Αυτοκρατορία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αυστροουγγαρία (γερμ.: Österreich-Ungarn, ουγγρ.: Osztrák–Magyar Monarchia), γνωστή επίσης ως Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ή Δυαδική Μοναρχία, ήταν μια συνταγματική ένωση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (Βασίλεια και Εδάφη που εκπροσωπούνταν στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο) και του Βασίλειου της Ουγγαρίας (Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου), που υπήρξε από το 1867 έως το 1918, οπότε κατέρρευσε ως αποτέλεσμα της ήττας της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ένωση ήταν αποτέλεσμα του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού του 1867 και τέθηκε σε ισχύ στις 30 Μαρτίου εκείνου του έτους. Η Αυστροουγγαρία αποτελείτο από δύο μοναρχίες (Αυστρία και Ουγγαρία) και μια αυτόνομη περιοχή: το Βασίλειο της Κροατίας-Σλαβονίας υπό το Ουγγρικό στέμμα, που μετά από διαπραγματεύσεις κατέληξε στον Κροατοουγγρικό Διακανονισμό («Nagodba») το 1868. Διοικούνταν από τον Οίκο των Αψβούργων και αποτέλεσε την τελευταία φάση της συνταγματικής εξέλιξης της Μοναρχίας των Αψβούργων. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1867 το Αυστριακό και το Ουγγρικό κράτος ήταν ισότιμα. Οι εξωτερικές υποθέσεις και ο στρατός τέθηκαν υπό κοινό έλεγχο, αλλά όλες οι άλλες κυβερνητικές αρμοδιότητες χωρίστηκαν μεταξύ των αντίστοιχων κρατών.
Αυστροουγγρική Μοναρχία Österreichisch-Ungarische Monarchie Osztrák-Magyar Monarchia | ||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ύμνος Indivisibiliter ac Inseparabiliter "αδιαίρετα και αχώριστα" | ||||||||||||||||||||||||
Πρωτεύουσα | Βιέννη (κύρια πρωτεύουσα) και Βουδαπέστη | |||||||||||||||||||||||
Γλώσσες | Επίσημες γλώσσες:[1][2] Γερμανικά και Ουγγρικά, Τσεχικά,[3] Πολωνικά, Ουκρανικά, Ρουμανικά, Κροατικά, Ιταλικά Ανεπίσημες γλώσσες: Σερβικά, Σλοβακικά, Σλοβένικα, Βοσνιακά, Ρουσίν, Γίντις | |||||||||||||||||||||||
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Ιουδαϊσμός, και Σουνίτες (από το 1878 έως το 1918) | |||||||||||||||||||||||
Πολίτευμα | Συνταγματική μοναρχία, προσωπική ένωση μέσω της Διττής Μοναρχίας | |||||||||||||||||||||||
Αυτοκράτορας-Βασιλιάς | ||||||||||||||||||||||||
- | 1867–1916 | Φραγκίσκος Ιωσήφ Α' | ||||||||||||||||||||||
- | 1916–1918 | Κάρολος Α' & Δ' | ||||||||||||||||||||||
Υπουργός-Πρόεδρος | ||||||||||||||||||||||||
- | 1867 | Φρειδερίκος φον Μπόιστ (πρώτος) | ||||||||||||||||||||||
- | 1918 | Χάινριχ Λάμας (τελευταίος) | ||||||||||||||||||||||
Πρωθυπουργός | ||||||||||||||||||||||||
- | 1867–1871 | Γκιούλα Αντράσυ (πρώτος) | ||||||||||||||||||||||
- | 1918 | Γιάνος Χάντικ (τελευταίος) | ||||||||||||||||||||||
Νομοθετικό Σώμα | Αυτοκρατορικό Συμβούλιο, Δίαιτα της Ουγγαρίας | |||||||||||||||||||||||
- | Άνω Βουλή | Οίκος των Κυρίων (Herrenhaus), Βουλή των Επιφανών | ||||||||||||||||||||||
- | Κάτω Βουλή | Αυτοκρατορικό Συμβούλιο (Abgeordnetenhaus), Βουλή των Αντιπροσώπων | ||||||||||||||||||||||
Ιστορική εποχή | Νέος Ιμπεριαλισμός / Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος | |||||||||||||||||||||||
- | Συμβιβασμός του 1867 | 1 Μαρτίου | ||||||||||||||||||||||
- | ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας | 28 Οκτωβρίου 1918 | ||||||||||||||||||||||
- | Ανεξαρτησία του Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. | 29 Οκτωβρίου 1918 | ||||||||||||||||||||||
- | Η Βοϊβοντίνα χάθηκε υπέρ της Σερβίας | 25 Νοεμβρίου 1918 | ||||||||||||||||||||||
- | Διάλυση | 31 Οκτωβρίου | ||||||||||||||||||||||
- | Συνθήκες Διάλυσης [a] | του 1919 και το 1920 | ||||||||||||||||||||||
Έκταση | ||||||||||||||||||||||||
- | 1914 | 676,615 km² | ||||||||||||||||||||||
Πληθυσμός | ||||||||||||||||||||||||
- | 1914 εκτ. | 58,000,000 | ||||||||||||||||||||||
Πυκνότητα | 0,1 /km² | |||||||||||||||||||||||
Νόμισμα | Γκούλντεν Κορώνα (από το 1892) | |||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||
Σήμερα | Αυστρία Βοσνία και Ερζεγοβίνη Κροατία Τσεχία Ουγγαρία Ιταλία Μαυροβούνιο Πολωνία Ρουμανία Σερβία Σλοβακία Σλοβενία Ουκρανία | |||||||||||||||||||||||
Η Αυστροουγγαρία ήταν ένα πολυεθνικό κράτος και μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις του κόσμου εκείνης της εποχής. Ηταν γεωγραφικά η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη μετά τη Ρωσική Αυτοκρατορία, με 621.538 τ.χλμ., και η τρίτη σε πληθυσμό (μετά τη Ρωσία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία). Η Αυτοκρατορία δημιούργησε την τέταρτη μεγαλύτερη βιομηχανία κατασκευής μηχανών στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.[4] Η Αυστροουγγαρία έγινε επίσης ο τρίτος μεγαλύτερος κατασκευαστής και εξαγωγέας ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, ηλεκτρικών βιομηχανικών συσκευών και συσκευών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Γερμανική Αυτοκρατορία.[5][6]
Μετά το 1878 η Βοσνία και Ερζεγοβίνη βρισκόταν υπό Αυστροουγγρική στρατιωτική και πολιτική διοίκηση[7] έως ότου προσαρτήθηκε πλήρως το 1908, προκαλώντας την Κρίση της Βοσνίας μεταξύ των άλλων Δυνάμεων.[8] Το Σαντζάκ, το de jure βόρειο τμήμα του Οθωμανικού Σαντζακίου του Νόβι Παζάρ (στο σημερινό Μαυροβούνιο και Σερβία), ήταν επίσης υπό την de facto κοινή κατοχή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά ο Αυστροουγγρικός Στρατός αποσύρθηκε από εκεί, στο πλαίσιο της εκ μέρους του προσάρτησης της Βοσνίας.[9] Η προσάρτηση της Βοσνίας οδήγησε επίσης στο να αναγνωριστεί το Ισλάμ ως επίσημη θρησκεία του κράτους, λόγω του Μουσουλμανικού πληθυσμού της Βοσνίας.[10]
Η Αυστροουγγαρία ήταν μία από τις Κεντρικές Δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε ήδη ουσιαστικά διαλυθεί από τη στιγμή που οι στρατιωτικές αρχές υπέγραψαν την ανακωχή της Βίλας Τζούστι στις 3 Νοεμβρίου 1918. Το Βασίλειο της Ουγγαρίας και η Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία αντιμετωπίστηκαν ως de jure διάδοχοί της, ενώ η ανεξαρτησία των Δυτικών και των Νότιων Σλάβων της Αυτοκρατορίας ως Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, Δημοκρατία της Πολωνίας και Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, αντίστοιχα, και οι περισσότερες εδαφικές απαιτήσεις του Βασιλείου της Ρουμανίας αναγνωρίστηκαν επίσης από τις νικήτριες δυνάμεις το 1920.
Ο Αψβούργος μονάρχης βασίλευε ως Αυτοκράτορας της Αυστρίας, που ήταν η Αυστριακή Αυτοκρατορία ("Χώρες που Αντιπροσωπεύονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο") στο δυτικό και βόρειο τμήμα της χώρας και ως Βασιλιάς της Ουγγαρίας στο Βασίλειο της Ουγγαρίας ("Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου"). Το κάθε μέλος διέθετε σημαντική κυριαρχία με λίγες μόνο κοινές αρμοδιότητες (κυρίως διπλωματικές σχέσεις και άμυνα).
Η ομοσπονδία είχε το πλήρες όνομα: «Τα Βασίλεια και οι Χώρες που Αντιπροσωπεύονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο και οι Χώρες του Ιερού Ουγγρικού Στέμματος του Αγίου Στεφάνου».
Γερμανικά : Die im Reichsrat vertretenen Königreiche und Länder und die Länder der Heiligen Ungarischen Stephanskrone
Ουγγρικά : A Birodalmi Tanácsban képviselt királyságok és országok és a Magyar Szent Korona országai
Ορισμένες περιοχές, όπως η Πολωνική Γαλικία στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και η Κροατία (επίσημα Βασίλειο Κροατίας-Σλαβονίας-Δαλματίας), ακόμη και η Δαλματία στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, διέθεταν αυτόνομο καθεστώς, το καθένα με τις δικές του μοναδικές κυβερνητικές δομές.
Η διαίρεση μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας ήταν τόσο έντονη, ώστε δεν υπήρχε κοινή υπηκοότητα: καθένας ήταν είτε Αυστριακός πολίτης είτε Ούγγρος, ποτέ και τα δύο.[11][12] Αυτό σήμαινε επίσης ότι υπήρχαν πάντα ξεχωριστά αυστριακά και ουγγρικά διαβατήρια, ποτέ ένα κοινό.[13][14] Ωστόσο ούτε τα αυστριακά ούτε τα ουγγρικά διαβατήρια χρησιμοποιούντο στο Βασίλειο Κροατίας-Σλαβονίας-Δαλματίας. Αντ' αυτού το Βασίλειο εξέδιδε τα δικά του διαβατήρια που ήταν γραμμένα στα κροατικά και τα γαλλικά και έφεραν το οικόσημο του Βασιλείου της Κροατίας-Σλαβονίας-Δαλματίας[15] Δεν είναι γνωστό το είδος των διαβατηρίων που χρησιμοποιούντο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, που ήταν υπό τον έλεγχο τόσο της Αυστρίας όσο και της Ουγγαρίας.
Το Βασίλειο της Ουγγαρίας διατηρούσε ανέκαθεν ξεχωριστό κοινοβούλιο, τη Δίαιτα της Ουγγαρίας, ακόμη και μετά τη δημιουργία της Αυστριακής Αυτοκρατορίας το 1804.[16] Η διοίκηση και η κυβέρνηση του Βασιλείου της Ουγγαρίας (μέχρι την Ουγγρική Επανάσταση του 1848-49) παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανέπαφα από τη δομή της κυβέρνησης της υπεράνω αυτών Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Οι κεντρικές κυβερνητικές δομές της Ουγγαρίας παρέμειναν σαφώς διαχωρισμένες από την Αυστριακή αυτοκρατορική κυβέρνηση Η χώρα διοικείτο από το Συμβούλιο της Ουγγαρίας (Gubernium) - που είχε την έδρα του στο Πρεσβούργο και αργότερα στην Πέστη και από την Καγκελαρία της Ουγγρικής Βασιλικής Αυλής στη Βιέννη.[17] Η Ουγγρική κυβέρνηση και το Ουγγρικό κοινοβούλιο τελούσαν σε αναστολή μετά την Ουγγρική επανάσταση του 1848 και επαναλειτούργησαν μετά τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό το 1867.
Αν και η Αυστρία και η Ουγγαρία είχαν κοινό νόμισμα, ήταν δημοσιονομικά κυρίαρχοι και ανεξάρτητοι φορείς.[18] Από τις αρχές της προσωπικής ένωσης (από το 1527) η κυβέρνηση του Βασιλείου της Ουγγαρίας μπορούσε να διατηρεί τον χωριστό και ανεξάρτητο προϋπολογισμό της. Μετά την επανάσταση του 1848-1849 ο ουγγρικός προϋπολογισμός συγχωνεύθηκε με τον αυστριακό και μόνο μετά τον Συμβιβασμό του 1867 η Ουγγαρία απέκτησε ξεχωριστό προϋπολογισμό.[19] Από το 1527 (δημιουργία της μοναρχικής προσωπικής ένωσης) έως το 1851 το Βασίλειο της Ουγγαρίας διατήρησε τους δικούς του τελωνειακούς ελέγχους, που το έκαναν να ξεχωρίζει από τις άλλες χώρες, που κυβερνούσαν οι Αψβούργοι.[20] Μετά το 1867 η συμφωνία τελωνειακής ένωσης Αυστρίας και Ουγγαρίας έπρεπε να επανεξετάζεται και να συνομολογείται κάθε δέκα χρόνια. Οι συμφωνίες ανανεώνονταν και υπογράφονταν από τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη στο τέλος κάθε δεκαετίας, καθώς και οι δύο χώρες έλπιζαν να αντλήσουν αμοιβαίο οικονομικό όφελος από την τελωνειακή ένωση. Η Αυστριακή Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Ουγγαρίας συνήπταν τις εμπορικές τους συμβάσεις με άλλα κράτη ανεξάρτητα η μία από το άλλο.[21]
Η Αυστροουγγαρία ήταν μια μεγάλη δύναμη αλλά περιείχε μεγάλο αριθμό εθνικών ομάδων που διεκδικούσαν το δικό τους κράτος. Διοικείτο από ένα συνασπισμό δύο ισχυρών μειονοτήτων, τους Γερμανούς και τους Ούγγρους. Συσσωρεύθηκαν εθνοτικές εντάσεις και το δριμύ πλήγμα ενός αποτυχημένου πολέμου προκάλεσε την κατάρρευση του συστήματος.[22][23]
Η Βιέννη λειτουργούσε ως βασική πρωτεύουσα της Μοναρχίας. Το Αυστριακό τμήμα περιλάμβανε περίπου το 57% του συνολικού πληθυσμού και το μεγαλύτερο μερίδιο των οικονομικών πόρων της, σε σύγκριση με το Ουγγρικό τμήμα.
Μετά από απόφαση του Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ το 1868 το κράτος έφερε την επίσημη ονομασία Αυστροουγγρική Μοναρχία / Κράτος (Γερμανικά: Österreichisch-Ungarische Monarchie / Reich, Ουγγρικά: Osztrák-Magyar Monarchia / Birodalom) στις διεθνείς σχέσεις του.
Ο Αυστροουγγρικός Συμβιβασμός του 1867 (Ausgleich στα γερμανικά και Kiegyezés στα ουγγρικά), που εισήγαγε τη δυαδική δομή της αυτοκρατορίας στη θέση της πρώην ενιαίας Αυστριακής Αυτοκρατορίας (1804-67), προέκυψε σε μια εποχή που η Αυστρία είχε υποχωρήσει σε ισχύ και εξουσία-τόσο στην Ιταλική Χερσόνησο (μετά τον Δεύτερο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του 1859) όσο και μεταξύ των κρατών της Γερμανικής Συνομοσπονδίας (είχε ξεπεραστεί από την Πρωσία ως κυρίαρχη γερμανόφωνη δύναμη μετά τον Αυστρο-πρωσικό πόλεμο του 1866).[24]
Άλλοι συντελεστές των συνταγματικών αλλαγών ήταν η συνεχιζόμενη ουγγρική δυσαρέσκεια για τη διοίκηση από τη Βιέννη και η αυξανόμενη εθνική συνείδηση των άλλων εθνοτήτων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Η ουγγρική δυσαρέσκεια προέκυψε εν μέρει από την καταστολή εκ μέρους της Αυστρίας με ρωσική υποστήριξη της Ουγγρικής φιλελεύθερης επανάστασης του 1848-49. Ωστόσο η δυσαρέσκεια για την αυστριακή κυριαρχία είχε αναπτυχθεί επί πολλά χρόνια στην Ουγγαρία και είχε πολλές άλλες αιτίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 μεγάλος αριθμός Ούγγρων που είχαν υποστηρίξει την επανάσταση του 1848-49 ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τη μοναρχία των Αψβούργων. Ισχυρίζονταν ότι, ενώ η Ουγγαρία είχε το δικαίωμα πλήρους εσωτερικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τη Sanctio Pragmatica του 1713, οι εξωτερικές υποθέσεις και η άμυνα ήταν "κοινές" τόσο για την Αυστρία όσο και για την Ουγγαρία.[25]
Αμέσως μετά τη λήξη του Αυστροπρωσικού πολέμου, ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ, εξετάζοντας μαζί με το επιτελείο του λεπτομερειακά τις αιτίες, μία προς μία, που επέφεραν την ατυχή για τη χώρα του κατάληξη του πολέμου, διαπίστωσε τελικά ότι εκτός από τα λάθη στρατηγικής και τακτικής που είχε εφαρμόσει, ένα μεγάλο μέρος των αιτιών αφορούσαν εσωτερικά θέματα που επικεντρώνονταν στην παντελή έλλειψη συνοχής αλλά και ηθικών αξιών των διαφόρων εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας επί του κοινού προβλήματος που ήταν ο πόλεμος. Σε αυτά ήλθε και προστέθηκε τόσο η ουγγρική δυσαρέσκεια όσο και η αυξανόμενη διασπαστική τάση των πολλών εθνοτήτων της χώρας.
Σε μια προσπάθεια εξάλειψης αυτών των προβαλλομένων τάσεων ο Αυτοκράτορας αναζήτησε τη λύση της εξίσωσης των μεγαλυτέρων πληθυσμιακά λαών που ήταν οι Γερμανοί της περιοχής της Αυστρίας και οι Μαγυάροι της περιοχής της Ουγγαρίας.
Έτσι, ξεκινώντας ο Αυτοκράτορας τις διαπραγματεύσεις με την ουγγρική αριστοκρατία που πίεζε για μία αποκλειστική συμφωνία με τις αυστριακές ελίτ και διασφαλίζοντας την υποστήριξή της, κατόπιν και των συμβουλών του αυστριακού πρωθυπουργού Δούκα Belcredi, για μια συνολική συνταγματική συμφωνία με όλες τις εθνικότητες και τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους προχώρησε στη δημιουργία της Αυστροουγγαρίας. Αν και ο Belcredi ανησυχούσε ότι μία συμφωνία που θα περιοριζόταν μόνο στους Μαγυάρους θα αποξένωνε τις υπόλοιπες εθνικότητες ο Φραγκίσκος Ιωσήφ περιορίστηκε μόνο σ΄ αυτούς γενόμενος στη συνέχεια ένας άριστος και κραταιός διαιτητής στην ιεραρχία των εθνοτήτων της επικράτειάς του.
Στη δημιουργία του ομόσπονδου κράτους οι Μαγυάροι ηγέτες απαίτησαν (και πέτυχαν) να στεφθεί ο αυτοκράτορας βασιλιάς της Ουγγαρίας ως αποδοχή των ιστορικών προνομίων της Ουγγαρίας, και την ίδρυση ενός ξεχωριστού κοινοβουλίου στη Βουδαπέστη με νομοθετική εξουσία για τις ιστορικές περιοχές του ουγγρικού στέμματος (τις Χώρες του Αγίου Στεφάνου), αλλά με τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζει την πολιτική κυριαρχία της μαγυάρικης πλειονότητας (πιο συγκεκριμένα της αριστοκρατίας και της μορφωμένης ελίτ) και τον αποκλεισμό από τα κέντρα εξουσίας των άλλων εθνοτήτων π.χ. ρουμανικών και σλαβικών πληθυσμών.
Κατόπιν των παραπάνω και μετά από διάφορες προεργασίες που προηγήθηκαν το 1866, ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ την 1 Φεβρουαρίου του 1867 λαμβάνει την οριστική απόφαση της δημιουργίας του διττού Βασιλείου. Στις 17 Φεβρουαρίου στην Ουγγαρία εκλέχθηκε η πρώτη συνταγματική κυβέρνηση. Έτσι στις 15 Μαρτίου υπογράφεται ο λεγόμενος "Αυστροουγγρικός συμβιβασμός" με τον οποίο και προσδιορίζεται η έκταση του κάθε επιμέρους κράτους ο οποίος και ψηφίστηκε λίγες ημέρες μετά από τους Ούγγρους.
