From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Διαφωτισμός ή Εποχή του Διαφωτισμού, γνωστός και ως Εποχή του (Ορθού) Λόγου, ήταν ένα πνευματικό και φιλοσοφικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 17ο και τον 18ο αιώνα, με παγκόσμιες επιρροές και επιδράσεις.[1][2] Ο Διαφωτισμός περιλάμβανε μια σειρά ιδεών με επίκεντρο την αξία της ανθρώπινης ευτυχίας, την επιδίωξη της γνώσης που αποκτιέται με τον ορθό λόγο και τα στοιχεία των αισθήσεων, και ιδανικά όπως το φυσικό δίκαιο, η ελευθερία, η πρόοδος, η ανεκτικότητα, η αδελφότητα, η συνταγματική διακυβέρνηση και ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους.[3][4]
Του Διαφωτισμού προηγήθηκε η Επιστημονική Επανάσταση και το έργο, μεταξύ άλλων, των Φράνσις Μπέικον και Τζων Λοκ. Μερικοί τοποθετούν την αρχή του Διαφωτισμού στη δημοσίευση του Λόγου περί της Μεθόδου του Καρτέσιου το 1637 με το περίφημο ρητό του Cogito, ergo sum («σκέφτομαι, άρα υπάρχω»). Άλλοι αναφέρουν τη δημοσίευση του Principia Mathematica (1687) του Ισαάκ Νεύτωνα ως το αποκορύφωμα της Επιστημονικής Επανάστασης και την αρχή του Διαφωτισμού. Οι Ευρωπαίοι ιστορικοί παραδοσιακά τοποθετούν την αρχή του στον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας το 1715 και το τέλος του στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν σήμερα το τέλος του Διαφωτισμού στις αρχές του 19ου αιώνα, με τελευταίο προτεινόμενο γεγονός τον θάνατο του Ιμμάνουελ Καντ το 1804.[5]
Οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες της περιόδου αυτής κυκλοφορούσαν ευρέως τις ιδέες τους μέσω συναντήσεων σε επιστημονικές ακαδημίες, τεκτονικές στοές, λογοτεχνικά σαλόνια, καφέ και σε έντυπα βιβλία, περιοδικά[6] και φυλλάδια. Οι ιδέες του Διαφωτισμού υπονόμευσαν την εξουσία της μοναρχίας και της Καθολικής Εκκλησίας και άνοιξαν τον δρόμο για τις πολιτικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα. Μια ποικιλία κινημάτων του 19ου αιώνα, όπως ο φιλελευθερισμός, ο κομμουνισμός και ο νεοκλασικισμός θεωρούνται πνευματική κληρονομιά του Διαφωτισμού.[7]
Τα κεντρικά δόγματα του Διαφωτισμού ήταν η ατομική ελευθερία και η ανεξιθρησκία, σε αντίθεση με την απόλυτη μοναρχία και τα αμετακίνητα δόγματα της Εκκλησίας. Οι έννοιες της χρησιμότητας και της κοινωνικότητας ήταν επίσης κρίσιμες για τη διάδοση πληροφοριών που θα βελτιώσουν το κοινωνικό σύνολο. Ο Διαφωτισμός χαρακτηρίστηκε από μια αυξανόμενη επίγνωση της σχέσης μεταξύ του νου και των καθημερινών μέσων επικοινωνίας του κόσμου[8] και από την έμφαση στην επιστημονική μέθοδο και τον αναγωγισμό, μαζί με την αυξανόμενη αμφισβήτηση της θρησκευτικής ορθοδοξίας - μια στάση που αποτυπώθηκε στο δοκίμιο του Καντ Απαντώντας στην ερώτηση: Τι είναι ο Διαφωτισμός\\, όπου βρίσκεται η φράση Sapere aude (Τόλμησε να μάθεις).[9]
Η Εποχή του Διαφωτισμού ακολούθησε μετά και συνδέθηκε στενά με την Επιστημονική Επανάσταση.[12] Παλαιότεροι φιλόσοφοι των οποίων το έργο επηρέασε τον Διαφωτισμό ήταν ο Φράνσις Μπέικον και ο Καρτέσιος.[13] Μερικές από τις σημαντικότερες μορφές του Διαφωτισμού ήταν οι Τσέζαρε Μπεκαρία, Ντενί Ντιντερό, Ντέιβιντ Χιουμ, τον Ιμμάνουελ Καντ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, Τζων Λοκ, Μοντεσκιέ, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, Άνταμ Σμιθ, Ούγκο Γκρότιους, Μπαρούχ Σπινόζα και Βολταίρος.[14]
Μια έκδοση του Διαφωτισμού με ιδιαίτερη επιρροή ήταν η Encyclopédie (Εγκυκλοπαίδεια). Δημοσιεύτηκε μεταξύ 1751 και 1772 σε 35 τόμους και συντάχθηκε από τον Ντιντερό, τον Ζαν λε Ρον Ντ'Αλαμπέρ και μια ομάδα 150 άλλων διανοουμένων. Η Encyclopédie βοήθησε στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν.[15] Άλλες εμβληματικές εκδόσεις του Διαφωτισμού ήταν οι Αγγλικές Επιστολές του Βολταίρου (1733) και το Dictionnaire philosophique (Φιλοσοφικό Λεξικό, 1764), η Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση (1740) του Ντέιβιντ Χιουμ, το Το Πνεύμα των Νόμων (1748) του Μοντεσκιέ, η Διατριβή για την ανισότητα (1754) και ΄΄Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762) του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων (1759) και Ο Πλούτος των Εθνών (1776) του Άνταμ Σμιθ και η Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ (1781).
Ο εμπειρισμός του Μπέικον και η ορθολογιστική φιλοσοφία του Καρτέσιου έθεσαν τα θεμέλια της σκέψης του διαφωτισμού.[16] Η προσπάθεια του Καρτέσιου να δομήσει τις επιστήμες πάνω σε μια ασφαλή μεταφυσική βάση δεν ήταν τόσο επιτυχημένη όσο η μέθοδός του της αμφιβολίας που εφαρμόστηκε σε φιλοσοφικούς τομείς και οδήγησε σε ένα δυιστικό δόγμα του νου και της ύλης. Ο σκεπτικισμός του βελτιώθηκε από το Δοκίμιο Σχετικά με την Ανθρώπινη Κατανόηση (1690) του Λοκ και τα γραπτά του Χιουμ τη δεκαετία του 1740. Ο δυϊσμός του αμφισβητήθηκε από τον ασυμβίβαστο ισχυρισμό του Σπινόζα για την ενότητα της ύλης στη Θεολογικο-πολιτική πραγματεία (1670) και στην Ηθική (1677).
Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Ισραελ αυτές καθόρισαν δύο διακριτές γραμμές της σκέψης του Διαφωτισμού: αφ' ενός τη μετριοπαθή εκδοχή, που ακολούθησαν ο Καρτέσιος, ο Λοκ και ο Κρίστιαν Βόλφ, που επιδίωκε τον συμβιβασμό μεταξύ της μεταρρύθμισης και των παραδοσιακών συστημάτων εξουσίας και πίστης και, αφ' ετέρου, τον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό, εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σπινόζα, που υποστήριζε τη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης και την εξάλειψη της θρησκευτικής εξουσίας.[17][18] Η μετριοπαθής εκδοχή έτεινε να είναι ντεϊστική ενώ η ριζοσπαστική διαχώριζε εντελώς τη βάση της ηθικής από τη θεολογία. Και στις δύο εκδοχές τελικά αντιτάχθηκε ένας συντηρητικός Αντιδιαφωτισμός που επεδίωκε την επιστροφή στην πίστη.[19]
Στα μέσα του 18ου αιώνα το Παρίσι έγινε το κέντρο της φιλοσοφικής και επιστημονικής δραστηριότητας αμφισβητώντας τις παραδοσιακές θεωρίες και δόγματα. Του φιλοσοφικού κινήματος ηγήθηκαν οι Βολταίρος και Ρουσσώ, που υποστήριξαν μια κοινωνία βασισμένη στη λογική όπως στην αρχαία Ελλάδα[20] και όχι στην πίστη και στο καθολικό δόγμα, για μια νέα πολιτική τάξη βασισμένη στο φυσικό δίκαιο και για επιστήμη βασισμένη στα πειράματα και την παρατήρηση. Ο πολιτικός φιλόσοφος Μοντεσκιέ εισήγαγε την ιδέα της διάκρισης των εξουσιών της διακυβέρνησης, μια έννοια που υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από τους συντάκτες του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ οι φιλόσοφοι του Γαλλικού Διαφωτισμού δεν ήταν επαναστάτες και πολλοί ήταν μέλη της αριστοκρατίας, οι ιδέες τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση της νομιμότητας του Παλαιού Καθεστώτος και στη διαμόρφωση της Γαλλικής Επανάστασης.[21]
Ο Φράνσις Χάτσεσον, ηθικός φιλόσοφος και ιδρυτική μορφή του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού, περιέγραψε την ωφελιμιστική και τη συνεπειοκρατική αρχή ότι ενάρετο είναι αυτό που παρέχει, σύμφωνα με τα λόγια του, «τη μεγαλύτερη ευτυχία για τους περισσότερους». Πολλά από αυτά που ενσωματώνονται στην επιστημονική μέθοδο (η φύση της γνώσης, τα στοιχεία, η εμπειρία και η αιτιότητα) και ορισμένες σύγχρονες στάσεις απέναντι στη σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας αναπτύχθηκαν από τους προστατευόμενους του Χάτσεσον στο Εδιμβούργο, Ντέιβιντ Χιουμ και Άνταμ Σμιθ.[22][23] Ο Χιουμ έγινε μια σημαντική προσωπικότητα στο φιλοσοφικές σκεπτικισμό και τις εμπειρικές παραδόσεις της φιλοσοφίας.
Ο Καντ προσπάθησε να συμφιλιώσει τον ορθολογισμό και τη θρησκευτική πίστη, την ατομική ελευθερία και την πολιτική εξουσία, καθώς και να χαρτογραφήσει μια άποψη της δημόσιας σφαίρας μέσω του ιδιωτικού και του δημόσιου λόγου.[24] Το έργο του συνέχισε να διαμορφώνει τη γερμανική σκέψη και μάλιστα όλη την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ακόμη και τον 20ο αιώνα.[25]
Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ ήταν μια από τις πρώτες φεμινίστριες φιλοσόφους της Αγγλίας.[26] Υποστήριξε μια κοινωνία βασισμένη στη λογική και ότι οι γυναίκες όσο και οι άνδρες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως λογικά όντα. Είναι περισσότερο γνωστή για το έργο της Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας (1791).[27]
Η επιστήμη έπαιξε σημαντικό ρόλο στον λόγο και τη σκέψη του Διαφωτισμού. Πολλοί συγγραφείς και στοχαστές του Διαφωτισμού είχαν επιστημονικό υπόβαθρο και συνέδεσαν την επιστημονική πρόοδο με την ανατροπή της θρησκείας και της παραδοσιακής εξουσίας υπέρ της ανάπτυξης της ελευθερίας του λόγου και της σκέψης. Η επιστημονική πρόοδος κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού περιλάμβανε την ανακάλυψη του διοξειδίου του άνθρακα (σταθερός αέρας) από τον χημικό Τζόζεφ Μπλακ, τη θεωρία του βαθέος χρόνου από τον γεωλόγο Τζέιμς Χάτον και την εφεύρεση της ατμομηχανής από τον Τζέιμς Βατ.[28] Τα πειράματα του Αντουάν Λαβουαζιέ χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία των πρώτων σύγχρονων χημικών εργοστασίων στο Παρίσι και εκείνα των αδελφών Μονγκολφιέ τους επέτρεψαν να πραγματοποιήσουν την πρώτη επανδρωμένη πτήση με αερόστατο το 1783.[29] Η ευρεία συνεισφορά του Λέοναρντ Όιλερ στα μαθηματικά περιλάμβανε σημαντικά αποτελέσματα στην ανάλυση, τη θεωρία αριθμών, την τοπολογία, τη συνδυαστική, τη θεωρία γράφων, την άλγεβρα και τη γεωμετρία (μεταξύ άλλων πεδίων). Στα εφαρμοσμένα μαθηματικά είχε θεμελιώδη συμβολή στη μηχανική, την υδραυλική, την ακουστική, την οπτική και την αστρονομία.
Σε γενικές γραμμές η επιστήμη του Διαφωτισμού εκτιμούσε πολύ τον εμπειρισμό και την ορθολογική σκέψη και ήταν ενσωματωμένη στο ιδεώδες του Διαφωτισμού της ανάπτυξης και της προόδου. Η μελέτη της επιστήμης, υπό τον τίτλο της φυσικής φιλοσοφίας, χωρίστηκε στη φυσική και σε μια ομάδα ετερογενών δραστηριοτήτων της χημείας και της φυσικής ιστορίας, που περιλάμβανε την ανατομία, τη βιολογία, τη γεωλογία, την ορυκτολογία και τη ζωολογία.[30] Όπως και με τις περισσότερες απόψεις του Διαφωτισμού, τα οφέλη της επιστήμης δεν γίνονταν καθολικά αποδεκτά: ο Ρουσσώ επέκρινε τις επιστήμες επειδή απομάκρυναν τον άνθρωπο από τη φύση και δεν κατάφερναν να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχέστερους.[31]
Στην επιστήμη κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού κυριαρχούσαν επιστημονικές εταιρείες και ακαδημίες, που είχαν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα πανεπιστήμια ως κέντρα επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης. Οι εταιρείες και οι ακαδημίες ήταν επίσης η ραχοκοκαλιά της ωρίμανσης του επιστημονικού επαγγέλματος. Οι επιστημονικές ακαδημίες και εταιρείες ξεπήδησαν από την Επιστημονική Επανάσταση ως δημιουργοί της επιστημονικής γνώσης, σε αντίθεση με τον σχολαστικισμό του πανεπιστημίου.[32] Ορισμένες εταιρείες δημιούργησαν ή διατήρησαν συνδέσμους με πανεπιστήμια, αλλά οι πηγές της εποχής διέκριναν τα πανεπιστήμια από τις επιστημονικές εταιρείες υποστηρίζοντας ότι η χρησιμότητα του πανεπιστημίου ήταν στη μετάδοση γνώσης ενώ οι εταιρείες λειτουργούσαν για τη δημιουργία γνώσης.[33] Καθώς ο ρόλος των πανεπιστημίων στη θεσμοθετημένη επιστήμη άρχισε να μειώνεται, οι εταιρείες των πολυμαθών έγιναν ο ακρογωνιαίος λίθος της οργανωμένης επιστήμης. Οι επίσημες επιστημονικές εταιρείες ναυλώθηκαν από το κράτος για την παροχή τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης.[34]
Στις περισσότερες εταιρείες χορηγήθηκε άδεια να επιβλέπουν τις δημοσιεύσεις τους, να ελέγχουν την εκλογή νέων μελών και τη διοίκηση της εταιρείας.[35] Τον 18ο αιώνα ένας τεράστιος αριθμός επίσημων ακαδημιών και εταιρειών ιδρύθηκε στην Ευρώπη και μέχρι το 1789 υπήρχαν πάνω από 70 επίσημες επιστημονικές εταιρείες. Αναφορικά με αυτή την ανάπτυξη ο Μπερνάρ ντε Φοντενέλ επινόησε τον όρο «η Εποχή των Ακαδημιών» για να περιγράψει τον 18ο αιώνα.[36]
Μια άλλη σημαντική εξέλιξη ήταν η εκλαΐκευση της επιστήμης σε έναν ολοένα και πιο εγγράμματο πληθυσμό. Οι φιλόσοφοι εισήγαγε το κοινό σε πολλές επιστημονικές θεωρίες, κυρίως μέσω της Encyclopédie και της εκλαΐκευσης του Νευτωνισμού από τον Βολταίρο και την Εμιλί ντυ Σατλέ. Ορισμένοι ιστορικοί χαρακτήρισαν τον 18ο αιώνα ως μια αδιάφορη περίοδο στην ιστορία της επιστήμης.[37] Κατά τη διάρκειά του όμως σημειώθηκαν σημαντικές πρόοδοι στην πρακτική της ιατρικής, τα μαθηματικά και τη φυσική : η ανάπτυξη της βιολογικής ταξινόμησης, μια νέα κατανόηση του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού και η ωρίμανση της χημείας ως κλάδου, που έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης χημείας.
Η επιρροή της επιστήμης άρχισε να εμφανίζεται πιο συχνά στην ποίηση και τη λογοτεχνία. Μέρος της ποίησης εμποτίστηκε με επιστημονικές μεταφορές και εικόνες, ενώ άλλα ποιήματα γράφτηκαν απευθείας για επιστημονικά θέματα. Ο Ρίτσαρντ Μπλάκμορ μετέφερε το Νευτώνειο σύστημα σε έμμετρο λόγο στο Δημιουργία, Φιλοσοφικό ποίημα σε Επτά Βιβλία (1712). Μετά τον θάνατο του Νεύτωνα το 1727 για δεκαετίες συνέθεταν ποιήματα προς τιμή του.[38] Ο Τζέιμς Τόμσον έγραψε το «Ποίημα στη μνήμη του Νεύτωνα», με το οποίο θρήνησε την απώλειά του και εξήρε την επιστήμη και την κληρονομιά του.[39]
Ο Χιουμ και άλλοι στοχαστές του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού ανέπτυξαν μια «επιστήμη του ανθρώπου»,[40] που εκφράστηκε ιστορικά σε έργα συγγραφέων όπως οι Τζέιμς Μπέρνετ, Άνταμ Φέργκιουσον, Τζον Μίλαρ και Γουίλιαμ Ρόμπερτσον, που συνδύασαν μια επιστημονική μελέτη για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι σε αρχαίους και πρωτόγονους πολιτισμούς με ισχυρή επίγνωση των καθοριστικών δυνάμεων της νεωτερικότητας. Η σύγχρονη κοινωνιολογία προήλθε σε μεγάλο βαθμό από αυτό το κίνημα[41] και τις φιλοσοφικές έννοιες του Χιουμ που επηρέασαν άμεσα τον Τζέιμς Μάντισον (και κατά συνέπεια το Σύνταγμα των Η.Π.Α.) και, όπως διαδόθηκε από τον Ντούγκαλντ Στιούαρτ αποτέλεσε τη βάση του κλασικού φιλελευθερισμού.[42]
Το 1776 ο Aνταμ Σμιθ δημοσίευσε τον Πλούτο των Εθνών, που συχνά θεωρείται το πρώτο έργο για τα σύγχρονα οικονομικά, καθώς είχε άμεσο αντίκτυπο στη βρετανική οικονομική πολιτική που συνεχίζεται και τον 21ο αιώνα.[43] Είχε αμέσως προηγηθεί και το επηρέασε το προσχέδιο των Σκέψεων για την Παραγωγή και την Κατανιμή του Πλούτου (1766) του Αν Ρομπέρ Ζακ Τυργκό. Ο Σμιθ αναγνώρισε το χρέος του σε αυτό και πιθανώς ήταν ο αρχικός μεταφραστής του στα αγγλικά.[44]
Ο Μπεκαρία, νομικός, ποινικολόγος, φιλόσοφος και πολιτικός και ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του Διαφωτισμού, έγινε διάσημος για το αριστούργημά του Περί εγκλημάτων και ποινών (1764), μεταφρασμένο αργότερα σε 22 γλώσσες,[45] που καταδίκαζε τα βασανιστήρια και τη θανατική ποινή και αποτέλεσε το θεμελιώδες έργο στον τομέα της ποινολογίας και της κλασικής εγκληματολογικής σχολής με την προώθηση της ποινικής δικαιοσύνης. Ο Φραντσέσκο Μάριο Παγκάνο έγραψε σημαντικές μελέτες όπως Saggi politici (Πολιτικά Δοκίμια, 1783) και Considerazioni sul processo kriminale (Σκέψεις σχετικά με την Ποινική Διαδικασία, 1787), που τον καθιέρωσαν διεθνώς ως αυθεντία για το ποινικό δίκαιο.[46]
Ο Διαφωτισμός θεωρείται επί μακρόν ως το θεμέλιο του σύγχρονου δυτικού πολιτικού και πνευματικού πολιτισμού.[47] Ο Διαφωτισμός έφερε στη Δύση τον πολιτικό εκσυγχρονισμό, όσον αφορά την εισαγωγή δημοκρατικών αξιών και θεσμών και τη δημιουργία σύγχρονων, φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτή η άποψη έχει γίνει ευρέως αποδεκτή από μελετητές και έχει ενισχυθεί από τις μεγάλης κλίμακας μελέτες των Ρόμπερτ Ντάρντον, Ρόυ Πόρτερ και, πολύ πρόσφατα, του Τζόναθαν Ισραελ.[48][49] Η σκέψη του Διαφωτισμού είχε βαθιά επιρροή στην πολιτική σφαίρα. Ευρωπαίοι ηγεμόνες όπως η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας, ο Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας και ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας προσπάθησαν να εφαρμόσουν τη σκέψη του Διαφωτισμού στη θρησκευτική και πολιτική ανεκτικότητα, κάτι που έγινε γνωστό ως πεφωτισμένη δεσποτεία.[14] Πολλές από τις σημαντικότερες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της Αμερικανικής Επανάστασης συνδέθηκαν στενά με τον Διαφωτισμό: Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος επισκέφτηκε επανειλημμένα την Ευρώπη και συνέβαλε ενεργά στις επιστημονικές και πολιτικές συζητήσεις εκεί και μετέφερε τις νεότερες ιδέες στη Φιλαδέλφεια. Ο Τόμας Τζέφερσον ακολούθησε πιστά τις ευρωπαϊκές ιδέες και αργότερα ενσωμάτωσε μερικά από τα ιδανικά του Διαφωτισμού στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και ο Μάντισον ενσωμάτωσε αυτά τα ιδανικά στο Σύνταγμα των ΗΠΑ κατά τη διαμόρφωση του το 1787.[50]
Ο Λοκ, ένας από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του Διαφωτισμού,[51] στήριξε τη φιλοσοφία διακυβέρνησής του στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, ένα θέμα που διαπέρασε την πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού. Ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς εγκαινίασε αυτή τη νέα συζήτηση με το έργο του Λεβιάθαν το 1651. Ο Χομπς ανέπτυξε επίσης μερικές από τις θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης σκέψης: το δικαίωμα του ατόμου, τη φυσική ισότητα όλων των ανθρώπων, τον ανθρωπογενή χαρακτήρα της πολιτικής τάξης (που οδήγησε στη μεταγενέστερη διάκριση μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους), την άποψη ότι όλη η νόμιμη πολιτική εξουσία πρέπει να είναι «αντιπροσωπευτική» και να βασίζεται στη συναίνεση του λαού και μια φιλελεύθερη ερμηνεία του νόμου που αφήνει τους ανθρώπους ελεύθερους να κάνουν ό,τι ο νόμος δεν απαγορεύεται ρητά.[52]
Τόσο ο Λοκ όσο και ο Ρουσσώ ανέπτυξαν τις θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου στο Δύο Πραγματείες για την Κυβέρνηση και στο Ομιλία για την Ανισότητα, αντίστοιχα. Ενώ τα έργα τους ήταν αρκετά διαφορετικά ο Λοκ, ο Χομπς και ο Ρουσσώ συμφώνησαν ότι ένα κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο η εξουσία της κυβέρνησης βασίζεται στη συναίνεση των κυβερνώμενων,[53], είναι απαραίτητο για να ζήσει ο άνθρωπος στην κοινωνία των πολιτών. Ο Λοκ ορίζει τη φυσική κατάσταση ως μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι είναι λογικοί και ακολουθούν το φυσικό δίκαιο, κατά το οποίο όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και έχουν δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Ωστόσο όταν ένας πολίτης παραβιάζει το φυσικό δίκαιο, τόσο ο παραβάτης όσο και το θύμα μπαίνουν σε μια κατάσταση πολέμου, από την οποία είναι ουσιαστικά αδύνατο να απεγκλωβιστεί. Ως εκ τούτου ο Λοκ υποστήριζε ότι τα άτομα εισέρχονται στην κοινωνία των πολιτών για να προστατεύσουν τα φυσικά τους δικαιώματα μέσω ενός «αμερόληπτου δικαστή» ή μιας κοινής αρχής, όπως τα δικαστήρια. Αντίθετα η αντίληψη του Ρουσσώ στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο «πολιτικός άνθρωπος» είναι διεφθαρμένος, ενώ ο «φυσικός άνθρωπος» δεν έχει καμία επιθυμία που να μη μπορεί να την ικανοποιήσει ο ίδιος. Ο φυσικός άνθρωπος βγαίνει από τη φυσική κατάσταση μόνο όταν καθιερωθεί η ανισότητα που σχετίζεται με την ατομική ιδιοκτησία.[54] Ο Ρουσσώ υποστήριζε ότι οι άνθρωποι εντάσσονται στην κοινωνία των πολιτών μέσω του κοινωνικού συμβολαίου για να επιτύχουν την ενότητα διατηρώντας παράλληλα την ατομική ελευθερία. Αυτό ενσωματώνεται στην κυριαρχία της γενικής βούλησης, του ηθικού και συλλογικού νομοθετικού σώματος που συγκροτείται από πολίτες.
