Remove ads
Ιστορική περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ιλλυρία (από την Αρχαία Ελληνική Ἰλλυρία ή Ἰλλυρίς,[1] λατινικά: Illyria) κατά την κλασική αρχαιότητα, ήταν περιοχή στο δυτικό μέρος της σημερινής βαλκανικής χερσονήσου, η οποία κατοικούνταν από Ινδο-Ευρωπαϊκές φυλές που μιλούσαν την Ιλλυρική γλώσσα. Ο προσδιορισμός των ορίων της αρχαίας Ιλλυρίας είναι δύσκολος για τους ιστορικούς καθώς, πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ποτέ δεν είχαν ενοποιηθεί όλοι οι Ιλλυριοί σε ένα βασίλειο. Εκτός αυτού, τα σύνορα του βασιλείου δεν είναι σαφή. Π.χ. οι Σλαβοι Δαλματοί, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί ως φυλή Ιλλυριών λόγω της γλώσσας, υπάγονταν στο βασίλειο της Ιλλυρίας για μικρό διάστημα και σύντομα αποσχίστηκαν, κατά τη βασιλεία του Γένθιου. Μετά τη ρωμαϊκή εποχή η Ιλλυρία, ως γεωγραφικός, διοικητικός ή εκκλησιαστικός όρος περιλάμβανε ευρύτερη περιοχή από την αρχαία Ιλλυρία. Για παράδειγμα, στη βυζαντινή εποχή το Ιλλυρικόν Θέμα περιλάμβανε και τη Θεσσαλονίκη.[2]
Σήμερα, η περιοχή αυτή ανήκει στα κράτη Μαυροβούνιο, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Σερβία.
Οι Ιλλυριοί για τους αρχαιολόγους, γλωσσολόγους και ιστορικούς δεν συνιστούν μια μοναδική, ομοιογενή, εθνική ομάδα. Δεν συνιστούν ένα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης πρωτο-ιλλυρικό ρεύμα που κατέκλυσε την ευρωπαϊκή ήπειρο, ούτε μετανάστευσαν περί το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη νότια Βαλκανική και τον Ελλαδικό χώρο. Τέλος δεν πρέπει να ταυτιστούν με τον Πολιτισμό του Ούρνφλιντ που αναπτύχθηκε στην Κεντρική Ευρώπη στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Αρχαιολόγοι από το Σαράγεβο (Benac και Β. Čović) διατύπωσαν την θεωρία πως οι Ιλλυριοί σχηματίστηκαν γύρω στα 1000 π.Χ. την εποχή έναρξης της Εποχής του Σιδήρου. Πρόκειται για βοσνιοκεντρική θεωρία η οποία δεν εξηγεί τις διαφορές ανάμεσα στους ποικίλους λαούς, οι οποίοι στις πηγές αναφέρονται ως Ιλλυριοί.[3] Πάντως η σύγχρονη ιστορική και γλωσσολογική έρευνα «[...] τείνει να υιοθετήσει την άποψη πως το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους Αλβανούς για να χαρακτηρίσει μια ομάδα λαών που μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και ζούσαν στο χώρο της σύγχρονης Αλβανίας και του Μαυροβουνίου.».[4] Η παλαιότερη σωζόμενη περιγραφή των ιλλυρικών λαών προέρχεται από τον Περίπλου, περιγραφή του περίπλου της Αδριατικής -έργο γραμμένου στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. αλλά αγνώστου συγγραφέα.[5]
Η ανθρώπινη παρουσία στον ιστορικό χώρο της Ιλλυρίας ανάγεται στην περίοδο 200.000 με 100.000 π.Χ δηλ. στην Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο.[6] Λίθινα εργαλεία, φολίδες από πυριτόλιθο, θραύσματα ανθρώπινων οστών, έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις,όπως σε σπήλαια και παραποτάμιες περιοχές (σπήλαιο Στίγενα στο Πετρόβιτσι του Μαυροβουνίου, στην Κράπινα κοντά στο Ζάγκρεμπ,στη βόρεια Βοσνία: Κάμεν, Ντόμποϊ, Γκράμποβτσα Μπρντο, Λόυστιτσι, Ούσοβα, Βίσοκο Μπρντο).[7] Αγροτικές κοινότητες της Μεσολιθικής και Νεολιθικής περιόδου αναπτύσσονται μεταξύ Αδριατικής και Δούναβη όπως ο Πολιτισμός Στάρτσεβο, (στην νοτιοδυτική Βουλγαρία), ο Πολιτισμός Βίντσα (στα κεντρικά Βαλκάνια νότια από το Βελιγράδι), ο Πολιτισμός Ντανίλο (κοντά στο Σίμπενικ).[8] Σκελετοί που έχουν εντοπιστεί σε προϊστορικά νεκροταφεία δείχνουν πως το ύψος των Ιλλυριών έφτανε το 1,65 για τους άνδρες και το 1,53 για τις γυναίκες.[9]
Μεταξύ 1200 και 1050 οι Ιλλυριοί γνωρίζουν ανάπτυξη του υλικού πολιτισμού τους και σχέσεις με τον ελλαδικό χώρο.
