Remove ads
πόλη του Μαυροβουνίου From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μπούντβα ή αρχαία Βουθόη (μαυροβουνιακά: Будва, Budva) είναι παραθαλάσσια, τουριστική πόλη του Μαυροβουνίου, έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος.[2] Η πόλη στην απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 13.338 κατοίκους. Αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους οικισμούς της Αδριατικής ακτής που κατοικείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.. και που αναφέρεται ότι ιδρύθηκε από τον Κάδμο το Θηβαίο. Στη βιβλιογραφία παρουσιάζεται και με τα ονόματα Βουθοία, Βουθούη, Βουθοίη, Βούδουα, Βουλούα και Βουτούα.[3] Απέναντι από τη Μπούντβα υπάρχει το νησί του Αγίου Νικολάου.
Μπούντβα | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Μαυροβούνιο | ||
Διοικητική υπαγωγή | Μπούντβα | ||
Προστάτης | Ιωάννης ο Βαπτιστής | ||
• Μέλος του/της | Assembly of European Regions[1] | ||
Έκταση | 122 km² | ||
Υψόμετρο | 3 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 13.338 (1 Απριλίου 2011) | ||
Ταχ. κωδ. | 85310 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία αρχαιολογικών αποδεικτικών στοιχείων που τοποθετούν την Βουθόη στους αρχαιότερους αστικούς οικισμούς της Αδριατικής Θάλασσας. Σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία παρέχονται από ιστορικές αναφορές που χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. και παρατίθενται παρακάτω.
Στις Βάκχες του Ευριπίδη αναφέρεται ότι ο Διόνυσος αποφάσισε να εξορίσει τον ιδρυτή και Βασιλιά της Θήβας, τον Κάδμο, και αυτός, αναζητώντας μία τοποθεσία για εκείνον και τη γυναίκα του Αρμονία, πήγε και ίδρυσε τη Βουθόη στην Ιλλυρία.[4]
Στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα, κατά το 330 π.Χ. αναφέρεται ότι η Βουθόη βρίσκεται νότια από τον Αρίωνα ποταμό, σε μισή ημέρα απόσταση, στον Ριζούντα ποταμό, εκεί που είναι οι τάφοι του Κάδμου και της Αρμονίας και στη συνέχεια σε τρεις ημέρες πλου, είναι η Ελληνική πόλη Επίδαμνος (το σημερινό Δυρράχιο)[5].
Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος το 2ο αιώνα μ.Χ. την αναφέρει ως Βουλούα ή Βουτούα, νότια από τον Ριζονικό κόλπο και βόρεια από το Ουλκίνιο.[6].
Το 2ο αιώνα γράφει και ο Ηρωδιανός: «Βουθόη, πόλις Ιλλυριδίς, ως Φίλων, δια το Κάδμον επί ζεύγους βοών οχούμενον ταχέως ανύσαι την ες Ιλλυριούς οδόν, οι δε τον Κάδμον από της Αιγυπτίας Βουτούς ονομάσαι αυτήν και παραφθαρείσαν καλείσθαι Βουθόην».[7]
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στο βιβλίο του Περί πόλεων του 5ου αιώνα, καταρχήν αναφέρει σχεδόν το ίδιο κείμενο, δηλαδή ότι η Βουθόη, σύμφωνα με τον Φίλωνα, ονομάστηκε έτσι επειδή ο Κάδμος ανέβηκε γρήγορα στην οδό για τους Ιλλυριούς πάνω σε ζευγάρι βοδιών, ενώ επισημαίνει ότι άλλοι θεωρούν ότι η πόλη πήρε το όνομα της Αιγύπτιας Βουτούς και μέσω παραφθοράς την είπαν Βουθόη.[8]
Στο Μέγα Ετυμολογικόν της Φλωρεντίας και το Etymologicum Genuinum (βυζαντινό έργο του 9ου αιώνα), αναφέρεται ως «Βούθοια» και ετυμολογείται είτε από το ότι ο Κάδμος εποίκισε στους Ιλλυρίους, είτε από το ζεύγος των βοδιών (όπως ανέφερε και ο Στέφανος ο Βυζάντιος)[9].
