Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ (γαλλικά: André Castaigne, αγγλικά: Andre Castaigne), που απεικονίζει την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας στο κέντρο, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Υδάσπη.
11.000 συνολικά εκ των οποίων: 6.000 πεζικό και 5.000 ιππικό.
περίπου 20.000,[3] ή 30.000,[4] ή 50.000[5] πεζικό, 2.000[3] - 4.000,[4] ιππικό, 200,[4] ή 130[5] (το πιθανότερο),[6] ή 85[7] πολεμικούς ελέφαντες, και 1.000 άρματα.[8]
Απώλειες
80[9] - 700[10][11] νεκροί από το πεζικό, 230[12] - 280[10] νεκροί ιππείς. Σύγχρονες εκτιμήσεις για συνολικά περίπου ~1.000 νεκρούς. Άγνωστος ο αριθμός τραυματιών.
12.000 σκοτώθηκαν και 9.000 αιχμαλωτίσθηκαν,[10] ή 20.000 νεκροί από το πεζικό και 3.000 νεκροί ιππείς[12]
Η τακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου να διασχίσουν τα μακεδονικά και τα άλλα συμμαχικά στρατεύματα (αποτελούμενα από τμήματα του περσικού στρατού και του ινδικού στρατού του βασιλείου του Ταξίλη) κατά την περίοδο των μουσώνων τον πλημμυρισμένο Υδάσπη και παρά την επιφυλακή του στρατού του Πώρου να κατορθώσουν να τον αιφνιδιάσουν πλευρικά, αναφέρεται ως ένα από τα «στρατηγικά αριστουργήματα» του.[13] Αν και νικηφόρα η μάχη αυτή του Υδάσπη ποταμού, ήταν επίσης και η πιο δαπανηρή, σε επίπεδο απωλειών, μάχη που πολέμησαν ως τότε οι Μακεδόνες.[14]
Η αντίσταση που προέβαλε ο βασιλιάς Πώρος και οι άνδρες του κέρδισε τον σεβασμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο οποίος του ζήτησε να γίνει Σατράπης στη μακεδονική αυτή κτήση.
Η μάχη έλαβε χώρα στην ανατολική όχθη του ποταμού Υδάσπη (τώρα ονομάζεται Τζέλουμ (ποταμός)), ο οποίος ήταν ένας παραπόταμος του Ινδού ποταμού επίσης στην περιοχής της Πενταποταμίας (της σημερινής περιοχής Παντζάμπ του Πακιστάν).
Αργότερα, λίγο μετά τη νίκη του ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε μια ακόμα πόλη με το όνομα Αλεξάνδρεια, στην περιοχή της μάχης, την οποία ονόμασε Νίκαια Αλεξάνδρεια (ή Νίκαια (Παντζάμπ)). Εφόσον αυτή η πόλη δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί αρχαιολογικά, οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί και ο αρχαιολογικός χώρος της μάχης είναι καταδικασμένη, επειδή φυσικά και το τοπίο έχει αλλάξει σημαντικά από την τότε ελληνιστική περίοδο ως σήμερα. Προς το παρόν, η πιο πιθανή τοποθεσία βρίσκεται ακριβώς στα νότια της πόλης του Τζέλουμ, όπου ο αρχαίος κεντρικός δρόμος διέσχιζε τον ποταμό, όπως μια βουδιστική πηγή αναφέρει πράγματι για μια πόλη, που μπορεί να είναι η αρχαία Νίκαια. Ο προσδιορισμός του τόπου της μάχης κοντά ή μεταξύ των σύγχρονων πόλεων Τζαλαπούρ ή Τζαλαπούρ Σαρίφ και Χαρανπούρ είναι σίγουρα λανθασμένος, καθώς το ποτάμι, στην αρχαιότητα, κυλούσε αρκετά μακριά από αυτές τις πόλεις.[15]
Πέριξ της περιοχής της Μάχης του Υδάσπη ποταμού, υπάρχουν ιστοριογραφικές αναφορές για τις εξής πόλεις που έφεραν το όνομα Αλεξάνδρεια, προς τιμή του ιδρυτή τους Μεγάλου Αλεξάνδρου:
Αλεξάνδρεια εις Τάξιλα. Πρόκειται μάλλον για μετονομασία της πόλης Τάξιλα ή Ταξάσιλα προς τιμή του Μεγάλου Αλεξάνδρου την άνοιξη του 326 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος και ο στρατός του στρατοπέδευσαν εκεί. Σήμερα τα Τάξιλα βρίσκονται πολύ κοντά στη σύγχρονη πόλη Ραβαλπίντι στην επαρχία Παντζάμπ ή Πουντζάμπ ή Πεντζάμπ του Πακιστάν.