Ο Λοκ είναι γνωστός για τη δήλωσή του ότι τα άτομα έχουν δικαίωμα στη «Ζωή, Ελευθερία και Ιδιοκτησία» και την πεποίθησή του ότι το φυσικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία πηγάζει από την εργασία. Μαθητής του Λοκ ο Αντονι Ασλεϊ-Κούπερ, 3ος Κόμης του Σάφτσμπουρι, έγραψε το 1706: "Υπάρχει ένα ισχυρό Φως που απλώνεται στον κόσμο, ειδικά σε αυτά τα δύο ελεύθερα Εθνη της Αγγλίας και της Ολλανδίας· στα οποία στρέφονται τώρα οι Υποθέσεις της Ευρώπης" [55] Η θεωρία του Λοκ για τα φυσικά δικαιώματα έχει επηρεάσει πολλά πολιτικά κείμενα, όπως η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Εθνικής Συντακτικής Συνέλευσης.
Οι φιλόσοφοι υποστήριξαν ότι η καθιέρωση μιας συμβατικής βάσης δικαιωμάτων θα οδηγούσε στον μηχανισμό της αγοράς και τον καπιταλισμό, την επιστημονική μέθοδο, την ανεξιθρησκεία και την οργάνωση των κρατών σε αυτοδιοικούμενες δημοκρατίες με δημοκρατικά μέσα. Από την άποψη αυτή ουσιαστική αλλαγή θεωρείται η τάση των φιλοσόφων ιδίως να εφαρμόζουν τον ορθολογισμό σε κάθε πρόβλημα.[56]
Αν και μεγάλο μέρος της πολιτικής σκέψης του Διαφωτισμού κυριαρχείτο από θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου, ο Χιουμ και ο Φέργκιουσον του επέκριναν. Το δοκίμιο του Χιουμ Περί του Αρχικού Συμβολαίου υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις σπάνια προέρχονται από συναίνεση και η πολιτική κυβέρνηση βασίζεται στη συνήθη εξουσία και δύναμη ενός ηγεμόνα. Ακριβώς λόγω της εξουσίας του ηγεμόνα επί και κατά του υποκειμένου αυτό συναινεί σιωπηρά και ο Χιουμ υποστηρίζει ότι οι υπήκοοι «δεν θα φανταζόντουσαν ποτέ ότι η συγκατάθεσή τους τον έκανε κυρίαρχο», μάλλον τον έκανε η εξουσία..[57] Ομοίως ο Φέργκιουσον δεν πίστευε ότι οι πολίτες δόμησαν το κράτος, αλλά οι πολιτικές οντότητες προέκυψαν από την κοινωνική ανάπτυξη. Στην Πραγματεία για την Ιστορία της Πολιτικής Κοινωνίας το 1767 ο Φέργκιουσον χρησιμοποιεί τα τέσσερα στάδια προόδου, μια θεωρία που ήταν δημοφιλής στη Σκωτία εκείνη την εποχή, για να εξηγήσει πώς οι άνθρωποι προχωρούν από μια κοινωνία τροφοσυλλεκτών σε μια εμπορική κοινωνία πολιτών χωρίς να συμφωνούν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
Οι θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου τόσο του Ρουσσώ όσο και του Λοκ βασίζονται στην προϋπόθεση των φυσικών δικαιωμάτων, που δεν είναι αποτέλεσμα νόμου ή εθίμου, αλλά είναι πράγματα που έχουν όλοι οι άνθρωποι στις προπολιτικές κοινωνίες και επομένως είναι καθολικά και αναπαλλοτρίωτα. Η πιο διάσημη φυσική σωστή διατύπωση προέρχεται από τη Δεύτερη Πραγματεία του Λοκ, όταν εισάγει την κατάσταση της φύσης. Για τον Λοκ ο νόμος της φύσης βασίζεται στην αμοιβαία ασφάλεια ή στην ιδέα ότι δεν μπορεί κανείς να παραβιάζει τα φυσικά δικαιώματα του άλλου, καθώς κάθε άνθρωπος είναι ίσος και έχει τα ίδια αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα. Αυτά τα φυσικά δικαιώματα περιλαμβάνουν την τέλεια ισότητα και ελευθερία, καθώς και το δικαίωμα διατήρησης της ζωής και της ιδιοκτησίας.
Ο Λοκ τοποθετείται κατά της άμισθης εργασίας με βάση ότι η υποδούλωση αντίκειται στον νόμο της φύσης επειδή ένα άτομο δεν μπορεί να παραιτηθεί από τα δικά του δικαιώματα: η ελευθερία είναι απόλυτη και κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέσει. Ο Λοκ υποστηρίζει ότι ένα άτομο δεν μπορεί να υποδουλώσει ένα άλλο επειδή είναι ηθικά κατακριτέο, αν και εισάγει μια προειδοποίηση λέγοντας ότι η υποδούλωση ενός νόμιμου αιχμάλωτου σε καιρό πολέμου δεν θα ήταν αντίθετη με τα φυσικά του δικαιώματα. Ως διάχυση του Διαφωτισμού εμφανίστηκαν μη κοσμικές πεποιθήσεις που εκφράστηκαν πρώτα από τους Κουάκερους και στη συνέχεια από τους Προτεστάντες Ευαγγελικούς στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για αυτές τις ομάδες η δουλεία έγινε «αποκρουστική για τη θρησκεία μας» και «έγκλημα ενώπιον του Θεού».[58] Αυτές οι ιδέες προστέθηκαν σε αυτές που εξέφρασαν οι στοχαστές του Διαφωτισμού, οδηγώντας πολλούς στη Βρετανία να πιστέψουν ότι η δουλεία ήταν «όχι μόνο ηθικά εσφαλμένη και οικονομικά αναποτελεσματική, αλλά και πολιτικά παράλογη». Αυτά τα ιδανικά οδήγησαν τελικά στην κατάργηση της δουλείας στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.[59]
Οι ηγέτες του Διαφωτισμού δεν ήταν ιδιαίτερα δημοκρατικοί, καθώς συνήθως προσέβλεπαν στους απόλυτους μονάρχες ως το κλειδί για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζονταν από τους διανοούμενους. Ο Βολταίρος περιφρονούσε τη δημοκρατία και υποστήριζε ότι ο απόλυτος μονάρχης πρέπει να είναι πεφωτισμένος και να ενεργεί όπως υπαγορεύει η λογική και η δικαιοσύνη — με άλλα λόγια, να είναι «φιλόσοφος-βασιλιάς»..[60]
Σε πολλές χώρες οι κυβερνήτες καλωσόρισαν τους ηγέτες του Διαφωτισμού στις αυλές και τους ζήτησαν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό νόμων και προγραμμάτων για τη μεταρρύθμιση του συστήματος, συνήθως για την οικοδόμηση ισχυρότερων κρατών. Αυτοί οι ηγεμόνες αποκαλούνται από τους ιστορικούς «φωτισμένους δεσπότες».[61] Τέτοιοι ήταν ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας, η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, ο Λεοπόλδος Β' της Τοσκάνης και ο Ιωσήφ Β' της Αυστρίας. Ο Ιωσήφ ήταν υπερβολικά ενθουσιώδης, ανακοινώνοντας πολλές μεταρρυθμίσεις που έτυχαν μικρή υποστήριξη, έτσι ώστε να ξεσπάσουν εξεγέρσεις και το καθεστώς του να γίνει μια κωμωδία λαθών και σχεδόν όλα τα προγράμματά του αναιρέθηκαν.[62] Οι πρωθυπουργοί Πομπάλ της Πορτογαλίας και Γιόχαν Φρίντριχ Στρούενζε της Δανίας κυβέρνησαν επίσης σύμφωνα με τα ιδανικά του Διαφωτισμού. Στην Πολωνία το πρότυπο σύνταγμα του 1791 εξέφρασε τα ιδανικά του Διαφωτισμού, αλλά ίσχυσε μόνο για ένα χρόνο πριν η χώρα διαμελισθεί μεταξύ των γειτόνων της. Πιο ανθεκτικά στην Πολωνία ήταν τα πολιτιστικά επιτεύγματα, που δημιούργησαν ένα εθνικιστικό πνεύμα.[63]
Ο Μέγας Φρειδερίκος, Βασιλιάς της Πρωσίας από το 1740 ως το 1786, έβλεπε τον εαυτό του ως ηγέτη του Διαφωτισμού και προστάτευε φιλοσόφους και επιστήμονες στην αυλή του στο Βερολίνο. Ο Βολταίρος, που είχε φυλακιστεί και κακομεταχειριστεί από τη Γαλλική κυβέρνηση, ήταν πρόθυμος να δεχτεί την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στο παλάτι του. Ο Φρειδερίκος εξήγησε: «Η κύρια ασχολία μου είναι να καταπολεμώ την άγνοια και τις προκαταλήψεις... να διαφωτίζω τα μυαλά, να καλλιεργώ την ηθική και να κάνω τους ανθρώπους τόσο ευτυχισμένους όσο αρμόζει στην ανθρώπινη φύση και όσο το επιτρέπουν τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου».[64]
Ο Διαφωτισμός συνήθως συνδέεται συχνά με την Αμερικανική Επανάσταση του 1776[65] και τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 —και οι δύο είχαν κάποια πνευματική επιρροή από τον Τόμας Τζέφερσον.[66][67] Μια άποψη των πολιτικών αλλαγών που συνέβησαν κατά την Εποχή του Διαφωτισμού είναι ότι η φιλοσοφία της «συναίνεσης των κυβερνώμενων», όπως περιγράφεται από τον Λοκ στο Δύο Πραγματείες για την Κυβέρνηση (1689) αντιπροσώπευε μια αλλαγή παραδείγματος από το παλιό παράδειγμα διακυβέρνησης υπό τη φεουδαρχία, γνωστό ως «θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων» (ελέω Θεού). Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι επαναστάσεις προκλήθηκαν από το γεγονός ότι αυτή η αλλαγή παραδείγματος διακυβέρνησης συχνά δεν μπορούσε να επιλυθεί ειρηνικά και επομένως το αποτέλεσμα ήταν η βίαιη επανάσταση. Η φιλοσοφία διακυβέρνησης όπου ο βασιλιάς δεν έκανε ποτέ λάθος θα ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τη φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία οι πολίτες, σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο, έπρεπε να συναινέσουν στις πράξεις και τις αποφάσεις της κυβέρνησής τους.
Ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ υποστήριξε ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής αντίθεσης που δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα μεταξύ της μοναρχίας και των στοχαστών του Διαφωτισμού. Οι τελευταίοι αποτελούσαν ένα είδος «υποκατάστατου της αριστοκρατίας που ήταν ταυτόχρονα παντοδύναμο και χωρίς πραγματική εξουσία». Αυτή η απατηλή δύναμη προήλθε από την άνοδο της «κοινής γνώμης», που γεννήθηκε όταν ο απολυταρχικός συγκεντρωτισμός αφαίρεσε την αριστοκρατία και την αστική τάξη από την πολιτική σφαίρα. Η «φιλολογική πολιτική» που προέκυψε προώθησε ένα λόγο ισότητας και ως εκ τούτου βρισκόταν σε θεμελιώδη αντίθεση με το μοναρχικό καθεστώς.[68] Ο Ντε Τοκβίλ «προσδιορίζει ξεκάθαρα... τα πολιτισμικά αποτελέσματα του μετασχηματισμού στις μορφές της άσκησης της εξουσίας».[69]
Βολταίρος (1763)[70]
Οι θρησκευτικές απόψεις της εποχής του Διαφωτισμού ήταν μια απάντηση στη θρησκευτική σύγκρουση του προηγούμενου αιώνα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στον Τριακονταετή Πόλεμο.[71] Οι θεολόγοι του Διαφωτισμού ήθελαν να επαναφέρουν την πίστη τους στις γενικά μη συγκρουσιακές ρίζες της και να περιορίσουν την ικανότητα της θρησκευτικής διαμάχης να διαχυθεί στην πολιτική και τον πόλεμο, διατηρώντας παράλληλα μια αληθινή πίστη στον Θεό. Για τους μετριοπαθείς Χριστιανούς αυτό σήμαινε μια επιστροφή απλώς στην Αγία Γραφή. Ο Λοκ εγκατέλειψε το σώμα των θεολογικών σχολίων υπέρ μιας «απροκατάληψης εξέτασης» μόνο του Λόγου του Θεού. Προσδιόρισε την ουσία του Χριστιανισμού ως την πίστη στον Χριστό τον Λυτρωτή και συνέστησε την αποφυγή πιο λεπτομερούς συζήτησης.[72] Ο Αντονι Κόλινς, ένας από τους Άγγλους ελεύθερους στοχαστές, δημοσίευσε το «Δοκίμιο σχετικά με τη Χρήση του Λόγου σε Προτάσεις η Απόδειξη των οποίων εξαρτάται από την Ανθρώπινη Μαρτυρία» (1707), στο οποίο απορρίπτει τη διάκριση μεταξύ «υπεράνω λογικής» και «αντίθετα με τη λογική» και απαιτεί η αποκάλυψη να είναι σύμφωνη με τις φυσικές ιδέες του ανθρώπου για τον Θεό. Στη Βίβλο του Τζέφερσον ο τελευταίος προχώρησε περισσότερο και απέρριψε τυχόν αποσπάσματα που αφορούσαν θαύματα, επισκέψεις αγγέλων και την ανάσταση του Ιησού μετά τον θάνατό του, καθώς προσπαθούσε να εξάγει τον πρακτικό χριστιανικό ηθικό κώδικα της Καινής Διαθήκης.[73]
Οι μελετητές του Διαφωτισμού προσπάθησαν να περιορίσουν την πολιτική δύναμη της οργανωμένης θρησκείας και έτσι να αποτρέψουν μια άλλη εποχή μισαλλόδοξου θρησκευτικού πολέμου.[74] Ο Σπινόζα αποφάσισε να αφαιρέσει την πολιτική από τη σύγχρονη και ιστορική θεολογία (π.χ. αδιαφορώντας για τον ιουδαϊκό νόμο).[75] Ο Mόζες Μέντελσον συμβούλεψε να μην δίνεται πολιτικό βάρος σε καμία οργανωμένη θρησκεία, αλλά αντίθετα συνέστησε σε κάθε άτομο να ακολουθεί αυτό που θεωρεί πιο πειστικό.[76] Πίστευαν ότι μια καλή θρησκεία βασισμένη στην ενστικτώδη ηθική και η πίστη στον Θεό δεν έπρεπε θεωρητικά να χρειάζεται δύναμη για να διατηρήσει την τάξη στους πιστούς της και τόσο ο Μέντελσον όσο και ο Σπινόζα έκριναν τη θρησκεία με βάση τους ηθικούς καρπούς της, όχι τη λογική της θεολογίας της.[77]
Αρκετές νέες ιδέες για τη θρησκεία αναπτύχθηκαν με τον Διαφωτισμό, όπως ο ντεϊσμός και η συζήτηση για τον αθεϊσμό. Σύμφωνα με τον Τόμας Πέιν ο ντεϊσμός είναι η απλή πίστη στον Θεό τον Δημιουργό χωρίς αναφορά στην Αγία Γραφή ή σε οποιαδήποτε άλλη θαυματουργή πηγή. Αντίθετα ο ντεϊστής βασίζεται αποκλειστικά στον προσωπικό λόγο για να καθοδηγήσει το δόγμα του[78], το οποίο ήταν κατεξοχήν αποδεκτό σε πολλούς στοχαστές της εποχής.[79] Ο αθεϊσμός συζητήθηκε πολύ αλλά οι υποστηρικτές του ήταν λίγοι. Η Ουόλσον και ο Ρέιλ σημειώνουν: "Στην πραγματικότητα πολύ λίγοι πεφωτισμένοι διανοούμενοι, ακόμη και όταν ήταν ένθερμοι επικριτές του Χριστιανισμού, ήταν αληθινοί άθεοι. Αντίθετα ήταν επικριτές της ορθόδοξης πίστης, προσδεμένοι μάλλον στον σκεπτικισμό, τον ντεϊσμό, τον βιταλισμό ή ίσως τον πανθεϊσμό." [80] Μερικοί ακολούθησαν τον Πιέρ Μπαιλ και υποστήριξαν ότι οι άθεοι θα μπορούσαν πράγματι να είναι ηθικοί άνθρωποι.[81] Πολλοί άλλοι, όπως ο Βολταίρος, υποστήριξαν ότι χωρίς την πίστη σε ένα Θεό που τιμωρεί το κακό η ηθική τάξη της κοινωνίας υπονομευόταν, δηλαδή, δεδομένου ότι οι άθεοι δεν προσχωρούσαν σε καμία ανώτατη εξουσία και κανένα νόμο και δεν είχαν φόβο για αιώνιες συνέπειες, ήταν πολύ πιο πιθανό να διαταράξουν την κοινωνία.[82] Ο Μπαιλ παρατήρησε ότι, στην εποχή του «τα συνετά άτομα θα διατηρούν πάντα μια [θρησκευτική] συμπεριφορά» και πίστευε ότι ακόμη και οι άθεοι θα μπορούσαν να έχουν έντιμες αρχές και να υπερβαίνουν το προσωπικό τους συμφέρον για να δημιουργήσουν και να αλληλεπιδράσουν στην κοινωνία.[83] Ο Λοκ είπε ότι αν δεν υπήρχε Θεός και θεϊκός νόμος, το αποτέλεσμα θα ήταν ηθική αναρχία: κάθε άτομο "δεν θα μπορούσε να έχει κανένα νόμο εκτός από τη δική του θέληση, κανένα σκοπό παρά μόνο τον εαυτό του. Θα ήταν θεός για τον εαυτό και μοαναδικό μέτρο και σκοπός όλων των πράξεών του θα ήταν η ικανοποίησή της δικής του θέλησης».[84]
Ο «Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός»[85][86] προώθησε την έννοια του χωρισμού εκκλησίας και κράτους,[87] μια ιδέα που συχνά πιστώνεται στον Λοκ.[88] Σύμφωνα με την αρχή του του κοινωνικού συμβολαίου ο Λοκ είπε ότι η κυβέρνηση δεν είχε εξουσία στο βασίλειο της ατομικής συνείδησης, καθώς αυτό ήταν κάτι που οι λογικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να παραχωρήσουν στην κυβέρνηση για να την ελέγξουν αυτή ή άλλοι. Για τον Λοκ αυτό δημιούργησε ένα φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης, το οποίο είπε ότι πρέπει επομένως να παραμείνει προστατευμένο από οποιαδήποτε κυβερνητική αρχή.
Αυτές οι απόψεις για την ανεξιθρησκία και τη σημασία της ατομικής συνείδησης, μαζί με το κοινωνικό συμβόλαιο, άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή στις Αμερικανικές Αποικίες και στη σύνταξη του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.[89] Σε επιστολή του προς τον Σύλλογο Βαπτιστών του Ντάνμπερι στο Κονέκτικατ, ο Tόμας Τζέφερσον ζητά ένα «τείχος διαχωρισμού μεταξύ εκκλησίας και κράτους» σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Προηγουμένως είχε υποστηρίξει επιτυχείς προσπάθειες για τη διάλυση της Εκκλησίας της Αγγλίας στη Βιρτζίνια.[90][91] Τα πολιτικά ιδανικά του Τζέφερσον επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα γραπτά του Λοκ, του Μπέικον και του Νεύτωνα[92], τους οποίους θεωρούσε τους τρεις μεγαλύτερους ανθρώπους που έζησαν ποτέ.[93]
Ο Διαφωτισμός επικράτησε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και επηρέασε τα έθνη παγκοσμίως, συχνά με συγκεκριμένη έμφαση ανά χώρα. Για παράδειγμα στη Γαλλία συνδέθηκε με τον αντικυβερνητικό και αντιεκκλησιαστικό ριζοσπαστισμό, ενώ στη Γερμανία έφτασε βαθιά στη μεσαία τάξη, όπου εξέφραζε ένα πνευματιστικό και εθνικιστικό τόνο χωρίς να απειλεί κυβερνήσεις ή τις κατεστημένες εκκλησίες.[94] Οι κυβερνητικές απαντήσεις διέφεραν ευρέως. Στη Γαλλία η κυβέρνηση ήταν εχθρική και οι φιλόσοφοι πολέμησαν ενάντια στη λογοκρισία της, μερικές φορές φυλακίστηκαν ή οδηγήθηκαν στην εξορία. Η βρετανική κυβέρνηση ως επί το πλείστον αγνόησε τους ηγέτες του Διαφωτισμού στην Αγγλία και τη Σκωτία, αν και έδωσε στον Νεύτωνα τον τίτλο του ιππότη και ένα πολύ προσοδοφόρο κυβερνητικό αξίωμα.[6]
Ένα κοινό θέμα μεταξύ των περισσότερων χωρών που άντλησαν ιδέες του Διαφωτισμού από την Ευρώπη ήταν η σκόπιμη μη συμπερίληψη των φιλοσοφιών του Διαφωτισμού σχετικά με τη δουλεία. Αρχικά κατά τη Γαλλική Επανάστασης, μια επανάσταση βαθιά εμπνευσμένη από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, «η επαναστατική κυβέρνηση της Γαλλίας είχε καταγγείλει τη δουλεία, αλλά οι «επαναστάτες» που κατείχαν ιδιοκτησία θυμήθηκαν στη συνέχεια τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς».[95] Η δουλεία έδειχνε συχνά τους περιορισμούς της ιδεολογίας του Διαφωτισμού καθώς αφορούσε την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, αφού πολλές αποικίες της Ευρώπης λειτουργούσαν σε μια οικονομία των φυτειών, που τροφοδοτείτο από την εργασία των σκλάβων. Το 1791 ξέσπασε η Επανάσταση της Αϊτής, μια εξέγερση των σκλάβων από χειραφετημένους εξ αυτών ενάντια στη γαλλική αποικιακή κυριαρχία στην αποικία του Αγιου Δομίνικου. Τα ευρωπαϊκά έθνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την ισχυρή υποστήριξή τους των ιδανικών του Διαφωτισμού, αρνήθηκαν να «[υποστηρίξουν] τον αντιαποικιακό αγώνα του Αγιου Δομίνικου».[95]
Η ίδια η ύπαρξη ενός Αγγλικού Διαφωτισμού έχει συζητηθεί έντονα από τους μελετητές. Η πλειονότητα των εγχειριδίων για τη βρετανική ιστορία κάνει ελάχιστη ή καθόλου αναφορά σε αγγλικό Διαφωτισμό. Ορισμένες έρευνες για ολόκληρο τον Διαφωτισμό περιλαμβάνουν την Αγγλία και άλλες την αγνοούν, αν και αναφέρονται σε σημαντικούς διανοούμενους, όπως ο Τζόζεφ Άντισον, ο Έντουαρντ Γκίμπον, ο Τζων Λοκ, ο Iσαάκ Νεύτων, ο Αλεξάντερ Πόουπ, ο Τζόσουα Ρέινολντς και ο Τζόναθαν Σουίφτ.[96] Ο Ελευθεροστοχασμός (Freethinking), ένας όρος που περιγράφει εκείνους που αντιστάθηκαν στον θεσμό της Εκκλησίας και στην κατά γράμμα πίστη στην Αγία Γραφή, μπορεί να ειπωθεί ότι ξεκίνησε στην Αγγλία το αργότερο το 1713, όταν ο Άντονι Κόλινς έγραψε το "Ομιλία για τον Ελευθεροστοχασμό", που κέρδισε σημαντική δημοτικότητα. Αυτό το δοκίμιο επιτέθηκε στους κληρικούς όλων των εκκλησιών και ήταν μια έκκληση για τον ντεϊσμό.
Ο Ρόι Πόρτερ υποστηρίζει ότι οι λόγοι αυτής της παραμέλησης ήταν η άποψη ότι το κίνημα ήταν κυρίως γαλλικής έμπνευσης, ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό αθρησκευτικό ή αντικληρικό και ότι απέρριπτε σαφώς την κατεστημένη τάξη.[97] Ο Πόρτερ παραδέχεται ότι μετά τη δεκαετία του 1720 η Αγγλία μπορούσε να επιδείξει στοχαστές ισάξιους των Ντιντερό, Βολταίρου και Ρουσσώ. Ωστόσο οι κορυφαίοι διανοούμενοι του, όπως οι Γκίμπον,[98] Έντμουντ Μπερκ και Σάμιουελ Τζόνσον ήταν όλοι αρκετά συντηρητικοί και υποστηρικτές της κατεστημένης τάξης. Ο Πόρτερ λέει ότι ο λόγος ήταν ότι ο Διαφωτισμός είχε έρθει νωρίς στην Αγγλία και είχε επιτύχει η κουλτούρα της να αποδεχτεί τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τον φιλοσοφικό εμπειρισμό και την ανεξιθρησκία, θέσεις για τις οποίες οι διανοούμενοι στην ηπειρωτική Ευρώπη έπρεπε να αγωνιστούν ενάντια σε ισχυρές αντιδράσεις. Επιπλέον η Αγγλία απέρριπτε τη συλλογικότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου και τόνιζε τη βελτίωση των ατόμων ως κύριο στόχο του διαφωτισμού.
