χερσόνησος στη δυτική Ασία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μικρά Ασία ή Μικρασία (στα σύγχρονα τουρκικά: Αναντολού, Anadolu), γνωστή και ως Ανατολία, χερσόνησος της Ανατολίας, οροπέδιο της Ανατολίας ή Ασιατική Τουρκία, είναι η δυτικότερη προεξοχή της Ασίας και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Τουρκίας. Η περιοχή ορίζεται από τη Μαύρη Θάλασσα στα βόρεια, τη Μεσόγειο Θάλασσα στα νότια και το Αιγαίο Πέλαγος στα δυτικά. Η θάλασσα του Μαρμαρά συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο Πέλαγος, μέσω των στενών του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου και χωρίζει τη Μικρά Ασία από την περιοχή της Θράκης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο τόπος συνδέεται άρρηκτα με την παρουσία των Ελλήνων Μικρασιατών από τον α' ελληνικό αποικισμό έως τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Παραδοσιακά, θεωρείται ότι η Μικρά Ασία εκτείνεται στα ανατολικά σε μία γραμμή μεταξύ του κόλπου της Αλεξανδρέττας και της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τα αρμενικά υψίπεδα. Το ανατολικό κομμάτι της Μικράς Ασίας βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή της Ανατολικής Ανατολίας στη βορειοανατολική πλευρά της Τουρκίας και συγκλίνει με τον Μικρό Καύκασο -μία έκταση που τον 19ο αιώνα ενσωματώθηκε στην περιοχή του Νότιου Καυκάσου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας[3][4]. Έτσι, παραδοσιακά, η Μικρά Ασία είναι το έδαφος που περιλαμβάνει περίπου τα δυτικά δύο τρίτα του ασιατικού τμήματος της Τουρκίας.
Η Μικρά Ασία θεωρείται συχνά συνώνυμη της Ασιατικής Τουρκίας, η οποία περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη χώρα[5]. Τα ανατολικά και νοτιοανατολικά της σύνορα θεωρούνται ευρέως εκείνα της Τουρκίας με τις γειτονικές χώρες Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Ιράκ και Συρία (δεξιόστροφα).
Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της είναι 36°-42° βόρειο πλάτος και 26°-40° ανατολικό μήκος. Το μέγιστο μήκος είναι 1044 χλμ. και το μέγιστο πλάτος 509 χλμ. αντίστοιχα.
Στη μακρινή αρχαιότητα δεν απαντάται κάποιος συγκεκριμένος όρος για την περιοχή, η οποία γίνεται γνωστή σύμφωνα με τις φυλές που την κατοικούν. Αρχικά ο όρος Ασία ήταν γνωστος στην αρχαιότητα. Στο έργο του Ξενοφώντος Αγησίλαος, αναφέρεται «τὰς ἐν τῇ Ἀσίᾳ πόλεις Ἑλληνίδας», για τις ελληνικές πόλεις της περιοχής. Ο όρος Ασία γίνεται ιδιαίτερα γνωστός από τους Ρωμαίους, για τους οποίους η περιοχή ήταν δυτική επαρχία που συναποτελούταν και με τις περιοχές της Καρίας, της Μυσίας και της Φρυγίας. Ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τον όρο Asia minor ήταν ο Χριστιανός συγγραφέας Παύλος ο Ορόσιος (Hist., I, 2, 10), περί το 400 μ.Χ. Οι συγγραφείς της πρώιμης βυζαντινής περιόδου την αναφέρουν ως «η μικρά Ασία». Υπό βυζαντινή διοίκηση ήταν περισσότερο γνωστή ως Ανατολή. Διοικητικά η Ανατολή ήταν «θέμα», δηλαδή μία από τις 29 επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την εποχή της κατάρρευσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και εντεύθεν, δηλαδή στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε γνωστή ως Ανατολία.
