Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τον 19ο αιώνα η έννοια του πολιτισμού διερευνήθηκε από τον ιστορικό Febvre (Lucien Febvre, 1878–1956) και αποδόθηκε ως η αρετή της διακριτικότητας, της ειλικρίνειας και της ευγένειας. Παρατηρούμε πως η έννοια της λέξης πολιτισμός είναι πολυδιάστατη και προσαρμοσμένη μέσα στην ιστορία του ανθρώπου. Προσαρμοσμένη στον βαθμό που να χαρακτηρίζει σε κάθε εποχή τις ανάγκες του για εκφραστικότητα προς κάτι ανώτερο από τη βιολογική του υπόσταση. Με τον τρόπο αυτό προσδίδει τις επιδράσεις του (θετικές ή αρνητικές) στην τοπική κοινωνία ή σε ολόκληρο τον κόσμο. Η έννοια του πολιτισμού χαρακτηρίζει και χαρακτηρίζεται, για κάθε χώρα, από οποιοδήποτε παγκόσμια αναγνωρισμένο υλικό και υπαρκτό τεχνητό ή φυσικό δημιούργημα.[1]
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Η αστικοποίηση του ανθρώπου συνέτεινε στην ανάπτυξη του πολιτισμού του, του συνόλου δηλαδή των τεχνικών και πνευματικών του επιτευγμάτων ανά την υφήλιο. Το έδαφος που καλλιεργήθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός ήταν η συγκέντρωση ανθρώπων σε πόλεις και η προσαρμογή τους στον εξελιγμένο αυτό τρόπο ζωής εκεί: Λόγω της διαβίωσης με συνανθρώπους και της αναγκαστικής εγγύτητας (γειτονίας), ισχυροποιούνται και εδραιώνονται καταρχήν οι καλοί τρόποι ώστε να προκύπτει ένα πρώτο δυναμικό ευστάθειας [2] [Σημ. 1]. Η ασφάλεια που παρέχεται σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να μην εργάζονται σκληρά όλοι για τα προς το ζην δίνουν τη δυνατότητα της ανάπτυξης των τεχνών, του συστήματος παιδείας, της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Η πολιτισμική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους, διαιρούμενη γεωγραφικά, είναι η πολιτιστική δράση (υλικά και πνευματικά έργα, δραστηριότητες και έθιμα) και η πνευματική καλλιέργεια ή «culture»[Σημ. 2] (αξίες, παραδόσεις, παιδεία, μόρφωση, αισθητική, εκλέπτυνση συμπεριφοράς) που συνισταμένα διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων κατά τόπους. Ένας πολιτισμός δεν έχει απαραίτητα τοπικό χαρακτήρα. Μπορεί να διαχέεται γεωγραφικά και με άλλα κοινωνικά κριτήρια που του δίνουν ταυτότητα, όπως η φυλή, η εθνικότητα, η θρησκεία, η γλώσσα, η μόδα[Σημ. 3] ή κάποιος άλλος παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Ένας πολιτισμός μπορεί να χαθεί, αν αλλοιωθούν σε μεγάλο ποσοστό στοιχεία της πολιτισμικής του ταυτότητας. Παρόλο που οι πολιτισμοί χάνονται ή εξελίσσονται σε νέα πολιτισμικά μορφώματα, κάποιοι αφήνουν πίσω τους πνευματικά επιτεύγματα ως παγκόσμια κληρονομιά όπως για παράδειγμα η Αρχαία Αθήνα ή το Ρωμαϊκό δίκαιο.
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση, κάτω από την ομπρέλα ενός πανανθρώπινου πολιτισμού, υπόσχεται και ως ένα σημείο δημιουργεί συνθήκες για την ανάπτυξη κοινών στοιχείων με ενωτικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα όπως οι ηθικές αξίες, η κοινωνική νοημοσύνη και η οικολογική συνείδηση. Η προσπάθεια για ενιαία πνευματική καλλιέργεια της παγκόσμιας κοινότητας μέσα σε δυναμικό συνοχής κοινού συστήματος αξιών έχει την έννοια της «συλλογικής νοημοσύνης» προς χάριν, πέραν του «ευ ζειν», της ίδιας της επιβίωσης του ανθρώπινου πολιτισμού στα δύσκολα σημεία [3] [4] της εξέλιξής του.