Στον Σκωτσέζικο Διαφωτισμό οι αρχές της κοινωνικότητας, της ισότητας και της χρησιμότητας διαδόθηκαν στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούσαν εξελιγμένες μεθόδους διδασκαλίας που συνδύαζαν τη φιλοσοφία με την καθημερινή ζωή.[99] Οι μεγάλες πόλεις της Σκωτίας δημιούργησαν μια πνευματική υποδομή ιδρυμάτων αμοιβαίας υποστήριξης, όπως σχολεία, πανεπιστήμια, αναγνωστικές εταιρείες, βιβλιοθήκες, περιοδικά, μουσεία και μασονικές στοές.[100] Το σκωτσέζικο ήταν «κυρίως φιλελεύθερο Καλβινιστικό, Νευτώνειο και προσανατολισμένο στον «σχεδιασμό» χαρακτήρα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη του υπερατλαντικού Διαφωτισμού». Στη Γαλλία ο Βολταίρος δήλωσε «προσβλέπουμε στη Σκωτία για όλες τις ιδέες μας για τον πολιτισμό».[101] Το επίκεντρο του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού κυμαινόταν από πνευματικά και οικονομικά ζητήματα ως τα ειδικά επιστημονικά όπως στο έργο του Γουίλιαμ Κάλεν, γιατρού και χημικού, του Τζέιμς Αντερσον, γεωπόνου, του Τζόζεφ Μπλακ, φυσικού και χημικού και του Τζέιμς Χάτον, του πρώτου σύγχρονου γεωλόγου.[22][102]
Αρκετοί Αμερικανοί, ιδιαίτερα ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά των ιδεών του Διαφωτισμού στον Νέο Κόσμο και επιρροή στους Βρετανούς και Γάλλους στοχαστές..[103] Ο Φραγκλίνος επηρέασε με τον πολιτικό του ακτιβισμό και τις προόδους του στη φυσική.[104][105] Η πολιτιστική ανταλλαγή κατά την Εποχή του Διαφωτισμού διέσχιζε τον Ατλαντικό αμφίδρομα. Διανοητές όπως ο Πέιν, ο Λοκ και ο Ρουσσώ όλοι τους θεωρούσαν τις πολιτιστικές πρακτικές των Αμερικανών ως παραδείγματα φυσικής ελευθερίας.[106] Οι Αμερικανοί ακολούθησαν πιστά τις αγγλικές και σκωτσέζικες πολιτικές ιδέες, καθώς και ορισμένους Γάλλους στοχαστές όπως ο Μοντεσκιέ.[107] Ως ντεϊστές επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Τζον Τόλαντ και του Μάθιου Τίνταλ. Υπήρχε μεγάλη έμφαση στην ελευθερία, τον ρεπουμπλικανισμό και την ανεξιθρησκία. Δεν υπήρχε σεβασμός για τη μοναρχία ή την κληρονομική πολιτική εξουσία. Οι ντεϊστές συμφιλίωσαν την επιστήμη και τη θρησκεία απορρίπτοντας τις προφητείες, τα θαύματα και τη βιβλική θεολογία. Κορυφαίοι ντεϊστές ήταν ο Τόμας Πέιν στην Εποχή της Λογικής και ο Τόμας Τζέφερσον στη σύντομη ομώνυμη Βίβλο του, από την οποία αφαίρεσε όλες τις υπερφυσικές πτυχές.[108]
Η Πρωσία πρωτοστάτησε μεταξύ των γερμανικών κρατών στην υποστήριξη των πολιτικών μεταρρυθμίσεων που οι στοχαστές του Διαφωτισμού προέτρεπαν τους απόλυτους ηγεμόνες να υιοθετήσουν. Σημαντικά κινήματα σημειώθηκαν και στα μικρότερα κρατίδια της Βαυαρίας, της Σαξονίας, του Ανόβερου και του Παλατινάτου. Σε κάθε περίπτωση οι αξίες του Διαφωτισμού έγιναν αποδεκτές και οδήγησαν σε σημαντικές πολιτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις, που έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία σύγχρονων κρατών.[109] Οι πρίγκιπες της Σαξονίας για παράδειγμα υλοποίησαν εντυπωσιακή σειρά θεμελιωδών δημοσιονομικών, διοικητικών, δικαστικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και γενικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις υποβοηθήθηκαν από την ισχυρή αστική δομή της χώρας και την τάξη των εμπόρων με επιρροή και εκσυγχρόνισαν τη Σαξονία πριν από το 1789 σύμφωνα με τις κλασικές αρχές του Διαφωτισμού.[110][111]
Πριν από το 1750 τα ανώτερα στρώματα της Γερμανίας προσέβλεπαν στη Γαλλία για πνευματική, πολιτιστική και αρχιτεκτονική ηγεσία, καθώς τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της υψηλής κοινωνίας. Στα μέσα του 18ου αιώνα ο Aufklärung (Διαφωτισμός) είχε μεταμορφώσει τον ανώτερο γερμανικό πολιτισμό στη μουσική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τη λογοτεχνία. Ο Κρίστιαν ΒολφC ήταν ο πρωτοπόρος ως συγγραφέας που παρουσίασε τον Διαφωτισμό στους Γερμανούς αναγνώστες και νομιμοποίησε τα γερμανικά ως φιλοσοφική γλώσσα.[112]
Ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ άνοιξε νέους δρόμους στη φιλοσοφία και την ποίηση, ως ηγέτης του κινήματος Θύελλα και Ορμή του πρωτορομαντισμού. Ο Κλασικισμός της Βαϊμάρης (Weimarer Klassik) ήταν ένα πολιτιστικό και λογοτεχνικό κίνημα με έδρα τη Βαϊμάρη που προσπάθησε να καθιερώσει ένα νέο ουμανισμό συνθέτοντας ιδέες του ρομαντισμού, του κλασικισμού και του διαφωτισμού Στο κίνημα (από το 1772 ως το 1805) συμμετείχαν ο Χέρντερ καθώς και ο πολυμαθής Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και ο Φρίντριχ Σίλερ, ποιητής και ιστορικός. Ο Χέρντερ υποστήριξε ότι κάθε ομάδα ανθρώπων είχε τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα, που εκφραζόταν στη γλώσσα και τον πολιτισμό της. Αυτό νομιμοποίησε την προώθηση της γερμανικής γλώσσας και του πολιτισμού και βοήθησε στη διαμόρφωση της ανάπτυξης του γερμανικού εθνικισμού. Τα έργα του Σίλερ εξέφραζαν το ανήσυχο πνεύμα της γενιάς του, απεικονίζοντας τον αγώνα του ήρωα ενάντια στις κοινωνικές πιέσεις και τη δύναμη του πεπρωμένου.[113]
Η γερμανική μουσική, υποστηριζόμενη από τα ανώτερα στρώματα, ενηλικιώθηκε από τους συνθέτες Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γιόζεφ Χάυντν και Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.[114]
Στο απομακρυσμένο Κένιγκσμπεργκ ο Kαντ προσπάθησε να συμφιλιώσει τον ορθολογισμό με τη θρησκευτική πίστη, την ατομική ελευθερία και την πολιτική εξουσία. Το έργο του Καντ περιείχε βασικές εντάσεις συνέχισαν να διαμορφώνουν τη γερμανική σκέψη —και μάλιστα όλη την ευρωπαϊκή φιλοσοφία— μέχρι τον 20ό αιώνα.[115] Ο Γερμανικός Διαφωτισμός κέρδισε την υποστήριξη των πριγκίπων, των αριστοκρατών και της μεσαίας τάξης και αναμόρφωσε οριστικά την κουλτούρα.[116] Ωστόσο υπήρχε ένας συντηρητισμός μεταξύ των ελίτ που προειδοποιούσε οι αλλαγές να μην πάνε πολύ μακριά.[117]
Το 1788 η Πρωσία εξέδωσε ένα «Διάταγμα για τη Θρησκεία» που απαγόρευε το κήρυγμα κάθε άποψης που υπονόμευε τη λαϊκή πίστη στην Αγία Τριάδα ή την Αγία Γραφή. Ο στόχος ήταν να αποφευχθούν θεολογικές διαμάχες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ηρεμία στη χώρα. Άνθρωποι που αμφισβητούσαν την αξία του Διαφωτισμού ευνόησαν το μέτρο, αλλά το ίδιο έκαναν και πολλοί υποστηρικτές του. Τα γερμανικά πανεπιστήμια είχαν δημιουργήσει μια κλειστή ελίτ που μπορούσε να συζητάει εσωτερικά αμφιλεγόμενα ζητήματα, αλλά η διάδοσή τους στο κοινό θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνη. Αυτή η πνευματική ελίτ ευνοήθηκε από το κράτος, αλλά αυτό μπορούσε να αντιστραφεί αν η διαδικασία του Διαφωτισμού αποδεικνυόταν πολιτικά ή κοινωνικά αποσταθεροποιητική.[118]
Η βασιλεία της Μαρίας Θηρεσίας, της πρώτης μονάρχη των Αψβούργων που θεωρήθηκε επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό σε ορισμένες περιοχές, χαρακτηρίστηκε από ένα μείγμα διαφωτισμού και συντηρητισμού. Η σύντομη βασιλεία του γιου της Ιωσήφ Β' σημαδεύτηκε από αυτή τη σύγκρουση, με την ιδεολογία του του Ιωσηφινισμού να αντιμετωπίζει σθεναρή αντίθεση. Ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος Β', που ήταν από τους πρώτους κατά της θανατικής ποινής, είχε μια σύντομη και αμφιλεγόμενη βασιλεία που χαρακτηρίστηκε κυρίως από τις σχέσεις με τη Γαλλία. Ομοίως η διακυβέρνηση του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Β' χαρακτηρίστηκε κυρίως από αυτές.
Στην Ιταλία τα κύρια κέντρα διάδοσης του Διαφωτισμού ήταν η Νάπολη και το Μιλάνο:[119] και στις δύο πόλεις οι διανοούμενοι ανέλαβαν δημόσια αξιώματα και συνεργάστηκαν με τις διοικήσεις των Βουρβόνων και των Αψβούργων. Στη Νάπολη οι Αντόνιο Τζενοβέζι, Φερντινάντο Γκαλιάνι και Γκαετάνο Φιλαντζέρι δραστηριοποιήθηκαν υπό τον ανεκτικό βασιλιά Κάρολο των Βουρβόνων. Ωστόσο ο Ναπολιτάνικος Διαφωτισμός, όπως και η φιλοσοφία του Βίκο, παρέμεινε σχεδόν πάντα στο θεωρητικό πεδίο.[120] Μόνο αργότερα πολλοί Διαφωτιστές έδωσαν ζωή την ατυχή εμπειρία της Παρθενόπειας Δημοκρατίας. Στο Μιλάνο ωστόσο το κίνημα προσπάθησε να βρει συγκεκριμένες λύσεις στα προβλήματα. Το επίκεντρο των συζητήσεων ήταν το περιοδικό Il Caffè (1762–1766), που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Πιέτρο και Αλεσάντρο Βέρι (διάσημους φιλόσοφους και συγγραφείς, καθώς και τον αδελφό τους Τζοβάνι), που έδωσε επίσης ζωή στην Accademia dei Pugni, που ιδρύθηκε το 1761. Μικρότερα κέντρα ήταν η Τοσκάνη, το Βένετο και το Πεδεμόντιο, όπου μεταξύ άλλων εργάστηκε ο Πομπέο Νέρι.
Από τη Νάπολη ο Τζενοβέζι επηρέασε μια γενιά νοτιοιταλών διανοουμένων και φοιτητών πανεπιστημίου. Το εγχειρίδιό του Della diceosina, o sia della Filosofia del Giusto e dell'Onesto (1766) ήταν μια αμφιλεγόμενη προσπάθεια να μεσολαβήσει μεταξύ της ιστορίας της ηθικής φιλοσοφίας αφενός και των ειδικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εμπορική κοινωνία του 18ου αιώνα αφετέρου. Περιείχε το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής, φιλοσοφικής και οικονομικής σκέψης του Τζενοβέζι, που έγινε οδηγός για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Νάπολης.[121]
Όταν ο Κάρολος Β', ο τελευταίος Ισπανός μονάρχης των Αψβούργων, πέθανε το 1700 ξέσπασε μια μεγάλη ευρωπαϊκή σύγκρουση σχετικά με τη διαδοχή και τη μοίρα της Ισπανίας και της Ισπανικής Αυτοκρατορίας. Ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1700–1715) έφερε στον θρόνο της Ισπανίας τον πρίγκιπα των Βουρβόνων Φίλιππο, Δούκα του Ανζού ως Φίλιππο Ε΄. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ουτρέχτης του 1715 οι Γάλλοι και οι Ισπανοί Βουρβόνοι δεν μπορούσαν να ενωθούν και ο Φίλιππος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα στον γαλλικό θρόνο. Ο πολιτικός περιορισμός δεν εμπόδισε την ισχυρή γαλλική επιρροή της Εποχής του Διαφωτισμού στην Ισπανία, τους Ισπανούς μονάρχες και την Ισπανική Αυτοκρατορία.[122][123] Ο Φίλιππος ανέλαβε την πραγματική εξουσία το 1715 και άρχισε να εφαρμόζει διοικητικές μεταρρυθμίσεις για να προσπαθήσει να σταματήσει την παρακμή της Ισπανικής Αυτοκρατορίας.
Επί Κάρολου Γ' το στέμμα άρχισε να εφαρμόζει σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, γενικά γνωστές ως Μεταρρυθμίσεις των Βουρβόνων. Περιόρισε τη δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας και του κλήρου, ίδρυσε ένα μόνιμο στρατό στην Ισπανική Αμερική και νέα αντιβασιλεία και αναδιοργάνωσε τις διοικητικές περιφέρειες. Το ελεύθερο εμπόριο προωθήθηκε στο πλαίσιο του comercio libre κατά το οποίο οι περιφέρειες μπορούσαν να εμπορεύονται με εταιρείες που κατέπλεαν από οποιοδήποτε άλλο ισπανικό λιμάνι, αντί του περιοριστικού εμπορικού συστήματος. Το στέμμα απέστειλε επιστημονικές αποστολές για να διεκδικήσει την ισπανική κυριαρχία σε εδάφη που διεκδικούσε αλλά δεν έλεγχε, αλλά επίσης σημαντικές για να ανακαλύψει τις οικονομικές δυνατότητες της μακρινής αυτοκρατορίας του. Οι βοτανικές αποστολές αναζήτησαν φυτά που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την αυτοκρατορία.[124]
Μία από τις καλύτερες πράξεις του Κάρολου Δ', ενός μονάρχη που δεν διακρινόταν για την καλή του κρίση, ήταν να δώσει στον Πρώσο επιστήμονα Αλεξάντερ φον Χούμπολτ το ελεύθερο να ταξιδέψει και να συλλέξει πληροφορίες για την Ισπανική Αυτοκρατορία κατά την πενταετή, αυτοχρηματοδοτούμενη αποστολή του. Οι αξιωματούχοι του στέμματος έπρεπε να βοηθήσουν τον Χούμπολτ με όποιο τρόπο μπορούσαν ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες ειδικών. Δεδομένου ότι η Αυτοκρατορία της Ισπανίας ήταν κλειστή για τους ξένους η απεριόριστη πρόσβαση του Χούμπολτ είναι αρκετά αξιοσημείωτη. Οι παρατηρήσεις του για τη Νέα Ισπανία, που δημοσιεύτηκαν ως Πολιτικό Δοκίμιο για το Βασίλειο της Νέας Ισπανίας, παραμένουν σημαντικό επιστημονικό και ιστορικό κείμενο.[125]
Όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στην Ισπανία το 1808 ο Φερδινάνδος Ζ΄ παραιτήθηκε και ο Ναπολέων τοποθέτησε στον θρόνο τον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη. Για να προστεθεί νομιμότητα σε αυτή την κίνηση εκδόθηκε το Σύνταγμα της Μπαγιόν, που περιλάμβανε εκπροσώπηση των υπερπόντιων κτήσεων της Ισπανίας, αλλά οι περισσότεροι Ισπανοί απέρριψαν το όλο ναπολεόντειο εγχείρημα και ξέσπασε πόλεμος εθνικής αντίστασης. Το Cortes de Cádiz (κοινοβούλιο) συγκλήθηκε για να κυβερνήσει την Ισπανία απουσία του νόμιμου μονάρχη Φερδινάνδου. Δημιούργησε ένα νέο κυβερνητικό κείμενο, το Σύνταγμα του 1812, που καθόριζε τρεις κλάδους της κυβέρνησης: εκτελεστικό, νομοθετικό και δικαστικό, έθετε όρια στον βασιλιά δημιουργώντας μια συνταγματική μοναρχία, όριζε ως πολίτες της Ισπανικής Αυτοκρατορίας εκείνους που δεν είχαν αφρικανική καταγωγή και καθιέρωνε την καθολική ανδρική ψηφοφορία, τη τη δημόσια εκπαίδευση από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο καθώς και την ελευθερία της έκφρασης. Το σύνταγμα ίσχυε από το 1812 ως το 1814, όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε και ο Φερδινάνδος αποκαταστάθηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Μετά την επιστροφή του ο Φερδινάνδος αποκήρυξε το σύνταγμα και αποκατέστησε την απολυταρχική εξουσία.[126]
Η γαλλική εισβολή στην Ισπανία πυροδότησε μια κρίση νομιμότητας της κυριαρχίας στην ισπανική Αμερική, με πολλές περιοχές να ιδρύουν χούντες για να κυβερνούν στο όνομα του Φερδινάνδου Ζ'. Το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανικής Αμερικής πολέμησε για ανεξαρτησία, αφήνοντας μόνο την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο καθώς και τις Φιλιππίνες ως υπερπόντιες κτήσεις της Ισπανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο το 1898. Όλα τα νέα ανεξάρτητα και κυρίαρχα έθνη έγιναν δημοκρατίες μέχρι το 1824, με γραπτά συντάγματα. Η σύντομη μοναρχία του Μεξικού μετά την ανεξαρτησία ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από μια ομοσπονδιακή δημοκρατία σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1824, εμπνευσμένο από εκείνα τόσο των ΗΠΑ και της Ισπανίας.
Η Αϊτινή Επανάσταση που ξεκίνησε το 1791 και τελείωσε το 1804 δείχνει πώς οι ιδέες του Διαφωτισμού «αποτελούσαν μέρος σύνθετων διαπολιτισμικών ροών». Ριζοσπαστικές ιδέες στο Παρίσι κατά και μετά τη Γαλλική Επανάσταση μεταφέρθηκαν στην Αϊτή, όπως από τον Τουσέν Λουβερτύρ. Ο Τουσέν είχε διαβάσει την κριτική της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στο βιβλίο του Γκιγιώμ Τομά Ρεϊνάλ Histoire des deux Indes (Ιστορία των δύο Ινδιών) και «είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από την πρόβλεψη του Ρεϊνάλ για τον ερχομό ενός «Μαύρου Σπάρτακου».
Η επανάσταση συνδύασε τις ιδέες του Διαφωτισμού με τις εμπειρίες των σκλάβων της Αϊτής, τα δύο τρίτα των οποίων είχαν γεννηθεί στην Αφρική και μπορούσαν «να βασιστούν σε συγκεκριμένες έννοιες του βασιλείου και της δίκαιης κυβέρνησης από τη Δυτική και Κεντρική Αφρική και να χρησιμοποιήσουν θρησκευτικές πρακτικές όπως το βουντού για τη συγκρότηση επαναστατικών κοινοτήτων.» Η επανάσταση επηρέασε επίσης τη Γαλλία και «ανάγκασε τη Γαλλική Εθνική Συνέλευση να καταργήσει τη δουλεία το 1794».
Ο Διαφωτισμός στην Πορτογαλία (Iluminismo) σημαδεύτηκε έντονα από τη διακυβέρνηση του Πρωθυπουργού Μαρκήσιου του Πομπάλ υπό τον Βασιλιά Ιωσήφ Α΄ από το 1756 ως το 1777. Μετά τον Σεισμό της Λισαβόνας (1755) που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, ο Μαρκήσιος του Πομπάλ εφάρμοσε σημαντικές οικονομικές πολιτικές για να τη ρύθμιση της εμπορικής δραστηριότητας (ιδίως με τη Βραζιλία και την Αγγλία) και την τυποποίηση της ποιότητας σε ολόκληρη τη χώρα (για παράδειγμα με την εισαγωγή των πρώτων ολοκληρωμένων βιομηχανιών στην Πορτογαλία). Η ανοικοδόμηση της παραποτάμιας συνοικίας της Λισαβόνας με ευθύγραμμους και κάθετους δρόμους (Lisbon Baixa), μεθοδικά οργανωμένη για τη διευκόλυνση του εμπορίου και των ανταλλαγών (για παράδειγμα με την ανάθεση σε κάθε δρόμο ενός διαφορετικού προϊόντος ή υπηρεσίας), μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση εφαρμογή των ιδεών του Διαφωτισμού στη διακυβέρνηση και την πολεοδομία. Οι αστικές ιδέες του, που ήταν επίσης το πρώτο μεγάλης κλίμακας παράδειγμα αντισεισμικής μηχανικής, έγιναν συλλογικά γνωστές ως Estilo pombalino και εφαρμόστηκαν σε όλο το βασίλειο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην εξουσία. Η διακυβέρνησή του ήταν τόσο φωτισμένη όσο και αδίστακτη.
Στη λογοτεχνία οι πρώτες ιδέες του Διαφωτισμού στην Πορτογαλία μπορούν να αναχθούν στον διπλωμάτη, φιλόσοφο και συγγραφέα Αντόνιο Βιέιρα[127], που πέρασε σημαντικό διάστημα της ζωής του στην αποικιακή Βραζιλία καταγγέλλοντας διακρίσεις κατά των Νέων Χριστιανών και των αυτόχθονων πληθυσμών της Βραζιλίας. Κατά τον 18ο αιώνα λογοτεχνικά κινήματα του διαφωτισμού, όπως το Arcádia Lusitana (που διήρκεσε από το 1756 ως το 1776 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το Nova Arcádia το 1790 ως το 1794) εμφανίστηκαν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ιδίως μεταξύ πρώην φοιτητών του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα. Ένα ξεχωριστό μέλος αυτής της ομάδας ήταν ο ποιητής Μανουέλ Μαρία Μπαρμπόζα ντου Μποκάτζε. Ο γιατρός Αντόνιο Νούνες Ρικπέιρο Σάντσες ήταν επίσης σημαντική προσωπικότητα του Διαφωτισμού, που συνέβαλε στην Encyclopédie και ανήκε στη ρωσική αυλή. Οι ιδέες του Διαφωτισμού επηρέασαν διάφορους οικονομολόγους και αντιαποικιακούς διανοούμενους σε όλη την Πορτογαλική Αυτοκρατορία, όπως ο Χοσέ ντε Αζερέδο Κουτίνιο, ο Χοσέ ντα Σίλβα Λισμπόα, ο Κλαούντιο Μανοέλ ντα Κόστε και ο Τόμας Αντόνιο Γκονζάγκα.
Η εισβολή του Ναπολέοντα στην Πορτογαλία είχε συνέπειες για την πορτογαλική μοναρχία. Με τη βοήθεια του βρετανικού ναυτικού η πορτογαλική βασιλική οικογένεια εκκενώθηκε στη Βραζιλία, τη σημαντικότερη αποικία της. Παρόλο που ο Ναπολέων είχε ηττηθεί η βασιλική αυλή παρέμεινε στη Βραζιλία. Η Φιλελεύθερη Επανάσταση του 1820 εξανάγκασε την επιστροφή της βασιλικής οικογένειας στην Πορτογαλία. Οι όροι με τους οποίους ο αποκατεστημένος βασιλιάς επρόκειτο να κυβερνήσει ήταν μια συνταγματική μοναρχία σύμφωνα με το Σύνταγμα της Πορτογαλίας. Η Βραζιλία κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία το 1822 και έγινε μοναρχία.
