Γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας (γερμανικά: Jürgen Habermas, IPA: /ˈjʏʁgən ˈhaːbɐmaːs/, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1929) είναι Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος που ανήκει στην παράδοση της κριτικής θεωρίας και του αμερικανικού πραγματισμού. Είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την εργασία του πάνω στην έννοια της «δημόσιας σφαίρας», που ήταν το θέμα και ο τίτλος του πρώτου του βιβλίου. Η εργασία του επικεντρώθηκε στα θεμέλια της κοινωνικής θεωρίας και της επιστημολογίας, στην ανάλυση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών και της δημοκρατίας, της έννοιας της νομιμοποίησης σε ένα κριτικό κοινωνικό-εξελικτικό πλαίσιο, και της σύγχρονης πολιτικής — ιδιαίτερα της γερμανικής πολιτικής. Το θεωρητικό σύστημα του Χάμπερμας είναι αφιερωμένο στην αποκάλυψη της δυνατότητας του λόγου, της πολιτικής χειραφέτησης, και της λανθάνουσας ορθολογικής-κριτικής επικοινωνίας στους σύγχρονους θεσμούς, αλλά και της ανθρώπινης ικανότητας να εκπληρώνει και να επιδιώκει ορθολογικά ενδιαφέροντα.
Γιούργκεν Χάμπερμας | |
---|---|
Γιούργκεν Χάμπερμας | |
Γέννηση | 18 Ιουνίου 1929 Ντίσελντορφ, Γερμανία |
Περίοδος | 20ός αιώνας |
Περιοχή | Δυτική Φιλοσοφία |
Σχολή | φιλοσοφικός ρεφορμισμός |
Κύρια Ενδιαφέροντα | Κοινωνική Θεωρία Επιστημολογία Πολιτική Θεωρία Πραγματισμός |
Αξιοσημείωτες Ιδέες | Επικοινωνιακή ορθολογικότητα Έλλογη ηθική Οικουμενικός πραγματισμός Επικοινωνιακή δράση |
Επιδράσεις | Μαξ Βέμπερ, Εμίλ Ντιρκάιμ, Καρλ Μαρξ, Βίλχελμ Ντίλτεϋ, Τάλκοτ Πάρσονς, Εμμάνουελ Καντ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Ζαν Πιαζέ, Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Χάνα Άρεντ |
Επηρέασε | Κλάους Όφε, Χανς-Χέρμαν Χόπε, Άξελ Χόνετ |
Σχετικά πολυμέσα |
Ο Χάμπερμας γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Μέχρι την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, έζησε στο Γκούμερσμπαχ κοντά στην Κολωνία. Ο πατέρας του, Ερνστ Χάμπερμας, ήταν εκτελεστικός διευθυντής του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Κολωνίας και έχει περιγραφεί από τον Χάμπερμας ως οπαδός των Ναζί. Ανατράφηκε σε αυστηρό προτεσταντικό περιβάλλον, καθώς ο παππούς του ήταν διευθυντής ιερατικής σχολής στο Γκούμερσμπαχ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Γκέτιγκεν (1949-50), της Ζυρίχης (1950-51), και της Βόννης (1951–54) και απέκτησε διδακτορικό στη φιλοσοφία[1] στη Βόννη το 1954 με διατριβή υπό τον τίτλο "Το απόλυτο και η ιστορία: περί της αντίφασης στη σκέψη του Σέλλινγκ". Στην επιτροπή που εξέτασε τη διατριβή του περιλαμβάνονταν ο Έριχ Ροτχάκερ και ο Όσκαρ Μπέκερ.
