From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Γερμανοί (γερμανικά: Deutsche) είναι οι ιθαγενείς ή κάτοικοι της Γερμανίας και μερικές φορές ευρύτερα οποιοσδήποτε λαός είναι γερμανικής καταγωγής ή έχει μητρική τη γερμανική γλώσσα.[28] [29] Το σύνταγμα της Γερμανίας ορίζει τον Γερμανό ως Γερμανό πολίτη.[30] Κατά τον 19ο και μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα οι συζητήσεις για τη γερμανική ταυτότητα κυριαρχούνταν από έννοιες κοινής γλώσσας, πολιτισμού, καταγωγής και ιστορίας.[31] Σήμερα η γερμανική γλώσσα θεωρείται ευρέως ως τον πρωταρχικό, αν και όχι αποκλειστικό, κριτήριο της γερμανικής ταυτότητας.[32] Οι εκτιμήσεις για τον συνολικό αριθμό των Γερμανών στον κόσμο κυμαίνονται από 100 ως 150 εκατομμύρια και οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στη Γερμανία.[33]
Συνολικός πληθυσμός | |
---|---|
π. 100–150 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως[1] | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Γερμανία | 62.482.000[2] |
Ηνωμένες Πολιτείες | 46.047.114 (άτομα με γερμανική καταγωγή)[3] |
Βραζιλία | 12.000.000 (άτομα με γερμανική καταγωγή)[4][5] |
Αργεντινή | 3.541.600 (άτομα με γερμανική καταγωγή)[6] |
Καναδάς | 3.322.405 (άτομα με γερμανική καταγωγή)[7] |
Χιλή | 500.000 (άτομα με γερμανική καταγωγή)[8] |
Γαλλία | 437.000[9] |
Ρωσία | 394.138 [εκκρεμεί παραπομπή] |
Ολλανδία | 368.512[10] |
Ιταλία | 310.900[11] |
Αυστρία | 204.000[12] |
Καζακστάν | 181.958[13] |
Ουγγαρία | 178.837[14] |
Πολωνία | 148.000[15] |
Ισπανία | 167.771 [εκκρεμεί παραπομπή][16] |
Σουηδία | 50.863 [εκκρεμεί παραπομπή] |
Μεξικό | 15.000–40.000[17] |
Ουρουγουάη | 40.000[18] |
Ρουμανία | 36.000[19] |
Ουκρανία | 33.302[20] |
Νορβηγία | 27.593[21][22] |
Δομινικανή Δημοκρατία | 25.000[23] |
Τσεχία | 21.216[24] |
Πορτογαλία | 10.030 (2016)[25] |
Γλώσσες | |
Γερμανική γλώσσα | |
Θρησκεία | |
Ιστορικά: 2/3 Διαμαρτυρόμενοι (Λουθηρανισμός, Καλβινισμός, και Ενωμένοι Προτεστάντες (Λουθηρανοί και Μεταρρυθμιστές); για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το λήμμα: Πρωσική Ένωση Εκκλησιών 1/3 Ρωμαιοκαθολικοί Σήμερα:[26] 27,7 % Ρωμαιοκαθολικοί 25,5 % Προτεστάντες (Λουθηρανοί, Καλβινισμός, Ενωμένοι Προτεστάντες (Λουθηρανοί και Μεταρρυθμιστές), περαιτέρω λεπτομέρειες: Ευαγγελική Εκκλησία στη Γερμανία[27] 5,1 % Μουσουλμάνοι 3,9 % άλλες θρησκείες 37,8 % άθρησκοι | |
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες | |
Άλλοι Γερμανικοί λαοί |