Στις 6 Οκτωβρίου ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ στέφθηκε Βασιλεύς της Ουγγαρίας. Στις 21 Δεκεμβρίου (1867), η κυβέρνηση της Αυστρίας επικύρωσε τον ιδρυτικό νόμο και τέλος στις 27 Δεκεμβρίου του 1867 ο Αυτοκράτωρ Φραγκίσκος Ιωσήφ υπέγραψε με ειδική πράξη την επίσημη ονομασία του διττού Βασιλείου: Österreichisch-Ungarische Monarchie (= «Αυστροουγγρική Μοναρχία», ή γνωστότερη ως «Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία»).
Από το 1867 και μετά οι συντομογραφίες των ονομασιών των επίσημων θεσμών στην Αυστροουγγαρία αντανακλούσαν την αρμοδιότητά τους: K. u. k (kaiserlich und königlich ή Αυτοκρατορικό και Βασιλικό ήταν ο τίτλος των θεσμών που ήταν κοινοί και στα δύο τμήματα της Μοναρχίας, π.χ. το k.u.k. Kriegsmarine (Πολεμικό Ναυτικό) και, κατά τον πόλεμο, ο k.u.k. Armee (Στρατός). Υπήρχαν τρία k.u.k. ή κοινά υπουργεία:
Το τελευταίο ήταν υπεύθυνο μόνο για τη χρηματοδότηση της Αυτοκρατορικής και Βασιλικής αυλής, της διπλωματικής υπηρεσίας, του κοινού στρατού και του κοινού πολεμικού ναυτικού. Όλες οι άλλες κρατικές λειτουργίες του κράτους έπρεπε να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά από καθένα από τα δύο κράτη.[26]
Από το 1867 και μετά οι κοινές δαπάνες κατανέμονταν κατά 70% στην Αυστρία και κατά 30% στην Ουγγαρία. Η κατανομή αυτή αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης κάθε δεκαετία. Το 1907 το μερίδιο της Ουγγαρίας είχε αυξηθεί στο 36,4%.[27] Οι διαπραγματεύσεις έληξαν το 1917 με τη διάλυση της Δυαδικής Μοναρχίας.
Ο κοινός στρατός άλλαξε τον τίτλο του από k.k. σε k.u.k. μόνο το 1889 κατόπιν αιτήματος της Ουγγρικής κυβέρνησης.
Υπήρχαν τρία τμήματα της διακυβέρνησης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας:[28]
Η Ουγγαρία και η Αυστρία διατήρησαν ξεχωριστά κοινοβούλια, το καθένα με το δικό του πρωθυπουργό. Η σύνδεση / συντονισμός των δύο κοινοβουλίων κατέληξε σε μια κυβέρνηση υπό τον μονάρχη. Υπό την έννοια αυτή η Αυστροουγγαρία παρέμεινε υπό αυταρχική διακυβέρνηση, καθώς ο Αυτοκράτορας-Βασιλιάς διόριζε τους πρωθυπουργούς της Αυστρίας και της Ουγγαρίας μαζί με τους αντίστοιχους υπουργούς. Αυτό κατέστησε και τις δύο κυβερνήσεις υπεύθυνες προς τον Βασιλιά-Αυτοκράτορα, καθώς κανένα μέρος δεν μπορούσε να έχει μια κυβέρνηση με πρόγραμμα αντίθετο με τις απόψεις του μονάρχη. Ο Αυτοκράτορας-Βασιλιάς μπορούσε, για παράδειγμα, να διορίσει μη κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις ή να διατηρήσει στην εξουσία μια κυβέρνηση που δεν είχε πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, για να εμποδίσει τη δημιουργία μιας άλλης χωρίς την έγκρισή του. Ο Μονάρχης είχε άλλα προνόμια, όπως το δικαίωμα της Βασιλικής Συγκατάθεσης, πριν από την υποβολή κάθε είδους Νομοσχεδίου στην Εθνοσυνέλευση (το κοινό όνομα της Ουγγρικής Δίαιτας), το δικαίωμα Βέτο σε όλους τους νόμους που ψήφιζε η Εθνοσυνέλευση και την εξουσία να αναστέλλει ή να διαλύσει τη Συνέλευση και να προκηρύσσει νέες εκλογές (είχε τα ίδια προνόμια όσον αφορά την Κροατο-Σλαβονική Δίαιτα ή το Κροατικό Κοινοβούλιο, το κοινό όνομα της Κροατο-Σλαβονικής Δίαιτας). Στο Αυστριακό τμήμα, ωστόσο, η εξουσία των Μοναρχών ήταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς ο αυτοκράτορας είχε την εξουσία να διορίζει και να απολύει τον πρωθυπουργό και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Η κοινή κυβέρνηση του μονάρχη, στην οποία οι υπουργοί του διορίζονταν από αυτόν και ήταν υπεύθυνοι απέναντί του, είχε την ευθύνη για το στρατό, το πολεμικό ναυτικό, την εξωτερική πολιτική και για την τελωνειακή ένωση.[25] Λόγω της έλλειψης κοινής νομοθεσίας μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας, για τη σύναψη πανομοιότυπων κειμένων, κάθε κοινοβούλιο εξέλεξε 60 από τα μέλη του για να σχηματίσουν μια αντιπροσωπεία που συζητούσε τις ξεχωριστές κινήσεις των αυτοκρατορικών και βασιλικών υπουργείων και εργαζόταν προς ένα συμβιβασμό.[26]
Ένα κοινό Υπουργικό Συμβούλιο ασκούσε την κοινή διακυβέρνηση: περιλάμβανε τους τρεις υπουργούς για τις κοινές αρμοδιότητες (κοινά οικονομικά, αμυντική και εξωτερική πολιτική), τους δύο πρωθυπουργούς, μερικούς Αρχιδούκες και τον μονάρχη.[29] Δύο επιτροπές αντιπροσώπων (60-60 μέλη), από το Αυστριακό και το Ουγγρικό κοινοβούλιο, συνέρχονταν χωριστά και ψήφιζαν για τις δαπάνες του κοινού υπουργικού συμβουλίου, δίνοντας έτσι επιρροή στις κυβερνήσεις για την κοινή διοίκηση. Ωστόσο οι υπουργοί αναφέρονταν τελικά μόνο στον μονάρχη, που έπαιρνε την τελική απόφαση για θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Οι αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες μεταξύ των κοινών υπουργείων και των υπουργείων των δύο μερών προκάλεσαν τριβές και αναποτελεσματικότητα.[26] Οι ένοπλες δυνάμεις υπέφεραν ιδιαίτερα από αλληλεπικάλυψη. Παρόλο που η ενοποιημένη κυβέρνηση καθόρισε τη συνολική στρατιωτική κατεύθυνση, η Αυστριακή και η Ουγγρική κυβέρνηση παρέμεναν υπεύθυνες για τη στρατολόγηση, τον εφοδιασμό και την εκπαίδευση. Κάθε κυβέρνηση μπορούσε να ασκεί ισχυρή επιρροή στις κοινές κυβερνητικές αρμοδιότητες. Και τα δύο μέρη της Δυαδικής Μοναρχίας αποδείχθηκαν αρκετά διατεθειμένα να υπονομεύουν τις κοινές δράσεις για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.[29]
Τις σχέσεις κατά τον μισό αιώνα μετά το 1867 μεταξύ των δύο μερών της Δυαδικής Μοναρχίας χαρακτήριζαν επανειλημμένες διαμάχες για τις κοινές εξωτερικές δασμολογικές ρυθμίσεις και για την οικονομική συνεισφορά κάθε κυβέρνησης στο κοινό ταμείο. Σύμφωνα με τους όρους του "Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού του 1867" τα θέματα αυτά καθόριζε μια συμφωνία που επαναδιαπραγματευόταν κάθε δέκα χρόνια. Υπήρχε πολιτική ένταση κατά τη διαπραγμάτευση κάθε ανανέωσης της συμφωνίας. Οι διαμάχες κορυφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1900 με μια παρατεταμένη συνταγματική κρίση. Προκλήθηκε από τη διαφωνία σχετικά με το ποια γλώσσα θα χρησιμοποιηθεί για τη διοίκηση στις στρατιωτικές μονάδες της Ουγγαρίας και και έγινε βαθύτερη μετά την άνοδο στην εξουσία στη Βουδαπέστη, τον Απρίλιο του 1906, ενός ουγγρικού εθνικιστικού συνασπισμού. Η προσωρινή ανανέωση των κοινών ρυθμίσεων πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 και τον Νοέμβριο του 1917 με βάση το status quo.[26]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 17/05/2018) |
Η οργάνωση του διοικητικού συστήματος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας περιπλεκόταν από το γεγονός ότι μεταξύ του κράτους και της αμιγώς τοπικής κοινοτικής διοίκησης παρεμβαλλόταν ένα τρίτο στοιχείο, βασισμένο στην ιστορία, τα εδάφη (Länder). Η Κρατική διοίκηση περιλάμβανε όλες τις υποθέσεις που σχετίζονταν με δικαιώματα, υποχρεώσεις και συμφέροντα "κοινά σε όλα τα εδάφη". Ολα τα άλλα διοικητικά έργα ανατέθηκαν στα εδάφη. Τέλος οι κοινότητες είχαν αυτοδιοίκηση μέσα στη δική τους σφαίρα.
Σε αυτή την κατανομή του έργου της διοίκησης αντιστοιχούσε μια τριπλή οργάνωση των αρχών: κρατική, εδαφική και κοινοτική. Οι Κρατικές αρχές χωρίζονταν γεωγραφικά γραμμές σε κεντρικές, ενδιάμεσες και τοπικές και παράλληλα με αυτές υπήρχε κατανομή των υπηρεσιών για τη συναλλαγή των επιχειρήσεων σύμφωνα με τους διάφορους κλάδους της διοίκησης. Οι κεντρικές αρχές, που ήδη από τον 18ο αιώνα εργάζονταν μαζί σε ένα κοινό πυρήνα της κρατικής διοίκησης, διαφοροποιήθηκαν μόλις το αυξανόμενο έργο της διοίκησης απαίτησε εξειδίκευση. Το 1869 υπήρχαν επτά υπουργεία και τη δεκαετία που ακολούθησε την Αυστριακή Αυτοκρατορία δημιουργήθηκαν Υπουργεία Εργασίας, Τροφίμων, Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας. Στα υπουργεία αυτά υπάγονταν τα Statthalter, των οποίων η διοικητική περιοχή αντιστοιχούσε σε ένα έδαφος του Στέμματος (Kronland). αλλά οι μεγάλες διακυμάνσεις της έκτασης των εδαφών του Στέμματος καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη μια ενιαία και σταθερή ενδιάμεση διοικητική οργάνωση. Η κατώτερη διοικητική μονάδα ήταν η πολιτική υποπεριοχή (Bezirk) υπό έναν αξιωματούχο (Bezirkshauptmann), που συνένωνε σχεδόν όλες τις διοικητικές λειτουργίες που χωρίζονταν μεταξύ των διαφόρων υπουργείων σύμφωνα με τις αρμοδιότητές τους.
Παράλληλα με την Κρατική διοίκηση, στα 17 εδάφη του Στέμματος υπήρχαν επίσης ορισμένες διοικήσεις των εδαφών του Στέμματος, που ασκούσαν επιλεγμένοι επίτιμοι αξιωματούχοι, έχοντας υπό αυτούς προσωπικό επαγγελματιών υπαλλήλων. Πολλοί κλάδοι της διοίκησης των εδαφών είχαν μεγάλες ομοιότητες με εκείνες του κράτους, έτσι ώστε οι σφαίρες δραστηριότητάς τους συχνά επικαλύπτονταν και έρχονταν σε σύγκρουση. Αυτή η διοικητική "διπλή γραμμή", όπως ονομάστηκε, οδήγησε, είναι αλήθεια, σε πολλές περιπτώσεις σε θετική άμιλλα, αλλά ήταν εντελώς εξαιρετικά δαπανηρή. Το κακό αυτού του περίπλοκου συστήματος είναι προφανές και εύκολα καταδικάζεται. Μπορούν να εξηγηθούν εν μέρει από την προέλευση του κράτους - ως επί το πλείστον μέσω μιας εθελοντικής ένωσης χωρών με έντονη αίσθηση της ιδιαιτερότητάς τους - και εν μέρει από την επιρροή στην Αυστρία του γερμανικού πνεύματος, καλά κατανοητού από τους Σλάβους, που δεν έχει καμία σχέση με τη λατινική τάση να περιορίζει όλα τα ζητήματα της διοίκησης σε σαφείς συνταγές ως μέρος ενός λογικά συνεπούς συστήματος. Όπως και το αγγλικό, το αυστριακό διοικητικό σύστημα παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία, τόσο μεγάλη, που απαιτούσε δραστική μεταρρύθμιση.
Η τελευταία πράξη του Μπίνερτ ως πρωθυπουργού τον Μάιο του 1911 ήταν ο διορισμός μιας επιτροπής που ορίστηκε από τον Αυτοκράτορα για την κατάρτιση ενός σχεδίου διοικητικής μεταρρύθμισης. Ήδη από το 1904 ένα διάταγμα είχε ορίσει ότι η πλήρης αλλαγή των αρχών της διοίκησης ήταν απαραίτητη για να συνεχιστεί η λειτουργία της κρατικής μηχανής. Μετά από επτά χρόνια αδράνειας, ωστόσο, αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα ήταν πια ανεπαρκές. Η συνεχής πρόοδος της κοινωνίας, ανέφερε, είχε αυξήσει τις απαιτήσεις της διοίκησης, δηλαδή υποτίθεται ότι η μεταρρύθμιση δεν απαιτείτο τόσο λόγω των ελαττωμάτων της διοίκησης, αλλά λόγω της προόδου της εποχής, όχι επειδή η διοίκηση ήταν κακή, αλλά επειδή η ζωή ήταν καλύτερη. Ήταν μια προσπάθεια να μεταρρυθμιστεί η διοίκηση χωρίς να μεταρρυθμιστεί πρώτα το Κράτος.
Μια μεταρρυθμιστική επιτροπή χωρίς πρόγραμμα φυσικά ασχολήθηκε πρώτα με μεταρρυθμίσεις για τις οποίες δεν υπήρξε αμφισβήτηση. Μετά από ένα χρόνο, έφτιαξε "Προτάσεις για την κατάρτιση κρατικών αξιωματούχων". Μετά από άλλα δύο χρόνια είχε πράγματι παρουσιάσει προσεκτικά προετοιμασμένο εκπαιδευτικό υλικό, που είχε μεγάλη επιστημονική αξία. Αλλά οι προτάσεις της, αν και πολιτικά σημαντικές, δεν παρείχαν καμία βάση για μεταρρυθμίσεις μεγάλης κλίμακας. Έτσι όταν ξέσπασε ο Παγκόσμιος Πόλεμος η επιτροπή διαλύθηκε χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, αφήνοντας πίσω της μια επιβλητική σειρά από τόμους μεγάλης επιστημονικής αξίας. Μόνο τον Μάρτιο του 1918 η κυβέρνηση Σάιντλερ ενέκρινε ένα πρόγραμμα εθνικής αυτονομίας ως βάση για τη διοικητική μεταρρύθμιση, που όμως δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ.[30]
Από το 1867 η διοικητική και πολιτική διαίρεση των χωρών που ανήκαν στο Ουγγρικό στέμμα είχαν σε μεγάλο βαθμό αναδιαμορφωθεί. Το 1868 η Τρανσυλβανία επανενώθηκε οριστικά με την κυρίως Ουγγαρία και η πόλη και η περιφέρεια του Φιούμε ανακηρύχτηκε αυτόνομη. Το 1873 μέρος του «Στρατιωτικής Παραμεθόριας» (επαρχίας) ενώθηκε με την κυρίως Ουγγαρία και εν μέρει με την Κροατία-Σλαβονία. Η ίδια η Ουγγαρία, σύμφωνα με την παλιά έννοια, ήταν γενικά χωρισμένη σε τέσσερα μεγάλα τμήματα ή κύκλους και η Τρανσυλβανία το 1876 θεωρείτο η πέμπτη. Το 1876 εισήχθη ένα γενικό σύστημα δήμων. Σύμφωνα με αυτή τη διαίρεση η Ουγγαρία χωρίστηκε σε επτά κύκλους, από τους οποίους ένας η Τρανσυλβανία : 1) αριστερά του Δούναβη με 11 δήμους, 2) δεξιά του Δούναβη με 11, 3) μεταξύ Δούναβη και Τίσα με 5, 4) δεξιά του Τίσα με 8, 5) αριστερά του Τίσα με 8, 6) μεταξύ Τίσα και Μάρος με 5 και 7) Τρανσυλβανία με 15 δήμους.
Η πόλη και η περιφέρεια του Φιούμε αποτέλεσαν ξεχωριστό τμήμα. Η Κροατία-Σλαβόνια χωρίστηκε σε οκτώ δήμους.
Οι δήμοι διέθεταν ορισμένο βαθμό αυτοδιοίκησης. Η κυρίως Ουγγαρία χωρίστηκε σε 63 αγροτικούς και -περιλαμβανομένου του Φιούμε- 26 αστικούς δήμους. Αυτοί οι αστικοί δήμοι ήταν πόλεις που για την τοπική αυτοδιοίκησή τους ήταν ανεξάρτητες από τους δήμους στους οποίους βρίσκονταν και επομένως είχαν μεγαλύτερη δημοτική αυτονομία από τις κοινότητες ή τις άλλες πόλεις. Τη διοίκηση των δήμων ασκούσε ένας αξιωματούχος διορισμένος από τον βασιλιά, με τη βοήθεια ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου. Από το 1876 κάθε δήμος είχε ένα συμβούλιο με είκοσι μέλη για να ασκεί έλεγχο της διοίκησής του.[19] Οι 26 αστικοί δήμοι ή πόλεις με δημοτικά δικαιώματα ήταν οι Αράντ, Μπάγια, Ντέμπρετσεν, Γκιούρ, Χοντμεζοβάσαρχεϊ, Κάσα, Κέσκεμετ, Κόλοζβαρ, Κόμαρομ, Μαροσβάσαρχεϊ, Ναγκίβαραντ, Πάντσοβα, Πετς, Πόζσονι, Σέλμεζ και Μπελάμπανια, Σόπρον, Σάμπατκα, Σατμάρνεμετι, Σέγκεντ, Σεκεσφεχερβάρ, Τέμεσβαρ, Ούιβιντεκ, Βέρσετς, Ζόμπορ, η πόλη του Φιούμε και η Βουδαπέστη, πρωτεύουσα της χώρας. Στην Κροατία-Σλαβόνια υπήρχαν 4 αστικοί δήμοι ή πόλεις με δημοτικά δικαιώματα, οι Όσιγιεκ, Βαράζντιν, Ζάγκρεμπ και Ζέμουν.
Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας μετά τον Συμβιβασμό ήταν ο Κόμης Γκιούλα Αντράσυ (1867-1871). Επαναφέρθηκε το παλιό Ουγγρικό Σύνταγμα και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στέφθηκε Βασιλιάς της Ουγγαρίας. Ο Αντράσυ διετέλεσε στη συνέχεια Υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας (1871-1879).
Η Αυτοκρατορία βασιζόταν ολοένα και περισσότερο σε μια κοσμοπολίτικη γραφειοκρατία - στην οποία οι Τσέχοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο - υποστηριζόμενη από νομιμόφρονα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της γερμανικής, ουγγρικής, πολωνικής και κροατικής αριστοκρατίας.[31]
Η παραδοσιακή τάξη της αριστοκρατίας και των γαιοκτημόνων ευγενών ερχόταν αντιμέτωπη σταδιακά ολοένα και περισσότερο με τους πλούσιους των πόλεων, που είχαν πλουτίσει μέσω του εμπορίου και της εκβιομηχάνισης. Η αστική μεσαία και ανώτερη τάξη άρχισε να επιζητά τη δική τους εξουσία και υποστήριζε προοδευτικές κινήσεις μετά τις επαναστάσεις στην Ευρώπη. Περιγράφονταν ως «αριστεροί φιλελεύθεροι» και οι εκπρόσωποί τους άρχισαν να εκλέγονται στα κοινοβούλια της Βιέννης και της Βουδαπέστης. Αυτά τα αριστερά φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά κόμματα υποστηρίχθηκαν από τους μεγάλους βιομηχάνους, τραπεζίτες, επιχειρηματίες και την πλειοψηφία των εκδοτών εφημερίδων.[32]
Όπως και η Γερμανική, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε συχνά φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και πρακτικές. Από τη δεκαετία του 1860 οι επιχειρηματίες πέτυχαν την εκβιομηχάνιση τμήματος της αυτοκρατορίας. Τα προσφάτως ευημερούντα μέλη της μπουρζουαζίας ανέγειραν μεγάλες κατοικίες και άρχισαν να έχουν πρωταρχικό ρόλο στην αστική ζωή, ανταγωνιζόμενοι την αριστοκρατία. Τα πρώτα χρόνι, ενθάρρυναν την κυβέρνηση να αναζητήσει ξένες επενδύσεις για τη δημιουργία υποδομών, όπως οι σιδηρόδρομοι, για την ενίσχυση της εκβιομηχάνισης, των μεταφορών και των επικοινωνιών και την ανάπτυξη.