Στη Ρωσία η κυβέρνηση άρχισε να ενθαρρύνει ενεργά τη διάδοση των τεχνών και των επιστημών στα μέσα του 18ου αιώνα. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρωσικά πανεπιστήμιο, βιβλιοθήκη, θέατρο, δημόσιο μουσείο και ανεξάρτητος τύπος. Όπως και άλλοι φωτισμένοι μονάρχες η Μεγάλη Αικατερίνη έπαιξε βασικό ρόλο στην προώθηση των τεχνών, των επιστημών και της εκπαίδευσης. Χρησιμοποίησε τη δική της ερμηνεία των ιδανικών του Διαφωτισμού, βοηθούμενη από αξιόλογους ξένους ειδικούς όπως ο Βολταίρος (δι' αλληλογραφίας) και επιστήμονες παγκόσμιας κλάσης, όπως ο Λέοναρντ Όιλερ και ο Πέτερ Σίμον Παλάς. Ο ρωσικός Διαφωτισμός διέφερε από το δυτικοευρωπαϊκό ομόλογό του στο ότι προώθησε τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό όλων των πτυχών της ρωσικής ζωής και στράφηκε κατά του θεσμού της δουλοπαροικίας. Επικεντρώθηκε στο άτομο αντί στον κοινωνικό διαφωτισμό και ενθάρρυνε μια πεφωτισμένη ατομική ζωή.[128][129] Ένα ισχυρό στοιχείο του ήταν το prosveshchenie που συνδύαζε τη θρησκευτική ευλάβεια, την πολυμάθεια και τη δέσμευση για τη διάδοση της μάθησης. Ωστόσο του έλειπε το σκεπτικιστικό και κριτικό πνεύμα του Δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού.[130]
Οι ιδέες του Διαφωτισμού (oświecenie) άργησαν να εμφανισθούν στην Πολωνία, καθώς η πολωνική μεσαία τάξη ήταν πιο αδύναμη και η κουλτούρα σλάχτα (ευγενείας) μαζί με το πολιτικό σύστημα της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (Χρυσή Ελευθερία) βρίσκονταν σε βαθιά κρίση. Το πολιτικό σύστημα οικοδομήθηκε πάνω στον αριστοκρατικό ρεπουμπλικανισμό, αλλά δεν μπόρεσε να αμυνθεί ενάντια στις ισχυρές γειτονικές χώρες Ρωσία, Πρωσία και Αυστρία, που αφαιρούσαν επανειλημμένα περιοχές μέχρι να μην απομείνει τίποτα από την ανεξάρτητη Πολωνία. Η περίοδος του Πολωνικού Διαφωτισμού ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1730 και 1740 και ιδιαίτερα στο θέατρο και τις τέχνες κορυφώθηκε υπό τον Βασιλιά Στανίσουαφ Αύγουστος Πονιατόφσκι (δεύτερο μισό του 18ου αιώνα).
Η Βαρσοβία ήταν το κύριο κέντρο μετά το 1750, με την επέκταση των σχολείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την προστασία των τεχνών στο Βασιλικό Κάστρο.[131] Οι ηγεμόνες προώθησαν την ανεκτικότητα και περισσότερη εκπαίδευση. Τέτοιος ήταν ο Βασιλιάς Στανίσουαφ Αύγουστος Πονιατόφσκι και οι μεταρρυθμιστές Πιότρ Σβιτκόβσκι, Αντονι Ποπλάβσκι, Γιόζεφ Νιέμτσεβιτς και Γιόζεφ Παβλινκόβσκι, καθώς και ο Μποντούεν Κορτενέ, πολιτογραφημένο Πολωνό δραματουργό. Αντίπαλοί τους ήταν οι Φλόριαν Γιαρόσεβιτς, Γκράτσιαν Πιοτρόβσκι, Κάρολ Βίρβιτς και Βόιτσεχ Σκαρσέφσκι.[132] Το κίνημα έπεσε σε παρακμή μετά τον Τρίτο Διαμελισμός της Πολωνίας (1795) – μια εθνική τραγωδία που ενέπνευσε μια σύντομη περίοδο συναισθηματικής γραφής – και τελείωσε το 1822, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Ρομαντισμό..[133]
Η Κίνα του δέκατου όγδοου αιώνα γνώρισε «μια τάση να βλέπει λιγότερους δράκους και θαύματα, όπως η απογοήτευση που άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη του Διαφωτισμού». Η Κίνα είναι αξιοσημείωτα." Ευρώπη». Επιπλέον «ορισμένες από τις εξελίξεις που συνδέουμε με τον Διαφωτισμό της Ευρώπης μοιάζουν εντυπωσιακά με γεγονότα στην Κίνα». ενσάρκωση μιας φωτισμένης και αξιοκρατικής κοινωνίας — και εργαλειοποιημένη για την κριτική της απολυταρχικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη». Αυτή την περίοδο τα ιδανικά της κινεζικής κοινωνίας αντανακλώνονταν στη «βασιλεία των Τσινγκ αυτοκρατόρων Κανγκσί και Τσιανλόνγκ. Η Κίνα θεωρήθηκε η ενσάρκωση μιας πεφωτισμένης και αξιοκρατικής κοινωνίας - και εργαλειοποιήθηκε για τις επικρίσεις κατά της απολυταρχίας στην Ευρώπη».
Από το 1641 ως το 1853 το Σογκουνάτο Τοκουγκάβα της Ιαπωνίας επέβαλε μια πολιτική που ονομαζόταν kaikin. Η πολιτική αυτή απαγόρευε την εξωτερική επαφή με τις περισσότερες χώρες του εξωτερικού.[134] Ο Ρόμπερτ Μπέλαχ βρήκε «την προέλευση της σύγχρονης Ιαπωνίας σε ορισμένα σκέλη της Κομφουκιανής σκέψης, ένα «λειτουργικό ανάλογο της Προτεσταντικής Ηθικής» που ο Μαξ Βέμπερ διέκρινε ως την κινητήρια δύναμη πίσω από το δυτικό καπιταλισμό». Για παράδειγμα στο έργο του Ιάπωνα μεταρρυθμιστή Τσούντα Μαμίτσι τη δεκαετία του 1870, που ανέφερε «Όποτε ανοίγουμε το στόμα μας... σημαίνει να μιλάμε για «διαφώτιση»».
Στην Ιαπωνία και μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ασίας οι ιδέες του Κομφούκιου δεν αντικαταστάθηκαν, αλλά «οι ιδέες που συνδέονται με τον Διαφωτισμό συγχωνεύτηκαν με την υπάρχουσα κοσμολογία—που με τη σειρά της αναμορφώθηκε υπό συνθήκες παγκόσμιας αλληλεπίδρασης». Στην Ιαπωνία ειδικότερα ο όρος ri, που είναι η κομφουκιανή ιδέα της «τάξης και αρμονίας στην ανθρώπινη κοινωνία» ήρθε επίσης να αντιπροσωπεύει «την ιδέα του laissez-faire και τον ορθολογισμό της ανταλλαγής της αγοράς.» Τη δεκαετία του 1880 το σύνθημα «Πολιτισμός και Διαφωτισμός» είχε ισχυροποιηθεί σε όλη την Ιαπωνία, την Κίνα και την Κορέα και χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης.
Κατά την περίοδο αυτή η Κορέα "στόχευε στην απομόνωση" και ήταν γνωστή ως "βασίλειο του ερημίτη", αλλά αφυπνίστηκε από τις ιδέες του Διαφωτισμού τη δεκαετία του 1890, όπως με τις δραστηριότητες της Λέσχης Ανεξαρτησίας. Η Κορέα επηρεάστηκε από την Κίνα και την Ιαπωνία, αλλά βρήκε επίσης το δικό της δρόμο του Διαφωτισμού με τον Κορεάτη διανοούμενο Γιου Κιλτσούν, που διέδωσε τον όρο Διαφωτισμός σε όλη την Κορέα. Η χρήση των ιδεών του Διαφωτισμού ήταν μια «απάντηση σε μια συγκεκριμένη κατάσταση στην Κορέα τη δεκαετία του 1890 και όχι μια καθυστερημένη απάντηση στον Βολταίρο».
Τον 18ο αιώνα ο Σουλτάνος Τιπού της Ινδίας ήταν ένας πεφωτισμένος μονάρχης, «ένα από τα ιδρυτικά μέλη της (γαλλικής) Λέσχης των Ιακωβίνων του Σριρανγκαπάτνα, είχε φυτέψει ένα δέντρο ελευθερίας και ζήτησε να τον προσφωνούν Tipu Citoyen (Πολίτη Τιπού). Σε ορισμένα μέρη της Ινδίας ένα σημαντικό κίνημα που ονομάστηκε «Αναγέννηση της Βεγγάλης» οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις του Διαφωτισμού που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1820. Ο Ραμ Μοχάν Ρόι ήταν ένας μεταρρυθμιστής που «συνδύασε διαφορετικές παραδόσεις στο έργο του για κοινωνική μεταρρύθμιση που τον έκανε υπέρμαχο μιας «θρησκείας της λογικής».
Η Αίγυπτος του δέκατου όγδοου αιώνα είχε ήδη «μια μορφή «πολιτιστικής αναγέννησης» – ειδικά εκσυγχρονισμού των ισλαμικών καταβολών πολύ πριν από την αιγυπτιακή εκστρατεία του Ναπολέοντα». Η Η Εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο ενθάρρυνε περαιτέρω «κοινωνικούς μετασχηματισμούς που επανέφεραν τις συζητήσεις για την εσωτερική ισλαμική μεταρρύθμιση, αλλά τώρα νομιμοποιήθηκαν αναφερόμενοι επίσης στο κύρος του Διαφωτισμού.» Μια σημαντική πνευματική επιρροή στον ισλαμικό νεωτερισμό και την επέκταση του Διαφωτισμού στην Αίγυπτο, ο Ριφά αλ-Ταχτάουι «επέβλεψε τη δημοσίευση εκατοντάδων ευρωπαϊκών έργων στην αραβική γλώσσα."
Ο Διαφωτισμός άρχισε να επηρεάζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1830 και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.[3] Το Τανζιμάτ ήταν μια περίοδος μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που ξεκίνησε με το Διάταγμα του Γκιουλχανέ το 1839 και τελείωσε με την Πρώτη Συνταγματική Περίοδο το 1876.
Ο Ναμίκ Κεμάλ, πολιτικός ακτιβιστής και μέλος των Νέων Οθωμανών, βασίστηκε σε σημαντικούς στοχαστές του Διαφωτισμού και «μια ποικιλία πνευματικών πηγών στην αναζήτησή του για κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση». Το 1893 ο Κεμάλ απάντησε στον Ερνέστο Ρενάν, που είχε κατηγορήσει την ισλαμική θρησκεία, με τη δική του εκδοχή του Διαφωτισμού, που «δεν ήταν ένα φτωχό αντίγραφο των γαλλικών συζητήσεων του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά μια πρωτότυπη θέση που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της οθωμανικής κοινωνίας στα τέλη του δέκατου ένατου».
Ο Διαφωτισμός ήταν πάντα αμφισβητούμενο ζήτημα. Σύμφωνα με τον Κηθ Τόμας οι υποστηρικτές του "τον χαιρετίζουν ως την πηγή οτιδήποτε προοδευτικού στον σύγχρονο κόσμο. Για αυτούς αντιπροσωπεύει την ελευθερία σκέψης, την ορθολογική έρευνα, την κριτική σκέψη, την ανεξιθρησκία, την πολιτική ελευθερία, τα επιστημονικά επιτεύγματα, την επιδίωξη της ευτυχίας και της ελπίδας για το μέλλον.»[135] Ο Τόμας προσθέτει ότι οι επικριτές του τον κατηγορούν για ρηχό ορθολογισμό, αφελή αισιοδοξία, μη ρεαλιστική οικουμενικότητα και ηθικό σκοτάδι. Από την αρχή συντηρητικοί και κληρικοί υπερασπιστές της παραδοσιακής θρησκείας επιτέθηκαν στον υλισμό και τον σκεπτικισμό ως κακές δυνάμεις που ενθάρρυναν την ανηθικότητα. Το 1794 υπέδειξαν τη Βασιλεία του Τρόμου κατά τη Γαλλική Επανάσταση ως επιβεβαίωση των προβλέψεών τους.
Καθώς ο Διαφωτισμός τελείωνε οι ρομαντικοί φιλόσοφοι υποστήριξαν ότι η υπερβολική εξάρτηση από τη λογική ήταν ένα λάθος που διαιωνίστηκε από τον Διαφωτισμό επειδή αγνόησε τους δεσμούς της ιστορίας, του μύθου, της πίστης και της παράδοσης που ήταν απαραίτητοι για να κρατηθεί η κοινωνία ενωμένη.[136] Ο Ρίτσι Ρόμπερτσον τον απεικονίζει ως ένα μεγάλο διανοητικό και πολιτικό πρόγραμμα, προσφέροντας μια «επιστήμη» της κοινωνίας με πρότυπο τους ισχυρούς φυσικούς νόμους του Νεύτωνα. Η «κοινωνική επιστήμη» θεωρήθηκε ως το όργανο της ανθρώπινης βελτίωσης, που θα αποκάλυπτε την αλήθεια και θα διεύρυνε την ανθρώπινη ευτυχία..[137]
Ο όρος «Διαφωτισμός» εμφανίστηκε στο δεύτερο μέρος του 19ου αιώνα,[138] με ιδιαίτερη αναφορά στη γαλλική φιλοσοφία, ως ισοδύναμο του γαλλικού όρου Lumières (που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ζαν-Μπατίστ Ντυμπό το 1733 και καθιερώθηκε 1751). Από το δοκίμιο του Καντ του 1784 "Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung?" («Απαντώντας στην ερώτηση: Τι είναι ο Διαφωτισμός;»), ο γερμανικός όρος ήταν Aufklärung (aufklären=φωτίζω, sich aufklären=ξεκαθαρίζω). Ωστόσο οι μελετητές δεν συμφώνησαν ποτέ σε έναν ορισμό του Διαφωτισμού ή στη χρονολογική ή γεωγραφική του έκταση. Όροι όπως les Lumières (γαλλικά), illuminismo (ιταλικά), ilustración (ισπανικά) και Aufklärung (γερμανικά) αναφέρονταν σε εν μέρει επικαλυπτόμενες κινήσεις. Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα οι Άγγλοι μελετητές συμφώνησαν ότι μιλούσαν για «τον Διαφωτισμό».[136][139]
Η ιστοριογραφία του Διαφωτισμού ξεκίνησε την ίδια την περίοδο, από όσα είπαν οι διαφωτιστές για το έργο τους. Κυρίαρχο στοιχείο ήταν η πνευματική οπτική που είχαν. Ο Προκαταρκτικός Λόγος για την Εγκυκλοπαίδεια του Ζαν λε Ρον Ντ'Αλαμπέρ παρέχει μια ιστορία του Διαφωτισμού που περιλαμβάνει ένα χρονολογικό κατάλογο των εξελίξεων στο βασίλειο της γνώσης—της οποίας η Εγκυκλοπαίδεια αποτελεί την κορυφή.[140] Το 1783 ο Mέντελσον αναφέρθηκε στον Διαφωτισμό ως μια διαδικασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος εκπαιδεύτηκε στη χρήση της λογικής.[141] Ο Καντ ονόμασε τον Διαφωτισμό «απελευθέρωση του ανθρώπου από την αυτοϋποτσγή του», που είναι «η αδυναμία του ανθρώπου να κάνει χρήση της κατανόησής του χωρίς καθοδήγηση από άλλον».[142] «Για τον Καντ ο Διαφωτισμός ήταν η τελική ενηλικίωση της ανθρωπότητας, η χειραφέτηση της ανθρώπινης συνείδησης από μια ανώριμη κατάσταση άγνοιας».[143] Ο Γερμανός λόγιος Ερνστ Κάσιρερ ονόμασε τον Διαφωτισμό «ένα μέρος και μια ειδική φάση όλης εκείνης της πνευματικής ανάπτυξης μέσω της οποίας η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη απέκτησε τη χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση και αυτοσυνείδηση».[144] Σύμφωνα με τον ιστορικό Ρόι Πόρτερ, η απελευθέρωση του ανθρώπινου νου από μια δογματική κατάσταση άγνοιας, είναι η επιτομή αυτού που προσπαθούσε να συλλάβει η Εποχή του Διαφωτισμού.[145]
Ο Μπέρτραντ Ράσελ είδε τον Διαφωτισμό ως φάση μιας προοδευτικής εξέλιξης που ξεκίνησε από την αρχαιότητα και ότι ο λόγος και οι προκλήσεις για την καθιερωμένη τάξη ήταν σταθερά ιδανικά σε όλη εκείνη την εποχή.[146] Ο Ράσελ είπε ότι ο Διαφωτισμός γεννήθηκε τελικά από την αντίδραση των Προτεσταντών ενάντια στην Καθολική Αντιμεταρρύθμιση και ότι φιλοσοφικές απόψεις όπως η τάση για τη δημοκρατία ενάντια στη μοναρχία προήλθαν από τους Προτεστάντες του 16ου αιώνα για να δικαιολογήσουν την επιθυμία τους να απομακρυνθούν από την Καθολική Εκκλησία. Αν και πολλά από αυτά τα φιλοσοφικά ιδανικά υιοθετήθηκαν από τους Καθολικούς ο Ράσελ υποστηρίζει ότι μέχρι τον 18ο αιώνα ο Διαφωτισμός ήταν η κύρια εκδήλωση του σχίσματος που ξεκίνησε με τον Μαρτίνο Λούθηρο.[146]
Ο Τζόναθαν Ισραελ απορρίπτει τις προσπάθειες μεταμοντέρνων και μαρξιστών ιστορικών να κατανοήσουν τις επαναστατικές ιδέες της περιόδου καθαρά ως υποπροϊόντα κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών.[147] Αντίθετα εστιάζει στην ιστορία των ιδεών την περίοδο από το 1650 ως το τέλος του 18ου αιώνα και ισχυρίζεται ότι ήταν οι ίδιες οι ιδέες που προκάλεσαν την αλλαγή που τελικά οδήγησε στις επαναστάσεις του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου.[148] Ο Ισραελ υποστηρίζει ότι μέχρι τη δεκαετία του 1650 ο δυτικός πολιτισμός «βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα κοινό πυρήνα πίστης, παράδοσης και εξουσίας».[149]
Υπάρχει ελάχιστη συναίνεση σχετικά με την ακριβή αρχή της Εποχής του Διαφωτισμού, αν και αρκετοί ιστορικοί και φιλόσοφοι την τοποθετούν στη φιλοσοφία του Καρτέσιου του 1637 με το Cogito, ergo sum («σκέφτομαι, άρα υπάρχω»), που άλλαξε τη γνωσιολογική βάση από την εξωτερική εξουσία στην εσωτερική βεβαιότητα..[150][151][152] Στη Γαλλία πολλοί την τοποθετούν στη δημοσίευση των Principia Mathematica του Νεύτωνα (1687),[153] που βασίστηκαν στο έργο παλαιότερων επιστημόνων και διατύπωσαν τους νόμους της κίνησης και της παγκόσμιας έλξης.[154] Τα μέσα του 17ου αιώνα (1650) ή οι αρχές του 18ου (1701) θεωρούνται συχνά έναρξή του. Οι Γάλλοι ιστορικοί τοποθετούν συνήθως τον Siècle des Lumières ("Αιώνας των Διαφωτισμών") μεταξύ 1715 και 1789: από την αρχή της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄ μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.[155] Οι περισσότεροι μελετητές χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια του αιώνα, επιλέγοντας συχνά τη Γαλλική Επανάσταση ή την αρχή των Ναπολεόντειων Πολέμων (1804) ως κατάλληλο σημείο χρονολόγησης του τέλους του Διαφωτισμού.[156]
Τα τελευταία χρόνια οι μελετητές έχουν επεκτείνει τη χρονική διάρκεια και την παγκόσμια προοπτική του Διαφωτισμού εξετάζοντας: (1) πώς οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι δεν δούλευαν μόνοι τους και άλλοι βοήθησαν στη διάδοση και προσαρμογή των ιδεών του Διαφωτισμού, (2) πώς οι ιδέες του Διαφωτισμού ήταν «μια απάντηση στη διασυνοριακή αλληλεπίδραση και την παγκόσμια ολοκλήρωση» και (3) πώς ο Διαφωτισμός «συνεχίστηκε σε όλο τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά». Ο Διαφωτισμός «δεν ήταν απλώς μια ιστορία διάχυσης» και «ήταν έργο ιστορικών παραγόντων σε όλο τον κόσμο... που επικαλέστηκαν τον όρο... για τους δικούς τους συγκεκριμένους σκοπούς».
Στο βιβλίο του 1947 Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι φιλόσοφοι της Σχολής της Φρανκφούρτης Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο υποστηρίζουν: Ο Διαφωτισμός, κατανοητός με την ευρύτερη έννοια ως πρόοδος της σκέψης, είχε πάντα στόχο να απελευθερώσει τα ανθρώπινα όντα από τον φόβο και να καταστήσει κυρίους της ζωής τους. Ωστόσο η πλήρως διαφωτισμένη γη ακτινοβολεί υπό το σημάδι της θριαμβευτικής καταστροφής.[157].
Επεκτείνοντας το επιχείρημα των Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο ο ιστορικός διανοούμενος Τζέισον Τζόζεφσον Στορμ υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ιδέα περί Εποχής του Διαφωτισμού ως σαφώς καθορισμένης περιόδου που είναι ξεχωριστή από την προηγηθείσα Αναγέννηση και τον μεταγενέστερο Ρομαντισμό ή Αντιδιαφωτισμό συνιστά μύθο. Ο Στορμ επισημαίνει ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικές και αμοιβαία αντιφατικές περιοδοποιήσεις του Διαφωτισμού ανάλογα με τη χώρα, το πεδίο σπουδών και τη σχολή σκέψης, ότι ο όρος και η κατηγορία του "Διαφωτισμού" που αναφέρεται στην Επιστημονική Επανάσταση εφαρμόστηκε στην πραγματικότητα εκ των υστέρων, ότι κατά τον Διαφωτισμό δεν αυξήθηκε η απομάγευση ή η κυριαρχία της μηχανιστικής κοσμοθεωρίας και ότι μια ασάφεια στις πρώιμες νεότερες ιδέες των ανθρωπιστικών και των φυσικών επιστημών καθιστά δύσκολη την περιγραφή μιας Επιστημονικής Επανάστασης.[158] Ο Στορμ υπερασπίζεται την κατηγοριοποίησή του για τον Διαφωτισμό ως «μύθο» σημειώνοντας τον ρυθμιστικό ρόλο που παίζουν οι ιδέες μιας περιόδου Διαφωτισμού και της απομάγευσης στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα, έτσι ώστε η πίστη στη μαγεία, στον πνευματισμό, ακόμη και στη θρησκεία φαίνεται κάπως ταμπού στα πνευματικά στρώματα.[159]
Τη δεκαετία του 1970 η μελέτη του Διαφωτισμού επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τους τρόπους με τους οποίους οι ιδέες του Διαφωτισμού διαδόθηκαν στις ευρωπαϊκές αποικίες και πώς αλληλεπίδρασαν με τους αυτόχθονες πολιτισμούς και πώς συνέβη ο Διαφωτισμός σε πρώην μη μελετημένες περιοχές όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, τα Βαλκάνια, η Πολωνία, η Ουγγαρία και Ρωσία.[166] Διανοούμενοι όπως ο Ρόμπερτ Ντάρντον και ο Γιούργκεν Χάμπερμας έχουν επικεντρωθεί στις κοινωνικές συνθήκες του Διαφωτισμού. Ο Χάμπερμας περιέγραψε τη δημιουργία της «αστικής δημόσιας σφαίρας» στην Ευρώπη του 18ου αιώνα, που περιέχει τους νέους χώρους και τρόπους επικοινωνίας που επιτρέπουν την ορθολογική ανταλλαγή. Ο Χάμπερμας ανέφερε ότι η δημόσια σφαίρα ήταν αστική, ισότιμη, ορθολογική και ανεξάρτητη από το κράτος, καθιστώντας την τον ιδανικό χώρο για τους διανοούμενους να εξετάσουν κριτικά τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνία, μακριά από την παρέμβαση της καθιερωμένης εξουσίας. Ενώ η δημόσια σφαίρα είναι γενικά αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής μελέτης του Διαφωτισμού, άλλοι ιστορικοί[σημείωση 3] αμφισβήτησαν ότι η δημόσια σφαίρα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά.
Σε αντίθεση με τη διανοητική ιστοριογραφική προσέγγιση του Διαφωτισμού, που εξετάζει τα διάφορα ρεύματα πνευματικής σκέψης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, η πολιτισμική (ή κοινωνική) προσέγγιση εξετάζει τις αλλαγές που συνέβησαν στην ευρωπαϊκή κοινωνία και τον πολιτισμό. Αυτή η προσέγγιση μελετά τη διαδικασία αλλαγής κοινωνικοτήτων και πολιτισμικών πρακτικών κατά την εποχή του Διαφωτισμού.