Η ιστορία των Γερμανών ως εθνοτικής ομάδας ξεκίνησε με τον διαχωρισμό ενός ξεχωριστού Βασιλείου της Γερμανίας από το ανατολικό τμήμα της Φραγκικής Αυτοκρατορίας υπό τη δυναστεία των Οθωνιδών τον 10ο αιώνα, αποτελώντας τον πυρήνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τους επόμενους αιώνες η πολιτική δύναμη και ο πληθυσμός αυτής της αυτοκρατορίας αυξήθηκαν σημαντικά. Επεκτάθηκε προς τα ανατολικά και τελικά ένας σημαντικός αριθμός Γερμανών μετανάστευσε εκεί στην Ανατολική Ευρώπη. Η ίδια η αυτοκρατορία ήταν πολιτικά διαιρεμένη ανάμεσα σε πολλά μικρά πριγκιπάτα, πόλεις και επισκοπές. Μετά τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα πολλά από αυτά τα κράτη βρέθηκαν σε σφοδρή σύγκρουση σχετικά με την άνοδο του Προτεσταντισμού. Τον 19ο αιώνα η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαμελίσθηκε και αναπτύχθηκε ο γερμανικός εθνικισμός. Το Βασίλειο της Πρωσίας ενσωμάτωσε τους περισσότερους Γερμανούς στη Γερμανική του Αυτοκρατορία το 1871, ενώ ένας σημαντικός αριθμός Γερμανών κατοικούσε επίσης στο πολυεθνικό βασίλειο της Αυστροουγγαρίας. Την περίοδο αυτή ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών μετανάστευσε στην Αμερική, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Βραζιλία και ίδρυσαν επίσης σημαντικές κοινότητες στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία. Η Ρωσική Αυτοκρατορία περιείχε επίσης σημαντικό γερμανικό πληθυσμό.
Στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Αυστροουγγαρία και η Γερμανική Αυτοκρατορία διαμελίστηκαν, με αποτέλεσμα πολλοί Γερμανοί να αποτελέσουν εθνοτικές μειονότητες σε νεοσύστατες χώρες. Στα χαοτικά χρόνια που ακολούθησαν ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε δικτάτορας της Ναζιστικής Γερμανίας και ξεκίνησε μια εκστρατεία γενοκτονίας για να ενώσει όλους τους Γερμανούς υπό την ηγεσία του. Το ναζιστικό του κίνημα όριζε τους Γερμανούς με έναν πολύ ευρύ τρόπο που περιλάμβανε τους Αυστριακούς, τους Λουξεμβουργιανούς και τους Ανατολικούς Βέλγους καθώς και τους λεγόμενους Volksdeutsche, «εθνοτικά Γερμανούς» – δηλαδή τα μέλη εθνικών μειονοτήτων Γερμανών εποίκων σε ξένες χώρες κυρίως της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – αλλά ρητά όχι Γερμανούς πολίτες εβραϊκής καταγωγής ή Ρομά. Αυτή η προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Στον απόηχο της ήττας της Γερμανίας η χώρα καταλήφθηκε και για άλλη μια φορά διαμελίστηκε. Επιπλέον εκατομμύρια Γερμανοί εκδιώχθηκαν από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το 1990 επανενώθηκαν τα κράτη της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας. Στη σύγχρονη εποχή η ανάμνηση του Ολοκαυτώματος έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της γερμανικής ταυτότητας (Erinnerungskultur).
Λόγω της μακράς ιστορίας του πολιτικού κατακερματισμού τους, οι Γερμανοί είναι πολιτιστικά διαφορετικοί και συχνά έχουν ισχυρές περιφερειακές ταυτότητες. Οι τέχνες και οι επιστήμες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του γερμανικού πολιτισμού και οι Γερμανοί έχουν εκπροσωπηθεί από πολλές εξέχουσες προσωπικότητες σε σημαντικό αριθμό επιστημονικών κλάδων, καθώς και από πολλούς βραβευμένους με βραβείο Νόμπελ (η Γερμανία κατατάσσεται στην τρίτη θέση μέχρι στιγμής).