Από το 1956 και μετά, μελέτησε φιλοσοφία και κοινωνιολογία υπό την επίδραση θεωρητικών της κριτικής Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο στο «Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα» του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, αλλά λόγω μιας σοβαρής διαφωνίας μεταξύ αυτών των δύο σχετικά με τη διατριβή του από τη μια —ο Χορκχάιμερ είχε εκφράσει υπερβολικές απαιτήσεις για την αναθεώρησή της—, και από την άλλη λόγω της ίδιας του της πεποίθησης ότι η Σχολή της Φρανκφούρτης είχε περιέλθει σε παράλυση με τον πολιτικό σκεπτικισμό και την περιφρόνηση για τη σύγχρονη κουλτούρα ολοκλήρωσε τελικά τις μεταδιδακτορικές του σπουδές στις πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ υπό τον μαρξιστή Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ[2]. Η εργασία του αυτή είχε τον τίτλο Ο δομικός μετασχηματισμός της Δημόσιας Σφαίρας: μια έρευνα πάνω στην έννοια της Αστικής Κοινωνίας. Το 1961 έγινε υφηγητής στο Μάρμπουργκ, και—σε μια κίνηση που ήταν άκρως ασυνήθιστη για τη γερμανική ακαδημαϊκή σκηνή της εποχής— του προσφέρθηκε η θέση του «καθηγητή άνευ έδρας» της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (με την προτροπή του Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ και του Καρλ Λέβιτ) το 1962, την οποία και αποδέχθηκε. Το 1964, υποστηριζόμενος σθεναρά από τον Αντόρνο, ο Χάμπερμας επέστρεψε στη Φρανκφούρτη για να καταλάβει την έδρα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας του Χορκχάιμερ.
Το 1971 αποδέχτηκε τη θέση του Διευθυντή στο «Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ» στο Στάνμπεργκ (κοντά στο Μόναχο) και εργάστηκε εκεί μέχρι το 1983, δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του magnum opus του, Η θεωρία της επικοινωνιακής δράσης. Ο Χάμπερμας ύστερα από αυτό επέστρεψε στην έδρα του στη Φρανκφούρτη και στη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας. Μετά τη συνταξιοδότησή του το 1993, ο Χάμπερμας συνέχισε να δημοσιεύει εκτενώς. Το 1986 κέρδισε το βραβείο Λάιμπνιτς της Deutsche Forschungsgemeinschaft (ελληνικά: Γερμανικό Ίδρυμα Έρευνας), που είναι η υψηλότερη διάκριση που απονέμεται για την έρευνα στη Γερμανία. Κατέχει επίσης την ασυνήθιστα μεταμοντέρνα θέση του Μόνιμου Επισκέπτη Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν στο Έβανστον του Ιλινόις και την έδρα «Theodor Heuss» στο Πανεπιστήμιο New School της Νέας Υόρκης.
Ο Χάμπερμας τιμήθηκε με το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών στις Κοινωνικές Επιστήμες το 2003. Έλαβε επίσης το 2004 το Βραβείο του Κυότο στους τομείς των Τεχνών και της Φιλοσοφίας. Επισκέφθηκε το Σαν Ντιέγκο και στις 5 Μαρτίου 2005, ως εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο στο Συμπόσιο του Κυότο, έδωσε διάλεξη με τον τίτλο Ο δημόσιος ρόλος της θρησκείας σε ένα κοσμικό πλαίσιο, σχετικά με την εξέλιξη του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους από μια στάση ουδετερότητας στην έντονη εκκοσμίκευση. Το 2005 έλαβε το Holberg International Memorial Prize (περί τα 520.000 €).
Ο Χάμπερμας ήταν διάσημος ως καθηγητής και μέντορας. Ανάμεσα στους πιο εξέχοντες φοιτητές του ήταν ο πολιτικός κοινωνιολόγος Κλάους Όφφε (καθηγητής στη Σχολή Hertie για τη Διακυβέρνηση, στο Βερολίνο), ο κοινωνικός φιλόσοφος Γιόχαν Άρνασον (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο La Trobe και επικεφαλής έκδοσης στο περιοδικό Θέση ΄Εντεκα), ο θεωρητικός της κοινωνιολογίας Χανς Γιοάς (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης και στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου), ο θεωρητικός της κοινωνικής εξέλιξης Κλάους Έντερ, ο κοινωνικός φιλόσοφος Άξελ Χόννεθ (ο σημερινός διευθυντής του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα), ο Αμερικανός φιλόσοφος Τόμας Μακάρθυ, ο συνδημιουργός της επιθεώρησης κοινωνικής έρευνας Τζέρεμι Σαπίρο, και ο δολοφονημένος Σέρβος πρωθυπουργός Ζόραν Ντίντιτς.