Μέρος της Νίκαιας είχε εν τω μεταξύ πάθει ζημιές από τις βροχές της Ινδίας. Έτσι όταν ο Μακεδών στρατηλάτης αποφάσισε τον δρόμο της επιστροφής, επιδιόρθωσε αυτές τις ζημιές.[17] Ωστόσο η ακριβής τοποθεσία της Νίκαιας παραμένει, προς το παρόν, ακαθόριστη αν και έχουν προταθεί δύο πιθανότητες από ερευνητές:
Ο Χάντινγκφορντ ταύτιζε την πόλη με ένα μεγάλο ανάχωμα δυτικά της πόλης Τζέλουμ, ενώ ο Λέντερινγκ την ταυτίζει με την ίδια την Τζέλουμ. Επίσης η βουδιστική παράδοση αναφέρει μια ανώνυμη πόλη στα νότια της Τζέλουμ, που κατά μερικούς ταυτίζεται με τη Νίκαια.
Ο Ούγγρος αρχαιολόγος Στάιν Μαρκ Αουρέλ (1862-1943) πίστευε ότι ο μακεδονικός στρατός αντί να διασχίσει την οδό από τα Τάξιλα προς την Τζέλουμ, πιθανόν και να πήγε νοτιότερα προς τη σημερινή πόλη Μπχέρα. Εκεί υποστήριξε ότι έγινε η περίφημη μάχη του Υδάσπη κοντά στην πόλη Μονγκ, μιας και η μορφολογία του εδάφους (ο προσανατολισμός του ποταμού, τα βράχια αλατιού και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά) ταιριάζουν με τις αρχαίες πηγές. Περαιτέρω στήριξη της θέσης για την πόλη Μόνγκ, επικυρώνει η απαίτηση των κατοίκων της πόλεως, ότι εκεί βρισκόταν η ελληνιστική Νίκαια. Ο ιστορικός του BBC Μάικλ Γουντ υποστήριξε επίσης αυτήν τη θέση του Ούγγρου αρχαιολόγου.
Ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκτιμάται ότι είχε μια δύναμη της τάξης των περίπου 6.000 στρατιωτών.[18] (Συνολικά ο στρατός του ήταν περίπου 11.000 άνδρες: 6.000 πεζικό και 5.000 ιππείς). Ανάλογα με τις πηγές, οι οποίες ποικίλουν στις εκτιμήσεις των εμπλεκομένων αντιθέτων δυνάμεων (όπως φαίνεται και στο γράφημα πάνω δεξιά), ο Αλέξανδρος και ο στρατός του, ήταν λιγότεροι από τους αντιμαχόμενους εχθρούς τους και τις στρατιές των ινδικών βασιλείων, σε μια αναλογία κάπου μεταξύ του «τρεις προς έναν» (3:1) και «πέντε προς έναν» (5:1).