Από τους περίπου 100 εκατομμύρια με μητρική γλώσσα τη γερμανική σε όλο τον κόσμο,[34] περίπου 80 εκατομμύρια από αυτούς θεωρούν τον εαυτό τους Γερμανό.[εκκρεμεί παραπομπή] Υπάρχουν άλλοι περίπου 80 εκατομμύρια άτομα γερμανικής καταγωγής, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία (κυρίως στη νότια Βραζιλία), την Αργεντινή, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική, τα μετασοβιετικά κράτη (κυρίως στη Ρωσία και το Καζακστάν) και τη Γαλλία. Σε καθεμιά από τις παραπάνω χώρες ζουν πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα γερμανικής καταγωγής. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των Γερμανών βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα 100 εκατομμύρια άτομα και στα πάνω από 150 εκατομμύρια άτομα, ανάλογα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται[1] (μητρική γλώσσα, άτομα με πλήρη γερμανική καταγωγή, άτομα με μερική γερμανική καταγωγή, γενιές εγκατάστασης σε μη γερμανόφωνη χώρα).
Σήμερα, οι χώρες με γερμανόφωνες πλειοψηφίες που αρχικά υπήρξαν τμήματα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (όπως η Αυστρία, η Ελβετία, το Λίχτενσταϊν και άλλες χώρες ιστορικά συνδεδεμένες με την αυτοκρατορία όπως το Λουξεμβούργο) ανέπτυξαν δικές τους εθνικές ταυτότητες και πλέον δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Γερμανοί.[35]
Ο όρος Γερμανοί προέρχεται από το εθνώνυμο Germani, που χρησιμοποιήθηκε για τους γερμανικούς λαούς στην αρχαιότητα.[36] [37] Από την πρώιμη νεότερη περίοδο ήταν το πιο κοινό όνομα για τους Γερμανούς. Ο όρος "Γερμανοί" μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε πολίτη, ντόπιο ή κάτοικο της Γερμανίας, άτομο γερμανικής καταγωγής,[38] [39] ή μέλος των γερμανικών λαών,[40] [41] [42] [43] [44] ανεξάρτητα από το αν είναι γερμανικής εθνότητας.
Το γερμανικό ενδώνυμο Deutsche προέρχεται από τον όρο των Ανω Γερμανικών diutisc, που σημαίνει «εθνοτικό» ή «σχετικό με τον λαό». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείτο για τους ομιλούντες των Δυτικών γερμανικών γλωσσών στην Κεντρική Ευρώπη τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα, μετά τον οποίο μια ξεχωριστή γερμανική εθνική ταυτότητα άρχισε να αναδύεται μεταξύ τουλάχιστον ορισμένων από αυτούς που ζούσαν εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[45] Ωστόσο παραλλαγές του ίδιου όρου χρησιμοποιούνταν επίσης στις Κάτω Χώρες, για τις σχετικές διαλέκτους της Ολλανδικής γλώσσας (ακόμη και σήμερα Dutch στα αγγλικά).
Οι πρώτες πληροφορίες για τους λαούς που ζούσαν στη σημερινή Γερμανία δόθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό και πολιτικό Ιούλιο Καίσαρα, που άφησε μια αφήγηση για την κατάκτηση της Γαλατίας τον 1ο αιώνα π.Χ. Η Γαλατία περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Γερμανίας, δυτικά του ποταμού Ρήνου. Σημείωσε συγκεκριμένα την πιθανή μελλοντική απειλή που θα μπορούσε να προέλθει από τους συγγενικούς λαούς ανατολικά του ποταμού. Επί των διαδόχων του Καίσαρα οι Ρωμαίοι άρχισαν να κατακτούν και να ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή μεταξύ του Ρήνου και του Έλβα που αιώνες αργότερα αποτέλεσε τον πυρήνα της μεσαιωνικής Γερμανίας. Αυτές οι προσπάθειες παρεμποδίστηκαν σημαντικά από τη νίκη μιας τοπικής συμμαχίας υπό την ηγεσία του Αρμίνιου στη Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ., που θεωρείται καθοριστικό γεγονός για τη γερμανική ιστορία.[46] Οι πρώτοι γερμανικοί λαοί περιγράφτηκαν αργότερα άριστα με περισσότερες λεπτομέρειες στο έργο Germania του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτο του 1ου αιώνα. Εκείνη την εποχή οι γερμανικοί λαοί, ή Germani, ήταν κατακερματισμένοι σε μεγάλο αριθμό λαών που ήταν συχνά σε σύγκρουση τόσο με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και μεταξύ τους.[47] Τους περιέγραψε ως μια ποικιλόμορφη ομάδα, που κυριαρχούσε σε μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή από τη Γερμανία, εκτεινόμενη μέχρι τον Βιστούλα στα ανατολικά και τη Σκανδιναβία στα βόρεια.