Ο Χάμπερμας οικοδόμησε ένα κατανοητικό πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας βασιζόμενος σε μια σειρά από θεωρητικές παραδόσεις:
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρούσε ως το κορυφαίο επίτευγμά του την ανάπτυξη της έννοιας και της θεωρίας του επικοινωνιακού λόγου ή της επικοινωνιακής ορθολογικότητας, η οποία διακρίνεται από την ορθολογική παράδοση με τον εντοπισμό της ορθολογικότητας περισσότερο σε δομές διαπροσωπικής γλωσσικής επικοινωνίας παρά σε δομές είτε του κόσμου είτε του γνωστικού υποκειμένου. Αυτή η κοινωνική θεωρία προωθεί τους στόχους για την απελευθέρωση του ανθρώπου, ενώ διατηρεί ένα αποκλειστικά οικουμενικό ηθικό πλαίσιο. Αυτό το πλαίσιο βασίζεται στο επιχείρημα που αποκαλείται οικουμενικός πραγματισμός – ότι δηλαδή όλες οι πράξεις λόγου ενέχουν ένα τέλος (με την αρχαία ελληνική έννοια της λέξης) — τον σκοπό της αμοιβαίας κατανόησης, και ότι τα ανθρώπινα όντα κατέχουν αυτήν την επικοινωνιακή ικανότητα να επιτυγχάνεται αυτού του είδους η κατανόηση. Ο Χάμπερμας οικοδόμησε το πλαίσιο της θεωρίας του πέρα από τη φιλοσοφία του δρώντος λόγου του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, την κοινωνιολογική θεωρία της διαδραστικής διαμόρφωσης του πνεύματος και του εαυτού του Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ, τις θεωρίες της ηθικής ανάπτυξης του Ζαν Πιαζέ και του Λώρενς Κόλμπεργκ, και της διαλεκτικής ηθικής του συναδέλφου του στη Χαϊδελβέργη Καρλ Ότο Άπελ.
Συνέχισε τις παραδόσεις του Καντ, του Διαφωτισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού μέσω της έμφασής του στη δυνατότητα μετασχηματισμού του κόσμου και άφιξης μιας πιο ανθρώπινης, δίκαιης, και ισόνομης κοινωνίας μέσω της εκπλήρωσης της ανθρώπινης δυνατότητας για λογική, και εν μέρει μέσω του ηθικού διαλόγου. Ενώ λοιπόν παραδέχτηκε ότι ο Διαφωτισμός είναι ένα ανεκπλήρωτο πρόταγμα, επιχειρηματολόγησε υπέρ της διόρθωσης και της συμπλήρωσής του και κατά της απόρριψης του. [3] Στη θέση του αυτή πήρε αποστάσεις από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, ασκώντας κριτική τόσο σε αυτή όσο επίσης και στη μεταμοντέρνα σκέψη, για άκρατο πεσιμισμό, αποπροσανατολισμένο ριζοσπαστισμό και υπερβολές.[3]
Εντός της Κοινωνιολογίας η μείζων συνεισφορά του ήταν η ανάπτυξη της συνεκτικής θεωρίας της κοινωνικής εξέλιξης και του εκσυγχρονισμού εστιάζοντας στη διαφορά μεταξύ της επικοινωνιακής ορθολογικότητας και του εξορθολογισμού από τη μια και της εργαλειακής ορθολογικότητας από την άλλη. Εδώ περιλαμβάνεται και η κριτική που του άσκησε ο Νίκλας Λούμαν, μαθητής τους Τάλκοτ Πάρσονς, από την επικοινωνιακή άποψη της διαφοροποίησης που βασίζονταν στη θεωρία των κοινωνικών συστημάτων που ανέπτυξε ο ίδιος.
Η υπεράσπιση της μοντερνικότητας και της αστικής κοινωνίας υπήρξε πηγή έμπνευσης για άλλους, και θεωρείται ως μείζων φιλοσοφική εναλλακτική στάση έναντι των παραλλαγών του μεταδομισμού. Επίδραση άσκησε επίσης και η ανάλυση του του ύστερου καπιταλισμού.
Ο Χάμπερμας είδε τον εξορθολογισμό, τον εξανθρωπισμό, και τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας με όρους θεσμοποίησης της δυνατότητας για ορθολογικότητα που είναι έμφυτη στην επικοινωνιακή ικανότητα που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Θεωρούσε ότι η επικοινωνιακή ικανότητα είχε αναπτυχθεί μέσα από τη διαδικασία της εξέλιξης, αλλά στη σύγχρονη κοινωνία συχνά καταπιέζεται ή αδυνατίζει με τρόπο που μεγάλοι τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως η αγορά, το κράτος, ή άλλοι οργανισμοί, ασκούν τον έλεγχο και τη διαχείριση μέσω της στρατηγικής/εργαλειακής ορθολογικότητας, κι έτσι η λογική του συστήματος τείνει να υπερισχύει αυτής του "ζώντος κόσμου"(γερμ.: lebenswelt).