Ένα από τα πρωταρχικά στοιχεία της κουλτούρας του Διαφωτισμού ήταν η ανύψωση της δημόσιας σφαίρας, ενός «βασιλείου επικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από νέες αρένες συζητήσεων, πιο ανοιχτές και προσβάσιμες μορφές αστικού δημόσιου χώρου και κοινωνικότητας και μια έκρηξη της έντυπης κουλτούρας», στα τέλη του 17ου και τον 18ο αιώνα.[160] Στοιχεία της δημόσιας σφαίρας ήταν το ότι ήταν ισότιμη, ότι συζητούσε το θέμα των «κοινών ενδιαφερόντων» και ότι το επιχείρημα βασιζόταν στη λογική.[161] Ο Χάμπερμας χρησιμοποιεί τον όρο «κοινά ενδιαφέροντα» για να περιγράψει εκείνους τους τομείς πολιτικής/κοινωνικής γνώσης και συζήτησης που προηγουμένως ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κρατικών και θρησκευτικών αρχών, τώρα ανοιχτούς σε κριτική εξέταση από τη δημόσια σφαίρα. Οι αξίες αυτής της αστικής δημόσιας σφαίρας περιλάμβαναν τη διατήρηση ως υπέρτατης της λογικής, θεωρώντας τα πάντα ανοιχτά στην κριτική (η δημόσια σφαίρα είναι κρίσιμη) και την αντίθεση σε κάθε είδους μυστικότητα.[162]
Η δημιουργία της δημόσιας σφαίρας έχει συνδεθεί με δύο μακροπρόθεσμες ιστορικές τάσεις: την άνοδο του σύγχρονου εθνικού κράτους και την άνοδο του καπιταλισμού. Το σύγχρονο έθνος-κράτος στην εδραίωση της δημόσιας εξουσίας του δημιούργησε με αντίστιξη ένα ιδιωτικό βασίλειο της κοινωνίας ανεξάρτητο από το κράτος, που επέτρεπε τη δημόσια σφαίρα. Ο καπιταλισμός αύξησε επίσης την αυτονομία και την αυτογνωσία της κοινωνίας, καθώς και την αυξανόμενη ανάγκη για ανταλλαγή πληροφοριών. Καθώς η εκκολαπτόμενη δημόσια σφαίρα επεκτάθηκε, αγκάλιασε μια μεγάλη ποικιλία θεσμών, και τα συχνότερα αναφερόμενα ήταν καφενεία, σαλόνια και η λογοτεχνική δημόσια σφαίρα, μεταφορικά εντοπισμένη στη Δημοκρατία των Γραμμάτων.[164] Στη Γαλλία τη δημιουργία της δημόσιας σφαίρας βοήθησε η μετακόμιση της αριστοκρατίας από το παλάτι του βασιλιά στις Βερσαλλίες το 1720 περίπου, καθώς οι μεγάλες δαπάνες τους τόνωσαν το εμπόριο πολυτελών ειδών και καλλιτεχνικών δημιουργιών, ιδιαίτερα εκλεκτών έργων ζωγραφικής.[165]
Το πλαίσιο για την άνοδο της δημόσιας σφαίρας ήταν η οικονομική και κοινωνική αλλαγή που συνήθως συνδέεται με τη Βιομηχανική Επανάσταση: «Οικονομική επέκταση, αυξανόμενη αστικοποίηση, αύξηση του πληθυσμού και βελτίωση των επικοινωνιών σε σύγκριση με τη στασιμότητα του προηγούμενου αιώνα».[166] Η αύξηση της αποτελεσματικότητας στις τεχνικές παραγωγής και στην επικοινωνία μείωσε τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών και αύξησε την ποσότητα και την ποικιλία τους που ήταν διαθέσιμα στους καταναλωτές (συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας που είναι απαραίτητη για τη δημόσια σφαίρα). Εν τω μεταξύ η αποικιακή εμπειρία (τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη είχαν αποικιακές αυτοκρατορίες τον 18ο αιώνα) άρχισε να εκθέτει την ευρωπαϊκή κοινωνία σε εξαιρετικά ετερογενείς πολιτισμούς, οδηγώντας στην κατάρριψη των «φραγμών μεταξύ πολιτισμικών συστημάτων, θρησκευτικών και φυλετικών διαφορών και γεωγραφικών περιοχών».[167]
Η λέξη "δημόσιο" υποδηλώνει το υψηλότερο επίπεδο συμμετοχής - η δημόσια σφαίρα εξ ορισμού πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους. Ωστόσο αυτή η σφαίρα ήταν δημόσια μόνο σε σχετικό βαθμό. Οι στοχαστές του Διαφωτισμού αντιπαραβάλλουν συχνά την αντίληψή τους για το «κοινό» με αυτή του λαού: ο Κοντορσέ αντιπαραβάλλει την «άποψη» με τις μάζες, ο Ζαν-Φρανσουά Μαρμοντέλ «τη γνώμη των ανδρών των γραμμάτων» με «τη γνώμη του πλήθους» και ο Ντ'Αλαμπέρ το «πραγματικά φωτισμένο κοινό» με «το τυφλό και θορυβώδες πλήθος».[168] Επιπλέον οι περισσότεροι θεσμοί της δημόσιας σφαίρας απέκλειαν τόσο τις γυναίκες όσο και τις κατώτερες τάξεις..[169] Οι διαταξικές επιρροές εμφανίστηκαν μέσω της συμμετοχής ευγενών και κατώτερων τάξεων σε χώρους όπως τα καφενεία και οι μασονικές στοές.
Λόγω της εστίασης στη λογική έναντι της δεισιδαιμονίας, ο Διαφωτισμός καλλιέργησε τις τέχνες.[170] Η έμφαση στη μάθηση, την τέχνη και τη μουσική έγινε πιο διαδεδομένη, ειδικά με την αυξανόμενη μεσαία τάξη. Τομείς σπουδών όπως η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η επιστήμη και οι καλές τέχνες διερευνούσαν όλο και περισσότερο το αντικείμενο με το οποίο το ευρύ κοινό, εκτός από τους ήδη πιο εξέχοντες διανοούμενους και τους προστάτες τους, μπορούσε να σχετίζεται.[171]
Καθώς οι μουσικοί εξαρτώνταν περισσότερο από τη δημόσια υποστήριξη, οι δημόσιες συναυλίες έγιναν όλο και πιο δημοφιλείς και συμπλήρωναν τα εισοδήματα των καλλιτεχνών και των συνθετών. Οι συναυλίες τους βοήθησαν επίσης να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό. Καθώς οι μουσικοί εξαρτώνταν περισσότερο από τη δημόσια υποστήριξη, οι δημόσιες συναυλίες έγιναν όλο και πιο δημοφιλείς και συμπλήρωναν τα εισοδήματα των καλλιτεχνών και των συνθετών. Οι συναυλίες τους βοήθησαν επίσης να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό. Ο Χαίντελ το αποτύπωσε με τις άκρως δημόσιες μουσικές του δραστηριότητες στο Λονδίνο. Εκεί απέκτησε μεγάλη φήμη με τις παραστάσεις όπερας και ορατορίων του. Η μουσική του Χάυντν και του Μότσαρτ, με το βιεννέζικο κλασικό τους ύφος, συνήθως θεωρείται ότι είναι η πιο σύμφωνη με τα ιδανικά του Διαφωτισμού.[172]
Η επιθυμία για εξερεύνηση, καταγραφή και συστηματοποίηση της γνώσης είχε σημαντικό αντίκτυπο στις μουσικές εκδόσεις. Το Dictionnaire de musique του Ρουσσώ (εκδόθηκε το 1767 στη Γενεύη και το 1768 στο Παρίσι) ήταν ένα κορυφαίο κείμενο στα τέλη του 18ου αιώνα.[172] Αυτό το ευρέως διαθέσιμο λεξικό έδινε σύντομους ορισμούς λέξεων όπως ιδιοφυΐα και γεύση και ήταν σαφώς επηρεασμένο από το κίνημα του Διαφωτισμού. Ένα άλλο κείμενο που επηρεάστηκε από τις αξίες του Διαφωτισμού ήταν το Γενική Ιστορία της Μουσικής: Από τους Πρώτους Αιώνες μέχρι τη Σημερινή Περίοδο (1776) του Τσαρλς Μπέρνι, που ήταν μια ιστορική έρευνα και μια προσπάθεια εξορθολογισμού στοιχείων της μουσικής συστηματικά με την πάροδο του χρόνου.[173] Πρόσφατα οι μουσικολόγοι έδειξαν ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις ιδέες και τις συνέπειες του Διαφωτισμού. Για παράδειγμα οι Deconstructive Variations του Ροζ Ρόζενγκραντ Σούμποτνικ (με υπότιτλο Μουσική και Λογική στη Δυτική Κοινωνία) συγκρίνουν το Die Zauberflöte (1791) του Μότσαρτ χρησιμοποιώντας τις απόψεις του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το έργο είναι «μια ιδανική μουσική αναπαράσταση του Διαφωτισμού».[173]
Καθώς η οικονομία και η μεσαία τάξη διευρύνονταν, αυξανόταν ο αριθμός των ερασιτεχνών μουσικών. Μια εκδήλωση αυτού αφορούσε τις γυναίκες, που ασχολούντο περισσότερο με τη μουσική σε κοινωνικό επίπεδο. Οι γυναίκες ασχολούντο ήδη με επαγγελματικούς ρόλους ως τραγουδίστριες και αύξησαν την παρουσία τους στη σκηνή των ερασιτεχνών ερμηνευτών, ειδικά με τη μουσική πληκτρολόγιοy.[181] Οι μουσικοί εκδότες άρχισαν να τυπώνουν μουσική που οι ερασιτέχνες μπορούσαν να κατανοήσουν και να παίξουν. Η πλειονότητα των έργων που εκδόθηκαν ήταν για πληκτρολόγιο, φωνή και πληκτρολόγιο και σύνολο δωματίου.[174] Μετά τη διάδοση αυτών των αρχικών ειδών, από τα μέσα του αιώνα και μετά, ερασιτεχνικές ομάδες τραγουδούσαν χορωδιακή μουσική, που στη συνέχεια έγινε μια νέα τάση για να κεφαλαιοποιήσουν οι εκδότες. Η αυξανόμενη μελέτη των καλών τεχνών, καθώς και η πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα φιλικά προς τους ερασιτέχνες, οδήγησε στο να ενδιαφέρονται περισσότεροι άνθρωποι να διαβάζουν και να συζητούν τη μουσική. Μουσικά περιοδικά, κριτικές και κριτικά έργα που ταίριαζαν τόσο σε ερασιτέχνες όσο και σε επαγγελματίες άρχισαν να εμφανίζονται.[174]
Οι φιλόσοφοι ξόδεψαν πολλή ενέργεια για τη διάδοση των ιδεών τους μεταξύ των μορφωμένων ανδρών και γυναικών σε κοσμοπολίτικες πόλεις. Χρησιμοποίησαν πολλούς χώρους, μερικοί από αυτούς αρκετά νέοι.
Ο όρος «Δημοκρατία των Γραμμάτων» επινοήθηκε το 1664 από τον Πιέρ Μπαιλ στο περιοδικό του Nouvelles de la Republique des Lettres. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα ο εκδότης του Histoire de la République des Lettres en France, μιας λογοτεχνικής επιθεώρησης, περιέγραψε τη Δημοκρατία των Γραμμάτων ως:
Ανάμεσα σε όλες τις κυβερνήσεις που αποφασίζουν για τη μοίρα των ανθρώπων. στους κόλπους τόσων πολλών κρατών, τα περισσότερα από αυτά δεσποτικά ... υπάρχει ένα συγκεκριμένο κράτος που κυριαρχεί μόνο στο μυαλό ... που τιμούμε με το όνομα Δημοκρατία, επειδή διατηρεί ένα μέτρο ανεξαρτησίας και επειδή είναι σχεδόν η ουσία του να είναι ελεύθερο. Είναι το κράτος του ταλέντου και της σκέψης.[175]
Η Δημοκρατία των Γραμμάτων ήταν το άθροισμα ορισμένων ιδεωδών του Διαφωτισμού: ένα κράτος ισοτιμίας που διέπεται από τη γνώση που μπορούσε να δράσει πέρα από τα πολιτικά σύνορα και την αντίπαλη κρατική εξουσία.[175] Ήταν ένα φόρουμ που υποστήριζε την «ελεύθερη δημόσια εξέταση θεμάτων σχετικά με τη θρησκεία ή τη νομοθεσία».[176] Ο Καντ θεωρούσε τη γραπτή επικοινωνία απαραίτητη για την αντίληψή του για τη δημόσια σφαίρα. Από τη στιγμή που όλοι ήταν μέρος του «αναγνωστικού κοινού», τότε η κοινωνία θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν διαφωτισμένη.[177] Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στη Δημοκρατία των Γραμμάτων, όπως ο Ντιντερό και ο Βολταίρος, είναι συχνά γνωστοί σήμερα ως σημαντικές προσωπικότητες του Διαφωτισμού. Πράγματι οι άνδρες που έγραψαν την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό αποτελούσαν αναμφισβήτητα ένα μικρόκοσμο της ευρύτερης «δημοκρατίας».[178]
Πολλές γυναίκες έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον Γαλλικό Διαφωτισμό ως salonnières στα παριζιάνικα σαλόνια, σε αντιπαραβολή με τους άντρες φιλοσόφους. Το σαλόνι ήταν ο κύριος κοινωνικός θεσμός της δημοκρατίας[179] και «έγινε ο πολιτικός χώρος εργασίας του έργου του Διαφωτισμού». Οι γυναίκες, ως salonnières, ήταν «οι νόμιμοι διαιτητές [του] δυνητικά απείθαρχου λόγου» που λάμβανε χώρα εκεί.[180] Ενώ οι γυναίκες ήταν στο περιθώριο της δημόσιας κουλτούρας του Παλαιού Καθεστώτος η Γαλλική Επανάσταση διέλυσε τους παλιούς πολιτιστικούς και οικονομικούς περιορισμούς της πατρωνίας και του κορπορατισμού (συντεχνίες), ανοίγοντας τη γαλλική κοινωνία στη συμμετοχή των γυναικών, ιδιαίτερα στη λογοτεχνική σφαίρα.[181]
Στη Γαλλία οι καθιερωμένοι άνθρωποι των γραμμάτων (gens de lettres) είχαν συγχωνευθεί με τις ελίτ (les grands) της γαλλικής κοινωνίας από τα μέσα του 18ου αιώνα. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας αντιπολιτευτικής λογοτεχνικής σφαίρας, της Grub Street, του συνόλου ενός "πλήθους στιχουργών και επίδοξων συγγραφέων".[182] Αυτοί ήρθαν στο Λονδίνο για να γίνουν συγγραφείς μόνο για να ανακαλύψουν ότι η λογοτεχνική αγορά δεν μπορούσε να υποστηρίξει μεγάλο αριθμό συγγραφέων, που ούτως ή άλλως αμείβονταν πολύ άσχημα από τις συντεχνίες εκδοτών-βιβλιοπωλών.[183]
Οι συγγραφείς της Grub Street, οι Grub Street Hacks, έμειναν πικραμένοι για τη σχετική επιτυχία των ανθρώπων των γραμμάτων[184] και βρήκαν μια διέξοδο για τη λογοτεχνία τους, που χαρακτηριζόταν από τον λίβελο. Γραμμένοι ως επί το πλείστον σε μορφή φυλλαδίων, οι λίβελοι «συκοφαντούν την αυλή, την Εκκλησία, την αριστοκρατία, τις ακαδημίες, τα σαλόνια, καθετί ανώτερο και αξιοσέβαστο, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της μοναρχίας».[185] Το Le Gazetier cuirassé του Σαρλ Τεβενό ντε Μοράντ ήταν ένα πρωτότυπο του είδους. Ήταν η λογοτεχνία της Grub Street που διαβάστηκε περισσότερο από το κοινό κατά την Εποχή του Διαφωτισμού.[186] Σύμφωνα με τον Ντάρντον το πιο σημαντικό είναι ότι οι συγγραφείς της Grub Street κληρονόμησαν το «επαναστατικό πνεύμα» που κάποτε επιδείκνυαν οι φιλόσοφοι και άνοιξαν τον δρόμο για τη Γαλλική Επανάσταση αποκαθηλώνοντας μορφές της πολιτικής, της ηθικής και της θρησκευτικής εξουσίας στη Γαλλία.[187]
Η αυξημένη κατανάλωση αναγνωστικού υλικού κάθε είδους ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του «κοινωνικού» Διαφωτισμού. Οι εξελίξεις της Βιομηχανικής Επανάστασης επέτρεψαν την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών σε μεγαλύτερες ποσότητες και χαμηλότερες τιμές, ενθαρρύνοντας τη διάδοση βιβλίων, φυλλαδίων, εφημερίδων και περιοδικών – «μέσων μετάδοσης ιδεών και στάσεων». Η εμπορική ανάπτυξη αύξησε επίσης τη ζήτηση για πληροφορίες, μαζί με την αύξηση του πληθυσμού και ης αστικοποίησης.[188] Ωστόσο η ζήτηση για αναγνωστικό υλικό επεκτάθηκε πέραν του εμπορικού και ης ανώτερης και μεσαίας τάξης, όπως αποδεικνύεται από τη bibliothèque bleue. Τα ποσοστά αλφαβητισμού είναι δύσκολο να μετρηθούν, αλλά στη Γαλλία αυτά διπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[189] Αντικατοπτρίζοντας τη φθίνουσα επιρροή της θρησκείας ο αριθμός των βιβλίων για την επιστήμη και την τέχνη που εκδόθηκαν στο Παρίσι διπλασιάστηκε από το 1720 ως το 1780, ενώ ο αριθμός των βιβλίων για τη θρησκεία έπεσε μόλις στο ένα δέκατο του συνόλου.[21]
Η ανάγνωση υπέστη σοβαρές αλλαγές τον18ο αιώνα. Συγκεκριμένα ο Ρολφ Εγκελσιγκ έχει υποστηρίξει την ύπαρξη μιας αναγνωστικής επανάστασης. Μέχρι το 1750 η ανάγνωση γινόταν εντατικά: οι άνθρωποι είχαν την τάση να έχουν μικρό αριθμό βιβλίων και να τα διαβάζουν επανειλημμένα, συχνά σε μικρό κοινό. Μετά το 1750 άρχισαν να διαβάζουν «εκτενώς», βρίσκοντας όσα περισσότερα βιβλία μπορούσαν, διαβάζοντάς τα όλο και περισσότερο μόνοι τους.[190] Αυτό υποστηρίχθηκε από την αύξηση των ποσοστών αλφαβητισμού, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών.[191]
Η συντριπτική πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να έχει ιδιωτική βιβλιοθήκη και ενώ οι περισσότερες από τις κρατικές «γενικές βιβλιοθήκες» που ιδρύθηκαν τον 17ο και τον 18ο αιώνα ήταν ανοιχτές στο κοινό, δεν ήταν οι μόνες πηγές αναγνωστικού υλικού. Στο ένα άκρο του φάσματος βρισκόταν η bibliothèque bleue, μια συλλογή βιβλίων φτηνής παραγωγής που εκδόθηκε στο Τρουά της Γαλλίας. Αυτά τα βιβλία προορίζονταν για ένα κυρίως αγροτικό και ημιεγγράμματο κοινό και, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν καζαμίες, αναδιηγήσεις μεσαιωνικών ρομάντζων και συμπυκνωμένες εκδοχές δημοφιλών μυθιστορημάτων. Ενώ ορισμένοι ιστορικοί έχουν επιχειρηματολογήσει κατά της διείσδυσης του Διαφωτισμού στις κατώτερες τάξεις, η bibliothèque bleue αντιπροσωπεύει τουλάχιστον την επιθυμία συμμετοχής στην κοινωνικότητα του Διαφωτισμού.[192] Στις ανώτερες τάξεις διάφορα ιδρύματα πρόσφεραν στους αναγνώστες πρόσβαση σε υλικό χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουν τίποτα. Βιβλιοθήκες που δάνειζαν το υλικό τους με μικρό αντίτιμο άρχισαν να εμφανίζονται και περιστασιακά τα βιβλιοπωλεία πρόσφεραν μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη στους θαμώνες τους. Τα καφενεία συνήθως πρόσφεραν βιβλία, περιοδικά και μερικές φορές ακόμη και δημοφιλή μυθιστορήματα στους πελάτες τους. Το Tatler και το The Spectator, δύο περιοδικά με επιρροή που πωλούντο από το 1709 ως το 1714, συνδέθηκαν στενά με την κουλτούρα των καφενείων στο Λονδίνο, και διαβάζονταν και παράγονταν σε διάφορα ιδρύματα της πόλης.[193] Αυτό είναι ένα παράδειγμα της τριπλής ή και τετραπλής λειτουργίας του καφενείου: εκεί αναγνωστικό υλικό συχνά αποκτιόταν, διαβαζόταν, συζητιόταν και παραγόταν.[194]
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι πραγματικά διάβαζαν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού. Για παράδειγμα η εξέταση των καταλόγων των ιδιωτικών βιβλιοθηκών δίνει μια εικόνα στρεβλή προς όφελος των τάξεων που ήταν αρκετά πλούσιες ώστε να μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις βιβλιοθήκες και επίσης αγνοεί λογοκριμένα έργα που ήταν απίθανο να αναγνωριστούν δημόσια. Για το λόγο αυτό μια μελέτη για τις δημοσιεύσεις θα ήταν πολύ πιο γόνιμη για τις πραγματικές αναγνωστικές συνήθειες.[195] Σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά κυρίως στη Γαλλία, οι βιβλιοπώλες και οι εκδότες έπρεπε να υπερπηδήσουν νόμους λογοκρισίας διαφορετικής αυστηρότητας. Για παράδειγμα η Encyclopédie μετά βίας απέφυγε την κατάσχεση και τελικά σώθηκε από τον Μαλσέρμπ, τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για τη γαλλική λογοκρισία. Πράγματι πολλές εκδοτικές εταιρείες βρίσκονταν σε βολική τοποθεσία εκτός Γαλλίας, ώστε να παρακαμφθούν οι υπερφανατικοί Γάλλοι λογοκριτές. Περνούσαν λαθραία από τα σύνορα τα εμπορεύματά τους, που στη συνέχεια μεταφέρονταν σε μυστικούς βιβλιοπώλες ή μικροπωλητές.[196] Τα αρχεία των παράνομων βιβλιοπωλών δίνουν ίσως μια καλύτερη εικόνα του τι μπορεί να διάβαζαν πραγματικά οι εγγράμματοι Γάλλοι, καθώς η λαθραία φύση τους παρείχε μια λιγότερο περιοριστική επιλογή.[197] Τα πολιτικά βιβλία ήταν η πιο δημοφιλής κατηγορία, κυρίως οι λίβελοι και τα φυλλάδια. Οι αναγνώστες ενδιαφέρονταν περισσότερο για εντυπωσιακές ιστορίες για εγκληματίες και πολιτική διαφθορά παρά για την ίδια την πολιτική θεωρία. Η δεύτερη πιο δημοφιλής κατηγορία, τα «γενικά έργα» (εκείνα τα βιβλία «που δεν είχαν κυρίαρχο μοτίβο και που περιείχαν κάτι που να προσβάλλει σχεδόν όλους ήταν στην εξουσία»), έδειχνε μεγάλη ζήτηση για γενικά ανατρεπτική λογοτεχνία χαμηλών απαιτήσεων. Ωστόσο αυτά τα έργα δεν έγιναν ποτέ μέρος του λογοτεχνικού κανόνα και έτσι έχουν ξεχαστεί σε μεγάλο βαθμό σήμερα.[197]
Υπήρχε μια υγιής, νόμιμη εκδοτική βιομηχανία σε όλη την Ευρώπη, αν και καταξιωμένοι εκδότες και πωλητές βιβλίων κατά καιρούς παραβίαζαν τον νόμο. Για παράδειγμα η Encyclopédie που καταδικάστηκε τόσο από τον Βασιλιά όσο και από τον [[Πάπας Κλήμης ΙΒ΄|Κλήμη ΙΒ΄], βρήκε ωστόσο τον δρόμο της για εκτύπωση με τη βοήθεια του προαναφερθέντος Μαλσέρμπ, και τη δημιουργική χρήση του γαλλικού νόμου περί λογοκρισίας.[198] Ωστόσο πολλά έργα πωλούνταν χωρίς να αντιμετωπίσουν κανένα νομικό πρόβλημα. Ο δανεισμός αρχείων από βιβλιοθήκες στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Βόρεια Αμερική δείχνει ότι περισσότερο από το 70% των βιβλίων που δανείζονταν ήταν μυθιστορήματα. Λιγότερο από το 1% των βιβλίων ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα, υποδηλώνοντας τη γενική τάση φθίνουσας θρησκευτικότητας.[175]
Ένα είδος που απέκτησε μεγάλη σημασία ήταν αυτό της επιστημονικής λογοτεχνίας. Η φυσική ιστορία ιδιαίτερα έγινε ολοένα και πιο δημοφιλής μεταξύ των ανώτερων τάξεων. Έργα της φυσικής ιστορίας περιλαμβάνουν την Histoire naturelle des insectes (Φυσική ιστορία των εντόμων) του Ρενέ-Αντουάν Φερσώ ντε Ρεωμύρ και La Myologie complète, ou description de tous les muscles du corps humain (Πλήρης Μυολογία, ή περιγραφή όλων των μυών του ανθρώπινου σώματος) (1746) του Ζακ Γκωτιέ ντ" Αγκοτί. Εξω από το Παλαιό Καθεστώς της Γαλλίας η φυσική ιστορία ήταν σημαντικό μέρος της ιατρικής και της βιομηχανίας, περιλαμβάνοντας τους τομείς της βοτανικής, της ζωολογίας, της μετεωρολογίας, της υδρολογίας και της ορυκτολογίας. Οι φοιτητές σε πανεπιστήμια και ακαδημίες του Διαφωτισμού διδάσκονταν αυτά τα μαθήματα για να προετοιμαστούν για καριέρες τόσο διαφορετικές όπως η ιατρική και η θεολογία. Όπως απέδειξε ο Μάθιου Ντανιέλ Έντυ η φυσική ιστορία σε αυτό το πλαίσιο ήταν μια επιδίωξη σαφώς της μεσαίας τάξης και λειτούργησε ως γόνιμη εμπορική ζώνη για τη διεπιστημονική ανταλλαγή διαφορετικών επιστημονικών ιδεών.[199]
Το κοινό-στόχος της φυσικής ιστορίας ήταν η γαλλική ανώτερη τάξη, κάτι που αποδεικνύεται περισσότερο από τον συγκεκριμένο λόγο του είδους παρά από τις γενικά υψηλές τιμές των έργων του. Οι φυσιοδίφες κάλυπταν την επιθυμία της ανώτερης τάξης για ευρυμάθεια: πολλά κείμενα είχαν ένα ρητό διδακτικό σκοπό. Ωστόσο η φυσική ιστορία ήταν συχνά πολιτική υπόθεση. Όπως γράφει η Εμα Σπέιρι, οι ταξινομήσεις που χρησιμοποιούσαν οι φυσιοδίφες «διολίσθαιναν μεταξύ του φυσικού κόσμου και του κοινωνικού ... για να επιβεβαιώσουν όχι μόνο την εξειδίκευση των φυσιολόγων έναντι του φυσικού, αλλά και την κυριαρχία του φυσικού έναντι του κοινωνικού».[200] Η ιδέα του γούστου (le goût) ήταν ένας κοινωνικός δείκτης: για να μπορεί κανείς πραγματικά να κατηγοριοποιήσει τη φύση, έπρεπε να έχει το κατάλληλο γούστο, μια ικανότητα διακριτικότητας που μοιράζονταν όλα τα μέλη της ανώτερης τάξης. Με αυτό τον τρόπο η φυσική ιστορία διέδωσε πολλές από τις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής, αλλά παρείχε επίσης μια νέα πηγή νομιμότητας για την κυρίαρχη τάξη.[201] Από αυτή τη βάση οι φυσιοδίφες θα μπορούσαν στη συνέχεια να αναπτύξουν τα δικά τους κοινωνικά ιδανικά με βάση τα επιστημονικά τους έργα.[202]
Τα πρώτα επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά ιδρύθηκαν κατά την εποχή του Διαφωτισμού. Το πρώτο περιοδικό, το Journal des sçavans, εμφανίστηκε το 1665 στο Παρίσι. Ωστόσο μόλις το 1682 άρχισαν να παράγονται περιοδικά ευρύτερα. Τα γαλλικά και τα λατινικά ήταν οι επικρατούσες γλώσσες δημοσίευσης, αλλά υπήρχε επίσης σταθερή ζήτηση για υλικό στα γερμανικά και τα ολλανδικά. Υπήρχε γενικά χαμηλή ζήτηση για αγγλικές εκδόσεις στην ήπειρο, κάτι που αντιστοιχούσε στην παρόμοια έλλειψη επιθυμίας της Αγγλίας για γαλλικά έργα. Για γλώσσες που στερούντο μιας διεθνούς αγοράς —όπως τα δανικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά— ήταν πιο δύσκολη η επιτυχία περιοδικών και αντ' αυτών χρησιμοποιήθηκε μια πιο διεθνής γλώσσα. Τα γαλλικά ανέλαβαν σιγά σιγά το καθεστώς των Λατινικών ως lingua franca των μορφωμένων κύκλων. Αυτό με τη σειρά του έδωσε προτεραιότητα στον εκδοτικό κλάδο της Ολλανδίας, όπου παρήχθη η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των γαλλόφωνων περιοδικών.[203]
Ο Τζόναθαν Ισραελ αποκάλεσε τα περιοδικά την πιο σημαντική πολιτιστική καινοτομία της ευρωπαϊκής πνευματικής κουλτούρας.[204] Μετατόπισαν την προσοχή του «καλλιεργημένου κοινού» μακριά από τις καθιερωμένες αρχές στην καινοτομία και τον νεωτερισμό, και αντ' αυτού προώθησαν τα πεφωτισμένα ιδανικά της ανεκτικότητας και της πνευματικής αντικειμενικότητας. Όντας μια πηγή γνώσης που προερχόταν από την επιστήμη και τη λογική, ήταν μια σιωπηρή κριτική των υπαρχουσών αντιλήψεων της καθολικής αλήθειας που μονοπωλούσαν οι μοναρχίες, τα κοινοβούλια και οι θρησκευτικές αρχές. Προώθησαν επίσης τον Χριστιανικό Διαφωτισμό που υποστήριζε «τη νομιμότητα της καθοριζόμενης από τον Θεό εξουσίας»—της Αγίας Γραφής—στην οποία έπρεπε να υπάρχει συμφωνία μεταξύ της βιβλικής και της φυσικής θεωρίας.[205]
Αν και η ύπαρξη λεξικών και εγκυκλοπαιδειών εκτείνεται ως την αρχαιότητα, τα κείμενα άλλαξαν από τον ορισμό των λέξεων σε μια μακρά λίστα σε πολύ πιο λεπτομερείς συζητήσεις για αυτές τις λέξεις στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά του 18ου αιώνα.[206] Τα έργα αυτά ήταν μέρος ενός κινήματος του Διαφωτισμού για τη συστηματοποίηση της γνώσης και την παροχή εκπαίδευσης σε ένα ευρύτερο κοινό από τις ελίτ. Καθώς προχωρούσε ο 18ος αιώνας το περιεχόμενο των εγκυκλοπαιδειών άλλαζε επίσης ανάλογα με τα γούστα των αναγνωστών. Οι τόμοι έτειναν να επικεντρώνονται πιο έντονα σε κοσμικές υποθέσεις, ιδιαίτερα στην επιστήμη και την τεχνολογία, παρά σε θέματα θεολογίας.