Η Μικρά Ασία εκτείνεται σε υψίπεδο, που ποικίλει από τα 700 έως τα 1800 περίπου μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Μεγάλες οροσειρές διατρέχουν την περιοχή στον ανατολικό δυτικό άξονα, ενώ μικρότερες ομάδες ορέων και μεμονωμένες κορυφές είναι διασκορπισμένες σε όλη τη γη. Σε ό,τι αφορά στην έκτασή της η Μικρά Ασία καλύπτει περίπου 391.500 τετρ. χλμ. και έχει περίπου το μέγεθος της Γαλλίας. Σε ό,τι αφορά στα φυσικά χαρακτηριστικά της συγκρίνεται πολλές φορές με την Ισπανία. Τα όρη της βόρειας ακτής, η Ποντιακή οροσειρά υψώνεται απότομα από τη θάλασσα με αποτέλεσμα η φυσική διαμόρφωση να μην επιτρέπει τη δημιουργία φυσικών ή τεχνητών λιμένων, εκτός από την περιοχή του Βοσπόρου. Η οροσειρά του Ταύρου στο Νότο ακολουθεί μια ακανόνιστη γραμμή διαμορφώνοντας ένα φυσικό όριο ανάμεσα στα κεντρικά υψίπεδα και τη νότια θάλασσα, που διακόπτεται μόνο από τις πεδιάδες της Παμφυλίας και της Κιλικίας. Στο εσωτερικό της Μ. Ασίας η οροσειρά του Αντιταύρου και απομονωμένες κορυφές υψώνονται σαν τείχη εμποδίζοντας τις οδικές επικοινωνίες και τις εμπορικές ανταλλαγές. Ορισμένες από αυτές τις κορυφές σαν το όρος Αργαίος στην Καππαδοκία είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης με κωνικό σχήμα. Σε όλο αυτό το φυσικό σύστημα υπάρχουν λιγοστά υψηλά περάσματα, όπως οι γνωστές «Πύλες της Κιλικίας» στο ανατολικό άκρο, η μοναδική είσοδος από τις πεδιάδες της Συρίας. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν όλοι οι κατακτητές της Μ. Ασίας εξ ανατολών. Δυτικά τα βουνά σταδιακά φθίνουν σε ύψος, έως ότου καταλήγουν στη θάλασσα διαμορφώνοντας ένα γοητευτικό φυσικό τοπίο με αμέτρητους κολπίσκους.
Η Μικρά Ασία είναι ένας πλούσιος τόπος από γεωλογικής άποψης. Η αχανής κεντρική μάζα του Αργαίου όρους στην Καππαδοκία αποτελείται κυρίως από κρητιδικό ασβεστόλιθο, ενώ αφθονεί γενικότερα σε ανατολή και δύση ο ασβεστόλιθος. Οι ποταμοί μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες αυτού του υλικού -κυρίως την άνοιξη- που πετρώνει σταδιακά και μεταβάλλει τις κοίτες τους, μεταβάλλοντας παράλληλα τεράστιες εκτάσεις σε άγονα εδάφη. Επιπλέον υπάρχει άφθονο Φρυγικό και Προκοννησιακό μάρμαρο, ίδιο με αυτό που χρησιμοποίησαν οι γλύπτες και οι οικοδόμοι της Περγάμου και της Ρόδου. Οι ποταμοί της Μ. Ασίας είναι πολυάριθμοι και εκβάλλουν κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Δεν είναι πλώιμοι, όμως, και τούτο υπήρξε σαφώς πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα της περιοχής από αρχαιοτάτων χρόνων. Υπάρχουν συνολικά 26 λίμνες στα υψίπεδα, μερικές από τις οποίες παρομοιάζονται σε μέγεθος και ομορφιά με τις λίμνες της Ελβετίας. Οι θερμές ιαματικές πηγές είναι πολυάριθμες και αποτελούν χαρακτηριστικό της ηπειρωτικής χώρας. Γενικώς το κλίμα είναι ψυχρότερο από αυτό της ευρωπαϊκής χερσονήσου που εκτείνεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος και υπόκειται σε ακραίες θερμοκρασιακές μεταβολές εξαιτίας της γενικής έλλειψης υγρασίας.
Η Mικρά Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών και κυρίως σημείο συνάντησης μεταναστευτικών φυλών που μετακινούνταν από την ανατολή προς τη δύση ή και αντίστροφα ενίοτε.Εκεί κατέληγαν παλιοί εμπορικοί δρόμοι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (Μεσοποταμία, Παλαιστίνη κα) Οι ανασκαφές του Τζέιμς Μέλαρτ (James Mellaart) ανάμεσα στο 1961 και το 1965 στο Τσατάλ-χουγιούκ (Çatalhöyük) αποκάλυψαν πως η Ανατολία ήταν κέντρο προηγμένου πολιτισμού ήδη από το 7500 π.Χ., κατά τη Νεολιθική και τη Χαλκολιθική περίοδο. Στην αυγή της ιστορίας ως κάτοικοι αναφέρονται οι Χάλυβες -σε σχέση με τα κοιτάσματα σιδήρου του Καυκάσου στη Μαύρη θάλασσα- οι Ίβηρες, οι Κόλχοι (Βλ. Ηρόδοτος, 2, 104 1) και άλλες φυλές. Θρακικές φυλές αναφέρονται επίσης στη Φρυγία και τη Βιθυνία, τον αρχικό πιθανώς τόπο καταγωγής τους, ενώ συναντάμε σημιτικούς λαούς στην Καππαδοκία κατά τους ιστορικούς χρόνους. Από το 1500 έως το 1000 π.