φιλόσοφος της Αρχαίας Ελλάδος (-470/-399) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σωκράτης (Αλωπεκή, Αρχαία Αθήνα, 470 π.Χ./469 – Αρχαία Αθήνα, 399 π.Χ.)[1] ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος, που θεωρείται ο ιδρυτής της Δυτικής φιλοσοφίας και συγκαταλέγεται στους πρώτους ηθικούς φιλοσόφους. Δεν συνέγραψε κάποιο φιλοσοφικό έργο όσο ζούσε· η διδασκαλία του επιβίωσε μέσω των καταγραφών που έκαναν μαθητές του όπως ο Πλάτων και ο Ξενοφών, μετά τον θάνατό του.[2] Οι καταγραφές αυτές συνιστούν διαλόγους, στους οποίους ο Σωκράτης και οι συνδιαλεγόμενοι με αυτόν εξετάζουν διάφορα ζητήματα βάσει της διαλεκτικής μεθόδου. Συχνά, οι γραπτές μαρτυρίες της φιλοσοφίας του παρουσιάζουν αντιφάσεις μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η πλήρης ανακατασκευή της σωκρατικής σκέψης να συνιστά δυσεπίλυτο πρόβλημα.[3]
Σωκράτης | |
---|---|
Προτομή του Σωκράτη, Λούβρο | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Σωκράτης (Αρχαία Ελληνικά) |
Γέννηση | περ. 470 π.Χ. Αλωπεκή, Αρχαία Αθήνα |
Θάνατος | 399 π.Χ. Αρχαία Αθήνα |
Αιτία θανάτου | δηλητηρίαση από κώνειο |
Συνθήκες θανάτου | εξαναγκασμένη αυτοκτονία |
Κατοικία | Αρχαία Αθήνα |
Εθνικότητα | Έλληνας |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Αθήνα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αρχαία Ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Φιλόσοφος |
Γνωστός για | Σωκρατική μέθοδος (μαιευτική) Σωκρατική νοησιαρχία |
Επηρεάστηκε από | Προσωκρατικοί φιλόσοφοι Σοφιστές |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ξανθίππη Μυρτώ |
Τέκνα | Λαμπροκλής Σωφρονίσκος Μενέξενος |
Γονείς | Σωφρονίσκος και Φαιναρέτη |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η λεγόμενη «μαιευτική μέθοδος» του Σωκράτη ή, αλλιώς, «έλεγχος», αποδόθηκε από τον Πλάτωνα ως μια μορφή διαλόγου σύντομων ερωταπαντήσεων, με απώτερο σκοπό τη βέλτιστη προσέγγιση της αλήθειας. Συχνά, η μέθοδος οδηγούσε σε διαλεκτικά αδιέξοδα τους συνομιλητές, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της άγνοιάς τους για ένα αντικείμενο. Ειδικότερα, η μαιευτική εφαρμοζόταν από τον Σωκράτη σε συνδυασμό με την επονομαζόμενη «σωκρατική ειρωνεία», την παραδοχή από μέρους του της παντελούς άγνοιάς του επί του εκάστοτε εξεταζόμενου ζητήματος. Ως συνέπεια της παραδοχής αυτής, ο συνομιλητής συμπαρασυρόταν στην προσπάθεια επανεξέτασης του υπό συζήτηση θέματος, με αποτέλεσμα την αποκάλυψη τυχόν αντιφάσεων ή ελλείψεων κατανόησής του.[4] Εκτός από την εφαρμογή στη διαλεκτική, η σωκρατική ειρωνεία αφορά στην αναγνώριση της άγνοιας ως το πρώτο στάδιο της φιλοσοφικής σκέψης.[5]
Ο Σωκράτης ήταν μια αμφιλεγόμενη μορφή της αθηναϊκής κοινωνίας· το 399 π.Χ., στην ηλικία των 70 ετών περίπου, κατηγορήθηκε για εισαγωγή «καινών δαιμονίων» (ασέβεια προς τους θεούς) και για διαφθορά των νέων.[6] Μετά από δίκη της μίας ημέρας, ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο. Πέρασε την τελευταία του ημέρα στη φυλακή, αρνούμενος προτάσεις φίλων του για δραπέτευση.[7]
Άσκησε έντονη επιρροή στους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας, αλλά και στη νεότερη φιλοσοφία, καθώς η σκέψη του μελετήθηκε από λόγιους του Μεσαίωνα και του Ισλάμ και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Ιταλική Αναγέννηση, ιδιαίτερα στους κύκλους του ουμανιστικού κινήματος. Το ενδιαφέρον για τη σκέψη του Σωκράτη παραμένει αμείωτο, με πιο σύγχρονα παραδείγματα τα έργα των Σαίρεν Κίρκεγκωρ και Φρίντριχ Νίτσε. Απετέλεσε έμπνευση για πλήθος ζωγραφικών, λογοτεχνικών και έργων της ποπ κουλτούρας, με αποτέλεσμα να συνιστά σήμερα μία εκ των πλέον γνωστών μορφών της Δυτικής φιλοσοφίας.[8]
Ο Σωκράτης δεν κατέγραψε τη διδασκαλία του· τα όσα μας είναι γνωστά για εκείνον προέρχονται από άλλες πηγές, κυρίως από τους μαθητές του, Πλάτωνα και Ξενοφώντα. Ο σύγχρονος του Σωκράτη Αριστοφάνης και ο μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης, γεννημένος μετά τον θάνατο του φιλοσόφου, συγκαταλέγονται στους συγγραφείς των οποίων τα έργα χρησιμοποιούνται ως πηγές για τη μελέτη του Σωκράτη. Ωστόσο, οι συχνά αντικρουόμενες καταγραφές της φιλοσοφίας του δυσχεραίνουν την προσπάθεια ανακατασκευής της σωκρατικής σκέψης, με την κατάσταση αυτή να είναι γνωστή ως «σωκρατικό πρόβλημα».[9] Τα έργα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και άλλων συγγραφέων που χρησιμοποιούν τον χαρακτήρα του Σωκράτη ως «αμφισβητία διερευνητή» είναι γραμμένα ως διάλογοι και συνιστούν τη βασική πηγή άντλησης πληροφοριών για το βίο και τη σκέψη του Σωκράτη. Ο Αριστοτέλης ονόμασε αυτό το νέο γραμματειακό είδος λόγος Σωκρατικός.[10] Οι ακριβείς ημερομηνίες της συγγραφής των διαλόγων είναι άγνωστες· πιθανολογείται ότι μερικοί εξ αυτών ολοκληρώθηκαν μετά τον θάνατο του Σωκράτη.[11] Όπως πρώτος ο Αριστοτέλης παρατήρησε, δεν είναι ακριβώς γνωστό το κατά πόσο οι διάλογοι αυτοί παρουσιάζουν τον Σωκράτη με επαρκή πιστότητα.[12]