Η κεντρική στρατιωτική δύναμη του μακεδονικού στρατού φαίνεται να πέρασε μέσω του Κυβέριου Περάσματος (παστούν: د خیبر درہ, ουρντού: تنگه خیبر) το οποίο ήταν και είναι ένα πέρασμα μεταξύ των βουνών, που σήμερα συνδέει το σύγχρονο Αφγανιστάν με το Πακιστάν, αλλά μια μικρότερη δύναμη υπό την προσωπική εποπτεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέρασε από τη βόρεια διαδρομή, προσπερνώντας στον δρόμο του το φρούριο της Αόρνου στην περιοχή Σουάτ ή περιοχή Σάνγκλα, που πρόκειται για το σύγχρονο βουνό Πιρ-Σαρ, ένα μέρος με υψηλή μυθολογική σημασία για τους Έλληνες, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής είχε αποτύχει να το καταλάβει, όταν είχε αγωνιστεί στην Ινδία. Στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους (326 π.Χ.), συνδύασε τις δυνάμεις του και συμμάχησε με τον βασιλιά Ταξίλη, βασιλιά του ινδικού βασιλείου Τάξιλα ή Ταξάσιλα (ουρντού ٹیکسلا, σανσκ. Takshaçila तक्षशिला, κιν. Chu Ch'a-shi-lo), ενάντια του γείτονά του βασιλιά Πώρου, που ήταν ο βασιλιάς της περιοχής του ποταμού Υδάσπη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος χρειαζόταν να υποτάξει τον βασιλιά Πώρο, προκειμένου να κρατήσει την πορεία του προς τα ανατολικά. Το να αφήσει έναν τέτοιο ισχυρό αντίπαλο στα πλευρά του θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε περαιτέρω δράση του. Δεν μπορούσε, επίσης, να έχει την πολυτέλεια να δείξει κανένα σημάδι αδυναμίας, εάν ήθελε να κρατήσει την πίστη σ’ αυτόν των ήδη σε συμμαχία με αυτόν Ινδών βασιλέων.
Ο βασιλιά Πώρος έπρεπε να υπερασπιστεί το βασίλειό του και επέλεξε το τέλειο σημείο για να ελέγχει με τα στρατεύματά του και εκ των προτέρων τον Μέγα Αλέξανδρο. Αν και έχασε τη μάχη, έγινε ο πιο επιτυχημένος και ιστορικά καταγεγραμμένος, αντίπαλος του Αλεξάνδρου.
Ο Πώρος παρέταξε στη νότια όχθη του Υδάσπη ποταμού τα στρατεύματά του και έθεσε ως κύριο στόχο την απόκρουση των στρατευμάτων σε οποιαδήποτε τυχόν διασταύρωση και αν προέκυπτε. Ο Υδάσπης ήταν βαθύς και αρκετά γρήγορος, γεγονός που από μόνο του αρκούσε πιθανόν για να καταδικάσει σε απόλυτη αποτυχία ολόκληρη τη δύναμη που θα επιχειρούσε μια, εν ευθεία αντίθεση, διέλευση για να επιτεθεί κατέναντι στα στρατεύματα του βασιλιά Πώρου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήξερε ότι μια άμεση διάβαση του ποταμού θα είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας και έτσι προσπάθησε να βρει εναλλακτικές διαβάσεις. Κινήθηκε τοποθετώντας τα ορεσίβια στρατεύματα του πάνω και κάτω, παράλληλα με την όχθη του ποταμού μετακινώντας τα κάθε βράδυ, τακτική που προσπάθησε να ακολουθεί προς κάλυψή του (στρατιωτική ορολογία: σκίαση) και ο Πώρος.
Τελικά, ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε και χρησιμοποίησε μια κατάλληλη διάβαση, περίπου 27 χιλιόμετρα πριν από το στρατόπεδό του.
