Μακεδόνας βασιλιάς From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (Αρχαία Πέλλα, 23 Ιουλίου 356 π.Χ. – Βαβυλώνα, 10 Ιουνίου 323 π.Χ.), κοινώς γνωστός ως Μέγας Αλέξανδρος ή Αλέξανδρος ο Μέγας, ήταν Έλληνας βασιλιάς του αρχαίου ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του, τον Φίλιππο Β ́, στο θρόνο το 336 π. Χ. σε ηλικία 20 ετών και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της διακυβέρνησής του διεξάγοντας μια μακρά στρατιωτική εκστρατεία σε όλη τη Δυτική Ασία και την Αίγυπτο. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών, είχε δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία, που εκτεινόταν από την Ελλάδα έως τη βορειοδυτική Ινδία.[1] Ήταν αήττητος στη μάχη και θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος και πιο επιτυχημένος στρατηλάτης της ιστορίας.[2]
Αλέξανδρος ο Μέγας | |
---|---|
Περίοδος | 336-323 π.Χ. |
Προκάτοχος | Φίλιππος Β΄ |
Διάδοχος | Αλέξανδρος Δ΄ Φίλιππος Γ΄ |
Περίοδος | 336-323 π.Χ. |
Προκάτοχος | Φίλιππος Β' |
Διάδοχος | Δημήτριος Α' |
Περίοδος | 332-323 π.Χ. |
Προκάτοχος | Δαρείος Γ' |
Διάδοχος | Αλέξανδρος Δ΄ Φίλιππος Γ΄ |
Περίοδος | 330-323 π.Χ. |
Προκάτοχος | Δαρείος Γ' |
Διάδοχος | Αλέξανδρος Δ΄ Φίλιππος Γ΄ |
Γέννηση | 20 ή 21 Ιουλίου 356 π.Χ. Πέλλα, Μακεδονία |
Θάνατος | 323 π.Χ. (32 ετών) Βαβυλώνα, Μεσοποταμία |
Σύζυγος | Ρωξάνη • Στάτειρα • Παρυσάτιδα |
Επίγονοι | Αλέξανδρος Δ΄ Ηρακλής ο Μακεδών |
Οίκος | Δυναστεία των Αργεαδών |
Πατέρας | Φίλιππος Β΄ |
Μητέρα | Ολυμπιάδα |
Θρησκεία | Αρχαία ελληνική θρησκεία |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Μέχρι την ηλικία των 16 ετών, διδάχθηκε από τον Αριστοτέλη. Το 332 π.Χ., λίγο μετά την ανάληψη της βασιλείας της Μακεδονίας, εκστράτευσε στα Βαλκάνια και κατέλαβε τον έλεγχο της Θράκης και τμημάτων της Ιλλυρίας πριν βαδίσει προς την πόλη της Θήβας, η οποία στη συνέχεια καταστράφηκε στη μάχη. Ως Μακεδόνας είχε συνείδηση της ελληνικής του καταγωγής,[3][4][5] και ηγήθηκε της Πανελλήνιας Συμμαχίας, χρησιμοποιώντας την εξουσία του για να ξεκινήσει το πανελλήνιο σχέδιο που οραματίστηκε ο πατέρας του· αναλαμβάνοντας στη πορεία την ηγεσία όλων των Ελλήνων στην κατάκτηση της Περσίας.[6]
Το 337 π. Χ., εισέβαλε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και ξεκίνησε μια σειρά εκστρατειών που διήρκεσαν 11 χρόνια. Μετά την κατάκτηση της Μικράς Ασίας, ο Αλέξανδρος έσπασε την εξουσία των Αχαιμενιδών σε μια σειρά αποφασιστικών μαχών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ισσό και τα Γαυγάμηλα. Στη συνέχεια ανέτρεψε τον Δαρείο Γ ́ και κατέκτησε την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών στο σύνολό της. Μετά την πτώση της Περσίας, η Μακεδονική Αυτοκρατορία κατείχε μια τεράστια λωρίδα εδάφους μεταξύ της Αδριατικής Θάλασσας και του Ινδού ποταμού.[7] Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να φτάσει στα «πέρατα του κόσμου και στη Μεγάλη Εξωτερική Θάλασσα» και εισέβαλε στην Ινδία το 327 π. Χ. , επιτυγχάνοντας μια σημαντική νίκη επί του Πώρου, ενός αρχαίου Ινδού βασιλιά του σημερινού Παντζάμπ, στη μάχη του Υδάσπη.
Λόγω των απαιτήσεων των στρατευμάτων του, τελικά γύρισε πίσω στον ποταμό Ύφαση και αργότερα πέθανε το 323 π. Χ. στη Βαβυλώνα, την πόλη της Μεσοποταμίας που είχε σχεδιάσει να καθιερώσει ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου άφησε ανεκτέλεστη μια επιπλέον σειρά προγραμματισμένων στρατιωτικών και εμπορικών εκστρατειών που θα ξεκινούσαν με μια ελληνική εισβολή στην Αραβία. Στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, ξέσπασε μια σειρά εμφυλίων πολέμων σε ολόκληρη τη Μακεδονική Αυτοκρατορία, οδηγώντας τελικά στη διάλυσή της στα χέρια των Διαδόχων.
Με το θάνατό του να σηματοδοτεί την έναρξη της ελληνιστικής περιόδου, η κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου περιλαμβάνει την πολιτιστική διάχυση και τον συγκρητισμό που προκάλεσαν οι κατακτήσεις του, όπως ο ελληνοβουδισμός και ο ελληνιστικός ιουδαϊσμός. Ίδρυσε περισσότερες από είκοσι πόλεις, με σημαντικότερη την πόλη της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Η εγκατάσταση Ελλήνων αποίκων από τον Αλέξανδρο και η επακόλουθη εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού οδήγησε στη συντριπτική κυριαρχία του ελληνιστικού πολιτισμού και στην επιρροή τόσο ανατολικά όσο και η ινδική υποήπειρος. Η ελληνιστική περίοδος εξελίχθηκε μέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Η ελληνική γλώσσα έγινε η lingua franca της περιοχής και ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάρρευσή της στα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ.
Οι ελληνικές κοινότητες στη Μικρά Ασία (Μικρασιάτες, Πόντιοι, Καππαδόκες) επέζησαν μέχρι τη γενοκτονία των Ελλήνων και τις ελληνοτουρκικές ανταλλαγές πληθυσμών στις αρχές του 20ου αιώνα μ.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε θρυλικός ως κλασικός ήρωας στο καλούπι του Αχιλλέα, συμμετέχοντας στις ιστορικές και μυθικές παραδόσεις τόσο των ελληνικών όσο και των μη ελληνικών πολιτισμών. Τα στρατιωτικά του επιτεύγματα και οι άνευ προηγουμένου διαρκείς επιτυχίες στη μάχη τον κατέστησαν το μέτρο με το οποίο πολλοί μεταγενέστεροι στρατιωτικοί ηγέτες θα συγκρίνονταν μεταξύ τους, και οι τακτικές του παραμένουν ένα σημαντικό αντικείμενο μελέτης στις στρατιωτικές ακαδημίες παγκοσμίως.
Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ.,[8] πιθανώς την 20ή ή 26η Ιουλίου, στην Πέλλα, πρωτεύουσα της Μακεδονίας.[9] Σύμφωνα με θρύλο τον οποίο παραδίδει ο Πλούταρχος, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.[10]
Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα.[11]
Το 349 π.Χ.[12] ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του πρίγκιπα. Υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, μαζί με τα υπόλοιπα νεαρά μέλη της μακεδονικής αριστοκρατίας.[13] Η μαθητεία κοντά στον μεγάλο φιλόσοφο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.[14]
Αυτήν την περίοδο, όπως παραδίδεται, ο Αλέξανδρος απέκτησε τον Βουκεφάλα από έναν φίλο του Φιλίππου, τον Δημάρατο. Οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι του Φίλιππου, θαύμασαν και προσπάθησαν να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, όμως ο ένας μετά τον άλλον αποτύγχανε να δαμάσει το άλογο. Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάλαβε ότι το άλογο τρόμαζε όταν έβλεπε τον ίσκιο του, έτσι με τη χρήση των χαλιναριών γύρισε το κεφάλι του Βουκεφάλα προς τον ήλιο, ώστε να μην βλέπει τον ίσκιο του και τελικά τον ηρέμησε.[15] Οι παρευρισκόμενοι ζητωκραύγασαν τον νεαρό Αλέξανδρο και ο πατέρας του Φίλιππος από τη μεγάλη χαρά του, τον ασπάστηκε και του ψιθύρισε στο αυτί: «Γιε μου, ψάξε για βασίλειο αντάξιό σου. Η Μακεδονία είναι μικρό βασίλειο για να σε χωρέσει».[15]
Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του, ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση των Μαιδών.[16][17][18] Κατά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του. Στο συνέδριο της Κορίνθου που ακολούθησε τη μάχη της Χαιρωνείας, ο Φίλιππος εξελέγη «στρατηγός αυτοκράτωρ της Ελλάδος» εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών.[19]
Στο 337 π.Χ., ο Φίλιππος -σε ηλικία 48 ετών- μνηστεύθηκε την Κλεοπάτρα Ευριδίκη, ευγενή της Μακεδονίας. Η Ολυμπιάδα ένιωσε όχι μόνο προσβεβλημένη και πως το γόητρό της καταρρακώθηκε, αλλά, αν η Κλεοπάτρα έδινε γιο στον Φίλιππο, εκείνος θα εκτόπιζε τον Αλέξανδρο στη διαδοχή,[20] καθώς ο Αλέξανδρος ήταν μόνο μισός Μακεδόνας.[21] Αυτό προκάλεσε αναστάτωση στις, μέχρι τότε, αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του. Η Ολυμπιάδα παρέμεινε στα διαμερίσματά της κατά τη γιορτή του γάμου, αλλά ο Αλέξανδρος παρευρέθηκε εκεί, χάνοντας σταδιακά την αυτοκυριαρχία του. Ο Άτταλος, θείος της νύφης, προσέβαλε σε μια πρόποσή του τον Αλέξανδρο, καθώς ευχήθηκε στο ζευγάρι να αποκτήσει γρήγορα ένα νόμιμο διάδοχο (αποκαλώντας έμμεσα τον Αλέξανδρο νόθο), και αυτός του πέταξε ένα κύπελλο.[20] Ο Φίλιππος προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, αλλά είχε πιεί πολύ κρασί και το κουτσό του πόδι τον πρόδωσε. Ο Αλέξανδρος χλεύασε τον πατέρα του, πως ενώ υποτίθεται πως θα οδηγούσε τον στρατό του από την Ελλάδα στην Ασία αυτός δεν μπορούσε να περπατήσει από την μια άκρη στην άλλη, και βγήκε από την αίθουσα.[20] Αργότερα, αποσύρθηκε στην Ήπειρο μαζί με τη μητέρα του.[22] Ωστόσο, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο ανάκτορο και συμφιλιώθηκε με τον Φίλιππο, αλλά η Ολυμπιάδα παρέμεινε στην Ήπειρο.
Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος πάντρεψε μια από τις κόρες του με τον βασιλιά της Ηπείρου και αδελφό της Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο. Οργανώθηκε βασιλική γιορτή στις Αιγές, με παρελάσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Καθώς ο Φίλιππος έμπαινε στο στάδιο για να κηρύξει τους αγώνες, ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Παυσανίας, βγήκε μπροστά του και τον δολοφόνησε, και στην καταδίωξη που ακολούθησε δολοφονήθηκε και ο ίδιος.[20]
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν μονάχα 20 ετών. Η θέση του βρισκόταν σε κίνδυνο. Ωστόσο, επέδειξε εκπληκτική αποφασιστικότητα, ταχύτητα στις ενέργειες και πολιτική σκέψη, αντιμετωπίζοντας μέσα σε ένα χρόνο τις αντιδράσεις των υπόλοιπων ελληνικών δυνάμεων και τις εξεγέρσεις των βόρειων γειτόνων του, Θρακών, Τριβαλλών, Γετών και Ιλλυριών.[23]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στην άνοδό του στον θρόνο (αρχές φθινοπώρου του 336 π.Χ.), συνετέλεσε η νομιμοφροσύνη του Αντιπάτρου και του Παρμενίωνα, των δύο σπουδαιότερων στρατηγών του πατέρα του. Ιδιαίτερα η στήριξη του Αντιπάτρου ήταν αυτή που τον απάλλαξε από τις φήμες για ανάμιξη στη δολοφονία του Φιλίππου. Τελικά, υιοθετήθηκε επίσημα η εκδοχή πως η δολοφονία έγινε με υποκίνηση των Περσών.[23]
Κατά τον Διόδωρο, ο Αλέξανδρος, σε γιορτές που τελέστηκαν στις Αιγές, κάλεσε τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων «τηρείν την προς αυτόν πατροπαράδοτον εύνοιαν». Μετά την αναγόρευσή του, έφερε πίσω τους στενούς του φίλους, Πτολεμαίο, Νέαρχο, Άρπαλο, Ερίγυιο και Λαομέδοντα, τους οποίους είχε εξορίσει ο Φίλιππος.[23]
Στη συνέχεια κινήθηκε γρήγορα, εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου. Έτσι δολοφονήθηκαν οι δύο νεότεροι γιοί του Αερόπου, μέλους του βασιλικού οίκου των Λυγκηστών, ο Αρραβαίος και ο Ηρομένης. Επίσης θανατώθηκαν τα αρσενικά μέλη της οικογένειας της Κλεοπάτρας Ευρυδίκης, τελευταίας νόμιμης συζύγου του Φιλίππου, καθώς και ο Κάρανος, ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου. Η Ολυμπιάδα μάλιστα φρόντισε, χωρίς την έγκριση του Αλεξάνδρου, να εκτελεστεί και το νήπιο παιδί της Κλεοπάτρας, υποχρεώνοντας επίσης, σύμφωνα με τις φήμες, και την ίδια την Κλεοπάτρα να αυτοκτονήσει.[23]
Απέμενε ο Άτταλος, θείος της Κλεοπάτρας και γαμπρός του Παρμενίωνα, ο οποίος βρισκόταν στη Μικρά Ασία, ως επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος που είχε στείλει ο Φίλιππος, μαζί με τον Παρμενίωνα. Καθώς ο Άτταλος αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τον Αλέξανδρο, ο δεύτερος έστειλε τον Εκαταίο από την Καρδία, με εκστρατευτικό σώμα εναντίον του. Λίγο πριν ξεκινήσει η κάθοδός του στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος έλαβε μήνυμα του Αττάλου ότι του παραμένει πιστός. Οι αγγελιοφόροι του έφεραν μάλιστα και τις επιστολές του Δημοσθένη με τις οποίες εκείνος καλούσε τον Άτταλο να συνεργαστεί με τους άλλους Έλληνες. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος εξακολούθησε να θεωρεί τον Άτταλο επικίνδυνο και τελικά ο Εκαταίος τον δολοφόνησε, υλοποιώντας βασιλική διαταγή.[23] Αργότερα δε, κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στη Νότια Ελλάδα, αποκαλύφθηκε συνομωσία του Αμύντα, γιου του Περδίκκα Γ΄, ο οποίος επίσης εκτελέστηκε.[23]
Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Φιλίππου, στην Αθήνα, πρωτεργάτη της αντιμακεδονικής κίνησης αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ενεργοποιήθηκε η αντιμακεδονική παράταξη, με σκοπό την ακύρωση των συμφωνιών της Κορίνθου. Την αισιοδοξία των αντιμακεδονικών παρατάξεων ενέπνε η γνώση ότι είχαν ήδη εξεγερθεί οι υποτελείς βόρειοι γείτονες των Μακεδόνων και εξάλλου δεν θεωρούσαν τον νεαρό Αλέξανδρο ικανό να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.[24] Έτσι, στην Αθήνα, ο Δημοσθένης πίστευε πως μετά τον θάνατο το Φιλίππου ο Αλέξανδρος, του οποίου τις ικανότητες περιφρονούσε (τον αποκαλούσε «μειράκιον»), θα αδυνατούσε να αποτρέψει το χάος. Γι αυτό, και παρά τις αντίθετες συμβουλές του Φωκίωνα, έπεισε τους πολίτες να ευχαριστήσουν τους θεούς και να αποδώσουν μεταθανάτιες τιμές στον δολοφόνο του Φιλίππου ενώ ήρθε σε συνεννόηση με τον Άτταλο και ζήτησε βοήθεια από τους Πέρσες προκειμένου να πραγματοποιηθεί εξέγερση κατά των Μακεδόνων.[24] Οι Θηβαίοι δε, εξεδίωξαν τη μακεδονική φρουρά από την ακρόπολη της Θήβας, Καδμεία, όπως και οι κάτοικοι της Αμβρακίας ενώ οι Αιτωλοί ανακάλεσαν τους αντιμακεδόνες εξορίστους τους. Στη Θεσσαλία η φιλομακεδονική παράταξη έχασε την εξουσία και στην Ήλιδα, το Άργος και την Αρκαδία ενισχύθηκαν οι αντιμακεδονικές παρατάξεις.[24]
Ο Αλέξανδρος έδρασε αστραπιαία αλλά και με σύνεση και διπλωματικότητα. Σκοπός του ήταν να αποτρέψει ειρηνικά την εξέγερση των Ελλήνων, κάνοντας επίδειξη δύναμης. Επίσης τον ενδιέφερε η υπακοή των Θεσσαλών, καθώς χρειαζόταν το ιππικό τους για την εκστρατεία στην Ασία.[24] Έτσι εισέβαλε στη Θεσσαλία, παρακάμπτοντας τα Τέμπη, τα οποία φρουρούσαν οι Θεσσαλοί. Στη συνέχεια έπεισε τους τελευταίους να τον αποδεχθούν ως άρχοντα του Κοινού των Θεσσαλών και ηγεμόνα της πανελλήνιας Συμμαχίας της Κορίνθου. Ύστερα προχώρησε προς νότο και, φτάνοντας στις Θερμοπύλες, το συνέδριο των Αμφικτυόνων το οποίο ο ίδιος συγκάλεσε του έδωσε την ηγεμονία των Ελλήνων.[24]
Φθάνοντας στη Θήβα, στρατοπέδευσε έξω από την πόλη. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι σταμάτησαν τις πολεμικές προετοιμασίες, οι δε τελευταίοι του απέστειλαν πρεσβεία, με επικεφαλής τους Δημάδη και Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης, όμως, γύρισε πίσω πριν φτάσει στον Κιθαιρώνα, είτε από φόβο λόγω της πρότερης αντιμακεδονικής στάσης του είτε επειδή, σύμφωνα με φήμες που αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης, δεν ήθελε να καταστρέψει την εικόνα του στον Πέρση βασιλιά, από τον οποίο φέρεται να είχε λάβει πολλά χρήματα. Η αθηναϊκή πρεσβεία ζήτησε συγγνώμη από τον Αλέξανδρο, ο οποίος τους συγχώρησε, όπως και τους Θηβαίους.[25]
Έτσι δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 το Συνέδριο της Κορίνθου τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία.[26][27] Και αυτή τη φορά, η Σπάρτη δεν έστειλε αντιπροσώπους στο συνέδριο. Το συνέδριο καθόρισε και τη συνεισφορά κάθε πόλης στην εκστρατεία της Ασίας, οι σχετικές λεπτομέρειες όμως δεν έχουν διασωθεί. Απόφαση όμως του συνεδρίου ήταν και η αυτονομία των ελληνικών κρατών που μετείχαν σε αυτό.[28]
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στην Κόρινθο ο Αλέξανδρος συνάντησε και τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη της Σινώπης οποίος τον προσέβαλε και όταν του ρώτησε ο Αλέξανδρος αν θέλει κάτι, εκείνος απάντησε ζητώντας του να κάνει άκρη γιατί του εμπόδιζε την ηλιοφάνεια. Ωστόσο κάποιοι νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, κατατάσσοντάς το στη μεταγενέστερη ανεκδοτολογία που πλάστηκε για τον Μακεδόνα βασιλιά.[29]
Κατά τον Πλούταρχο, πριν αρχίσει την εκστρατεία, πήγε να πάρει χρησμό από τους Δελφούς, όμως εκείνη τη μέρα η Πυθία δεν χρησμοδοτούσε («αποφράδες ημέρες»). Ο Αλέξανδρος μη θέλοντας να φύγει χωρίς χρησμό τράβηξε την ιέρεια προς το μαντείο. Αυτή, μη μπορώντας να του αντισταθεί, φέρεται να του είπε, «ἀνίκητος εἶ, ὦ παῑ» και έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τον χρησμό που ήθελε. Έχει αμφισβητηθεί η ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, ωστόσο μερικοί σημερινοί ιστορικοί το δέχονται ως αληθινό καθώς ήταν γνωστό πριν το αναφέρει ο Πλούταρχος, ο οποίος μάλιστα είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια ιερέας στους Δελφούς και θα είχε επομένως πρόσβαση στα αρχεία του.[28]
Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.[30][31]
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Πέρσες προσπάθησαν να εξαγοράσουν τις ελληνικές πόλεις ώστε να εξεγερθούν κατά των Μακεδόνων. Αρκετές από αυτές, μεταξύ των οποίων και η Αθήνα, αρνήθηκαν, όμως στη Θήβα επικράτησε. Επέστρεψαν οι δημοκρατικοί ηγέτες που είχε εξορίσει ο Φίλιππος και μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της αντιμακεδονικής παράταξης πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός.[32][33] Ο Αλέξανδρος, δρώντας αστραπιαία, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε μόλις δώδεκα μέρες.[33] Εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων, κατόρθωσε να επικρατήσει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας, την οποία εφάρμοσε, διατάζοντας τον θάνατο 6.000 Θηβαίων. Οι υπόλοιποι 30.000 κάτοικοι πουλήθηκαν ως δούλοι, ωστόσο πιθανότερος αριθμός θεωρείται οι 8.000 εξανδραποδισμένοι, καθώς πολλοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν αυτόν τον αριθμό εξαιτίας του δυσανάλογα μικρού χρηματικού ποσού που απέφερε η πώληση.[32] Επίσης, η πόλη ισοπεδώθηκε, με εξαίρεση το σπίτι του ποιητή Πινδάρου[34]. Τόσο τρομερή ήταν η καταστροφή, ώστε ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς για να εξιλεωθεί.[35] Μετά από αυτό, καμία πόλη δεν αψήφησε ανοιχτά τον νεαρό βασιλιά της Μακεδονίας.[32]
Διασώζεται επίσης και η εξής ιστορία: Όσο βρισκόταν στη Θήβα ο Αλέξανδρος, μερικοί στρατιώτες του έφεραν μπροστά του μια γυναίκα με το όνομα Τιμόκλεια, η οποία είχε ρίξει έναν Θράκα διοικητή στο πηγάδι, όταν αυτός της ζήτησε να πλαγιάσει μαζί της, καθώς και την περιουσία της. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, θαύμασε το θάρρος της και διέταξε να αφήσουν αυτήν και την οικογένειά της ελεύθερη.[36][37]
Την εκστρατεία κατά των Περσών, είχε ήδη αποφασίσει να θέσει σε λειτουργία, μόλις ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας. Ο πατέρας του, Φίλιππος, είχε ήδη βάλει τις βάσεις αυτού του σχεδίου και, αφού νίκησε τους Ιλλυριούς και τους Θράκες, τους Παίονες και τους Σκύθες, δημιούργησε μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας μια ομοσπονδία από ελληνικά κράτη (Συνέδριο Κορίνθου)[38][39] για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Ο Φίλιππος, Έλληνας και ο ίδιος, ήθελε τους υπόλοιπους Έλληνες στο πλευρό του για την σχεδιαζόμενη εκστρατεία κατά των Περσών και ήθελε να αφήσει μια σταθερή Ελλάδα πίσω του όταν ξεκινούσε την εκστρατεία.[40] Η δολοφονία του Φίλιππου άφησε στα χέρια του 20χρονου Αλέξανδρου την αποστολή αυτή.
Η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία εναντίον των Περσών είχε ήδη διατυπωθεί από τον Αθηναίο ρήτορα Ισοκράτη, θεωρητικό της πανελλήνιας κατά της Ασίας εκστρατείας. Ο Φίλιππος ήταν αποφασισμένος γι αυτήν, και είχε προπαγανδίσει με επιτυχία την ιδέα της τιμωρίας των Περσών, για όσα διέπραξαν κατά της Ελλάδος στους Περσικούς πολέμους.[41] Ο Ισοκράτης έγραφε προς τον Φίλιππο: «τον δε βασιλέα τον νυν μέγαν προσαγορευόμενον καταλύειν επιχειρήσεις, ίνα την τε σεαυτού δόξαν μείζω ποιήσης και τοις Έλλησιν υποδείξης, προς ον χρή πολεμείν». «Και όλοι» γράφει σε άλλο σημείο ο Ισοκράτης «με παρακαλούν να σε προτρέψω να επιμείνεις στα σχέδιά σου, γιατί δεν μπορούν να διαπραχθούν καλύτερα και ωφελιμότερα έργα για τους Έλληνες».[42] Επιπλέον, οι αντιδράσεις των ελληνικών πόλεων μετά τον θάνατο του Φιλίππου έδειξαν πως η ενότητα της Ελλάδας, υπό τη μακεδονική ηγεμονία, δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς έναν πανελλήνιο στόχο όπως η εκστρατεία κατά των Περσών.[43]
Η δολοφονία του το 336 π.Χ., απέτρεψε τον Φίλιππο από το να ηγηθεί αυτής της εκστρατείας. Έτσι το έργο αυτό ανέλαβε ο Αλέξανδρος, ο οποίος είχε προετοιμαστεί για τα έργα που ανέφερε ο Ισοκράτης, που ανήγαγε την καταγωγή του Αλεξάνδρου στον μυθολογικό Αχιλλέα[44] και είχε την Ιλιάδα πάντα κάτω από το προσκέφαλό του.[45] Εξάλλου, ο Αλέξανδρος είχε ανατραφεί με την ιδέα της εκστρατείας αυτής, ιδέα που κληρονόμησε από τον πατέρα του και δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει.[43]
Το 335 π.Χ. έστειλε τον Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το πέρασμα της Προποντίδας. Την άνοιξη του 334 π.Χ.,[46] αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 πεζών και 5.000 και πλέον ιππέων, ενώ ο στόλος του απαρτιζόταν από 160 πλοία.[47] Οι Πέρσες δεν πρόβαλλαν αντίσταση στη διάβαση του στενού. Οι προμήθειες έφταναν για 30 μέρες και οι οικονομικοί πόροι ανέρχονταν περίπου στα 70 χρυσά τάλαντα.