Η Ιλλυρία και οι πληθυσμοί της δέχονται επιδράσεις από δύο ιστορικούς χώρους την περίοδο αυτήν: τον ελλαδικό και τη βόρεια Ιταλία και τους πολιτισμούς της Σλοβενίας. Ο πολιτισμός του Γκλάσινακ, ο οποίος τοποθετείται στο σημερινό βόρειο Μαυροβούνιο και τη δυτική Σερβία, ονομάζεται έτσι από τον ομώνυμο οικισμό Γκλάσινακ (ανατολικά του Σαράγεβο): οι οικισμοί Γκλάσινακ είναι οχυροί σε λόφους και οι ταφικοί τύμβοι τους περιέχουν πολλά όπλα, υποδηλώνοντας στρατιωτικού τύπου εξουσία. Ο πληθυσμός λόγω της οικονομικής ευημερίας είναι πιθανώς επταπλασιασμένος. Μετά τις αρχές του 5ου αι. παρακμάζει ο πολιτισμός του Γκλάσινακ λόγω και της αποξένωσής του από τον ελλαδικό χώρο.[10] Κατά τον Δεύτερο ελληνικό αποικισμό οι Κορίνθιοι ιδρύουν δύο σημαντικές αποικίες στην Ιλλυρία που εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις, την Απολλωνία και την Επίδαμνο.Οι ελληνικές επιρροές εντοπίζονται σε διακοσμητικά μοτίβα παραστάσεων σε ζωοφόρους (π.χ. στη situla που βρέθηκε στο Βάτσε), αγγεία, κοσμήματα, μεταλλικά αντικείμενα ελληνικής προέλευσης: από Αττική, Ιωνία. Τέλος συνιστούν ξεχωριστή περίπτωση αντικείμενα είτε ελληνικής κατασκευής, προσαρμοσμένα σε ιλλυρικές αισθητικές απαιτήσεις, είτε ιλλυρικής κατασκευής αλλά μιμητικά ελληνικών τεχνοτροπιών: ζώνες, βραχιόλια, περικεφαλαίες. Όλα αυτά τα ευρήματα συνιστούν τον λεγόμενο ελληνοϊλλυρικό πολιτισμό (6ος-5ος αι. π.Χ): ευρήματα σχετικά έχουν εντοπιστεί στο Τρεμπένιστε (κοντά στη λίμνη Αχρίδα) [11]
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς Βάρδυλις μετέτρεψε την Ιλλυρία σε αξιόλογη τοπική δύναμη. Οι πιο σημαντικές πόλεις των Ιλλυριών ήταν η Σκόδρα (στη σημερινή Αλβανία) και η Ρίζων (στο σημερινό Μαυροβούνιο). Το 359 π.Χ., ο ίδιος ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Γ' μαζί με 4.000 από τους στρατιώτες του σκοτώθηκαν προσπαθώντας να αποκρούσουν επιδρομή των Ιλλυριών του Βαρδύλιος.[12] Τότε οι Ιλλυριοί κατέλαβαν τις περιοχές της Μακεδονίας Λυγκηστίδα, Ορεστίδα καθώς και άλλα εδάφη της.