Ο Χάμπερμας εισάγει την έννοια της «αναδομητικής επιστήμης» με έναν διπλό σκοπό: να εισάγει τη “γενική θεωρία της κοινωνίας” μεταξύ της φιλοσοφίας και της κοινωνικής επιστήμης και να γεφυρώσει ξανά το χάσμα μεταξύ της “μεγάλης θεωρητικοποίησης” και της “εμπειρικής έρευνας”. Το μοντέλο των «έλλογων αναδομήσεων» αντιπροσωπεύει την κύρια ιδέα των ερευνών σχετικά με τις μεγάλες «δομές» του ζώντος κόσμου (κουλτούρα, κοινωνία και προσωπικότητα) και τις αντίστοιχες «λειτουργίες» τους (πολιτισμική αναπαραγωγή, κοινωνική ενσωμάτωση και κοινωνικοποίηση). Για τον σκοπό αυτόν, η διαλεκτική μεταξύ της συμβολικής αναπαράστασης των «δομών που εξαρτώνται από τους ζώντες έμβιους κόσμους» (εσωτερικές σχέσεις) και της «υλικής αναπαραγωγής» των κοινωνικών συστημάτων στην πολυπλοκότητά τους (εξωτερικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων και του περιβάλλοντος) θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το μοντέλο αυτό βρίσκει εφαρμογή, πάνω απ΄όλα, στη θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης, ξεκινώντας από την αναδόμηση των αναγκαίων όρων για τη φυλογένεια των κοινωνικοπολιτισμικών μορφών ζωής (η λεγόμενη «οικειοποίηση») μέχρι μια ανάλυση της ανάπτυξης των «κοινωνικών σχηματισμών», τους οποίους ο Χάμπερμας διέκρινε σε πρωτόγονους, παραδοσιακούς, μοντέρνους και σύγχρονους σχηματισμούς.
Η εργασία του αυτή είναι μια προσπάθεια, κατά πρώτον, να διαμορφώσει το μοντέλο της «αναδόμησης της λογικής της ανάπτυξης» των κοινωνικών σχηματισμών, που αποκρυσταλλώνονται από τον Χάμπερμας μέσα από τη διαφοροποίηση μεταξύ του ζώντος κόσμου και των κοινωνικών συστημάτων (και μέσα σε αυτούς, δια του «εξορθολογισμού του ζώντος κόσμου» και την «αύξηση της πολυπλοκότητας των κοινωνικών συστημάτων»). Κατά δεύτερον, προσπαθεί να προσφέρει μερικές μεθοδολογικές διασαφήσεις σχετικά με την ερμηνεία της δυναμικής των ιστορικών διαδικασιών και, συγκεκριμένα, σχετικά με το «θεωρητικό νόημα» των προτάσεων της εξελικτικής θεωρίας. Ακόμα και αν ο Γερμανός κοινωνιολόγος θεωρεί ότι οι «ex-post ορθολογικές αναδομήσεις» και τα μοντέλα σύστημα/περιβάλλον δεν μπορούν να έχουν μια πλήρη «ιστοριογραφική εφαρμογή», αυτά ασφαλώς ενεργούν ως γενική προϋπόθεση στη δομή της επιχειρηματολογίας της «ιστορικής ερμηνείας» (βλέπε την εργασία του Luca Corchia Explicative models of complexity. The reconstructions of social evolution for Jürgen Habermas, στο S. Balbi - G. Scepi - G. Russolillo - A. Stawinoga (eds.), βλέπετε εδώ, 7ο Διεθνές Συνέδριο για τη Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών - RC33 - Λογική και Μεθοδολογία στην Κοινωνιολογία, Νάπολη, Ιταλία, 9.2008, Jovene Editore, 2008).