Μαζί με τα κοσμικά ζητήματα οι αναγνώστες ευνόησαν επίσης ένα αλφαβητικό σχέδιο ταξινόμησης έναντι των δυσκίνητων έργων που διατάσσονται σύμφωνα με θεματικές γραμμές.[207] Σχολιάζοντας την αλφαβητοποίηση, ο ιστορικός Σαρλ Πορσέ ανέφερε ότι «καθώς ο μηδενικός βαθμός ταξινόμησης, η αλφαβητική σειρά καθορίζει όλες τις στρατηγικές ανάγνωσης· από αυτή την άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί έμβλημα του Διαφωτισμού». Για τον Πορσέ η αποφυγή θεματικών και ιεραρχικών συστημάτων επιτρέπει έτσι την ελεύθερη ερμηνεία των έργων και γίνεται παράδειγμα ισότητας[208]. Οι εγκυκλοπαίδειες και τα λεξικά έγιναν επίσης πιο δημοφιλή κατά την Εποχή του Διαφωτισμού καθώς ο αριθμός των μορφωμένων καταναλωτών που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τέτοια κείμενα άρχισε να πολλαπλασιάζεται.[206] Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ο αριθμός των λεξικών και των εγκυκλοπαιδειών που εκδόθηκαν ανά δεκαετία αυξήθηκε από 63 μεταξύ 1760 και 1769 σε περίπου 148 τη δεκαετία που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση.[209] Μαζί με την αύξηση των αριθμών τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες μεγάλωσαν επίσης σε έκταση, έχοντας συχνά πολλαπλές εκδόσεις, πολλές φορές συμπληρωματικές.[207]
Το πρώτο τεχνικό λεξικό συντάχθηκε από τον Τζον Χάρις και είχε τον τίτλο Lexicon Technicum: Or, An Universal English Dictionary of Arts and Sciences (Παγκόσμιο Αγγλικό Λεξικό Τεχνών και Επιστημών). Το βιβλίο του Χάρις αποφεύγει τις θεολογικές και βιογραφικές καταχωρήσεις και αντ' αυτού επικεντρώνεται στην επιστήμη και την τεχνολογία. Το Lexicon Technicum, που εκδόθηκε το 1704, ήταν το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στα Αγγλικά και ακολούθησε μια μεθοδική προσέγγιση στην περιγραφή των μαθηματικών και της εμπορικής αριθμητικής μαζί με τις φυσικές επιστήμες και τη ναυσιπλοΐα. Άλλα τεχνικά λεξικά ακολούθησαν το μοντέλο του Χάρις, όπως η Cyclopaedia του Eφρεμ Τσάμπερς (1728), που περιλάμβανε πέντε εκδόσεις και είναι ένα ουσιαστικά μεγαλύτερο έργο από το έργο του Χάρις. Η βιβλιόδετη έκδοση του έργου περιλάμβανε ακόμη και πτυσσόμενα χαρακτικά. Η Cyclopaedia έδωσε έμφαση στις θεωρίες του Νεύτωνα,, τη φιλοσοφία του Λοκ και περιείχε αναλυτικές περιγραφές τεχνολογιών, όπως η [χαρακτική]], η ζυθοποιία και η βαφή.
Στη Γερμανία τον 18ο αιώνα έγιναν δημοφιλή τα πρακτικά έργα αναφοράς που προορίζονταν για την αμόρφωτη πλειοψηφία. Το Marperger Curieuses Natur-, Kunst-, Berg-, Gewerk- und Handlungs-Lexicon (1712) εξήγησε όρους που περιέγραφαν με χρήσιμο τρόπο τα επαγγέλματα και την επιστημονική και εμπορική εκπαίδευση. Το Jablonksi Allgemeines Lexicon (1721) ήταν περισσότερο γνωστό από το Handlungs-Lexicon και υπογράμμιζε τεχνικά θέματα παρά την επιστημονική θεωρία. Για παράδειγμα, περισσότερες από πέντε στήλες κειμένου ήταν αφιερωμένες στο κρασί, ενώ στη γεωμετρία και στη λογική διατέθηκαν μόνο είκοσι δύο και δεκαεπτά γραμμές, αντίστοιχα. Η πρώτη έκδοση της Encyclopædia Britannica (1771) διαμορφώθηκε στην ίδια γραμμή με τα γερμανικά λεξικά.[210]
Ωστόσο το χαρακτηριστικό παράδειγμα των έργων αναφοράς που συστηματοποίησαν την επιστημονική γνώση την Εποχή του Διαφωτισμού ήταν οι γενικές εγκυκλοπαίδειες μάλλον παρά τα τεχνικά λεξικά. Ο στόχος των εγκυκλοπαιδειών αυτών ήταν να καταγράψουν όλη την ανθρώπινη γνώση σε ένα ολοκληρωμένο έργο αναφοράς.[211] Το πιο γνωστό από αυτά τα έργα είναι η Encyclopédie, ou dictionnaire raisonné des sciences, des arts et des métiers των Ντιντερό και ντ' Αλαμπέρ. Το έργο, που άρχισε να δημοσιεύεται το 1751, αποτελείται από 35 τόμους και πάνω από 71.000 ξεχωριστά λήμματα. Ένας μεγάλος αριθμός συμμετοχών ήταν αφιερωμένος στη λεπτομερή περιγραφή των επιστημών και των χειροτεχνιών και παρείχαν στους διανοούμενους σε όλη την Ευρώπη μια έρευνα υψηλής ποιότητας της ανθρώπινης γνώσης. Στον Πρόλογο στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό του ντ'Aλαμπέρ, υπογραμμίζεται ως στόχος του έργου να καταγράψει την έκταση της ανθρώπινης γνώσης στις τέχνες και τις επιστήμες:
Ως Εγκυκλοπαίδεια πρέπει να εκθέτει όσο το δυνατόν καλύτερα τη σειρά και τη σύνδεση των μερών της ανθρώπινης γνώσης. Ως αιτιολογημένο λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων πρέπει να περιέχει τις γενικές αρχές που αποτελούν τη βάση κάθε επιστήμης και κάθε τέχνης, φιλελεύθερης ή μηχανικής, και τα πιο ουσιαστικά γεγονότα που συνθέτουν το σώμα και την ουσία καθεμιάς.[212]
Το τεράστιο έργο οργανώθηκε σύμφωνα με ένα «δέντρο της γνώσης». Το δέντρο αντανακλούσε τον έντονο διαχωρισμό μεταξύ των τεχνών και των επιστημών, που ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ανόδου του εμπειρισμού. Και οι δύο τομείς της γνώσης ενώνονταν από τη φιλοσοφία, ή τον κορμό του δέντρου της γνώσης. Η αποκαθήλωση της θρησκείας από τον διαφωτισμό ήταν εμφανής στο σχέδιο του δέντρου, ιδιαίτερα όπου η θεολογία αντιπροσώπευε ένα περιφερειακό κλαδί, με τη μαύρη μαγεία ως στενό της γείτονα.[213] Καθώς η Εγκυκλοπαίδεια κέρδισε δημοτικότητα, δημοσιεύτηκε σε εκδόσεις quarto και octavo μετά το 1777. Αυτές οι εκδόσεις ήταν πολύ φθηνότερες από τις προηγούμενες, καθιστώντας την Εγκυκλοπαίδεια πιο προσιτή πέραν των ελίτ. Ο Ρόμπερτ Ντάρντον υπολογίζει ότι υπήρχαν περίπου 25.000 αντίγραφα της Εγκυκλοπαίδειας σε κυκλοφορία σε όλη τη Γαλλία και την Ευρώπη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση.[214] Η εκτεταμένη αλλά προσιτή εγκυκλοπαίδεια ήρθε να αντιπροσωπεύσει τη μετάδοση του Διαφωτισμού και της επιστημονικής εκπαίδευσης σε ένα διευρυνόμενο κοινό.[215]
Μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις που έφερε η εποχή του Διαφωτισμού στην επιστήμη ήταν η εκλαΐκευση της. Ένας όλο και πιο εγγράμματος πληθυσμός που αναζητούσε γνώση και εκπαίδευση τόσο στις τέχνες όσο και στις επιστήμες οδήγησε στην επέκταση της έντυπης κουλτούρας και στη διάδοση της επιστημονικής μάθησης. Ο νέος εγγράμματος πληθυσμός επιταχύνθηκε από την υψηλή αύξηση της διαθεσιμότητας τροφίμων. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς ανθρώπους να βγουν από τη φτώχεια και αντί να πληρώνουν περισσότερα για φαγητό, είχαν χρήματα και για εκπαίδευση.[216] Η εκλαΐκευση ήταν γενικά μέρος ενός γενικού ιδεώδους του Διαφωτισμού που προσπαθούσε «να κάνει τις πληροφορίες διαθέσιμες στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων».[217] Καθώς το ενδιαφέρον του κοινού για τη φυσική φιλοσοφία αυξανόταν κατά τον 18ο αιώνα, τα δημόσια μαθήματα διαλέξεων και η δημοσίευση λαϊκών κειμένων άνοιξαν νέους δρόμους προς τα χρήματα και τη φήμη για ερασιτέχνες και επιστήμονες που παρέμεναν στην περιφέρεια των πανεπιστημίων και των ακαδημιών.[218] Οι πιο επίσημες εργασίες περιλάμβαναν επεξηγήσεις επιστημονικών θεωριών για άτομα που δεν είχαν το εκπαιδευτικό υπόβαθρο για να κατανοήσουν το αρχικό επιστημονικό κείμενο. Η περίφημη Philosophiae Naturalis Principia Mathematica του Νεύτωνα δημοσιεύτηκε στα Λατινικά και παρέμενε απροσπέλαστη στους αναγνώστες τους στερούμενους κλασικής παιδείας, μέχρι που οι συγγραφείς του Διαφωτισμού άρχισαν να μεταφράζουν και να αναλύουν το κείμενο στη δημοτική γλώσσα.
Το πρώτο σημαντικό έργο που εξέφρασε την επιστημονική θεωρία και γνώση ρητά για το λαϊκό κοινό στη δημοτική γλώσσα και έχοντας κατά νου την ψυχαγωγία των αναγνωστών, ήταν το Συζητήσεις για την Πλειονότητα των Κόσμων (1686) του Μπερνάρ ντε Φοντενέλ. Το βιβλίο δημιουργήθηκε ειδικά για γυναίκες με ενδιαφέρον για την επιστημονική γραφή και ενέπνευσε μια ποικιλία παρόμοιων έργων.[219] Αυτά τα δημοφιλή έργα γράφτηκαν με λογοτεχνικό ύφος, που διατυπώθηκε πολύ πιο ξεκάθαρα για τον αναγνώστη από τα περίπλοκα άρθρα, πραγματείες και βιβλία που εκδίδονταν από τις ακαδημίες και τους επιστήμονες. Η Αστρονομία του Τσαρλς Λιντμπέτερ (1727) διαφημίστηκε ως «ένα έργο εντελώς νέο» που θα περιλάμβανε «μικρούς και εύκολους [[[sic]]] κανόνες και αστρονομικούς πίνακες».[220]
Η πρώτη γαλλική εισαγωγή στον Νευτωνισμό και το Principia ήταν τα Eléments de la philosophie de Newton, που δημοσιεύτηκε από τον Βολταίρο το 1738.[221] Η μετάφραση της Εμιλί ντυ Σατλέ του Principia, που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της το 1756, βοήθησε επίσης στη διάδοση των θεωριών του Νεύτωνα πέρα από τις επιστημονικές ακαδημίες και το πανεπιστήμιο.[222] Γράφοντας για ένα αυξανόμενο γυναικείο κοινό ο Φραντσέσκο Αλγκαρόττι εξέδωσε το Il Newtonianism per le dame, που ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές έργο και μεταφράστηκε από τα ιταλικά στα αγγλικά από την Ελίζαμπεθ Κάρτερ. Μια παρόμοια εισαγωγή στον Νευτωνισμό για τις γυναίκες έγινε από τον Χένρι Πέμπερτον. Το έργο του A View of Sir Isaac Newton's Philosophy (Αποψη για τη Φιλοσοφία του Ισαάκ Νεύτωνα) εκδόθηκε από συνδρομητές. Τα υπάρχοντα αρχεία συνδρομητών δείχνουν ότι γυναίκες από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών τάξεων αγόρασαν το βιβλίο, υποδεικνύοντας τον αυξανόμενο αριθμό γυναικών αναγνωστών με επιστημονική τάση στη μεσαία τάξη.[223] Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού οι γυναίκες άρχισαν επίσης να παράγουν δημοφιλή επιστημονικά έργα. Η Σάρα Τρίμερ έγραψε ένα επιτυχημένο εγχειρίδιο φυσικής ιστορίας για παιδιά με τίτλο The Easy Introduction to the Knowledge of Nature (Εύκολη Εισαγωγή στη Φύση της Γνώσης) (1782), που δημοσιεύτηκε για πολλά χρόνια σε έντεκα εκδόσεις.[224]
Οι περισσότερες εργασίες για τον Διαφωτισμό δίνουν έμφαση στα ιδανικά που συζητούσαν οι διανοούμενοι, παρά στην πραγματική κατάσταση της εκπαίδευσης εκείνη την εποχή. Κορυφαίοι θεωρητικοί της εκπαίδευσης όπως ο Άγγλος Τζων Λοκ και ο Ελβετός Ζαν Ζακ Ρουσσώ τόνισαν και οι δύο τη σημασία της έγκαιρης διαμόρφωσης του μυαλού των νέων. Κατά τον ύστερο Διαφωτισμό υπήρχε ένα αυξανόμενο αίτημα για μια πιο σφαιρική προσέγγιση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση.
Η κυρίαρχη εκπαιδευτική ψυχολογία από τη δεκαετία του 1750 και μετά, ειδικά στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ήταν ο associationism (συνεργατισμός): η αντίληψη ότι το μυαλό συνδέει ή διαχωρίζει ιδέες μέσω επαναλαμβανόμενων ρουτινών. Εκτός του ότι ευνοούσε τις ιδεολογίες του Διαφωτισμού για ελευθερία, αυτοδιάθεση και προσωπική ευθύνη, πρόσφερε μια πρακτική θεωρία του νου που επέτρεπε στους δασκάλους να μεταμορφώσουν μακροχρόνιες μορφές έντυπης και χειρόγραφης κουλτούρας σε αποτελεσματικά γραφικά εργαλεία μάθησης για τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις της κοινωνίας.[225] Τα παιδιά διδάσκονταν να απομνημονεύουν γεγονότα μέσω προφορικών και γραφικών μεθόδων που προέκυψαν κατά την Αναγέννηση.[226]
Πολλά από τα κορυφαία πανεπιστήμια που συνδέονται με τις προοδευτικές αρχές του Διαφωτισμού βρίσκονταν στη βόρεια Ευρώπη, με πιο γνωστά εκείνα του Λέιντεν, του Γκέτινγκεν, του Χάλλε, του Μονπελιέ, της Ουψάλα και του Εδιμβούργου. Αυτά τα πανεπιστήμια, ειδικά του Εδιμβούργου, παρήγαγαν καθηγητές των οποίων οι ιδέες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις βορειοαμερικανικές αποικίες της Βρετανίας και αργότερα στην Αμερικανική Δημοκρατία. Στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών η ιατρική σχολή του Εδιμβούργου ηγήθηκε επίσης στη χημεία, την ανατομία και τη φαρμακολογία.[227] Σε άλλα μέρη της Ευρώπης τα πανεπιστήμια και τα σχολεία της Γαλλίας και του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης ήταν προπύργια του παραδοσιακού χαρακτήρα και αφιλόξενα για τον Διαφωτισμό. Στη Γαλλία η κύρια εξαίρεση ήταν το ιατρικό πανεπιστήμιο του Μονπελιέ.[228]
Η ιστορία των Ακαδημιών στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού ξεκινά με την Ακαδημία Επιστημών, που ιδρύθηκε το 1635 στο Παρίσι. Ήταν στενά συνδεδεμένη με το γαλλικό κράτος, λειτουργώντας ως προέκταση μιας κυβέρνησης με σοβαρή έλλειψη επιστημόνων. Βοήθησε στην προώθηση και οργάνωση νέων κλάδων και εκπαίδευσε νέους επιστήμονες. Συνέβαλε επίσης στην ενίσχυση της κοινωνικής θέσης των επιστημόνων, θεωρώντας τους ως τους «πιο χρήσιμους από όλους τους πολίτες». Οι Ακαδημίες καταδεικνύουν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την επιστήμη μαζί με την αυξανόμενη εκκοσμίκευσή της, όπως αποδεικνύεται από τον μικρό αριθμό κληρικών που ήταν μέλη της(13%).[230] Η παρουσία των γαλλικών ακαδημιών στη δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να αποδοθεί στα μέλη τους, καθώς παρόλο που η πλειοψηφία των τους ήταν αστοί, το κλειστό ίδρυμα ήταν ανοιχτό μόνο σε επίλεκτους Παριζιάνους λόγιους. Αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως «ερμηνευτές των επιστημών για τους ανθρώπους». Παράδειγμα αυτού ήταν ότι οι ακαδημαϊκοί ανέλαβαν να διαψεύσουν τη δημοφιλή ψευδοεπιστήμη του μεσοψυχισμού.[231]
Η ισχυρότερη συνεισφορά των Γαλλικών Ακαδημιών στη δημόσια σφαίρα προέρχεται από τους concours académiques («ακαδημαϊκούς διαγωνισμούς») που διεξήγαγ σε όλη τη Γαλλία. Αυτοί οι ακαδημαϊκοί διαγωνισμοί ήταν ίσως οι πιο δημόσιοι από οποιοδήποτε ίδρυμα κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού..[232] Η πρακτική των διαγωνισμών χρονολογείται από τον Μεσαίωνα και αναβίωσε στα μέσα του 17ου αιώνα. Τα θέματα ήταν αρχικά γενικά θρησκευτικά ή/και μοναρχικα, με δοκίμια, ποίηση και ζωγραφική. Ωστόσο περίπου το 1725 είχαν επεκταθεί και διαφοροποιηθεί ριζικά, συμπεριλαμβανομένων της «βασιλικής προπαγάνδας, φιλοσοφικών αγώνων και κριτικών συλλογισμών για τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς του Παλαιού Καθεστώτος». Συζητούνταν επίσης θέματα δημόσιας διαμάχης όπως οι θεωρίες του Νεύτωνα και του Καρτέσιου, το δουλεμπόριο, η εκπαίδευση των γυναικών και η δικαιοσύνη στη Γαλλία.[233] Το πιο σημαντικό οι διαγωνισμοί ήταν ανοιχτοί σε όλους και η επιβεβλημένη ανωνυμία κάθε υποβολής εγγυόταν ότι ούτε το φύλο ούτε η κοινωνική τάξη θα επηρέαζε την κρίση. Πράγματι αν και η «συντριπτική πλειοψηφία» των συμμετεχόντων ανήκε στα πλουσιότερα στρώματα της κοινωνίας («από τις φιλελεύθερες τέχνες, τον κλήρο, το δικαστικό σώμα και το ιατρικό επάγγελμα»), υπήρξαν ορισμένες περιπτώσεις όπου οι λαϊκές τάξεις υπέβαλαν δοκίμια και μάλιστα κέρδισαν.[234] Ομοίως σημαντικός αριθμός γυναικών συμμετείχε —και κέρδισε— στους διαγωνισμούς. Από τους συνολικά 2.300 διαγωνισμούς βραβείων που προσφέρθηκαν στη Γαλλία, οι γυναίκες κέρδισαν 49—ίσως μικρός αριθμός για τα σύγχρονα πρότυπα, αλλά πολύ σημαντικός σε μια εποχή που οι περισσότερες γυναίκες δεν είχαν καμία ακαδημαϊκή κατάρτιση. Πράγματι η πλειονότητα των συμμετοχών που κέρδισαν ήταν για διαγωνισμούς ποίησης, ένα είδος στο οποίο συνήθως δινόταν στην εκπαίδευση των γυναικών.[235]
Στην Αγγλία η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα και στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού. Ιδρύθηκε από μια ομάδα ανεξάρτητων επιστημόνων και της δόθηκε βασιλική έγκριση το 1662.[236] Η Εταιρεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διάδοση της εμπειρικής φιλοσοφίας του Ρόμπερτ Μπόιλ σε όλη την Ευρώπη και λειτούργησε ως κέντρο διανοητικών σχέσεων και ανταλλαγών.[237] Ο Μπόιλ ήταν «ιδρυτής του εμπειρικού κόσμου στον οποίο ζουν και δραστηριοποιούνται πλέον οι επιστήμονες» και η μέθοδός του βασίστηκε στη γνώση του πειραματισμού, που έπρεπε να γίνει μάρτυρας για να παρέχει την κατάλληλη εμπειρική νομιμότητα. Εδώ μπήκε στο παιχνίδι η Βασιλική Εταιρεία: η μαρτυρία έπρεπε να είναι μια «συλλογική πράξη» και οι αίθουσες συνελεύσεων της Βασιλικής Εταιρείας ήταν ιδανικές τοποθεσίες για σχετικά δημόσιες επιδείξεις..[238] Ωστόσο δεν θεωρούνταν όλοι οι μάρτυρες αξιόπιστοι: «Οι καθηγητές της Οξφόρδης θεωρούνταν πιο αξιόπιστοι μάρτυρες από τους αγρότες της». Δύο παράγοντες λαμβάνονταν υπόψη: η γνώση ενός μάρτυρα στην περιοχή και η «ηθική διάπλασή» του. Με άλλα λόγια μόνο η κοινωνία των πολιτών λαμβανόταν υπόψη για το κοινό του Μπόιλ.[239]
Τα σαλόνια ήταν μέρη όπου οι φιλόσοφοι συναντιόντουσαν και συζητούσαν παλιές, τρέχουσες ή νέες ιδέες. Αυτό οδήγησε στο να γίνουν τα σαλόνια η γενέτειρα των πνευματικών και διαφωτιστικών ιδεών.