Το σχέδιό του ήταν ένα κλασικός ελιγμός «τανάλιας»: Άφησε τον στρατηγό Κρατερό πίσω του με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και ο ίδιος πέρασε με κοπιώδη τρόπο, το ποτάμι προς τα πάνω με ένα ισχυρό σώμα, που αποτελούταν, σύμφωνα με τον Αρριανό από 6.000 οπλίτες και 5.000 ιππείς, αν και είναι πιθανό η δύναμη αυτή τελικά να ήταν μεγαλύτερη. Ο Κρατερός ήταν εξουσιοδοτημένος να φυλά τη διάβαση του ποταμού και σε πρώτη περίπτωση, που ο Πώρος αντιμετώπιζε το σχετικά μικρό και ευέλικτο σώμα με επικεφαλής τον Μέγα Αλέξανδρο με ολόκληρο το στράτευμα του, να πραγματοποιούσε και ο Κρατερός επίθεση καταντικρύ, ώστε να κυκλωθεί, με μορφή «τανάλιας», ο Πώρος, σε δεύτερη δε περίπτωση που ο Πώρος δεν επιτίθεντο εναντίον του Αλεξάνδρου με ολόκληρη τη δύναμή του ο Κρατερός να κρατήσει τη θέση του.
Ο Μέγας Αλέξανδρος εν τέλει κίνησε αθόρυβα μέρος του στρατού του και στη συνέχεια διάβηκε το ποτάμι με άκρα μυστικότητα, με την κατασκευή πλωτήρων από «δερμάτινους ασκούς, γεμάτους με σανό», καθώς και με «μικρότερα σκάφη μειωμένα κατά το ήμισυ» (αρχαία ελληνικά: «καὶ τῶν πλοίων δὲ τὰ πολλὰ αὐτῷ ξυντετμημένα παρ εκεκόμιστο ἐς τὸν χῶρον τοῦτον καὶ ἀφανῶς αὖθις ξυμπεπηγμένα ἐν τῇ ὕλῃ ἐκρύπτετο͵ τά τε ἄλλα καὶ αἱ τριακόντοροι»).[20]
Επιπλέον, ο Κρατερός επιφορτίσθηκε με συχνές παραπλανητικές προσποιήσεις, ότι πρόκειται να διασχίσει τον ποταμό.[21]
Ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσκαιρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε περάσει την απέναντι πλευρά, παρά είχε μεταφερθεί σε μια νησίδα εδάφους ανάμεσα στον ποταμό, αλλά, τελικά σύντομα πέρασε στην άλλη πλευρά. Ο Πώρος αντιλήφθηκε τους ελιγμούς του αντιπάλου του και έστειλε μια μικρή δύναμη αρμάτων, ιππικό και δύναμη στρατιωτών, υπό τη διοίκηση του γιου του για να αντιμετωπίσει τον Μέγα Αλέξανδρο, με την ελπίδα ότι θα είναι σε θέση να εμποδίσει την περαιτέρω διέλευσή του. Ο Αλέξανδρος όμως είχε ήδη περάσει και δρομολόγησε σχετικά εύκολα την επίθεση ενάντια στον αντίπαλό του, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα άρματα του στρατού του Πώρου, είχαν ως φυσικό εμπόδιο την ίδια τη λάσπη κοντά στην όχθη του ποταμού, με τελικό αποτέλεσμα ο γιος του Πώρου σύντομα να βρίσκεται ανάμεσα στους νεκρούς. Ο Πώρος στη συνέχεια κατανόησε ότι ο Αλέξανδρος είχε ήδη περάσει νικηφόρα στη δική του πλευρά του ποταμού και έσπευσε να τον αντιμετωπίσει με το καλύτερο τμήμα του στρατού του, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό απόσπασμα για να εμποδίσει την πιθανή εισβολή της κύριας μακεδονικής δύναμης, που ήταν υπό τη διοίκηση του Κρατερού, όταν θα προσπαθούσε να διασχίσει τον ποταμό.