Στο έργο του Ο δομικός μετασχηματισμός της δημόσιας σφαίρας ο Χάμπερμας ανέπτυξε τη θεμελιώδη έννοια της «δημόσιας σφαίρας», που αναδύθηκε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα ως χώρος κριτικής συζήτησης, ανοιχτός σε όλους, όπου οι ιδιώτες-πολίτες συγκροτούσαν ένα κοινό του οποίου η «δημόσια λογική» θα ενεργούσε ως ένας έλεγχος για την κρατική εξουσία. Ο Χάμπερμας ισχυρίστηκε ότι πριν από το 18ο αιώνα, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός κυριαρχούνταν από μια «αναπαραστατική» κουλτούρα, όπου η κάθε πλευρά επεδίωκε να «αναπαραστήσει» τον εαυτό της στο κοινό με την απόλυτη κυριαρχία στους υποτελείς της.[4] Ως εκ τούτου, ο Χάμπερμας ισχυρίστηκε ότι ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ δημιούργησε το Παλάτι των Βερσαλλιών προκειμένου να δείξει το μεγαλείο του Γαλλικού κράτους και του Βασιλιά του, κυριαρχώντας πάνω στις αισθήσεις των επισκεπτών του.[5] Ο Χάμπερμας ταύτισε την «αναπαραστατική κουλτούρα» ως αντίστοιχη του φεουδαρχικού σταδίου της ανάπτυξης σύμφωνα με τη Μαρξιστική θεωρία, και ισχυρίστηκε ότι η έλευση του καπιταλιστικού σταδίου ανάπτυξης χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση της Öffentlichkeit (της δημόσιας σφαίρας).[6] Στην κουλτούρα που χαρακτηρίστηκε ως Öffentlichkeit, προέκυψε ένας δημόσιος χώρος έξω από τον έλεγχο του κράτους, όπου τα άτομα (πολίτες) αντάλλασσαν απόψεις και γνώσεις.[7] Σύμφωνα με την άποψη του, η άνθιση των εφημερίδων, των περιοδικών, των ομάδων ανάγνωσης, των μασονικών στοών, και των καφέ του 18ου αιώνα στην Ευρώπη, υποδήλωναν με διαφορετικούς τρόπους τη σταδιακή αντικατάσταση της «αναπαραστατικής» κουλτούρας από την κουλτούρα της Öffentlichkeit.[8] Ο Χάμπερμας ισχυρίστηκε ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της κουλτούρας της Öffentlichkeit ήταν η "κριτική" της φύση.[8] Σε αντίθεση με την "αναπαραστατική" κουλτούρα όπου μόνο η μια πλευρά ήταν ενεργή και η άλλη παθητική, η κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας χαρακτηρίζονταν από τον διάλογο καθώς τα ατομικά υποκείμενα είτε συναντιόνταν μέσα από τον διάλογο είτε αντάλλασσαν απόψεις μέσα από τα έντυπα μέσα ενημέρωσης.[8] Υποστήριξε ότι καθώς η Βρετανία ήταν η πιο φιλελεύθερη χώρα στην Ευρώπη, η κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας αναδύθηκε εκεί για πρώτη φορά γύρω στο 1700, ενώ η ανάπτυξη της στην ηπειρωτική Ευρώπη έλαβε χώρα σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[8] Κατά την άποψή του, η Γαλλική Επανάσταση σε ένα μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από την κατάρρευση της κουλτούρας της "αναπαράστασης", και την αντικατάστασή της από την κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας.[8] Εντούτοις κύριο μέλημά του στο βιβλίο Ο δομικός μετασχηματισμός της δημόσιας σφαίρας ήταν να εκθέσει αυτό που θεωρούσε ως παραπλανητική φύση των ελεύθερων θεσμών στη Δύση, ενώ είχε και μια σημαντική επίδραση στην ιστοριογραφία για τη Γαλλική Επανάσταση.[6].
Σύμφωνα με τον Χάμπερμας, μια ποικιλία παραγόντων είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή στην πράξη της δημόσιας σφαίρας, περιλαμβάνοντας τη μεγέθυνση των εμπορικών μέσων ενημέρωσης, που μετέτρεψαν το κριτικό κοινό σε ένα παθητικό καταναλωτικό κοινό. Από την άλλη το κράτος πρόνοιας συγχώνευσε το κράτος με την κοινωνία τόσο απόλυτα που απομύζησε εντελώς τη "δημόσια σφαίρα". Μετέτρεψε επίσης τη "δημόσια σφαίρα" περισσότερο σε έναν χώρο ανταγωνισμού συμφερόντων για τους πόρους του κράτους παρά ως έναν χώρο προορισμένο για την ανάπτυξη μιας δημόσια προσανατολισμένης σκέψης για το ορθολογικό consensus.
