From Wikipedia, the free encyclopedia
Θρησκεία είναι πολιτιστικό σύστημα σχεδιασμένων ηθών, συμπεριφορών, απόψεων και καθημερινών πρακτικών, όπως κοσμοθεάσων, ιερών κειμένων, ιερών τόπων και οργανισμών τα οποία συνδέουν τους ανθρώπους με υπερφυσικά φαινόμενα ή οντότητες. Επίσης θρησκεία είναι ο σεβασμός, ο ιερός φόβος και η αφοσίωση του ανθρώπου προς ένα υπέρτατο ον.[2] Πάντως δεν υπάρχει συμφωνημένος ορισμός για το τι συνιστά θρησκεία.[3] Σύνηθες σφάλμα αποτελεί η υπερωνυμοποίηση της θρησκείας για κάθε μεταφυσική κοσμοθεωρία, ακόμα και για όσες δεν εμπεριέχουν το υπερφυσικό.
Η βασική δυσκολία ορισμού της θρησκείας οφείλεται στην πολλαπλότητά της και στο πολύπλευρο των ουσιαστικών της γνωρισμάτων[4]. Όπως επισημαίνει ο Γουίλι Μπρον (αγγλικά: Willi Braun), αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αλμπέρτα του Καναδά, «ο όρος είναι ένα αόριστο σημαίνον, ικανός να προσκολλάται σε μια ποικιλία αντικειμένων. [...] Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ιστορία της κατηγορίας ΄΄θρησκεία΄΄ είναι συγχρόνως εν μέρει μια ιστορία της ολίσθησης της κατηγορίας στους κόλπους των ομολογιακών (θεολογικών, απολογητικών) αντιλήψεων των θρησκευτικών κοινοτήτων[...]»[5] Οι ορισμοί έχουν διαμορφωθεί στη Χριστιανική Δύση και στηρίζονται στην εμπειρία των μονοθεϊστικών θρησκειών, εξισώνοντας τη Θρησκεια με την πίστη σε ένα ύψιστο Όν, αδυνατώντας να συμπεριλάβουν τα θρησκευτικά μορφώματα των ασιατικών και των πρωτόγονων λαών.[6] Οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες του 17ου, 18ου και 19ου αι., αρνούνταν να εντοπίσουν και το παραμικρό ίχνος θρησκείας στους ιθαγενείς.[7]
Οι διάφοροι ορισμοί της θρησκείας θα μπορούσαν να χωριστούν σε ουσιοκρατικούς, όπου η έμφαση δίνεται στα βασικά εσωτερικά χαρακτηριστικά: η βάση του ορισμού είναι οντολογική, η γλώσσα στις θρησκείες αναφέρεται στα θρησκευτικά αντικείμενα, το περιεχόμενο αυτών των θρησκειών είναι διαπολιτισμικά σταθερό. Η αναφορά γίνεται σε κάτι Υπερκόσμιο, ενώ αποτιμάται θετικά ή αρνητικά Οι πολιτισμικοί ορισμοί είναι λειτουργικοί, η γλώσσα συμβολική, επικοινωνιακή, το περιεχόμενο σύμφωνα με αυτούς αυθαίρετο και ιστορικά συγκεκριμένο, η αναφορά κοσμική και τέλος, η αξιολόγηση συχνά ουδέτερη.[8]
Τα βασικά συστατικά της θρησκείας είναι η πίστη, η λατρεία, ο Ιερός φόβος και το ήθος.
Ο κατ' εξοχήν όρος είναι η λέξη Θρησκεία: η ετυμολογία της είναι αβέβαιη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος 2,5[Ι 665 a]η λέξη θρησκεία ετυμολογείται από τη λέξη Θρήσσα-Θρήσσαι, δηλαδή από τις μυημένες στα Καβείρια μυστήρια θράκισσες γυναίκες που καταλαμβάνονταν από ενθουσιασμό και ιερή μανία.