Όταν ο Πώρος εντόπισε το σημείο όπου το σχετικά μικρό και ευέλικτο στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής τον Μέγα Αλέξανδρο είχε αφιχθεί, επεξέτεινε τις δυνάμεις του και άρχισε την επίθεση. Οι Ινδοί ήταν έτοιμοι με το ιππικό και στις δύο πλευρές, ενώ το κέντρο περιλάμβανε τις κύριες δυνάμεις του πεζικού με τους πολεμικούς ελέφαντες να δεσπόζουν ανάμεσα ή μπροστά από τα σώματα πεζικού, σε ίσα διαστήματα. Οι ελέφαντες προκάλεσαν αρχικά πολύ κακό στη μακεδονική φάλαγγα, αλλά τελικά απωθήθηκαν από τις πυκνές σάρισες των φαλαγγιτών και τελικά οι πολεμικοί ελέφαντες έσπειραν τον όλεθρο κατά πολύ περισσότερο στις δικές τους γραμμές.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε τη μάχη με την αποστολή έφιππων τοξοτών με κύριο στόχο να πλήξουν την αριστερή πτέρυγα του ινδικού ιππικού. Στη συνέχεια, οδήγησε την επίθεση κατά της εξασθενημένης ινδικής πτέρυγας.
Το υπόλοιπο του ινδικού ιππικού κάλπαζε προς υποστήριξη της σφοδρά συμπιεζόμενης ινδικής πτέρυγας, αλλά την ίδια στιγμή, το επερχόμενο ιππικό σώμα υπό τον Κοίνο εμφανίστηκε πίσω από τους Ινδούς. Οι Ινδοί προσπάθησαν να σχηματίσουν μια διπλή φάλαγγα, αλλά οι απαραίτητες περίπλοκες μανούβρες έφεραν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στις τάξεις τους, καθιστώντας ευκολότερη την κατάσταση για το μακεδονικό ιππικό στο να τους νικήσει. Το υπόλοιπο ινδικό ιππικό κατέφυγε ανάμεσα στους πολεμικούς ελέφαντες για προστασία, αλλά τα θηρία αυτά ήταν ήδη εκτός ελέγχου και σύντομα θα υποχωρήσει εξαντλημένο και από αυτόν τον τομέα, αφήνοντας το υπόλοιπο του στρατού του Πώρου να περικυκλώνεται από τη μακεδονική φάλαγγα και το μακεδονικό ιππικό. Προς το παρόν, οι φαλαγγίτες οργανώθηκαν και προωθήθηκαν έτι περαιτέρω από τη σύγχυση του εχθρού. Ο βασιλιάς Πώρος, αφού διεξήγαγε έναν γενναίο αγώνα παραδόθηκε και η μάχη έληξε. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο[22], κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Πώρος κάλεσε σε ατομική μονομαχία τον Μέγα Αλέξανδρο, που τον καταδίωκε έφιππος πάνω στον Βουκεφάλα. Ο Αλέξανδρος τραυματισμένος, έπεσε από το εξαντλημένο άλογό του και στην αψιμαχία που ακολούθησε, οι σωματοφύλακές του κατόρθωσαν να τον μεταφέρουν μακριά και να προβούν στη σύλληψη του Πώρου.
Μακεδονικές απώλειες:
Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι μακεδονικές απώλειες ανήλθαν σε 310 νεκρούς.[23] Ωστόσο, ο Βρετανός στρατιωτικός και ιστορικός Τζον Φρέντερικ Φούλερ βλέπει ως «πιο ρεαλιστικό» τον αριθμό που αναφέρεται από τον Διόδωρο για περίπου 1.000 νεκρούς,[24][25] ο οποίος δεν είναι μεγάλος αριθμός απωλειών για έναν νικητή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη μερική επιτυχία των ινδικών πολεμικών ελεφάντων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έχασε το αγαπημένο του άλογο, τον Βουκεφάλα, το οποίο (τραυματισμένο και/ή εξαντλημένο κατά τη διάρκεια της μάχης) πέθανε λίγο μετά από αυτήν τη μάχη.