Όμως το 358 π.Χ. ο διάδοχος του Περδίκκα Φίλιππος Β', αφού πρώτα σταθεροποίησε την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας του και νίκησε άλλους εξωτερικούς εχθρούς, ετοιμάστηκε να εκδιώξει τους Ιλλυριούς από το έδαφος της Μακεδονίας. Τότε ο Βάρδυλις πρότεινε ειρήνη, με τον όρο όμως να κρατήσει τα εδάφη που είχε καταλάβει. Ο Φίλιππος απέρριψε την πρόταση και εισέβαλλε στη Λυγκηστίδα. Η αποφασιστική μάχη φαίνεται πως δόθηκε στην πεδιάδα της Πελαγονίας, βόρεια της Λυχνίτιδας λίμνης (Οχρίδα), κοντά στο σημερινό Μοναστήρι, με τους δύο αντιπάλους να διαθέτουν ο καθένας από 10.000 πεζούς και 500-600 ιππείς. Οι Ιλλυριοί νικήθηκαν και υποχώρησαν άτακτα, καταδιωκόμενοι. Έτσι, τα σύνορα της Μακεδονίας με την Ιλλυρία επανήλθαν στη λίμνη Λυχνίτιδα.[13] Αργότερα (356 π.Χ.), οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τους Αθηναίους, τους Παίονες και τους Θράκες στον πόλεμο των τελευταίων με τον Φίλιππο. Και πάλι όμως ηττήθηκαν.[14]
Κατά τη βασιλεία του γιου του Βαρδύλιος, Κλείτου, το ιλλυρικό βασίλειο τέθηκε υπό την επικυριαρχία του Φιλίππου (352 π.Χ.).[15] Ο Κλείτος επαναστάτησε κατά τις αρχές τις βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε συνεργασία με τον βασιλιά του ιλλυρικού φύλου των Ταυλαντίων, Γλαυκία. Όμως, ο συνασπισμός τους νικήθηκε από τον Αλέξανδρο σε νυκτερινή μάχη έξω από το οχυρό Πήλιο, στην κοιλάδα του Εορδαϊκού ποταμού.[16] Στη συνέχεια, ελαφρό πεζικό των Ιλλυριών συμμετείχε στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών.[17]
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναδύθηκαν πάλι ιλλυρικά βασίλεια. Το 312 π.Χ., ο βασιλιάς των Ταυλαντίων Γλαυκίας κατέλαβε την Επίδαμνο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Επί βασιλείας του Άγρωνα (3ος αιώνας π.Χ.), οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τον Δημήτριο Β' της Μακεδονίας εναντίον των Δαρδάνων. Επίσης συμμάχησαν με τους Ακαρνάνες εναντίον της Αιτωλικής Συμπολιτείας που είχε εισβάλλει στο έδαφος των τελευταίων και τους νίκησαν το 231 π.Χ. Την επόμενη άνοιξη, οι Ιλλυριοί υπό τη βασίλισσα Τεύτα, σύζυγο και διάδοχο του Άγρωνα, εισέβαλλαν αιφνιδιαστικά στο Κοινό των Ηπειρωτών το οποίο δεν περίμενε επίθεση, και κατέλαβαν την πρωτεύουσά του Φοινίκη (νοτιοδυτικά του σημερινού Δέλβινου στην Αλβανία). Οι Ηπειρώτες έσπευσαν να ανακαταλάβουν την πρωτεύουσά τους πριν καταφθάσουν ενισχύσεις 5.000 ανδρών που έστειλε η Τεύτα, αλλά νικήθηκαν και κάλεσαν σε βοήθεια τους Αιτωλούς. Τότε οι Ιλλυριοί ήρθαν σε συμφωνία με τους Έλληνες και αποσύρθηκαν απελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους και κρατώντας τα λάφυρα. Οι Ηπειρώτες, μάλιστα, αναγκάστηκαν αργότερα να συμμαχήσουν με την Τεύτα.[18]
Στους πολέμους των Ρωμαίων κατά των Ιλλυριών του 229 π.Χ. και 219 π.Χ., η Ρώμη νίκησε τις φυλές των Ιλλυριών στην κοιλάδα των ποταμών Νερέτβα και κατέστειλε την πειρατεία, που είχε καταστήσει την Αδριατική επισφαλή για το ρωμαϊκό εμπόριο. Έγιναν δύο εκστρατείες, η πρώτη εναντίον της βασίλισσας των Ιλλυριών, Τεύτα και η δεύτερη εναντίον ενός Έλληνα, του Δημητρίου του Φάρου. Η αρχική εκστρατεία του 229 π.Χ. χαρακτηρίζεται από την πρώτη ρωμαϊκή εισβολή, μέσω της Αδριατικής θάλασσας.