Στο κεφαλαιώδες έργο του Θεωρία της Επικοινωνιακής Δράσης (1981) άσκησε κριτική στη μονοδιάστατη διαδικασία του εκσυγχρονισμού που καθοδηγείται από τις δυνάμεις του οικονομικού και διοικητικού εξορθολογισμού.[9] Ο Χάμπερμας εντόπισε την αυξανόμενη παρέμβαση των τυπικών συστημάτων στην καθημερινή μας ζωή ως παράλληλη στην ανάπτυξη του ‘’κράτους ευημερίας’’, του ‘’κορπορατικού καπιταλισμού’’ και της κουλτούρας της ‘’μαζικής κατανάλωσης’’. [9] Αυτές οι ισχυρές τάσεις εκλογικεύουν διευρυμένες περιοχές της δημόσιας ζωής, καθυποτάσσοντας τις σε μια γενικευμένη λογική επάρκειας και ελέγχου. Καθώς τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και οι ομάδες συμφερόντων λειτουργούν ως υποκατάστατα για τη συμμετοχική δημοκρατία, η κοινωνία ολοένα και περισσότερο διοικείται σε ένα επίπεδο μακριά από την ενεργό συνεισφορά των πολιτών.[9] Ως αποτέλεσμα, εξαλείφονται τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, ατομικού και κοινωνίας, συστήματος και ζώντος κόσμου. Δημοκρατική δημόσια ζωή επιτυγχάνεται μόνο εκεί όπου οι θεσμοί καθιστούν τους πολίτες ικανούς να συζητούν για ζητήματα σημαντικά στον δημόσιο βίο. Περιγράφει έναν ιδεότυπο μιας "ιδεατής κατάστασης διαλόγου",[10] όπου τα δρώντα υποκείμενα είναι εξίσου προικισμένα με τη διαλεκτική ικανότητα, και ο καθένας αναγνωρίζει τη βασική κοινωνική ισότητα στον άλλο, ενώ ο λόγος είναι απαλλαγμένος από ιδεολογία και προκατάληψη.
Ο Χάμπερμας ήταν αισιόδοξος σχετικά με τη δυνατότητα αναβίωσης της δημόσιας σφαίρας.[11] Έβλεπε με ελπίδα το μέλλον σε μια νέα εποχή πολιτικής κοινότητας που μεταβαίνει από το κράτος-έθνος που βασίζεται στην εθνική και πολιτισμική ομοιογένεια σε ένα άλλο που βασίζεται σε ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις νομικά κατοχυρωμένων πολιτών. Αυτή η "διαλογική θεωρία της δημοκρατίας" προϋποθέτει μια πολιτική κοινότητα που θα μπορεί συλλογικά να επιβάλλει την πολιτική της βούληση και να την εφαρμόσει ως πολιτική στο επίπεδο του "νομοθετικού συστήματος". Αυτό το πολιτικό σύστημα απαιτεί μια ενεργή δημόσια σφαίρα, όπου ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και πολιτικά θέματα θα μπορούν να συζητούνται, και η δύναμη της δημόσιας γνώμης θα μπορεί να επηρεάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Μια σειρά διακεκριμένων ακαδημαϊκών άσκησαν κριτική στις θεωρίες του Χάμπερμας σχετικά με τη δημόσια σφαίρα. Ο John Thompson, καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ[12], διατύπωσε την άποψη ότι η έννοια της δημόσιας σφαίρας του Χάμπερμας είναι απαρχαιωμένη λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ο Michael Schudson από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Σαν Ντιέγκο) αντέτεινε γενικότερα ότι η δημόσια σφαίρα ως ένας χώρος καθαρής ορθολογικής και ανεξάρτητης αντιπαράθεσης δεν υπήρξε ποτέ.