Την εποχή της εισβολής του Καίσαρα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης κατοικείτο από Κέλτες και επηρεάστηκε έντονα από τον κελτικό υλικό πολιτισμό Λα Τεν.[48].Τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα π.Χ. οι γερμανικές γλώσσες που συνδέονται με αυτούς τους λαούς άρχισαν να πλησιάζουν τις περιοχές του Ρήνου.[49] Η δημογραφική κατάσταση που ακολούθησε πιο κοντά στους Ρωμαίους ήταν πιθανότατα μια αφομοίωση των Κελτών και των μεταναστευτικών γερμανικών λαών.[46] Οι μελετητές συμφωνούν γενικά ότι είναι δυνατό να μιλήσουμε για γερμανικές γλώσσες που υπήρχαν ήδη από το 500 π.Χ.[50] Αυτές οι γερμανικές γλώσσες πιστεύεται ότι διεσπάρησαν προς τον Ρήνο από τον Πολιτισμό Γιάστορφ, που ήταν επηρεασμένος από τους Κέλτες που υπήρχαν στην προρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, στην περιοχή κοντά στον ποταμό Έλβα. Είναι πιθανό ότι η πρώτη μετατόπιση συμφώνων, που ορίζει τη γερμανική γλωσσική οικογένεια, συνέβη αυτή την περίοδο.[51] Η προηγούμενη σκανδιναβική Εποχή του Χαλκού της νότιας Σκανδιναβίας δείχνει επίσης καθορισμένες πληθυσμιακές και υλικές συνέχειες του Πολιτισμού Γιάστορφ,[52] αλλά δεν είναι σαφές αν αυτές υποδηλώνουν εθνοτική συνέχεια.[53]
Η γερμανική εθνότητα αναδύθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους μεταξύ των απογόνων των εκρωμαϊσμένων γερμανικών λαών στην περιοχή της νεότερης δυτικής Γερμανίας, μεταξύ των ποταμών Ρήνου και Έλβα, όπως οι Φράγκοι, οι Φρίσιοι, οι Σάξονες, οι Θουρίγγιοι, οι Αλαμαννοί και οι Βαϊουβάριοι.[46] Αυτοί οι λαοί βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των δυτικών Φράγκων, που ξεκίνησε με τον Κλόβι Α΄, που απέκτησε τον έλεγχο του εκρωμαϊσμένου και του φραγκικού πληθυσμού της Γαλατίας τον 5ο αιώνα και ξεκίνησε μια διαδικασία κατάκτησης των λαών ανατολικά του Ρήνου. Οι περιοχές συνέχισαν επί μακρόν να χωρίζονται σε βασικά δουκάτα, που αντιστοιχούσαν στους παλιούς εθνοτικούς χαρακτηρισμούς.[49]
Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. μεγάλα τμήματα της Ευρώπης ενώθηκαν υπό την κυριαρχία του Φράγκου ηγέτη Καρλομάγνου, που επέκτεινε τη Φραγκική Αυτοκρατορία προς διάφορες κατευθύνσεις, μεταξύ αυτών και ανατολικά του Ρήνου, όπου εδραίωσε την εξουσία επί των Σαξόνων και των Φρισίων, δημιουργώντας έτσι την Καρολίγγεια Αυτοκρατορία. Ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα Λέοντα Α' το 800.