Διήρκεσε από το 231 π.Χ.- 226 π.Χ.
Ο δεύτερος πόλεμος κατά των Ιλλυριών διήρκεσε από το 220 π.Χ. μέχρι το 219 π.Χ.. Το 219 π.Χ., η ρωμαϊκή Δημοκρατία βρισκόταν σε πόλεμο με τους Κέλτες της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, όταν άρχιζε ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος. Αυτές οι περισπάσεις έδωσαν στον Δημήτριο Φάρο το χρόνο που χρειαζόταν για να ναυπηγήσει νέο πολεμικό στόλο 90 πλοίων. Με αυτό το στόλο, ο Δημήτριος έπλευσε νότια στη Λύσσο και, παραβιάζοντας την προηγούμενη συνθήκη, άρχισε πόλεμο. Ο στόλος του Δημητρίου επιτέθηκε αρχικά στην Πύλο όπου συνέλαβε 50 πλοία. Από την Πύλο, ο στόλος κατέπλευσε στις Κυκλάδες, καταστέλλοντας καθ' οδόν την αντίσταση εναντίον του. Ο Δημήτριος έκανε το στρατηγικό λάθος να στείλει τμήμα του στόλου του στην Αδριατική και με τις δυνάμεις του διαιρεμένες, η ελληνική πόλη Διμάλη κατελήφθη από το ρωμαϊκό στόλο υπό τον Λεύκιο Παύλο. Από τη Διμάλη, ο στόλος έπλευσε προς τη Φάρο. Οι Ρωμαίοι είχαν νικήσει. Ο Δημήτριος διέφυγε στη Μακεδονία όπου έγινε σύμβουλος στην αυλή του Φιλίππου Ε', και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στη Μεσσήνη το 214 π.Χ. [εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Γ΄ Ιλλυρικός πόλεμος (αρχές 168 π.Χ.-μέσα Ιουνίου 168 π.Χ.) ήταν μία αποτυχημένη προσπάθεια αντιπερισπασμού που οργανώθηκε από την μακεδονική αυλή του Περσέα στα πλαίσια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (171-167 π.Χ.).
Στην περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η ιλλυρική άρχουσα τάξη δεν κατόρθωσε να προωθηθεί στην αυτοκρατορική ιεραρχία: οι γηγενείς περιορίστηκαν να υπηρετούν στον στρατό και στο ναυτικό. Η μόνη ιλλυρική κοινότητα που εντάχθηκε σε ισοπολίτιδες πολιτείες πριν την εποχή των Φλαβίων (69-96 μ.Χ.) ήταν οι Λιβυρνοί, κι αυτό επειδή, μετά τον καθορισμό των ορίων της ιταλικής επικράτειας στην ανατολική Ίστρια, η περιοχή των Λιβυρνών -που πριν ανήκε στην Ιταλία- υποβιβάστηκε σε επαρχία, οπότε για αντιστάθμισμα πολλές μικρές κοινότητες ονομάστηκαν ανεξάρτητες και ισότιμες με τις ιταλικές.[19] Στην εποχή του Τραϊανού (98-117 μ.Χ) οι ιλλυρικές κοινότητες της νοτιοανατολικής Παννονίας, οι Σκορδίσκοι και οι Βρεύκοι, απέκτησαν δικαίωμα ρωμαίου πολίτη. Σε σχέση με άλλες ρωμαϊκές επαρχίες, οι Ιλλυριοί παρουσίαζαν χαμηλό ρυθμό αστικοποίησης.[20]
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο που εκδηλώθηκε ύστερα από τον θάνατο του Κόμμοδου, το 192 μ.Χ., οι Ιλλυριοί αποκτούν σταδιακά σοβαρό ρόλο στα ρωμαϊκά πράγματα, καθώς αναγορεύουν τα εκεί στρατεύματα ως αυτοκράτορα τον διοικητή της Άνω Παννονίας Λεύκιο Σεπτίμιο Σεβήρο, εκδιώκοντας τον Δίωνα Κάσσιο. Ο σημαντικός ρόλος της περιοχής φαίνεται και από το ότι επανεμφανίζεται η ονομασία Illyricum (Ιλλυρικό).[21]
Κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, σημαντικοί αυτοκράτορες κατάγονται από το Ιλλυρικό (Δέκιος, Κλαύδιος B΄ Γοτθικός, Αυρηλιανός, Πρόβος, Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Κωνσταντίνος Α΄). Οι ιστορικοί τους έχουν δώσει την επωνυμία Ιλλυριοί αυτοκράτορες.
