Remove ads
χώρα της Νότιας Αμερικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Βραζιλία (πορτογαλικά: Brasil, προφορά στην Πορτογαλία: Μπραζίλ, προφορά στη Βραζιλία: Μπραζίου) ή επισήμως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας (πορτογαλικά: República Federativa do Brasil) είναι η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, στη Νότια Αμερική. Επίσης, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο και πέμπτη σε πληθυσμό. Καλύπτει μια τεράστια έκταση μεταξύ των Άνδεων και του Ατλαντικού ωκεανού, ενώ συνορεύει με όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής, εκτός από τη Χιλή και τον Ισημερινό. Από νότο προς βορρά, συνορεύει με την Ουρουγουάη, την Αργεντινή, την Παραγουάη, τη Βολιβία, το Περού, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, τη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Γαλλική Γουιάνα. Η ακτογραμμή της με τον Ατλαντικό ωκεανό έχει μήκος 7.491 χλμ., ενώ ανήκουν σε αυτή νησίδες και νησιωτικά συγκροτήματα, όπως το αρχιπέλαγος Φερνάντο ντε Νορόνια, η Ατόλλη Ρόκας, οι Βράχοι του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου, καθώς και οι νησίδες Τριντάντε και Μαρτίνος Βαζ.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας República Federativa do Brasil | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Ordem e Progresso «Τάξη και πρόοδος» | |||
Η θέση της Βραζιλίας (πράσινο) | |||
Μπραζίλια 15°45′S 47°57′W | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Σάο Πάολο | ||
Πορτογαλικά | |||
Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία | |||
Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα Ζεράλντου Αλκμίν | |||
Ανεξαρτησία Ανακήρυξη Αναγνώριση Ισχύον Σύνταγμα | από την Πορτογαλία 7 Σεπτεμβρίου 1822 29 Αυγούστου 1825 5 Οκτωβρίου 1988 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 8.510.820,623[2][3] km2 (5η) 0,65 16.885 km 7.491 km | ||
Πληθυσμός • Απογραφή 2022 • Πυκνότητα | 203.080.756[4] (7η) 23,9 κατ./km2 (199η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 3.495 δισ. $[5] (9η) 16.662 $[5] (78η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 1.960 δισ. $[5] (8η) 9.343 $[5] (61η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,754[6] (87η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | Ρεάλ Βραζιλίας (BRL) | ||
(UTC -2 έως -5) | |||
Internet TLD | .br | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +55 |
Η Βραζιλία ήταν αποικία της Πορτογαλίας από το 1500 ―όταν ανακαλύφθηκε από τον Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ― μέχρι την ανεξαρτησία της το 1822. Κοινοβουλευτική μοναρχία από το 1824 ανακηρύχθηκε σε αβασίλευτη δημοκρατία το 1889. Το ισχύον Σύνταγμα του 1988 ορίζει τη Βραζιλία ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία που στηρίζεται στην ένωση 27 πολιτειών, της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας και 5.564 δήμων.
Η Βραζιλία αποτελεί τη δέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε δυναμικό αγοράς και την ένατη σε αγοραστική δύναμη. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν δώσει στη χώρα νέα διεθνή προοπτική.[7] Επίσης, η Βραζιλία είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ένωσης των Κρατών της Νότιας Αμερικής. Με πολυεθνική, πολυπολιτισμική, κυρίως Καθολική και πορτογαλόφωνη κοινωνία, η Βραζιλία φιλοξενεί τεράστια βιοποικιλότητα και πολυσχιδές φυσικό περιβάλλον, ιδιαίτερα εκτεταμένους φυσικούς πόρους και ένα πλήθος προστατευόμενων οικοσυστημάτων.
Το όνομά της πιθανόν προέρχεται από το ομώνυμο δέντρο στα πορτογαλικά Caesalpinia echinata.[8]
Ο αστεροειδής 293 Βραζιλία (Brasilia), που ανακαλύφθηκε το 1890, πήρε το όνομά του από τη μεγάλη αυτή χώρα.
Η Βραζιλία καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση στην ανατολική ακτή και στην ενδοχώρα της Νότιας Αμερικής, συνορεύοντας με όλες τις χώρες της ηπείρου, εκτός από τη Χιλή και τον Ισημερινό: Νοτίως με την Ουρουγουάη, νοτιοδυτικά με την Αργεντινή και την Παραγουάη, δυτικά με το Περού και τη Βολιβία, βορειοδυτικά με την Κολομβία, και βορείως με τη Βενεζουέλα, το Σουρινάμ, τη Γουιάνα και τη Γαλλική Γουιάνα. Το μέγεθος, η μορφολογία, το κλίμα και οι φυσικοί πόροι κάνουν τη Βραζιλία γεωγραφικά πολυδιάστατη. Είναι η πέμπτη χώρα σε έκταση παγκοσμίως, μετά τη Ρωσία, τον Καναδά, την Κίνα και τις ΗΠΑ, και η τρίτη στην Αμερική, με συνολική έκταση 8.510.820,623 τετρ. χλμ..[2]
Το υψηλότερο βουνό της Βραζιλίας είναι το Πίκου ντα Νεμπλίνα με υψόμετρο 2.995 μέτρα.
Το κλίμα της Βραζιλίας, αντίθετα με ότι πιστεύεται, δεν παρουσιάζει ούτε ακραίες βροχοπτώσεις ούτε υψηλές θερμοκρασίες. Αυτό συμβαίνει και για τον Αμαζόνιο. Η μέση ετήσια θερμοκρασία, ειδικά στο λεκανοπέδιο του Αμαζονίου, είναι 25 - 26 °C. Θερμοκρασία μεγαλύτερη των 38° και κατώτερη των 0 °C δεν παρατηρείται. Οι μικρότερες θερμοκρασίες παρατηρούνται στα υψίπεδα, αντίθετα με τα παράλια όπου εκεί απαντώνται οι μεγαλύτερες. Οι πολύ μικρότερες θερμοκρασίες παρατηρούνται στα νότια στα όρια της Πολιτείας Σάο Πάολο, όπου σημειώνονται παγετοί κάθε χειμώνα.
Η βροχόπτωση στη Βραζιλία κυμαίνεται μεταξύ 1000 και 1500 χιλιοστομέτρων. Η εποχή των βροχών στην περιοχή του Αμαζονίου αρχίζει τον Ιανουάριο και λήγει τον Ιούνιο κατ' έτος. Γεγονός πάντως είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας οι βροχές πέφτουν το καλοκαίρι και λιγότερο τον χειμώνα. Τον Αύγουστο του 1965, ο ποταμός Σίνος πλημμύρισε το Σάο Λεοπόλντο, στην περιοχή του Ρίο Γκράντε ντε Σουλ, και από τα ασυγκράτητα νερά του ποταμού γλίτωσαν μόνο τα ψηλότερα κτίρια στο κέντρο της πόλης[9].