[49] Μετά τον Καρλομάγνο η αυτοκρατορία διαιρέθηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν (843), με αποτέλεσμα τελικά τον μακροπρόθεσμο διαμελισμό στα κράτη της Δυτικής, της Μέσης και της Ανατολικής Φραγκίας. Ξεκινώντας με τον Ερρίκο τον Ορνιθοθήρα μη φραγκικές δυναστείες κυβέρνησαν επίσης το ανατολικό βασίλειο και, υπό τον γιο του Όθωνα Α', η Ανατολική Φραγκία, που ήταν ως επί το πλείστον γερμανική, αποτέλεσε τον πυρήνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[54] Επίσης υπό τον έλεγχο αυτής της χαλαρά ελεγχόμενης αυτοκρατορίας ήταν τα προηγούμενα ανεξάρτητα βασίλεια της Ιταλίας, της Βουργουνδίας και της Λοθαριγγίας, μιας ρωμαϊκής και φράγκικης περιοχής που περιείχε μερικές από τις παλαιότερες και πιο σημαντικές γερμανικές πόλεις, όπως το Άαχεν, η Κολωνία και to Τρίερ. Οι ηγέτες των βασικών δουκάτων που αποτελούσαν αυτό το ανατολικό βασίλειο — Βαυαρία, Φραγκονία, Σουαβία και Σαξονία — συνέχισαν να κατέχουν σημαντική εξουσία ανεξάρτητη από τον βασιλιά.[49] Οι Γερμανοί βασιλιάδες εκλέγονταν από μέλη των οικογενειών των ευγενών, που συχνά προσπαθούσαν να εκλέγουν αδύναμους βασιλιάδες για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Αυτό απέτρεψε την πρώιμη ενοποίηση των Γερμανών.[55] [56]
Στη φεουδαρχική γερμανική κοινωνία του Μεσαίωνα κυριαρχούσε μια πολεμική αριστοκρατία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πληθυσμού αποτελείτο από αγρότες με λίγα πολιτικά δικαιώματα.[49] Η εκκλησία έπαιζε σημαντικό ρόλο μεταξύ των Γερμανών κατά τον Μεσαίωνα και ανταγωνιζόταν τους ευγενείς για την εξουσία.[57] Από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα οι Γερμανοί συμμετείχαν ενεργά σε πέντε Σταυροφορίες για να «απελευθερώσουν» τους Αγίους Τόπους.[57] Από τις απαρχές του βασιλείου οι δυναστείες του συμμετείχαν επίσης σε μια ώθηση προς τα ανατολικά σε σλαβόφωνες περιοχές. Η Σαξονική Ανατολική Μαρκία στα βόρεια, όπου οι Πολάβιοι Σλάβοι ανατολικά του Έλβα υποτάχθηκαν μετά από γενιές συχνά βίαιων συγκρούσεων, υπό το μετέπειτα έλεγχο ισχυρών γερμανικών δυναστειών έγινε μια σημαντική περιοχή της νεότερης Γερμανίας και έδρα της σημερινής πρωτεύουσάς της, του Βερολίνου. Γερμανικοί πληθυσμοί μετακινήθηκε επίσης προς τα ανατολικά από τον 11ο αιώνα, σε αυτό που είναι γνωστό ως Όστζιντλουνγκ.[56] Με την πάροδο του χρόνου οι σλαβικοί και οι γερμανόφωνοι πληθυσμοί αφομοιώθηκαν μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί σύγχρονοι Γερμανοί έχουν ουσιαστική σλαβική καταγωγή.[54] Από τον 12ο αιώνα πολλοί Γερμανοί εγκαταστάθηκαν ως έμποροι και τεχνίτες στο Βασίλειο της Πολωνίας, όπου έφτασαν να αποτελούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού σε πολλά αστικά κέντρα όπως το Γκντανσκ.[54] Κατά τον 13ο αιώνα οι Τεύτονες Ιππότες άρχισαν να κατακτούν τους Παλαιούς Πρώσους και ίδρυσαν αυτό που τελικά θα γινόταν το ισχυρό γερμανικό κράτος της Πρωσίας.[56]