Ιλλυριοί είναι κι αυτήν την περίοδο βυζαντινοί Αυτοκράτορες: ο Ιοβιανός από τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι), ο Βαλεντινιανός από τις Κιβάλες της Παννονίας (σημ. Βίνκοβτσι). Το ρωμαϊκό Ιλλυρικό έπαψε να υφίσταται στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., μετά την ήττα του Ουαλεντινιανού Β΄ στη μάχη της Αδριανούπολης.[22] Στις αρχές του 5ου αι. το Ιλλυρικό ερημώνει λόγω των συνεχών επιδρομών Γότθων, Ούννων, Αλανών. Ο Αναστάσιος, ο Ιουστίνος και ο ανιψιός του Ιουστινιανός ήταν οι τελευταίοι Ιλλυριοί αυτοκράτορες. Οι βόρειες περιοχές του ρωμαϊκού Ιλλυρικού καταλήφθηκαν από τους Αβάρους και τους Λομβαρδούς αλλά το νότιο Ιλλυρικό εξακολουθούσε να αποτελεί πηγή τροφοδότησης του ρωμαϊκού στρατού με έμψυχο δυναμικό.[23] Οι Ιλλυριοί αναφέρονται για τελευταία φορά στη συλλογή αγιολογικών κειμένων, γνωστή ως Θαύματα του Αγίου Δημητρίου (Miracula Sancti Demetri), η οποία γράφτηκε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Επιδίδονταν κυρίως στην κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα, χοίροι), το κυνήγι, το ψάρεμα και λιγότερο στη γεωργία. Καλλιεργούσαν ήμερο σιτάρι,βρώμη, κεχρί, και όσπρια. Μάλλον δεν γνώριζαν την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς που την έμαθαν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Αξιοποίησαν φυτά αρωματικά για φαρμακευτικούς λόγους (π.χ. ιλλυρική ίριδα).[24]
Υπάρχουν αναφορές για τέλεση ανθρωποθυσιών πριν τη μάχη με τον Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ. Οι Ιλλυριοί υιοθετούν την άποψη πως η μαγεία και η βασκανία ασκούν επίδραση στους ανθρώπους. Δεν είχαν συγκροτημένη κοσμογονική θεωρία. Είναι πιθανότατο οι Ιλλυριοί να πίστευαν στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων και διαφόρων θεοτήτων οι οποίες ρυθμίζουν τα φυσικά φαινόμενα, προκαλούν τις ασθένειες,την υγεία, την ευφορία και τις φυσικές καταστροφές. Συμβολικές μορφές διακοσμούν αντικείμενα: ο ήλιος, πτηνά, ερπετά, άλογα, σβάστικα-σύμβολο της ηλιακής τροχιάς. Φιλολογικές μαρτυρίες του 2ου αι. μ.Χ. αναφέρουν λατρευτικές πράξεις των Παιόνων με επίκεντρο ένα μικρό δίσκο στερεωμένο πάνω σε ένα στύλο-σύμβολο του ήλιου. Συχνά ετυμολογείται η ονομασία του λαού των Ιλλυριών από κάποια λέξη με τη σημασία ερπετό -κάτι που δείχνει την κεντρική σημασία που είχε στο κοσμοείδωλο των Ιλλυριών το ερπετό. Το φίδι κυριαρχεί στις απεικονίσεις σημαίνοντας γονιμότητα, δύναμη κι αργότερα, με τη διάδοση του Χριστιανισμού, γίνεται σύμβολο αντίδρασης προς αυτόν. Δεν υπάρχει μια μοναδική ή κυρίαρχη θεότητα και οι θεότητές τους είχαν μάλλον τοπικό χαρακτήρα: έτσι στην Ιστρία συναντάμε τις θεότητες Eia, Malesocus, Boria, και Iria. Επίσης η Sentona και η νύμφη Ica. Η Anzotica ήταν το λιβυρνικό αντίστοιχο της Αφροδίτης. Στην Πριβίλιστα, κοντά στο Μπίχατς, εντοπίστηκαν βωμοί προς τιμήν του τοπικού θεού Bindus, αντίστοιχου του Neptunus, ρωμαϊκού αντίστοιχου του Ποσειδώνα.[25]