Η στρατιωτική δύναμη ήταν ομολογουμένως μικρή σε σχέση με τα σχέδια του Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που περιελάμβανε πολλούς λαούς και φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο Αλέξανδρος βασιζόταν στην ταχύτητα και την τόλμη, καθώς και στις καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μακεδονικές φάλαγγές του και το βαρύ ιππικό των Εταίρων.
Η μακεδονική φάλαγγα αποτελούνταν από πεζέταιρους οπλισμένους με σάρισα, δόρυ μήκους 6 μέτρων, πιθανόν επινόηση του Φιλίππου Β', βασισμένη στη θηβαϊκή φάλαγγα.[48] Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι Εταίροι όπως ονομάζονταν. Τον στρατό συμπλήρωναν σώματα Αγριάνων ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών. Μολονότι τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι Μακεδόνες, στις γραμμές του περιλαμβάνονταν πολεμιστές από ελληνικές πόλεις-κράτη και από τα βασίλεια της Μικράς Ασίας. Αυτήν την ετερογενή δύναμη ένωναν οι δεσμοί πειθαρχίας, εκπαίδευσης και οργάνωσης, αλλά και η αφοσίωση που ενέπνεε ο Αλέξανδρος.
Ως επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν, ήταν ο Παρμενίων, παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν οι γιοί του Παρμενίωνα, Φιλώτας και Νικάνωρ, ο Αμύντας, ο Περδίκκας, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος, και των μισθοφόρων ο Μένανδρος. Ο Αλέξανδρος, ως ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, διαχειρίστηκε πολύ αποτελεσματικά τη στρατιωτική οργάνωση, την κινητοποίηση, και την άμεση δράση των στρατιωτικών δυνάμεων. Θεωρείται ο θεμελιωτής της χρήσης του ιππικού ως όπλου κρούσης και του καταπέλτη εναντίον προσωπικού.[49]
Μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου, βρέθηκε στα ακρογιάλια της Αιολίδας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα βορειοδυτικά παράλια της Τουρκίας. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.
Ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του στον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις, οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε, αλλά σώθηκε από την παρέμβαση του Κλείτου,[50] και κατόπιν οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν από το μακεδονικό ιππικό που διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί άρχοντές τους.
Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν, αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν,[51] ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιον, όπου έλυσε τον Γόρδιο δεσμό. Σύμφωνα με τον τότε θρύλο, όποιος έκανε κάτι τέτοιο θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία.[52] Πέρασε τον χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα τη βαριά φορολογία.
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε την Καππαδοκία και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια.[53] Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στη θάλασσα, ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο Γ΄, ο οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλεξάνδρου.
Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο, πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου Γ΄. Ο Δαρείος Γ΄ τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα.[54]
Μετά τη νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με την υποταγή των φοινικικών πόλεων Αράδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Τον Ιούλιο του 332 π.Χ. κατάφερε, με πολλή δυσκολία και μετά από επτά μήνες πολιορκίας, την κατάληψη της Τύρου, όπου φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα προς τους κατοίκους της πόλης. Όσοι κάτοικοι επέζησαν (περίπου 30.000) πουλήθηκαν ως δούλοι. Κατά τον Αρριανό, σημαντικός λόγος για τη συμπεριφορά αυτή ήταν η ανίερη πράξη των Τυρίων να ανεβάσουν αιχμαλώτους στα τείχη τους και αφού τους σκοτώσουν να τους πετάξουν στη θάλασσα. Ωστόσο ο Αλέξανδρος άφησε ελεύθερο τον βασιλιά Αζέμιλκο, πολλούς άρχοντες και τους Καρχηδονίους πρέσβεις. Επίσης σεβάστηκε το ιερό του θεού Μελκάρτ, τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ηρακλή.[55][56]
Κύριο λήμμα:Πολιορκία της Γάζας
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα, εκτός από την άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας, η οποία δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κατασκευάζει αναχώματα, μέχρι να φτάσει το ύψος των τειχών. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε, ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Γάζα. Κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο, από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του. Τους κατοίκους της Γάζας που επέζησαν τους πούλησε όλους ως δούλους.[57]
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την εκστρατεία του προς την Αίγυπτο, η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το Μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή.[58] Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια. Η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
Την άνοιξη του 331 π.Χ.[59], ο Αλέξανδρος αποχώρησε με τον στρατό του από την Αίγυπτο, αφού πρώτα ολοκλήρωσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωσή της και εγκατέστησε σε αυτή μικρή στρατιωτική δύναμη κατοχής[60]. Επέστρεψε στην Τύρο όπου τον απασχόλησαν οι τάσεις ανεξαρτησίας τις οποίες είχαν εκδηλώσεις οι επαρχίες της Συρίας και της Παλαιστίνης, ενόσω αυτός απουσίαζε στην Αίγυπτο. Στα πλαίσια αυτών των κινήσεων, είχε ξεσπάσει επανάσταση των Σαμαρειτών, οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον διοικητή της Σαμάρειας, στρατηγό Ανδρόμαχο. Οι ένοχοι τιμωρήθηκαν αυστηρά και, για να διασφαλιστούν τα μετόπισθεν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στο εσωτερικό της Ασίας, ο Αλέξανδρος προχώρησε σε αλλαγές στους επικεφαλής των σατραπειών των εδαφών της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά και σε νέα φορολογική οργάνωση των περιοχών αυτών. Ταυτόχρονα, απέσυρε τις μακεδονικές φρουρές της Χίου και της Κω, και επέτρεψε σε ορισμένες ελληνικές πόλεις, όπως η Ταρσός, να κόψουν νόμισμα, επιβάλλοντας έτσι, σταδιακά, το νόμισμά του στις περιοχές που κατέκτησε, πράξη για την οποία σύγχρονος ιστορικός τον αποκάλεσε μεγαλεπήβολο οργανωτή. Επίσης, δέχθηκε αίτημα αθηναϊκής πρεσβείας για την απελευθέρωση των Αθηναίων αιχμαλώτων της μάχης του Γρανικού, επιθυμώντας να έχει την Αθήνα με το μέρος του.[59] Πριν την αναχώρηση του στρατεύματος, ετέλεσε και θυσίες στον Ηρακλή, τις οποίες συνόδευσαν γυμνικοί, μουσικοί, καθώς και αγώνες τραγωδίας, οι τελευταίοι με τη χορηγία των δύο βασιλέων της Κύπρου, κατά μίμηση του αθηναϊκού συστήματος των χορηγών.[59]
Στη Μεσοποταμία, ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες, κατά το διάστημα που οι Μακεδόνες ήταν απασχολημένοι με την κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου.
Μετά την ολοκλήρωση των προετοιμασιών του, ο Αλέξανδρος έστειλε τον Παρμενίωνα στη Θάψακο, με εντολή να προετοιμάσει δύο ξύλινες γέφυρες κατασκευασμένες με βάρκες (λεμβόζευκτες) στον Ευφράτη. Οι γέφυρες δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν πριν την άφιξη του κύριου όγκου του μακεδονικού στρατού, καθώς περσική δύναμη 3.000 ιππέων και 2.000 Ελλήνων μισθοφόρων, υπό τον σατράπη Μαζαίο, περίμενε στην απέναντι όχθη.[61]
Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα (σημ. Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν). Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό, στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων. Στη συνέχεια κατέλαβε τη Βαβυλώνα, της οποίας ανοικοδόμησε τα ιερά που είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης, όπως αυτό του θεού Μαρδούκ. Προσέφερε μάλιστα θυσία στον Μαρδούκ, τηρώντας πανάρχαια παράδοση.[62]
Ο Δαρείος Γ΄ διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα, πρωτεύουσα του περσικού κράτους, η οποία παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, από τον Πέρση σατράπη της Σουσιανής, Αβουλίτη. Εκεί βρήκε ποσότητα χρυσού, αργύρου και νομίσματα, αξίας 50.000 περίπου ταλάντων. Στα Σούσα δε εγκατέστησε τη μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια του Δαρείου και όρισε ο ίδιος τους δασκάλους των ελληνικών για τα παιδιά του Πέρση βασιλιά. Σατράπη της Σουσιανής άφησε τον Αβουλίτη, ορίζοντας όμως Μακεδόνες διοικητές του στρατού της σατραπείας.[63] Επόμενος στόχος του ήταν η καταδίωξη του Δαρείου και η εισβολή στην Περσίδα (σημ. Φαρς). Η εκστρατεία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 330 π.Χ. Μετά τη διάβαση του ποταμού Πασιτίγρη (σημ. Καρούν, στο Ιράν), συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους ορεσίβιους Ουξίους. Τελικά κατάφερε να τους αιφνιδιάσει, κυκλώνοντάς τους. Μετά την υποταγή τους, έστειλε μέρος του στρατεύματος και τις αποσκευές του, υπό τον Παρμενίωνα, από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στην Περσέπολη. Ο ίδιος, επικεφαλής του μακεδονικού πεζικού, των εταίρων και των Αγριάνων και τοξοτών, ακολούθησε τον ταχύτερο δρόμο μέσα από τις ορεινές διαβάσεις του νοτίου Ζάγρου. Εκεί, στο φυσικό στενό το οποίο συνδέει τη Σουσιανή με την Περσίδα, και το οποίο οι αρχαίοι αποκαλούσαν Περσίδες Πύλες, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον σατράπη της Περσίδας, Αριοβαρζάνη. Ο Αριοβαρζάνης είχε χτίσει μέσα στο στενό τείχος, το οποίο υπεράσπιζε επικεφαλής δύναμης 25.000-40.000 πεζών και 300-700 ιππέων. Μετά από ανεπιτυχή κατά μέτωπο επίθεση, η οποία στοίχισε πολλές απώλειες στους Μακεδόνες, Πέρσες αιχμάλωτοι οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του μακεδονικού στρατού, υπό τον Αλέξανδρο, μέσα από δύσβατο μονοπάτι και υπό αντίξοες συνθήκες, στα νώτα του Αριοβαρζάνη τον στρατό του οποίου εξολόθρευσε.[64]