Νοτιότερα η Βοημία και η Ουγγαρία αναπτύχθηκαν σε βασίλεια με τις δικές τους μη γερμανόφωνες ελίτ. Η Αυστριακή Μαρκία στον Μέσο Δούναβη σταμάτησε να επεκτείνεται ανατολικά προς την Ουγγαρία τον 11ο αιώνα. Υπό τον Ότακαρ Β΄ η Βοημία (που αντιστοιχεί περίπου στη σύγχρονη Τσεχία) έγινε βασίλειο εντός της αυτοκρατορίας και κατάφερε ακόμη και να αναλάβει τον έλεγχο της Αυστρίας, που ήταν γερμανόφωνη. Ωστόσο στα τέλη του 13ου αιώνα στον αυτοκρατορικό θρόνο εξελέγη ο Ροδόλφος Α' του Οίκου των Αψβούργων και μπόρεσε να αποκτήσει την Αυστρία για τη δική του οικογένεια. Οι Αψβούργοι θα συνέχιζαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία επί αιώνες. Η ίδια η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέμεινε αδύναμη και στον ύστερο Μεσαίωνα μεγάλο μέρος της Λοθαριγγίας και της Βουργουνδίας είχε περιέλθει στον έλεγχο Γάλλων ηγεμόνων των Οίκων Βαλουά-Βουργουνδίας και Βαλουά-Ανζού. Η Ιταλία, η Ελβετία και η Σαβοΐα δεν υπόκεινται πλέον ουσιαστικά στον αυτοκρατορικό έλεγχο.
Το εμπόριο αυξήθηκε και σημειώθηκε εξειδίκευση των τεχνών και των χειροτεχνιών.[58] Στα τέλη του Μεσαίωνα η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε υπό την επιρροή των αστικών κέντρων, που αυξήθηκαν σε μέγεθος και πλούτο και σχημάτισαν ισχυρές ενώσεις, όπως η Χανσεατική και η Σουαβική Ένωση, προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, συχνά μέσω της υποστήριξης των Γερμανών βασιλιάδων στον ανταγωνισμό τους με τους ευγενείς.[56] Αυτές οι ενώσεις πόλεων συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του γερμανικού εμπορίου και των τραπεζών. Γερμανοί έμποροι χανσεατικών πόλεων εγκαταστάθηκαν σε πόλεις σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη πέρα από τα γερμανικά εδάφη.[59]
Η δυναστεία των Αψβούργων κατάφερε να διατηρήσει την κυριαρχία της στον αυτοκρατορικό θρόνο στην πρώιμη νεότερη περίοδο. Ενώ η ίδια η αυτοκρατορία συνέχιζε να είναι σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένη, η προσωπική δύναμη των Αψβούργων αυξήθηκε έξω από τα βασικά γερμανικά εδάφη. Ο Κάρολος Ε' κληρονόμησε προσωπικά τον έλεγχο των βασιλείων της Ουγγαρίας και της Βοημίας, των πλούσιων Κάτω Χωρων (περίπου τα σημερινά Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία), των βασιλείων της Καστίλλης, της Αραγωνίας, της Σικελίας, της Νάπολης και της Σαρδηνίας και του Δουκάτου του Μιλάνου. Από αυτούς οι τίτλοι της Βοημίας και της Ουγγαρίας παρέμειναν συνδεδεμένοι με τον αυτοκρατορικό θρόνο για αιώνες, καθιστώντας την Αυστρία μια ισχυρή πολύγλωσση αυτοκρατορία από μόνη της. Από την άλλη οι Κάτω Χώρες περιήλθαν στο ισπανικό στέμμα και συνέχισαν να εξελίσσονται χωριστά από τη Γερμανία.
Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γερμανό εφευρέτη Ιωάννη Γουτεμβέργιο συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας κατανόησης της πίστης και της λογικής. Εκείνη την εποχή ο Γερμανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος πίεσε για μεταρρυθμίσεις εντός της Καθολικής Εκκλησίας με κορύφωση την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.[58]
Το θρησκευτικό σχίσμα ήταν η κύρια αιτία του Τριακονταετούς Πολέμου, μιας σύγκρουσης που συγκλόνισε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τους γείτονές της, οδηγώντας στον θάνατο εκατομμυρίων Γερμανών. Οι όροι της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648) που τερμάτισε τον πόλεμο, περιλάμβαναν σημαντική μείωση της κεντρικής εξουσίας του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[60] Μεταξύ των ισχυρότερων γερμανικών κρατών που αναδύθηκαν στη συνέχεια ήταν η Προτεσταντική Πρωσία, υπό την κυριαρχία του Οίκου των Χοεντσόλερν.[61] Ο Κάρολος Ε' και η δυναστεία των Αψβούργων υπερασπίστηκαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Τον 18ο αιώνα ο γερμανικός πολιτισμός επηρεάστηκε σημαντικά από τον Διαφωτισμό.[60]
Μετά από αιώνες πολιτικού κατακερματισμού μια αίσθηση γερμανικής ενότητας άρχισε να αναδύεται τον 18ο αιώνα.[36] Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να παρακμάζει έως ότου διαλύθηκε εντελώς από τον Ναπολέοντα το 1806. Στην κεντρική Ευρώπη οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι οδήγησαν σε μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές και επηρέασαν την εθνική αφύπνιση μεταξύ των Γερμανών. Στα τέλη του 18ου αιώνα Γερμανοί διανοούμενοι όπως ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ διατύπωσαν την έννοια της γερμανικής ταυτότητας με τις ρίζες της στη γλώσσα και αυτή η ιδέα βοήθησε την πυροδότηση του γερμανικού εθνικιστικού κινήματος, που προσπάθησε να ενώσει τους Γερμανούς σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος.[55] Τελικά η κοινή καταγωγή, ο πολιτισμός και η γλώσσα (αν και όχι η θρησκεία) κατέληξαν να καθορίσουν τον γερμανικό εθνικισμό.[47] Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι τελείωσαν με το Συνέδριο της Βιέννης (1815) που έφερε τα περισσότερα γερμανικά κρατίδια χαλαρά ενωμένα υπό τη Γερμανική Συνομοσπονδία. Η συνομοσπονδία κατέληξε να κυριαρχείται από την Καθολική Αυστριακή Αυτοκρατορία, προς απογοήτευση πολλών Γερμανών εθνικιστών, που έβλεπαν τη Γερμανική Συνομοσπονδία ως ανεπαρκή απάντηση στο Γερμανικό Ζήτημα.[61]
Καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Πρωσία συνέχισε να ενισχύεται.[62] Το 1848 Γερμανοί επαναστάτες ίδρυσαν το προσωρινό Κοινοβούλιο της Φραγκφούρτης, αλλά χωρίς να πετύχουν τον στόχο τους να σχηματίσουν μια ενωμένη γερμανική πατρίδα. Οι Πρώσοι πρότειναν μια Ένωση των γερμανικών κρατών της Ερφούρτης, προσπάθεια που τορπιλίστηκε από τους Αυστριακούς με τη Συμφωνία του Ολμουτς (1850), που επανίδρυσε τη Γερμανική Συνομοσπονδία. Σε απάντηση η Πρωσία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την τελωνειακή ένωση Τσόλφεραϊν για να αυξήσει τη δύναμή της μεταξύ των γερμανικών κρατών.[61] Υπό την ηγεσία του Ότο φον Μπίσμαρκ η Πρωσία επέκτεινε τη σφαίρα επιρροής της και μαζί με τους Γερμανούς συμμάχους της νίκησαν τη Δανία στον Δεύτερο Πόλεμο του Σλέσβιχ και αμέσως μετά την Αυστρία στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο, ιδρύοντας στη συνέχεια τη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία. Το 1871 ο πρωσικός συνασπισμός νίκησε κατά κράτος τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, προσαρτώντας τη γερμανόφωνη περιοχή της Αλσατίας-Λωρραίνης. Αφού κατέλαβαν το Παρίσι η Πρωσία και οι σύμμαχοί τους διακήρυξαν τον σχηματισμό μιας ενωμένης Γερμανικής Αυτοκρατορίας.[55]