Ο Ξενοφών δεν κατείχε φιλοσοφική εκπαίδευση.[13] Ως εκ τούτου, αδυνατούσε να συλλάβει στην πληρότητά τους και να μεταφέρει αναλλοίωτα τα σωκρατικά επιχειρήματα.[14] Ως στρατιωτικός, θαύμαζε την ευφυία του Σωκράτη, τον πατριωτισμό και το σθένος του στο πεδίο της μάχης.[14] Εξετάζει τον Σωκράτη σε τέσσερα έργα. Πρόκειται για τα «Απομνημονεύματα», τον «Οικονομικό», το «Συμπόσιον (Ξενοφώντα)» και την «Απολογία Σωκράτους (Ξενοφώντα)». Ακόμα, αναφέρει τον φιλόσοφο στο έργο του «Κύρου Ανάβασις».[15] Η «Απολογία» του Ξενοφώντα αποκλίνει σημαντικά από το ομώνυμο έργο του Πλάτωνα. Κατά τον Σκωτσέζο μελετητή Γ.Κ.Τ. Γκάθρι (W. K. C. Guthrie), στην καταγραφή του Ξενοφώντα, ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως «απαράδεκτα υπερόπτης και συγκαταβατικός».[16] Περαιτέρω, το «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα έχει ίδιο θέμα με το ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, εντούτοις, παρατηρείται απόκλιση ως προς τους συνδαιτυμόνες, καθώς και άλλες διαφορές.[17] Στα «Απομνημονεύματα», ο Ξενοφών υπερασπίζεται τον Σωκράτη εναντίον των κατηγοριών της διαφθοράς των νέων και της ασέβειας προς τους θεούς. Κατ' ουσίαν, πρόκειται για μια απολογητικού χαρακτήρα συλλογή ιστοριών.[18]
Η αναπαράσταση του Σωκράτη από τον Πλάτωνα είναι αρκετά ασαφής.[19] Ο Πλάτων ήταν μαθητής του Σωκράτη, αλλά έζησε 50 ακόμα χρόνια μετά τον θάνατο του δασκάλου του.[20] Συνεπώς, η πιστότητα της περιγραφής των σωκρατικών χαρακτηριστικών από τον Πλάτωνα είναι αμφιλεγόμενη. Κατά κοινή ομολογία, ο Πλάτωνας δεν μετέφερε καθαυτή τη σωκρατική σκέψη.[21] Η άποψη αυτή ερείδεται στην ασυνέπεια που εμφανίζουν οι πρώιμες και ύστερες πλατωνικές περιγραφές του Σωκράτη.[22] Κατά μία ερμηνεία, ο Πλάτων επεχείρησε αρχικώς να παρουσιάσει με ακρίβεια το ιστορικό πρόσωπο του Σωκράτη, αλλά στα όψιμα γραπτά του διάλεξε να εισαγάγει και τις δικές του ιδέες. Συνεπώς προκύπτει ο διαχωρισμός μεταξύ του «Σωκρατικού» Σωκράτη των πρώιμων διαλόγων και του «Πλατωνικού» των ύστερων.[23]
Συν τοις άλλοις, οι μαρτυρίες του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα διαφέρουν στην περιγραφή του σωκρατικού χαρακτήρα· ο Σωκράτης του Ξενοφώντα είναι πιο μονότονος, αστειεύεται σπανιότερα και χρησιμοποιεί την ειρωνία λιγότερο από ό,τι ο Σωκράτης του Πλάτωνα.[24] Ακόμα, ο φιλόσοφος όπως τον απέδωσε ο Ξενοφώντας δεν εφαρμόζει τη σωκρατική μέθοδο, παρά θεωρεί την ἐγκράτεια θέμα ύψιστης σημασίας, κάτι που δεν εμφανίζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα.[25] Εν γένει, οι λόγοι Σωκρατικοί δεν προσφέρουν μια στέρεη βάση επί της οποίας θα μπορούσε να δομηθεί η ιστορικά ακριβής ανακατασκευή της σωκρατικής σκέψης. Ακόμα και τα σημεία αλληλοεπικάλυψης που εμφανίζουν, ενδέχεται να αποτελούν απόρροια της επιρροής του ενός συγγραφέα στον άλλον.[26]
Οι θεατρικοί συγγραφείς της αθηναϊκής κωμωδίας της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Αριστοφάνη, έκαναν και αυτοί αναφορές στον Σωκράτη. Εξ αυτών, η πιο εκτενής ήταν η περιγραφή του Σωκράτη από τον Αριστοφάνη στο έργο «Νεφέλες», όπου η φιγούρα του φιλοσόφου έχει κεντρικό ρόλο.[27] Εκεί, ο Αριστοφάνης παρουσιάζει μια καρικατούρα του Σωκράτη που κλίνει προς τον σοφισμό[28] και σκιαγραφεί τον φιλόσοφο ως παράλογο αθεϊστή.[29] Στις «Νεφέλες», ο ρόλος του Σωκράτη συνδέεται με τη φυσική φιλοσοφία, σύνδεση που παρατηρείται και στον διάλογο «Φαίδων» του Πλάτωνα. Η συμβολή του αριστοφανικού έργου στην ανάπλαση της ιστορικής προσωπικότητας του Σωκράτη είναι αμφίβολη.[30]
Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που έγραψαν για τον Σωκράτη είναι ο Αισχίνης ο Σφήττιος, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, ο Βρύσων, ο Κέβης εκ Θηβών, ο Κρίτων, ο Φαίδων και ο Αριστοτέλης, όλοι τους μετά τον θάνατο του φιλοσόφου.[31] Επιφανέστερος εξ αυτών, ο Αριστοτέλης δεν ήταν σύγχρονος του Σωκράτη· υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, στην Ακαδημία του οποίου παρέμεινε για είκοσι έτη.[32] Ο Αριστοτέλης εξέτασε τον Σωκράτη χωρίς τη μεροληψία που είχαν επιδείξει ο Ξενοφώντας και ο Πλάτωνας και εναντιώθηκε στις φιλοσοφικές του θέσεις.[33] Είχε γνώση των διαφόρων εκδοθέντων αλλά και ανέκδοτων έργων με θέμα τη ζωή και το έργο του φιλοσόφου.[34] Παρότι ο ρόλος του στην κατανόηση του Σωκράτη είναι περιορισμένος, καθώς τα σπάνια γραπτά του με θέμα τον φιλόσοφο αναφέρονται, κυρίως, στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους,[35] η συμβολή του είναι υψηλής σημασίας.[36] Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες αναφορικά με την αξιοπιστία του Αριστοτέλη σε θέματα ιστορίας της φιλοσοφίας.[37]
Σε ένα επιδραστικό έργο με τίτλο «Η αξία του Σωκράτη ως φιλοσόφου», το 1818, ο φιλόσοφος Φρήντριχ Σλάιερμάχερ έβαλε κατά της αξιοπιστίας των καταγραφών του Ξενοφώντα. Η άποψή του έτυχε ευρείας αποδοχής, κι έτσι προέκυψε το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα».[38] Ειδικότερα, ο Σλάιερμάχερ επέκρινε τον Ξενοφώντα για την απλοϊκή απεικόνιση του Σωκράτη. Κατά την άποψή του, το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικός καθιστούσε τον Ξενοφώντα ανίκανο να αρθρώσει με ορθότητα τις σωκρατικές ιδέες. Στην ίδια γραμμή, υποστήριξε ότι ο Ξενοφώντας θέλησε με τη μαρτυρία του να αποδείξει ότι η Αθήνα αδίκησε τον Σωκράτη, κι έτσι δεν κατάφερε να αποδώσει τα γεγονότα με αμερόληπτο τρόπο. Κατά τον Σλάιερμάχερ, το αποτέλεσμα ήταν η απεικόνιση του Σωκράτη ως ενός ανέμπνευστου φιλοσόφου.[39] Πράγματι, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο μέρος των καταγραφών του Ξενοφώντα για τον Σωκράτη έχει απορριφθεί ως αναξιόπιστο.[40]
Αντλώντας στοιχεία από την άποψη του Αριστοτέλη επί του θέματος, ο φιλόσοφος Καρλ Γιόελ (Karl Joel) εξέφρασε τη θέση ότι οι σωκρατικοί διάλογοι αποτελούν ως επί το πλείστον προϊόν μυθοπλασίας. Κατά τον Γιόελ, οι συγγραφείς των διαλόγων απλώς μιμούνταν κάποια στοιχεία της σωκρατικής διαλεκτικής.[41] Στα μέσα του 20ού αιώνα, φιλόσοφοι όπως ο Όλοφ Ζιγκόν (Olof Gigon) και ο Γιουζάν Ντυπρέλ (Eugène Dupréel), βασιζόμενοι στα επιχειρήματα του Γιόελ, πρότειναν τον προσανατολισμό της μελέτης του σωκρατικού φαινομένου στις διάφορες εκδοχές του χαρακτήρα και των απόψεων του φιλοσόφου, εκτιμώντας ότι η ανασύσταση του «πραγματικού» Σωκράτη συνιστά μάταιο εγχείρημα.[42] Αργότερα, ο ειδικός μελετητής της αρχαίας φιλοσοφίας Γρηγόρης Βλαστός (Gregory Vlastos) εκτίμησε ότι οι πρώιμοι πλατωνικοί διάλογοι είναι περισσότερο συμβατοί με την λοιπή τεκμηρίωση της ιστορικά ακριβούς εικόνας του Σωκράτη από ό,τι οι όψιμοι διάλογοί του. Το επιχείρημα αυτό, δομείται στην ασυνέπεια που παρουσιάζει η περιγραφή του Σωκράτη από τον Πλάτωνα κατά την πρόοδο των διαλόγων. Για τον Βλαστό, ο Ξενοφώντας πρέπει να γίνεται πιστευτός μόνο στα σημεία σύγκλισής του με τον Πλάτωνα.[42] Πιο πρόσφατα, ο Τσαρλς Χ. Καν (Charles H. Kahn) πρόκρινε την «Απολογία Σωκράτους» του Πλάτωνα ως μόνη πηγή κάποιας ιστορικής σημασίας, ενισχύοντας περαιτέρω το δισεπίλυτο του σωκρατικού προβλήματος.[43]
Ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470 ή 469 π.Χ. στον αρχαίο αθηναϊκό δήμο της Αλωπεκής. Γονείς του ήταν ο λιθοξόος Σωφρονίσκος και η μαία Φαιναρέτη,[44] που υπάγονταν στην Αντιοχίδα φυλή.[45] Η εκπαίδευσή του περιελάμβανε τις βασικές δεξιότητες της γραφής και ανάγνωσης, ενώ, χάρη στο ότι η οικογένειά του ήταν αρκετά ευκατάστατη, ο Σωκράτης διδάχθηκε μουσική και ποίηση και ασκήθηκε στη γυμναστική. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε μέρος της περιουσίας του εξασφαλίζοντας μια οικονομικά άνετη ζωή.[46]
Ο Σωκράτης έκανε έναν ή δύο γάμους,[47] η σειρά των οποίων παραμένει αβέβαιη.[48] Αυτό που είναι γνωστό, είναι ότι νυμφεύθηκε την Ξανθίππη στην ηλικία των 50 ετών περίπου, αποκτώντας μαζί της τρεις γιους.[49] Ως άλλη σύζυγός του αναφέρεται μια κόρη του Αθηναίου πολιτικού Αριστείδη.[50] Ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, διακρίθηκε σε τρεις εκστρατείες· στην πολιορκία της Ποτίδαιας το 432 π.Χ., στη μάχη του Δηλίου το 424 π.Χ. και στη μάχη της Αμφίπολης το 422 π.Χ.[51] Μάλιστα, με εξαίρεση τις εκστρατείες αυτές, ο φιλόσοφος δεν είχε εγκαταλείψει την Αθήνα σε καμμία άλλη στιγμή της ζωής του.[52]