Στον Νότο, οι μέτριες βροχοπτώσεις αντισταθμίζονται από τη δροσιά, που μειώνει την αφυδάτωση. Στο εσωτερικό του Νορντέστε, στο «πολύγωνο της ξηρασίας» υπάρχει μειωμένη διαύγεια στην ατμόσφαιρα. Εδώ οι βροχοπτώσεις είναι μειωμένες (μικρότερες από 1.000 χιλιοστόμετρα και τοπικά λιγότερο από 500) και άστατες μέσα στο έτος (πυκνές ραγδαίες βροχές που διαρκούν λιγότερο από τρεις μήνες).
Η Βραζιλία περικλείεται σχεδόν ολόκληρη από τη μεσοτροπική ζώνη και οι θερμοκρασίες είναι ως επί το πλείστον αυξημένες: πάνω από 20 βαθμούς η μέση ετήσια στο μεγαλύτερο τμήμα του εδάφους της. Μόνο ο Νότος ξεχωρίζει, όπου η μέση θερμοκρασία πέφτει στους 16 βαθμούς, και η ιδιαιτερότητα αυτή ενισχύεται από τις επιδράσεις του θερμικού εύρους, που είναι πιο έντονοι[10].
Η Βραζιλία κατοικούνταν για τουλάχιστον 11.000 έτη από τους ημινομαδικούς ιθαγενείς πληθυσμούς προ των πρώτων Πορτογάλων κατακτητών[11], που μπήκαν στη χώρα με επικεφαλής τον Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ στις 22 Απριλίου 1500.[12] Η πηγή εργατικού δυναμικού της αποικίας ήταν αρχικά οι υποδουλωμένοι ινδιάνοι, και μετά το 1550, κυρίως Αφρικανοί δούλοι. Η δουλεία[13] καταργήθηκε οριστικά το 1888, μέσω του «χρυσού νόμου», δημιουργημένου από την πριγκίπισσα Ιζαμπέλ, και η εντατική ευρωπαϊκή μετανάστευση δημιούργησε τη βάση για την εκβιομηχάνιση.
Το 1815 η πορτογαλική αυτή αποικία μετονομάσθηκε σε Βασίλειο και στις 13 Μαΐου του 1822 ο Πέτρος Α΄, τελευταίος γιος του Βασιλιά Ιωάννη Στ΄ της Πορτογαλίας, ανέλαβε Αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1822 ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας και ίδρυσε μια «Συνταγματική Αυτοκρατορία κληρονομικής ισχύος» (κοινοβουλευτική μοναρχία). Το 1831 παραιτήθηκε και, εννέα χρόνια αργότερα, ο 14χρονος γιος του Πέτρος Β΄ ανέλαβε δεύτερος Αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Η μοναρχία καταργήθηκε οριστικά το 1889.
Η βραζιλιάνικη δημοκρατία αντικαταστάθηκε με δικτατορίες τρεις φορές - το 1930-1934 και το 1937-1945 υπό τον Ζετούλιο Βάργκας, και το 1964-1985 υπό εναλλασσόμενη στρατιωτική ηγεσία.
Κατά το διάστημα της πρώτης δικτατορίας, το 1932, 9 Ιουλίου, ξεκίνησε ο Βραζιλιάνικος εμφύλιος πόλεμος. Η Πολιτεία του Αγίου Παύλου (Σάο Πάολο) με σύμμαχο τη πολιτεία του Μάτο Γκρόσο (Mato Grosso), εναντιώθηκε στη δικτατορία του Ζετούλιο Βάργκας, και ξεκίνησαν τη λεγόμενη Συνταγματική Επανάσταση του 1932 (Revolução Constitucionalista de 1932). Ο πόλεμος διήρκησε τρεις μήνες και οι επαναστατημένες πολιτείες έχασαν από τις εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Ζετούλιο Βάργκας, ο οποίος μετά το πέρας του πολέμου, αναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές, τις οποίες και κέρδισε, 3 Μαΐου του 1933.
Από το 1985, η Βραζιλία έχει δημοκρατικό πολίτευμα, ούσα προεδρική δημοκρατία στο πρότυπο των ΗΠΑ. Αυτό επιβεβαιώθηκε σε δημοψήφισμα του 1993, στο οποίο οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να επιλέξουν μεταξύ ενός προεδρικού ή κοινοβουλευτικού συστήματος και μεταξύ αβασίλευτης και βασιλευομένης δημοκρατίας.
Η πλειοψηφία των αυτοχθόνων κατοίκων του σημερινού κράτους της Βραζιλίας θεωρούνται απόγονοι του πρώτοι κύματος μετανάστευσης από τη Βόρεια Ασία, και συγκεκριμένα τη Σιβηρία, οι οποίοι διέσχισαν τον Βερίγγειο πορθμό προς τα τέλη της τελευταίας εποχής των παγετώνων γύρω στο 9000 π.Χ. Η περιοχή της σύγχρονης Βραζιλίας γύρω στο 1500 μ.Χ. είχε πληθυσμό περίπου 3 εκατομμύρια ιθαγενείς (2000 φυλές και εθνότητες).
Μια γλωσσολογική έρευνα κατέγραψε 188 τοπικές γλώσσες σε χρήση με περίπου 155.000 χρήστες, ενώ το 2007, έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ινδιάνων ανέφερε 67 διαφορετικές φυλές που ζούσαν χωρίς επαφή με τον πολιτισμό. Το 2005 η αντίστοιχη καταγραφή έδωσε 40 μόλις φυλές. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βραζιλία είναι η μεγαλύτερη χώρα, παγκοσμίως, με πρωτόγονους κατοίκους, ακόμα περισσότερους και από το νησί της Νέας Γουινέας.
Όταν οι πρώτοι Πορτογάλοι εξερευνητές έφτασαν στις ακτές το 1500, οι ιθαγενείς ήταν οργανωμένοι κυρίως σε ημινομαδικές φυλές, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ζει κοντά στην ακτή και κατά μήκος των μεγαλύτερων ποταμών. Σε αντίθεση με τον Χριστόφορο Κολόμβο, ο οποίος πίστευε ότι είχε φτάσει στην Ινδία, ο Πορτογάλος εξερευνητής Βάσκο ντα Γκάμα είχε ήδη προσεγγίσει την Ινδία με τον περίπλου της Αφρικής δύο χρόνια πριν ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ φτάσει στη Βραζιλία. Ωστόσο η λέξη Ινδιάνοι (Ίντιος) χαρακτήριζε ήδη τους κατοίκους του Νέου Κόσμου και χρησιμοποιείται ακόμα στα Πορτογαλικά, σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της Ινδίας που αποκαλούνται Ινδοί (Ιντιάνος). Οι Ευρωπαίοι χαρακτήρισαν αρχικά τους ιθαγενείς ως ειρηνικούς άγριους και ο εκφυλισμός τους ξεκίνησε άμεσα. Οι φυλετικές διαμάχες και ο κανιβαλισμός έπεισαν τους Πορτογάλους ότι έπρεπε να εκπολιτίσουν του αυτόχθονες.