Χ οι Χιττίτες κατέκλυσαν την περιοχή, φθάνοντας ως την Έφεσο και τη Σμύρνη. Απομεινάρια του πολιτισμού τους (γλυπτά και λίθινοι βωμοί) έμειναν ως τις μέρες μας στο Μπογάζ-κιόι της Καππαδοκίας. Ο μύθος της πολιτείας των Αμαζόνων στην κοιλάδα του Θερμόδοντα φαίνεται πως προέκυψε από το θηλυκό ιερατείο της χιττιτικής θεότητας Μα, η οποία στο ελληνικό μυθολογικό πάνθεο μετουσιώθηκε σε Αρτέμιδα, ειδικότερα στην Έφεσο, με τη λατρεία της πολύστηθης Αρτέμιδας.[6]
Οι σύγχρονες ανακαλύψεις του Σλήμαν (Schliemann) και του Ντόρπφελντ (Dörpfeld) στο Χισαρλίκ, στην αρχαία Τρωάδα επιβεβαίωσαν την ημερομηνία καταστροφής της Τροίας (1200-1100 π.Χ.) θέτοντας έτσι έναν ιστορικό σταθμό για την αλληλουχία των γεγονότων. Ωστόσο δεν ήταν ούτε ο Αγαμέμνων και οι Αργείοι του εκείνοι που κατέκτησαν τη Μικρά Ασία. Περίπου το 1100 π.Χ. ωθούμενοι από την πίεση των Δωρικών φυλών αρκετοί Έλληνες μετανάστευσαν ανατολικά από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία για να εγκατασταθούν σε νησιά του Αρχιπελάγους και στις νότιες ακτές της Μ. Ασίας, όπου οι εκβολές ποταμών και η διαμόρφωση των ακτών ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου.
Από τον 9ο έως τον 6ο αι. π.Χ. σε μια μακρά διαδοχή μεταναστεύσεων Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς έφθασαν ως τις ακτές της Μ. Ασίας ως έμποροι, αποικιστές, τυχοδιώκτες και στρατιώτες, έκτισαν τις πόλεις τους, αναμείχθηκαν με τους γηγενείς πληθυσμούς υιοθέτησαν τμήμα της θρησκείας τους (βλ. πολύστηθη 'Άρτεμις) και σύντομα εγκαθίδρυσαν έναν αξιόλογο πολιτισμό που προπορεύθηκε σε πολλές περιπτώσεις εκείνου της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η ανάπτυξη αυτού του πολιτισμού θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς το πρώτο κεφάλαιο στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού κυρίως εξαιτίας της φιλοσοφικής σκέψης που παρήγαγε. Σε αυτή την περίοδο κόπηκαν τα πρώτα τετράγωνα νομίσματα από ήλεκτρον, (Λυδία-7ος π.Χ.), πιθανώς ως αποτέλεσμα των εμπορικών συναλλαγών των γηγενών με τους Έλληνες, ενώ άρχισαν οι Λύδοι βασιλείς -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- να ενδιαφέρονται για το μαντείο των Δελφών και να στέλνουν δώρα στον ναό του.
Περί τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. κατόρθωσε να εξαπλώσει την ηγεμονία του στην ευρύτερη περιοχή ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, (548-546 π.Χ.), ο οποίος σύντομα εκδιώχθηκε από τον Πέρση Κύρο, που μετέτρεψε όλη την περιοχή σε επαρχία του διοικητικού συστήματος της Περσίας. Σε εκείνα τα χρόνια οι φιλοδοξίες του Μεγάλου Βασιλέα Δαρείου Α΄ και του διαδόχου του Ξέρξη Α΄ έφεραν σε σύγκρουση τις ελληνικές πόλεις-κράτη με την περσική αυτοκρατορία (500-449 π.Χ.). Η περσική ήττα προκάλεσε αλλεπάλληλες κοινωνικές αλλαγές που προετοίμασαν το δρόμο για τον Αλέξανδρο και την ολοκληρωτική κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας από τους Έλληνες.
Ακολούθησε μια δύσκολη και ταραγμένη περίοδος κατά την Ελληνιστική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σελευκίδες, διάδοχοι του Αλέξανδρου διεκδίκησαν τη Μ. Ασία με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα νέα βασίλεια της Βιθυνίας, της Καππαδοκίας, της Περγάμου, του Πόντου, της Κιλικίας καθώς και το κελτικό βασίλειο της Γαλατίας (280 π.Χ.), αποτέλεσμα των πολεμικών περιπετειών με τους Γαλάτες επιδρομείς στη Μ. Ασία. Οι επόμενοι επτά περίπου αιώνες έφεραν και την ιδιαίτερη σφραγίδα του κελτικού πολιτισμού.