Ο «πολιτισμός» και στα ελληνικά συγχέεται συχνά με ένα γνήσιο υποσύνολό του, τον όρο «κουλτούρα». Ιστορικά, οι δύο αυτοί όροι αντανακλούν μέσα από τις διαφορετικές σημασίες που τους έχουν κατά καιρούς αποδοθεί και τις διαφορετικές χρήσεις στις οποίες έχουν αξιοποιηθεί πολλές καίριες ιδέες, συνθήκες, εμπειρίες και συγκρούσεις που προσδιόρισαν τη φυσιογνωμία και την εξέλιξη της σύγχρονης εποχής. Η λέξη πολιτισμός, καθώς και η συγγενής της και συχνά χρησιμοποιούμενη σήμερα ως συνώνυμη λέξη κουλτούρα(ως culture) εμφανίστηκαν ίσως απροσδόκητα αργά στην ιστορία. Η πρώτη χρήση τους εντοπίζεται στη Δ. Ευρώπη κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και την καθιέρωσή τους τον 19ο αιώνα, κατά την εποχή που αποκαλείται συνήθως νεότεροι χρόνοι ή νεωτερικότητα. Οι δύο αυτές λέξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησαν τόσο πολλές και διαφορετικές σημασίες, όσο και παρεξηγήσεις σχετικά με τον ορισμό τους. Ουσιαστικά αναδείχθηκαν σε βασικούς όρους όλων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, από τη φιλοσοφία και την αρχαιολογία, έως την ιστορία, την κοινωνιολογία και την εθνολογία. Ωστόσο, ακόμα και στο πλαίσιο της επιστημονικής χρήσης τους, φαίνεται πως δεν υπάρχει συμφωνία σε ό,τι αφορά στο νόημά τους.
Οι πρώτοι χρήστες του όρου «πολιτισμός», του απέδιδαν πιθανόν τη σημασία της εκλεπτυσμένης συμπεριφοράς, της εξελικτικότητας του ατόμου, της ευγενείας και της απελευθέρωσης των ηθών, ως στοιχεία που έπονται της συμπεριφοράς κάποιου που ζει σε μια πόλη, κάποιου «πολιτισμένου». Αυτή η σύλληψη, αριστοκρατικής καταγωγής, περιείχε την ιδέα της εξέλιξης του συνόλου προς το καλύτερο, και είχε ως κεντρική ιδέα έναν προοδευτικό πολιτισμό και μία πολιτισμένη και εκπολιτιστική Δύση. Σύμφωνα με τον Albert Sanon:
«Πάντα με το άρθρο να προηγείται στον ενικό αριθμό, ο πολιτισμός εξέφρασε την ανάγκη παγκοσμιοποίησης του διαφωτισμού και την πίστη του σε μία πρόοδο δίχως τέλος ολόκληρης της ανθρωπότητας, με τις ανθρώπινες κοινωνίες να οφείλουν - η καθεμία με τον ρυθμό της- να γίνουν συμμέτοχοι του ενιαίου πολιτισμού, ακολουθώντας το παράδειγμα των πιο προχωρημένων μεταξύ τους κοινωνιών» [5]. Τον 19ο αι. ο όρος πολιτισμός συνδεόταν ακόμη με την έννοια της προόδου, της τελειοποίησης και της αξιολόγησης (με την έννοια της κρίσης).
Το 1952 οι εθνολόγοι Άλφρεντ Κρέμπερ (Alfred Kroeber) και Κλάιντ Κλάκχον (Clyde Kluckhohn) κατέγραψαν 164 διαφορετικούς ορισμούς της κουλτούρας, και έκτοτε ο αριθμός αυτός αυξήθηκε. Τούτη η εννοιολογική διάσταση είναι εντονότερη στην Ελλάδα καθώς η λέξη «κουλτούρα» είναι γλωσσικό δάνειο το οποίο στερείται παραγώγων στην ελληνική γλώσσα. Το σημαντικότερο πιθανώς πρόβλημα είναι ότι και οι δύο έννοιες δεν έτυχαν συστηματικής επεξεργασίας και εφαρμογής, καθώς δεν διαθέτουμε μακρά και πλούσια παράδοση στις κοινωνικές επιστήμες. Είναι ενδεικτική η μοίρα της «κουλτούρας», η ξενικότητα της οποίας προκαλεί συχνά αντιδράσεις Ο Μ. Πλωρίτης λόγου χάρη, διερωτάται αγανακτισμένος «πότε επιτέλους θα αντικαταστήσουμε την ξενική και κακόηχη λέξη κουλτούρα με τη θαυμάσια ελληνική και ταυτόσημη λέξη Παιδεία;»[6] Προτάσεις έχουν γίνει επίσης προκειμένου αποδοθεί η ξένη λέξη ως «πνευματική καλλιέργεια»[7], «πνευματικός πολιτισμός»[8], «πολιτιστικό σύστημα»[9] «πολιτιστικό μόρφωμα»[10] κ.α.