Ο Σωκράτης προσέλκυε το ενδιαφέρον των Αθηναίων, ειδικότερα της νεολαίας. Είχε έναν κύκλο πολυάριθμων πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες προέλευσης από ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για έναν όμιλο, που, ωστόσο, δεν αποτελούσε σχολή, καθώς ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, παρά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και, σε αντίθεση με τους σοφιστές, δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.[53] Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι επιφανέστεροι ήταν ο Πλάτων και ο Αντισθένης στην Αθήνα,[54] ο Ευκλείδης στα Μέγαρα,[55] ο Φαίδων στην Ηλεία[56] και ο Αρίστιππος στην Κυρήνη.[57]
Το ιδιαίτερο παρουσιαστικό του, που έκλινε προς την ασχήμια, αποτελούσε συχνά αντικείμενο αστεϊσμού των φίλων του· η μύτη του ήταν πλακουτσωτή και ανασηκωμένη και τα μάτια του προεξείχαν από το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να μοιάζει με σάτυρο.[58] Ήταν αδιάφορος προς τις καθημερινές απολαύσεις, αμελώντας την εμφάνιση και αρνούμενος την καλοπέρασή του· έτρωγε και έπινε με μέτρο, περπατούσε ξυπόλητος και είχε ένα μόνο ένδυμα.[59]
Στα λοιπά σημαντικά γεγονότα του βίου του συγκαταλέγονται δύο που αφορούν ειδικότερα την περίοδο της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων. Όταν ο φιλόσοφος με τέσσερις ακόμα άνδρες κλήθηκε από εκπροσώπους των Τριάκοντα να συλλάβει παρανόμως έναν δημοκρατικό πολίτη τον οποίον εχθρευόταν το καθεστώς ώστε να εκτελεστεί, ο ίδιος αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην πράξη αυτή που παρέβαινε τους νόμους, προτιμώντας να πέσει στη δυσμένεια των Τυράννων.[60] Ακόμα, στη δίκη που ακολούθησε τη ναυμαχία των Αργινουσών το 406 π.Χ., ο Σωκράτης, του οποίου η φυλή είχε τότε την πρυτανεία, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση να φέρει σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου μία παράνομη πρόταση, την ομαδική εκδίκαση των υποθέσεων των στρατηγών που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς της ναυμαχίας.[61]
Το 399 π.Χ., ο Σωκράτης βρέθηκε αντιμέτωπος με το Δικαστήριο της Ηλιαίας, όπου του απαγγέλθηκαν επισήμως τρεις κατηγορίες ασέβειας προς τους θεούς. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε για άρνηση της επίσημης κρατικής θρησκείας, για λατρεία καινούργιων, ψευδών θεών (καινὰ δαιμόνια) και για διαφθορά των νέων.[62] Η απολογία του δεν εξασφάλισε την αθώωσή του· ο φιλόσοφος κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία από ένα σώμα πεντακοσίων, περίπου, ενόρκων Αθηναίων ανδρών.[63] Σύμφωνα με το έθιμο της εποχής πρότεινε ο ίδιος την ποινή του, κρίνοντας, αρχικώς, ότι το πρέπον θα ήταν να του δοθεί από το κράτος ελεύθερη σίτιση και στέγαση για τις υπηρεσίες που παρείχε στην πόλη καθόλη τη διάρκεια του βίου του.[64] Εναλλακτικά, πρότεινε να του επιβληθεί πρόστιμο μιας μνας ασημιού, που, όπως εξήγησε, ήταν όσο χρήμα κατείχε.[65] Οι ένορκοι αρνήθηκαν τις προτάσεις του και αποφάσισαν την επιβολή της θανατικής ποινής.
Η μήνυση κατά του Σωκράτη έγινε από τον ποιητή Μέλητο, που αιτήθηκε την επιβολή της θανατικής ποινής στον φιλόσοφο για το αδίκημα της ασέβειας. Τον Μέλητο πλαισίωσαν ως κατήγοροι ο πολιτικός και βυρσοδέψης Άνυτος και ο ρήτορας Λύκωνας.[66] Περίπου δύο μήνες μετά τη μήνυση, στα τέλη της άνοιξης ή τις αρχές του θέρους του 399 π.Χ., ξεκίνησε η δίκη του Σωκράτη, με μέγιστη διάρκεια της μίας ημέρας.[67] Επειδή το αδίκημα της ασέβειας δεν οριζόταν σαφώς από το αθηναϊκό νομικό πλαίσιο, ο Μέλητος όφειλε να υποδείξει τους τρόπους με τους οποίους ο Σωκράτης επέδειξε ασέβεια προς τους θεούς. Οι τρεις συνιστώσες της επί ασεβεία κατηγορίας που πρότεινε ο Μέλητος ήταν η άρνηση της επίσημης κρατικής θρησκείας, η λατρεία καινούργιων, ψευδών θεών και η διαφθορά των νέων.[63] Ειδικότερα, ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε ότι αρνούταν τον ανθρωπομορφισμό των θεών της αρχαιοελληνικής θρησκείας, καθώς απέρριπτε την πεποίθηση ότι οι θεοί, όπως και οι άνθρωποι, μπορούσαν να τελούν κακές πράξεις.[66] Έπειτα, του χρεώθηκε η πίστη σε ένα εσωτερικό δαιμόνιον, μια φωνή που έδρευε μέσα του και τον καθοδηγούσε· οι κατήγοροί του υποστήριξαν ότι ο ίδιος θεωρούσε αυτή τη φωνή θεϊκή και, συνεπώς, λάτρευε καινούργιους, πλαστούς θεούς (εξού ο όρος καινὰ δαιμόνια).[68] Τέλος, η κατηγορία για διαφθορά των νέων αφορούσε την ενδεχομένως ανατρεπτική διδασκαλία του Σωκράτη.[69]