Η επιρροή των φιλελευθέρων στην Αυστρία, οι περισσότεροι από αυτούς εθνοτικά Γερμανοί, αποδυναμώθηκε επί του Κόμη Εντουαρντ φον Τάφε, πρωθυπουργού της Αυστρίας από το 1879 έως το 1893. Ο Τάφε χρησιμοποίησε έναν συνασπισμό κληρικών, συντηρητικών και σλαβικών κομμάτων για να αποδυναμώσει τους φιλελεύθερους. Στη Βοημία, για παράδειγμα, ενέκρινε την Τσεχική ως επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας και του σχολικού συστήματος, καταργώντας έτσι το μονοπώλιο των γερμανόφωνων στη διοίκηση. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις ενθάρρυναν άλλες εθνοτικές ομάδες να πιέσουν για μεγαλύτερη αυτονομία. Χρησιμοποιώντας τις εθνότητες, η κυβέρνηση εξασφάλιζε τον κεντρικό ρόλο της μοναρχίας στον συγκερασμό ανταγωνιστικών ομάδων συμφερόντων σε μια εποχή γρήγορων αλλαγών.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η άνοδος των εθνικών αισθημάτων και των εργατικών κινημάτων συνέβαλε σε απεργίες, διαμαρτυρίες και πολιτική αναταραχή στην αυτοκρατορία. Μετά τον πόλεμο δημοκρατικά εθνικά κόμματα συνέβαλαν στην αποσύνθεση και στην κατάρρευση της μοναρχίας στην Αυστρία και την Ουγγαρία και ιδρύθηκαν δημοκρατίες στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη.[33]
Τον Ιούλιο του 1849 το Ουγγρικό Επαναστατικό Κοινοβούλιο διακήρυξε και θέσπισε εθνοτικά και μειονοτικά δικαιώματα (οι επόμενοι τέτοιοι νόμοι ήταν στην Ελβετία), αλλά αυτά ανατράπηκαν μετά τη συντριβή της Ουγγρικής Επανάστασης από τον Ρωσικό και τον Αυστριακό στρατό. Αφού το Βασίλειο της Ουγγαρίας κατέληξε στον Συμβιβασμό με τη Δυναστεία των Αψβούργων το 1867, μια από τις πρώτες πράξεις του επανιδρυθέντος Κοινοβουλίου του ήταν να ψηφίσει Νόμο περί Εθνοτήτων (Νόμος XLIV του 1868). Ήταν μια φιλελεύθερη νομοθεσία και πρόσφερε εκτεταμένα γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, αλλά δεν αναγνώριζε στους μη Ούγγρους τα δικαιώματα να σχηματίζουν κράτη με οποιαδήποτε εδαφική αυτονομία.[34]
Ο «Αυστροουγγρικός Συμβιβασμός του 1867» δημιούργησε τα ημιανεξάρτητα κράτη της Ουγγαρίας και της Αυστρίας που συνδέονταν με προσωπική ένωση υπό από ένα κοινό μονάρχη. Η Ουγγρική πλειοψηφία διεκδίκησε περισσότερα από την ταυτότητά της μέσα στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Ο εθνικισμός των γερμανόφωνων, που κυριαρχούσαν στην Αυτοκρατορία της Αυστρίας δημιούργησε ένταση μεταξύ Γερμανών και Τσέχων. Επιπλέον η εμφάνιση εθνικής ταυτότητας στις πρόσφατα ανεξάρτητες Ρουμανία και τη Σερβία συντέλεσαν επίσης σε εθνοτικά ζητήματα στην αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος (Staatsgrundgesetz), που ίσχυε μόνο για το Αυστριακό τμήμα της Αυστροουγγαρίας[35]: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου κατοικούν διάφορες φυλές οι δημόσιοι και εκπαιδευτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να έχει τα απαραίτητα μέσα για εκπαίδευση στη δική της γλώσσα.»[36]
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις Σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των Γερμανικών. Σε μια περίπτωση ο Κόμης Α. Αουερσπεργκ εισήλθε στη Δίαιτα της Καρνιόλας μεταφέροντας αυτό που ισχυριζόταν ότι είναι ολόκληρο το σώμα της Σλοβενικής λογοτεχνίας υπό μάλης, για να διακηρύξει ότι η Σλοβενική γλώσσα δεν μπορούσε να αντικατασταθεί από τη Γερμανική ως γλώσσα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η αναγνώριση πολλών γλωσσών, τουλάχιστον στην Αυστρία. Σειρά νόμων από το 1867 παραχώρησαν στην Κροατική γλώσσα το ίδιο καθεστώς με την Ιταλική στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη Δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) και αντικατέστησαν τα Γερμανικά με τα Σλοβενικά ως βασική τους επίσημη γλώσσα. Η Γαλικία όρισε τα Πολωνικά αντί των Γερμανικών το 1869 ως συνήθη γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα.
Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία, όπου οι τσεχόφωνοι αποτελούσαν πλειοψηφία και διεκδικούσαν ίσο καθεστώς για τη γλώσσα τους με τα Γερμανικά, ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ. Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι Τσέχοι ζουσαν κυρίως στη Βοημία από τον 6ο αιώνα και Γερμανοί μετανάστες είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στις ακραίες περιοχές της Βοημίας από τον 13ο αιώνα. Το σύνταγμα του 1627 κατέστησε τη Γερμανική δεύτερη επίσημη γλώσσα και ίση με την Τσεχική. Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη Δίαιτα της Βοημίας το 1880 καθώς και στις πόλεις της Πράγας και του Πίλζεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν ισχνή πλειοψηφία στο Μπρνο (Μπρυν). Έτσι το παλιό Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας, όπου επικρατούσαν οι γερμανόφωνοι, χωρίστηκε το 1882 σε γερμανόφωνο και τσεχόφωνο τμήμα.
Συγχρόνως η Ουγγρική κυριαρχία αντιμετώπιζε προκλήσεις από τις τοπικές πλειοψηφίες των Ρουμάνων στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, των Σλοβάκων στη σημερινή Σλοβακία και των Σέρβων και των Κροατών στις χώρες του στέμματος της Κροατίας και της Δαλματίας (σημερινή Κροατία), στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι άρχισαν να επιζητούν την ένωση με τους ομοεθνείς και ομογλώσσους τους στα νεοϊδρυθέντα κράτη της Ρουμανίας και της Σερβίας.
Οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες αλλά παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στην Κροατία το 1868. Σε κάποιο βαθμό σχηματοποίησαν τη σχέση τους με αυτό το βασίλειο στα πρότυπα του δικού τους συμβιβασμού με την Αυστρία του προηγούμενου έτους. Παρά την ονομαστική αυτονομία η κυβέρνηση της Κροατίας ήταν οικονομικά και διοικητικά τμήμα της Ουγγαρίας, πράγμα που οι Κροάτες έφεραν βαρέως. Στο Βασίλειο της Κροατίας-Σλαβονίας και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη πολλοί υποστήριζαν την ιδέα μιας τριαδικής Αυστροουγγροκροατικής μοναρχίας. Μεταξύ των υποστηρικτών της ιδέας ήταν ο Αρχιδούκας Λεοπόλδος Σαλβαδόρ, ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και ο Αυτοκράτορας και Βασιλιάς Κάρολος Α΄, που στη σύντομη βασιλεία του υποστήριξε την τριαδική ιδέα, αλλά αντιμετώπισε το βέτο της Ουγγρικής κυβέρνησης και του Κόμη Ιστβαν Τίσα. Ο κόμης υπέγραψε τελικά την τριαδική διακήρυξη μετά από έντονη πίεση από τον βασιλιά στις 23 Οκτωβρίου 1918, μια μέρα μετά από εκείνον.[37]
Η γλώσσα ήταν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στην αυστριακό-ουγγρική πολιτική. Όλες οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν δύσκολα και διχαστικά εμπόδια όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις γλώσσες της κυβέρνησης και της εκπαίδευσης. Οι μειονότητες επιζητούσαν τις ευρύτερες ευκαιρίες για εκπαίδευση στις δικές τους γλώσσες, καθώς και στις "κυρίαρχες" γλώσσες-ουγγρικά και γερμανικά. Με το "Διάταγμα της 5ης Απριλίου 1897", ο Πρωθυπουργός της Αυστρίας Κόμης Κάζιμιρ Φέλιξ Μπάντενι παραχώρησε στα τσεχικά ίσο καθεστώς με τα γερμανικά στην εσωτερική κυβέρνηση της Βοημίας, γεγονός που οδήγησε σε μια κρίση λόγω της εθνικιστικής γερμανικής ανησυχίας σε όλη την αυτοκρατορία. Το Στέμμα απέλυσε τον Μπάντενι.
Ο Ουγγρικός Μειονοτικός Νόμος του 1868 παραχώρησε στις μειονότητες (Σλοβάκους, Ρουμάνους, Σέρβους κ.α.) ατομικά (αλλά όχι και κοινοτικά) δικαιώματα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους σε υπηρεσίες, σχολεία (αν και στην πράξη συχνά μόνο σε όσα ιδρύθηκαν από αυτές και όχι από το κράτος), δικαστήρια και δήμους (αν το ζητούσε το 20% των βουλευτών). Από τον Ιούνιο του 1907 όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στην Ουγγαρία ήταν υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν μετά την τέταρτη τάξη οι μαθητές να μπορούν να εκφράζονται με ευχέρεια στην ουγγρική γλώσσα. Αυτό οδήγησε στο κλείσιμο αρκετών μειονοτικών σχολείων, όπου διδασκόταν η Σλοβακική και η Ρουθηνικη γλώσσα.
Τα δύο βασίλεια μερικές φορές δίχαζαν το ένα τη σφαίρα επιρροής του άλλου. Σύμφωνα με το Μίσα Γκλένι, στο βιβλίο του Τα Βαλκάνια, 1804-1999, οι Αυστριακοί αντέδρασαν στην υποστήριξη των Τσέχων από τους Ούγγρους υποστηρίζοντας το Κροατικό εθνικό κίνημα στο Ζάγκρεμπ.
Αναγνωρίζοντας ότι βασίλευε σε μια πολυεθνική χώρα ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ γνώριζε και μιλούσε άπταιστα αγγλικά, ουγγρικά και τσεχικά και σε κάποιο βαθμό κροατικά, σερβικά, πολωνικά και ιταλικά.
Γύρω στα 1900 οι Εβραίοι της αυτοκρατορίας αριθμούσαν περίπου δύο εκατομμύρια.[38] Η θέση τους ήταν αμφιλεγόμενη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη και η Βουδαπέστη δεν πραγματοποίησαν πογκρόμ ούτε εφαρμόστηκε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Φοβόντουσαν ότι μια τέτοια εθνική βία θα μπορούσε να πυροδοτήσει άλλες εθνικές μειονότητες και να κλιμακωθεί ανεξέλεγκτα. Τα αντισημιτικά κόμματα παρέμειναν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής λόγω της χαμηλής δημοτικότητάς τους στους ψηφοφόρους στις βουλευτικές εκλογές.
Την περίοδο εκείνη η πλειοψηφία των Εβραίων της Αυστροουγγαρίας ζούσε σε μικρές πόλεις (στετλ) στη Γαλικία και σε αγροτικές περιοχές στην Ουγγαρία και στη Βοημία, ενώ υπήρχαν μεγάλες κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις. Από τις στρατιωτικές δυνάμεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αυστροουγγρικός στρατός ήταν σχεδόν ο μόνος που προήγαγε κανονικά Εβραίους σε θέσεις διοίκησης. Ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός των χωρών της Δυαδικής Μοναρχίας ήταν περίπου πέντε τοις εκατό, οι Εβραίοι αποτελούσαν σχεδόν το 18% των εφέδρων αξιωματικών.
Χάρη στους σύγχρονους νόμους του συντάγματος και στην καλοσύνη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ οι Αυστριακοί Εβραίοι κατέληξε να θεωρούν την εποχή της Αυστροουγγαρίας ως «χρυσή εποχή» της ιστορίας τους.[39] Το 1910 περίπου 900.000 Εβραίοι αποτελούσαν περίπου το 5% του πληθυσμού της Ουγγαρίας και περίπου το 23% των πολιτών της Βουδαπέστης. Οι Εβραίοι αντιπροσώπευαν το 54% των ιδιοκτητών εμπορικών επιχειρήσεων, το 85% των διευθυντών και ιδιοκτητών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και το 62% του συνόλου των εργαζομένων στο εμπόριο [40]
Ο υπουργός εξωτερικών κατηύθυνε τις εξωτερικές σχέσεις της Δυαδικής Μοναρχίας και διαπραγματευόταν συνθήκες.[41]
Η Δυαδική Μοναρχία δημιουργήθηκε μετά την απώλεια του πολέμου το 1866 με την Πρωσία και την Ιταλία. Για να ανορθώσει το γόητρο των Αψβούργων και να πάρει εκδίκηση κατά της Πρωσίας, ο Κόμης Φρίντριχ Φέρνιναντ φον Μπόιστ έγινε υπουργός εξωτερικών. Μισούσε τον διπλωμάτη της Πρωσίας Όττο φον Μπίσμαρκ, που τον είχε επανειλημμένα υπερκεράσει. Ο Μπόιστ στράφηκε στη Γαλλία και διαπραγματεύτηκε με τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ και την Ιταλία για μια αντιπρωσική συμμαχία, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία. Η καθοριστική νίκη των Πρωσογερμανικών στρατευμάτων στον πόλεμο του 1870 με τη Γαλλία και η ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας εξέλιπε κάθε ελπίδα για εκδίκηση.[42]
Αφού εξοβελίσθηκε από τη Γερμανία και την Ιταλία η Δυαδική Μοναρχία στράφηκε στα Βαλκάνια, που ήταν σε αναταραχή, καθώς εθνικιστικές κινήσεις προσπαθούσαν να θέσουν τέλος στην κυριαρχία των Οθωμανών. Τόσο η Ρωσία όσο και η Αυστροουγγαρία διείδαν την ευκαιρία να επεκταθούν σε αυτή την περιοχή. Ειδικά η Ρωσία ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη των Σλάβων και των Ορθόδοξων χριστιανών. Η Αυστρία οραματιζόταν μια πολυεθνική, θρησκευτικά ανομοιογενή αυτοκρατορία υπό τον έλεγχο της Βιέννης. Ο Κόμης Γκιούλα Αντράσυ, Ούγγρος, που ήταν Υυπουργός Εξωτερικών (1871-1879), επικέντρωσε την πολιτική του στην αναχαίτιση της Ρωσικής επέκτασης στα Βαλκάνια και των φιλοδοξιών της Σερβίας να κυριαρχήσει σε μια νέα Νοτιοσλαβική ομοσπονδία. Ήθελε η Γερμανία να συμμαχήσει με την Αυστρία, όχι με τη Ρωσία.[43]
Όταν η Ρωσία νίκησε την Τουρκία η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ακολούθησε θεωρήθηκε στην Αυστρία πολύ ευνοϊκή για τη Ρωσία και τους Ορθοδόξους-Σλαβικούς στόχους της. Το 1878 το Συνέδριο του Βερολίνου επέτρεψε στην Αυστρία να καταλάβει (αλλά όχι και να προσαρτήσει) την επαρχία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, κυρίως σλαβική περιοχή. Το 1914 Σλάβοι μαχητές στη Βοσνία απέτρεψαν το σχέδιο της Αυστρίας να απορροφήσει πλήρως την περιοχή, δολοφόνησαν τον διάδοχο της Αυστρίας και επέσπευσαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[44]
Η αυστροουγγρική οικονομία άλλαξε θεαματικά επί της Δυαδικής Μοναρχίας. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εξαπλώθηκε σε όλη την αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των 50 χρόνων της ζωής της. Οι τεχνολογικές αλλαγές επιτάχυναν την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση. Το πρώτο αυστριακό χρηματιστήριο είχε ανοίξει το 1771 στη Βιέννη και το πρώτο χρηματιστήριο του Βασιλείου της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη το 1864. Η κεντρική τράπεζα είχε ιδρυθεί ως Εθνική Τράπεζα της Αυστρίας το 1816. Το 1878 μετατράπηκε σε Αυστροουγγρική Εθνική Τράπεζα με κύρια καταστήματα στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη.[45] Η κεντρική τράπεζα διοικείτο από εναλλάξ Αυστριακούς ή Ούγγρους διοικητές και υποδιοικητές.[46]
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά μέσο όρο αυξανόταν 1,76% ετησίως από το 1870 έως το 1913. Αυτό το ποσοστό ανάπτυξης ήταν μεγαλύτερο σε σύγκριση με εκείνο άλλων ευρωπαϊκών κρατών όπως η Βρετανία (1%), η Γαλλία (1,06%) και η Γερμανία (1,51%).[47]. Ωστόσο, σε σύγκριση με τη Γερμανία και τη Βρετανία, η αυστροουγγρική οικονομία στο σύνολό της εξακολουθούσε να παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση, καθώς ο συνεχής εκσυγχρονισμός είχε αρχίσει πολύ αργότερα. Όπως και η Γερμανική Αυτοκρατορία, εκείνη της Αυστροουγγαρίας ασκούσε συχνά φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και πρακτικές. Το 1873 η παλιά ουγγρική πρωτεύουσα Βούδα και η Οβουδα (Παλιά Βούδα) συγχωνεύθηκαν επισήμως με την τρίτη πόλη Πέστη, δημιουργώντας έτσι τη νέα μητρόπολη της Βουδαπέστης. Η δυναμική Πέστη εξελίχθηκε στο διοικητικό, πολιτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κόμβο της Ουγγαρίας. Πολλοί από τους κρατικούς θεσμούς και το σύγχρονο διοικητικό σύστημα της Ουγγαρίας ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η οικονομική ανάπτυξη επικεντρώθηκε στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, στα αυστριακά εδάφη (περιοχές της σύγχρονης Αυστρίας), στην περιοχή των Άλπεων και στις περιοχές της Βοσνίας. Στα μεταγενέστερα χρόνια του 19ου αιώνα η ταχεία οικονομική ανάπτυξη εξαπλώθηκε στην κεντρική Ουγγρική πεδιάδα και στις περιοχές των Καρπαθίων. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάπτυξης εντός της αυτοκρατορίας. Γενικά οι δυτικές περιοχές έγιναν πιο ανεπτυγμένες από τις ανατολικές. Το Βασίλειο της Ουγγαρίας έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αλεύρων στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες[48] Οι μεγάλες εξαγωγές ουγγρικών τροφίμων δεν περιορίστηκαν στις γειτονικές χώρες της Γερμανίας και της Ιταλίας: η Ουγγαρία έγινε ο σημαντικότερος ξένος προμηθευτής τροφίμων των μεγάλων πόλεων και των βιομηχανικών κέντρων του Ηνωμένου Βασιλείου.[49]
Ωστόσο μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα οι οικονομικές διαφορές άρχισαν σταδιακά να εξομαλύνονται, καθώς η οικονομική ανάπτυξη στα ανατολικά τμήματα της μοναρχίας υπερέβαινε σταθερά εκείνη των δυτικών. Η ισχυρή γεωργία και βιομηχανία τροφίμων του Βασιλείου της Ουγγαρίας με το κέντρο της Βουδαπέστης κυριάρχησε μέσα στην αυτοκρατορία και απέφερε μεγάλο μέρος των εξαγωγών προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Εν τω μεταξύ οι δυτικές περιοχές, συγκεντρωμένες κυρίως γύρω από την Πράγα και τη Βιέννη, διακρίθηκαν σε διάφορες μεταποιητικές βιομηχανίες. Αυτός ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εκτός από την υπάρχουσα οικονομική και νομισματική ένωση, οδήγησε σε μια ακόμα ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη σε όλη την Αυστροουγγαρία στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο από την αρχή του εικοστού αιώνα το Αυστριακό μισό της μονάρχης μπόρεσε να διατηρήσει την εντός της αυτοκρατορίας κυριαρχία του στους τομείς της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά η Ουγγαρία είχε καλύτερη θέση στις βιομηχανίες της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, στους σύγχρονους τομείς της οποίας ο αυστριακός ανταγωνισμός δεν μπορούσε να κυριαρχήσει.[50]
Η βαριά βιομηχανία της αυτοκρατορίας επικεντρώθηκε κυρίως στην κατασκευή μηχανών, ιδιαίτερα για τη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας, τη βιομηχανία σιδηροδρομικών μηχανών και την αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ στην ελαφρά βιομηχανία επικρατέστερη ήταν η βιομηχανία μηχανών ακριβείας. Τα χρόνια που κατέληξαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η χώρα έγινε ο 4ος μεγαλύτερος κατασκευαστής μηχανών στον κόσμο.[51]
Οι δύο σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι ήταν παραδοσιακά η Γερμανία (1910: το 48% των εξαγωγών, το 39% των εισαγωγών) και η Μεγάλη Βρετανία (1910: σχεδόν το 10% των εξαγωγών, 8% των εισαγωγών), τρίτος ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ακολουθούσαν η Ρωσία, η Γαλλία, η Ελβετία, η Ρουμανία, τα Βαλκανικά κράτη και η Νότια Αμερική.[21] Ωστόσο το εμπόριο με τη γεωγραφικά γειτονική Ρωσία είχε σχετικά μικρή βαρύτητα (1910: 3% των εξαγωγών / κυρίως μηχανές για τη Ρωσία, 7% των εισαγωγών / κυρίως πρώτες ύλες από τη Ρωσία).