Στο Μέγα Ετυμολογικόν, έργο του 11ου αιώνα, αναφέρεται ότι η Βουθόη χτίστηκε στην Ιλυρρική από τον Κάδμο, όταν αυτός έφυγε πάνω σε ζεύγος βοδιών από τις Θήβες, ενώ επισημαίνεται και ότι ονομάζεται Βουθοίη από τον Σοφοκλή σε έργο του.[10][11].
Σύμφωνα με την αστική δομή της Βουθόης θεωρείται ότι ήταν μια Πόλη-κράτος, με όλα τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής πολεοδομίας, που διέθετε κύριους μακρείς δρόμους που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία της πόλης, αλλά όχι εντός του κέντρου αυτής. Κατά το 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της Βουθόης κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τον 6ο αιώνα αποτελούσε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ τους επόμενους δύο αιώνες θα φθάσουν στην περιοχή οι Σλάβοι και, σε μικρότερο βαθμό, οι Άβαροι, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους ντόπιους Ελληνορωμαίους πολίτες. Το 841 η Βουθόη λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι κατέστρεψαν όλη την γύρω περιοχή.[12][13]
Στις αρχές του Μεσαίωνα ήταν μέρος της Διόκλειας, ενός υποτελούς κρατιδίου του Βυζαντίου. Αργότερα, βρέθηκε εντός του Πριγκιπάτου της Ζέτας και της Σερβίας.[12][13]
Οι Βενετοί κατείχαν την πόλη για σχεδόν 400 χρόνια, από το 1420 μέχρι το 1797. Σε εκείνους τους αιώνες οχυρώθηκε με ισχυρό ενετικά τείχη για την αντιμετώπιση των τουρκικών επιθέσεων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λουίτζι Παουλούτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιλούσε την ενετικό διάλεκτο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς και συνθέτες του θεάτρου, ο Κριστόφορο Ιβάνοβιτς, γεννήθηκε στην ενετική Μπούντβα.[12][13]
Με την πτώση της Δημοκρατίας της Βενετίας το 1797, η Μπούντβα, πέρασε στην κυριαρχία της μοναρχίας των Αψβούργων. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1806, στρατιωτικές δυνάμεις του Μαυροβουνίου, σε συμμαχία με τη Ρωσία, πήραν τον έλεγχο της πόλης, την οποία εγκατέλειψαν όμως στη Γαλλία το 1807. Η γαλλική κυριαρχία κράτησε μόλις μέχρι το 1813, όταν η Μπούντβα (μαζί με τις περιοχές του Ριζονικού Κόλπου), παραχωρήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία, στην οποία παρέμεινε για τα επόμενα 100 χρόνια. Προηγουμένως, για ένα μικρό διάστημα, η πόλη είχε περάσει στον έλεγχο του Μαυροβουνίου (1813-14).[12][13]
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στη Μπούντβα, αφού την είχαν εγκαταλείψει οι αυστριακές δυνάμεις. Έπειτα, αποτέλεσε μέρος του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και αργότερα της Γιουγκοσλαβίας.[12][13]
Το 1937, κατά τη διάρκεια εργασιών για την κατασκευή του ξενοδοχείου Αβάλα, ανακαλύφθηκε μία ρωμαϊκή και μία ελληνική νεκρόπολη, που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. ως τον 2ο αιώνα μ.Χ. Οι εντατικές ανασκαφές, που διεξήχθησαν από τη δεκαετία του 1950 ως τη δεκαετία του 1980, έφεραν στο φως πάνω από 450 ξεχωριστούς τάφους και αμέτρητα τεχνητά αντικείμενα. Τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα, στα οποία περιλαμβάνονταν κεραμικά, όπλα, κοσμήματα και τεφροδόχοι, μεταφέρθηκαν σε διάφορα μουσεία στο Βελιγράδι, το Σπλιτ, την Κετίγνη και αλλού, και μερικά από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μπούντβα.[14][15][16]
Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατελήφθη από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του Άξονα συνέβη στις 22 Νοεμβρίου του 1944 και ακολούθησε η ενσωμάτωσή της στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου.[12][17]
Ένας καταστροφικός σεισμός χτύπησε τη Μπούντβα στις 15 Απριλίου 1979. Ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης καταστράφηκε, αν και μετέπειτα σχεδόν όλα τα κτίρια αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή.[13]
Το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο κράτος το 2006, με τη Μπούντβα να αποτελεί κύριο τουριστικό προορισμό του.[13]
Η Μπούντβα είναι το διοικητικό κέντρο του ομώνυμου δήμου, ο οποίος είχε πληθυσμό 19.218 κατοίκων, κατά την απογραφή του 2011.[19] Οι κάτοικοι της πόλης ήταν, κατά την ίδια απογραφή, 13.338 κάτοικοι.[20]
Εθνικότητες το 2011[20]
Ο τουρισμός είναι η βασική κινητήρια δύναμη της οικονομίας της Μπούντβα. Η πόλη αποτελεί ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, και μακράν ο πιο δημοφιλής προορισμός στο Μαυροβούνιο. Κατά τη διάρκεια του 2013, καταγράφηκαν 668.931 τουριστικές επισκέψεις και 4.468.913 διανυκτερεύσεις, αντιπροσωπεύοντας έτσι το 44,8% των τουριστικών επισκέψεων στο Μαυροβούνιο και το 47,5% των διανυκτερεύσεων. [21][22]
Παρά το γεγονός ότι η Μπούντβα είναι αξιοσημείωτη για τη μακρά ιστορία της και την καλά διατηρημένη παλιά πόλη της, δεν είναι το ίδιο γνωστή ως προορισμός για αξιοθέατα ή για πολιτιστικό τουρισμό. Σε αντίθεση με το Κότορ ή το Ντουμπρόβνικ, έχει μια εικόνα πολυσύχναστου παραλιακού θερέτρου, με ζωηρή και δραστήρια ατμόσφαιρα και πολύ έντονη νυχτερινή ζωή.[23][24]
Η Μπούντβα έχει μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της νότιας Αδριατικής και το πιο ευχάριστο κλίμα στο Μαυροβούνιο. Η παραλία Μόγκρεν είναι αναμφισβήτητα η πιο γνωστή και πιο ελκυστική από τις παραλίες της πόλης. Άλλες παραλίες της πόλης είναι η Ριτσάρντοβα Γκλάβα, η Πίζανα και η Πλάζα Σλοβένσκα.[25]
Το νησί του Αγίου Νικολάου βρίσκεται απέναντι από την παλιά πόλη της Μπούντβα, σε απόσταση 1 χιλιομέτρου από εκεί. Πρόκειται για ένα αναξιοποίητο νησί, που διαθέτει μερικές όμορφες παραλίες. Συνδέεται με τη στεριά με μικρά πλοιάρια και αποτελεί δημοφιλή τοποθεσία για τους τουρίστες που επισκέπτονται τη Μπούντβα.[26]
Η Μπούντβα είναι γνωστή τοπικά ως η πρωτεύουσα της νυχτερινής ζωής της ανατολικής Αδριατικής. Οι πρώτες ντισκοτέκ άρχισαν να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ως μέρος των ξενοδοχείων. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000 τα κέντρα διασκέδασης πολλαπλασιάστηκαν, κυρίως στην παραλιακή ζώνη της πόλης. Υπάρχει, επίσης, ένας μεγάλος αριθμός από μπαρ, παμπ και εστιατόρια.[25][27]