Η «Απολογία Σωκράτους» του Πλάτωνα εκκινεί με την απάντηση του Σωκράτη στις διάφορες φήμες που τροφοδότησαν τις κατηγορίες.[70] Αρχικά, απορρίπτει τη φημολογία ότι είναι αθεϊστής φυσικός φιλόσοφος —όπως απεικονίστηκε στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη— ή σοφιστής.[71] Όσον αφορά την κατηγορία περί διαφθοράς των νέων, ο φιλόσοφος αντιτείνει ότι ουδέποτε επιχείρησε συνειδητά να διαφθείρει κάποιον, καθώς η πράξη αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο να διαφθαρεί ο ίδιος σε αντάλλαγμα, κάτι το παράλογο· εξήγησε, συνεπώς, ότι έκρινε τη διαφθορά ανεπιθύμητη.[72] Για την κατηγορία επί ασεβεία, ο Σωκράτης απαίτησε επεξηγήσεις από τον Μέλητο. Εκείνος, απάντησε με επαναδιατύπωση της κατηγορίας, στην οποία χαρακτήριζε τον Σωκράτη ως αθεϊστή. Ο φιλόσοφος, τότε, παρατήρησε την αντίφαση μεταξύ του χαρακτηρισμού «αθεϊστής» και της κατηγορίας για «λατρεία ψευδών θεών».[73] Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος υπήρξε «δώρο θεού» για τους Αθηναίους, καθώς, σε τελική ανάλυση, η φιλοσοφική δράση του ωφελεί την πόλη· συνεπώς, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο, η Αθήνα θα ζημιωνόταν.[74] Ακόμα, τόνισε το ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει τη σοφία, εντούτοις το να την αναζητεί είναι το βέλτιστο που μπορεί να πράξει, υπαινισσόμενος ότι η απόκτηση περιουσίας και δόξας συνιστούν επιδιώξεις λιγότερου κύρους.[75]
Από νομικής πλευράς, ο Σωκράτης είχε το δικαίωμα να αιτηθεί την άδεια να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει στην εξορία, αλλά δεν το άσκησε.[76] Αντιθέτως, σύμφωνα, πάντα, με τον Πλάτωνα, ζήτησε είτε να του παρέχει η πόλη δωρέαν σίτιση και στέγαση για όσα της προσέφερε,[64] είτε να του αφαιρεθεί το χρηματικό του απόθεμα (μία μνα ασήμι).[65] Ο Ξενοφών δεν αναφέρει αυτές τις αντιπροτάσεις του φιλοσόφου.[77] Σε κάθε περίπτωση, οι ένορκοι αποφάσισαν να του επιβληθεί η θανατική ποινή, ορίζοντας για αυτόν την κατάποση μιας ικανής ποσότητας φυτικού δηλητηρίου που, σύμφωνα με την παράδοση της εποχής, είχε παρασκευαστεί από το φυτό κώνειο.[78] Ο φιλόσοφος τούς προειδοποίησε ότι, εκτός κι αν επεδείκνυαν βελτίωση, η κριτική που θα δέχονταν από τους πολυπληθείς μαθητές του θα ήταν δριμεία.[65] Την απόφαση του δικαστηρίου ακολούθησε μια χρονική καθυστέρηση, καθώς ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου.[79]
Κατά τον Ξενοφώντα, το χρονικό αυτό διάστημα διήρκεσε περί τις 30 ημέρες.[80] Καθόλη τη διάρκειά του, ο Σωκράτης παρέμεινε στο δεσμωτήριό του, αρνούμενος προτάσεις φίλων του για δραπέτευση.[51] Στον διάλογο του Πλάτωνα, «Κρίτων», αναφέρεται ότι οι μαθητές του θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αποδράσει, καθώς γνώριζαν τον φρουρό του και θα μπορούσαν να τον δωροδοκήσουν. Στον ίδιο διάλογο, ο Κρίτων ισχυρίζεται ότι εάν ο Σωκράτης αποδρούσε, θα έβρισκε ασφαλές καταφύγιο σε κάποια από τις πολλές πόλεις όπου είχε υποστηρικτές.[81] Ωστόσο, ο φιλόσοφος φέρεται να αντέτεινε σε αυτές τις προτάσεις το ότι επωφελήθηκε ζώντας κάτω από τους νόμους της Αθήνας για εβδομήντα χρόνια και ότι αν τους παραβίαζε επειδή αυτοί έδρασαν εις βάρος του θα ήταν συμφεροντολόγος[82] —κατά τον ίδιο, η αδικία πρέπει να αποφεύγεται σε κάθε περίσταση.[83] Έτσι, ο Σωκράτης αποδέχθηκε την απόφαση του δικαστηρίου και, όταν ήρθε η ώρα, ήπιε το κώνειο.[78]
Τα κίνητρα της καταδίκης του φιλοσόφου συνιστούν ως και σήμερα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα για τους μελετητές. Για το θέμα έχουν διατυπωθεί δύο βασικές απόψεις. Κατά την πρώτη, τα κίνητρα της καταδίκης ήταν θρησκευτικά, όπως προκύπτει από τη μελέτη των επίσημων καταγγελιών που απαγγέλθηκαν στον Σωκράτη. Βάσει της άλλης θεώρησης του προβλήματος των κινήτρων, η τριμερής κατηγορία επί ασεβεία συνιστούσε προκάλυμμα των πραγματικών αιτίων της καταδίκης, που ήταν πολιτικά και αφορούσαν την ενδεχόμενη ανατρεπτικότητα της σωκρατικής διδασκαλίας.[84] Περαιτέρω, υπάρχει και η πρόταση της σύμπτυξης των δύο θεωρήσεων, καθώς η θρησκευτική και η πολιτική ζωή στην αρχαία Αθήνα συνέπιπταν.[85] Ωστόσο, η έλλειψη επαρκών στοιχείων για τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του Σωκράτη, καθώς και για την επίδρασή τους στον θρησκευτικό και πολιτικό βίο της Αθήνας, καθιστά την εξακρίβωση των κινήτρων της καταδίκης δυσεπίλυτο ζήτημα.[84]