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αυστριακή Αυτοκρατορία είχε πέντε εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτων. Αυτές ήταν η Austro-Daimler στο Βίνερ Νόυστατ (φορτηγά, λεωφορεία),[52] η Gräf & Stift στη Βιέννη (επιβατηγά αυτοκίνητα),[53] η Laurin & Klement στο Μλάντα Μπόλεσλαβ (μοτοσικλέτα, επιβατηγά),[54] η Nesselsdorfer στο Νεσελσντόρφερ (Κοπρίβνιτσε) της Μοραβίας (επιβατηγά) και η Lohner-Werke στη Βιέννη (επιβατηγά).[55] Η παραγωγή αυτοκινήτων στην Αυστρία άρχισε το 1897.
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Βασίλειο της Ουγγαρίας είχε τέσσερις εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτων. Αυτές ήταν η Εταιρεία Γκάντσ[56][57] στη Βουδαπέστη, η RÁBA Automobile[58] στο Γκιούρ, MÁG (αργότερα Magomobil)[59][60] στη Βουδαπέστη και η MARTA[61] στο Αράντ. Η παραγωγή αυτοκινήτων στην Ουγγαρία ξεκίνησε το 1900. Τα εργοστάσια αυτοκινήτων στο Βασίλειο της Ουγγαρίας κατασκεύαζαν μοτοσικλέτες, επιβατηγά, ταξί, φορτηγά και λεωφορεία.
Το πρώτο αεροπλάνο στην Αυστρία, το Eda I σχεδιάσθηκε από τον Σλοβένο Εντβαρντ Ρούσιαν και έκανε την παρθενική του πτήση στην περιοχή της Γκορίτσια στις 25 Noεμβρίου 1909.[62]
Τα πρώτα ουγγρικά γεμάτα με υδρογόνο πειραματικά αερόστατακατασκευάστηκαν από τον Ιστβαν Ζάμπικ και τον Γιόζεφ Ντόμιν το 1784. Το πρώτο ουγγρικό αεροσκάφος που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε πέταξε στο Ρακόσμεζο στις 4 Νοεμβρίου 1909[63] 1909.[64] Το πρώτο ουγγρικό αεροπλάνο, κινούμενο με ακτινωτή μηχανή, κατασκευάστηκε το 1913. Μεταξύ του 1913 και του 1918 άρχισε να αναπτύσσεται η ουγγρική βιομηχανία αεροσκαφών. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε αυτά τα εργοστάσια παράγονταν αεροσκάφη μαχητικά, βομβαρδιστικά και αναγνώρισης. Τα σημαντικότερα εργοστάσια αεροναυπηγικής ήταν τα Weiss Manfred Works, η GANZ Works και η Hungarian Automobile Joint Stock Company Arad.
Εργοστάσια ατμομηχανών και βαγονιών, γεφυρών και σιδηροκατασκευών ήταν εγκαταστημένα στη Βιέννη (Lokomotivfabrik der StEG, που ιδρύθηκε το 1839), στο Βίνερ Νόυστατ (Wiener Neustädter Lokomotivfabrik, που ιδρύθηκε το 1841) και στο Φλόρισντορφ (Lokomotivfabrik Floridsdorf, που ιδρύθηκε το 1869).[65][66]
Τα ουγγρικά εργοστάσια ατμομηχανών και βαγονιών, γεφυρών και σιδηροκατασκευών ήταν η εταιρεία MÁVAG στη Βουδαπέστη (ατμομηχανές και βαγόνια) και η Ganz στη Βουδαπέστη (ατμομηχανές, βαγόνια, παραγωγή ηλεκτρικών μηχανών και τραμ άρχισαν το 1894).[67] και η Εταιρεία RÁBA στο Γκιούρ.
Το 1913 το συνολικό μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας έφτανε τα 43.280 χιλιόμετρα. Στη Δυτική Ευρώπη μόνο η Γερμανία είχε πιο εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο (63.378 χλμ.). Την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ακολουθούσαν η Γαλλία (40.770 χλμ.), το Ηνωμένο Βασίλειο (32.623 χλμ.), η Ιταλία (18.873 χλμ.) και η Ισπανία (15.088 χλμ.)..[68]
Οι σιδηροδρομικές μεταφορές επεκτάθηκαν ταχέως στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Το προκάτοχο κράτος της, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων, είχε κατασκευάσει ένα σημαντικό πυρήνα σιδηροδρόμων στα δυτικά, που ξεκινούσε από τη Βιέννη, μέχρι το 1841. Ο πρώτος ατμοκίνητος σιδηρόδρομος της Αυστρίας από τη Βιέννη προς τη Μοραβία με το τέρμα του στη Γαλικία (Μπόχνιε) εγκαινιάσθηκε το 1839. Το πρώτο τρένο ταξίδεψε από τη Βιέννη στο Λούντενμπουργκ (Μπρέτσλαβ) στις 6 Ιουνίου 1839 και ένα μήνα αργότερα από την αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Βιέννης στην πρωτεύουσας της Μοραβίας Μπρυν (Μπρνο) στις 7 Ιουλίου. Σε αυτό το σημείο η κυβέρνηση συνειδητοποίησε τις στρατιωτικές δυνατότητες των σιδηροδρόμων και άρχισε να επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην κατασκευή τους. Στο βασικό δίκτυο συνδέθηκαν το Πόζσονι (Μπρατισλάβα), η Βουδαπέστη, η Πράγα, η Κρακοβία, το Γκρατς, το Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) και η Βενετία. Το 1854 η αυτοκρατορία είχε σχεδόν 2.000 χιλιόμετρα γραμμών, περίπου το 60-70% αυτών στα χέρια του κράτους. Στη συνέχεια η κυβέρνηση άρχισε να πωλεί μεγάλα τμήματα των γραμμών σε ιδιώτες επενδυτές για να ανακτήσει κάποιες από τις επενδύσεις της και λόγω των οικονομικών πιέσεων από την Επανάσταση του 1848 και τον Κριμαϊκό Πόλεμο.
Από το 1854 έως το 1879 σχεδόν όλες τις κατασκευές σιδηροδρόμων πραγματοποίησαν ιδιώτες επενδυτές. Έτσι έγιναν 7.952 χιλιόμετρα στο Αυστριακό και 5.839 χιλιόμετρα στο Ουγγρικό τμήμα της χώρας. Την περίοδο αυτή πολλές νέες περιοχές εντάχθηκαν στο σιδηροδρομικό σύστημα και τα υπάρχοντα σιδηροδρομικά δίκτυα απέκτησαν συνδέσεις και διασυνδέσεις. Αυτή η περίοδος σηματοδότησε την έναρξη των εκτεταμένων σιδηροδρομικών μεταφορών στην Αυστροουγγαρία, καθώς και την ενοποίηση των μεταφορικών συστημάτων στην περιοχή. Οι σιδηρόδρομοι επέτρεψαν στην αυτοκρατορία να ενοποιήσει την οικονομία της πολύ περισσότερο από ό, τι ήταν δυνατό παλαιότερα, όταν οι μεταφορές εξαρτιόνταν από τα ποτάμια.
Μετά το 1879 οι αυστριακές και οι ουγγρικές κυβερνήσεις άρχισαν σταδιακά να επανεθνικοποιούν τα σιδηροδρομικά δίκτυά τους, κυρίως λόγω του αργού ρυθμού ανάπτυξης κατά την παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του 1870. Μεταξύ 1879 και 1900 περισσότερα από 25.000 χλμ. σιδηροδρόμων χτίστηκαν στην Αυστροουγγαρία. Τα περισσότερα από αυτά αποτελούσαν "συμπλήρωση" του υφιστάμενου δικτύου, αν και ορισμένες περιοχές, κυρίως στις ανατολικότερες περιοχές, απέκτησαν σιδηροδρομικές συνδέσεις για πρώτη φορά. Ο σιδηρόδρομος μείωσε το κόστος μεταφοράς σε όλη την αυτοκρατορία, ανοίγοντας νέες αγορές για προϊόντα από άλλα εδάφη της Δυαδικής Μοναρχίας. Το 1914 από συνολικά 22.981 χλμ. σιδηροδρομικών γραμμών στην Αυστρία, 18.859 χλμ. (82%) ήταν κρατικά.
Η πρώτη ουγγρική ατμομηχανή λειτούργησε στις 15 Ιουλίου 1846 μεταξύ Πέστης και Βατς.[69] Το 1890 οι περισσότερες μεγάλες ουγγρικές ιδιωτικές σιδηροδρομικές εταιρείες εθνικοποιήθηκαν ως συνέπεια της κακής διαχείρισής τους, εκτός από την ισχυρή αυστριακής ιδιοκτησίας Kaschau-Oderberger Bahn (KsOd) και την αυστροουγγρική Südbahn (SB / DV). Επίσης εντάχθηκαν στο σύστημα τιμολογίων ζώνης των MÁV (Κρατικών Σιδηροδρόμων της Ουγγαρίας). Το 1910 το συνολικό μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου του Ουγγρικού Βασιλείου έφθασε τα 22,869 χλμ., που συνέδεε περισσότερους από 1.490 οικισμούς. Σχεδόν το ήμισυ (52%) των σιδηροδρόμων της αυτοκρατορίας κατασκευάστηκαν στην Ουγγαρία, έτσι η πυκνότητα του δικτύου εκεί ήταν υψηλότερη από εκείνη στο Αυστριακό τμήμα. Αυτό κατέταξε τους ουγγρικούς σιδηροδρόμους 6ους πυκνότερους στον κόσμο (μπροστά από χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία).[70]
Ιπποκίνητα τραμ εμφανίστηκαν το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Μεταξύ των δεκαετιών του 1850 και του 1880 πολλά στη Βιέννη (1865), τη Βουδαπέστη (1866) και το Μπρνο (1869). Τα ατμοκίνητα τραμ εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1860. Η ηλεκτροδότηση των τραμ άρχισε από τα τέλη του 1880. Το πρώτο ηλεκτροκίνητο τραμ στην Αυστροουγγαρία λειτούργησε στη Βουδαπέστη το 1887.
Ηλεκτρικές γραμμές τραμ στην Αυστριακή Αυτοκρατορία :
Ηλεκτρικές γραμμές τραμ στο Βασίλειο της Ουγγαρίας:
Βουδαπέστη:
Η Γραμμή 1 του Μετρό της Βουδαπέστη (αρχικά "Εταιρεία Υπόγειου Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου Φραγκίσκος Ιωσήφ") είναι η δεύτερη παλαιότερη υπόγεια σιδηροδρομική γραμμή στον κόσμο[79] (η πρώτη είναι η Μητροπολιτική Γραμμή του Υπόγειου του Λονδίνου και η τρίτη είναι της Γλασκώβης) και η πρώτη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κατασκευάστηκε από το 1894 ως το 1896 και εγκαινιάσθηκε στις 2 Μαΐου 1896.[80] Το 2002 καταχωρήθηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.[81]
Το 1900 ο μηχανικός Κ. Βαγκενφύρερ συνέταξε σχέδια για τη σύνδεση του Δούναβη και της Αδριατικής θάλασσας με διώρυγα από τη Βιέννη στην Τεργέστη. Γεννήθηκε από την επιθυμία της Αυστροουγγαρίας να έχει άμεση σύνδεση με την Αδριατική Θάλασσα[82] but was never constructed.
Το 1831 είχε ήδη εκπονηθεί ένα σχέδιο για να καταστεί το πέρασμα πλεύσιμο, με πρωτοβουλία του Ούγγρου πολιτικού Ιστβαν Σέτσενι. Τέλος ο Γκάμπορ Μπάρος, "Σιδηρός Υπουργός" της Ουγγαρίας, κατάφερε να χρηματοδοτήσει αυτό το έργο. Οι βράχοι της κοίτης του ποταμού και οι λόγω αυτών καταρράκτες έκαναν την κοιλάδα του φαραγγιού επικίνδυνο πέρασμα για τη ναυσιπλοία. Στα γερμανικά, το πέρασμα είναι ακόμα γνωστό ως Kataraktenstrecke (δρόμος των καταρρακτών), παρόλο που οι καταρράκτες δεν υπάρχουν πλέον. Κοντά στα πραγματικά στενά των "Σιδηρών Πυλών" ο βράχος Πρίγκραντα ήταν το πιο σημαντικό εμπόδιο μέχρι το 1896. Ο ποταμός διευρύνθηκε σημαντικά εδώ και η στάθμη του νερού ήταν συνεπώς χαμηλή. Ανάντι περιβόητος ήταν ο βράχος Γκρέμπεν, κοντά στο φαράγγι "Kάζαν".
Το μήκος του Τίσα στην Ουγγαρία ήταν 1.419 χιλιόμετρα. Διέρρεε τη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα, πουείναι μια από τις μεγαλύτερες επίπεδες περιοχές στην Κεντρική Ευρώπη. Δεδομένου ότι οι πεδιάδες μπορεί να κάνουν ένα ποταμό να ρέει πολύ αργά, ο Τίσα ακολουθούσε μία πορεία με πολλές καμπύλες και στροφές, γεγονός που προκαλούσε πολλές μεγάλες πλημμύρες στην περιοχή.
Μετά από πολλές μικρής κλίμακας προσπάθειες ο Ιστβαν Σέτσενι οργάνωσε τη «Διευθέτηση του Τίσα» (Ουγγρικά: Tisza szabályozása) που ξεκίνησε στις 27 Αυγούστου 1846 και έληξε ουσιαστικά το 1880. Το νέο μήκος του ποταμού στην Ουγγαρία ήταν 966 χλμ. (συνολικά 1.358 χλμ.), με 589 χιλιόμετρα "νεκρών διαύλων" και 136 χιλιόμετρα νέου ποταμού.
Το πρώτο ουγγρικό ατμόπλοιο κατασκευάστηκε από τον Ανταλ Μπέρνχαρντ το 1817 και ονομαζόταν Καρολίνα. Ήταν το πρώτο ατμόπλοιο στα κράτη τα κατεχόμενα από τους Αψβούργους.[83] Ομως η πρώτη βιομηχανικής κλίμακας εταιρεία κατασκευής ατμόπλοιων στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων ήταν το Ναυπηγείο Ομπουντα στο ουγγρικό νησί Χαγιλογκιαρι το 1835, που την ίδρυσε ο Κόμης Ιστβαν Σέτσενι (με τη βοήθεια της αυστριακής εταιρείας πλοίων Erste Donaudampfschiffahrtsgesellschaft (DDSG)).[84]
Το σημαντικότερο θαλάσσιο λιμάνι ήταν η Τεργέστη (σήμερα στην Ιταλία), όπου είχε τη βάση του ο αυστριακός εμπορικός στόλος. Επιπλέον εκεί βρίσκονταν οι δύο μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες (Austrian Lloyd και Austro-Americana) και πολλά ναυπηγεία. Το k.u.k. Ναυτικό χρησιμοποιούσε τα ναυπηγεία του λιμανιού για να κατασκευάζει τα νέα του πλοία. Αυτό το λιμάνι αναπτυσσόταν καθώς η Βενετία παρήκμαζε. Από το 1815 έως το 1866 η Βενετία ανήκε στη μοναρχία και δεν της επιτρεπόταν να ανταγωνισθεί τα αυστριακά λιμάνια. Η εμπορική ναυτιλία δεν αναπτύχθηκε μέχρι να μειωθεί το ναυτιλιακό ενδιαφέρον της Βενετίας. Το ναυτικό έγινε σημαντικό την εποχή της Αυστροουγγαρία, καθώς η εκβιομηχάνιση και η ανάπτυξη απέφεραν σημαντικά έσοδα για την ανάπτυξή του.
Το σημαντικότερο λιμάνι για το Ουγγρικό τμήμα ήταν το Φιούμε (Ριέκα, σήμερα στην Κροατία), όπου λειτουργούσαν οι ουγγρικές ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η Adria. Η μεγαλύτερη ουγγρική ναυπηγική εταιρεία ήταν η Ganz-Danubius. Ένα άλλο σημαντικό λιμάνι ήταν η Πόλα (Πούλα, σήμερα στην Κροατία) - ειδικά για το πολεμικό ναυτικό. Το 1889 ο αυστριακός εμπορικός στόλος αποτελείτο από 10.022 πλοία, με 7.992 αλιευτικά σκάφη. Το ακτοπλοϊκό και θαλάσσιο εμπόριο είχε συνολικά 1.859 ιστιοφόρα με πλήρωμα 6.489 ανδρών και χωρητικότητα φορτίου 140.838 τόνων και 171 ατμόπλοια με χωρητικότητα φορτίου 96.323 τόνων και πλήρωμα 3.199 ανδρών.
Η πρώτη εταιρία ατμοπλοίων του Δούναβη, η Donau-Dampfschiffahrt-Gesellschaft (DDSG), ήταν η μεγαλύτερη μεσόγεια ναυπηγική εταιρεία στον κόσμο μέχρι την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας. Ο Αυστριακός Lloyd ήταν μια από τις μεγαλύτερες ωκεάνιες ναυτιλιακές εταιρείες της εποχής. Πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η εταιρεία κατείχε 65 μεσαίου μεγέθους και μεγάλα ατμόπλοια. Η Austro-Americana κατείχε το ένα τρίτο από αυτά, μεταξύ αυτών ένα από τα μεγαλύτερα αυστριακά επιβατηγά πλοία, το Kaiser Franz Joseph I. Σε σύγκριση με τον Αυστριακό Lloyd η Austro-American επικεντρωνόταν σε προορισμούς στη Βόρεια και Νότια Αμερική.
Τα ακόλουθα δεδομένα βασίζονται στην επίσημη αυστροουγγρική απογραφή του 1910.
Περιοχή | Εκταση (τετ. χιλ.) | Πληθυσμός |
---|---|---|
Αυτοκρατορία της Αυστρίας | 300.005 (≈48% της Αυστροουγγαρίας) | 28.571.934 (≈57.8% της Αυστροουγγαρίας) |
Βασίλειο της Ουγγαρίας | 325.411 (≈52% της Αυστροουγγαρίας) | 20.886.487 (≈42.2% της Αυστροουγγαρίας) |
Βοσνια και Ερζεγοβίνη | 51.027 | 1.931.802 |
Σαντζάκ (υπό κατοχή μέχρι το 1909)[85] | 8.403 | 135.000 |
Η απογραφή του 1910 κατέγραψε την Umgangssprache, καθημερινή γλώσσα. Οι Εβραίοι και όποιοι χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά στις υπηρεσίες συνήθως δήλωναν τα γερμανικά ως Umgangssprache, ακόμη και αν είχαν διαφορετική Muttersprache. Στην "κυρίως Ουγγαρία", το 5% του πληθυσμού ήταν Εβραίοι, που συμπεριλήφθηκαν στους ομιλητές της ουγγρικής γλώσσας.[86]
Γλώσσα | Αριθμός | % |
---|---|---|
Γερμανικά (Γερμανικές γλώσσες) | 12,006,521 | 23.36 |
Ουγγρικά (Ουραλικές γλώσσες) | 10,056,315 | 19.57 |
Τσεχικά (Δυτικές Σλαβικές γλώσσες) | 6,442,133 | 12.54 |
Σερβοκροατικά (Νότιες Σλαβικές γλώσσες) | 5,621,797 | 10.94 |
Πολωνικά (Δυτικές Σλαβικές γλώσσες) | 4,976,804 | 9.68 |
Ρουθηνικά (Ουκρανικά) (Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες) | 3,997,831 | 7.78 |
Ρουμανικά (Ρομανικές γλώσσες) | 3,224,147 | 6.27 |
Σλοβακικά (Δυτικές Σλαβικές γλώσσες) | 1,967,970 | 3.83 |
Σλοβενικά (Νότιες Σλαβικές γλώσσες) | 1,255,620 | 2.44 |
Ιταλικά (Ρομανικές γλώσσες) | 768,422 | 1.50 |
Άλλες | 1,072,663 | 2.09 |
Σύνολο | 51,390,223 | 100.00 |
Στην Αυτοκρατορία της Αυστρίας το 36,8% του συνολικού πληθυσμού μιλούσε τη γερμανική ως μητρική γλώσσα και πάνω από το 71% των ανθρώπων μιλούσαν λίγο ή πολύ γερμανικά. Στο βασίλειο της Ουγγαρίας το 54,4% του συνολικού πληθυσμού μιλούσε ως μητρική γλώσσα την ουγγρική. Εξαιρούμενης της αυτόνομης Κροατίας περισσότερο από το 64% των κατοίκων του Ουγγρικού Βασιλείου μιλούσαν ουγγρικά.