Στα χρόνια που ακολούθησαν την ενοποίηση η γερμανική κοινωνία άλλαξε ριζικά από πολλές διεργασίες, όπως η εκβιομηχάνιση, ο εξορθολογισμός, η εκκοσμίκευση και η άνοδος του καπιταλισμού.[62] Η γερμανική δύναμη αυξήθηκε σημαντικά και δημιουργήθηκαν πολυάριθμες υπερπόντιες αποικίες.[63] Την περίοδο αυτή ο γερμανικός πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και πολλοί μετανάστευσαν σε άλλες χώρες (κυρίως τη Βόρεια Αμερική), συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της γερμανικής διασποράς. Ο ανταγωνισμός για αποικίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων συνέβαλε στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον οποίο η Γερμανική, η Αυστροουγγρική και η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχημάτισαν τις Κεντρικές Δυνάμεις, μια συμμαχία που τελικά ηττήθηκε, χωρίς καμία από τις αυτοκρατορίες που την είχαν συγκροτήσει να επιζήσει μετά τον πόλεμο. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών η Γερμανική και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκαν και διαμελίστηκαν, με αποτέλεσμα εκατομμύρια Γερμανοί να γίνουν εθνοτικές μειονότητες σε άλλες χώρες.[64] Οι μοναρχικοί ηγέτες των γερμανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β', ανατράπηκαν με τη Νοεμβριανή Επανάσταση που οδήγησε στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι Γερμανοί του αυστριακού τμήματος της Δυαδικής Μοναρχίας ανακήρυξαν τη Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας και προσπάθησαν να ενσωματωθούν στο γερμανικό κράτος, αλλά αυτό απαγορευόταν από τις Συνθήκες των Βερσαλλιών και του Αγίου Γερμανού.[63]
Αυτό που πολλοί Γερμανοί είδαν ως «ταπείνωση των Βερσαλλιών»,[65] οι διατηρούμενες παραδόσεις αυταρχικών και αντισημιτικών ιδεολογιών[44][62] και η Μεγάλη Ύφεση όλα συνέβαλαν στην άνοδο του αυστριακής καταγωγής Αδόλφου Χίτλερ και των Ναζί, που μετά την άνοδό τους στην εξουσία δημοκρατικά το 1933 κατάργησαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ίδρυσαν το ολοκληρωτικό Τρίτο Ράιχ και στην προσπάθειά τους να υποτάξουν την Ευρώπη δολοφόνησαν με το Ολοκαύτωμα έξι εκατομμύρια Εβραίους. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές και τον θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων στρατιωτών και αμάχων, ενώ το γερμανικό κράτος διαμελίστηκε. Ως αποτέλεσμα, 12 εκατομμύρια Γερμανοί αναγκάστηκαν τότε να φύγουν ή εκδιώχθηκαν από την Ανατολική Ευρώπη.[66] Σημαντική ζημιά προκλήθηκε επίσης στη γερμανική φήμη και ταυτότητα[67] που έγινε πολύ λιγότερο εθνικιστική από ό,τι στο παρελθόν.[65]
Τα γερμανικά κράτη της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας έγιναν κεντρικά σημεία του Ψυχρού Πολέμου, αλλά επανενώθηκαν το 1990. Αν και αρχικά υπήρχαν φόβοι ότι η επανενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να ξαναρχίσει την εθνικιστική πολιτική, η χώρα θεωρείται σήμερα ευρέως ως «σταθεροποιητικός παράγοντας στην καρδιά της Ευρώπης» και «υποστηρικτής της δημοκρατικής ολοκλήρωσης».[65]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.