Η Πορτογαλία δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις Βραζιλιάνικες κτήσεις της, καθώς είχε ήδη μεγάλα κέρδη από το εμπόριό της με την Ινδία, την Ινδονησία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Η μόνη εκμετάλλευση της Βραζιλίας ήταν η υλοτομία των τοπικών δέντρων για την ιδιαίτερη κόκκινη χρωστική τους. Από το 1530, το Πορτογαλικό στέμμα καθιέρωσε τα κληρονομικά κυβερνεία ως ένα σύστημα για την αποτελεσματική κατάκτηση της νέας αποικίας, ενώ στη συνέχεια πήρε τον έλεγχο σε όσα κυβερνεία απέτυχαν στο ρόλο τους. Αν και νωρίτερα είχαν ιδρυθεί προσωρινοί εμπορικοί σταθμοί για τη συλλογή ξυλείας, η μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές ενίσχυσε την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου και απαίτησε εντατική εργασία. Αρκετές αποικίες ιδρύθηκαν κατά μήκος των ακτών, όπως μεταξύ άλλων η αποικιακή πρωτεύουσα Σαλβαντόρ που ιδρύθηκε το 1549 στον κόλπο των Αγίων Πάντων στον βορρά, και η πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1567 στον νότο. Οι Πορτογάλοι άποικοι υιοθέτησαν οικονομία βασισμένη στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και την εξαγωγή τους στην Ευρώπη. Η ζάχαρη έγινε το πλέον σημαντικό αποικιακό προϊόν μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα. Αν και η ζάχαρη της Βραζιλίας ήταν φημισμένη για την ποιότητά της, η βιομηχανία ζάχαρης αντιμετώπισε κρίση τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι ξεκίνησαν την παραγωγή ζάχαρης στις Αντίλλες, γεγονός που προκάλεσε την πτώση τιμών λόγω της μικρότερης απόστασης από την Ευρώπη.
Το 17ο αιώνα, τυχοδιώκτες εξερευνητές από το κυβερνείο του Σάο Πάολο, γνωστοί σήμερα ως Μπαντεϊράντες, εξερεύνησαν την ενδοχώρα και επέκτειναν τα σύνορα της Βραζιλίας, κυρίως με επιδρομές και υποδούλωση των ιθαγενών φυλών των δασών. Το 18ο αιώνα, οι Μπαντεϊράντες ανακάλυψαν κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών στη σημερινή πολιτεία του Μίνας Ζεράις (Minas Gerais). Τα κέρδη από την εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν τα έξοδα της βασιλικής αυλής και να διατηρήσουν τον παγκόσμιο χαρακτήρα της Πορτογαλικής αυτοκρατορίας και την πολυτελή ζωής της αριστοκρατίας. Ο τρόπος εκμετάλλευσης από το Στέμμα και την τοπική ελίτ, επιβάρυναν την τοπική κοινωνία με υπερβολική φορολογία και προκάλεσαν αρκετά δημοφιλή κινήματα ανεξαρτησία, όπως του Τιραντέντες το 1789. Ωστόσο, τα κινήματα καταπνίγονταν από τις αποικιακές αρχές. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, η παραγωγή χρυσού μειώθηκε και η ενδοχώρα της Βραζιλίας αντιμετώπισε μία ύφεση και υποβάθμιση.
Σε αντίθεση με τις γειτονικές Ισπανικές κτήσεις στη Νότια Αμερική, η πορτογαλική αποικία της Βραζιλίας διατήρησε τη χωρική, πολιτική και γλωσσική της ακεραιότητα, με τις εντατικές προσπάθειες της πορτογαλικής αποικιακής διοίκησης. Αν και η αποικία απειλήθηκε από πολλά κράτη κατά την πορτογαλική εποχή, και κύρια από την Ολλανδία και τη Γαλλία, οι αρχές και οι κάτοικοι κατάφεραν τελικά να προστατέψουν τα σύνορά τους από επιθέσεις. Αντίθετα με τις αποικιακές συνήθειες, οι Πορτογάλοι έκαναν ακόμα εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων στη Βραζιλία για την προστασία της αποικίας.
Το 1808, η πορτογαλική αυλή, δραπετεύοντας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα που κατέλαβαν την Πορτογαλία, μεταφέρθηκε στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο, η οποία έγινε η έδρα της κυβέρνησης της χώρας και όλης της αυτοκρατορίας, παρά το ότι ήταν εκτός της Ευρώπης. Το Ρίο ντε Τζανέιρο παρέμεινε πρωτεύουσα της Πορτογαλίας από το 1808 ως το 1815, για το διάστημα που η Πορτογαλία αντιμετώπιζε τη γαλλική επίθεση στην Ιβηρική χερσόνησο. Μετά την απελευθέρωση, το Ηνωμένο Βασίλειο της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας και του Αλγκάρβε (1815-1825) ιδρύθηκε με πρωτεύουσα τη Λισαβόνα. Με την επιστροφή του Ιωάννη ΣΤ΄ στην Πορτογαλία το 1821, ο απόγονος και κληρονόμος του Πέτρος Α΄ έγινε διάδοχος του Βασιλείου της Βραζιλίας, στο πλαίσιο της ένωσης των Βασιλείων. Μετά από μία σειρά πολιτικών γεγονότων και διαφορών, η Βραζιλία πέτυχε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία στις 7 Σεπτεμβρίου του 1822, και ο Πέτρος Α΄, δύο μήνες αργότερα, στέφθηκε ο πρώτος αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Η Πορτογαλία αναγνώρισε τη Βραζιλία ως ανεξάρτητο κράτος το 1825.
Το 1824, ο Πέτρος Α΄ κατάργησε τη συνταγματική συνάθροιση, με αφορμή τη διαφύλαξη της εθνικής ελευθερίας, ενώ στη συνέχεια σχημάτισε ένα σύνταγμα παρόμοιο με της Πορτογαλίας και της Γαλλίας. Καθόρισε έμμεσες εκλογές και δημιούργησε τον νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό κλάδο του κράτους, προσθέτοντας και έναν ακόμα ως ρυθμιστική δύναμη, δηλαδή τον θεσμό του αυτοκράτορα. Η κυβέρνηση του Πέτρου Α΄ θεωρήθηκε αναποτελεσματική τόσο διοικητικά όσο και οικονομικά και οι πολιτικές πιέσεις τον εξανάγκασαν σε παραίτηση το 1831. Ο Πέτρος Α΄ επέστρεψε στην Πορτογαλία, αφήνοντας διάδοχο τον πεντάχρονο γιο του Πέτρο Β΄, με επιτρόπους κυβερνήτες μέχρι την ενηλικίωσή του. Οι επίτροποι κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι το 1840 σε μία περίοδο πολλών τοπικών επαναστάσεων, με κυριότερη τη Μαλέ στη Μπαΐα το 1835, η οποία ήταν η μεγαλύτερη αστική επανάσταση σκλάβων στην Αμερική.