Σήμερα, με τον όρο πολιτισμό έχουμε την τάση να συμπεριλαμβάνουμε τις διάφορες κουλτούρες. Ο Lévi-Strauss μιλάει για έναν ενιαίο πολιτισμό (civilisation) ο οποίος απαρτίζεται από διάφορες κουλτούρες (cultures). Έτσι ο όρος πολιτισμός (civilisation) κρατάει μία υπερεθνική έννοια, ενώ ο όρος κουλτούρα (culture) χρησιμοποιείται κυρίως σε (ενδο)κοινωνικό επίπεδο και μπορεί να αναφέρεται σε μία ομάδα ή μια κατηγορία. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει την ενότητα και η κουλτούρα τη διαφοροποίηση.
Ο πολιτισμός ως αντιστοίχιση της λέξης culture/kultur διαχωρίζεται στη στενότερη έννοια του όρου και την πιο ευρεία, ανθρωπολογική του έννοια. Σύμφωνα με τη Δήλωση της Mondiacult, της παγκόσμιας συνόδου για την πολιτιστική πολιτική (politique culturelle) που διοργανώθηκε το 1982 στο Μεξικό: «Με την ευρεία του έννοια ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών που χαρακτηρίζουν μία κοινωνία ή μία κοινωνική ομάδα. Συμπεριλαμβάνει, εκτός των γραμμάτων και των τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα. [...]. Με τη στενή του έννοια εννοεί κυρίως το σύνολο των αξιών καθώς και τις γνωστικές και αισθητικές συνήθειες μίας κοινότητας και υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τα κινήματα σκέψης.» [11]
Ο Βρετανός Εθνολόγος Έντουαρντ Μπάρνετ Τάιλορ (Edward Burnet Tylor) στην εισαγωγή του βιβλίου του «ο Πρωτόγονος Πολιτισμός» εισήγαγε την καινοτόμο άποψη ότι ο πολιτισμός αποτελεί έκφραση της ζωής του ανθρώπου και «σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει τη γνώση, την πίστη, την τέχνη, τον νόμο, τα ήθη και τα έθιμα και άλλες δεξιότητες που απέκτησε ο άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας». Διαχώρισε έτσι την έννοια του πολιτισμού από αυτήν της λεγόμενης «υψηλής κουλτούρας» διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ο πολιτισμός δε σχετίζεται με τη βιολογική κληρονομικότητα αλλά διαμορφώνεται σταδιακά από τους κοινωνικούς όρους που τον προσδιορίζουν.
Ο Τάιλορ όμως, επηρεασμένος από το πνεύμα του Διαφωτισμού και πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνουν τον πολιτισμό, θεώρησε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες και αξιολογήσιμες εξελικτικές φάσεις ενός πολιτισμού που ορίζουν την -παγκοσμίως κοινώς αποδεκτή- πρόοδό του.
Ο Φραντς Μποάζ (Franz Boas), υποστηρίζοντας τη θέση του Τάιλορ περί μη φυλετικής αναγωγής των πολιτισμικών όρων, προχώρησε τη συλλογιστική του ένα βήμα πιο πέρα και αντιτέθηκε στη θεώρηση του πολιτισμού ως αξιολογήσιμου μεγέθους με κοινώς αποδεκτά κριτήρια. Ο Μπόας, θεμελιωτής εξάλλου της έρευνας πεδίου, διετύπωσε τη ρηξικέλευθη για την εποχή άποψη ότι κάθε πολιτισμός αποτελεί μία μοναδική ενότητα (που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με κοινά εξελικτικά μέτρα).
