόλος του προφήτη είναι ο ρόλος του περιοδεύοντα, κάτι που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά εσφαλμένο αφού είναι γενικά παραδεκτό πως στη γραμματεία του Α΄ αιώνα δεν δύναται να εξαχθούν απόλυτα συμπεράσματα για την έννοια του προφήτη, αν και η σημερινή κριτική θεώρηση της καινοδιαθηκηκής γραμματείας δεν ευνοεί την απολυτότητα των θέσεων περί αποσυνδέσεως χαρίσματος και ιεροσύνης, αλλά δέχεται και ρητώς πως υπήρξαν χειροτονημένοι χαρισματούχοι, όπως εκφράστηκε από τον R.Bultmann[12].
Κατά το δεύτερο αιώνα και ειδικότερα τα πρώτα μεταποστολικά χρόνια διασώζεται επιστολή Κλήμεντος η οποία συντάχθηκε το 96 μ.Χ. και είναι ένα σπουδαίο εύρημα προς μελέτη, που κατά την Ορθόδοξη και Καθολική θεολογία θεωρείται αποδεικτικό κατοχυρώσεως του επισκοπικού αξιώματος ιδίως δε της διαδοχής. Η σημαντικότητα της επιστολής έγκειται στο ότι ο Κλήμης υπήρξε μαθητής του Αποστόλου Παύλου[13] και θεωρείτο φορέας εξαιρετικής αυθεντίας[14]. Με βάση τον Ποιμένα ο Κλήμης έχει υπερτοπική εξουσία, ενώ η επιστολή είναι πολύ σημαντική αν ληφθεί υπόψη και η χρονολογία συγγραφής. Στην επιστολή διακρίνεται η Παύλειος ιερατική κατάταξη αλλά στη θέση των προφητών τίθενται οι επίσκοποι.[15] Εάν δε η ιεραρχική απαρίθμηση, εισαγόμενη με ενιαίο άρθρο, είναι απαρίθμηση λειτουργιών και όχι τάξεων, τότε είναι επίσης σημαντική η απόδοση του έργου των προφητών με το έργο των επισκόπων.
Η επιστολή Κλήμεντος προς την επισκοπή Κορίνθου συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον των θεολόγων καθότι αποτελεί το παλαιότερο εύρημα διαδοχής των ρόλων προφήτη-επισκόπου. Ιδίως στα χωρία 42,1-4 και 44,1-6. Η επιστολή αναφέρεται στην έριδα της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου. Η φράση μάλιστα που συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι «οι απόστολοι ημών έγνω δια του κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις εσται επί του ονόματος της επισκοπής». Το περιεχόμενο κινείται σε δυο άξονες. Την ανάπτυξη του τοπικού ιερατείου και τη θεμελίωση της μονιμότητάς του, με την αναγωγή στην αποστολική αυθεντία. Έτσι παρατηρείται πως ενώ στην Καινή Διαθήκη ο όρος επισκοπή αναμφίβολα αναφέρεται στο τοπικό ιερατείο, στην επιστολή Κλήμεντος αναφέρεται ως προς την Αποστολική λειτουργία. Επίσης η άσκηση της αυθεντίας σε κάθε τοπική κοινότητα, κατά τον Κλήμη δύναται να ασκηθεί μόνο από ένα άτομο. Ο Κλήμης σε μία προσπάθεια διατήρησης της ενότητας της εκκλησίας εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της στρατιωτικής ιεραρχίας ως πρότυπο ασκήσεως εξουσίας[16]. Αυτό τελικά που προσπαθεί να επιτύχει είναι η απόδειξη της σχέσεως της αποστολικής διαδοχής και τοπικού ιερατείου[17]. Μέσα από το κείμενο συμπεραίνουμε ότι αφενός η εγκαθίδρυση ενός τοπικού ιερατείου δεν κρινόταν απαραίτητη για την εποχή των Αποστόλων, εν τούτοις όμως έσπευσαν να εγκαθιδρύσουν ιερατείο εξαιτίας της έριδος . Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνεται εύλογη, η ανάγκη για την θέσπιση του ενδιάμεσου βαθμού που σταδιακά μεταβλήθηκε ως φορέας εξουσίας στην εκκλησία, ιδιαίτερα δε μετά το πέρας των αποστόλων που ήσαν οι αυθεντικοί φορείς. Ο όρος ελλόγιμοι προφανώς είναι και οι δεδοκιμασμένοι και εφαρμόζοντας την «επινομήν» ενεργούσαν σαν διάδοχοί τους. Έτσι σύμφωνα με τον Βλάσιο Φειδά η έριδα αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη με τη γενικότερη μεταβατική περίοδο του τέλους-θανάτου των Αποστόλων. Στην ίδια δε προβληματική πρέπει να τεθεί και το ζήτημα του Διοτρεφή ο οποίος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αυθεντία ακόμα και του Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Μέσα από τις επιστολές Κλήμη είναι γενικά παραδεκτό, ότι έχουμε μια πρώτη αρχική διαδοχή των όρων. Στην επιστολή του Ποιμένα έχουμε την αντικατάσταση των όρων, πλην όμως δεν έχει αποσαφηνιστεί κατά πόσο μιλάμε για ιεραρχική τάξη ή για λειτούργημα. Στην περίπτωση των Επιστολών του Ιγνατίου διαφαίνεται η σαφής σύνδεση των άνω όρων. Κατά το Βλάσιο Φειδά αυτό οφείλεται σε δυο λόγους. Στην εξέλιξη της αποστολικής διαδοχής συγκλίνουσα προς την τοπική διασύνδεση με το τοπικό ιερατείο αλλά και η εγκατάσταση του Προφήτη σε κάποια περιοχή, που αμέσως τον έχριζε αρχιερέα, όπως μαθαίνουμε από την επιστολή Κλήμη. Μάλιστα στην προς Φιλιππησίους επιστολή αναφέρει την επισκοπή των Φιλίππων «Πολύκαρπος και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι». Έτσι φαίνεται πως η χειροτονία από απόστολο σε προφήτη ευνόησε την αμεσότερη σχέση του ρόλου επισκόπου –προφήτη, αφού οι προφήτες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με κάποια επισκοπή. Ο επίσκοπος δε στις επιστολές Ιγνατίου είναι φορέας εξαιρετικής αυθεντίας αφού αποκαλείται πολλές φορές μόνο με το όνομά του. Έτσι οι άνω δυο όροι επίσκοπος-προφήτης μέσα στον β΄ αιώνα φαίνεται να περνάει σε μεταβατικό στάδιο. Σε άλλη επιστολή του φαίνεται να αυτοαποκαλείται επίσκοπος Συρίας[18] και άρα με βάση το περιεχόμενό της, στην Εκκλησία της Συρίας φαίνεται να έχει επιτευχθεί το νέο οργανωτικό σύστημα. Επίσης η αναφορά στην ίδια επιστολή «Μνημονεύεται εν τη προσευχή υμών της εν Συρία εκκλησίας, ήτοις αντί εμού ποιμένι τω Θεώ χρήται. Μόνος αυτός επισκοπήσει και η ημών αγάπη» είναι απίθανο να διατυπωνόταν αν ο επισκοπικός θεσμός δεν είχε καθιερωθεί με νέα έννοια στη Συρία.
Το παραστατικότερο παράδειγμα της διαδοχής είναι το παράδειγμα του Πολύκαρπου Σμύρνης[19] ο οποίος καίτοι μαθητής των αποστόλων, τον οποίο κατέστησαν οι ίδιοι συνεχιστή του έργου του στη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σμύρνη χωρίς όμως να πάψει την προηγούμενη ιδιότητά του. Η σοβαρότητα της μαρτυρίας έγκειται αναλογιζόμενοι τη έννοια του επισκόπου του Μητροπολιτικού συστήματος, που καθιερώθηκε πλήρως κατά το 3ο αιώνα. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η έννοια του όρου επίσκοπος άρχισε να μετατρέπεται κατά το δεύτερο αιώνα, λόγω της εγκατάστασης των προφητών στις τοπικές εκκλησίες, ως αρχιερείς, αλλά και πως η επισκοπή αποτελούσε σημαντικό οργανικό κομμάτι ιδιαίτερα με την ανάπτυξη πρώτα στη Ρώμη του συστήματος με την ενοριακή υποδιαίρεση. Τέλος υπήρχαν ήδη προβλήματα στην διαδοχή των επισκοπών κατά τον πρώτο αιώνα (Κόρινθος, Διοτρεύς) αλλά και στη γενικότερη μετάβαση των προφητών προς κάποια τοπική επισκοπή.