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Χάμπερμας ήταν διάσημος και ως ενεργός διανοούμενος εξίσου όσο και ως ακαδημαϊκός; σε μεγαλύτερο βαθμό τη δεκαετία του 1980 όπου χρησιμοποίησε τον λαϊκό τύπο για να επιτεθεί στους Γερμανούς ιστορικούς Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte), Μίχαελ Στρίρμερ (Michael Stürmer), και Άντρεας Χιλγκρούμπερ (Andreas Hillgruber). Ο Χάμπερμας αρχικά εξέφρασε τις απόψεις του κατά των ανωτέρω ιστορικών στην εφημερίδα Die Zeit στις 11 Ιουλίου, 1986 σε έναν λίβελο (άρθρο γνώμης) με τον τίτλο ΄Ένα είδος αποκατάστασης των ζημιών. Ο Χάμπερμας άσκησε κριτική στους τρεις ιστορικούς για απολογιστική ιστοριογραφία όσον αφορά την εποχή των Ναζί, και για επιδίωξη να κλείσουν το άνοιγμα της Γερμανίας προς τη Δύση, που σύμφωνα με την άποψη του Χάμπερμας υπήρξε από το 1945.[13] Ισχυρίστηκε ότι οι ανωτέρω προσπάθησαν να αποσυνδέσουν την κυριαρχία των Ναζί και το Ολοκαύτωμα από την κύρια τάση της Γερμανικής Ιστορίας, να ερμηνεύσουν τον Ναζισμό ως μια αντίδραση στον Μπολσεβικισμό και να αποκαταστήσουν εν μέρει το κύρος της Βέρμαχτ (Γερμανικός Στρατός) στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ούτως αποκαλούμενη διαμάχη των ιστορικών (γερμανικά: Historikerstreit) δεν ήταν κατ΄ουδένα τρόπο μονόπλευρη, επειδή ο Χάμπερμας είχε δεχτεί ο ίδιος επίθεση από ακαδημαϊκούς όπως ο Γιοάχιμ Φέστ και Κλάους Χίλντεμπραντ (Klaus Hildebrand).[14] Στη διαμάχη έλαβαν μέρος και άλλα ονόματα, μεταξύ των οποίων ο σημαντικός Γερμανός ιστορικός Μάρτιν Μπρόζατ[15], ο οποίος επιτέθηκε με σφοδρότητα στους Νόλτε και Χιλγκρούμπερ.
Ο Χάμπερμας και ο Ζακ Ντεριντά ενεπλάκησαν σε μια σειρά από θεωρητικές διαμάχες ξεκινώντας από το 1980 και καταλήγοντας σε μια αμοιβαία άρνηση να συμμετέχουν σε μια εκτεταμένη αντιπαράθεση και μια τάση να μιλούν για το παρελθόν. Ακολουθώντας τη δημοσίευση του Χάμπερμας στο "Πέρα από μια τυπική φιλοσοφία της καταγωγής: Ντεριντά" (στο έργο Ο φιλοσοφικός λόγος της μοντερνικότητας), ο Ντεριντά, παραθέτοντας τον Χάμπερμας ως ένα παράδειγμα, παρατήρησε ότι, "εκείνοι που με έχουν κατηγορήσει ότι υποβίβασα τη φιλοσοφία σε λογοτεχνία ή λογική ή ρητορική ... έχουν καταφανώς και προσεκτικά αποφύγει να με διαβάσουν" ("Υπάρχει άραγε μια φιλοσοφική γλώσσα;" σελ. 218, στο Points...). Και άλλες εξέχουσες μορφές του μεταμοντερνισμού, κυρίως ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, ενεπλάκησαν σε μια πιο εκτεταμένη πολεμική εναντίον του Χάμπερμας, αν και ο ‘’Φιλίπ Λακουέ-Λαμπάρτ θεώρησε αυτές τις πολεμικές αντιπαραγωγικές. Εκ των υστέρων, αυτές οι συνεχείς ανταλλαγές απόψεων συνέβαλλαν σε διαχωρισμούς εντός της «ηπειρωτικής φιλοσοφίας» εστιάζοντας πολύ έντονα σε μια γενικευμένη αντίθεση μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού— και οι όροι αυτοί για ένα διάστημα απέκτησαν μια τοτεμική αν όχι κοσμολογική σημασία στη δεκαετία του 1980, χάρη σε έναν μεγάλο βαθμό στα έργα του Λυοτάρ και του Χάμπερμας και τη συχνά ενθουσιώδη και μερικές φορές αναίτια αποδοχή τους στα Αμερικανικά πανεπιστήμια. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μια σχηματική ορολογία όπως ο «μεταδομισμός», που εισήχθη ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά παρέμενε σχεδόν άγνωστη στη Γαλλία, βρήκε έκφραση στην κατανόηση του Χάμπερμας από τους Γάλλους συγχρόνους του, μεταφέροντας μαζί του το φορτίο των «πολιτισμικών μαχών» που ξέσπασαν στους αμερικανικούς ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής. Εν ολίγοις: παρόλο που οι διαφορές μεταξύ Χάμπερμας και Ντεριντά (αν όχι γενικώς η αποδόμηση) ήταν προφανείς αλλά όχι απαραίτητα μη προσεγγίσιμες, εντάθηκαν λόγω πολεμικών αντιδράσεων σε παρανοήσεις αυτών των διαφορών, οι οποίες με τη σειρά τους στάθηκαν απαγορευτικές για κάθε εποικοδομητική συζήτηση. Μετά από τις Επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Ντεριντά και ο Χάμπερμας εγκαθίδρυσαν μια περιορισμένη πολιτική αλληλεγγύη και έβαλαν τις προηγούμενες διαμάχες τους κατά μέρος για χάριν μιας «φιλικής και ανοιχτής αλληλεπίδρασης», όπως το έθεσε ο Χάμπερμας. Αφού εξέφρασαν τις προσωπικές τους απόψεις για την 11η του Σεπτέμβρη στο βιβλίο της Τζιοβάνα Μποραντόρι η Η Φιλοσοφία στην Εποχή του Τρόμου: Διάλογοι με του Γιούργκεν Χάμπερμας και τον Ζακ Ντεριντά. Στις αρχές του 2003, τόσο ο Χάμπερμας όσο και ο Ντεριντά ήταν πολύ ενεργοί ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ και καλούσαν σε μια διακήρυξη η οποία αργότερα έγινε το βιβλίο Old Europe, New Europe, Core Europe για μια πιο σφιχτή ένωση των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε να διαμορφώσουν μια δύναμη ικανή να αντιπαρατεθεί στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Ντεριντά έγραψε έναν πρόλογο εκφράζοντας τη χωρίς όρους συμπαράστασή του στη διακήρυξη του Χάμπερμας του Φεβρουαρίου του 2003, «15 Φεβρουαρίου, ή, Τι είναι αυτό που κρατά τους Ευρωπαίους Ενωμένους: Έκκληση για μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική, Ξεκινώντας στον Ευρωπαϊκό πυρήνα», στο Old Europe, New Europe, Core Europe, που ήταν μια αντίδραση στις απαιτήσεις της διακυβέρνησης του Μπους από τα ευρωπαϊκά έθνη για υποστήριξη στον επερχόμενο πόλεμο στο Ιρακ [16]. Αργότερα ο Χάμπερμας παρείχε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διακήρυξη σε μια συνέντευξη του Αρχειοθετήθηκε 2008-12-06 στο Wayback Machine..
Τον Ιανουάριο του 2004 έλαβε χώρα στην Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας στο Μόναχο, ενώπιον ενός ολιγάριθμου κοινού, μία συνομιλία ανάμεσα στον Χάμπερμας και τον Καθολικό καρδινάλιο Γιόζεφ Ράτσινγκερ, το μετέπειτα πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄).[17] Στη συζήτησή τους, που το 2007 κυκλοφόρησε ως βιβλίο με τον τίτλο Η διαλεκτική της εκκοσμίκευσης, ο Χάμπερμας και ο Ράτσινγκερ έθιξαν μια σειρά από σημαντικά σύγχρονα ερωτήματα, όπως: Είναι η δημόσια κουλτούρα του λόγου και της οργανωμένης ελευθερίας δυνατή στη μετά-μεταφυσική εποχή; Είναι η φιλοσοφία μόνιμα αποκομμένη από τα θεμέλιά της, της ύπαρξης και της ανθρωπολογίας; Η παρακμή της ορθολογικότητας δηλώνει μια ευκαιρία ή μια βαθιά κρίση για την ίδια τη θρησκεία;[18]
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί πολλά από τα βιβλία του, όπως και άλλα, συντομότερα, κείμενα.[19]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.