Μετά την διάβαση των στενών των Περσίδων Πυλών, ο Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα προς την Περσέπολη, προκειμένου να μην επιτρέψει στη φρουρά της να φυγαδεύσει τους περσικούς βασιλικούς θησαυρούς. Τότε δέχτηκε γράμμα του Τιριδάτη, διοικητή της πόλης, με το οποίο ο δεύτερος τον πληροφορούσε ότι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την Περσέπολη αν ο Αλέξανδρος προλάβαινε τους ανθρώπους του Δαρείου.[64] Τότε, πλησιάζοντας την πόλη, ο μακεδονικός στρατός συνάντησε, κατά τη διήγηση του Διόδωρου Σικελιώτη (όπως επίσης του Κούρτιου και του Ιουστίνου) ένα τραγικό θέαμα. Περίπου 800 ακρωτηριασμένοι άνθρωποι (στα χέρια ή στα πόδια ή τα αυτιά και τις μύτες), ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, κρατώντας ικετηρίες (σύμβολο δυστυχίας, ικεσίας). Επρόκειτο για Έλληνες τεχνίτες, τους οποίους προηγούμενοι Πέρσες βασιλείς είχαν ακρωτηριάσει κρατώντας από τα μέλη τους μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για την τέχνη που ασκούσαν. Όλοι οι Μακεδόνες συμπόνεσαν εκείνους τους ανθρώπους, ο δε Αλέξανδρος προσφέρθηκε να φροντίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αν και τελικά αυτοί προτίμησαν να μείνουν στην Περσία, ενωμένοι, προκειμένου να αντέξουν πιο εύκολα τη δυστυχία τους.[65]
Όταν μπήκε στην πλούσια πόλη, ο Αλέξανδρος την άφησε στη διάθεση των στρατιωτών του για μία ολόκληρη μέρα κατά την οποία σημειώθηκε λεηλασία, καταστροφή των ιερών και ανήκουστη σφαγή. Η συμπεριφορά αυτή, κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), έχει μείνει ανεξήγητη από τους νεότερους ιστορικούς, παρά την προσπάθεια να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα απόφασης στρατιωτικού συμβουλίου που συγκάλεσε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Έχει ειπωθεί μάλιστα πως στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε να λεηλατηθεί η πόλη, αλλά όχι τα ανάκτορά της στην ακρόπολη και πως ο Παρμενίωνας διαφώνησε θεωρώντας την απόφαση ως προσβολή των αισθημάτων των ηττημένων.[66] Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η νυχτερινή πυρπόληση των επιβλητικών ανακτόρων των Αχαιμενιδών. Την πράξη εκείνη, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, εκτός από τον Αρριανό, αποδίδουν σε προτροπή της εταίρας Θαΐδας, φίλης του Πτολεμαίου του Λάγου, η οποία έπεισε τους μεθυσμένους Μακεδόνες αξιωματούχους να πάρουν από έναν δαυλό και να κάψουν τα ανάκτορα, ως εκδίκηση για την καταστροφή των ελληνικών ιερών κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο Αρριανός χαρακτηρίζει ακατανόητο τον εμπρησμό των ανακτόρων και απορρίπτει την εξήγηση της εκδίκησης μιας τόσο παλιάς πράξης. Η ιστορικότητα του περιστατικού με τη Θαΐδα δεν είναι αποδεκτή από πολλούς νεότερους ιστορικούς, οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τον εμπρησμό των ανακτόρων ως πολιτική διακήρυξη του Αλεξάνδρου, με την οποία αποδείκνυε πως έληξε η εξουσία των Αχαιμενιδών ή πως εκδικούνταν την πυρπόληση του μεγάλου ιερού της Βαβυλώνας από τον Ξέρξη. Γενικά, η καταστροφή της Περσέπολης και των ανακτόρων της έχει χαρακτηριστεί πράξη σκληρή, άστοχη και αδικαιολόγητη και ως μελανή σελίδα στην ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου, ίσως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων που του προκάλεσαν η ισχυρή αντίσταση του Αριοβαρζάνη στις Περσίδες Πύλες, το θέαμα των ακρωτηριασμένων Ελλήνων, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και το αλαζονικό ύφος των περσικών επιγραφών στα ανάκτορα. Κατά την ίδια ιστορικό, αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από απάνθρωπες πράξεις στις οποίες προέβη ο Αλέξανδρος, αν και ως τότε είχε δείξει, σε διάφορες περιπτώσεις, μεγαλοψυχία και ευαισθησία.[67]
Στην Περσέπολη βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο, κατά τον Διόδωρο και τον Κούρτιο, από περίπου 120.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Ένα μέρος από αυτό το ποσό κράτησε για τη συνέχιση του πολέμου και το υπόλοιπο το έστειλε στα Σούσα, όπου μπορούσε να φρουρηθεί αποτελεσματικότερα. Για τη μεταφορά στα Σούσα χρησιμοποιήθηκαν 10.000 ζευγάρια μουλαριών και 5.000 καμήλες. Ως σατράπη της Περσίδας διόρισε τον Πέρση Φρασαόρτη.[68]
Φεύγοντας από την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος έφτασε στις Πασαργάδες, παλιά πρωτεύουσα της Περσίας η οποία παραδόθηκε επίσης χωρίς αντίσταση. Εκεί βρήκε άλλα 6.000 περσικά τάλαντα. Επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου και έδωσε εντολή να διακοσμηθεί εσωτερικά, ως δείγμα θαυμασμού προς τον Πέρση βασιλιά για τον οποίο φαίνεται πως είχε μάθει όταν μικρός διάβασε το έργο Κύρου παιδεία, του Ξενοφώντα.[69] Μετά από δύο μήνες ανάπαυσης του στρατού, προχώρησε προς τη Μηδία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο Γ΄. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα, περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των υπόλοιπων Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων, όπου θα τους φρουρούσε ο Άρπαλος, παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου, με φρουρά 6.000 ανδρών. Στη συνέχεια ο Παρμενίωνας θα παρέμενε στη Μηδία, με αρμοδιότητα να φρουρεί τα μετόπισθεν του Αλεξάνδρου. Η ανάθεση μη μάχιμου καθήκοντος στον Παρμενίωνα έχει αποδοθεί στην προχωρημένη, τότε, ηλικία του (70 ετών), ίσως και σε πιθανή διαφωνία του για την πρόθεση του Αλεξάνδρου να συνεχίσει την εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες.[69]
Από τα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος συνέχισε με μεγάλη ταχύτητα την καταδίωξη του Δαρείου, αδυνατώντας όμως να τον συλλάβει. Όταν πέρασε τις Κασπίες Πύλες (στη νοτιοανατολική γωνία της Κασπίας Λίμνης), έφθασαν στο στρατόπεδό του άνθρωποι του Δαρείου, οι οποίοι τον πληροφόρησαν πως ο σατράπης της Βακτρίας, Βήσσος, συνέλαβε τον Δαρείο Γ΄ και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περσίας από τους άλλους σατράπες και τους Βακτρίους. Από το πραξικόπημα του Βήσσου απείχαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου και η οικογένεια του Αρτάβαζου. Τότε ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να κυνηγήσει τον Βήσσο και να συλλάβει ζωντανό τον Δαρείο, μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής ελαφρού αποσπάσματος. Η καταδίωξη συνεχίστηκε ακόμη και μέσα στην άνυδρη έρημο, με ολονύκτιες πορείες. Όταν πρόφτασε τους Βακτρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή αφού τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δαρείο και τον εγκατέλειψαν. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου Γ΄ για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά, ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως κληρονόμος και νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.[70]
Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας, κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στη δολοφονία του Δαρείου Γ΄. Επιπλέον, στον Αλέξανδρο είχαν φτάσει πληροφορίες πως ο Βήσσος συγκέντρωνε ισχυρό εθνικό στρατό για να υπερασπίσει τη χώρα του και να διεκδικήσει την κυριαρχία της Ασίας. Έτσι η εκστρατεία του Αλεξάνδρου πήρε νέο χαρακτήρα, καθώς η συνέχισή της απαιτούσε τη χρησιμοποίηση του περσικού στοιχείου στον στρατό και στη διοίκηση, όπου εμπιστεύθηκε θέσεις στους πιστούς συνεργάτες του Δαρείου. Άλλωστε, ήδη ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε εντυπωσιαστεί από τους πολιτισμούς που συνάντησε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και την Περσία, πολιτισμούς οι οποίοι έσβησαν από τη σκέψη του την υποτιμητική σημασία που είχε για τους Έλληνες η λέξη «βάρβαρος».[71] Εκτός αυτού, η μορφή του πολέμου που θα ακολουθούσε ήταν διαφορετική. Οι νέοι αντίπαλοι του Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα οι Βάκτριοι και οι Σόγδιοι, όχι μόνο διέθεταν υψηλό εθνικό φρόνημα αλλά και εθνικούς ηγέτες με μεγάλες ικανότητες, η δε τακτική που εφάρμοζαν ήταν αυτή του κλεφτοπολέμου με πολλαπλά ταυτόχρονα χτυπήματα, έχοντας μάλιστα για σύμμαχο την ορεινή χώρα τους. Η φύση αυτή του αντιπάλου επέβαλλε αλλαγές στη δομή του στρατού του για να γίνει πιο ευκίνητος και να μπορεί να διεξάγει ταυτόχρονα ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Έτσι η δυσκίνητη φάλαγγα από εκείνο το σημείο και στο εξής θα δρούσε μόνο χωρισμένη σε τμήματα, ενώ το ιππικό των εταίρων χωρίστηκε κι αυτό σε δύο τμήματα (ιππαρχίες) και συνδυάστηκε με ελαφρότερα έφιππα σώματα ιππακοντιστών και ιπποτοξοτών, κατά τα περσικά πρότυπα. Επίσης, εκτός από τις ενισχύσεις σε άνδρες και άλογα που ήρθαν από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία με σκοπό να αναπληρωθούν οι ως τότε απώλειες, άρχισε να χρησιμοποιείται και το πολύ αξιόλογο ιππικό των ντόπιων κατοίκων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών, οι οποίες εφαρμόστηκαν σταδιακά, κυρίως κατά την εκστρατεία της Βακτριανής και Σογδιανής, ήταν τέτοιο που, πριν ξεκινήσει η εκστρατεία της Ινδίας, το μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα να έχει πάρει εντελώς νέα μορφή.[72]
Πέρα από τις αλλαγές στη σύνθεση και την τακτική του εκστρατευτικού σώματος, ο Αλέξανδρος εφάρμοσε μια, πιο σημαντική και με μακροχρόνιο αποτέλεσμα, πολιτική, αυτή της ίδρυσης νέων πόλεων, των πρώτων σε ασιατικό έδαφος. Η επιλογή των θέσεων αυτών των πόλεων έχει χαρακτηριστεί «μεγαλοφυής».[73]
Η εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου Γ΄ με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σούσια της Αρίας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για τη Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης εξολόθρευσε τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2.000 ιππείς. Στη θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια Αρείας, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγγιανής για να διαχειμάσει.
Την άνοιξη του 329 π.Χ. έφτασε στην περιοχή του Ινδο-Καύκασου όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο και, αφού έκαψε τα πλοία του μετά τη διέλευση, εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στη Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως ξέσπασε μεγάλη εξέγερση στη Βακτρία και τη Σογδιανή, της οποίας ηγήθηκε ο ικανότατος Σόγδιος αρχηγός, Σπιταμένης. Η εξέγερση αυτή, η οποία κατεστάλη με μεγάλη δυσκολία, προκάλεσε την εξολόθρευση ενός μακεδονικού αποσπάσματος στον ποταμό Πολυτίμητο (σημ. Σαραουχσάν). Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, ο Αλέξανδρος έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε, παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων, στις Ινδίες, μέσω του Περάσματος Χαϊμπέρ.