Το επιχείρημα υπέρ των θρησκευτικών κινήτρων ερείδεται στο ότι οι μαρτυρίες του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα εστιάζονται στις θρησκευτικές κατηγορίες. Σύμφωνα με αυτό, οι ένορκοι έκριναν ότι η σωκρατική διδασκαλία ήταν πράγματι επιζήμια για την επίσημη κρατική θρησκεία, καθώς ο φιλόσοφος διέδιδε στη νεολαία εναλλακτικές ερμηνείες για τη φύση των θεών προτείνοντας, μάλιστα, καινούργιες θεότητες. Ακόμα, στις μαρτυρίες Πλάτωνα και Ξενοφώντα ο Σωκράτης απεικονίζεται ως αδιάφορος ως προς την κατάρριψη της θέσης ότι δεν πίστευε στους Αθηναϊκούς θεούς. Εντούτοις, αυτό το επιχείρημα αντικρούεται από το γεγονός ότι πολλοί σκεπτικιστές και αθεϊστές φιλόσοφοι της εποχής εκείνης δεν διώχθηκαν νομικώς για τις απόψεις τους.[86]
Οι κατηγορίες σε βάρος του Σωκράτη διατυπώθηκαν σε μία περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών. Η συντριπτική ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Αιγός ποταμών το 404 π.Χ., είχε επιτρέψει στους Λακεδαιμονίους να πολιορκήσουν την Αθήνα και, αφού την καταλάβουν, να αντικαταστήσουν τη δημοκρατική κυβέρνησή της με μια νέα, υποστηρικτική της ολιγαρχίας, την ομάδα των Τριάκοντα Τυράννων.[87] Οι δημοκρατικές δυνάμεις της Αθήνας επιχείρησαν αργότερα να ανατρέψουν τους Τυράννους, κάτι που επετεύχθη για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, εωσότου αυτοί να ζητήσουν τη βοήθεια των Σπαρτιατών για την αποκατάσταση της ισχύος τους. Μετά την παρέμβαση και αποχώρηση των Λακεδαιμονίων, ωστόσο, οι δημοκρατικοί επανήλθαν, εξαπέλυσαν μια σειρά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε βάρος των Τριάκοντα και των ολιγαρχικών υποστηρικτών τους και επανακατέλαβαν την εξουσία της Αθήνας.[66]
Τα πιθανολογούμενα πολιτικά κίνητρα των κατηγοριών, ειδικότερα εκείνης περί διαφθοράς των νέων, αφορούσαν, ίσως, την ανατρεπτικότητα της διδασκαλίας του Σωκράτη, που, έχοντας μεγάλη επίδραση στους νέους, θα μπορούσε να βλάψει την ασταθή Αθηναϊκή Δημοκρατία της εποχής.[88] Ακόμα, την περίοδο οπότε του απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες, οι δημοκρατικοί Αθηναίοι είχαν μόλις εκδιώξει τους Τριάκοντα και το γεγονός ότι ο Κριτίας, κορυφαίος εξ αυτών, υπήρξε ένας από τους μαθητές του και μάλιστα από τους πιο σημαντικούς, πιθανότατα αμαύρωσε την εικόνα του Σωκράτη.[89] Πράγματι, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων ο Σωκράτης δεν υποστήριξε τους δημοκρατικούς,[90] ενώ οι περισσότεροι εκ των μαθητών του ήταν εναντίον τους,[88] ως γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών.[91] Ωστόσο, το 403 π.Χ., μετά την πρώτη των Τριάκοντα, δόθηκε γενική αμνηστία στους Αθηναίους πολίτες ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός εμφυλίου πολέμου. Παρόλα αυτά, οι κατήγοροι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη ρητορική τους με παράθεση τυχόν παρανομιών του Σωκράτη που έλαβαν χώρα πριν το 403 π.Χ.[92]
Στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, η σωκρατική συζήτηση εκκινεί με την προτεραιοποίηση της αναζήτησης των ορισμών των διαφόρων εννοιών.[93] Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο Σωκράτης ξεκινά τη συνομιλία του με κάποιον ειδικό σε ένα θέμα (ἐπαΐων) αναζητώντας έναν εννοιακό ορισμό, συνήθως κάποιας αρετής —ρωτώντας για παράδειγμα τι είναι η ηθικότητα, η καλοσύνη, η δικαιοσύνη ή το σθένος.[94] Καθώς ο φιλόσοφος έζησε σε μία εποχή κατά την οποία οι σοφιστές είχαν αμφισβητήσει το νόημα και την ουσία των περισσότερων αρετών, η διερεύνηση των ορισμών συνιστούσε μια προσπάθεια του Σωκράτη να καθαρίσει την ατμόσφαιρα από τον ριζοσπαστικό σκεπτικισμό τους.[95] Για να ορίσει την υπό εξέταση έννοια, ο φιλόσοφος συνέλεγε μια σειρά από κοινώς αποδεκτά παραδείγματα εφαρμογής της έννοιας και, βάσει της επαγωγικής συλλογιστικής μεθόδου, αναζητούσε τον κοινό παρονομαστή τους, προς εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων. Η διαδικασία κρινόταν επιτυχής αν προέκυπτε ένας καθολικός ορισμός.[96]
Μια άποψη είναι ότι η προτεραιότητα του ορισμού δεν συνιστούσε αρχή για τον Σωκράτη, καθώς είναι αρκετές οι περιπτώσεις στις οποίες οι ορισμοί δεν αποτελούν τη βάση της συζήτησης, ενώ ο φιλόσοφος δεν είχε μια συγκεκριμένη θεωρία για τον ορισμό.[97] Σύμφωνα με μία άλλη θεώρηση, η προτεραιοποίηση των ορισμών έγινε από τον Πλάτωνα, κατά την απόδοση της σωκρατικής διδασκαλίας.[98] Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή στους ορισμούς συνιστά μια μάλλον προβληματική φιλοσοφική μέθοδο[99]
Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πλατωνικού Σωκράτη είναι η σωκρατική μέθοδος, ή μέθοδος του ἐλέγχου ή μαιευτική.[100] Εμφανίζεται, ως επί το πλείστον, στα πρώιμα έργα του Πλάτωνα, όπως η «Απολογία», ο «Κρίτων», ο «Γοργίας», η «Πολιτεία» και άλλα. Κατά τον συνήθη «έλεγχο», ο Σωκράτης εκκινεί μια συζήτηση με κάποιον ειδικό επί ενός θέματος, συνήθως παρουσία συντροφιάς νεαρών ανδρών.[101] Αρχικώς, δηλώνει ότι έχει πλήρη άγνοια επί ενός αντικειμένου και ζητά από τον επαΐοντα τον ορισμό του. Μετά από μια σειρά ερωτήσεων, οι απαντήσεις του συνομιλητή του έρχονται σε αντιθεση με τον αρχικό ορισμό που ο ίδιος έδωσε κι έτσι αποκαλύπτεται η άγνοια του συνδιαλεγόμενου για τον αρχικό ορισμό.[102] Αν ο συνομιλητής του φιλοσόφου αντιπροτείνει έναν νέο ορισμό για την αρχική έννοια της συζήτησης, η ελεγκτική διαδικασία επανεκκινεί και βαίνει ούτω καθεξής, εωσότου ανακύψει ένας εγγύτατος στην αλήθεια ορισμός. Συχνά, η μέθοδος καταλήγει σε ἀπορία, δηλαδή σε αδιέξοδο.[103] Επί της ουσίας, η σωκρατική μέθοδος θέτει υπό αμφισβήτηση την κοινή γνώμη, καθώς οι ορισμοί των συνομιλητών συνήθως απορρέουν από την κοινώς αποδεκτή πεποίθηση επί του θέματος.[104] Σε πολλές περιπτώσεις, ο Σωκράτης φέρεται να χρησιμοποιεί την ελεγκτική μέθοδο και επί των δικών του πεποιθήσεων, συνεπώς δεν θα μπορούσε να έχει ένα σταθερό φιλοσοφικό δόγμα. Με άλλα λόγια, αναγνώριζε την ίδια του την άγνοια και εστίαζε στην αναζήτηση της αλήθειας συνδιαλεγόμενος με τους μαθητές και τους διάφορους συνομιλητές του.[104]
Οι ερευνητές έχουν επανειλημμένα διερευνήσει την ακριβή φύση, την εγκυρότητα και τη λειτουργία της σωκρατικής μεθόδου. Κατά τον Γρηγόρη Βλαστό, το βασικό πρόβλημα του σωκρατικού ελέγχου έγκειται στο πώς μπορεί ο φιλόσοφος να ισχυριστεί ότι κατέρριψε τη θέση του συνομιλητή, όταν απλώς έχει εδραιώσει την ασυνέπειά της με τις προκείμενες προτάσεις από τις οποίες προέκυψε, των οποίων, όμως, την αλήθεια δεν έχει επιχειρήσει να εξακριβώσει.[105] Μια άλλη άποψη είναι ότι η σωκρατική μέθοδος έχει ως μόνο της σκοπό την ανάδειξη της ασυνέπειας των πεποιθήσεων ενός συνομιλητή, μέσω της εύρεσης αντιφάσεων μεταξύ προκείμενων προτάσεων και συμπεράσματος.[106]
Όσον αφορά τον διάσημο χαρακτηρισμό της «μαιευτικής», αυτός δόθηκε στη μέθοδο βάσει της περιγραφής του ίδιου του Σωκράτη στον πλατωνικό διάλογο «Θεαίτητος» (148e-151d), όπου ο φιλόσοφος χαρακτηρίζει τον Θεαίτητο ως πνευματικώς «έγκυο», εκτιμώντας ότι ο ίδιος, ως γιος μαίας, μπορεί να ασκήσει το μαιευτικό επάγγελμα ούτως ώστε να εκμαιεύσει την αλήθεια από την ψυχή του.[107]
Η περίφημη φράση «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» («ένα ξέρω, ότι τίποτα δεν ξέρω»), χρησιμοποιείται για τη συνοπτική απόδοση της σωκρατικής άγνοιας, μολονότι δεν αναφέρεται στα γραπτά του Πλάτωνα ή του Ξενοφώντα, ή σε άλλη σύγχρονη του Σωκράτη πηγή. Πρόκειται, μάλλον, για μεταγενέστερη παράφραση πρότασης του εδαφίου 21d της Απολογίας Πλάτωνος.[108] Σε κάθε περίπτωση, ο πλατωνικός Σωκράτης ισχυρίζεται συχνά ότι έχει επίγνωση της άγνοιάς του, ειδικότερα όσον αφορά τη φύση διαφόρων αρετών όπως η καλοσύνη, το σθένος κ.α.[109] Εντούτοις, σε κάποιους από τους πλατωνικούς διαλόγους, ο φιλόσοφος φέρεται να εκφράζει με βεβαιότητα κάποια πράγματα που γνωρίζει. Για παράδειγμα, στο εδάφιο 29b της Απολογίας ο Σωκράτης φέρεται να λέει ότι «[...] να είμαι άδικος και να παρακούω τον καλύτερό μου, είτε θεόν είτε άνθρωπο, ξέρω πως είναι κακό και ντροπιασμένο».[110] Ακόμα, στον «Γοργία», στο εδάφιο 486e, ο Σωκράτης αντιπαρατιθέμενος στον Καλλικλή λέει ότι «ξέρω καλά ότι αν εσύ συμφωνείς με μένα για εκείνα που η ψυχή μου πιστεύει, αυτά τα πράγματα θα είναι η ίδια η αλήθεια».[110]
Υπάρχουν ποικίλες θεωρίες για την σωκρατική ασυνέπεια ως προς τη γνώση και την άγνοια. Κατά μία άποψη, η παραδοχή της άγνοιας γινόταν με ειρωνικό τρόπο, ως διαλεκτικό εργαλείο (σωκρατική ειρωνεία) ή είχε παιδαγωγική στόχευση, το να αναπτύξει ο συνομιλητής τη δική του σκέψη, χωρίς να του επιβληθεί μια προκατασκευασμένη απάντηση.[111] Μια άλλη θεώρηση είναι ότι ο φιλόσοφος είχε διαφορετικές ερμηνείες κατά νου για την έννοια του «γιγνώσκειν».[112] Σε κάθε περίπτωση, οι μελετητές συμφωνούν στο ότι ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι η αναγνώριση της άγνοιας είναι το πρώτο βήμα της πορείας προς τη σοφία.[113]