Η στέψη του αυτοκράτορα Πέτρου Β΄ έγινε τον Ιούλιο του 1840. Η διακυβέρνησή του σημαδεύτηκε από μία μεγάλη αύξηση στις εξαγωγές καφέ, τον Πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας, και το τέλος του εμπορίου σκλάβων από την Αφρική το 1850, αν και η δουλεία στη Βραζιλία καταργήθηκε το 1888. Με τον νόμο του Εουσέμπιο ντε Κεϊρός, η Βραζιλία σταμάτησε να εμπορεύεται σκλάβους από την Αφρική το 1850, όμως ήταν η τελευταία χώρα που κατάργησε τη δουλεία στην Αμερική. Το 1888 με την κατάργηση, ξεκίνησε και ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ευρώπη προς τη χώρα. Μέχρι τη δεκαετία του 1870, ο αυτοκρατορικός έλεγχος στην εθνική πολιτική σκηνή είχε εξασθενήσει με συνεχείς διαμάχες με την Καθολική Εκκλησία, τον στρατό και τους ιδιοκτήτες δούλων. Παράλληλα, η δημοκρατία κέρδιζε έδαφος, καθώς οι άρχουσες τάξεις δεν χρειάζονταν τον θεσμό του αυτοκράτορα για την προστασία των συμφερόντων τους και ήταν ριζικά αντίθετες στην κατάργηση της δουλείας. Έτσι, η αυτοκρατορία σταδιακά έχανε έδαφος απέναντι στην τοπική αυτονομία και το 1889 ο Πέτρος Β΄ παραιτήθηκε και καθιερώθηκε ένα δημοκρατικό ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.
Η καθαίρεση του Πέτρου Β΄ στην πράξη έγινε από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα με αρχηγό τον στρατηγό Ντεοντόρο ντα Φονσέκα, ο οποίος έγινε ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, και τη μετονόμασε σε Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών της Βραζιλίας. Από το 1889 ως το 1930, η περίοδος της λεγόμενης «Παλαιάς Δημοκρατίας» («República Velha»), οι κυρίαρχες πολιτείες του Σάο Πάολο και του Μίνας Ζέρας εναλλάσσονταν στην προεδρία, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε μία στρατιωτική κυβέρνηση με πραξικόπημα. Ο Ζετούλιο Βάργκας ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 1937, διέλυσε το κοινοβούλιο και κήρυξε την έναρξη του «Νέου Κράτους» («Estado Novo»), οδηγώντας σε πιο συγκεντρωτική πολιτική διακυβέρνησης της χώρας. Παρέμεινε ως αρχηγός του καθεστώτος μέχρι το 1945.
Μετά το 1930, οι διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας προώθησαν τη βιομηχανική και αγροτική ανάπτυξη, καθώς και την ανάπτυξη της αχανούς ενδοχώρας. Ενδεικτικό του κλίματος είναι το κεντρικό σύνθημα που επικρατούσε κατά την προεδρία του Ζουσελίνο Κουμπίτσεκ (1956-1961), το οποίο ήταν «50 χρόνια ανάπτυξης σε μία πενταετία».
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του «Estado Novo», μετά από πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 1945, η χώρα εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, μέχρι το πραξικόπημα του 1964, η οποία έμεινε γνωστή στη Βραζιλία ως «Δημοκρατία του '46» («República de 46», καθώς και με τον όρο «República Populista»). Στις εκλογές που ακολούθησαν το 1946 πρόεδρος της χώρας αναλαμβάνει ο Εουρίκο Γκασπάρ Ντούτρα, ο οποίος παρέμεινε στη θέση μέχρι το 1951. Το 1951 ο Βάργκας επανεκλέγεται και παραμένει στη θέση του μέχρι το 1954, όπου υπό την πίεση των αντιδράσεων για τη δολοφονία του κύριου αντιπάλου του Κάρλος Λασέρντα, αναγκάζεται σε παραίτηση και τελικά οδηγείται στην αυτοκτονία, κατηγορώντας τους πολιτικούς αντιπάλους του για μηχανορραφίες και συνεργασία με ξένα, ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μέχρι το 1956, εν μέσω συνεχόμενων αλλαγών στην ανώτατη ηγεσία της χώρας, παρατηρείται μια αύξηση της τάσης του λαϊκισμού, με κατάληξη την άνοδο στην εξουσία του λαϊκιστή Ζουσελίνο Κουμπίτσεκ, ο οποίος υπήρξε ο χαρακτηριστικότερος πρόεδρος της συγκεκριμένης περιόδου. Μετά το τέλος της περιόδου Κούμπιτσεκ ακολούθησε μια σύντομη περίοδος αναταραχής που έληξε με την άνοδο στην εξουσία του Ζοάο Γκουλάρτ (1961-1964).
Την 1η Απριλίου του 1964, εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα εις βάρος του Βραζιλιάνου προέδρου Ζοάο Γκουλάρτ. Ο στρατός παρέμεινε στην κυβέρνηση μέχρι τον Μάρτιο του 1985. Το 1967 η χώρα μετονομάστηκε και επίσημα σε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας. Το καθεστώς του '64 προκάλεσε διαμάχες ανάμεσα σε πολιτικές παρατάξεις αλλά και μέσα στο ίδιο το στράτευμα, φαινόμενο που είχε επαναληφθεί και στα καθεστώτα του 1889, 1930 και 1945.
Η δημοκρατία επανήλθε το 1988 (η περίοδος από το 1988 έως σήμερα αναφέρεται ως «Νέα Δημοκρατία» - «Nova República» - σε αντιδιαστολή με την περίοδο της «Παλαιάς Δημοκρατίας», μεταξύ 1889-1930) με την ψήφιση του σημερινού ομοσπονδιακού συντάγματος της χώρας. Πρώτος πρόεδρος με καθολική λαϊκή ψήφο μετά το πραξικόπημα έγινε ο Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο. Το 1992 το Εθνικό Κογκρέσο ψήφισε την καθαίρεσή του μετά από σειρά σκανδάλων και ο τότε αντιπρόεδρος Ιταμάρ Φράνκο πήρε τη θέση του. Με την ισχυρή υποστήριξη του τότε υπουργού οικονομικών, Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, ο Φράνκο υλοποίησε το ονομαζόμενο «Πλάνο Ρεάλ» («Plano Real») για την οικονομική πολιτική, το οποίο εισήγαγε το νέο νόμισμα της χώρας, το ρεάλ, συνδεδεμένο με το αμερικανικό δολάριο. Στις εκλογές του 1994, ο Καρντόζο ήταν υποψήφιος πρόεδρος και κέρδισε το αξίωμα, ενώ επανεκλέχθηκε και το 1998. Στις εκλογές του 2002, πρόεδρος εκλέχθηκε ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, με επανεκλογή το 2006.
Η ομοσπονδιακή δημοκρατία ως πολίτευμα της Βραζιλίας βασίζεται στην ένωση τριών αυτόνομων πολιτικών οντοτήτων: των πολιτειών, των δήμων και πόλεων, και της ομοσπονδιακής περιοχής. Μία τέταρτη οντότητα είναι η ένωσή τους στο ομοσπονδιακό καθεστώς. Δεν υπάρχει διάκριση και ιεράρχηση ανάμεσα σε αυτές τις οντότητες. Η ομοσπονδία βασίζεται σε έξι βασικές αρχές: την κυριαρχία, την υπηκοότητα, τη λαϊκή αξιοπρέπεια, την κοινωνική αναγνώριση της εργασίας, την ελευθερία του επιχειρείν, και του πολιτικού πλουραλισμού. Η τυπική διάκριση των εξουσιών καθορίζεται από το σύνταγμα ως εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία οργανώνεται αυτόνομα από κάθε μία οντότητα, ενώ η δικαστική εξουσία οργανώνεται σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο.