Μετά τη δολοφονία του Δαρείου άρχισε να δημιουργείται νοσηρό κλίμα υποψιών στην αυλή του Αλεξάνδρου, τροφοδοτούμενο από τις αντιζηλίες μεταξύ των εταίρων. Συνεργάτες του βασιλιά, όπως ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός, ο Κοίνος και ο Καλλισθένης, υποδαύλιζαν αυτούς τους ψιθύρους και ταυτόχρονα πληροφορούσαν τον Αλέξανδρο γι' αυτές τις φήμες. Στόχος των ψιθυριστών έγινε και ο Φιλώτας, για τον οποίο έλεγαν πως αποκαλούσε τον Αλέξανδρο «μειράκιον» (νεανίσκο) και πως έγινε αρχηγός εξαιτίας του ίδιου και του πατέρα του, Παρμενίωνα. Στην αρχή ο Αλέξανδρος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία αλλά οι υποψίες έγιναν εντονότερες μετά τον παραγκωνισμό του Παρμενίωνα στα μετόπισθεν. Όταν όμως, στη Δραγγιανή, το φθινόπωρο του 330 π.Χ., αποκαλύφθηκε συνωμοσία μερικών εταίρων που είχε σκοπό τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, οι εχθροί του τόνισαν στον βασιλιά πως ο Φιλώτας επίτηδες αμέλησε να τον πληροφορήσει εγκαίρως, γιατί ο ίδιος ήταν ο πραγματικός εμπνευστής της συνομωσίας. Τελικά, ο Φιλώτας καταδικάστηκε σε θάνατο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού, ως ηθικός αυτουργός. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην εκτέλεση του γιου του, διέταξε τη δολοφονία του πιστού στρατηγού του, πράξη που θεωρείται «ένα από τα μελανότερα σημεία της ιστορίας του». Την πράξη αυτή επέκριναν αρκετοί στρατιώτες στις επιστολές τους. Όλους αυτούς ο Αλέξανδρος τους τοποθέτησε σε χωριστή μονάδα η οποία ονομάστηκε «ατάκτων τάγμα», για να μην παρασύρουν τους συναδέλφους τους.[74]
Βαθμιαία ο Αλέξανδρος άρχισε να γίνεται πιο απολυταρχικός και να επιβάλλει ανατολίτικες συνήθεις που ξένιζαν δυσάρεστα τους συντρόφους του. Έτσι άρχισε να φορά περσικά ρούχα και να ζητά, στην αρχή μόνο από τους Πέρσες οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έθιμο, αλλά στη συνέχεια και από τους Μακεδόνες, να τον προσκυνούν. Η «προσκύνησις» όμως προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια των Μακεδόνων και, στην περίπτωση του Καλλισθένη, οδήγησε αργότερα στην καταδίκη του. Εκτός όμως από την υιοθέτηση των «βαρβαρικών» εθίμων, η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου διευκόλυνε φαινόμενα δουλοπρέπειας και κολακείας στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Αποτέλεσμα αυτών των κολακειών ήταν η καλλιέργεια της υπερηφάνεια του βασιλιά σε τέτοιο βαθμό που εκείνος να χάνει την αίσθηση του μέτρου και να ερεθίζεται επικίνδυνα όταν πίστευε ότι υπήρχε η παραμικρή ασυμφωνία με τις απόψεις του.[75]
Το φθινόπωρο του 328 π.Χ., στα Μαράκανδα της Σογδιανής (σημ. Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν), κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού βασιλικού συμποσίου, οι συνδαιτυμόνες επιδόθηκαν σε ανεξέλεγκτη οινοποσία και μέθυσαν. Ορισμένοι αυλικοί του βασιλιά επιδόθηκαν σε τέτοιες κολακείες προς τον Αλέξανδρο που προκάλεσαν την οργή του, μεθυσμένου επίσης, Κλείτου. Η οργή του αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη όταν κάποιος απήγγειλε ένα ποίημα που διακωμωδούσε την πρόσφατη πανωλεθρία των Μακεδόνων στον Πολυτίμητο ποταμό. Ο Αλέξανδρος, μεθυσμένος κι ο ίδιος, χλεύασε τη διαμαρτυρία του Κλείτου με αποτέλεσμα ο διάλογος μεταξύ τους να εκτραχηλιστεί σε αμοιβαίες προσβολές. Στο τέλος, ο βασιλιάς άρπαξε τη λόγχη ενός φρουρού και με αυτή σκότωσε τον Κλείτο. Η πράξη του αυτή τον συνέφερε αμέσως και η θλίψη του ήταν τέτοια που για τρεις ημέρες αρνιόταν να φάει και να πιει, σε βαθμό που όλοι φοβήθηκαν μήπως πεθάνει.[76]
Τελικά, θύμα της αλλαγής της συμπεριφοράς του Αλεξάνδρου έπεσε και ο ίδιος ο Καλλισθένης, επίσημος ιστορικός της εκστρατείας, ανεψιός και μαθητής του Αριστοτέλη. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως, σε συμπόσιο που έλαβε χώρα στα Βάκτρα, το 327 π.Χ., προσπάθησαν αιφνιδιαστικά να επιβάλλουν στους καλεσμένους, μαζί με τον καθιερωμένο ασπασμό φιλίας προς τον βασιλιά, και την «προσκύνησιν». Ο Καλλισθένης αρνήθηκε να προσκυνήσει και έφυγε από το συμπόσιο. Αργότερα, την ίδια χρονιά, αποκαλύφθηκε συνωμοσία των βασιλικών παίδων (εφήβων, γόνων μακεδονικών ευγενών που συνόδευαν τους Μακεδόνες βασιλιάδες στις εκστρατείες τους) με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά, για προσωπικά κίνητρα. Τότε κάποιοι εταίροι υπέδειξαν τον Καλλισθένη ως υποκινητή της συνομωσίας, καθώς είχε την ευθύνη της εκπαίδευσης των βασιλικών παίδων. Παρά τα βασανιστήρια όμως, κανένας από τους παίδες δεν ομολόγησε τη συμμετοχή του Καλλισθένη στη συνωμοσία. Το τέλος του Καλλισθένη είναι αβέβαιο, το σίγουρο όμως είναι πως από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του. Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος τον αναφέρουν, ο πρώτος λέει πως πέθανε αλυσσοδεμένος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και ο δεύτερος πως βασανίστηκε και κρεμάστηκε. Η καταδίκη του Καλλισθένη έβλαψε σημαντικά την υστεροφημία του Αλεξάνδρου, καθώς οι άλλοι μαθητές του Αριστοτέλη δεν του συγχώρησαν την πράξη του αυτή. Έτσι έγραψαν πολλά κακόβουλα σχόλια και ανακρίβειες για τον Μακεδόνα βασιλιά, αμαυρώνοντας τη φήμη του.[77]
Μετά την καταστολή της εξέγερσης σε Βακτρία και Σογδιανή, ο Αλέξανδρος άρχισε να προετοιμάζει την εισβολή στην Ινδία. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση ήταν οι εξής. Η Ινδία θεωρείτο τότε ακραία περιοχή της Ασίας, πολύ μικρότερη σε έκταση από την πραγματική, και με την κατάκτησή της ο Αλέξανδρος πίστευε, όπως γράφει ο Αρριανός, πως θα εξασφαλίζονταν οι ανατολικές σατραπείες από ενδεχόμενη εισβολή ή αποστασία. Ακόμη ήταν γνωστός ο πλούτος της χώρας και συνυπολογίζονταν και τα ωφέλη από το εμπόριο. Άλλοι λόγοι ήταν η επιθυμία του, ως πραγματικού Μεγάλου Βασιλιά, να καταλάβει τις χώρες που είχε υποτάξει ο Δαρείος Α΄, να γίνει πρωταθλητής της ιστορίας του οποίου τα κατορθώματα κανείς δεν θα ξεπερνούσε. Τέλος, ο Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, είχε το πάθος να ανακαλύψει νέες χώρες, να διευρύνει τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής του (ήθελε να επαληθεύσει αν ο Ινδός ταυτιζόταν πράγματι με τον άνω Νείλο και ότι η Ινδία ενωνόταν με την Αιθιοπία) και να βαδίσει στα χνάρια του Διονύσου και του Ηρακλή, στη χώρα των θαυμάτων, όπως νόμιζαν τότε οι Έλληνες την Ινδία. Έτσι απέρριψε την πρόταση του συμμάχου του βασιλιά των Χωρασμίων (το μετέπειτα Χορασάν), Φαρασμάνη, να εκστρατεύσει στην περιοχή του Πόντου και άρχισε να προετοιμάζεται για την εκστρατεία στην Ινδία.[78] Τότε, κατά τον Πλούταρχο, άρχισε να πιστεύει πως προοριζόταν να εκπολιτίσει και συναδελφώσει τα έθνη, ιδρύοντας ένα δίκαιο οικουμενικό κράτος, σκοπό για τον οποίο αποφασιστικό βήμα θα ήταν η κατάκτηση της Ινδίας.[79]
Έμαθε πως η Ινδία ήταν προσβάσιμη από την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα (σημ. Καμπούλ, στο Αφγανιστάν) και πως υπήρχαν μεγάλοι ποταμοί πέρα από τον Ινδό, δεν γνώριζε όμως τότε ότι αυτοί κατέληγαν στον πρώτο. Επίσης πληροφορήθηκε για την πολιτική κατάσταση στην Ινδία και συγκεκριμένα για τη διάσπαση των Ινδών σε πολλά μεγάλα κράτη που συχνά μάχονταν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις μάχες τους πολλούς ελέφαντες. Ιδιαίτερα έμαθε πως ο Ταξίλης, βασιλιάς της χώρας μεταξύ των ποταμών Ινδού και Υδάσπη, ήταν εχθρός του Πώρου, βασιλιά της χώρας που εκτεινόταν από τον Υδάσπη ως τον Ακεσίνη, και επιθυμούσε να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες.[79] Επειδή ο πόλεμος που θα ακολουθούσε θα απαιτούσε παρατεταμένες και δύσκολες πορείες σε ορεινές περιοχές, ποταμούς και φρούρια όπου θα έπρεπε να αφήνει φρουρές, ο Αλέξανδρος αύξησε την αριθμητική δύναμη του στρατού του και το έκανε πιο ευέλικτο. Ήδη το θεσσαλικό ιππικό και οι περισσότεροι από τους άλλους Έλληνες είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ πολλοί παλαίμαχοι Μακεδόνες και μισθοφόροι είχαν παραμείνει σε φρουρές στις κατακτημένες χώρες. Ο στρατός τώρα περιλάμβανε ενισχύσεις από πεζούς και ιππείς από τη Μακεδονία, καθώς και από Έλληνες μισθοφόρους. Είχε ενταχθεί επίσης σημαντικός αριθμός Ασιατών (Βάκτριοι, Σόγδιοι, Σκύθες, Αραχωτοί, Δάες κ.α.) οι οποίοι δρούσαν ως ιππείς, ιπποτοξότες και ιππακοντιστές. Για τον διάπλου των ποταμών προστέθηκαν πολλοί ναυπηγοί και κωπηλάτες από την Καρία, την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Ωστόσο, παρόλο που το εκστρατευτικό σώμα δεν είχε πια την παλιά εθνική και γλωσσική ομοιογένεια, αποδείχθηκε αποτελεσματικό, χάρη στις ικανότητες των Μακεδόνων διοικητών του και την άριστη ηγεσία του Αλεξάνδρου.[80]
Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο μακεδονικός στρατός ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. Ο Αλέξανδρος άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να ακολουθήσουν τον συντομότερο δρόμο, αυτόν μέσα από την κοιλάδα του Κωφήνα, για να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό. Ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική, ορεινή πορεία ώστε να διαφυλάξει τα πλευρά του κύριου εκστρατευτικού σώματος από ενέδρες. Έτσι έφτασε, την άνοιξη του 326 π.Χ., στον Ινδό. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, υπέταξε τη χώρα των Ασπασίων, όπου ισοπέδωσε για παραδειγματισμό την πρώτη πόλη που αντιστάθηκε και εξόντωσε όσους κατοίκους της δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Η τελική υποταγή των Ασπασίων έγινε μετά από μάχη τριπλή μάχη, κατά την οποία αιχμαλωτίστηκαν 40.000 Ασπάσιοι και περιήλθαν στην κατοχή των Μακεδόνων 230.000 βοοειδή.[81] Στη συνέχεια, έφτασε στη χώρα των Ασσακηνών, οι οποίοι ήταν οι ισχυρότεροι Ινδοί της περιοχής, όπου πολιόρκησε την πρωτεύουσά τους, Μάσσαγα (σημ. Chakdara του Πακιστάν). Οι Ασσακηνοί συνεπικουρούνταν από 7.000 Ινδούς μισθοφόρους και επιχείρησαν να δώσουν μάχη έξω από την πόλη, όπου νικήθηκαν. Ακολούθησε δύσκολη πολιορκία πέντε ή έξι ημερών μετά από την παρέλευση των οποίων οι πολιορκημένοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαπραγματευτεί χωριστά με τους Ινδούς μισθοφόρους, πείθοντάς τους να αφήσουν την πόλη. Εκεί τη νύχτα τους κύκλωσε και τους εξόντωσε μετά από σκληρή μάχη. Κατά τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο, η εξόντωση των Ινδών μισθοφόρων αποτελεί μελανή κηλίδα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[82] Στη συνέχεια, τα Μάσσαγα καταλήφθηκαν χωρίς δυσκολία. Η επόμενη οχυρή πόλη των Ασσακηνών, τα Βάζιρα, αντιστάθηκε και αυτή μέχρις ότου οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν νύχτα, καταφεύγοντας στην Άορνο Πέτρα, φυσικά οχυρή θέση που ταυτίζεται με το Πιρ-Σαρ, στο Πακιστάν, τον χειμώνα του 327 π.Χ. προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η κατάληψη της Αόρνου Πέτρας ήταν κατόρθωμα που προσέδωσε στον Αλέξανδρο τη φήμη του ακατανίκητου κατακτητή που ήταν ικανός για υπεράνθρωπα κατορθώματα. Μετά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και δύσκολη πορεία στο ορεινό βόρειο τμήμα της χώρας των Ασσακηνών, έφτασε στον Ινδό όπου συναντήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό του, την άνοιξη του 326 π.Χ. Η διάβαση του Ινδού έγινε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων.[83]