Στην Μπούντβα εκδηλώνεται η «Αδριατική Έκθεση» (Jadranski sajam), η μεγαλύτερη έκθεση του Μαυροβουνίου. Εκεί φιλοξενούνται πολυάριθμες εμπορικές εκδηλώσεις καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, συμπεριλαμβανομένης της μοναδικής επίδειξης αυτοκινήτων της χώρας.[28]
Το παίξιμο τυχερών παιχνιδιών είναι δημοφιλής δραστηριότητα στην Μπούντβα, καθώς πολλά ξενοδοχεία διαθέτουν καζίνο. Το ξενοδοχείο Μαέστραλ είναι ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των παικτών τυχερών παιχνιδιών. Το 2006 η ταινία Καζίνο Ρουαγιάλ γυρίστηκε εν μέρει σε δημοφιλές καζίνο του Μαυροβουνίου, κάτι που έδωσε περισσότερη ώθηση στο προφίλ της Μπούντβας ως προορισμό για τυχερά παιχνίδια.[29][30][31]
Η μαρίνα της πόλης συμβάλει για το ναυτικό τουρισμό. Πολυτελή γιοτ δένουν εκεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, επισκιάζοντας τα μικρά αλιευτικά σκάφη που ανήκουν στους ντόπιους. Η Μπούντβα έχει φιλοξενήσει στο παρελθόν και ναυτική έκθεση (Ναυτικό Σαλόνι), όμως τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να χάνει την πρωτοκαθεδρία από τη μεγαλύτερη και πιο πολυτελή μαρίνα του Πόρτο Μοντενέγκρο.[32][33][34]
Ο ΦΚ Μόγκρεν είναι ο πιο δημοφιλής ποδοσφαιρικός σύλλογο στην Μπούντβα και το αθλητικό σωματείο με τη μεγαλύτερη παράδοση εκεί. Ιδρύθηκε το 1920 και συμμετέχει στο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου του Μαυροβουνίου, κερδίζοντας το πρωτάθλημα το 2008-09 και το 2010-11. Ο σύλλογος κέρδισε επίσης το Κύπελλο Μαυροβουνίου του 2008.[35]
Άλλα αθλήματα που είναι δημοφιλή στη Μπούντβα είναι το βόλεϊ, η υδατοσφαίριση, η πυγμαχία και η ατομική ανεμοπορία.[36][37][38]
Η Μπούντβα συνδέεται με την ενδοχώρα του Μαυροβουνίου μέσω διπλής λωρίδας αυτοκινητοδρόμους. Η πρωτεύουσα της χώρας Ποντγκόριτσα απέχει 60 χιλιόμετρα από τη Μπούντβα. Η Αδριατική Οδός την συνδέει με τις γύρω παραλιακές πόλεις και με την Κροατία.[2][25]
Εξυπηρετείται αεροπορικώς με το αεροδρόμιο της Τίβακ, που απέχει 20 χιλιόμετρα μακριά, και με το αεροδρόμιο της Ποντγκόριτσα, που απέχει 65 χιλιόμετρα.[2][25][39]
Ο πλησιέστερος σιδηροδρομικός σταθμός είναι στο Σουτομόρε. Αυτός ο σταθμός απέχει περίπου 35 χιλιόμετρα από το κέντρο της Μπούντβα.[2][25][40]
Μπούντβα | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κλιματικό γράφημα (explanation) | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Η Μπούντβα έχει ένα τυπικό μεσογειακό κλίμα, με ζεστά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες. Περίπου 230 είναι οι ηλιόλουστες μέρες ετησίως. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες το καλοκαίρι κυμαίνονται από 24 έως 32°C και το χειμώνα από 8 έως 14°C. Η μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι είναι 25°C και το χειμώνα 9,3°C. Η θερμοκρασία της θάλασσας τους καλοκαιρινούς μήνες φτάνει μέχρι τους 25°C.[25][27]
Η Μπούντβα έχει αδελφοποιηθεί με τις κάτωθι πόλεις:[41]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.