Όλα τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας εκλέγονται άμεσα. Οι δικαστές και οι δικαστικοί αξιωματούχοι διορίζονται μετά από εισαγωγικές εξετάσεις. Η ψήφος είναι υποχρεωτική για τους πολίτες μεταξύ 18 και 65 ετών. Τα πολιτικά κόμματα που ξεχωρίζουν από την πληθώρα πολιτικών σχηματισμών είναι το Εργατικό Κόμμα, το Βραζιλιανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Βραζιλιάνικο Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος, και οι Δημοκρατικοί (πρώην Κόμμα Φιλελεύθερου Μετώπου).
Ο τρόπος διακυβέρνησης είναι η δημοκρατική εξουσία με ένα προεδρικό σύστημα. Ο πρόεδρος είναι αρχηγός τόσο του κράτους όσο και της κυβέρνησης της ένωσης, και εκλέγεται για τετραετή θητεία με τη δυνατότητα επανεκλογής για μία επιπλέον διαδοχική θητεία. Ο πρόεδρος διορίζει τους υπουργούς. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τα νομοθετικά σώματα κάθε οντότητας της χώρας. Το Εθνικό Κογκρέσο είναι το ομοσπονδιακό νομοθετικό όργανο με δύο επιμέρους σώματα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και την Ομοσπονδιακή Γερουσία.
Το νομικό σύστημα της Βραζιλίας βασίζεται στο Ρωμαϊκό και Γερμανικό δίκαιο με πολλές επιρροές από τις ΗΠΑ στο δημόσιο δίκαιο. Υπάρχουν κωδικοποιήσεις και σημαντικοί ειδικοί νόμοι. Η νομολογία δεν δεσμεύεται από προηγούμενες αποφάσεις. Οι ακαδημαϊκές έρευνες και το νομικό πανεπιστημιακό προσωπικό παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη του νομικού συστήματος. Το σύστημα βασίζεται στο ομοσπονδιακό σύνταγμα, το οποίο ισχύει από το 1988.[14] Έχουν γίνει δεκάδες αναθεωρήσεις άρθρων του. Οι πολιτείες έχουν τα δικά τους συνταγματικά κείμενα, τα οποία όμως δεν πρέπει να αντιτίθενται στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Οι πόλεις και η ομοσπονδιακή περιοχή έχουν τους λεγόμενους οργανικούς νόμους ως υπέρτατο νομοθετικό κείμενο.
Η δικαστική εξουσία εφαρμόζεται από τις δικαστικές αρχές. Υπάρχουν εξειδικευμένα στρατιωτικά, εργατικά και εκλογικά δικαστήρια. Το υψηλότερο όργανο είναι το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Το σύστημα δέχεται τα τελευταία χρόνια κριτική για τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις στην έκδοση των τελικών αποφάσεων, καθώς οι υποθέσεις αργούν να τελεσιδικήσουν ως και μία δεκαετία, ακόμα και για απλές περιπτώσεις.
Η Βραζιλία έχει ηγετική θέση στα πολιτικά και οικονομικά θέματα της Λατινικής Αμερικής. Παρ' όλα αυτά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα δεν της έχουν επιτρέψει να είναι μία παγκόσμια δύναμη. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 1990, τόσο οι δημοκρατικές όσο και οι στρατιωτικές κυβερνήσεις της χώρας προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή της Βραζιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο, εφαρμόζοντας μία κρατική πολιτική στη βιομηχανία και μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Πρόσφατα, η χώρα κατάφερε να ενδυναμώσει τους δεσμούς της με τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Αμερικής, υιοθετώντας πολυμερείς διπλωματικές σχέσεις μέσω των Ηνωμένων Εθνών και του Οργανισμού των Αμερικανικών Κρατών. Η σύγχρονη εξωτερική της πολιτική βασίζεται στη θέση της Βραζιλίας ως περιφερειακή δύναμη της Λατινικής Αμερικής, ως ηγετική θέση ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και ως βασική ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη. Οι άξονες της πολιτικής περιλαμβάνουν την πολυμερή διπλωματία, την ειρηνική επίλυση διαφορών, και τη μη εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Το σύνταγμα της Βραζιλίας καθορίζει επίσης ότι η χώρα πρέπει να αναζητά την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ολοκλήρωση με τα υπόλοιπα έθνη της Λατινικής Αμερικής.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας αποτελούνται από το στρατό ξηράς, το ναυτικό και την αεροπορία. Η στρατιωτική αστυνομία (Ομόσπονδη Στρατονομία) είναι μία συμπληρωματική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων, κάτω από τις διαταγές του κυβερνήτη κάθε πολιτείας. Οι ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας είναι οι μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική. Η πολεμική αεροπορία είναι η ισχυρότερη στη Λατινική Αμερική με περίπου 700 αεροσκάφη, ενώ το πολεμικό ναυτικό είναι αρμόδιο για ναυτικές επιχειρήσεις και την περιφρούρηση των χωρικών υδάτων. Ο στρατός αντίστοιχα είναι αρμόδιος για τις χερσαίες επιχειρήσεις με δυναμικό περίπου 190,000 στρατιωτών.
Η Βραζιλία είναι, με βάση το σύνταγμά της, μία ομοσπονδιακή δημοκρατία, η οποία αποτελείται από συνολικά 26 ομόσπονδες πολιτείες (estados), μία ομοσπονδιακή περιοχή (distrito federal) όπου φιλοξενεί την πρωτεύουσα της ομοσπονδίας, Μπραζίλια, και τις πόλεις, δήμους και κοινότητες. Το σύνταγμα δεν επιτρέπει σε καμία από αυτές τις πολιτικές οντότητες να αποχωρήσει ή να αποσχιστεί από την ομοσπονδία.
Η χώρα διακρίνεται σε πέντε περιοχές (με βάση γεωγραφικά κριτήρια) και οι πολιτείες αναφέρονται ανά περιοχή:
Βόρεια περιοχή |
Βορειοανατολική περιοχή |
Κεντροδυτική περιοχή
|
Νοτιοανατολική περιοχή |
Νότια περιοχή |
Η Βραζιλία, ως ομόσπονδο κράτος, έχει παραχωρήσει στις πολιτείες σημαντική αυτονομία σε θέματα που αφορούν τη νομοθεσία, τη δημόσια τάξη και τη φορολογία. Κάθε πολιτεία έχει έναν κυβερνήτη (governador), ο οποίος εκλέγεται με ψηφοφορία, και το νομοθετικό σώμα της (assembléia legislativa). Επίσης, κάθε πολιτεία διαιρείται σε δήμους (municípios) με νομοθετικό συμβούλιο (câmara de vereadores) και τον δήμαρχο (prefeito). Οι δήμοι είναι αυτόνομοι και ιεραρχικά ανεξάρτητοι στο πλαίσιο του ομοσπονδιακού συντάγματος, τόσο από την ομοσπονδιακή όσο και από την πολιτειακή κυβέρνηση. Ένας δήμος μπορεί να εκτείνεται και να περιλαμβάνει διοικητικά και άλλες πόλεις (distritos) εκτός από την έδρα του, με μία ενιαία δημοτική εξουσία.