Ινδικές απώλειες:
Οι ινδικές απώλειες ανήλθαν σε 23.000 νεκρούς, σύμφωνα με τον Αρριανό ή 12.000 νεκροί και πάνω από 9.000 ανδρών, που συνελήφθησαν, σύμφωνα με τον Διόδωρο. Οι δύο προηγούμενοι αριθμοί είναι εξαιρετικά μικροί, εκτός και αν υποτεθεί ότι ο Αρριανός συμπεριλαμβάνει τους αιχμαλώτους στο σύνολο των ινδικών απωλειών. Παράλληλα αιχμαλωτίσθηκαν ζωντανοί περίπου 80 πολεμικοί ελέφαντες.[26][27]
Επίσης δύο γιοι του Πώρου σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς και ο συγγενής του και σύμμαχος του, Σπιτάκης, και οι περισσότεροι από τους στρατηγούς-οπλαρχηγούς του.
Η γενναιότητα, οι δεξιότητες και η ηγετική στάση του Πώρου στη μάχη εντυπωσίασαν τόσο πολύ τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος επέτρεψε στον Πώρο να κυβερνά την περιοχή του Υδάσπη, εν ονόματι του Αλέξανδρου ως σατράπης.
Ο Πώρος, με ύψος 2,10 μέτρα, τραυματίας και αυτός στον ώμο του, ρωτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο μετά τη μάχη, πως θα ήθελε να αντιμετωπισθεί. «Φέρσου μου, ως βασιλιά(ς)» απάντησε ο Πώρος.[28]
Ο Μέγας Αλέξανδρος θα τον αντιμετωπίσει πράγματι σαν βασιλιά, και θα του επιτρέψει να διατηρήσει τη βασιλεία του. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του ο Μ. Αλέξανδρος σπανίως έδειχνε οίκτο στους ηγεμόνες που του εναντιώνονταν είναι ακόμη περισσότερο προς τιμήν του Πώρου. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω ίδρυσε δύο δίδυμες πόλεις, μία στο σημείο της μάχης που ονομάζεται Νίκαια Αλεξάνδρεια (ήταν η κατάλληλη ελληνική λέξη για τη νίκη του), σε ανάμνηση της επιτυχίας του και μία στην ακριβώς απέναντι πλευρά του Υδάσπη, που ονομάζεται Αλεξάνδρεια η Βουκέφαλος, για να τιμήσει το πιστό άλογό του, τον Βουκεφάλα ο οποίος πέθανε από φυσικά αίτια λίγο καιρό μετά τη μάχη.
Το 326 π.Χ., ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου πλησίασε τα όρια της Αυτοκρατορίας των Νάντα, τα στρατεύματα των οποίων σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες της εποχής ήταν πολύ ισχυρότερα απ' ό,τι ο Αλέξανδρος είχε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής και πολύ καλά εκπαιδευμένα. Οι Νάντα είχαν πληροφορηθεί για την προέλαση του Αλεξάνδρου και τον περίμεναν με 80 χιλιάδες ιππείς, 200 χιλιάδες πεζικό, 6 χιλιάδες άρματα μάχης και 6 χιλιάδες πολεμικούς ελέφαντες.
Αυτό συνέβη, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος βρέθηκε στον Ύφαση ποταμό, που σήμερα λέγεται στα Ινδικά Μπέας ή Βιπάσα (χίντι: ब्यास, πουντζάμπ: ਬਿਆਸ, σανσκριτικά: विपाशा) και είναι ένας από τους 5 ποταμούς της Πενταποταμίας, στο ακριβές σημείο που πιστεύεται ότι είναι το Καθγκάρ της περιοχής Ινδόρα της Χιμάτσαλ Πραντές με πλησιέστερο το σημερινό σιδηροδρομικό κέντρο Παθανκότ της Παντζάμπ.