Πριν συνεχίσει την πορεία, ο Αλέξανδρος τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες και γυμνικούς και ιππικούς αγώνες δίπλα στον ποταμό. Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο στρατός πέρασε στην απέναντι όχθη, μέσω μεγάλης γέφυρας που είχε κατασκευαστεί για τον σκοπό αυτό και θεωρείται τεχνικό κατόρθωμα. Στην αντίπερα όχθη εκτεινόταν το κράτος του συμμάχου του, Ταξίλη. Το εκστρατευτικό σώμα το υποδέχθηκε τιμητικά ο ίδιος ο Ταξίλης στην πρωτεύουσά του, τα Τάξιλα (σημ. Σαχ Ντέρι, στο Πακιστάν), πολυάνθρωπη και πλούσια πόλη και μεγάλο κέντρο του Βραχμανισμού. Ο Αλέξανδρος αντάμειψε με μεγάλο χρηματικό ποσό τον Ταξίλη για τις υπηρεσίες του, τον κατέστησε όμως υποτελή και άφησε φρουρά στα Τάξιλα. Εκεί οι επιστήμονες που ακολουθούσαν τον στρατό του Αλεξάνδρου άρχισαν να μελετούν τη χλωρίδα της Ινδίας, ενώ εντύπωση τους προκάλεσαν οι γυμνοί μοναχοί, τους οποίος ονόμασαν «γυμνοσοφιστάς». Τότε ο Αλέξανδρος έστειλε τον Ονησίκρητο, μαθητή του Διογένη, για να συζητήσει μαζί τους. Ένας από αυτούς, ο Κάλανος, ακολούθησε τον στρατό στη μετέπειτα πορεία του. Στα Τάξιλα τότε κατέφθασαν πρεσβείες από τις γύρω χώρες, δηλώνοντας υποταγή, εκτός από τον θαρραλέο Πώρο, ο οποίος έστειλε το μήνυμα πως θα περιμένει, ένοπλος, τον Αλέξανδρο στον Υδάσπη.[84] Ακολούθως ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο βασιλιάς Πώρος περίμενε στην απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό, ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στη διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5.000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες, οι οποίοι διέθεταν 15.000-20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη.[85] Ο Αλέξανδρος φέρθηκε τιμητικά στον ηττημένο Ινδό βασιλιά και τον άφησε να βασιλεύει στη χώρα του, ως σύμμαχός του, αφού με τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη. Οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν πως ο Αλέξανδρος φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή εντυπωσιάστηκε από την υπερήφανη στάση του Πώρου. Όμως είναι γνωστό πως φέρθηκε με τον σκληρότερο τρόπο σε άλλους ηττημένους, όπως στην Τύρο, τη Γάζα και τη Σογδιανή Πέτρα. Έτσι είναι πιθανότερο πως δεν πείραξε τον Πώρο από πολιτικό υπολογισμό, καθώς επιθυμούσε να έχει ένα ισχυρό συμμαχικό βασίλειο ως ασπίδα των δικών του συνόρων.[86]
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του προς τους ποταμούς Ακεσίνη και Υδραώτη (σημ. Ράβι, στο Πουντζάμπ). Στη συνέχεια ανάγκασε τους Γλαυγανίκες (ή Γλαύσες), κατοίκους πολυάνθρωπης χώρας, να συνθηκολογήσουν μαζί του και να υπαχθούν στο κράτος του Πώρου. Τότε έμαθε πως οι Ασσακηνοί είχαν επαναστατήσει και σκότωσαν τον ύπαρχο (διοικητή της χώρας) και έστειλε εναντίον τους τον σατράπη Φίλιππο του Μαχάτα να καταστείλει την εξέγερση. Όταν έφτασε στον Υδραώτη, έμαθε πως ο πολεμικότατος λαός των Καθαίων ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει αν εισέβαλλε στη χώρα τους, ορμώμενος από την οχυρή πόλη Σάγγαλα. Ακολούθησε σκληρή μάχη κατά την οποία οι Καθαίοι, οχυρωμένοι πίσω από τριπλή σειρά από άμαξες, ηττήθηκαν και κατέφυγαν στην πόλη τους. Από εκεί επιχείρησαν επανηλειμμένα έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Τελικά οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη και την ισοπέδωσαν εντελώς. Οι απώλειες των Καθαίων ήταν, κατά τον Αρριανό, 17.000 νεκροί και 70.000 αιχμάλωτοι, ενώ από τους Μακεδόνες 100 νεκροί και 1.200 βαριά τραυματισμένοι.[87]
Στη συνέχεια ο στρατός έφτασε, εν μέσω της εποχής των μουσώνων, στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του, συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα, λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Τα στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό και ο Αλέξανδρος ίδρυσε στην αντίπερα όχθη του την ανατολικότερη όλων των Αλεξανδριών, την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση. Μετά από τα τελετουργικά της αποχώρησης και αφού έχτισε δώδεκα μεγαλοπρεπείς στύλους καθ' έναν αφιερωμένο σε έναν θεό του Ολύμπου, διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στη Νίκαια και τη Βουκεφάλα.
Έπειτα, λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα (5.000 πεζούς, 7.000 ιππείς, καθώς και πανοπλίες και φάρμακα), στράφηκε προς τον νότο με σκοπό να ακολουθήσει τον ρου του Ινδού έως τη θάλασσα. Ναυπήγησε στόλο από 80 τριακοντόρους και πολύ περισσότερα μικρά πλοία (χωρίς τα πολύ μικρά πλοία και τις σχεδίες, το σύνολο πρέπει να έφτανε τα 1.000 πλεούμενα) και, πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε στη χώρα των Μαλλών. Εκεί οι κάτοικοι αποφάσισαν να αντισταθούν, μαζί με τους γείτονές τους, Οξυδράκες. Τότε ο Αλέξανδρος διαίρεσε τον στρατό του σε τρία τμήματα. Το δικό του τμήμα θα επιχειρούσε εναντίον των Μαλλών ενώ τα άλλα δύο θα αιχμαλώτιζαν όσους θα προσπαθούσαν να διαφύγουν. Η εκστρατεία πήρε από την αρχή χαρακτήρα εξόντωσης των ντόπιων οι οποίοι είτε αμύνονταν μέχρι τέλους στις πόλεις τους είτε διέφευγαν προς άλλες οχυρές πόλεις της περιοχής. Στην τελευταία πολιορκία τραυματίστηκε σοβαρά ο ίδιος ο Αλέξανδρος, από βέλος στο στήθος, όταν ανέβηκε στο τείχος, προκειμένου να ενθαρύνει τους άντρες του.[88] Γύρω του έγινε μεγάλη μάχη και οι σύντροφοί του κατόρθωσαν να τον διασώσουν, άλλοι σκαρφαλώνοντας στο τείχος και άλλοι παραβιάζοντας την πύλη του. Ακολούθησε σφαγή των Ινδών, ενώ ο Αλέξανδρος χρειάστηκε αρκετές ημέρες για να αναρρώσει, κατά τη διάρκεια των οποίων οι στρατιώτες του αγωνιούσαν μη πιστεύοντας τις ειδήσεις πως ο βασιλιάς τους είναι ζωντανός. Η εκστρατεία τελείωσε με επιτυχία, αφού οι Μαλλοί που απέμειναν δήλωσαν υποταγή, όπως και οι γείτονές τους, Οξυδράκες. Όμως οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως η πιο αιματηρή από όλες τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς προκάλεσε την καταστροφή πολλών πόλεων και την εξολόθρευση ολόκληρων πληθυσμών.[89]
Μετά από ενίσχυση του στόλου του, ο Αλέξανδρος έπλευσε από τον Υδραώτη μέχρι τη συμβολή του με τον Ακεσίνη και μέσω του τελευταίου έφτασε ξανά στον Ινδό. Εκεί στη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού έδωσε εντολή να χτιστεί μία Αλεξάνδρεια, η οποία θα διέθετε και νεωσοίκους (στέγαστρα για τα ανελκυσμένα πλοία). Μετά προχώρησε στη χώρα των Σόγδων, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει μαζί του, ιδρύοντας και εκεί μία Αλεξάνδρεια. Κατόπιν προχώρησε νοτιότερα, στις επικράτειες των σατραπών Μουσικανού, Οξυκανού και Σάμβου, τις οποίες και υπέταξε. Μαθαίνοντας ότι ο Μουσικανός επαναστάτησε, ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του τον Πείθωνα, τον οποίο είχε ορίσει σατράπη της περιοχής αυτής. Ο Πείθωνας κυρίευσε τις πόλεις των επαναστατών, μετέτρεψε τους κατοίκους, Βραχμάνες, σε δούλους και εγκατέστησε φρουρές, τιμωρώντας σκληρά τον Μουσικανό.[89] Τελικά έφτασε στις εκβολές του Ινδού, στην πόλη Πάτταλα. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πείστηκαν τελικά να γυρίσουν. Ο Αλέξανδρος ήθελε να μετατρέψει την πόλη σε ναυτική βάση του και γι' αυτό έδωσε εντολή να οχυρωθεί με ακρόπολη, και να κατασκευαστούν πηγάδια και ναύσταθμος με νεωσοίκους. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος επιδόθηκε σε εξερεύνηση του ανατολικού βραχίονα του Ινδού.[89]
Για την επιστροφή, ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσίων και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες, αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία (σημ. Κερμάν του Ιράν) όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη, όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα, ο οποίος είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη στους Μαλλούς της Ινδίας.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα Γ΄, την κόρη του Δαρείου Γ΄. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα, και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».
Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.
Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου καθώς και την κατάκτηση της ηπειρωτικής Αραβίας, και κατόπιν την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής στην οποία είχε τη βάση του το ισχυρό κράτος της Καρχηδόνας. Είναι επίσης βέβαιο πως γνώριζε την ύπαρξη της ανερχόμενης δύναμης των Ρωμαίων στην Ιταλική χερσόνησο -ο θείος του Αλέξανδρος Α´ της Ηπείρου είχε εκστρατεύσει στην Ιταλία την ίδια περίοδο με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου στην Ασία-, και τον σημαντικό πλούτο των ελληνικών αποικιών της νότιας Ιταλίας.
Επιπλέον, είχε σχεδιάσει την ανέγερση εξαιρετικά μεγαλεπήβολων και δαπανηρών κτισμάτων και ναών, καθώς και την κατασκευή ενός τεράστιου στόλου στην Αλεξάνδρεια, ποσοτικά κατά τα πρότυπα του Τρωικού πολέμου, τα έργα αυτά όμως φέρονται να ακυρώθηκαν μετά τον θάνατό του λόγω του μεγάλου κόστους τους.
Λίγο πριν την αναχώρηση για την Αραβία, συμμετείχε σε ολονύκτιο συμπόσιο με τους φίλους του. Σε εκείνο το συμπόσιο έπαιξαν Έλληνες ηθοποιοί και ο ίδιος ο Αλέξανδρος απήγγειλε μέρος της τραγωδίας Ανδρομέδα του Ευριπίδη. Την ώρα που ο βασιλιάς θα αποχωρούσε για να κοιμηθεί, τα ξημερώματα της 2ας Ιουνίου 323 π.Χ., ο Μήδιος, φίλος του Αλεξάνδρου, του πρότεινε να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους όλη την ερχόμενη ημέρα. Το βράδυ, ο Αλέξανδρος συμμετείχε πάλι, χωρίς ανάπαυση, σε νέο συμπόσιο στο σπίτι του Μηδίου. Και εκείνο το συμπόσιο διήρκεσε ως το πρωί. Εκεί, τη νύχτα της 2ας προς 3η Ιουνίου, εκδήλωσε πυρετό, που διήρκεσε και τις επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους στρατιώτες του να περάσουν από το κρεβάτι του για να τον αποχαιρετίσουν, και ο Αλέξανδρος τους χαιρετούσε γνέφοντας με τα μάτια. Κατά τους Αριστόβουλο και Πτολεμαίου, όταν ρωτήθηκε από τους εταίρους σε ποιον αφήνει τη βασιλεία, απάντησε «τῷ κρατίστῳ» (στον ισχυρότερο) και ότι ήθελε να διεξαχθούν μεγάλοι ταφικοί αγώνες προς τιμήν του. Πέθανε το σούρουπο της 28ης του μηνός Δαισίου (10–11 Ιουνίου 323 π.Χ.).[90][91]
Ο Αρριανός αναφέρει την ύπαρξη φήμης περί δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου, με δηλητήριο το οποίο είχε στείλει ο Αντίπατρος από τη Μακεδονία, όταν ο τελευταίος άρχισε να φοβάται για τη ζωή του, μετά την εκτέλεση του Καλλισθένη. Κομιστής του δηλητηρίου λεγόταν πως ήταν ο Κάσανδρος. Παρά τη φήμη αυτή καθώς και άλλες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, πιθανότερη αιτία είναι ο θάνατος από ελώδη πυρετό ή τύφο, καθώς ο οργανισμός του ήταν ήδη εξαντλημένος.[92]
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι.[93] Το σώμα του παρέμεινε στη Βαβυλώνα για δύο έτη, έως και το 321 π.Χ., οπότε και πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα ώστε να ταφεί στη Μακεδονία. Ο Πτολεμαίος όμως, μεσολάβησε και απέσπασε το σώμα του Αλέξανδρου ενώ βρισκόταν σε πορεία προς τη Μακεδονία, παίρνοντάς το στην Αίγυπτο της οποίας ήταν ο κυβερνήτης. Ανάλογα με τις μαρτυρίες, το σώμα του τοποθετήθηκε είτε στη Μέμφιδα αρχικά -με την Αλεξάνδρεια να είναι μόνο ένας μικρός οικισμός την εποχή εκείνη-, και αρκετά αργότερα στην Αλεξάνδρεια όταν αυτή επεκτάθηκε, είτε στην Αλεξάνδρεια από την αρχή.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί ως σήμερα, αναφέρουν πως η Αλεξάνδρεια είναι η τελευταία γνωστή τοποθεσία της σορού του. Ο τελευταίος που φέρεται να έχει επισκεφθεί τη σορό ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας το 215 μ.Χ., και από τότε δεν διασώζονται άλλες μαρτυρίες επισκεπτών της σορού, και η ακριβής τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι άγνωστη μέχρι στιγμής.