Περιοχή | Πλειοψηφούσα γλώσσα | Άλλες γλώσσες (πάνω από 2%) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Βοημία | 63.2% | Τσεχικά | 36.45% (2,467,724) | Γερμανικά | ||||
Δαλματία | 96.2% | Κροατικά | 2.8% | Italian | ||||
Γαλικία | 58.6% | Πολωνικά | 40.2% | Ουκρανικά | ||||
Κάτω Αυστρία | 95.9% | Γερμανικά | 3.8% | Τσεχικά | ||||
Άνω Αυστρία | 99.7% | Γερμανικά | ||||||
Βουκοβίνα | 38.4% | Ουκρανικά | 34.4% | Ρουμανικά | 21.2% | Γερμανικά | 4.6% | Πολωνικά |
Καρινθία | 78.6% | Γερμανικά | 21.2% | Σλοβενικά | ||||
Καρνιόλα | 94.4% | Σλοβενικά | 5.4% | Γερμανικά | ||||
Σάλτσμπουργκ | 99.7% | Γερμανικά | ||||||
Σιλεσία | 43.9% | Γερμανικά | 31.7% | Πολωνικά | 24.3% | Τσεχικά | ||
Στυρία | 70.5% | Γερμανικά | 29.4% | Σλοβενικά | ||||
Moραβία | 71.8% | Τσεχικά | 27.6% | Γερμανικά | ||||
Τυρόλο | 57.3% | Γερμανικά | 42.1% | Ιταλικά | ||||
Παράκτια | 37.3% | Σλοβενικά | 34.5% | Ιταλικά | 24.4% | Κροατικά | 2.5% | Γερμανικά |
Φόραρλμπεργκ | 95.4% | Γερμανικά | 4.4% | Ιταλικά |
Γλώσσα | κυρίως Ουγγαρία | Κροατία-Σλαβονία | ||
---|---|---|---|---|
ομιλούντες | % του πληθυσμού | ομιλούντες | % του πληθυσμού | |
Ουγγρικά | 9,944,627 | 54.5% | 105,948 | 4.1% |
Ρουμανικά | 2,948,186 | 16.0% | 846 | <0.1% |
Σλοβακικά | 1,946,357 | 10.7% | 21,613 | 0.8% |
Γερμανικά | 1,903,657 | 10.4% | 134, 078 | 5.1% |
Σερβικά | 461,516 | 2.5% | 644,955 | 24.6% |
Ρουθηνικά | 464,270 | 2.3% | 8,317 | 0.3% |
Κροατικά | 194,808 | 1.1% | 1,638,354 | 62.5% |
Αλλες και μη δηλώσαντες | 401,412 | 2.2% | 65,843 | 2.6% |
Σύνολο | 18,264,533 | 100% | 2,621,954 | 100% |
Σημειώνουμε ότι ορισμένες γλώσσες θεωρούνται διάλεκτοι ευρύτερα ομιλούμενων γλωσσών. Για παράδειγμα η Ρουθηνική και η Ουκρανική γλώσσα καταμετρήθηκαν ως Ρουθηνική στην απογραφή και οι Ραιτορομανικές γλώσσες ως Ιταλική..
Ιστορικές περιοχές:
Τρανσυλβανία | Ρουμανικά – 2,819,467 (54%) | 1,658,045 (31.7%) | Γερμανικά – 550,964 (10.5%) |
Ανω Ουγγαρία | Σλοβακικά – 1,688,413 (55.6%) | 881,320 (32.3%) | Γερμανικά – 198,405 (6.8%) |
Βοϊβοντίνα | Σερβοκροατικά – 601,770 (39.8%) | 425,672 (28.1%) | Γερμανικά – 324,017 (21.4%) |
Ζακαρπάτια | Ρουθηνικά – 330,010 (54.5%) | 185,433 (30.6%) | Γερμανικά – 64,257 (10.6%) |
Φιούμε | Ιταλικά – 24,212 (48.6%) | 6,493 (13%) | Κροατικά και Σερβικά – 13,351 (26.8%) Σλοβενικά – 2,336 (4.7%) Γερμανικά – 2,315 (4.6%) |
Μπούργκενλαντ | Γερμανικά – 217,072 (74.4%) | 26,225 (9%) | Κροατικά – 43,633 (15%) |
Πρεκμούριε | Σλοβενικά – 74,199 (80.4%) – in 1921 | 14,065 (15.2%) – in 1921 | Γερμανικά – 2,540 (2.8%) – in 1921 |
Θρησκεία | Αυστροουγγαρία | Αυστρία |
Ουγγαρία |
Βοσνία και Ερζεγοβίνη |
---|---|---|---|---|
Καθολικοί (Ρωμαιοκαθολικοί και Ουνίτες) | 76.6 % | 90.9 % | 61.8 % | 22.9 % |
Προτεστάντες | 8.9 % | 2.1 % | 19.0 % | 0 % |
Σέρβοι Ορθόδοξοι | 8.7 % | 2.3 % | 14.3 % | 43.5 % |
Εβραίοι | 4.4 % | 4.7 % | 4.9 % | 0.6 % |
Μουσουλμάνοι | 1.3 % | 0 % | 0 % | 32.7 % |
Μόνο στην Αυτοκρατορία της Αυστρίας:[88]
Θρησκεία | Αυστρία |
---|---|
Ρωμαιοκαθολικοί | 79.1% (20,661,000) |
Ουνίτες | 12% (3,134,000) |
Εβραίοι | 4.7% (1,225,000) |
Ορθόδοξοι | 2.3% (607,000) |
Λουθηρανοί | 1.9% (491,000) |
Αλλοι ή χωρίς θρησκεία | 14,000 |
Μόνο στο Βασίλειο της Ουγγαρίας:[89]
Θρησκεία | Κυρίως Ουγγαρία & Φιούμε | Κροατία & Σλαβονία |
---|---|---|
Ρωμαιοκαθολικοί | 49.3% (9,010,305) | 71.6% (1,877,833) |
Καλβινιστές | 14.3% (2,603,381) | 0.7% (17,948) |
Ορθόδοξοι | 12.8% (2,333,979) | 24.9% (653,184) |
Ουνίτες | 11.0% (2,007,916) | 0.7% (17,592) |
Λουθηρανοί | 7.1% (1,306,384) | 1.3% (33,759) |
Εβραίοι | 5.0% (911,227) | 0.8% (21,231) |
Ουνιταριανιστές | 0.4% (74,275) | 0.0% (21) |
Αλλοι ή χωρίς θρησκεία | 0.1% (17,066) | 0.0 (386) |
Δεδομένα: απογραφή του 1910[90]
Σειρά | Σημερινό Ελληνικό Όνομα | Τότε Ελληνικό Όνομα | Επίσημο Όνομα της Εποχής[91] | Άλλο | Σημερινή Χώρα | Πληθυσμός το 1910 | Σημερινός Πληθυσμός |
---|---|---|---|---|---|---|---|
1. | Βιέννη | Wien (Γερμανικά) | Bécs, Beč, Dunaj | Αυστρία | 2,083,630 (πόλη χωρίς τα προάστια 1,481,970) | 1,840,573 (Μητροπολιτική: 2,600,000) | |
2. | Πράγα | Prag, Praha (Τσεχικά) | Prága | Τσεχία | 668,000 (πόλη χωρίς τα προάστια 223,741) | 1,267,449 (Μητροπολιτική: 2,156,097) | |
3. | Τεργέστη | Triest (Ιταλικά) | Trieszt, Trst | Ιταλία | 229,510 | 204,420 | |
4. | Λβιβ[92] | Λεμβούργο, Λεοντόπολις | Lemberg (Γερμανικά) Lwów (Πολωνικά) |
Ilyvó Львів (Ουκρανικά) Lvov Львов (Ρωσικά) |
Ουκρανία | 206,113 | 728,545 |
5. | Κρακοβία | Krakau (Γερμανικά) Kraków (Πολωνικά) |
Krakkó, Krakov | Πολωνία | 151,886 | 762,508 | |
6. | Γκρατς | Grác, Gradec | Αυστρία | 151,781 | 280,020 | ||
7. | Μπρνο | Brünn (Γερμανικά) Brno (Τσεχικά) |
Berén Börön Börénvásár (Ουγγρικά) |
Τσεχία | 125,737 | 377,028 | |
8. | Τσερνιβτσί[93] | Τσερνόβιτς, Τσερναούτσι | Czernowitz (Γερμανικά) | Csernyivci Cernăuți (Ρουμανικά) Чернівці (Ουκρανικά) |
Ουκρανία | 87,100 | 242,300 |
9. | Πίλζεν | Pilsen, Plzeň | Pilzen | Τσεχία | 80,343 | 169,858 | |
10. | Λιντς | Linec | Αυστρία | 67,817 | 200,841 |
Σειρά | Σημερινό Ελληνικό Όνομα | Τότε Ελληνικό Όνομα | Επίσημο Όνομα της Εποχής[91] | Άλλο | Σημερινή Χώρα | Πληθυσμός το 1910 | Σημερινός Πληθυσμός |
---|---|---|---|---|---|---|---|
1. | Βουδαπέστη | Ομπούντα | Budimpešta | Ουγγαρία | 1,232,026 (πόλη χωρίς τα προάστια 880,371) | 1,735,711 (Μητροπολιτική: 3,303,786) | |
2. | Σέγκεντ | Szegedin, Segedin | Ουγγαρία | 118,328 | 170,285 | ||
3. | Σουμπότιτσα | Szabadka | Суботица (Σερβοκροατικά) | Σερβία | 94,610 | 105,681 | |
4. | Ντέμπρετσεν | Ουγγαρία | 92,729 | 208,016 | |||
5. | Ζάγκρεμπ[94] | Άγραμ | Zágráb, Agram | Κροατία | 79,038 | 790,017 | |
6. | Μπρατισλάβα[95] | Περσβούργο | Pozsony | Pressburg (Γερμανικά) Prešporok (Ουγγρικά) |
Σλοβακία | 78,223 | 425,167 |
7. | Τιμισοάρα[96] | Τεμεσβάρ | Temesvár (Ουγγρικά) | Temeswar | Ρουμανία | 72,555 | 319,279 |
8. | Οράντεα[97] | Γκρομπγκαντέϊν | Nagyvárad (Ουγγρικά) | Großwardein (Γερμανικά) | Ρουμανία | 64,169 | 196,367 |
9. | Αράντ | Arad | Ρουμανία | 63,166 | 159,074 | ||
10. | Κλουζ-Ναπόκα[98] | Κλουζ, Κολοζβάρ, Κλάουσενμπουρκ, Κλαουσενβούργο | Kolozsvár (Ουγγρικά) | Klausenburg (Γερμανικά) | Ρουμανία | 60,808 | 324,576 |
Η στρατιωτική οργάνωση της Αυστροουγγρικής μοναρχίας ήταν παρόμοια και στα δύο κράτη και βασίστηκε από το 1868 στην αρχή της καθολικής και προσωπικής υποχρέωσης των πολιτών να φέρουν όπλα. Η στρατιωτική της δύναμη απαρτιζόταν από τον κοινό στρατό, τους ειδικούς στρατούς, ήτοι τον Αυστριακό Landwehr και τον Ουγγρικό Honved, που ήταν ξεχωριστοί εθνικοί θεσμοί, και τη Landsturm ή πολιτοφυλακή. Όπως προαναφέρθηκε ο κοινός στρατός ήταν υπό τη διοίκηση του κοινού υπουργού πολέμου, ενώ οι ειδικοί στρατοί ήταν υπό τη διοίκηση των αντίστοιχων υπουργείων εθνικής άμυνας. Ο ετήσιος αριθμός των επιλεγομένων για τον στρατό καθοριζόταν από τα στρατιωτικά νομοσχέδια που ψηφίζονταν από το αυστριακό και το ουγγρικό κοινοβούλιο και υπολογιζόταν γενικά με βάση τον πληθυσμό, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας. Το 1905 ανήλθε σε 103.100 άνδρες, εκ των οποίων η Αυστρία προσέφερε 59.211 άνδρες και η Ουγγαρία 43.889. Εκτός από αυτούς 10.000 άνδρες κατανέμονταν ετησίως στον Αυστριακό Landwehr και 12.500 στον Ουγγρικό Honved. Ο χρόνος της θητείας ήταν δύο χρόνια (τρία χρόνια στο ιππικό) και επτά ή οκτώ στην εφεδρεία και δύο στο Landwehr. Στην περίπτωση ανδρών που δεν εντάσσονταν στον ενεργό στρατό, η ίδια συνολική περίοδος υπηρεσίας γινόταν σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες.[99]
Ο κοινός υπουργός πολέμου ήταν ο επικεφαλής της διοίκησης όλων των στρατιωτικών εκτός από εκείνους του Αυστριακού Landwehr και του Ουγγρικού Honved, που υπάγονταν στα υπουργεία εθνικής άμυνας των δύο αντίστοιχων κρατών. Αλλά η ανώτατη διοίκηση του στρατού ανήκε στον μονάρχη, ο οποίος είχε την εξουσία να λάβει κάθε μέτρο σε σχέση με το σύνολο του στρατού.[99]
Το Αυστροουγγρικό ναυτικό ήταν κυρίως μια αμυντική δύναμη των ακτών και περιλάμβανε επίσης ένα στολίσκο περιπολικών για τον Δούναβη. Διοικείτο από το ναυτικό τμήμα του υπουργείου πολέμου.[100]
Ρωσικές (Πανσλαβιστικές) οργανώσεις έστειλαν βοήθεια στους επαναστάτες των Βαλκανίων και πίεσαν έτσι την κυβέρνηση του Τσάρου να κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1877 στο όνομα της προστασίας των Ορθοδόξων Χριστιανών.[25] Αδυνατώντας να μεσολαβήσει μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας για τον έλεγχο της Σερβίας, η Αυστροουγγαρία δήλωσε ουδετερότητα όταν η σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων κλιμακώθηκε σε πόλεμο. Με τη βοήθεια της Ρουμανίας και της Ελλάδας η Ρωσία νίκησε τους Οθωμανούς και με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου προσπάθησε να δημιουργήσει μια μεγάλη ρωσόφιλη Βουλγαρία. Αυτή η συνθήκη πυροδότησε διεθνή ανησυχία που παρά λίγο να προκαλέσει γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο. Η Αυστροουγγαρία και η Βρετανία φοβήθηκαν ότι μια μεγάλη Βουλγαρία θα γινόταν δορυφόρος της Ρωσίας, που θα επέτρεπε στον τσάρο να κυριαρχήσει στα Βαλκάνια. Ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπέντζαμιν Ντισραέλι μετέφερε πολεμικά πλοία να λάβουν θέση εναντίον της Ρωσίας για να ανακόψει την άνοδο της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, εγγύτατα στον διάδρομο της Βρετανίας μέσω της Διώρυγας του Σουέζ..[101]
Το Συνέδριο του Βερολίνου ανέτρεψε τη ρωσική νίκη διαιρώντας το μεγάλο Βουλγαρικό κράτος που η Ρωσία είχε αποκόψει από την Οθωμανική επικράτεια και αρνούμενη σε οποιοδήποτε τμήμα της Βουλγαρίας πλήρη ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς. Η Αυστρία κατέλαβε τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη για να αποκτήσει επιρροή στα Βαλκάνια. Η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία έγιναν πλήρως ανεξάρτητες. Παρ 'όλα αυτά τα Βαλκάνια παρέμειναν τόπος πολιτικής αναταραχής με μεγάλες φιλοδοξίες για ανεξαρτησία και ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Κατά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 ο Υπουργός Εξωτερικών Γκιούλα Αντράσυ κατάφερε να αναγκάσει τη Ρωσία να αποσυρθεί από περαιτέρω αιτήματα στα Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα ήταν να διαλυθεί η Μεγάλη Βουλγαρία και να εγγυηθεί η ανεξαρτησία της Σερβίας. Την ίδια χρονιά, με τη στήριξη της Βρετανίας, η Αυστροουγγαρία τοποθέτησε στρατεύματα στη Βοσνία για να εμποδίσει τους Ρώσους να επεκταθούν στη γειτονική Σερβία. Ως άλλο μέτρο για να κρατήσει τους Ρώσους έξω από τα Βαλκάνια, η Αυστροουγγαρία σχημάτισε μια συμμαχία, τη Μεσόγειο Συμφωνία, με τη Βρετανία και την Ιταλία το 1887 και συνήψε αμοιβαία αμυντικά σύμφωνα με τη Γερμανία το 1879 και τη Ρουμανία το 1883 ενάντια σε πιθανή ρωσική επίθεση. Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα μέσω μιας σύνθετης σειράς συμμαχιών και συνθηκών.