Επιθυμία του Αλεξάνδρου ήταν να συνεχίσει την προέλασή του στην Ινδία και να τους αντιμετωπίσει, ωστόσο συνάντησε την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Ο Πώρος είχε αποδειχτεί αξιόμαχος αντίπαλος και η νίκη ενάντια στον πολύ μεγαλύτερο στρατό των Νάντα δεν ήταν βέβαιη. Επίσης οι θερινοί μουσώνες οι οποίοι μαίνονταν εκείνη τη περίοδο πρέπει να είχαν επίσης αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού, ο οποίος πιθανότατα δεν είχε ποτέ του βιώσει τέτοιο φαινόμενο στο παρελθόν. Τις τελευταίες 70 ημέρες έβρεχε αδιάκοπα. Ο Μέγας Αλέξανδρος τελικά αποφάσισε στο σημείο αυτό να στραφεί προς τον νότο, κατά μήκος του Ινδού ποταμού, εξασφαλίζοντας τις όχθες του ποταμού ως τα σύνορα της αυτοκρατορίας του με τη δημιουργία μιας ακόμη Αλεξάνδρειας πόλης. Πρόκειται για την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 326 π.Χ. στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου. Βρίσκεται και αυτή στην περιοχή του Παντζάμπ, η οποία το 1947 μοιράστηκε ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν. Έτσι ουσιαστικά με το ίδιο όνομα δηλώνεται η Ομόσπονδη Πολιτεία της Ινδίας, η Παντζάμπ, με πρωτεύουσα το Τσαντιγκάρ, και η επαρχία του Πακιστάν με πρωτεύουσα τη Λαχώρη.
Μετά τη Μάχη του Υδάσπη εκόπησαν ασημένια νομίσματα διαφόρων αξιών για να τιμήσουν τη νίκη αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σίγουρα αναγνωρισμένα είναι δύο (2) εξ’ αυτών με τις αξίες τετράδραχμο (βάρους 15,8 γραμμαρίων)[29] και δεκάδραχμο (βάρους 38,8 γραμμαρίων)[29]. Στη μία όψη του δεκάδραχμου απεικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος επάνω στο άλογό του επιτιθέμενος εναντίον του Πώρου ο οποίος βρίσκεται σε ελέφαντα. Στη δεύτερη όψη ο Αλέξανδρος κρατώντας το δόρυ στο ένα χέρι και κεραυνό στο άλλο δέχεται το στεφάνι που αποθέτει στο κεφάλι του η Νίκη[30]. Για το δεκάδραχμο, ένα εκ των οποίων διασώζεται στην περίφημη Συλλογή Προσπερό με 650 περίπου νομίσματα[31], έχει υπάρξει διάλογος[31] για την απόκτησή του από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Ο νομισματολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου σε κείμενο του με τίτλο «Συμβολή στην οικονομική ιστορία του βασιλείου της Αρχαίας Μακεδονίας (6ος – 3ος π. Χ. αιώνας)», στην έκδοση «Κέρμα ΙΙ», αναφέρει ότι[31]:
«[…]Τα δεκάδραχμα θα πρέπει να παρήχθησαν, σε μικρές οπωσδήποτε ποσότητες, μεταξύ 326 π.Χ. -324 π. Χ. στο διάστημα δηλαδή από τη μάχη στον Υδάσπη ποταμό έως την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος στη Βαβυλώνα και να συνιστούν ειδικές επετειακές αναμνηστικές εκδόσεις για τους παλαιοστρατιώτες της ινδικής εκστρατείας, «αριστεία» τρόπον τινά προς επιβράβευση εξαιρετικών υπηρεσιών στο πεδίο των μαχών. […]».