Η Γερμανία υπήρξε το επίκεντρο μιας τελείως διαφορετικής θεώρησης που, αν και και διαποτισμένη από τον ιδεαλισμό και μερικές φορές αντίθετη με κάθε πνεύμα επιστημονικότητας, σημάδεψε όμως βαθιά τη θεωρία του πολιτισμού. Πρόδρομος της γερμανικής θεώρησης υπήρξε ο φιλόσοφος Γιόχαν Χέρντερ (Johann G. Herder), ο οποίος υποστήριξε το 1774 ότι κάθε λαός χαρακτηρίζεται από μία λαϊκή ευφυΐα (Volkgeist). Καθοριστικός παράγοντας όμως στη διαμόρφωση της γερμανικής σκέψης στάθηκε η σχολή της Λειψίας και ο ιστορικός Καρλ Λάμπρεχτ (Karl Lambrecht).
Ο Λάμπρεχτ εφηύρε την έννοια της “λαϊκής ψυχής” (Volksseele) η οποία θεωρεί ότι περιγράφει την πολιτιστική σύνθεση κάθε λαού. Η προοδευτική εξέλιξη του λαϊκού αυτού εγγενούς συστατικού περνάει μέσα από διάφορες «πολιτιστικές εποχές» (Kulturzeitalter) που οδηγούν στη συγκρότηση κράτους και στον σχηματισμό πολιτιστικής εθνικής ταυτότητας. Σημαντικό παράγοντα συγκριτικής αξιολόγησης του πολιτισμού αποτελεί το τυπικό πλαίσιο του "γίγνεσθαι" κάθε λαού (Typik des Völkerwerdens).
Στη Γερμανία, αυτή η σύλληψη υπογράμμιζε τη σημασία της παραδοσιακής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κουλτούρας που προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα σε αντιδιαστολή με τον εξειδικευμένο επιστημονικά και φιλοσοφικά Διαφωτισμό. Έτσι ο γερμανικός όρος kultur που προέκυψε αναφέρθηκε κυρίως στα πνευματικά δημιουργήματα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την ηθική (στον αντίποδα της διαφωτιστικής τεχνολογίας) που αποτελούν την κληρονομιά κάθε λαού και το διαφοροποιό στοιχείο του από άλλους.
Πάνω στη θεωρητική βάση που προσέφερε ο Λάμπρεχτ αναπτύχθηκε σημαντικά η Λαογραφία η οποία όμως έτσι αρχικά επιφορτίστηκε με την αναγωγή των επιμέρους παραδοσιακών στοιχείων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικής συνείδησης. Στις θέσεις του Λάμπρεχτ άλλωστε βασίστηκε μεταγενέστερα ο ναζισμός έτσι ώστε να στοιχειοθετήσει την ανωτερότητα της αρίας φυλής.
Η λειτουργιστική προσέγγιση, επηρεασμένη από την κοινωνιολογία, βασίστηκε πάνω σε σχετικιστικές θέσεις του Ντιρκάιμ (Durkheim) και του Μος (Mauss), οι οποίοι -προτιμώντας πάντα τη χρήση του όρου civilisation ή αναλόγων του και όχι του culture- είχαν στηρίξει την άποψη ότι κάθε λαός έχει τον πολιτισμό του ανεξαρτήτως φυλής. Βρήκε τον κυριότερο εκφραστή της στον Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι, που ενώ εισήγαγε ενδιαφέρουσες ιδέες, δεν κατόρθωσε να σχηματίσει ένα επαρκές θεωρητικό πλαίσιο για τον πολιτισμό. Σημαντική πάντως παραμένει η παρατήρησή του ότι δεν είναι εφικτή η αναγωγή ενός πολιτισμού στις ρίζες του, καθώς και η τοποθέτησή του περί ανεδαφικότητας της εξελικτικής-αξιολογικής θεώρησης του πολιτισμού, μετακυλίοντας έτσι παράλληλα το βάρος της έρευνας περισσότερο στην επεξήγηση της εσωτερικής συνοχής του.