Από το ρήμα θρέομαι, θροέω =κράζω μεγαλοφώνως, θορυβώ προκαλώντας θρούν -θρόϊσμα, παθητικώς: ταράσσομαι, τρέμω. Στον Ησύχιο θρέσκος, αντί θρήσκος.
Σύμφωνα με τους γλωσσολόγους των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η ρίζα θρησκ- με τη ρίζα θεράπ-, έτσι που το ρήμα θρησκεύω να σημαίνει θεραπέυω=υπηρετώ, λατρεύω τους θεούς[10].
Τέλος, σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, η λέξη θρησκεία, μάλλον σχετίζεται με το ρήμα θρώσκω, δηλαδή αναβαίνω.[11]
Στην Καινή Διαθήκη ο όρος θρησκεία δηλώνει τιμή, λατρεία του Θεού, πίστη.
Από το θρήσκος παράγεται το θρησκεύω δηλαδή εισάγω και εκτελώ θρησκευτικά χρέη. Θρήσκευμα: θρησκευτική λατρεία, ορισμένη θρησκεία. Θρησκεύσιμος: αυτός που ανήκει στη λατρεία, θρησκευτήριον: τόπος προς λατρείαν, θρησκευτής: ο λατρεύων, ο μοναχός, Θρησκία: οι θρησκευτικές πράξεις. Γενικά η λέξη θρησκεία δηλώνει την τήρηση των θείων εντολών και τη λατρεία του θείου.[12]
Άλλες λέξεις δηλωτικές της θρησκευτικής πράξης και στάσεως είναι: σέβας και ευσέβεια, δέος: δηλαδή το ιερό δέος, τον φόβο του Θεού, τον σεβασμό, τη μεγάλη τιμή, τον θαυμασμό, την έκπληξη Η λέξη λατρεία αρχικά σήμαινε την υπηρεσία του εργαζόμενου με αμοιβή. Προοδευτικά δήλωνε την αφοσίωση και την αγάπη στον Θεό και τη λατρεία προς τους θεούς. Η λέξη λάτρις σημαίνει θεράπων Τέλος άλλη λέξη που χρησιμοποιείται είναι η θεραπεία από το ρήμα θεραπεύω: είμαι θεράπων, λατρεύω, τιμώ.[13]
Η λέξη religio: αρχικά η λέξη στον ενικό δήλωνε τον φόβο, ενδοιασμό ή την ανησυχία της ανθρώπινης ψυχής σχετικά με την ακρίβεια του πρακτέου. Στον πληθυντικό δήλωνε την ακρίβεια για τα λατρευτικά πράγματα.[14] Ο λατινικός όρος religio αποκτούσε το νόημά του σε σχέση με το αντίθετό του, τη δεισιδαιμονία superstitio.[15]
Σύμφωνα με τον Κικέρωνα και τον Αυγουστίνο, η λέξη religio ετυμολογείται από τα ρήματα relegere και religare που δηλώνουν δεσμό, ενότητα, σύνδεση, ένωση.[11] Οι λατινόφωνοι χριστιανοί χρησιμοποίησαν τη λέξη Religio για να δηλώσουν τη θρησκεία, αλλά με σκοπό τη διαφοροποίησή τους από τη Ρωμαϊκή, προσέθεταν τον όρο: vera: αληθινή. Οι Λατίνοι πατέρες ετυμολόγησαν τη λέξη religio ως εξής: ο Αυγουστίνος από το ρήμαreligare, δηλαδή συνδέω, επανασυνδέω Η ετυμολογία αυτή ήταν γνωστή από το Servius στις Αινειάδες 8, 349: μια τέτοια ετυμολόγηση συμφωνούσε με την περί αληθινής θρησκείας αντίληψη του Χριστιανισμού, που θεωρούσε πως ήταν αυτή μέσω της οποίας η ψυχή επανασυνδέεται κατά τη συμφιλίωσή της με τον ένα Θεό, από τον οποίο κατά κάποιο τρόπο είχε χωρισθεί βιαίως.[16]