Σύμφωνα με την Συμφωνία της Βαβυλώνας που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα, την προσωρινή διοίκηση ανέλαβε ο Περδίκκας ως αντιβασιλέας και τυπικά βασιλέας ο Φίλιππος Γ´ Αρριδαίος, ετεροθαλής μεγαλύτερος αδερφός του, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά και ουσιαστικά ελεγχόταν από τον Περδίκκα. Η εν τέλει αποτυχία συμβιβασμού των διαδόχων ή πλήρης επικράτησης ενός από αυτούς, οδήγησε στους πολέμους των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι διήρκεσαν για περίπου 40 έτη.
Ο γιος του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, ονομάστηκε επίσης Αλέξανδρος, και γεννήθηκε το 323 π.Χ. λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Ως ο Αλέξανδρος Δ΄ αναγνωρίστηκε πλέον ως ο νόμιμος διάδοχος της αυτοκρατορίας το 321 π.Χ. με τη Συμφωνία του Τριπαραδείσου, δολοφονήθηκε όμως μέσω δηλητηρίασης όταν ήταν 13 ετών, μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη στην Αμφίπολη περίπου το 310 π.Χ., μετά από παρέμβαση του Κασσάνδρου.
Είχε επίσης ένα μεγαλύτερο γιο από μία από τις ερωμένες του, τη Βαρσίνη, η οποία ήταν μη νόμιμη σύζυγος. Ο γιος του ονομάστηκε Ηρακλής και ήταν ο πρωτότοκός του. Βρίσκονταν υπό την προστασία του Πολυπέρχοντα, ο οποίος αργότερα και κατά τη διάρκεια των πολέμων των Διαδόχων, προσπάθησε να προωθήσει τον Ηρακλή ως βασιλιά της Μακεδονίας. Όμως ξανά ο Κάσσανδρος παρενέβη και δωροδόκησε τον Πολυπέρχοντα ώστε να θανατώσει τον Ηρακλή, ο οποίος και το έκανε θανατώνοντάς τον μαζί με τη μητέρα του ενώ ήταν 21 ετών, το 310 π.Χ..
Η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, θανατώθηκε επίσης από τον Κάσσανδρο στην Πύδνα, νωρίτερα, το 316 π.Χ.., αφού η ίδια προηγουμένως το 317 π.Χ., είχε φροντίσει να δολοφονηθεί ο ετεροθαλής αδερφός του Αλέξανδρου, Φίλιππος Γ΄ο Αρριδαίος, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά από μικρή ηλικία, ωστόσο διέθετε κληρονομικά δικαιώματα στον θρόνο ως γιος του Φιλίππου Β΄.
Η αδερφή του Αλέξανδρου, Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, δολοφονήθηκε το 308 π.Χ. καθώς μετέβαινε στην Αίγυπτο για να προσφέρει το χέρι της στον Πτολεμαίο.
Η ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, παντρεύτηκε τον Κάσσανδρο ο οποίος ίδρυσε και την πόλη της Θεσσαλονίκης το 315 με 316 π.Χ., δίνοντας στην πόλη το όνομα της συζύγου του. Δολοφονήθηκε από τον Αντίπατρο κατά τη διάρκεια της δυναστικής έριδας με τον αδερφό του.
Η επίσης ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Κυνάνη, δολοφονήθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 323 π.Χ. με παρέμβαση του Περδίκκα, ενώ βρισκόταν καθ'οδόν για να παντρευτεί τον Φίλιππο Γ΄Αρριδαίο.
Ο αδερφός της Ολυμπιάδας και θείος του Αλέξανδρου, Αλέξανδρος Α΄ της Ηπείρου, είναι γνωστός για την εκστρατεία του εναντίον των φυλών της ιταλικής χερσονήσου και τη συνθηκολόγησή του με τους Ρωμαίους, περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή.
Ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου ήταν δεύτερος ξάδερφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θεωρείται επίσης ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της αρχαιότητας, με τις μετέπειτα εκστρατείες του εναντίον των Ρωμαίων, από το 280 π.Χ. και μετά.
Η πιο καθοριστική σχέση του ήταν αυτή με τη μητέρα του, Ολυμπιάδα. Ανέπτυξε θερμές φιλικές σχέσεις με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας όπως η βασίλισσα Άδα της Καρίας και η μητέρα του Δαρείου, Σισύγαμβις, γυναίκες που ίσως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μητρικές φιγούρες.[94] Οι συναισθηματικοί δεσμοί του Αλέξανδρου με τους άνδρες ήταν ισχυρότεροι από ότι με γυναίκες, καθώς έζησε σε ανδροκρατούμενη κοινωνία. .[95]
Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τρεις φορές: Τη Ρωξάνη, κόρη του ευγενή της Σογδιανής Οξυάρτη της Βακτρίας,[96][97][98]. Για πολιτικούς λόγους, τις Περσίδες πριγκίπισσες Στάτειρα και Παρυσάτιδα, η μεν πρώτη κόρη του Δαρείου Γ΄, η δε δεύτερη κόρη του Αρταξέρξη Γ΄.[99] Φαίνεται πως είχε δύο γιους, τον Αλέξανδρο Δ΄ της Μακεδονίας με τη Ρωξάνη και, ενδεχομένως, τον Ηρακλή με την ερωμένη του Βαρσίνη. Έχασε άλλο ένα παιδί όταν η Ρωξάνη απέβαλε στη Βαβυλώνα.[100][101]
Ο Αλέξανδρος είχε στενή σχέση με τον φίλο, στρατηγό και σωματοφύλακά του Ηφαιστίωνα, γιο Μακεδόνα ευγενούς.[102] Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα συγκλόνισε τον Αλέξανδρο. Αυτό το συμβάν μπορεί να συνέβαλε στην επιδείνωση της υγείας και της ψυχικής του κατάστασης κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του.[103] Ο Κλαύδιος Αιλιανός, στη συλλογή του ανέκδοτων ιστοριών Ποικίλη Ιστορία, γράφει για την επίσκεψη του Αλέξανδρου στην Τροία, όπου «όταν ο Αλέξανδρος στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα και ο Ηφαιστίωνας αυτόν του Πατρόκλου, ο τελευταίος αποκρίθηκε ότι ήταν ερώμενος του Αλέξανδρου, ακριβώς όπως ο Πάτροκλος ήταν για τον Αχιλλέα».[104] Ωστόσο ο Καναδός ιστορικός Βάλντεμαρ Χέκελ (Waldemar Heckel) είναι σχεδόν βέβαιος ότι η ιστορία αυτή δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο των δύο ανδρών[105]. Για τη φύση της σχέσης των δύο ανδρών, ο ίδιος ιστορικός υποστηρίζει πως δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν υπήρχε ερωτικό στοιχείο σε αυτή τη σχέση αλλά είναι βέβαιο πως δεν επηρέασε σοβαρά τις πολιτικές του ενέργειες. Όμως κάποιες από τις υπερβολικές αντιδράσεις του Αλεξάνδρου κατά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα, αν και ειλικρινείς, είχαν οπωσδήποτε πολιτικές επιπτώσεις.[106]
Αναφέρεται επίσης η σχέση του και με τον όμορφο ευνούχο Βαγώα, πρώην αγαπημένο του Δαρείου.[107] Ο ιστορικός Ρόμπιν Λέιν Φοξ (Robin Lane Fox) λέει ότι «οι μεταγενέστερες φήμες υποθέτουν ότι ο Βαγώας ήταν εραστής του Αλεξάνδρου. Αυτό είναι αβέβαιο.»[108] Η ιστορικός Ελίζαμπεθ Κάρνι (Elizabeth D. Carney) λέει πως θα ήταν σφάλμα να αποδοθεί η ιδιότητα του ομοφυλόφιλου στον Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος αναφέρεται πως είχε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι,[109][110][111][112] εμφανίζοντας το γενικά σπάνιο στους ανθρώπους φαινόμενο της ετεροχρωμίας, όπου οι ίριδες των ματιών διαφέρουν σε χρώμα μεταξύ τους.
Επίσης περιγράφεται πως είχε μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού του προς τα πάνω με αριστερή κατεύθυνση,[113][114] πιθανώς λόγω του τραυματισμού του από χτύπημα ροπάλου στον λαιμό κατά την πολιορκία του κάστρου των Ιλλυριών το 335 π.Χ., ή ως φυσικό σύμπτωμα σκολίωσης. Ως προς το ύψος του, περιγράφεται γενικά ως κάτω του μέσου όρου για το περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα ήταν ογκώδης, με πολύ μυώδη διάπλαση και βαριά φωνή.[17][111]
Οι αρχαίες πηγές γενικά συμφωνούν πως τα μαλλιά του ήταν ανοιχτόχρωμα (κατά τους Αιλιανό, Ιούλιο Βαλέριο, Λιβάνιο). Το δέρμα του επίσης ήταν ανοιχτόχρωμο, με κάποια φυσική ερυθρότητα, ιδίως στο πρόσωπο και το στήθος. Τα γένια του ήταν αραιά οπότε τα ξύριζε, κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει στο άμεσο περιβάλλον του όπου οι περισσότεροι τα άφηναν να μακρύνουν. [115] Επίσης αναφέρεται πως η φυσική του οσμή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και έμενε στα ενδύματά του (Πλούταρχος).
Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ δεν έχασε μια μάχη, έναν ανταρτοπόλεμο ή μια πολιορκία στα 12 χρόνια της βασιλείας του.[116] Επίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και τη μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών.
Ο Μέγας Αλέξανδρος επίσης έλιωσε τα αμύθητα πλούτη που συσσωρεύονταν μέχρι τότε στα θησαυροφυλάκια του Μεγάλου Βασιλέα και έκοψε αναρίθμητα νομίσματα, που στη συνέχεια μοίρασε αφειδώς σε μισθούς, δώρα, προίκες, συντάξεις για Έλληνες αλλά και Ασιάτες, φέρνοντας αλματώδη ανάπτυξη στις περιοχές που κατέκτησε. Παράλληλα εξίσωσε τον χρυσό Δαρεικό με τον χρυσό Αττικό στατήρα αποφεύγοντας έτσι τον ανταγωνισμό τους [117]. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι.[118] Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση Ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το Ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία.
Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες[119] - ιδίως στον τομέα της ψυχολογικής στρατηγικής.[120] Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας[121] και ο Ναπολέων[122] τον θεωρούσαν τον μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Σάχης Αλαντίν Μουχάμαντ Β', ιδρυτής της μεγάλης περσικής Αυτοκρατορίας των Χωρεσμίων (13ος αιώνας), που επί εποχής του κάλυπτε έκταση από την Κασπία Θάλασσα και το Καζακστάν ως τον Ινδικό Ωκεανό, είχε κόψει νομίσματα με τη μορφή του ως νέου Αλεξάνδρου και την επιγραφή Iskandar i Thani (Δεύτερος Αλέξανδρος).[123] Η συνολική επιρροή του, συχνά τον φέρνει μεταξύ των προσωπικοτήτων με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς.
Αμέσως μετά τον θάνατό του έγινε μυθικό πρόσωπο στη λαϊκή παράδοση και την έντεχνη παραγωγή, ακολουθώντας διαφορετικά πρότυπα σε κάθε λαό, έως και τη σημερινή εποχή. Ιδιαίτερα το έργο του Ψευδοκαλλισθένη, Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, είχε σημαντική επίδραση στην περιγραφή του Αλεξάνδρου από τις μεταγενέστερες παραδόσεις, έργα γνωστά ως Μυθιστορία του Αλέξανδρου, από την περσική έως τη μεσαιωνική ευρωπαϊκή και τη νεότερη ελληνική παράδοση.[124]
Στην Αίγυπτο, αναφερόταν ως γιος του Νεκτανεβώ Β΄, τελευταίου φαραώ πριν την περσική κατάκτηση[125]. Η νίκη του επί του Δαρείου παρουσιάζεται ως σωτηρία της Αιγύπτου, αποδεικνύοντας έτσι πως η χώρα εξουσιαζόταν και πάλι από Αιγύπτιο βασιλιά[126]. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στην Ιερουσαλήμ, του έδειξαν το Βιβλίο του Δανιήλ, της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αναφέρει πως κάποιος ισχυρός Έλληνας βασιλιάς θα κατέλυε την Περσική Αυτοκρατορία, και πως χάρις σε αυτό ο Αλέξανδρος δεν πείραξε την πόλη[127]. Η συριακή μετάφραση του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως τον ιδεώδη Χριστιανό κοσμοκατακτητή ο οποίος «προσευχόταν στον ένα και μοναδικό Θεό»[126].