Ανησυχώντας για την αστάθεια των Βαλκανίων και τη ρωσική επιθετικότητα και για την αντιμετώπιση των γαλλικών συμφερόντων στην Ευρώπη, η Αυστροουγγαρία σφυρηλάτησε μια αμυντική συμμαχία με τη Γερμανία τον Οκτώβριο του 1879 και τον Μάιο του 1882. Τον Οκτώβριο του 1882 η Ιταλία εντάχθηκε σε αυτή δημιουργώντας την Τριπλή Συμμαχία, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού της με τη Γαλλία. Οι εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας παρέμειναν ισχυρές, οπότε ο Μπίσμαρκ αντικατέστησε τη Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων με τη μυστική Συνθήκη Αντασφάλειας με τη Ρωσία για να εμποδίσει τους Αψβούργους από την απερίσκεπτη έναρξη ενός πολέμου για τον Πανσλαβισμό.[103] Η περιοχή Σαντζάκ-Ράσκα / Νόβι Παζάρ ήταν υπό Αυστροουγγρική κατοχή μεταξύ 1878 και 1909, οπότε επιστράφηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν τελικά χωριστεί μεταξύ των βασιλείων του Μαυροβουνίου και της Σερβίας.[104]
Στο τέλος της Μεγάλης Βαλκανικής Κρίσης οι Αυστροουγγρικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη τον Αύγουστο του 1878 και η μοναρχία προσάρτησε τελικά τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τον Οκτώβριο του 1908 ως κοινή κτήση της Αυστρίας και της Ουγγαρίας μάλλον υπό τον έλεγχο του Αυτοκρατορικού και Βασιλικού υπουργείου οικονομικών παρά προσαρτημένη σε μια από τις δύο χωρικές κυβερνήσεις. Η προσάρτηση το 1908 οδήγησε ορισμένους στη Βιέννη στη σκέψη να συνδυάσουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη με την Κροατία για να σχηματίσουν ένα τρίτο σλαβικό συστατικό στοιχείο της μοναρχίας. Ο θάνατος του αδελφού του Φραγκίσκου Ιωσήφ, Μαξιμιλιανού, (1867) και του μοναχογιού του, Ροδόλφου κατέστησαν τον ανιψιό του αυτοκράτορα, Φραγκίσκο Φερδινάνδο, κληρονόμο του θρόνου. Ο Αρχιδούκας φημολογείται ότι υπήρξε υπέρμαχος αυτού του τριαδισμού ως μέσου περιορισμού της εξουσίας της ουγγρικής αριστοκρατίας[105]
Μια διακήρυξη, που εκδόθηκε με την ευκαιρία της προσάρτησής τους στη Μοναρχία των Αψβούργων το 1908, υποσχόταν σε αυτές τις περιοχές συνταγματικούς θεσμούς, που θα εξασφάλιζαν στους κατοίκους τους πλήρη πολιτικά δικαιώματα και συμμετοχή στη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων μέσω μιας τοπικής αντιπροσωπευτικής συνέλευσης. Σε εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης το 1910 δημοσιεύτηκε ένα σύνταγμα. Περιλάμβανε ένα Καταστατικό της Χώρας (Landesstatut) με τη θέσπιση Περιφερειακής Δίαιτας, κανονισμό για την εκλογή και τη λειτουργία της Δίαιτας και νόμους για τις ενώσεις, τις δημόσιες συναθροίσεις και τα περιφερειακά συμβούλια. Σύμφωνα με αυτό το καθεστώς η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτέλεσε ενιαία διοικητική περιοχή υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών της Δυαδικής Μοναρχίας της Βιέννης. Η διοίκηση της χώρας, μαζί με την εφαρμογή των νόμων, μεταβιβάστηκε στην Περιφερειακή Κυβέρνηση στο Σαράγεβο, που υπαγόταν και ήταν υπεύθυνη στο κοινό Υπουργείο Οικονομικών. Οι υφιστάμενες δικαστικές και διοικητικές αρχές της περιοχής διατήρησαν την προηγούμενη οργάνωση και λειτουργία τους. Το καταστατικό αυτό εισήγαγε τα σύγχρονα δικαιώματα και τους νόμους στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και εξασφάλισε γενικά τα πολιτικά δικαιώματα των κατοίκων της επικράτειας, δηλαδή την ιθαγένεια, την προσωπική ελευθερία, την προστασία από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, την ελευθερία της πίστης και της συνείδησης, της ατομικότητας και της γλώσσας, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της εκπαίδευσης, το απαραβίαστο της κατοικίας, το απόρρητο του ταχυδρομείου και των τηλεγραφημάτων, το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα υποβολής αναφορών και, τέλος, το δικαίωμα των συναθροίσεωνs.[106]
Η Δίαιτα (Sabor) της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης που συγκροτήθηκε αποτελείτο από ένα ενιαίο Σώμα, εκλεγμένο με την αρχή της εκπροσώπησης συμφερόντων. Αριθμούσε 92 μέλη. Από αυτά τα 20 αποτελούσαν εκπρόσωποι όλων των θρησκευτικών ομολογιών, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και ο Δήμαρχος του Σαράγεβο. Υπήρχαν ακόμη 72 βουλευτές, εκλεγμένοι από τρεις εκλεκτορικές ομάδες. Η πρώτη περιλάμβανε τους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους υψηλότερα φορολογούμενους και τους ανθρώπους που είχαν φτάσει σε κάποιο επίπεδο εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το ποσό που κατέβαλαν σε φόρους. Στη δεύτερη ανήκαν οι κάτοικοι των πόλεων που δεν είχαν τα προσόντα να ψηφίσουν στην πρώτη και στην τρίτη οι κάτοικοι της υπαίθρου, που ομοίως αποκλείονταν από την πρώτη ομάδα. Με αυτό το σύστημα συνδυαζόταν η ομαδοποίηση των εντολών και των εκλογέων σύμφωνα με τα τρία επικρατούντα δόγματα (Καθολικό, Σερβικό Ορθόδοξο, Μουσουλμανικό).[8]
Στις 28 Ιουνίου 1914 ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Βοσνίας Σαράγεβο. Μια ομάδα έξι δολοφόνων (Τσβιέτκο Πόποβιτς, Γκαβρίλο Πρίντσιπ, Μούχαμεντ Μεχμέντμπασιτς, Νεντέλικο Τσαμπρίνοβιτς, Τρίφκο Γκράμπεζ, Βάσο Τσουμπρίλοβιτς) από την εθνικιστική ομάδα Mlada Bosna (Νέα Βοσνία), εξοπλισμένη από τη Μαύρη Χείρα (μυστική Σερβική στρατιωτική οργάνωση), είχε συγκεντρωθεί στον δρόμο όπου θα περάσει η αυτοκινητοπομπή του Αρχιδούκα. Ο Τσαμπρίνοβιτς έριξε μια χειροβομβίδα στο αυτοκίνητο, αλλά αστόχησε. Τραυμάτισε μερικά άτομα εκεί κοντά και η συνοδεία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου μπόρεσε να συνεχίσει. Οι άλλοι δολοφόνοι απέτυχαν να δράσουν καθώς τα αυτοκίνητα τους προσπέρασαν γρήγορα. Περίπου μια ώρα αργότερα, όταν ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος επέστρεφε από μια επίσκεψη στο Νοσοκομείο του Σαράγεβο, η συνοδεία έστριψε κατά λάθος σε ένα δρόμο όπου συμπτωματικά βρισκόταν ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Με το πιστόλι ο Πρίντσιπ πυροβόλησε και σκότωσε τον Φραγκίσκο Φερδινάνδο και τη σύζυγό του Σοφία. Η αντίδραση μεταξύ του αυστριακού λαού ήταν ήπια, σχεδόν αδιάφορη. Οπως έγραψε αργότερα ο Τσέχος ιστορικός Z.A.B. Zeman: «Το γεγονός δεν κατάφερε να κάνει σχεδόν καμία εντύπωση. Την Κυριακή και τη Δευτέρα [28 και 29 Ιουνίου], τα πλήθη στη Βιέννη άκουγαν μουσική και έπιναν κρασί, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα."[109]
Η δολοφονία ενέτεινε υπερβολικά τις υπάρχουσες παραδοσιακές εθνοτικές εχθρότητες στη Βοσνία που βασίζονταν στη θρησκεία. Εντούτοις, στο ίδιο το Σαράγεβο, οι αυστριακές αρχές ενθάρρυναν[110][111] τη βία κατά των Σέρβων κατοίκων, που είχε ως αποτέλεσμα τις αντισερβικές ταραχές στο Σαράγεβο, στις οποίες Καθολικοί Κροάτες και Βόσνιοι Μουσουλμάνοι σκότωσαν δύο και κατέστρεψαν πολυάριθμα σέρβικα κτίρια. Ο συγγραφέας Ίβο Άντριτς αναφέρθηκε στη βία ως «φρενίτιδα του μίσους στο Σεράγεβο».[112] Οι βίαιες ενέργειες εναντίον Σέρβων οργανώθηκαν όχι μόνο στο Σαράγεβο αλλά και σε πολλές άλλες μεγαλύτερες πόλεις της Αυστροουγγαρίας στις σημερινές Κροατία και Βοσνία και Ερζεγοβίνη.[113] Οι αυστροουγγρικές αρχές στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη φυλάκισαν και εξέδωσαν περίπου 5.500 εξέχοντες Σέρβους, από τους οποίους 700 έως 2.200 απεβίωσαν στη φυλακή. 460 Σέρβοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και δημιουργήθηκε μια κυρίως μουσουλμανική[114][115][116] ειδική πολιτοφυλακή, γνωστή ως Schutzkorps και διεξήγαγε τους διωγμούς των Σέρβων.[117]
Ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες της αυτοκρατορίας δεν είχαν καν διπλασιαστεί από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878, εκείνες της Γερμανίας είχαν πενταπλασιαστεί, ενώ οι βρετανικές, ρωσικές και γαλλικές είχαν τριπλασιαστεί. Η αυτοκρατορία είχε χάσει εθνοτικά ιταλικές περιοχές από το Πεδεμόντιο, λόγω των εθνικών κινημάτων που είχαν σαρώσει την Ιταλία και πολλοί Αυστροούγγροι έβλεπαν επικείμενη την απειλή να χάσουν από τη Σερβία τις νότιες περιοχές που κατοικούντο από Σλάβους. Η Σερβία είχε πρόσφατα αποκτήσει σημαντικά εδάφη στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια σε κυβερνητικούς κύκλους στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Ο πρώην πρεσβευτής και υπουργός Εξωτερικών, Κόμης Αλοιζ Αερενταλ, είχε συμπεράνει ότι οποιοσδήποτε μελλοντικός πόλεμος θα γινόταν στην περιοχή των Βαλκανίων.
Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και πολιτικός επιστήμονας Ιστβαν Τίσα ήταν αντίθετος με την επέκταση της μοναρχίας στα Βαλκάνια, επειδή "η Δυαδική Μοναρχία είχε ήδη πάρα πολλούς Σλάβους", γεγονός που θα απειλούσε περαιτέρω την ακεραιότητά της.[118]
Τον Μάρτιο του 1914 ο Τίσα έγραψε ένα μνημόνιο προς τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Η επιστολή του είχε έντονα αποκαλυπτικό, προγνωστικό και εκνευρισμένο τόνο. Χρησιμοποίησε ακριβώς την μέχρι τότε άγνωστη λέξη "Weltkrieg" (που σημαίνει Παγκόσμιος Πόλεμος) στην επιστολή του. "Είμαι βαθειά πεπεισμένος ότι οι δύο γείτονες της Γερμανίας [Ρωσία και Γαλλία] προχωρούν προσεκτικά σε στρατιωτικές προετοιμασίες, αλλά δεν θα ξεκινήσουν τον πόλεμο εφ 'όσον δεν έχουν επιτύχει μια συνένωση των βαλκανικών κρατών εναντίον μας, που θα έφερνε αντιμέτωπη τη μοναρχία με μια επίθεση από τις τρεις πλευρές και θα καθήλωνε τις περισσότερες δυνάμεις μας στο ανατολικό και νότιο μέτωπο μας. " [119]
Την ημέρα της δολοφονίας του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου ο Τίσα ταξίδεψε αμέσως στη Βιέννη όπου συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών Κόμη Λέοπολντ Μπέρχτολντ και τον Αρχηγό του Στρατού Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ. Αυτοί πρότειναν να λύσουν τη διένεξη με τα όπλα, επιτιθέμενοι στη Σερβία. Ο Τίσα πρότεινε να δοθεί χρόνος στην κυβέρνηση της Σερβίας να λάβει θέση σχετικά με το εάν συμμετείχε στην οργάνωση της δολοφονίας και πρότεινε ειρηνικό ψήφισμα, υποστηρίζοντας ότι η διεθνής κατάσταση θα αποκατασταθεί σύντομα. Επιστρέφοντας στη Βουδαπέστη έγραψε στον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ λέγοντας ότι δεν θα αναλάβει καμία ευθύνη για την ένοπλη σύγκρουση, επειδή δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι η Σερβία είχε σχεδιάσει τη δολοφονία. Ο Τίσα αντιτάχθηκε σε πόλεμο με τη Σερβία, δηλώνοντας (σωστά, όπως αποδείχθηκε) ότι οποιοσδήποτε πόλεμος με τους Σέρβους ήταν βέβαιο ότι θα προκαλέσει έναν πόλεμο με τη Ρωσία και επομένως ένα γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο.[120] Δεν εμπιστευόταν τη συμμαχία της Ιταλίας, λόγω των πολιτικών επακόλουθων του Δεύτερου Ιταλικού Πολέμου Ανεξαρτησίας.Θεωρούσε ότι ακόμη και ένας επιτυχημένος Αυστροουγγρικός πόλεμος θα ήταν καταστροφικός για την ακεραιότητα του Βασιλείου της Ουγγαρίας, όπου η Ουγγαρία θα ήταν το επόμενο θύμα της αυστριακής πολιτικής. Μετά από έναν επιτυχημένο πόλεμο εναντίον της Σερβίας ο Τίσα προέβλεψε πιθανή αυστριακή στρατιωτική επίθεση εναντίον του Βασιλείου της Ουγγαρίας, για να διαλύσουν την επικράτεια της Ουγγαρίας.[121]
Κάποια μέλη της κυβέρνησης, όπως ο Κόμης Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, ήθελαν να αντιμετωπίσουν το αναγεννώμενο Σερβικό έθνος εδώ και μερικά χρόνια με ένα προληπτικό πόλεμο, αλλά ο Αυτοκράτορας, 84χρονος και ο εχθρός κάθε περιπέτειας, τον αποδοκίμασε.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας έστειλε τον Πρέσβη Λάζλο Σέγκενι στο Πότσδαμ, όπου ρώτησε για την άποψη του Γερμανού Αυτοκράτορα στις 5 Ιουλίου. Ο Σέγκενι περιγράφει τι συνέβη σε μια μυστική έκθεση στη Βιέννη αργότερα εκείνη την ημέρα:
"Παρουσιάστηκα στη Μεγαλειότητά Του [τον Γουλιέλμο] με την επιστολή [του Φραγκίσκου Ιωσήφ] και το συνημμένο μνημόνιο. Ο Kάιζερ διάβασε με μεγάλη προσοχή και τα δύο χαρτιά παρουσία μου: Αρχικά η Μεγαλειότητα Του με διαβεβαίωσε ότι περίμενε να προβούμε σε σθεναρή δράση εναντίον της Σερβίας, αλλά έπρεπε να παραδεχθεί ότι, λόγω των συγκρούσεων που αντιμετώπιζε [ο Φραγκίσκος Ιωσήφ], έπρεπε να λάβει υπόψητου μια σοβαρή επιπλοκή στην Ευρώπη, και γι'αυτό δεν θέλησε να δώσει μια οριστική απάντηση πριν από τις διαβουλεύσεις με τον καγκελάριο ... .
Όταν, μετά το πρωινό μας, υπογράμμισα εκ νέου τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Μεγαλειότητά Του με εξουσιοδότησε να του [Φραγκίσκου Ιωσήφ] αναφέρω ότι και στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να βασιστούμε στην πλήρη υποστήριξη της Γερμανίας. Όπως αναφέρθηκε, έπρεπε πρώτα να συμβουλευτεί τον Καγκελάριο, αλλά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο κ. Φον Μπέτμαν Χόλβεγκ θα συμφωνούσε πλήρως μαζί του, ιδίως όσον αφορά τη δράση εκ μέρους μας κατά της Σερβίας. Κατά τη γνώμη του [του Γουλιέλμου] όμως, δεν υπήρχε ανάγκη να περιμένουμε υπομονετικά πριν αναλάβουμε δράση. Ο Κάιζερ ανέφερε ότι η στάση της Ρωσίας θα ήταν πάντα εχθρική, αλλά ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό εδώ και πολλά χρόνια και ακόμα και αν ξεσπούσε πόλεμος ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία, θα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι η Γερμανία θα έπαιρνε το μέρος μας, με τη συνηθισμένη της αφοσίωση. Σύμφωνα με τον Κάιζερ, όπως ήταν τώρα τα πράγματα, η Ρωσία δεν ήταν καθόλου έτοιμη για πόλεμο. Σίγουρα θα έπρεπε να το σκεφτεί σοβαρά πριν καλέσει στα όπλα ".[122]
Τώρα όμως οι ηγέτες της Αυστροουγγαρίας, ειδικά ο Στρατηγός Κόμης Λέοπολντ φον Μπέρχτολντ, υποστηριζόμενοι από τη σύμμαχό τους Γερμανία, αποφάσισαν να συγκρουστούν στρατιωτικά με τη Σερβία πριν μπορέσει να υποκινήσει μια εξέγερση. Χρησιμοποιώντας τη δολοφονία ως δικαιολογία, παρουσίασαν ένα κατάλογο με δέκα αιτήματα που ονομάστηκε Τελεσίγραφο του Ιουλίου[123], αναμένοντας ότι η Σερβία δεν θα τα δεχόταν ποτέ. Όταν η Σερβία δέχθηκε εννέα από τα δέκα αιτήματα, αλλά μόνο εν μέρει αποδέχθηκε το δέκατο, η Αυστροουγγαρία της κήρυξε τον πόλεμο. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ακολούθησε τελικά την επείγουσα συμβουλή των κορυφαίων συμβούλων του.
Κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1914, αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η Ρωσία κήρυξε επιστράτευση για να υποστηρίξει τη Σερβία, ξεκινώντας μια σειρά αντι-επιστρατεύσεων. Σε στήριξη του Γερμανού συμμάχου του, την Πέμπτη 6 Αυγούστου 1914, ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ υπέγραψε την κήρυξη του πολέμου στη Ρωσία. Η Ιταλία παρέμεινε αρχικά ουδέτερη, αν και είχε συμμαχία με την Αυστροουγγαρία. Το 1915 στράφηκε στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, ελπίζοντας να αποκτήσει εδάφη από την πρώην σύμμαχό της.[124]
Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαδραμάτισε σχετικά παθητικό διπλωματικό ρόλο στον πόλεμο, καθώς όλο και περισσότερο κυριαρχείτο και ελεγχόταν από τη Γερμανία.[125][126] Ο μόνος στόχος ήταν η τιμωρία της Σερβίας και η προσπάθεια αποτροπής της εθνικής διάλυσης της Αυτοκρατορίας, που τελικά απέτυχε. Αντίθετα, καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν η ενότητα των εθνοτήτων μειωνόταν. Οι Σύμμαχοι ενθάρρυναν αποσχιστικά αιτήματα των μειονοτήτων και η αυτοκρατορία απειλείτο με αποσύνθεση. Στα τέλη του 1916 ο νέος Αυτοκράτορας Κάρολος απομάκρυνε τους γερμανόφιλους αξιωματούχους και προέβη σε ειρηνευτικές προτάσεις προς τους συμμάχους, με τις οποίες ο πόλεμος θα μπορούσε συνολικά να τερματιστεί με συμβιβασμό ή ίσως η Αυστρία να κάνει ξεχωριστή ειρήνη από τη Γερμανία.[127] Η προσπάθεια αυτή συνάντησε κυρίως την αντίδραση της Ιταλίας, στην οποία είχαν δοθεί υποσχέσεις μεγάλων τμημάτων της Αυστρίας για να προσχωρήσει στους Συμμάχους το 1915. Η Αυστρία ήταν έτοιμη να επιστρέψει μόνο την περιοχή του Τρεντίνο, αλλά τίποτα περισσότερο.[128] Ο Kάρολος θεωρήθηκε ηττοπαθής, που αποδυνάμωσε τη θέση του τόσο με τους Συμμάχους όσο και με τη Γερμανία.[129]
Καθώς η οικονομία της Αυτοκρατορίας κατέρρεε εν μέσω σοβαρών στερήσεων, ακόμη και λιμοκτονίας, ο πολυεθνικός της στρατός έχανε το ηθικό του και όλο και περισσότερο πιεζόταν να κρατήσει τις γραμμές του. Στις πρωτεύουσες της Βιέννης και της Βουδαπέστης τα αριστερά και τα φιλελεύθερα κινήματα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενίσχυαν και υποστήριξαν την απόσχιση των εθνοτικών μειονοτήτων. Καθώς κατέστη προφανές ότι οι σύμμαχοι θα κερδίσουν τον πόλεμο, τα εθνικιστικά κινήματα, που προηγουμένως ζητούσαν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας για τις περιοχές όπου πλειοψηφούσαν, άρχισαν να απαιτούν πλήρη ανεξαρτησία. Ο αυτοκράτορας είχε χάσει μεγάλο μέρος της εξουσίας του να κυβερνήσει, καθώς το βασίλειό του αποσυντίθετο.[130]
Η έντονα αγροτική αυτοκρατορία είχε μικρή βιομηχανική βάση, αλλά η σημαντική συνεισφορά της ήταν το ανθρώπινο δυναμικό και τα τρόφιμα.[131][132] Παρόλ' αυτά η Αυστροουγγαρία ήταν περισσότερο αστικοπιημένη (25%)[133] από τους πραγματικούς αντιπάλους της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η Ρωσική Αυτοκρατορία (13.4%),[134] η Σερβία (13.2%)[135] ή η Ρουμανία (18.8%).[136] Ακόμη η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε επίσης πιο εκβιομηχανισμένη οικονομία[137] και υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ[138] από το Βασίλειο της Ιταλίας, που ήταν οικονομικά ο μακράν πιο αναπτυγμένος πραγματικός αντίπαλος της Αυτοκρατορίας.