Οι Βαβυλώνιοι ονόμασαν την προσέγγιση αυτή puluhta (φόβος, δέος, σεβασμός) και οι Ισραηλίτες torah 'η berit. Η Παλαιά Διαθήκη δεν γνωρίζει μια ιδιαίτερη λέξη για τη θρησκεία. Στα νέα εβραϊκά, χρησιμοποιείται η λέξη dat, ετυμολογούμενη, από το αραμαϊκό dat, εντολή, Νόμος και χρησιμοποιείται στην επιστολή του Πέρση βασιλιά Αρθασασθά (Αρταξέρξη) προς τον Έσδρα για να δηλώσει τον Νόμο του Θεού, αλλά και τον νόμο του βασιλέως.[17]
Το Ισλάμ χρησιμοποιεί την αρχαία λέξη din για να δηλώσει τη θρησκεία. Η λέξη din στην προϊσλαμική Αραβία, σήμαινε τα έθιμα και τις συνήθειες, το δίκαιο, την κρίση, το δικαστήριο. Καθώς ο Μωάμεθ καθόρισε όλα αυτά να σχετίζονται με την πίστη στον ένα Θεό και με τις υποχρεώσεις του πιστού σε αυτόν το din ταυτίστηκε με το Islam (αφοσίωση και υπακοή στον Θεό).
Στον Ζωροαστρισμό η λέξη daena δηλώνει τη θρησκεία και σήμαινε την εσώτατη φύση, το πνευματικό εγώ, τη διάθεση και το φρόνημα.[17]
Στην Κίνα η λέξη chiao (τσιάο) δήλωνε τις τρεις μεγάλες θρησκείες της χώρας : τον Κομφουκιανισμό, τον Ταοϊσμό και τον Βουδισμό, Η λέξη ειδικότερα δηλώνει τη διδασκαλία, συμπεριλαμβάνοντας τις ειδικές θρησκευτικές αντιλήψεις και θεωρίες, τη σκέψη, την κοσμοθεωρία.
Στην Ιαπωνία ο όρος είναι γραμμένος με τα ίδια σημεία Kyo, συνώνυμο του Κορεατικού hak.[18]
Η αναζήτηση για την προέλευση της θρησκείας αποτέλεσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της έρευνας του δέκατου ένατου αιώνα: το εντόπιζαν εκτός του θείου και γενικά κάτι διαφορετικό από αυτό που καθόριζαν οι παραδοσιακές θρησκευτικές αρχές.[19] Οι διάφορες θεωρίες περί προελεύσεως της θρησκείας μπορούν να συνοψισθούν σε δύο κατηγορίες:
α) Θεωρίες επί μυθολογικής βάσεως: 1) προέλευση της θρησκείας από τη Μυθολογια της φύσεως (Naturmythologiew) 2) η προέλυση από την Αστρική μυθολογία (Panbabylonismus) Οι θεωρίες αυτές έχουν καταρρεύσει από την εθνολογία, λαογραφία
β) Θεωρίες εθνολογικής και κοινωνικής βάσης: 1)Προγονολατρεία, 2) ανιμισμός 3) Προανισμός δ) Δυναμισμός και Μαγεία 5)Τοτεμισμός 6) Πρωτομονοθεϊσμός[20]
Υπάρχουν διάφορες κατατάξεις των θρησκευμάτων στην ιστορία της μελέτης της θρησκείας από φιλοσόφους και θρησκειολόγους. Με βάση την έκταση επιρροής τους διακρίνονται σε
Μια άλλη κατάταξη είναι σε αυτά που αναπτύχθηκαν με κεντρική ιδέα την παγκόσμια αρμονία του κόσμου (Ινδουισμός, Βουδισμός, Κομφουκιανισμός, Ταοϊσμός) και σε εκείνα που στηρίζονται σε ιστορική αποκάλυψη του Θεού (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ)[22]
Τρεις κατηγορίες θρησκειών διακρίνουν όσοι τις χωρίζουν ως προς το αντικείμενό τους:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.