Τα καφενεία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για τη διάδοση της γνώσης κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, επειδή δημιούργησαν ένα μοναδικό περιβάλλον στο οποίο συγκεντρώνονταν άνθρωποι από πολλά διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και μοιράζονταν ιδέες. Συχνά επικρίθηκαν από ευγενείς που φοβόντουσαν την πιθανότητα ενός περιβάλλοντος στο οποίο η τάξη τους και οι συνοδευτικοί τίτλοι και τα προνόμιά της αγνοούνταν. Ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα εκφοβιστικό για τους μονάρχες που αντλούσαν μεγάλο μέρος της εξουσίας τους από την ανισότητα μεταξύ των τάξεων των ανθρώπων. Εάν οι άλλες τάξεις ενώνονταν υπό την επιρροή της σκέψης του Διαφωτισμού, θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν την ολόπλευρη καταπίεση και τις καταχρήσεις των μοναρχών τους και λόγω του μεγέθους τους θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν επιτυχημένες εξεγέρσεις. Οι μονάρχες δυσανασχετούσαν επίσης με την ιδέα να συνέλθουν οι υπήκοοι τους για να συζητήσουν πολιτικά θέματα, ειδικά εκείνα που αφορούσαν τις εξωτερικές υποθέσεις - οι ηγεμόνες πίστευαν ότι οι πολιτικές υποθέσεις ήταν αποκλειστικά δική τους υπόθεση, αποτέλεσμα του υποτιθέμενου θεϊκού τους δικαιώματος να κυβερνούν.[240]
Τα καφενεία έγιναν το δεύτερο σπίτι τους για πολλούς που προσπαθούσαν να συζητήσουν με τους γείτονές τους ενδιαφέροντα και προκλητκά θέματα, ειδικά εκείνα που αφορούσαν τη φιλοσοφία και την πολιτική. Τα καφενεία ήταν απαραίτητα για τον Διαφωτισμό, γιατί ήταν κέντρα ελεύθερης σκέψης και αυτοανακάλυψης. Αν και πολλοί θαμώνες των καφενείων ήταν λόγιοι, πολλοί δεν ήταν. Τα καφενεία προσέλκυσαν μια ποικιλία ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των μορφωμένων πλουσίων και μελών της αστικής και της κατώτερης τάξης. Αν και μπορεί να φαίνεται θετικό ότι οι θαμώνες, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι κ.λπ. αντιπροσώπευαν σχεδόν όλες τις τάξεις, το περιβάλλον των καφενείων πυροδότησε φόβο σε όσους προσπαθούσαν να διατηρήσουν τις ταξικές διακρίσεις. Μια από τις πιο δημοφιλείς κριτικές για το καφενείο υποστήριζε ότι «επέτρεπε την ασύστολη συναναστροφή μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας, από τον τεχνίτη μέχρι τον αριστοκράτη» και ως εκ τούτου συγκρίθηκε με την Κιβωτό του Νώε, όπου υπήρχαν κάθε είδους ζώα, καθαρά ή ακάθαρτα.[241] Αυτή η μοναδική κουλτούρα λειτούργησε ως καταλύτης για τη δημοσιογραφία όταν οι Τζόζεφ Άντισον και Ρίτσαρντ Στιλ αναγνώρισαν τις δυνατότητές της ως ακροατηρίου. Μαζί ο Στιλ και ο Άντισον εξέδωσαν το The Spectator (1711), μια καθημερινή έκδοση που είχε ως στόχο, μέσω του φανταστικού ομώνυμου αφηγητή, τόσο να ψυχαγωγήσει όσο και να προκαλέσει συζήτηση για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα.
Το πρώτο αγγλικό καφενείο άνοιξε στην Οξφόρδη το 1650. Ο Μπράιαν Κόουεν υποστήριξε ότι τα καφενεία της Οξφόρδης εξελίχθηκαν σε «πανεπιστήμια της πένας», προσφέροντας ένα τόπο μάθησης που ήταν λιγότερο επίσημος από τα δομημένα ιδρύματα. Αυτά τα πανεπιστήμια της πένας κατέλαβαν σημαντική θέση στην ακαδημαϊκή ζωή της Οξφόρδης, καθώς σύχναζαν εκείνοι που κατά συνέπεια αναφέρονταν ως βιρτουόζοι, που διεξήγαγαν την έρευνά τους σε ορισμένα από αυτά. Σύμφωνα με τον Κόουεν «το καφενείο ήταν ένα μέρος για τους ομοϊδεάτες μελετητές για να συγκεντρωθούν, να διαβάσουν, καθώς και να μάθουν και να συζητήσουν μεταξύ τους, αλλά δεν ήταν κατηγορηματικά ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα και η συζήτηση εκεί ήταν πολύ διαφορετικής τάξης από ότι σε οποιοδήποτε πανεπιστημιακό φροντιστήριο».[242]
Το Café Procope ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1686 και μέχρι τη δεκαετία του 1720 υπήρχαν περίπου 400 καφενεία στην πόλη. Ειδικότερα το Café Procope έγινε κέντρο του Διαφωτισμού, καλωσορίζοντας διασημότητες όπως ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ. Εκεί ο Ντιντερό και ο Ντ' Αλμπέρ αποφάσισαν να δημιουργήσουν την Εγκυκλοπαίδεια.[243] Τα καφενεία ήταν ένα από τα διάφορα «νευρικά κέντρα» για το κοινό, τονδημόσιο θόρυβο ή τις φήμες. Αυτές οι φήμες υποτίθεται ότι ήταν μια πολύ καλύτερη πηγή πληροφοριών από τις πραγματικές εφημερίδες που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή.[244]
Οι εταιρείες συζητήσεων είναι ένα παράδειγμα της δημόσιας σφαίρας κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού.[245] Η προέλευσή τους περιλαμβάνει:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1770 οι δημοφιλείς εταιρείες συζητήσεων άρχισαν να μετακινούνται σε πιο «ευγενείς» χώρους, μια αλλαγή που βοήθησε στη δημιουργία ενός νέου προτύπου κοινωνικότητας.[254] Το φόντο αυτών των εξελίξεων ήταν «μια έκρηξη ενδιαφέροντος για τη θεωρία και την πρακτική του δημόσιου διαλόγου». Οι εταιρείες συζητήσεων ήταν εμπορικές επιχειρήσεις που ανταποκρίθηκαν σε αυτό το αίτημα, μερικές φορές με μεγάλη επιτυχία. Ορισμένες υποδέχονταν από 800 έως 1.200 θεατές ανά βραδιά.[247]
Οι εταιρείες συζητήσεων ασχολούντο με ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα θεμάτων. Πριν από τον Διαφωτισμό οι περισσότερες διανοητικές συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από «ομολογιακά» —δηλαδή Καθολικά, Λουθηρανικά, Καλβινιστικά ή Αγγλικανικά ζητήματα και ο κύριος στόχος τους ήταν να καθιερωθεί ποιό αντίστοιχο δόγμα θα έπρεπε να έχει το «μονοπώλιο της αλήθειας» και θεόδοτο τίτλο εξουσίας».[248] Από τη στιγμή αυτή όλα όσα είχαν προηγουμένως τις ρίζες τους στην παράδοση αμφισβητήθηκαν και συχνά αντικαταστάθηκαν από νέες έννοιες υπό το πρίσμα του φιλοσοφικού λόγου. Μετά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 18ου, ξεκίνησε μια «γενική διαδικασία εξορθολογισμού και εκκοσμίκευσης» και οι ομολογιακές διαμάχες περιορίστηκαν σε δευτερεύουσα θέση υπέρ της «κλιμακούμενης διαμάχης μεταξύ πίστης και δυσπιστίας».[248]
Εκτός από τις συζητήσεις για τη θρησκεία οι εταιρείες συζητούσαν θέματα όπως η πολιτική και ο ρόλος των γυναικών. Ωστόσο το κρίσιμο θέμα αυτών των συζητήσεων δεν μεταφράστηκε απαραίτητα σε αντίθεση με την κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα των συζητήσεων επιβεβαίωναν αρκετά συχνά το status quo.[249] Από ιστορικής σκοπιάς ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των εταιριών συζητήσεων ήταν το άνοιγμα τους στο κοινό, καθώς οι γυναίκες παραβρίσκονταν και συμμετείχαν σχεδόν σε κάθε εταιρία, η οποία ήταν επίσης ανοιχτή σε όλες τις τάξεις, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο εισόδου. Όταν έμπαιναν μέσα οι θεατές μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια σε μεγάλο βαθμό ισότιμη μορφή κοινωνικότητας που βοήθησε στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού.[250]
Οι ιστορικοί έχουν συζητήσει επί μακρόν το βαθμό στον οποίο το μυστικό δίκτυο της Μασονίας ήταν ο κύριος παράγοντας του Διαφωτισμού.[251] Οι ηγέτες του Διαφωτισμού περιλάμβαναν Μασόνους όπως ο Ντιντερό, ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Λέσσινγκ, ο Ποπ,[252] Οράτιος Γουόλπολ, ο Σερ Ρόμπερτ Γουόλπολ, ο Μότσαρτ, ο Γκαίτε, ο Φρειδερίκος ο Μέγας, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος[253] και ο Τζορτζ Ουάσιγκτον.[254] Ο Νόρμαν Ντέιβις ανέφερε ότι η Μασονία ήταν μια ισχυρή δύναμη για λογαριασμό του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη από το 1700 περίπου ως τον εικοστό αιώνα. Επεκτάθηκε γρήγορα κατά την Εποχή του Διαφωτισμού, φτάνοντας σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για ισχυρούς αριστοκράτες και πολιτικούς καθώς και για διανοούμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές.[255]
Κατά την Εποχή του Διαφωτισμού οι Μασόνοι αποτελούσαν ένα διεθνές δίκτυο ομοϊδεατών ανδρών, που συχνά συναντιόνταν κρυφά σε τελετουργικά προγράμματα στις στοές τους. Προώθησαν τα ιδανικά του Διαφωτισμού και βοήθησαν στη διάδοση αυτών των αξιών στη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλες χώρες. Η Μασονία ως συστηματικό δόγμα με τους δικούς του μύθους, αξίες και σύνολο τελετουργιών προήλθε από τη Σκωτία περί το 1600 και εξαπλώθηκε πρώτα στην Αγγλία και στη συνέχεια σε όλη την ηπειρωτική Εύρωπη τον δέκατο όγδοο αιώνα. Προώθησε νέους κώδικες συμπεριφοράς — συμπεριλαμβανομένης της κοινής κατανόησης της ελευθερίας και της ισότητας που κληρονομήθηκε από την κοινωνικότητα των συντεχνιών — «ελευθερία, αδελφότητα και ισότητα».[256] Σκοτσέζοι στρατιώτες και Ιακωβίτες έφεραν στην ηπειρωτική Εύρωπη τα ιδανικά αδελφοσύνης που αντανακλούσαν όχι το τοπικό σύστημα των σκωτσέζικων εθίμων αλλά τους θεσμούς και τα ιδανικά που προήλθαν από την Αγγλική Επανάσταση ενάντια στον βασιλικό απολυταρχισμό.[257] Η Μασονία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Γαλλία—το 1789 υπήρχαν ίσως ως και 100.000 Γάλλοι Μασόνοι, καθιστώντας την πιο δημοφιλή από όλες τις εταιρίες του Διαφωτισμού.[258] Οι Μασόνοι επέδειξαν πάθος για τη μυστικότητα και δημιούργησαν νέα πτυχία και τελετές. Παρόμοιες εταιρίες, που μιμούνταν εν μέρει τη Μασονία, εμφανίστηκαν στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Ρωσία. Ένα παράδειγμα ήταν οι Ιλλουμινάτι που ιδρύθηκαν στη Βαυαρία το 1776, που αντέγραψαν τους Μασόνους, αλλά δεν ήταν ποτέ μέρος του κινήματος. Οι Ιλλουμινάτι ήταν μια απροκάλυπτα πολιτική ομάδα, όπως αναμφισβήτητα δεν ήταν οι περισσότερες μασονικές στοές.[259]
Οι μασονικές στοές δημιούργησαν ένα ιδιωτικό μοντέλο για τις δημόσιες υποθέσεις. «Ανασύστησαν το πολίτευμα και καθιέρωσαν μια συνταγματική μορφή αυτοδιοίκησης, πλήρη με συντάγματα και νόμους, εκλογές και αντιπροσώπους». Με άλλα λόγια η μικροκοινωνία που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό τους αποτελούσε ένα κανονιστικό πρότυπο για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Εύρωπη: όταν οι πρώτες στοές άρχισαν να εμφανίζονται τη δεκαετία του 1730, η ενσάρκωσή τους των βρετανικών αξιών θεωρήθηκε συχνά ως απειλητική από τις κρατικές αρχές. Για παράδειγμα η στοά του Παρισιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1720 αποτελείτο από Άγγλους Ιακωβίτες εξόριστους.[260] Επιπλέον οι μασόνοι σε όλη την Ευρώπη συνδέθηκαν ρητά με τον Διαφωτισμό ως σύνολο. Για παράδειγμα στις γαλλικές στοές η φράση «Ως μέσο για να διαφωτιστώ, αναζητώ τους φωτισμένους» ήταν μέρος των τελετουργιών μύησής τους. Οι βρετανικές στοές ανέλαβαν το καθήκον να «μυήσουν τους αφώτιστους». Αυτό δεν συνέδεε απαραίτητα τις στοές με τους άθρησκους, αλλά ούτε και τους απέκλειε από την περιστασιακή αίρεση. Στην πραγματικότητα πολλές στοές δόξαζαν τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα, μασονική ορολογία για το ντεϊστικό θεϊκό ον που δημιούργησε ένα επιστημονικά διατεταγμένο σύμπαν.[261]
Ο Γερμανός ιστορικός Ράινχαρτ Κόσελεκ υποστήριξε: «Στην [ευρωπαϊκή] Ήπειρο υπήρχαν δύο κοινωνικές δομές που άφησαν καθοριστικό αποτύπωμα στην Εποχή του Διαφωτισμού: η Δημοκρατία των Γραμμάτων και οι Μασονικές στοές».[262] Ο Σκωτσέζος καθηγητής Τόμας Μουνκ υποστηρίζει ότι «παρόλο που οι Μασόνοι προώθησαν διεθνείς και διακοινωνικές επαφές που ήταν ουσιαστικά μη θρησκευτικές και σε γενικές γραμμές σε συμφωνία με τις αξίες του διαφωτισμού, δύσκολα μπορούν να περιγραφούν ως ένα σημαντικό ριζοσπαστικό ή μεταρρυθμιστικό δίκτυο από μόνες τους».[263] Πολλές από τις αξίες των Μασόνων φαινόταν να απευθύνονται σε μεγάλο βαθμό στις αξίες και τους στοχαστές του Διαφωτισμού. Ο Ντιντερό συζητά τη σύνδεση μεταξύ των ιδανικών της Μασονίας και του Διαφωτισμού στο Όνειρο του Ντ' Αλαμπέρ, εξερευνώντας την πρώτη ως τρόπο διάδοσης των πεποιθήσεων του Διαφωτισμού.[264] Η ιστορικός Μάργκαρετ Τζέικομπ τονίζει τη σημασία των Μασόνων στην έμμεση έμπνευση της πεφωτισμένης πολιτικής σκέψης.[265] Από την αρνητική πλευρά ο Ντανιέλ Ρος αμφισβητεί τους ισχυρισμούς ότι η Μασονία προώθησε την ισότητα και υποστηρίζει ότι οι στοές προσέλκυαν μόνο άνδρες παρόμοιου κοινωνικού υπόβαθρου.[266] Η παρουσία ευγενών γυναικών στις γαλλικές «στοές υιοθεσίας» που σχηματίστηκαν τη δεκαετία του 1780 οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους στενούς δεσμούς που μοιράζονταν αυτές οι στοές και η αριστοκρατική κοινωνία.[267]
Ο κύριος αντίπαλος της Μασονίας ήταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, έτσι ώστε σε χώρες με μεγάλο ποσοστό Καθολικών όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Μεξικό, μεγάλο μέρος της σφοδρότητας των πολιτικών συγκρούσεων οφειλόταν στην αντιπαράθεση μεταξύ αυτών που ο Ντέιβις αποκαλεί αντιδραστική Εκκλησία και φωτισμένη Μασονία.[268][269] Ακόμη και στη Γαλλία οι Μασόνοι δεν ενεργούσαν ως ομάδα.[270] Οι Αμερικανοί ιστορικοί, ενώ σημείωσαν ότι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τζορτζ Ουάσινγκτον ήταν πράγματι ενεργοί Μασόνοι, έχουν υποβαθμίσει τη σημασία της Μασονίας στην πρόκληση της Αμερικανικής Επανάστασης επειδή το Μασονικό τάγμα δεν ήταν πολιτικό και περιλάμβανε τόσο τους Πατριώτες όσο και τους εχθρούς τους, τους Νομιμόφρονες (στη Βρετανία).[271]
Η τέχνη που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού επικεντρώθηκε σε μια αναζήτηση ηθικής που απουσίαζε από την τέχνη των προηγούμενων εποχών. Ταυτόχρονα η κλασική τέχνη της Ελλάδας και της Ρώμης έγιναν ξανά ενδιαφέρουσες για τους ανθρώπους, αφότου οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν την Πομπηία και το Ηράκλειο[272] Οι άνθρωποι εμπνεύστηκαν από αυτό και αναβίωσαν την κλασική τέχνη σε νεοκλασική. Αυτό μπορεί να φανεί ιδιαίτερα στην πρώιμη αμερικανική τέχνη και αρχιτεκτονική, που περιείχε αψίδες, θεές και άλλα κλασικά αρχιτεκτονικά σχέδια.
Οι ρίζες του κινήματος του Διαφωτισμού καλύπτουν μεγάλο μέρος του 17ου αιώνα. Περισσότερο η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στον 17ο αιώνα ονομάζεται από πολλούς ιστορικούς ως η «Εποχή του Ρασιοναλισμού». Η Ένδοξη Επανάσταση το 1688 στην Αγγλία σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την απόλυτη μοναρχία στην Ευρώπη, ενώ προς τα τέλη του 17ου αιώνα εκδίδονται τα πρώτα γραπτά του Διαφωτισμού.[273]
Ήδη από τον 16ο αιώνα, ο Μισέλ ντε Μονταίν εφάρμοσε τον σκεπτικισμό. Μπερδεμένος από τις πολλές θρησκευτικές διαμάχες αποσύρθηκε και έγραψε τα περίφημα Δοκίμια (Essais). Ο σκεπτικισμός πήρε πιο ακραία μορφή με τον Ρενέ Ντεκάρτ στα μέσα του 17ου αιώνα.
Το κίνημα του Διαφωτισμού ήταν ουσιαστικά επακόλουθο της Επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα, που με τη σειρά της προκλήθηκε από τις ανακαλύψεις του Κοπέρνικου τον 16ο αιώνα, και στη συνέχεια του Γαλιλαίου όσον αφορά την αστρονομία, τις κινήσεις των πλανητών.[274]
Η διαπίστωση ότι η Γη περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο και όχι το αντίστροφο έθεσε υπό αμφισβήτηση πολλές ιδέες που ως τότε θεωρούνταν δεδομένες, διδάσκονταν στα πανεπιστήμια και στα σχολεία και προστατεύονταν από την Εκκλησία. Ακόμα περισσότερο, η ανακάλυψη κηλίδων στον Ήλιο και κρατήρων στη Σελήνη έδωσε τέλος στην εικόνα μιας τέλειας πλάσης. Αντίστροφα, στον μικρόκοσμο, οι παρατηρήσεις του Ολλανδού Άντον φον Λέβενχουκ, που χρησιμοποιώντας το μικροσκόπιο διαπίστωσε πως υπάρχουν μικροβιακές μορφές ζωής, συμπλήρωσε την εικόνα της ατέλειας της φύσης και δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με την τελεολογία της. Η διδασκαλία της Εκκλησίας, μαζί με την αριστοτελική λογική, ήρθαν σε αντίφαση με τις πειραματικές παρατηρήσεις του πραγματικού κόσμου. Οι επιστήμονες των ερχόμενων γενεών δεν θα εμπιστεύονταν πλέον τυφλά ούτε την Εκκλησία, ούτε τον Αριστοτέλη.
Ο Ρενέ Ντεκάρτ έχοντας διαγράψει μια λαμπρή καριέρα ως επιστήμονας ένιωθε την ανάγκη να ανανεώσει τις επιστημονικές μεθόδους (Λόγος περί Μεθόδου,1637). Συνέχισε το ίδιο έργο σε καθαρά φιλοσοφικό τομέα και η φιλοσοφία του ονομάστηκε «καρτεσιανισμός».
Ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα τάχτηκε υπέρ της καρτεσιανής θεωρίας, κυρίως στο θέμα της ηθικής. Η φιλοσοφία του Σπινόζα ήταν επικεντρωμένη γύρω από μια άποψη του σύμπαντος, στην οποία ο Θεός και η φύση ήταν ένα πράγμα. Αυτή του η φιλοσοφική ιδέα θα γίνει αργότερα η κεντρική ιδέα του Διαφωτισμού.