Σύμφωνα με τη δομιστική προσέγγιση που εξέφρασε πρώτος ο Λεβί Στρως υφίσταται ένας υπερκείμενος πολιτισμός, οφειλόμενος στην κοινή καταγωγή των ανθρώπων που περιλαμβάνει τις επιμέρους εκφράσεις του, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις κοινωνικές συνθήκες. Στόχος των δομιστών ήταν να παρουσιάσουν ένα μοντέλο που περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία αυτό εξαρτάται και να προβλέψουν τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει μία συγκεκριμένη μεταβολή ενός στοιχείου πάνω στην αρχική δομή του μοντέλου. Ο ίδιος ο Στρως είχε ισχυριστεί ότι «κάθε πολιτισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνολο συμβολικών συστημάτων» [12]. Κατά την εξέλιξη του δομισμού στην Αμερική διατυπώθηκε η θέση ότι κοινωνία και πολιτισμός είναι έννοιες αλληλοεξαρτώμενες και σχεδόν ταυτόσημες.
Οι απόψεις των δομιστών παρότι προσέφεραν ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό πλαίσιο, επικρίθηκαν ότι εγκλωβίζουν μονοδιάστατα τη μελέτη στις δομές της κοινωνίας και αποτυγχάνοντας τελικώς να ερευνήσουν το αντικείμενο του πολιτισμού.
Ένας πολιτισμός είναι μια πολυδιάστατη φράκταλ δομή[εκκρεμεί παραπομπή], ένας τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας που γεννάται από το μαθηματικό σπόρο της συλλογικής νοημοσύνης. Ως εκ τούτου δεν έχει χαρακτηριστική κλίμακα μέτρησης ώστε να αποτιμηθεί, είναι δύσκολο δηλαδή να βαθμολογήσουμε έναν πολιτισμό λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες όλων των σημείων που του δίνουν υπόσταση και για το λόγο αυτό υπήρχαν και υπάρχουν έντονες διαμάχες ακόμα και για τον ίδιο του τον ορισμό. Ένα μη ποιοτικό μέτρο της ανάπτυξης ενός πολιτισμού πρότεινε το 1964 ο Ρώσος αστρονόμος Νικολάι Καρντάσεφ με την κλίμακα Καρντάσεφ, που κατατάσσει έναν πολιτισμό σύμφωνα με την ενέργεια που είναι σε θέση να καταναλώνει και να χειραγωγεί. Το σκεπτικό ήταν πως οι ενεργειακές ανάγκες ενός πολιτισμού αντικατοπτρίζουν τον βαθμό ανάπτυξής του και ταυτόχρονα την εξάπλωσή του στον Κόσμο. Η βασική βαθμονόμηση γίνεται με βάση τρεις ενεργειακές θέσεις στην κλίμακα που αντιστοιχούν στην ικανότητα πλήρους διαχείρισης των ενεργειακών πόρων: ενός πλανήτη που κατοικεί ή αποικίζει ο πολιτισμός (τύπος Ι), του άστρου του αντίστοιχου ηλιακού συστήματος (τύπος ΙΙ) και του γαλαξία του (τύπος ΙΙΙ).[13] [14] Ο Καρλ Σαγκάν επέκτεινε την κλίμακα Καρντάσεφ πριν τον τύπο Ι ώστε να μπορεί να βαθμολογηθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός στα στάδια της ως τώρα εξέλιξής του. Έτσι ο ανθρώπινος πολιτισμός, αν ξεκινά να μετράται με την αστικοποίηση που επέβαλλε την καλλιέργεια της γης για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της ζωής στην πόλη, κάνει τότε το πρώτο σημαντικό ενεργειακό του άλμα. Το έτος 1900, κατά τη βιομηχανική επανάσταση, βαθμολογούμαστε κοντά στο 0,58 και το 2011 στο 0,72 - ο ανθρώπινος πολιτισμός δηλαδή βρίσκεται ακόμα στο στάδιο μηδέν, πριν από το στάδιο Ι. [15] Με τον ρυθμό αύξησης των ενεργειακών αναγκών κατά μέσο όρο 3% τον χρόνο σήμερα, υπολογίζεται πως το 2110 θα είμαστε πολιτισμός τύπου Ι. Η μετάβαση από πολιτισμό τύπου μηδέν σε τύπου Ι ενέχει υπαρκτό κίνδυνο να αφανιστεί ο πολιτισμός πριν την ολοκλήρωση της πλήρους μετάβασης σε τύπου Ι. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει λόγω της πιθανής δυνατότητας χρήσης των νέων, παγκόσμιας κλίμακας, καταστρεπτικών πηγών ενέργειας (πυρηνική ενέργεια, πρόκληση σεισμών κλπ) από μηχανισμούς όπως η τρομοκρατία.[4]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.