Οι ρίζες τις ιλλυρικής αρχαιολογίας εντοπίζονται στην περίοδο της Αναγέννησης, όταν ο Marko Marulic (1450-1524) πρωτοκατέγραψε αρχαιολογικά ευρήματα και αργότερα τον 17ο αι. ο Vicko Prodic καταλογογράφησε ιλλυρικούς ταφικούς τύμβους του νησιού Μπρατς. Οι έρευνες έγιναν αργότερα πιο συστηματικές όταν οι περιοχές περιήλθαν στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.[26]
Η αφύπνιση του αλβανικού κράτους τον 19ο αιώνα που ήλθε ως αντίδραση στον πιθανό εδαφικό διαμελισμό της χώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία αλλά και το Μαυροβούνιο που επιθυμούσε την έξοδό του στην Αδριατική θάλασσα, συνέβαλε στην καλλιέργεια των ισχυρισμών που έχουν διατυπώσει οι Αλβανοί περί άμεσης καταγωγής τους από τους αρχαίους Ιλλυριούς.[27] Ο J. G. von Hahn, με το έργο του Albanischen Studien που εκδόθηκε στην Ιένα το 1854 υποστήριξε τη θεωρία της καταγωγής των σύγχρονων Αλβανών από τους αρχαίους Ιλλυριούς.[28]. Η αλβανική αρχαιολογική έρευνα ενθαρρύνθηκε από την εθνική πολιτική στο να αποδείξει τους δεσμούς με τους αρχαίους Ιλλυριούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα περιοδικά όπου δημοσιεύονται οι πιο σημαντικές αρχαιολογικές έρευνες στην Αλβανία ονομάζεται Illiria.[29] Έτσι έγινε προσπάθεια να ενταχθούν οι Ιλλυριοί στον βραχύσωμο μελαχρινό ανθρωπολογικό τύπο στον οποίο ανήκουν οι Αλβανοί, μάλλον όμως δεν πρέπει να στηριζόμαστε σε τέτοιες προσεγγίσεις.[30] Ο ισχυρισμός των Αλβανών ότι είναι απόγονοι των Ιλλυριών, παρακίνησε ακόμα πιο πολύ τους Σλάβους να αναζητήσουν ιλλυρικές ρίζες στο παρελθόν τους: στα ταφικά έθιμα, στη λίθινη επένδυση των ταφικών μνημείων, στο σπάσιμο κεραμικών κατά την ταφή, στην περιοδική αναδιανομή γαιών στη νήσο Παγκ, στη χρήση ταψιού στο ψήσιμο του ψωμιού, στο έθιμο του τατουάζ.[31] Η αναβίωση του ονόματος της Ιλλυρίας μεταξύ των Σλάβων υπηκόων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο κροατικό εθνικιστικό κίνημα με επίκεντρο την πρωτεύουσα της Κροατίας, Άγκραμ, (σημ. Ζάγκρεμπ). Η διαιωνιζόμενη κυριαρχία της ουγγρικής γλώσσας πυροδότησε το κίνημα των Ιλλυριών Σλάβων που ζούσαν βορειοδυτικά της σημερινής Λιουμπλιάνα και των αυτόνομων Σλάβων των ανατολικών επαρχιών.[32]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.