Κατά το πρώτο αιώνα η έννοια του επισκόπου ήταν συνυφασμένη με την έννοια του τοπικού ιερατείου. Τόσο ο ρόλος του επισκόπου, όσο και η αυθεντία του ρόλου από τον εκάστοτε επίσκοπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σήμερα διάφορος ακόμα και από το ρόλο που πρεσβυτέρου του τοπικού ιερατείου. Κατά τη διάρκεια όμως του 2ου αιώνα η έννοια επίσκοπος τόσο σε ότι αφορά το φορέα της θεολογικής αυθεντίας, όσο και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής λειτουργίας φαίνεται να δέχεται ουσιαστική μετατροπή, όπως μαρτυράται από τη διασωθείσα γραμματεία. Έτσι κατά τον 2ο αλλά κυρίως τον 3ο αιώνα ο επίσκοπος πλέον καθίσταται ορατή κεφαλή της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Ο πρώτιστος ρόλος του επισκόπου ήταν η διαφύλαξη και η προβολή, ως φορέων της αποστολικής διαδοχής της ακαινοτόμητης παρακαταθήκης της αποστολικής παραδόσεως. Δηλαδή στόχος της καθιέρωσης του θεσμού του επισκόπου είναι να αναδειχθεί σε φύλακα της αποστολικής παραδόσεως. Προς αυτήν της κατεύθυνση δε, κινούνται και οι διασωθέντες επισκοπικοί κατάλογοι του β΄ και γ΄ αιώνα. Το δεύτερο, πολύ μεγάλο καθήκον του επισκόπου ήταν η τέλεση της θείας ευχαριστίας, καθότι στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας συνοψιζόταν η εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή. Η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας μέχρι να εισέλθει η εκκλησία στο ανεπτυγμένο Μητροπολιτικό σύστημα του 3ου και 4ου αιώνα, θα λέγαμε πως ταυτίζεται με τον επίσκοπο. Τη συνείδηση αυτή προβάλει και ο Ιγνάτιος προς τις επισκοπές[20] αναφέροντας «Σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι, μια σαρξ ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις γνώσιν αυτού. Εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτέρω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου». Οι επίσκοποι ως στόμα και κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας ήταν υπεύθυνοι για τον αντιαιρετικό αγώνα. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εννοηθεί και η συνοδικότητα η οποία άρχισε να λειτουργεί κατά τον β αιώνα, ως πρότυπο της αποστολικής συνόδου του 49 μ.Χ., που κύριο στόχο είχε την διατήρηση του ορθού δόγματος αλλά και τη λήψη αποφάσεων οργανωτικών μέτρων με βάση τη ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού, αφού το σύνολο των επισκόπων θεωρείτο και ο φορέας της διαχρονικής αυθεντικότητας της βιούμενης από κάθε τοπική εκκλησίας αποστολικής παραδόσεως. Οι πρώτες σύνοδοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο του Μοντανισμού[21]. Η ενότητα των επισκόπων επιβεβαιωνόταν με της κοινωνία των επισκόπων. Σε ό,τι αφορά τη γραμματεία πολλοί θεολόγοι χαρακτηρίζουν πολλές επισκοπικές επιστολές ακόμα και ως συνοδικές. Υπό την έννοια ότι ο χαρακτήρας των επιστολών έχει συνοδικό κύρος, από τον εκάστοτε επίσκοπο αφού εν τέλει ακολουθήθηκε από το σύνολο των εκκλησιών ως αυθεντική του βιώματος της πίστης της εκκλησίας. Στα καθήκοντα του επισκόπου ήταν και χειροτονία νέων επισκόπων. Μέσω του συνοδικού συστήματος, οι κοντινότεροι τοπικά επίσκοποι συναθροίζονταν ώστε εξετάσουν ποιοι από του υποψηφίους αληθώς ήσαν δεδοκιμασμένοι και ελλόγιμοι. Ο κάθε υποψήφιος επίσκοπος θα έπρεπε να διαθέτει προσόντα, όπως ο έντιμος βίος, η εν Χριστώ ορθώς ομολογούμενη πίστη. Στην εκλογή του νέου επισκόπου τρεις επίσκοποι τελούσαν τη χειροτονία, ενώ παρευρίσκοντο πλήθος επισκόπων με τους οποίους αντάλλασσε ασπασμό αγάπης. Στην εκλογή νέου επισκόπου επίσης έπαιζε σημαντικό ρόλο και η άποψη του ποιμνίου της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.