Η ελληνική τέχνη, που ήδη είχε ανθίσει με τρόπο θαυμαστό στα ιωνικά νησιά, στα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και στη νότια Μ. Ασία ανανεώθηκε στο ορεινό βασίλειο της Περγάμου υπό τη διακυβέρνηση των Ατταλιδών. Ακολούθησαν οι πόλεμοι με τη δημοκρατική Ρώμη (190-63 π.Χ.), που τελείωσαν με την ήττα και το θάνατο του Μιδραδάτη ΣΤ΄.
Γενικά οι πρώτοι τρεις αιώνες της Ρωμαϊκής διακυβέρνησης ήταν περίοδος ειρήνης και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Τούτη την περίοδο ειρήνης ακολούθησαν τρεις αιώνες περίπου πολέμων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την Περσία.
Η εκμηδένιση της περσικής φιλοδοξίας από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641) απλώς μετέθεσε χρονικά τον κίνδυνο. Οι Άραβες και οι διάδοχοί τους, οι Τούρκοι, διεκδίκησαν επίμονα την Ανατολία και τελικά οι δεύτεροι τα κατάφεραν. Οι αραβικές επιδρομές από το 672 έως το 717 απωθήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη και η περιοχή έμεινε «θέμα» υπό Βυζαντινή διακυβέρνηση, αν και το χριστιανικό κράτος της Αρμενίας υπέφερε τα πάνδεινα από τις αλλεπάλληλες καταστροφές.
Σε στρατιωτικό και αμυντικό επίπεδο οι Μικρασιάτες συνέβαλαν στη διατήρηση της χιλιετούς πορείας της Αυτοκρατορίας με τους σημαντικούς στρατηγούς, τους πολυάριθμους στρατιώτες και τους ακρίτες. Επίσης η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά το 1204 οφείλεται στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Συγκεκριμένα, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, ήταν ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας, στις 13 Απριλίου του 1204. Την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί στη Νίκαια και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1261 οι αυτοκράτορες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας κατόρθωσαν την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσαν τη Λατινική αυτοκρατορία και πραγματοποίησαν την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός συνέβαλε επίσης στη διαφύλαξη και την αναζωογόνηση του πολιτισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και την οικονομική πρόοδό της. Η συμβολή αυτή ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλης πληθυσμιακής ομάδας. Ταυτόχρονα, η Μικρά Ασία υπήρξε πεδίο διαμόρφωσης ποικίλων εκφάνσεων του πνεύματος, όπως της Ορθοδοξίας με τους μεγάλους Μικρασιάτες Πατέρες (έμεινε γνωστή η Θεολογία των Μικρασιατών Πατέρων)[7][8], του βυζαντινού δικαίου και της διαφύλαξης και της προβολής της αρχαιοελληνικής παιδείας.[9] Τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι έλαβαν χώρα στη Μικρά Ασία αλλά και πολλές τοπικές σύνοδοι. Η Α΄ και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβαν χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας τα έτη 325 και 787 αντίστοιχα. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 και η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία στις 8 Οκτωβρίου 451 στη Χαλκηδόνα.[10]
Το 1922 η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να θέσει τη δυτική Μικρά Ασία υπό ελληνικό έλεγχο είχε άδοξη κατάληξη. Την ίδια περίοδο συνέβησαν τα γεγονότα της γενοκτονίας των Αρμενίων (1915-1917), η Γενοκτονία των Ελλήνων (1912-1922) και η Καταστροφή της Σμύρνης (31 Αυγουστου/13 Σεπτεμβριου 1922). Με τη συνθήκη της Λωζάνης σφραγίστηκε η καταστροφή του Χριστιανισμού της Μικράς Ασίας. Οι Χριστιανοί μέχρι εκείνη την περίοδο αποτελούσαν το 30% του πληθυσμού της Μ. Ασίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη Μικρά Ασία σε 15 χώρες των οποίων τα ονόματα ως επί το πλείστον λάμβαναν από τους κατοικούντες λαούς τους. Και αυτές ήταν
Αρχαίοι λαοί της Μικράς Ασίας υπήρξαν οι: Χετταίοι ή Χιττίτες ή Χεττείμ (κατά Π. Διαθήκη), Βιθυνοί, Φρύγες, Μυσοί, Κιμμέριοι, Μύγδονες, Τρώες ή Τρήρες, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς, Μαίονες, Λυδοί, Κάρες, Καππαδόκες, Πισίδες, Λυκάονες, Ίσαυροι, Έλληνες της Ελληνιστικής περιόδου, Ρωμαίοι, Λέλεγες, Λύκιοι (Κρήτες), Γαλάτες (Τεκτόσαγες, Τολιστοβόγιοι και Τρόκμοι), Καρδούχοι ή Κούρδοι, Πέρσες, Αρμένιοι, Χάλυβες.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.