Οι ομόσπονδες πολιτείες (estados) της Βραζιλίας έχουν ιδρυθεί και οριοθετηθεί με βάση ιστορικά ή συμβατικά σύνορα στην πλειοψηφία τους, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η οριοθέτηση ήταν αυθαίρετη. Οι πολιτείες έχουν το δικαίωμα από το σύνταγμα να διαχωρίσουν την επικράτειά τους σε νέες οντότητες ή να ενωθούν μεταξύ τους, με την έγκριση δημοψηφίσματος των κατοίκων τους. Οι αυτόνομες κυβερνήσεις τους έχουν τη δικιά τους φορολογία και εισπράττουν ακόμα μερίδιο από τα ομοσπονδιακά φορολογικά έσοδα. Με καθολική άμεση ψήφο εκλέγεται ο κυβερνήτης κάθε πολιτείας και το νομοθετικό της σώμα. Επίσης, κάθε πολιτεία έχει τη δικιά της ανεξάρτητη δικαστική αρχή. Παρά την ευρύτητα αυτού του συστήματος, οι πολιτείες δεν μπορούν να θεσπίσουν τους δικούς τους νόμους σε ορισμένα δίκαια, όπως για παράδειγμα το ποινικό και αστικό καθεστώς ψηφίζεται μόνο από το Εθνικό Κονγκρέσο και είναι ομοιόμορφο σε όλη τη χώρα.
Το 1977, η πολιτεία του Μάτο Γκρόσο διαχωρίστηκε σε δύο πολιτείες. Η βόρεια νέα πολιτεία διατήρησε την ονομασία Μάτο Γκρόσο και την πρωτεύουσα Κουιαμπά, ενώ η νότια περιοχή έγινε η νέα πολιτεία Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ, με πρωτεύουσα το Κάμπο Γκράντε. Το 1988, οι βόρειες περιοχές της πολιτείας Γκοϊάς έγιναν η νέα πολιτεία Τοκαντίνς. Αρχικά η πρωτεύουσα της Τοκαντίνς ήταν η μικρή πόλη Μιρασέμα ντο Νόρτε, αλλά αργότερα η έδρα της πολιτείας μεταφέρθηκε στη νέα πόλη Πάλμας.
Οι δήμοι (municípios) έχουν τη δυνατότητα με βάση το σύνταγμα να διαχωριστούν σε νέους ή να ενωθούν μεταξύ τους, με απόφαση καθολικού δημοψηφίσματος των κατοίκων τους. Τα όρια των νέων δήμων όμως πρέπει να βρίσκονται μέσα στα όρια της αντίστοιχης πολιτείας στην οποία ανήκουν. Οι δήμοι έχουν αυτόνομες διοικήσεις, συλλέγουν τους αντίστοιχους φόρους και λαμβάνουν μερίδιο από την ομοσπονδιακή φορολογία και την πολιτειακή φορολόγηση. Έχουν δήμαρχο και νομοθετικό σώμα που εκλέγονται άμεσα από τους δημότες, αλλά δεν έχουν ξεχωριστή δικαστική αρχή. Ένα σύνολο δήμων μπορεί να αποτελέσει την επικράτεια δικαστικής εξουσίας, γνωστή με την ονομασία κομάρκα (comarca).
Η ομοσπονδιακή περιοχή (Distrito Federal) της Βραζιλίας αποτελεί μία οντότητα ανεξάρτητη από την πρωτεύουσα Μπραζίλια. Βρίσκεται στην περιοχή του Πλανάλτο Σεντράλ (planalto central) και διαιρείται διοικητικά σε 19 περιοχές. Η Μπραζίλια, έδρα της ομοσπονδιακής εξουσίας, είναι και η κύρια πόλη της περιοχής.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μεταφέρθηκε στην έδρα της Μπραζίλια το 1960, και η ομοσπονδιακή περιοχή αποχωρίστηκε από την πολιτεία της Γκοϊάς και της Μίνας Ζεράις (Minas Gerais). Πριν από τη μεταφορά, η ομοσπονδιακή περιοχή ήταν ο δήμος του Ρίο ντε Τζανέιρο, πρώην πρωτεύουσα της Βραζιλίας. Μετά την ίδρυση της Μπραζίλια και τη μεταφορά της έδρας της ομοσπονδίας, ο δήμος του Ρίο ντε Τζανέριο μετονομάστηκε σε πολιτεία του Γκουαναμπάρα, η οποία και είχε ζωή από το 1960 ως το 1975, οπότε και ενσωματώθηκε στην πολιτεία του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού της ομοσπονδιακής περιοχής αποτελείται από ντόπιους εργάτες οι οποίοι και κατασκεύασαν την πρωτεύουσα, καθώς και υπαλλήλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που μετοίκησαν στη νέα έδρα της. Η πρωτεύουσα έχει σχεδιαστεί κατάλληλα με χώρους οικίας, επιχειρήσεων, πάρκα τκλ. Οι δρόμοι ονομάζονται με γράμματα και αριθμούς με γεωγραφικό τρόπο. Αρχικά, η Μπραζίλια είχε σχεδιαστεί για να φιλοξενήσει μέχρι και 1 εκατομμύριο κατοίκους.
Το σύνταγμα της Βραζιλίας προβλέπει την ύπαρξη και χωροθέτηση περιοχών, οι οποίες διοικούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και δεν έχουν την αυτονομία των πολιτειών. Σήμερα, δεν υπάρχουν κάποιες τέτοιες περιοχές. Το πρώτο ομοσπονδιακό έδαφος ήταν η σημερινή πολιτεία Άκρε το 1904, όταν αυτή η περιοχή παραχωρήθηκε από τη Βολιβία στη Βραζιλία. Το 1943, με την είσοδο της Βραζιλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος Βάργκας για στρατηγικούς λόγους απέσπασε έξι ακόμα μεθοριακές περιοχές από τις πολιτείες για να έχει την ομοσπονδιακή άμεση διοίκησή τους. Έτσι, οι περιοχές Αμαπά, Ρίο Μπράνκο, Γκουαπορέ, Πόντα Πορά, Ιγκουασού και το αρχιπέλαγος Φερνάντο ντε Νορόνια, έγιναν ομοσπονδιακές περιοχές.
Το 1946, δύο από τις επτά αυτές περιοχές καθαιρέθηκαν διοικητικά και ενσωματώθηκαν στις πρότερες πολιτείες τους. Η πολιτεία του Μάτο Γκρόσο απέκτησε την περιοχή Πόντα Πορά και το βόρειο τμήμα του Ιγκουάτσου, ενώ το κεντρικό Ιγκουάτσου δόθηκε στην πολιτεία Παρανά και το νότιο στην πολιτεία Σάντα Καταρίνα.