Στην προϊσλαμική ζωροαστρική περσική κουλτούρα της σασσανιδικής περιόδου, ο Αλέξανδρος αναφέρεται με το επίθετο «gujastak» (καταραμένος), και κατηγορείται για την καταστροφή ναών και το κάψιμο των ιερών κειμένων του Ζωροαστρισμού.[128] Αντιθέτως, στη (σουνιτική) ισλαμική Περσία, αναδύεται μια πιο θετική εικόνα του, υπό την επίδραση του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[126] Ο Πέρσης εθνικός ποιητής Φερντουσί παρουσιάζει, στο έπος Σαχναμέ (Βιβλίο των Βασιλέων), τον Αλέξανδρο ως νόμιμο βασιλιά της Περσίας, μυθική μορφή που έφτασε στα πέρατα του κόσμου αναζητώντας την «Πηγή της νεότητας».[129] Μεταγενέστεροι Πέρσες συγγραφείς τον συνέδεσαν με τη φιλοσοφία, παρουσιάζοντάς τον να αναζητά την αθανασία, σε συμπόσιο με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.[126] Στην αραβοπερσική παράδοση, ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ, στα περσικά, και Ισκαντάρ στα αραβικά. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί θεωρούν, λόγω των αντίστοιχων αναφορών στο Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πως ο «Δίκερως» (Dhul-Qarnayn), που αναφέρεται στο Κοράνι, είναι ο Αλέξανδρος.[126] Κατά την παράδοση αυτή, ο Αλέξανδρος είναι ηρωική μορφή η οποία έχτισε τείχος προκειμένου να υπερασπιστεί τον κόσμο από τους λαούς Γωγ και Μαγώγ[125]. Έπειτα ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, σε αναζήτηση του «Νερού της ζωής και της αθανασίας» και στο τέλος έγινε προφήτης[125].
Στις γλώσσες Χίντι και Ουρντού, το όνομα Σικαντάρ, προερχόμενο από τα περσικά, σημαίνει το ανερχόμενο νέο σε ηλικία ταλέντο[130]. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, ο Αλέξανδρος εκτιμόταν ως μέλος των Εννέα Άξιων, ομάδας ηρώων των οποίων οι ζωές συμπυκνώνουν τα ιδανικά της ιπποσύνης[131]. Τον 12ο αιώνα ο Αλβέριχος της Μπεζανσόν έγραψε επικά ποιήματα με κεντρικό πρόσωπο τον Αλέξανδρο και ο ιερέας Λάμπρεχτ ένα γερμανικό τραγούδι.
Στους Βυζαντινούς ήταν δημοφιλείς ιστορίες για τον Αλέξανδρο που προέκυψαν από το Μυθιστόρημα του Ψευδοκαλλισθένη. Οι ιστορίες αυτές προσαρμόζονταν στις εκάστοτε περιστάσεις. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν ως πρότυπο χριστιανού αυτοκράτορα, ή απόστολος του χριστιανισμού, ενώ στις ιστορίες εισάγονταν και στοιχεία από παραδόσεις της Βίβλου και του Μεσαίωνα, μαζί με αρχαιοελληνικές και άλλες παραδόσεις. Γενικότερα, με βάση τις ποικίλες αναφορές βυζαντινών συγγραφέων, για παράδειγμα μέσα από τα λεγόμενα Κάτοπτρα Ηγεμόνος και εγκωμιαστικούς λόγους, συνάγεται το συμπέρασμα πως ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπο μίμησης για πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες ως ενάρετος βασιλιάς, ενώ παράλληλα προβάλλεται ως Έλλην ήρωας και σημείο αναφοράς για την ταυτότητα των Βυζαντινών και μέσα από την παράδοση του Μυθιστορήματος. Το Μυθιστόρημα, ή Διήγησις του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος ήταν από τα πιο δημοφιλή κοσμικά αναγνώσματα των Βυζαντινών Ελλήνων. Υπήρξε και σε έμμετρη μορφή, το βυζαντινό πολύστιχο ποίημα (έπος) Βίος Αλεξάνδρου, 6.133 στίχων, με χρονολόγηση στις αρχές του 13ου αιώνα ή το έτος 1388. Χαρακτηριστική είναι η αποτύπωση της μορφής του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα στις βυζαντινές απεικονίσεις της Ανάληψης του Αλέξανδρου, ορισμένες από τις οποίες, σε μνημειακή μορφή, τοποθετούνταν στον εσωτερικό ή εξωτερικό διάκοσμο βυζαντινών εκκλησιών.[132] Η παράδοση του Μυθιστορήματος συνεχίστηκε και στην Τουρκοκρατία, με πολλές εκδόσεις της πεζής Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου αλλά και της έμμετρης Ριμάδας.
Στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, ο Αλέξανδρος είναι η περισσότερο διαδομένη μορφή από την αρχαιότητα. Είναι πασίγνωστος ως Μεγαλέξαντρος και είναι επίσης ο μόνος αρχαίος ήρωας που εμφανίζεται στον Καραγκιόζη. Πολύ διαδεδομένη επίσης είναι η παράδοση που παρουσιάζει τη Γοργόνα ως αδερφή του Αλέξανδρου να ρωτά τους ναυτικούς αν «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος» και να δέχεται ως απάντηση μόνο το «ζει και βασιλεύει», αλλιώς βυθίζει το πλοίο.[133] Σε πολλές περιοχές, διάφορα σημάδια του τόπου και ερείπια επιδεικνύονταν σαν να «ήταν του Αλέξανδρου». Σε κρητικό τραγούδι ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει ενώσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο ανοίγοντας τον Βόσπορο[134]. Επίσης τον είχαν φανταστεί και ως άγιο και ασκητή, να έχει ιδρύσει μοναστήρια στην έρημο[εκκρεμεί παραπομπή].
Υπάρχουν πολλές απεικονίσεις του Αλέξανδρου σε νομίσματα που κόπηκαν πριν ή μετά τον θάνατό του. Σε αυτές ο Αλέξανδρος εμφανίζεται αγένειος, φέροντας τα κέρατα του Άμμωνα.
Σώζονται επίσης ανδριάντες του Αλέξανδρου, πρωτότυποι και αντίγραφα, που είχαν δημιουργήσει καλλιτέχνες όπως ο Λύσιππος, που ήταν ευνοούμενος του Αλέξανδρου. Η μορφή του Αλέξανδρου εμφανίζεται επίσης σε ανάγλυφα, μετάλλια και ψηφιδωτά, αυτό όμως που ανταποκρίνεται πιο πολύ στην πραγματικότητα αποτελεί το έργο του Απελλή, άλλου διάσημου καλλιτέχνη ευνοούμενου του Αλέξανδρου ο οποίος τον απεικονίζει με σγουρά καστανόξανθα μαλλιά ένθρονο ως Δία με σκήπτρο και κεραυνό, τοιχογραφία στον οίκο Vettii στην Πομπηία. Έτσι η πιο γνωστή απεικόνηση του, στο ψηφιδωτό της Πομπηίας όπου απεικονίζεται ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού απέχει αρκετά από την πραγματικότητα καθώς η εμφάνιση του είναι τελείως διαφορετική από τα έργα της εποχής του Αλεξάνδρου, είτε νομίσματα είτε αγάλματα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Κεντρική Ευρώπη τυπώνονται μια σειρά πορτραίτων του Αλεξάνδρου από τον Ρήγα Φεραίο και άλλους, με σκοπό την προώθηση της ιδέας της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της ανάκρισης του Ρήγα από την αυστριακή αστυνομία, «Ομολογεί ο Ρήγας, ότι επί τω αυτώ σκοπώ της αναμορφώσεως [του έθνους του] εχάραξε παρά τω Μύλλερ και εξετύπωσε παρά τω Νίτς 1200 αντίτυπα της εικόνος της παριστανούσης Αλέξανδρον τον Μέγαν».[135] Αυτά τα πορτραίτα είχαν ως βάση αναγεννησιακά πρότυπα, τα οποία με τη σειρά τους βασίζονταν σε αρχαίες πηγές. Ένα από αυτά είναι μονόφυλλο με την προσωπογραφία του Αλεξάνδρου που τύπωσε ο Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής το 1797 στη Βιέννη. Παρόμοια πορτραίτα τυπώθηκαν στο Ιστορικόν Χαρτοπαίγνιον (1808) που προοριζόταν για ευρύτερη διανομή, σε καραμανλίδικο έντυπο του 1843, σε διακοσμητικά πιάτα στο 2ο μισό του 19ου αιώνα κλπ.[136]
Το 1556, ο αγιογράφος της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, Γεώργιος Φράγκος, παρέστησε τον Άγιο Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλεξάνδρου, να θρηνεί τον αναπόφευκτο θάνατο των ανθρώπων.[137]
Σε όλο το πέρασμα του χρόνου δημιουργούνταν αντικείμενα τέχνης σχετικά με τον Αλέξανδρο. Πέρα από τα έργα λόγου, τα γλυπτά και τους πίνακες, στη σύγχρονη εποχή εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μουσικών και κινηματογραφικών έργων. Ενδεικτικό είναι το τραγούδι «Alexander the Great» των Iron Maiden. Ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα τον Αλέξανδρο είναι:
Επίσης υπάρχουν πολλές αναφορές σε άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Νεότερα μυθιστορήματα με θέμα τον Αλέξανδρο, είναι:
Ο Μέγας Αλέξανδρος έχει περάσει και στην παράδοση του θεάτρου σκιών. Τη φιγούρα του εισήγαγε ο καραγκιοζοπαίχτης Δημήτρης Σαρδούνης, ή αλλιώς Μίμαρος[138]. Από τον ίδιο (ή από τον Πρεβεζάνο με αυτόν ολοκληρωτή της ιστορίας) προέρχεται και η ιστορία «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι»[139].
Η ιστορία έλκει στοιχεία από την Ασιατική παράδοση για τον Μέγα Αλέξανδρο, ενώ μετά την πρώτη παράσταση του «Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο κατηραμένος όφις» το 1900 από τον Μίμαρο, ο Σπαθάρης ξαναγράφει την ιστορία, προσθέτοντας και δικά του στοιχεία πριν το 1950[140].
Η εκστρατεία του Αλέξανδρου καταγράφηκε αρχικά στις «Βασιλικές εφημερίδες» ένα είδος επίσημου ημερολογίου που διατηρούσε ο αρχιγραμματέας Ευμένης κατά τη διάρκεια της εκστρατείας,[141] οι οποίες όμως χάθηκαν πριν την ολοκλήρωσή της. Στα στοιχεία των «Βασιλικών Εφημερίδων» και σε προσωπικές του αναμνήσεις στηρίχθηκε αργότερα ο στρατηγός του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος.[141] Ακόμη, ο Αριστόβουλος, μηχανικός που ακολούθησε την εκστρατεία, έγραψε μια από τις πρώτες γνωστές εξιστορήσεις, σε ηλικία 84 ετών.[142] Ωστόσο, ούτε η μία ούτε η άλλη έχουν σωθεί. Άλλοι συγγραφείς των οποίων το έργο έχει χαθεί είναι ο Καλλισθένης που κατέγραψε τα γεγονότα ως τον θάνατό του το 327 π.Χ., ο Κλείταρχος ο Αλεξανδρεύς ο οποίος μάλλον είχε γράψει ένα δωδεκάτομο μυθιστόρημα, ο Ονησίκριτος, και ο Νέαρχος.
Το πιο αξιόλογο έργο που έχουμε, είναι αυτό του Φλάβιου Αρριανού «Αλεξάνδρου Ανάβασις» του 2ου αιώνα μ.Χ.. Ο Αρριανός βασίστηκε πάνω στα έργα του Πτολεμαίου και του Αριστόβουλου.[143] για να γράψει το έργο του. Ένα επίσης σημαντικό έργο είναι το «Historia Alexandri Magni Macedonis» του Κούρτιου Ρούφου (1ος αιώνας), το οποίο είναι επίσης βασισμένο σε προηγούμενα έργα, αλλά σε ορισμένα σημεία θεωρείται ότι περιέχει φανταστικές διηγήσεις.[142] Αξιόλογος είναι ο βίος του Αλέξανδρου στο έργο του Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι». Διάσπαρτες πληροφορίες βρίσκονται επίσης στα έργα του Στράβωνα, του Ιώσηπου, του Διόδωρου του Σικελιώτη και άλλων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.