—Νομισματολόγος Ιωάννης Τουράτσογλου, «Συμβολή στην οικονομική ιστορία του βασιλείου της Αρχαίας Μακεδονίας (6ος – 3ος π. Χ. αιώνας) στην έκδοση «Κέρμα ΙΙ»
«Ο Αλέξανδρος νικά τον Πώρο». Ζωγραφική του 1672, του Γάλλου ζωγράφου Σαρλ ντε λα Φος (1636–1716), στο Παλάτι των Βερσαλλιών.
«Η ήττα του Πώρου στη Μάχη του Υδάσπη». Πίνακας του 18ου αιώνα, του Ιταλού ζωγράφου Φραντσέσκο Φοντεμπάσσο (1709-1769). Musee des Pays de L'Ain», Bourg-en-Bresse, Γαλλία.
«Αλέξανδρος και Πώρος μετά τη Μάχη του Υδάσπη». Ζωγραφισμένο πιάτο, μεταξύ του 1700 και 1710, του Ιταλού ποιητή και ζωγράφου Φραντσέσκο Γκρου, στο Μουσείο «Walters Art Museum».
«Η νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Πίνακας ζωγραφικής, μεταξύ του 1873 και του 1890, του Γάλλου ζωγράφου Γκυστάβ Μορώ, στο Εθνικό Μουσείο Γκυστάβ Μορώ.
«Ο Αλέξανδρος υποχρεώνει σε αφίππευση τον βασιλιά Πώρο». Λεπτομέρεια σε μινιατούρα από τον κώδικα “BL Royal MS 20 B xx, f. 53r”. Φυλάσσεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη.
J.F.C. Fuller (1960). The Generalship of Alexander the Great. New Jersey: De Capo Press. ISBN 978-0-306-80371-0, σελ. 198: "While the battle raged, Craterus forced his way over the Haranpur ford. When he saw that Alexander was winning a brilliant victory he pressed on and, as his men were fresh, took over the pursuit." (μτφρ.): «Ενώ η μάχη μαινόταν ο Κρατερός (στρατηγός) είχε αναλάβει τη φύλαξη της διάβασης στη Χαρανπούρ (αγγλικά: Haranpur). Όταν είδε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κερδίσει μια λαμπρή νίκη πίεσε τους άνδρες του που ήταν ξεκούραστοι, να αναλάβουν την κατάσταση».
J.F.C. Fuller (1960). The Generalship of Alexander the Great. New Jersey: De Capo Press. ISBN 978-0-306-80371-0, σελ. 181: "Among the many battles fought by invaders who entered the plains of India from the north-west, the first recorded in history is the battle of the Hydaspes, and in Hogarth's opinion, when coupled with the crossing of the river, together they 'rank among the most brilliant operations in warfare." (μτφρ.): «Ανάμεσα στις πολλές μάχες με τους εισβολείς που εισήλθαν τις πεδιάδες της Ινδίας από το βόρειο-δυτικά, η πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία είναι η Μάχη του Υδάσπη ποταμού και σύμφωνα με τη γνώμη του Βρετανού αρχαιολόγου Ντέιβιντ Τζωρτζ Χόγκαρθ (αγγλικά: David George Hogarth), όταν συνδυάζεται παράλληλα και με τη διέλευση του ποταμού, αποτελεί μια από τις πιο λαμπρές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε έναν πόλεμο».
J.F.C. Fuller (1960). The Generalship of Alexander the Great. New Jersey: De Capo Press. ISBN 978-0-306-80371-0, σελ. 199, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «τα στοιχεία του Διόδωρου φαίνονται πιο ρεαλιστικά».
Αναφορά για τον διάλογο από το άρθρο της Μαρίας Θερμού στην εφημερίδα Το Βήμα, στις 29.12.2011, με τίτλο «Το «Δεκάδραχμο του Πώρου» πρέπει να έρθει στην Ελλάδα - Ιδιαίτερο, σπάνιο νόμισμα με τον Μέγα Αλέξανδρο».Το «Δεκάδραχμο του Πώρου» πρέπει να έρθει στην Ελλάδα.