Οι υπόλοιπες περιοχές παρέμειναν κάτω από ομοσπονδιακή διοίκηση. Το 1956 η περιοχή Γκουαπορέ μετονομάστηκε σε Ροντόνια και το 1962 η περιοχή Ρίο Μπράνκο πήρε το όνομα Ροράιμα. Η περιοχή Άκρε έγινε ισότιμη πολιτεία το 1962, επίσης. Το 1988, με την ψήφιση του νέου συντάγματος, οι περιοχές Αμαπά, Ροντόνια και Ροράιμα έγιναν επίσης πολιτείες, ενώ το αρχιπέλαγος Φερνάντο ντε Νορόνια έγινε τμήμα της πολιτείας Περναμπούκο. Στις 11 Δεκεμβρίου 2011 έγινε δημοψήφισμα για τη διάσπαση της Παρά σε 3 πολιτείες, τη νέα Παρά, την Ταπατζός και την Καρατζάς. Αν είχε πραγματοποιηθεί, οι σημερινές πολιτείες θα ήταν 29.
Οι περιφέρειες της Βραζιλίας είναι απλά γεωγραφικές περιοχές και δεν έχουν πολιτική ή διοικητική σημασία, ή κάποιο ιδιαίτερο καθεστώς διακυβέρνησης. Αν και περιγράφονται νομικά στο σύνταγμα, οι περιοχές έχουν χρησιμότητα για στατιστικούς λόγους και για λόγους διασποράς ομοσπονδιακών κονδυλίων.
Η εθνική επικράτεια διαιρέθηκε το 1969 από το το Ινστιτούτο Γεωγραφίας και Στατιστικής της Βραζιλίας σε πέντε (5) περιοχές για δημογραφικούς λόγους. Αυτές είναι η βόρεια, η βορειοανατολική, η κεντροδυτική, η νοτιοανατολική και η νότια.
Η βόρεια περιοχή καλύπτει το 45% της συνολικής έκτασης της χώρας, αλλά έχει τον μικρότερο πληθυσμό. Με εξαίρεση το Μανάους με την αφορολόγητη εμπορική ζώνη, και την Μπελέμ, τη μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή στο βορρά, είναι αποβιομηχανοποιημένη και υποανάπτυκτη. Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτει το τροπικό δάσος βροχής του Αμαζονίου και φιλοξενεί πολλές φυλές αυτοχθόνων ιθαγενών.
Η βορειοανατολική περιοχή φιλοξενεί περίπου το 30% του πληθυσμού της χώρας και είναι πολυπολιτισμική, με στοιχεία Πορτογάλων αποίκων, αυτόχθονων κατοίκων και Αφρικανών σκλάβων. Είναι επίσης η πιο φτωχή περιοχή της χώρας και υποφέρει από παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας. Οι μεγαλύτερες πόλεις είναι το Σαλβαντόρ, η Ρεσίφε και η Φορταλέζα.
Η κεντροδυτική περιοχή έχει χαμηλή δημογραφική πυκνότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες, στην προτελευταία θέση πληθυσμιακά μετά τη βόρεια περιοχή. Μέρος της καλύπτεται από το μεγαλύτερο παγκόσμια υδροβιότοπο Παντανάλ, καθώς και τμήμα του τροπικού δάσους βροχής του Αμαζονίου στα βορειοδυτικά της. Το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από τη Σεράντο, τη μεγαλύτερη έκταση σαβάνας στον κόσμο. Η περιοχή συνεισφέρει σημαντικά στην αγροτική παραγωγή της χώρας.
Η νοτιοανατολική περιοχή είναι η πλουσιότερη ως προς την οικονομική παραγωγή, καθώς επίσης έχει και τη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού. Η περιοχή έχει μεγαλύτερο πληθυσμό από κάθε κράτος της Νότιας Αμερικής, εκτός της Βραζιλίας, και φιλοξενεί ορισμένες από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις στον κόσμο, καθώς εκτείνεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, το Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο και το Μπέλο Οριζόντε.
Η νότια περιοχή είναι η πλουσιότερη της χώρας ως προς το κατά κεφαλή εισόδημα και έχει τα καλύτερα επίπεδα διαβίωσης από όλες τις περιοχές της Βραζιλίας. Είναι η πιο ψυχρή περιοχή επίσης, με περιστασιακή παρουσία παγετού και χιονιού σε υψόμετρα. Κατοικείται κυρίως από μετανάστες από την Ευρώπη, καταγωγής από την Ιταλία, Γερμανία και Πορτογαλία, οπότε και έχει επηρεαστεί από αυτούς τους πολιτισμούς.
Το ΑΕΠ της χώρας είναι 1,772 τρις $ (8η στον κόσμο, εκτίμηση 2015). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 8.669 $ (εκτίμηση 2015).
Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 203.080.756 κατοίκους[4], σύμφωνα με την απογραφή του 2022. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 0,52% (εκτίμηση 2022).[15] Ο αριθμός γεννήσεων είναι 14,46/1000 κατοίκους και θανάτων 6,58/1000 κατοίκους (εκτίμηση 2015). Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 75,9 χρόνια (72,4 χρόνια οι άνδρες και 79,4 οι γυναίκες).[16]
Ο λαός της Βραζιλίας είναι ένα μείγμα πολλών φυλετικών και εθνικών ομάδων. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα δημογραφικής έρευνας, το 49,4% (περίπου 93 εκατομμύρια) του πληθυσμού είναι λευκοί, το 42,3% (περίπου 80 εκατομμύρια) είναι μιγάδες (γνωστοί και ως Πάρντο), το 7,4% (περίπου 13 εκατομμύρια) είναι μαύροι, ενώ το 0,5% (1 εκατ.) ασιατικής καταγωγής και το 0,4% (περίπου 520.000) αυτόχθονες ιθαγενείς. Οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι έχουν απώτερη καταγωγή από τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας, τους πρώτους Πορτογάλους αποίκους και Αφρικανούς σκλάβους. Από το 1500 με την άφιξη των Πορτογάλων, η φυλετική σύνθεση αυτών των ομάδων είναι συνεχής. Μετά από σχεδόν τρεις αιώνες Πορτογαλικής εξουσίας, ενσωματώθηκαν στη Βραζιλία περισσότεροι από 700.000 Πορτογάλοι μέτοικοι και τουλάχιστον 4 εκατομμύρια Αφρικανοί σκλάβοι. Η χώρα έχει το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων αφρικανικής καταγωγής εκτός Αφρικής.