Για να δείξουμε τη μετάβαση από τον 17ο αιώνα, τον Αιώνα του Ορθολογισμού, στον 18ο αιώνα, τον Αιώνα των Φώτων όπως ονομάστηκε, το υπόδειγμα του Νεύτωνα μένει αξεπέραστο, στο ότι η επιστήμη χρησιμοποίησε εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως η δυναμική των πλανητών του Γιοχάνες Κέπλερ ή η οπτική, για να δημιουργήσει μια θεωρία που εξηγούσε όλα τα φαινόμενα: τη θεωρία της παγκόσμιας έλξης, την κοινώς γνωστή βαρύτητα. Η χρήση του πειράματος και της παρατήρησης για τον έλεγχο και τη διατύπωση νέων θεωριών και η μαθηματικοποίηση-ποσοτικοποίηση των επιστημών αποτέλεσαν βαθιά τομή που άλλαξε τη φυσιογνωμία της έρευνας. Το μνημειώδες έργο του Νεύτωνα Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας (Philosophiae Naturalis Principia Mathematica) αποτέλεσε σύνοψη των επιτευγμάτων της προηγούμενης περιόδου και έθεσε την επιστήμη σε νέες πλέον κατευθύνσεις.[275]
Μία σημαντική αλλαγή στο κίνημα του Διαφωτισμού σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα, τον 17ο, έχει τις ρίζες της στη Γαλλία, με τους Εγκυκλοπαιδιστές. Αυτό το κίνημα παίρνει ως θεμέλιο την ιδέα ότι υπάρχει μια επιστημονική και ηθική αρχιτεκτονική της γνώσης, μια κατασκευή της οποίας η πραγματοποίηση είναι ένα μέσο απελευθέρωσης του ανθρώπου. Ο φιλόσοφος Ντενί Ντιντερό και ο μαθηματικός Ζαν Ντ' Αλαμπέρ εξέδωσαν το 1751 την Εγκυκλοπαίδεια ή Λεξικό αλφαβητικά ταξινομημένο των τεχνών και των επαγγελμάτων (γαλλ. Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des arts et métiers).
Όποια και αν ήταν η συμβολική δύναμη του έργου των δύο αυτών Εγκυκλοπαιδιστών, η διάδοση της γνώσης δεν είναι κατόρθωμα μόνο δικό τους: η διαδικασία της διάδοσης νέων ιδεών διευρύνθηκε από την τεχνική πρόοδο της διάδοσης των πληροφοριών, καθώς από το βιβλίο πέρασαν στην εφημερίδα και από εκεί στον τύπο. Τα πρώτα περιοδικά εμφανίστηκαν στην Ιταλία στα τέλη του 17ου αιώνα και γρήγορα εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι εφημερίδες και η αλληλογραφία μεταξύ των διανοούμενων επέτρεψαν πιο γρήγορες αλλαγές, εγκαινιάζοντας μια ενιαία πολιτιστική ενότητα.[276]
Μετά την ειρήνη των Πυρηναίων το 1659, η Γαλλία πήρε μια κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη σε πολλούς τομείς. Στον 17ο αιώνα, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου των Κάτω Χωρών εις βάρος της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ώθησε τον Ολλανδό Ούγκο Γκρότιους (Hugo Grotius) να ανανεώσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να θέσει τις βάσεις για τα σημερινά φυσικά δικαιώματα. Το κέντρο βαρύτητας του ναυτικού ανταγωνισμού μετατοπίστηκε στη Βόρεια Ευρώπη. Το εμπόριο προς τις Ινδίες έβαλε τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις σε μεγάλο ανταγωνισμό: τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Τον 18ο αιώνα, ο γαλλο-αγγλικός ανταγωνισμός κορυφώθηκε με τον Επταετή Πόλεμο, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Η γαλλική ήττα ώθησε τη Γαλλία να αναζητήσει εκδίκηση: βοήθησε τις αγγλικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική στον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Οι εξερευνήσεις επεκτάθηκαν και σε πολύ μακρινές περιοχές, στον Ειρηνικό Ωκεανό και στην Άπω Ανατολή.
Τα ταξίδια σε μακρινά μέρη της υδρογείου, που αυξήθηκαν σημαντικά στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ενθάρρυναν τους ανθρώπους να μελετήσουν άλλους, σύγχρονους τους, πολιτισμούς. Καθώς παρατηρούσαν τους Κινέζους, τους Πέρσες ή τους Ταϊτινούς, άρχισαν να συζητούν για σχετική ποιότητα των διαφόρων τρόπων ζωής, πολύ συχνά επαινώντας τη στάση των υποτιθέμενων κατώτερων «ιθαγενών» απέναντι στο σεξ και στη θρησκεία, για παράδειγμα, ως ανώτερης από εκείνη που χαρακτήριζε την πολιτισμένη δυτική Ευρώπη.
Το κίνημα είναι, σε όλη του τη διάρκεια, η διόγκωση δύο κοινωνιολογικών πιέσεων: από τη μια μία δυνατή πνευματικότητα συνοδευόμενη από τη θρησκεία και την Εκκλησία, από την άλλη ένα αντικληρικό κίνημα που ασκούσε έντονη κριτική στις διαφορές ανάμεσα στη θρησκευτική θεωρία και πρακτική και εδραιώθηκε κυρίως στη Γαλλία.
Σε αυτή τη χώρα, η κοινωνία χωριζόταν σε τρεις τάξεις: την αριστοκρατία, τον κλήρο και την τρίτη τάξη. Αυτός ο διαχωρισμός αντιστοιχούσε ακόμη σε αυτόν του Μεσαίωνα. Η αριστοκρατία και ο κλήρος κατείχαν σημαντικά προνόμια και δικαιώματα, χωρίς ουσιαστικά να κάνουν τίποτε. Από την άλλη πλευρά μια νέα τάξη αναδυόταν στο προσκήνιο με την ανάπτυξη του εμπορίου: η αστική τάξη, που επιθυμούσε ελευθερία στον οικονομικό τομέα και μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία. Το δικαστικό σύστημα ήταν επίσης απαρχαιωμένο. Άν και το εμπορικό δίκαιο είχε κωδικοποιηθεί τον 17ο αιώνα, το αστικό δίκαιο δεν είχε καταγραφεί τότε, ούτε ουσιαστικά ίσχυε.[277]
Ιδιαίτερα επιθετικός προς την Εκκλησία ήταν ο Βολταίρος. Εξόριστος στην Αγγλία από το 1726 ως το 1729, εκεί μελέτησε τα έργα του Τζων Λοκ, του Νεύτωνα και το αγγλικό πολιτικό σύστημα.
Τη σκέψη των Διαφωτιστών απασχόλησαν και τα ζητήματα της ελευθερίας του ατόμου και της ισότητας των ανθρώπων. Ο Ρουσσώ στο έργο του Κοινωνικό Συμβόλαιο(1762)[278] υπερασπίζεται την ελευθερία του ανθρώπου και δέχεται ως κυρίαρχη μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτό όμως προϋποθέτει δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τον σεβασμό των νόμων. Η πολιτική θεωρία του Ρουσσώ δεν εγγυάται μόνο την ελευθερία αλλά και την ισότητα, κάτι όμως που απαιτεί μια ριζική αναμόρφωση της κοινωνίας. Η ισότητα, υποστήριξε ο Ρουσσώ, υπήρχε στη φυσική κοινωνία και καταργήθηκε όταν δημιουργήθηκε ο θεσμός της εξουσίας και της ιδιοκτησίας.[279]
Ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα, ο Τζων Λοκ είχε καθορίσει τον διαχωρισμό των εξουσιών, της εκτελεστικής και της νομοθετικής. Η δημοκρατία άρχισε να πιάνει τόπο στην Αγγλία. Ο Μοντεσκιέ ασχολήθηκε με την ιδέα του διαχωρισμού των εξουσιών, και πρόσθεσε και μία τρίτη εξουσία, τη δικαστική, στο έργο του Πνεύμα των Νόμων. Οι φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού συνάντησαν ένθερμους υποστηρικτές, οι οποίοι με τη σειρά τους επεδίωξαν να αλλάξουν τους πολιτικούς θεσμούς στην Ευρώπη. Έτσι μετά το 1750 υπήρξαν προσπάθειες να «εξορθολογιστούν» οι ευρωπαϊκές μοναρχίες και οι νόμοι τους.
Η διαφωτιστική ιδέα μιας εξορθολογισμένης κυβέρνησης, μέσα στα πλαίσια που χάραζε ο Διαφωτισμός, ενσαρκώθηκε στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Αμερική, καθώς και σε μικρότερο βαθμό στις προτάσεις των Ιακωβίνων της Γαλλικής Επανάστασης.
Η Γαλλική Επανάσταση, με τη σειρά της, αποτελεί μια βίαιη ενσάρκωση της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, και η επιθυμία για αλλαγή και ορθολογισμό οδήγησε στην προσπάθεια να εξαλειφθεί η Εκκλησία και ο χριστιανισμός στο σύνολο τους, όχι μόνο ως ιδέες αλλά και υλικά. Η κοινωνία, οι πολιτικοί θεσμοί, η ανθρώπινη σκέψη άλλαξε με τη Γαλλική Επανάσταση, και πλέον στις υποχρεώσεις του κράτους τέθηκαν για πρώτη φορά νέα αιτήματα, όπως η ισότητα σε όλους τους τομείς, η σωστή απονομή δικαιοσύνης κτλ.[280]
Το κίνημα του Διαφωτισμού ξεχωρίζει από όλα τα προηγούμενα κινήματα διανοουμένων από τον αποδέκτη του: το ευρύ κοινό. Η πρόοδος του αλφαβητισμού και της μάθησης επέτρεψαν στο ευρύ κοινό, τον λαό γενικότερα, να δημιουργήσει μια γνώμη, μία κοινή γνώμη. Οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις υπερβαίνουν τα μέχρι τότε στενά όρια του κύκλου των συγγραφέων και των ανθρώπων των γραμμάτων και γίνονται πλέον υπόθεση και του λαού.[281]
Βασικό ρόλο σε αυτή την υπόθεση έπαιξε η Γαλλία, τόσο πριν όσο και μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η Γαλλία τον 18ο αιώνα γνώρισε μια περίοδο σχεδόν 80 χρόνων εσωτερικής ειρήνης και οικονομικής ευημερίας. Εκτός αυτού, η Γαλλία ήταν η πιο μεγάλη πληθυσμιακά χώρα στην Ευρώπη και η χώρα με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα και γόητρο. Η γαλλική γλώσσα και ο γαλλικός αυλικός πολιτισμός των Βερσαλλιών ακτινοβολούσαν από το Βερολίνο στην Πρωσία ως την Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία.
Εσωτερικά όμως άρχισε να γεννιέται μια αλλαγή. Οι νέες φιλοσοφικές ιδέες εξαπλώνονταν γρήγορα μέσω των σαλονιών, των καφέ και των λογοτεχνικών και επιστημονικών συναθροίσεων, και παράλληλα η απόλυτη βασιλική εξουσία έχανε το κύρος της, καθώς τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν γύρω από την Αυτοκρατορία.
Ο πρώτος φορέας των καινούριων ιδεών υπήρξαν τα καφέ, και κυρίως τα καφέ του Παρισιού, που αποτελούν τα καταφύγια νεαρών ποιητών και διαφόρων άλλων ανθρώπων που συζητούσαν παθιασμένα για τις νέες ιδέες και φιλοσοφίες.
Κυρίως όμως είναι τα κοσμικά σαλόνια εκεί όπου το κίνημα του Διαφωτισμού γίνεται ευρέως γνωστό. Με την έννοια σαλόνια εκείνη την εποχή εννοούνταν χώροι συγκέντρωσης ανθρώπων, ανεξάρτητα από το επάγγελμα, το θρησκευτικό τους πιστεύω και τις ιδέες τους, όπου έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και τη γνώμη τους, καθώς στη Γαλλία όπως και πολλά άλλα τμήματα της Ευρώπης εκείνη την περίοδο δεν επικρατούσε ελευθερία γνώμης και ελευθεροτυπία.
Οι πλούσιες αστές κυρίες συνιστούν έναν κοινωνικό κύκλο από λογοτέχνες, καλλιτέχνες, ζωγράφους, ανθρώπους των γραμμάτων κ.α., και έτσι ξεδιψούν τη δίψα τους για μάθηση και πολιτισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ και της Μαντάμ Ζοφρέν, οι οποίες είχαν δημιουργήσει έναν μεγάλο κύκλο με συναντήσεις πολλές φορές εβδομαδιαίως.[282]
Οι ακαδημίες τότε αποτελούνταν από άτομα υψηλής μόρφωσης που ένωναν τις δυνάμεις τους και ασχολούνταν με τα γράμματα και τις επιστήμες, προσπαθώντας για τη διάδοση της γνώσης. Σχεδόν αντίστοιχες με τις ακαδημίες, και γεμάτες από ανθρώπους που διψούσαν για γνώση, οι βιβλιοθήκες και τα αναγνωστήρια πολλαπλασιάστηκαν, είτε υπό κρατική μέριμνα, είτε από δωρεές πλουσίων ιδιωτών. Περιλάμβαναν επιστημονικές εργασίες και μεγάλα λεξικά και αποτελούνταν από αίθουσες μελέτης και αίθουσες συζητήσεων.
Όλες αυτές οι λέσχες και τα σωματεία της γνώσης λειτουργούσαν όπως και τα σαλόνια και σχημάτιζαν μεταξύ τους επαρχιακά, εθνικά, ακόμη και ευρωπαϊκά δίκτυα ανταλλαγής βιβλίων και αλληλογραφίας. Τα πάντα ερευνούνταν και συζητούνταν εκεί: από φυσική και χημεία μέχρι αγρονομία και δημογραφία. Η νέα ιδεολογία προωθήθηκε αποτελεσματικότερα μέσα από τον μετασχηματισμό του λεξιλογίου και τη διαφοροποίηση της σημασίας ορισμένων λέξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι έννοιες όπως εξουσία, κράτος, κοινωνία, μεσαία τάξη, φύση, ευτυχία, αρετή, πρόοδος, τεχνική εμφανίζονται στο καθημερινό λεξιλόγιο των ευρωπαϊκών γλωσσών κατά τον 18ο αιώνα.
Οι Διαφωτιστές ταξίδευαν επίσης στο εξωτερικό, όπου εξέθεταν τις απόψεις τους, προσκεκλημένοι συχνά από ηγεμόνες της λεγόμενης «φωτισμένης δεσποτείας», όπως ήταν ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας και η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας.
Ο Διαφωτισμός ως φαινόμενο παρατηρήθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, και συχνά συνοδεύονταν και από μια συγκεκριμένη τοπική χροιά. Για παράδειγμα στη Γαλλία συχνά συσχετίζονταν με αντικυβερνητικές και αντιεκκλησιαστικές δυνάμεις, ενώ στη Γερμανία γνώρισε ευρεία διάδοση στη μέση τάξη και εξέφρασε ένα πνευματιστικό καθώς και εθνικιστικό τόνο χωρίς να είναι ενάντια στην κυβέρνηση ή την εκκλησία.[283] Παρομοίως οι αντιδράσεις των διαφόρων κυβερνήσεων διέφεραν κατά πολύ, καθώς στη Γαλλία η κυβέρνηση ήταν γενικώς εχθρική, ενώ στη Βρετανία η κυβέρνηση ήταν σχετικά αδιάφορη.
Στον Σκωτσέζικο Διαφωτισμό, στις μεγάλες πόλεις της χώρας όπως το Εδιμβούργο και η Γλασκώβη δημιουργήθηκαν πνευματικές υποδομές για αμοιβαία υποστηριζόμενα πνευματικά ιδρύματα όπως πανεπιστήμια, λέσχες ανάγνωσης, βιβλιοθήκες, και μουσεία,[284][285] κάτι που έκανε τον Βολταίρο στη Γαλλία να σχολιάσει πως η Σκωτία αποτελεί έμπνευση για όλες τις ιδέες των διαφωτιστών σχετικά με τον πολιτισμό.[286]
Στην Ιταλία, υπήρξαν τμήματα της κοινωνίας τα οποία γνώρισαν σημαντικές αλλαγές από την επιρροή του Διαφωτισμού, όπως όταν ο Λεοπόλδος Β´ της Τοσκάνης κατάργησε τη θανατική ποινή στην Τοσκάνη, καθώς και όταν με τη σταδιακή μείωση της επιρροής της εκκλησίας αυξήθηκαν οι επιστημονικές ανακαλύψεις όπως με το Αλεσάντρο Βόλτα και τον Λουίτζι Γκαλβάνι.[45]
Στη Ρωσία, η κυβέρνηση ενθάρρυνε ανοικτά τη διάδοση των γραμμάτων και των τεχνών στα μέσα του 18ου αιώνα, και κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκε και το πρώτο ρωσικό πανεπιστήμιο καθώς και πολλές βιβλιοθήκες, μουσεία, θέατρα, αλλά και ανεξάρτητες εφημερίδες. Οι εξελίξεις αυτές στηρίχθηκαν σημαντικά και στις πρωτοβουλίες που πήρε η Μεγάλη Αικατερίνη ως προστάτης των τεχνών και της εκπαίδευσης, και η οποία διατηρούσε επικοινωνία με τον Βολταίρο, καθώς και τον μαθηματικό Λέοναρντ Όιλερ. Ο ρωσικός διαφωτισμός διέφερε από τον ευρωπαϊκό ως προς το ότι στόχευε στον εκσυγχρονισμό όλων των πτυχών της ζωής στη Ρωσία και την ελαχιστοποίηση του φαινομένου της δουλοπαροικίας, στοχεύοντας περισσότερο στον διαφωτισμό του ατόμου παρά συλλογικά της κοινωνίας.[287][288]
Στο νεοσύστατο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον οι οποίοι είχαν κυρίαρχο ρόλο στη διάδοση των διαφωτιστικών ιδεών στη χώρα,[103][105][289] κυρίως ως προς τις ιδέες περί πολιτικής με προέλευση από την Αγγλία, Σκωτία και Γαλλία.[107][290] Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού υπήρξε μεγάλη έμφαση στις έννοιες της ελευθερίας, δημοκρατίας, ρεπουμπλικανισμού, και ανεξιθρησκίας. Η θρησκεία δέχτηκε επίσης ισχυρή αμφισβήτηση από έργα της εποχής όπως το Η εποχή της λογικής του Τόμας Πέιν και η Βίβλος του Τζέφερσον του Τόμας Τζέφερσον.
Ο Διαφωτισμός, με κύριο όπλο του την ελληνική τυπογραφία, μεταδόθηκε μέσω των παροικιών και στον υπόδουλο Ελληνισμό, με κάποια όμως καθυστέρηση λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Η μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών επέτρεψε στη συνέχεια τη δημιουργία στον ελληνικό χώρο, κατά την περίοδο 1750-1821, ενός πνευματικού κινήματος ανάλογου του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που από τον Κ.Θ. Δημαρά ονομάστηκε Νεοελληνικός διαφωτισμός.
Αναπτύχθηκε και εδώ έντονη πνευματική δραστηριότητα γύρω από θεμελιώδεις ιδέες όπως ελευθερία, δικαιοσύνη, ανεξιθρησκία, αρετή, επιστήμη, με αντικειμενικό σκοπό τον φωτισμό των υπόδουλων Ελλήνων, ώστε αυτοί να διεκδικήσουν την απελευθέρωσή τους. Παράλληλα εκείνο το διάστημα ιδρύθηκαν σχολεία, εκδόθηκαν βιβλία, μελετήθηκαν οι θετικές επιστήμες. Κατά μία άλλη άποψη, ο όρος «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» είναι υπερβολικός, αφού αναφέρεται σε ένα πνευματικό κίνημα που είχε κύριο αίτημα την παιδεία των Ελλήνων.[291]
Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των φορέων του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο έχουν μεγάλο εύρος και εκτείνονται από την προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες μέχρι την πλήρη αποδοχή των ευρωπαϊκών ιδεών.
Σημαντικοί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι μεταξύ άλλων ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, οι συγγραφείς της Νεωτεριστικής Γεωγραφίας Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Άνθιμος Γαζής και ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας. Κορυφαίοι όμως αναδείχθηκαν ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής.
Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος(1757-1798) επιδιώκει μέσα από το μεταφραστικό και το πρωτότυπο συγγραφικό του έργο να καταστήσει τους Έλληνες κοινωνούς της δυτικής σκέψης και να τους προετοιμάσει για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το έργο του Φυσικής Απάνθισμα, με το οποίο προσπαθεί να εμφυσήσει στους συμπατριώτες του την ορθολογική σκέψη μέσω των φυσικών επιστημών.
Εμπνευσμένος ο Ρήγας από τον άνεμο της ελευθερίας που πνέει στη Γαλλία και τη δυτική Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα, τυπώνει μια σειρά από χάρτες,μεταξύ των οποίων και τη Μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος, όπου δείχνει παρουσιαστικά την έκταση και την ακτινοβολία του Ελληνισμού, καθώς και βιβλία με πατριωτικό περιεχόμενο. Ο Ρήγας οραματιζόταν κοινή εξέγερση όλων των βαλκανικών λαών εναντίον του δυνάστη και την ίδρυση μιας παμβαλκανικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Τρία έτη μετά την έκδοση της Χάρτας, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μίας νεώτερης έκδοσής της, μικρότερων διαστάσεων, με την ονομασία Πίναξ γεωγραφικός της Ελλάδος.
Αυτή η περίοδος χαράχτηκε από ριζικές μεταβολές:[292]
Η ιδανική φυσιογνωμία του Διαφωτισμού είναι η αθεΐα,
άνθρωπος των γραμμάτων με κοινωνική λειτουργία, ο οποίος ασκεί τη λογική του σε όλους τους τομείς για να καθοδηγήσει τις αντιλήψεις. Είναι ένας διανοούμενος που παρεμβαίνει στην κοινωνία, ένας «τίμιος άνθρωπος που χειρίζεται τα πάντα με τη λογική» (Εγκυκλοπαίδεια), «που αγωνιά να ξεσκεπάσει τα λάθη» (Ντιντερό), ένας υπερασπιστής των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Όπως και οι ανθρωπιστές της Αναγέννησης, έτσι και οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού ενδιαφέρονταν για διάφορους τομείς: ο Αμερικανός Τόμας Τζέφερσον είχε λάβει δικαστική εκπαίδευση, αλλά εξασκούσε συχνά και αρχαιολογία και αρχιτεκτονική. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν διπλωμάτης και φυσικός.
Οι κοινωνικές ρίζες των Διαφωτιστών διαφέρουν: πολλοί κατάγονταν από αστικές οικογένειες (Βολταίρος, Τόμας Τζέφερσον), άλλοι από οικογένειες που ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις (Ιμμάνουελ Καντ, Ντενί Ντιντερό, Βενιαμίν Φραγκλίνος), ενώ υπήρχαν και μερικοί από την αριστοκρατία (Μοντεσκιέ).
Όλοι οι φιλόσοφοι εκείνης της εποχής είχαν σχηματίσει ένα επικοινωνιακό δίκτυο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές. Μας είναι γνωστή η βίαιη αλληλογραφία μεταξύ του Βολταίρου και του Ρουσσώ. Επίσης τα μεγάλα πνεύματα του 18ου αιώνα συναντιούνταν και συζητούσαν στα σαλόνια, στα καφέ και στις ακαδημίες. Επειδή όμως επέκριναν, πολλές φορές άγρια, την κοινωνική διάρθρωση και το πολιτικό σύστημα που κυριαρχούσε και τη μοναρχία, δεν ήταν λίγες οι φορές που εκδιώκονταν ή φυλακίζονταν. Τα βιβλία και τα συγγράματά τους αναγκάζονταν είτε να τα εκδίδουν ανώνυμα είτε σε χώρες όπου υπήρχε σχετική ελευθερία τύπου, όπως στην Αγγλία και τις Κάτω Χώρες. Ο Μοντεσκιέ για παράδειγμα έκδωσε το βιβλίο του Περσικά γράμματα (Lettres Persanes) στις Κάτω Χώρες.
Πολλοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού αμφισβητούσαν τα βιβλικά θεμέλια του χριστιανισμού, υποβάλλοντας τη Βίβλο σε επιστημονική κριτική και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μυθολογία. Συμμετείχαν σε ένα ευρύτερο σύνολο κριτικών που κατήγγειλλε τις θεσμοθετημένες θρησκείες ως μέσα εκμετάλλευσης, που είχαν επινοήσει παλιάνθρωποι και απατεώνες για να εξαπατούν τις αδαείς μάζες. Απέρριπταν τις προσευχές και τις λειτουργίες ως άχρηστες. Ο Θεός, υποστήριζαν, δεν είναι δυνατό να πείθεται να παραβιάζει τους φυσικούς νόμους για χάρη μεμονωμένων ατόμων. Καταδίκαζαν το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος ως ολέθριο για το ανθρώπινο γένος. Αντίθετα, πίστευαν ότι άνθρωποι έχουν την ελευθερία και τη λογική ικανότητα να εκλέγουν ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η άποψη ότι μερικοί προορίζονται να σωθούν και άλλοι να καταλήξουν στην κόλαση, αρνείται στην ανθρωπότητα την αξιοπρέπεια με την οποία η λογική την έχει προικίσει.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.