Στα μετόπισθεν τα τρόφιμα σπάνιζαν όλο και περισσότερο, όπως και τα καύσιμα για θέρμανση. Ο αριθμός των χοίρων μειώθηκε κατά 90%, όπως και οι φθίνουσες ποσότητες ζαμπόν και μπέικον του Στρατού. Η Ουγγαρία, με την ευρεία γεωργική βάση της, τροφοδοτείτο κάπως καλύτερα. Ο Στρατός κατέλαβε παραγωγικές γεωργικές περιοχές στη Ρουμανία και αλλού, αλλά αρνήθηκε να επιτρέψει την αποστολή τροφίμων στους πολίτες στα μετόπισθεν. Το ηθικό έπεφτε χρόνο με τον χρόνο και οι διαφορετικές εθνικότητες εγκατέλειψαν την Αυτοκρατορία και έψαχναν τρόπους για να εδραιώσουν τα δικά τους εθνικά κράτη.[139]
Ο δείκτης του πληθωρισμού εκτινάχθηκε από 129 το 1914 σε 1589 το 1918, εξανεμίζοντας τις αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης. Όσον αφορά τη ζημιά που προκάλεσε ο πόλεμος στην οικονομία έφθασε το 20% περίπου του ΑΕΠ. Οι νεκροί στρατιώτες ανήλθαν σε περίπου τέσσερα τοις εκατό του εργατικού δυναμικού του 1914 και οι τραυματίες σε άλλο έξι τοις εκατό. Σε σύγκριση με όλες τις μεγάλες χώρες του πολέμου το ποσοστό θανάτων και απωλειών της Αυστρίας ήταν από τα υψηλότερα.[140]
Το καλοκαίρι του 1918 τα "Πράσινα Αποσπάσματα" λιποτακτών του στρατού είχαν σχηματίσει ένοπλες ομάδες στους λόφους της Κροατίας-Σλαβονίας και οι πολιτικές αρχές είχαν διαλυθεί. Μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου ξέσπασαν βία και μαζικές λεηλασίες και επιχειρήθηκε η δημιουργία αγροτικών δημοκρατιών. Ωστόσο η Κροατική πολιτική ηγεσία επικεντρώθηκε στη δημιουργία ενός νέου κράτους (Γιουγκοσλαβία) και συνεργάστηκε με τον προελαύνοντα Σερβικό στρατό για να επιβάλουν τον έλεγχο και να τερματίσουν τις εξεγέρσεις.[141]
Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία επιστράτευσε 7.8 εκατομμύρια στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ.[142] Ο Στρατηγός φον Χέτσεντορφ ήταν ο Αρχηγός του Αυστροουγγρικού Γενικού Επιτελείου. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄, υπέργηρος για να διοικεί τον στρατό, όρισε τον Αρχιδούκα Φρειδερίκο της Αυστρίας και Δούκα του Τέσεν Ανώτατο Διοικητή Στρατού (Armeeoberkommandant), αλλά του ζήτησε να δώσει στον φον Χέτσεντορφ την ελευθερία να λαμβάνει αποφάσεις. Ο φον Χέτσεντορφ παρέμεινε στην πράξη διοικητής των ενόπλων δυνάμεων έως ότου ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ ανέλαβε ο ίδιος την ανώτατη διοίκηση στα τέλη του 1916 και απέλυσε τον Κόνραντ φον Χέτσεντορφ το 1917. Εν τω μεταξύ οι οικονομικές συνθήκες στα μετόπισθεν επιδεινώθηκαν γρήγορα. Η Αυτοκρατορία εξαρτιόταν από τη γεωργία και η γεωργία από τη σκληρή εργασία εκατομμυρίων ανδρών που βρίσκονταν τώρα στον στρατό. Η παραγωγή τροφίμων μειώθηκε, το σύστημα μεταφορών έφτασε στα όριά του και η βιομηχανική παραγωγή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με επιτυχία στην τεράστια ανάγκη για πυρομαχικά. Η Γερμανία προσέφερε μεγάλη βοήθεια, αλλά δεν ήταν αρκετή. Επιπλέον η πολιτική αστάθεια των πολλαπλών εθνοτικών ομάδων της Αυτοκρατορίας εξανέμισε πλέον κάθε ελπίδα εθνικής συναίνεσης για την υποστήριξη του πολέμου. Όλο και περισσότερο έμπαινε ζήτημα της διάλυσης της Αυτοκρατορίας και της δημιουργίας αυτόνομων εθνικών κρατών βασισμένων στις ιστορικές κουλτούρες με βάση τη γλώσσα. Ο νέος Αυτοκράτορας επιζητούσε όρους ειρήνευσης από τους συμμάχους, αλλά οι πρωτοβουλίες του προσέκρουσαν στην άρνηση της Ιταλίας.
Στην αρχή του πολέμου, ο στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το μικρότερο ανέλαβε την επίθεση κατά της Σερβίας, ενώ το μεγαλύτερο ανέλαβε να αντιμετωπίσει τον ρωσικό στρατό. Η εισβολή στη Σερβία αποδείχτηκε καταστροφική: στο τέλος του 1914 η Αυστροουγγαρία δεν είχε κατακτήσει εδάφη, ενώ είχε χάσει 227.000 από μια συνολική δύναμη 450.000 ανδρών. Ωστόσο το φθινόπωρο του 1915 ο Σερβικός Στρατός νικήθηκε από τις Κεντρικές Δυνάμεις (Αυστριακοί με τη βοήθεια των Γερμανών και των Βουλγάρων), με κατάληξη την κατάληψη της Σερβίας. Κοντά στα τέλη του 1915, σε μια μαζική επιχείρηση διάσωσης που περιλάμβανε πάνω από 1.000 δρομολόγια από ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά ατμόπλοια, 260.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα, όπου περίμεναν την πιθανότητα νίκης των Συμμαχικών Δυνάμεων για να διεκδικήσουν τη χώρα τους. Η Κέρκυρα φιλοξένησε τη σερβική κυβέρνηση σε εξορία μετά την κατάρρευση της Σερβίας και χρησίμευσε ως βάση ανεφοδιασμού για το ελληνικό μέτωπο. Τον Απρίλιο του 1916 ένας μεγάλος αριθμός Σερβικών στρατευμάτων μεταφέρθηκε με βρετανικά και γαλλικά πολεμικά πλοία από την Κέρκυρα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η συνολική δύναμη ανδρών άνω των 120.000 αντικατέστησε ένα πολύ μικρότερο στρατό στο Μακεδονικό Μέτωπο και πολέμησε μαζί με τα βρετανικά και τα γαλλικά στρατεύματα.
Στο Ανατολικό μέτωπο ο πόλεμος άρχισε εξίσου άσχημα. Ο Αυστροουγγρικός στρατός ηττήθηκε στη Μάχη του Λέμπεργκ και η μεγάλη πόλη-φρούριο του Πσέμυσλ πολιορκήθηκε και έπεσε τον Μάρτιο του 1915. Η Επίθεση Γκέρλιτσε-Τάρνουφ ξεκίνησε ως μια δευτερεύουσα γερμανική επίθεση για να ανακουφίσει την πίεση της ρωσικής αριθμητικής ανωτερότητας επί της Αυστροουγγαρίας, αλλά η συνεργασία των Κεντρικών Δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα τεράστιες ρωσικές απώλειες, την πλήρη κατάρρευση των ρωσικών γραμμών και την υποχώρησή τους 100 χιλιόμετρα μέσα στη Ρωσία. Η Τρίτη Ρωσική Στρατιά αποδεκατίστηκε. Το καλοκαίρι του 1915 ο Αυστροουγγρικός Στρατός, υπό ενιαία διοίκηση με τους Γερμανούς, συμμετείχε στην επιτυχημένη επίθεση Γκέρλιτσε-Τάρνουφ. Από τον Ιούνιο του 1916 οι Ρώσοι εστίασαν τις επιθέσεις τους στον Αυστροουγγρικό στρατό στην επίθεση του Μπρουσίλοφ, επωφελούμενοι της αριθμητικής κατωτερότητας του Αυστροουγγρικού στρατού. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1916 η Αυστροουγγαρία επιστράτευσε και συγκέντρωσε νέες δυνάμεις και η επιτυχημένη ρωσική προέλαση ανακόπηκε και σταδιακά απωθήθηκε, αλλά οι Αυστριακές στρατιές υπέστησαν μεγάλες απώλειες (περίπου 1 εκατομμύριο άνδρες), από τις οποίες ουδέποτε συνήλθαν. Η Μάχη του Ζμπόροφ (1917) ήταν η πρώτη σημαντική ενέργεια της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας ενάντια στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Ωστόσο οι τεράστιες απώλειες σε άνδρες και υλικό που υπέστησαν οι Ρώσοι κατά τη διάρκεια της επίθεσης συνέβαλαν σημαντικά στις επαναστάσεις του 1917 και αυτό προκάλεσε την οικονομική κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Τον Μάιο του 1915 η Ιταλία επιτέθηκε στην Αυστροουγγαρία. Η Ιταλία ήταν ο μόνος στρατιωτικός αντίπαλος της Αυστροουγγαρίας που είχε παρόμοιο βαθμό εκβιομηχάνισης και οικονομικού επιπέδου. Εξάλλου ο στρατός της ήταν πολυάριθμος (~ 1.000.000 άνδρες ήταν ήδη στα όπλα), αλλά έπασχε από ανεπαρκή ηγεσία, κατάρτιση και οργάνωση. Ο Αρχηγός του Επιτελείου Λουίτζι Καντόρνα οδήγησε τον στρατό του προς τον ποταμό Ισόντσο, ελπίζοντας να καταλάβει τη Λιουμπλιάνα και τελικά να απειλήσει τη Βιέννη. Ωστόσο ο Βασιλικός Ιταλικός Στρατός αναχαιτίστηκε στον ποταμό, όπου τέσσερις μάχες έλαβαν χώρα σε διάστημα πέντε μηνών (23 Ιουνίου - 2 Δεκεμβρίου 1915). Ο αγώνας ήταν εξαιρετικά αιματηρός και εξαντλητικός και για τους δύο αντιπάλους.[143] Στις 15 Μαΐου 1916 ο Αυστριακός Αρχηγός του Επιτελείου Κόνραντ φον Χέτσεντρορφ ξεκίνησε τη Strafexpedition ("τιμωρητική αποστολή"): οι Αυστριακοί διέσπασαν το αντίπαλο μέτωπο και κατέλαβαν το οροπέδιο Ασιάγκο. Οι Ιταλοί κατάφεραν να αντισταθούν και με μια αντεπίθεση, κατέλαβαν την Γκορίτσια στις 9 Αυγούστου. Παρ 'όλα αυτά αναγκάστηκαν να σταματήσουν στο Κάρσο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα. Σε αυτό το σημείο ακολούθησαν αρκετοί μήνες αμφίρροπου πολέμου χαρακωμάτων (ανάλογος με εκείνο του Δυτικού μετώπου). Καθώς η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, ως αποτέλεσμα της Επανάστασης των Μπολσεβίκων και οι Ρώσοι τερμάτισαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί μπόρεσαν να μεταφέρουν στο Δυτικό και το Νότιο μέτωπο πολύ ανθρώπινο δυναμικό από τις μάχες του πρώην Ανατολικού. Στις 24 Οκτωβρίου 1917 οι Αυστριακοί (που τώρα απολάμβαναν αποφασιστική γερμανική υποστήριξη) επιτέθηκαν στο Καπορέττο χρησιμοποιώντας νέες τακτικές διείσδυσης. Παρόλο που προχώρησαν περισσότερο από 100 χλμ. προς τη Βενετία και κέρδισαν σημαντικά εφόδια, αναχαιτίστηκαν και δεν μπορούσαν να διασχίσουν τον ποταμό Πιάβε. Η Ιταλία, αν και υπέστη τεράστιες απώλειες, συνήλθε από το πλήγμα: σχηματίστηκε μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό το Βιτόριο Εμανουέλε Ορλάντο. Η Ιταλία έτυχε επίσης υποστήριξης από τις δυνάμεις της Αντάντ: το 1918 έφθασαν στο Ιταλικό μέτωπο μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και μερικές βοηθητικές αμερικανικές, βρετανικές και γαλλικές μεραρχίες.[144] Ο Καντόρνα αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Αρμάντο Ντίας. Υπό τη διοίκησή του οι Ιταλοί ανέκτησαν την πρωτοβουλία και κέρδισαν την αποφασιστική Μάχη του ποταμού Πιάβε (15-23 Ιουνίου 1918), όπου σκοτώθηκαν περίπου 60.000 Αυστριακοί και 43.000 ιταλοί στρατιώτες. Η πολυεθνική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται, αφήνοντας μόνο τον στρατό της στα πεδία των μαχών. Η τελική μάχη ήταν στο Βιτόριο Βένετο: μετά από 4 μέρες σκληρής αντίστασης, τα ιταλικά στρατεύματα διέσχισαν τον ποταμό Πιάβε και μετά την απώλεια 90.000 ανδρών, τα ηττημένα αυστριακά στρατεύματα υποχώρησαν άτακτα, καταδιωκώμενα από τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί αιχμαλώτισαν 428.000 Αυστροούγγρους στρατιώτες, 24 από τους οποίους ήταν στρατηγοί,[145] 5.600 κανόνια και ολμοβόλα, 4.000 οπλοπολυβόλα.[146] Η στρατιωτική κατάρρευση σηματοδότησε επίσης την έναρξη της εξέγερσης για τις πολυάριθμες εθνοτικές ομάδες που αποτελούσαν την πολυεθνική αυτοκρατορία, καθώς αρνούνταν να συνεχίσουν να αγωνίζονται για μια αιτία που τώρα φαινόταν χωρίς νόημα. Αυτές οι εκδηλώσεις σηματοδότησαν το τέλος της Αυστροουγγαρίας, που οποία κατέρρευσε στις 31 Οκτωβρίου 1918. Η ανακωχή υπογράφηκε στη Βίλα Τζούστι, έξω από την Πάντοβα στις 3 Νοεμβρίου.
Στις 27 Αυγούστου 1916 η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας. Ο Ρουμανικός Στρατός πέρασε τα σύνορα της Ανατολικής Ουγγαρίας (Τρανσυλβανία). Μέχρι τον Νοέμβριο του 1916 οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν νικήσει τον Ρουμανικό Στρατό και καταλάβει το νότιο και ανατολικό τμήμα της Ρουμανίας. Στις 6 Δεκεμβρίου οι Κεντρικές Δυνάμεις κατέλαβαν το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Ρουμανίας[147].
Ενώ ο Γερμανικός Στρατός συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν στενή συνεργασία από τα μετόπισθεν, οι αξιωματικοί των Αψβούργων θεωρούσαν εαυτούς εντελώς ξεχωριστούς από τον κόσμο των πολιτών και ανώτερους από αυτόν. Όταν κατελάμβαναν παραγωγικές περιοχές, όπως η Ρουμανία, κατέσχαν τα αποθέματα τροφίμων και άλλες προμήθειες για δικούς τους σκοπούς και εμπόδιζαν κάθε αποστολή προοριζόμενη για τους πολίτες της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι αξιωματικοί να ζουν καλά, ενώ οι άμαχοι άρχισαν να λιμοκτονούν. Η Βιέννη έστειλε ακόμη και εκπαιδευτικές μονάδες στη Σερβία και την Πολωνία με μοναδικό σκοπό τη διατροφή τους. Συνολικά ο στρατός συγκέντρωνε περίπου το 15% των αναγκών του σε δημητριακά από τα κατεχόμενα εδάφη.
Παρά το ότι το Βασίλειο της Ουγγαρίας αποτελούσε μόνο το 42% του αυστριακού-ουγγρικού πληθυσμού, η οριακή πλειοψηφία - περισσότεροι από 3,8 εκατομμύρια στρατιώτες - των αυστροουγγρικών ενόπλων δυνάμεων είχαν στρατολογηθεί από αυτό κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Περίπου 600.000 στρατιώτες σκοτώθηκαν και 700.000 στρατιώτες τραυματίστηκαν στα πεδία των μαχών.[148]
Η Αυστροουγγαρία άντεξε επί χρόνια, καθώς το Ουγγρικό κομμάτι της παρείχε επαρκείς προμήθειες στον στρατό για να συνεχίζει τη διεξαγωγή του πολέμου. Αυτό κατέστη προφανές σε μια μεταβίβαση της εξουσίας, μετά την οποία ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Κόμης Ιστβαν Τίσα και ο υπουργός Εξωτερικών, Κόμης Ιστβαν Μπόυρια, είχαν αποφασιστική επιρροή στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις της μοναρχίας. Στα τέλη του 1916 η κυβέρνηση ζήτησε ανακωχή από τις δυνάμεις της Αντάντ. Ωστόσο αυτό απέτυχε καθώς η Βρετανία και η Γαλλία δεν είχαν πλέον κανένα ενδιαφέρον για την ακεραιότητα της μοναρχίας λόγω της αυστροουγγρικής υποστήριξης προς τη Γερμανία.
Οι αποτυχίες που υπέστη ο αυστριακός στρατός το 1914 και το 1915 μπορούν να αποδοθούν σε μεγάλο βαθμό στο ότι η Αυστροουγγαρία έγινε στρατιωτικά δορυφόρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από την πρώτη ημέρα του πολέμου και επιδεινώθηκαν από την ανικανότητα της αυστριακής ανώτερης διοίκησης. Μετά την επίθεση στη Σερβία οι δυνάμεις της σύντομα έπρεπε να αποσυρθούν για να προστατεύσουν τα ανατολικά σύνορά της από την επίθεση της Ρωσίας, ενώ οι γερμανικές μονάδες ήταν απασχολημένες με τον πόλεμο στο Δυτικό μέτωπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη από την αναμενόμενη απώλεια ανδρών στην εισβολή στη Σερβία. Επιπλέον έγινε φανερό ότι η ανώτατη διοίκηση της Αυστρίας δεν είχε καταρτίσει σχέδια για πιθανό ηπειρωτικό πόλεμο και ότι ο στρατός και το ναυτικό της ήταν επίσης ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να χειριστούν μια τέτοια σύγκρουση.
Από το 1916 η αυστροουγγρική πολεμική προσπάθεια γινόταν ολοένα και πιο εξαρτημένη από τις κατευθύνσεις των Γερμανών ιθυνόντων. Οι Αυστριακοί εκτιμούσαν τον Γερμανικό Στρατό, ενώ από την άλλη πλευρά από το 1916 η γενική πεποίθηση στη Γερμανία ήταν ότι η Γερμανία, στο πλαίσιο της συμμαχίας της με την Αυστροουγγαρία, "ήταν μπλεγμένη με ένα πτώμα". Η επιχειρησιακή ικανότητα του Αυστροουγγρικού στρατού επηρεαζόταν σοβαρά από ανεπαρκή ανεφοδιασμό, χαμηλό ηθικό και το υψηλό ποσοστό απωλειών και από τη σύνθεσή του, με πολλαπλές εθνότητες με διαφορετικές γλώσσες και συνήθειες.
Οι δύο τελευταίες επιτυχίες των Αυστριακών, η Ρουμανική επίθεση και εκείνη του Καπορέτο, ήταν επιχειρήσεις με τη βοήθεια της Γερμανίας. Δεδομένου ότι η Δυαδική Μοναρχία γινόταν πιο ασταθής πολιτικά, εξαρτιόνταν ολοένα και περισσότερο από τη βοήθεια της Γερμανίας. Η πλειοψηφία του λαού της, εκτός από τους Ούγγρους και τους Γερμανούς Αυστριακούς, γινόταν όλο και πιο ανήσυχη.
Το 1917 το Ανατολικό μέτωπο των δυνάμεων της Αντάντ κατέρρευσε εντελώς.
Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στη συνέχεια αποσύρθηκε από όλες τις ηττημένες χώρες. Το 1918 η οικονομική κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Τα αριστερά και τα ειρηνιστικά πολιτικά κινήματα οργάνωναν απεργίες σε εργοστάσια και οι εξεγέρσεις στον στρατό ήταν συνεχείς. Κατά τις Ιταλικές μάχες οι Τσεχοσλοβάκοι και οι Νότιοι Σλάβοι διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Στις 31 Οκτωβρίου η Ουγγαρία τερμάτισε την προσωπική ένωση με την Αυστρία, διαλύοντας επισήμως τη Μοναρχία. Κατά την τελευταία ιταλική επίθεση ο Αυστροουγγρικός Στρατός οδηγήθηκε στο πεδίο της μάχης χωρίς τροφή και πυρομαχικά και πολέμησε χωρίς καμία πολιτική υποστήριξη για μια de facto ανύπαρκτη αυτοκρατορία. Στο τέλος της αποφασιστικής κοινής ιταλικής, βρετανικής και γαλλικής επίθεσης στο Βιτόριο Βένετο, η αποσυντεθιμένη Αυστροουγγαρία υπέγραψε την Ανακωχή της Βίλα Τζιούστι στις 3 Νοεμβρίου 1918.
Η κυβέρνηση είχε πλήρως αποτύχει στα μετόπισθεν. Ο ιστορικός Αλεξάντερ Γουώτσον αναφέρει:
Η Αυστροουγγρική Μοναρχία κατέρρευσε δραματικά το φθινόπωρο του 1918. Στις πρωτεύουσες της Βιέννης και της Βουδαπέστης, τα αριστερά και τα φιλελεύθερα κινήματα και οι πολιτικοί (τα κόμματα της αντιπολίτευσης) ενίσχυαν και υποστήριξαν την απόσχιση των εθνοτικών μειονοτήτων. Αυτά τα αριστερά η αριστερά-φιλελεύθερα φιλικά προς την Αντάντ ανορθόδοξα κόμματα ήταν αντίθετα με τη μοναρχία ως μορφή κυβέρνησης και θεωρούσαν εαυτά διεθνιστικά μάλλον παρά πατριωτικά. Τελικά η γερμανική ήττα και οι ελάσσονες επαναστάσεις στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη έδωσαντην πολιτική εξουσία στα αριστερά / φιλελεύθερα πολιτικά κόμματα. Καθώς έγινε φανερό ότι οι συμμαχικές δυνάμεις θα κερδίσουν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα εθνικά κινήματα, που είχαν προηγουμένως ζητήσει μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας για διάφορες περιοχές, άρχισαν να πιέζουν για πλήρη ανεξαρτησία. Ο Αυτοκράτορας είχε χάσει μεγάλο μέρος της εξουσίας του να κυβερνήσει, καθώς το βασίλειό του αποσυντίθετο.