Με το τέλος του 19ου αιώνα, η Βραζιλία άνοιξε τα σύνορά της στους μετανάστες και το αποτέλεσμα ήταν η εισροή ανθρώπων από περισσότερα από 60 έθνη. Περίπου 5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι και Ασιάτες μετανάστες κατέφτασαν μεταξύ του 1870 και του 1953, η πλειοψηφία τους από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γερμανία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχε αντίστοιχο ρεύμα από την Ιαπωνία και τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, η διασπορά όλων αυτών των λαών στη Βραζιλία είναι σημαντική και έχει διαμορφώσει και τον εθνικό χαρακτήρα του συνολικού πληθυσμού. Η χώρα έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό Ιταλικής προέλευσης εκτός Ιταλίας, με περισσότερους από 25 εκατομμύρια Ιταλικής καταγωγής Βραζιλιάνους, αλλά και το μεγαλύτερο πληθυσμό Ιαπωνικής καταγωγής εκτός Ιαπωνίας, με σχεδόν 1,6 εκατομμύριο Ιαπωνοβραζιλιάνους. Επίσης, το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό Γερμανικής καταγωγής κατοίκων εκτός Γερμανίας, μετά τις ΗΠΑ, με σχεδόν 12 εκατομμύρια Γερμανικής καταγωγής Βραζιλιάνους. Χαρακτηριστική παραμένει η φυλετική ανάμειξη, καθώς οι Βραζιλιάνοι είναι σε κάποιο βαθμό και Ευρωπαίοι, και Αφρικανοί, και αυτόχθονες. Το σύνολο του πληθυσμού παρουσιάζει ποικιλία φυλετικών τύπων και χαρακτηριστικών, χωρίς σαφείς εθνικές προελεύσεις.
Οι μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της χώρες από άποψη πληθυσμού είναι το Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο, και το Μπέλο Οριζόντε, με περίπου 20, 11 και 4 εκατομμύρια κατοίκους, αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες πόλεις κάθε πολιτείας είναι και πρωτεύουσες, με εξαιρέσεις τη Βιτόρια στην πολιτεία του Εσπίριτο Σάντο και τη Φλοριανόπολις στην πολιτεία Σάντα Καταρίνα. Μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές, χωρίς διοικητική έδρα, υπάρχουν στις πολιτείες Σάο Πάολο, Μίνας Ζέρας, Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και Σάντα Καταρίνα.
Οι μεγαλύτερες πόλεις της Βραζιλίας | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πόλη | Πολιτεία | Πληθυσμός | Πόλη | Πολιτεία | Πληθυσμός | > Σάο Πάολο Ρίο ντε Τζανέιρο Σαλβαδόρ | ||||
1 | Σάο Πάολο | Σάο Πάολο | 11.895.893 | 11 | Μπελέμ | Παρά | 1.432.844 | |||
2 | Ρίο ντε Τζανέιρο | Ρίο ντε Τζανέιρο | 6.453.682 | 12 | Γκοϊάνια | Γκοϊάς | 1.412.364 | |||
3 | Σαλβαντόρ | Μπαΐα | 2.902.927 | 13 | Γκουαρός | Σάο Πάολο | 1.312.197 | |||
4 | Μπραζίλια | Ομοσπονδιακή Περιοχή | 2.852.372 | 14 | Καμπίνας | Σάο Πάολο | 1.154.617 | |||
5 | Φορταλέζα | Σεαρά | 2.571.896 | 15 | Σάο Λουίς | Μαρανάο | 1.064.197 | |||
6 | Μπέλο Οριζόντε | Μίνας Ζέρας | 2.491.109 | 16 | Σάο Γκονζάλο | Ρίο ντε Τζανέιρο | 1.031.903 | |||
7 | Μανάους | Αμαζόνας | 2.020.301 | 17 | Μασεϊό | Αλαγκόας | 1.005.319 | |||
8 | Κουριτίμπα | Παρανά | 1.864.416 | 18 | Ντουκέ ντε Κασία | Ρίο ντε Τζανέιρο | 878.402 | |||
9 | Ρεσίφε | Περναμπούκο | 1.608.488 | 19 | Νατάλ | Ρίο Γκράντε ντο Νόρτε | 862.044 | |||
10 | Πόρτο Αλέγκρε | Ρίο Γκράντε ντο Σουλ | 1.472.482 | 20 | Κάμπο Γκράντε | Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ | 843.120 | |||
Πηγή: Ινστιτούτο Γεωγραφίας και Στατιστικής της Βραζιλίας (εκτίμηση 2014) |
Η επίσημη γλώσσα της Βραζιλίας είναι τα πορτογαλικά τα οποία ομιλούνται από όλο σχεδόν τον πληθυσμό[17][18] και είναι η μόνη που χρησιμοποιείται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις επιχειρήσεις και στη διοίκηση. Η χώρα είναι η μόνη πορτογαλόφωνη της αμερικάνικης ηπείρου και θεωρεί τα πορτογαλικά εθνική ταυτότητα της χώρας. Η εκδοχή της γλώσσας στη Βραζιλία έχει τη δικιά της εξέλιξη επηρεασμένη από ινδιάνικες, αφρικανικές και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως αποτέλεσμα η βραζιλιάνικη εκδοχή έχει φωνολογικές διαφορές από αυτήν της Πορτογαλίας. Το 2008, η Κοινότητα των χωρών της πορτογαλικής γλώσσας (CPLP) ήρθε σε συμφωνία στην ορθογραφική τυποποίηση της γλώσσας με στόχο την ελαχιστοποίηση των διαφορών των δύο εκδοχών.
Μειονοτικές γλώσσες ομιλούνται σε όλη τη χώρα. Η απογραφή του 2010 υπολόγισε ότι 305 ινδιάνικες εθνότητες της χώρας ομιλούν 274 διαφορετικές γλώσσες. Από τους ιθαγενείς από πέντε χρονών και άνω, 37,4% μιλάει μια ινδιάνικη γλώσσα και 76,9% πορτογαλικά.Υπάρχουν επίσης κοινότητες με ομιλητές γερμανικών και ιταλικών στον νότο της χώρας που είναι επηρεασμένες από την πορτογαλική.
Το πολίτευμα της χώρας είναι Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία. Η ψηφοφορία είναι προαιρετική για όσες και όσους είναι ηλικίας 16-18 ετών και για τους υπερήλικες άνω των 70 ετών. Στην ηλικία των 18 ετών και άνω και μέχρι τα 70 είναι υποχρεωτική. Οι στρατεύσιμοι δεν ψηφίζουν.[20]
Στις προεδρικές εκλογές του 2010 εξελέγη με ποσοστό 56% πρώτη γυναίκα πρόεδρος η Ντίλμα Ρούσεφ, στον δεύτερο γύρο στις 31 Οκτωβρίου 2010[21].
Στις προεδρικές εκλογές του 2018 εξελέγη με ποσοστό 55,1% ο Ζαΐχ Μπολσονάρου, στον δεύτερο γύρο στις 31 Οκτωβρίου 2018. Αντιπρόεδρος ορκίστηκε ο Χάμιλτον Μουράο.
Οι Βουλευτικές εκλογές 2018 για την ανάδειξη των μελών του Κογκρέσου διεξήχθησαν στις 3 Οκτωβρίου 2018. Το Εθνικό Κογκρέσο αποτελείται από την Ομοσπονδιακή Βουλή και τη Γερουσία. Στις εκλογές αποφασίστηκαν οι έδρες 513 βουλευτών (όλα τα μέλη) και 54 επί συνόλου 81 εδρών στην Ομοσπονδιακή Γερουσία. Ο κυβερνών συνασπισμός Λουλίστα κατέλαβε τις περισσότερες έδρες και στα δύο σώματα (Βουλή και Γερουσία).
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.