Ο Αλεξάντερ Γουώτσον υποστηρίζει ότι «η μοίρα του καθεστώτος των Αψβούργων σφραγίστηκε όταν η απάντηση του Ουίλσον στο σημείωμα, που του είχε σταλεί δυόμισι εβδομάδες νωρίτερα, έφτασε στις 20 Οκτωβρίου». Ο Wilson απέρριψε την επιβίωση της δυαδικής μοναρχίας ως διαπραγματεύσιμο ενδεχόμενο. Σε ένα από τα Δεκατέσσερα Σημεία του, ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον ζήτησε οι εθνότητες της Αυστροουγγαρία να έχουν την «πιο ελεύθερη δυνατότητα για αυτόνομη ανάπτυξη». Σε απάντηση ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ συμφώνησε να επανασυγκαλέσει το Αυτοκρατορικό Κοινοβούλιο το 1917 και να επιτρέψει τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας με κάθε εθνική ομάδα να ασκεί αυτοδιοίκηση. Ωστόσο οι ηγέτες αυτών των εθνικών ομάδων απέρριψαν την ιδέα, δυσπιστούσαν απόλυτα προς τη Βιέννη και ήταν πλέον αποφασισμένοι να αποκτήσουν ανεξαρτησία.
Στις 14 Οκτωβρίου 1918 ο υπουργός Εξωτερικών Βαρώνος Ιστβαν Μπούριαν φον Ράγετς ζήτησε ανακωχή βασισμένη στα Δεκατέσσερα Σημεία. Σε μια προφανή προσπάθεια να αποδείξει καλή πίστη ο αυτοκράτορας Κάρολος εξέδωσε μια διακήρυξη («Αυτοκρατορικό Μανιφέστο της 16ης Οκτωβρίου 1918») δύο ημέρες αργότερα, που θα άλλαζε σημαντικά τη δομή του Αυστριακού κομματιού της μοναρχίας. Στις πολωνικές πλειοψηφικά περιφέρειες της Γαλικίας και της Λοδομερίας θα παραχωρείτο το δικαίωμα της απόσχισης από την αυτοκρατορία και γινόταν δεκτό να ενωθούν με τους εθνοτικά αδελφούς τους στη Ρωσία και τη Γερμανία για να αναστήσουν ένα πολωνικό κράτος. Το υπόλοιπο της Αυστριακής Αυτοκρατορίας μετατρεπόταν σε ομοσπονδιακή ένωση αποτελούμενη από τέσσερα μέρη - Γερμανικό, Τσέχικο, Νοτιοσλαβικό και Ουκρανικό. Κάθε ένα από αυτά θα το κυβερνούσε ένα εθνικό συμβούλιο, που θα διαπραγματευόταν το μέλλον της αυτοκρατορίας με τη Βιέννη. Στην Τεργέστη επρόκειτο να δοθεί ειδικό καθεστώς. Καμία τέτοια διακήρυξη δεν μπορούσε να εκδοθεί στην Ουγγαρία, όπου οι Ούγγροι αριστοκράτες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να υποτάξουν τις άλλες εθνικότητες και να διατηρήσουν το «Ιερό Βασίλειο του Αγίου Στεφάνου».
Ήταν νεκρό γράμμα. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόμπερτ Λανσινγκ, απάντησε ότι οι Σύμμαχοι είχαν πλέον αποδεχθεί τα δίκαια των Τσέχων, των Σλοβάκων και των Νότιων Σλάβωνς. Ως εκ τούτου ο Λάνσινγκ είπε ότι η αυτονομία των εθνοτήτων - το δέκατο των Δεκατεσσάρων Σημείων - δεν ήταν πλέον αρκετή και η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με τα Δεκατέσσερα Σημεία. Στην πράξη μια προσωρινή κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας είχε προσχωρήσει στους Συμμάχους στις 14 Οκτωβρίου. Οι Νότιοι Σλάβοι και στα δύο τμήματα της μοναρχίας είχαν ήδη ταχθεί υπέρ της ενοποίησης με τη Σερβία σε ένα μεγάλο Νότιο Σλαβικό κράτος μέσω της Διακήρυξης της Κέρκυρας του 1917 που υπέγραψαν μέλη της Γιουγκοσλαβικής Επιτροπής. Πράγματι οι Κροάτες είχαν αρχίσει να αγνοούν τις εντολές από τη Βουδαπέστη από τις αρχές Οκτωβρίου.
Η απάντηση του Λανσινγκ ήταν στην πραγματικότητα το πιστοποιητικό θανάτου της Αυστροουγγαρίας. Τα εθνικά συμβούλια είχαν ήδη αρχίσει να ενεργούν λίγο-πολύ ως προσωρινές κυβερνήσεις ανεξάρτητων χωρών. Με την ήττα στον πόλεμο επικείμενη μετά την ιταλική επίθεση στη μάχη του Βιτόριο Βένετο στις 24 Οκτωβρίου, οι Τσέχοι πολιτικοί ανέλαβαν ειρηνικά τη διοίκηση στην Πράγα στις 28 Οκτωβρίου (αργότερα κήρυξαν τα γενέθλια της Τσεχοσλοβακίας) και ακολούθησαν σε άλλες μεγάλες πόλεις τις επόμενες ημέρες. Στις 30 Οκτωβρίου οι Σλοβάκοι ακολούθησαν στο Mάρτιν. Στις 29 Οκτωβρίου οι Σλάβοι και στα δύο τμήματα αυτού που είχε απομείνει από την Αυστροουγγαρία ανακήρυξαν το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Επίσης δήλωσαν ότι η τελική πρόθεσή τους ήταν να ενωθούν με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο σε ένα μεγάλο Νοτιοσλαβικό κράτος. Την ίδια ημέρα οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι διακήρυξαν επισήμως την ίδρυση της Τσεχοσλοβακίας ως ανεξάρτητου κράτους.
Στην Ουγγαρία ο επιφανέστερος αντίπαλος της συνεχιζόμενης ένωσης με την Αυστρία, ο Κόμης Μίχαλι Κάρολι, κατέλαβε την εξουσία με την Επανάσταση των Χρυσανθέμων στις 31 Οκτωβρίου. Ο Κάρολος εξαναγκάσθηκε να διορίσει τον Kάρολι πρωθυπουργό του της Ουγγαρίας. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Kάρολι ήταν να ακυρώσει τη συμφωνία του συμβιβασμού, διαλύοντας επισήμως το αυστροουγγρικό κράτος.
Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν έμενε τίποτε από το βασίλειο των Αψβούργων πέραν από τις πλειοψηφικά γερμανικές επαρχίες του του Δούναβη και των Άλπεων, αλλά η εξουσία του Καρόλου αμφισβητείτο ακόμη και εκεί από το Γερμανοαυστριακό κρατικό συμβούλιο. Ο τελευταίος Αυστριακός πρωθυπουργός του Καρόλου, ο Χάινριχ Λάμας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κάρολος ήταν αποδυναμωμένος και τον έπεισε ότι η καλύτερη λύση ήταν να παραιτηθεί, τουλάχιστον προσωρινά, από το δικαίωμά του να ασκεί την εξουσία.
Στις 11 Νοεμβρίου ο Κάρολος εξέδωσε μια προσεκτικά διατυπωμένη διακήρυξη στην οποία αναγνώριζε το δικαίωμα του Αυστριακού λαού να καθορίσει τη μορφή του κράτους. Αποποιήθηκε επίσης του δικαιώματος συμμετοχής στις αυστριακές κρατικές υποθέσεις. Απέλυσε επίσης το Λάμας και την κυβέρνησή του και αποδέσμευσε τους αξιωματούχους στο Αυστριακό τμήμα της αυτοκρατορίας από τον όρκο της πίστης τους προς αυτόν. Δύο ημέρες αργότερα εξέδωσε παρόμοια διακήρυξη για την Ουγγαρία. Ωστόσο δεν παραιτήθηκε, παραμένοντας διαθέσιμος σε περίπτωση που ο λαός ενός από τα δύο κράτη τον ανακαλούσε. Από κάθε άποψη αυτό ήταν το τέλος της κυριαρχίας των Αψβούργων.
Η άρνηση του Καρόλου να παραιτηθεί ήταν τελικά χωρίς σημασία. Την επόμενη μέρα που ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την πολιτική της Αυστρίας, το Γερμανικό-Αυστριακό Εθνικό Συμβούλιο ανακήρυξε τη Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας. Ο Κάρολι ακολούθησε το παράδειγμά του στις 16 Νοεμβρίου, ανακηρύσσοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας.
Η Συνθήκη του Σαιν-Ζερμάν-αν-Λαι (μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Αυστρίας) και η Συνθήκη του Τριανόν (μεταξύ των νικητών και της Ουγγαρίας) ρύθμισαν τα νέα σύνορα της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Οι Σύμμαχοι δέχθηκαν χωρίς συζήτηση οι εθνικές μειονότητες που το ήθελαν να εγκαταλείψουν την Αυστρία και την Ουγγαρία και επίσης τους επέτρεψαν να προσαρτήσουν σημαντικά τμήματα γερμανόφωνων και ουγγρόφωνων περιοχών. Το αποτέλεσμα ήταν η Δημοκρατία της Αυστρίας να χάσει περίπου το 60% της επικράτειας της παλαιάς Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Επίσης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά της για ένωση με τη Γερμανία, καθώς δεν επιτρεπόταν να ενωθεί με τη Γερμανία χωρίς την έγκριση των Συμμάχων. Το ανασυσταθέν Βασίλειο της Ουγγαρίας, που είχε αντικαταστήσει τη δημοκρατική κυβέρνηση το 1920, έχασε περίπου το 72% του προπολεμικού εδάφους του Βασιλείου της Ουγγαρίας.
Οι αποφάσεις των εθνών της πρώην Αυστροουγγαρίας και των νικητών του Μεγάλου Πολέμου, που περιέχονταν στις βαρέως μονόπλευρες συνθήκες, είχαν καταστροφικές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις. Η προηγουμένως ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Δυαδικής Μοναρχίας προσγειώθηκε απότομα επειδή τα νέα σύνορα έγιναν σημαντικά οικονομικά εμπόδια. Όλες οι πρώην καθιερωμένες βιομηχανίες, καθώς και η υποδομή που τις στήριζε, είχαν σχεδιαστεί για να ικανοποιούν τις ανάγκες μιας εκτεταμένης χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν οι χώρες που προέκυψαν να αναγκαστούν να κάνουν σημαντικές θυσίες για να μεταμορφώσουν τις οικονομίες τους. Οι συνθήκες δημιούργησαν μεγάλη πολιτική ανησυχία. Αποτέλεσμα αυτών των οικονομικών δυσκολιών ήταν εξτρεμιστικά κινήματα να ενισχυθούν και να μην υπάρχει περιφερειακή υπερδύναμη στην κεντρική Ευρώπη.
Το νέο αυστριακό κράτος ήταν, τουλάχιστον στα χαρτιά, σε πιο επισφαλή βάση από την Ουγγαρία. Ενώ αυτό που απέμεινε από την Αυστρία ήταν μια ενιαία μονάδα για πάνω από 700 χρόνια, το συνένωνε μόνο η αφοσίωση στους Αψβούργους. Με την απώλεια του 60% της προπολεμικής επικράτειας της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, η Βιέννη ήταν πλέον αυτοκρατορική πρωτεύουσα χωρίς αυτοκρατορία που να την υποστηρίζει. Συγκριτικά η Ουγγαρία ήταν ένα έθνος και ένα κράτος εδώ και πάνω από 900 χρόνια. Ωστόσο μετά από μια σύντομη περίοδο αναταραχής και τον αποκλεισμό από τους Συμμάχους της ένωσης με τη Γερμανία, η Αυστρία καθιερώθηκε ως ομοσπονδιακή δημοκρατία. Παρά το προσωρινό Anschluss με τη Ναζιστική Γερμανία εξακολουθεί να επιβιώνει. Ο Αδόλφος Χίτλερ ανέφερε ότι όλοι οι "Γερμανοί" - όπως αυτός και οι άλλοι από την Αυστρία κλπ. - έπρεπε να ενωθούν με τη Γερμανία.
Ωστόσο η Ουγγαρία επλήγη σοβαρά από την απώλειας του 72% της επικράτειάς της, του 64% του πληθυσμού της και των περισσότερων φυσικών πόρων της. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας ήταν βραχύβια και προσωρινά αντικαταστάθηκε από την κομμουνιστική Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Τα ρουμανικά στρατεύματα εκδίωξαν το Μπέλα Κουν και την κομμουνιστική κυβέρνησή του κατά τον Ουγγροουμανικό Πόλεμο του 1919.
Το καλοκαίρι του 1919 ένας Αψβούργος, ο Αρχιδούκας Ιωσήφ Αύγουστος, έγινε αντιβασιλιάς, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από μόλις δύο εβδομάδες, όταν κατέστη προφανές ότι οι Σύμμαχοι δεν θα τον αναγνώριζαν[150]. Τέλος τον Μάρτιο του 1920 οι βασιλικές δυνάμεις ανατέθηκαν σε έναν αντιβασιλιά, τον Μίκλος Χόρτι, ο οποίος ήταν ο τελευταίος αρχιναύαρχος του Αυστροουγγρικού Ναυτικού και είχε βοηθήσει στην οργάνωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Η κυβέρνησή του υπέγραψε τη Συνθήκη του Τριανόν, εν μέσω διαμαρτυριών, στις 4 Ιουνίου 1920 στο Ανάκτορο του Γκραν Τριανόν στις Βερσαλλίες της Γαλλίας.[151][152]
Τον Μάρτιο και πάλι τον Οκτώβριο του 1921 απέτυχαν σπασμωδικές απόπειρες του Καρόλου να ανακτήσει τον θρόνο στη Βουδαπέστη. Ο αρχικά διστακτικός Χόρτι, αφού δέχτηκε απειλές παρέμβασης από τις Συμμαχικές Δυνάμεις και τις γειτονικές χώρες, αρνήθηκε τη συνεργασία του. Λίγο αργότερα η ουγγρική κυβέρνηση ακύρωσε τη Δογματική Επικύρωση, εκθρονίζοντας ουσιαστικά τους Αψβούργους. Δύο χρόνια αργότερα η Αυστρία ψήφισε τον "Νόμο των Αψβούργων", που όχι μόνο εκθρόνισε τους Αψβούργους αλλά απαγόρευσε στον Κάρολο να επιστρέψει ξανά στην Αυστρία.
Στη συνέχεια οι Βρετανοί πήραν υπό κράτηση τον Κάρολο και τον απομάκρυναν, μαζί με την οικογένειά του, στο νησί Μαδέρα της Πορτογαλίας, όπου πέθανε το επόμενο έτος (1922).
Τα ακόλουθα διάδοχα κράτη σχηματίστηκαν (εν όλω ή εν μέρει) στα εδάφη της πρώην Αυστροουγγαρίας:
Σειρά | Διάδοχο Κράτος | Συστατικές Χώρες | Ανακήρυξη Πρωτεύουσας | Δημιουργία Σημερινής Χώρας |
---|---|---|---|---|
1. | Αυστρία | Γερμανική Αυστρία και Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία - 21 Οκτωβρίου 1919 | Βιέννη | 1923 (επίσημα) 1955 (επανίδρυση Αυστρίας) |
2. | Ουγγαρία | Ουγγρική Λαϊκή Δημοκρατία, Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία και Βασίλειο της Ουγγαρίας - 16 Νοεμβρίου 1918 | Βουδαπέστη | 1923 (επίσημα) 1945 (επανίδρυση Ουγγαρίας) |
3. | Τσεχοσλοβακία | Ίδρυση Τσεχοσλοβακίας: 28 Οκτωβρίου 1918 | Πράγα | 1918 (επίσημα) 1945 (επανίδρυση Τσεχοσλοβακίας) 1992 (Διάλυση της Τσεχοσλοβακίας) 1993 (Τσεχία και Σλοβακία) |
4. | Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων | 29 Οκτωβρίου 1918 - Οι περιοχές της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ενώθηκαν την 1 Δεκεμβρίου 1918 με το Βασίλειο της Σερβίας για να σχηματίσουν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αργότερα Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας | Βελιγράδι | 1918 (επίσημα) 1945 (επανίδρυση Γιουγκοσλαβίας) 1990 (Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας) 1991 (Σλοβενία και Κροατία) 1992 (Βοσνία και Ερζεγοβίνη) 2006 (Σερβία και Μαυροβούνιο) |
5. | Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία | Το 1918, Η Περιοχή της Γαλικίας αποροφήθηκε από την Πολωνία | Βαρσοβία | |
6. | Ουκρανία | Δυτική Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία - Ενώθηκε με την Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία με την Ακτ Ζλούκι, ενώ η επικράτειά της απορροφήθηκε πλήρως από τη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία | Κίεβο | |
7. | Ρουμανία | Τα Δουκάτα της Βουκοβίνας και της Τρανσυλβανίας προσαρτήθηκαν με το Βασίλειο της Ρουμανίας | Βουκουρέστι | |
8. | Ιταλία | Οι περιοχές Τρεντίνο, Νότιο Τιρόλο, τμήματα της επαρχίας του Μπελούνο και μικρά τμήματα του Φρίουλι-Βενέτσια Τζούλια προσαρτήθηκαν με το Βασίλειο της Ιταλίας | Ρώμη |
Αυστροουγγρικά εδάφη αποδόθηκαν επίσης στο Βασίλειο της Ρουμανίας και στο Βασίλειο της Ιταλίας. Το Πριγκιπάτο του Λίχτενσταϊν, που προηγουμένως επιζητούσε την προστασία της Βιέννης, σχημάτισε μια τελωνειακή και αμυντική ένωση με την Ελβετία και υιοθέτησε το ελβετικό νόμισμα αντί του αυστριακού. Τον Απρίλιο του 1919 το Φόραρλμπεργκ – η δυτικότερη επαρχία της Αυστρίας – ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία να ενωθεί με την Ελβετία, αλλά τόσο οι Ελβετοί όσο και οι Σύμμαχοι αγνόησαν αυτό το αποτέλεσμα.
Βασίλεια και χώρες της Αυστροουγγαρίας: Αυτοκρατορία της Αυστρίας[21]): 1. Βοημία, 2. Βουκοβίνα, 3. Καρινθία, 4. Καρνιόλα, 5. Δαλματία, 6. Γαλικία, 7. Κύστενλαντ, 8. Κάτω Αυστρία, 9. Μοραβία, 10. Σάλτσμπουργκ, 11. Σιλεσία, 12. Στυρία, 13. Τιρόλο, 14. Άνω Αυστρία, 15. Φόραρλμπεργκ; Βασίλειο της Ουγγαρίας[21]): 16. κυρίως Ουγγαρία 17. Κροατία-Σλαβονία; 18. Βοσνία και Ερζεγοβίνη |
Οι ακόλουθες σημερινές χώρες και τμήματα χωρών ήταν εντός των ορίων της Αυστροουγγαρίας όταν διαλύθηκε η αυτοκρατορία:
Αυστροουγγρική Συγκυριαρχία
Κτήσεις της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας
Άλλες περιοχές της Ευρώπης είχαν αποτελέσει κάποτε τμήμα της μοναρχίας των Αψβούργων, αλλά τις είχε χάσει πριν τη διάλυσή της το 1918. Σημαντικά παραδείγματα είναι οι περιφέρειες της Λομβαρδίας και του Βένετο στην Ιταλία, η Σιλεσία στην Πολωνία, το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας, καθώς και τμήματα της βόρειας Ελβετίας και της νοτιοδυτικής Γερμανίας.
Παρ'όλο που η Αυστροουγγαρία δεν είχε κοινή εθνική σημαία, υπήρχε κοινός θυρεός για το πολεμικό ναυτικό και εμπορική σημαία (η οποία θεσπίστηκε το 1869).
Το μαύρο-κίτρινο χρώμα χρησιμοποιήθηκε στη σημαία του αυστριακού τμήματος. Το ουγγρικό τμήμα χρησιμοποίησε σημαία που έφερε τον ουγγρικό θυρεό πάνω σε κόκκινο, άσπρο και πράσινο χρώμα.
Ο δικέφαλος αετός της Αψβουργικής δυναστείας χρησιμοποιήθηκε ως θυρεός της Αυστροουγγαρίας από το 1867 έως το 1915. Το 1915 υιοθετήθηκε ένας νέος θυρεός που συνδύαζε τον θυρεό των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας και τον θυρεό της Αψβουργικής δυναστείας.
Επιπροσθέτως, κάθε ένα από τα δύο τμήματα της Αυστροουγγαρίας είχε τον δικό του θυρεό.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.