Εκτός από διαλεκτικό εργαλείο, η σωκρατική ειρωνία συνιστά και υφολογικό στοιχείο της απόδοσης του σωκρατικού λόγου από τον Πλάτωνα.[114] Συχνά, ο Σωκράτης απεικονίζεται από τον Πλάτωνα ως είρωνας, όχι σε στιγμές διαλεκτικής εξέτασης ενός θέματος, αλλά σε σημεία τυπικού, καθημερινού διαλόγου. Εκεί, ο φιλόσοφος φαίνεται να χαριτολογεί και, ίσως, να περιπαίζει τον συνομιλητή του.[115] Στον διάλογο «Ευθύφρων» εντοπίζονται πολλά τέτοια σημεία. Στην αρχή της συζήτησης (4a-b), ο Ευθύφρων εξηγεί στον Σωκράτη ότι έχει καταγγείλει τον πατέρα του για έναν φόνο που διέπραξε·[116] ο φιλόσοφος απαντά με ειρωνική διάθεση πως «πράγματι, δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα το έπραττε οποιοσδήποτε, παρά μόνο κάποιος με πολύ προχωρημένες γνώσεις». Έπειτα (5a), όταν ο Ευθύφρονας καυχιέται για την κατανόηση που έχει για το θείο, ο Σωκράτης τον ειρωνεύεται απαντώντας του ότι «το βέλτιστο είναι να γίνω μαθητής σου». Εν γένει, οι έπαινοι και οι κολακείες του πλατωνικού Σωκράτη προς τους συνομιλητές του εκλαμβάνονται ως έκφραση ειρωνίας.[117]
Οι μελετητές διχογνωμούν αναφορικά με τους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί η χρήση της ειρωνείας κατ' αυτόν τον τρόπο από τον Σωκράτη.[118] Κατά μια ελληνιστική θεωρία, η υφολογική ειρωνεία του Σωκράτη έχει ως στόχο την προσέλκυση του ενδιαφέροντος του ακροατηρίου μέσω της ελάφρυνσης του διαλεκτικού κλίματος.[119] Μία άλλη άποψη είναι ότι ο Σωκράτης «έκρυβε» το φιλοσοφικό του μήνυμα μέσω της ειρωνείας, καθιστώντας το προσβάσιμο μόνο σε εκείνους που μπορούσαν να ξεχωρίσουν την ειρωνεία από τις σοβαρές φιλοσοφικές προτάσεις. Κατά τον Βλαστό, παραδεχόμενος την άγνοια του ο Σωκράτης ειρωνευόταν όσον αφορά τις βασικές γνώσεις, αλλά σοβαρολογούσε όσον αφορά τις διάφορες αρετές· η άποψη αυτή δεν είναι ευρέως αποδεκτή.[120]
Κατά την ηθική θεωρία του Σωκράτη, όλες οι αρετές είναι κατ' ουσίαν μία, καθώς συνιστούν όλες μια μορφή γνώσης.[121] Συνεπώς, καθώς η γνώση εμφανίζει αρραγή ενότητα, οι αρετές είναι επίσης ενοποιημένες. Για τον φιλόσοφο, ο λόγος για τον οποίον ένας άνθρωπος δεν είναι καλός, είναι το ότι υπολείπεται σε γνώση. Από αυτές του τις πεποιθήσεις πλάστηκε η φράση «οὐδεὶς ἑκὼν κακός» («κανείς δεν είναι εκούσια κακός»), μία, ακόμα, παράφραση λοιπών αποσπασμάτων του σωκρατικού λόγου όπως τον μετέφερε ο Πλάτωνας.[122] Στον «Πρωταγόρα», ο Σωκράτης εδραιώνει την ενότητα των αρετών επί τη βάσει της γνώσης χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του σθένους· αν και μόνο αν κάποιος γνωρίζει τον σχετικό κίνδυνο, μπορεί [με σθένος] να αναλάβει κάποιο ρίσκο.[121] Κατά τον Αριστοτέλη:
Ο γηραιός Σωκράτης πίστευε ότι σκοπός της ζωής είναι η γνώση της αρετής και επιζητούσε το τι είναι η δικαιοσύνη και τι η ανδρεία και καθένα εκ των συστατικών της αρετής. Αυτή ήταν μια ορθολογική προσέγγιση, καθώς πίστευε ότι όλες οι αρετές είναι επιστήμες, ώστε άμα συνέβαινε να γνωρίσει κανείς το τι είναι δικαιοσύνη, να είναι και δίκαιος[...]
— Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, 1216b
Για τον Σωκράτη, η επιδίωξη της εὐδαιμονίας συνιστά το κίνητρο της ανθρώπινης δράσης, άμεσα ή έμμεσα.[123] Είναι πιθανό ο φιλόσοφος να εκλάμβανε την αρετή ως ταυτόσημη της ευδαιμονίας (ο λεγόμενος «ενάρετος βίος»), ενώ ενδέχεται να θεωρούσε πως η αρετή είναι το μέσο για την επίτευξη της ευδαιμονίας.[124] Τίθεται, ακόμα, το ζήτημα αν κατά τον Σωκράτη οι άνθρωποι επιδικώκουν αυτό που πράγματι είναι καλό ή εκείνο που εκλαμβάνουν ως καλό.[124]
Η πεποίθηση του φιλοσόφου ότι οι αρετές εδράζονται στη γνώση έγινε γνωστή ως «ηθική νοησιαρχία». Ακόμα, ο Σωκράτης θεωρούσε ότι οι άνθρωποι άγονται από τη διανοητική τους ικανότητα να αναγνωρίζουν τις πραγματικές επιθυμίες τους και υποβάθμιζε τον ρόλο των παρορμήσεων στις ανθρώπινες αποφάσεις («κινητήριος νοησιαρχία»).[125] Η νοησιαρχία εμφανίζεται ως κινητήριος δύναμη του ανθρώπινου βίου στους διαλόγους «Γοργίας» (467c–8e, όπου ο Σωκράτης εξετάζει τις αυτο-βλαπτικές πράξεις ενός τυράννου) και «Μένων» (77d–8b, όπου ο φιλόσοφος εξηγεί στον Μένωνα την άποψή του ότι κανείς δεν επιθυμεί κακά πράγματα, εκτός και αν δεν γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό εξαρχής).[126] Κατ' ουσίαν, ο Σωκράτης αρνούταν τη δυνατότητα της ακρασίας, του να πράττει κανείς το κακό ενώ γνωρίζει ότι τον βλάπτει, κινούμενος ενάντια στο συμφέρον του. Οι περισσότεροι μελετητές εκτιμούν ότι ο φιλόσοφος δεν θεωρούσε ότι υπάρχουν παράλογες επιθυμίες, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι αναγνώριζε την ύπαρξη παράλογων κινήτρων, εντούτοις απέρριπτε το ότι αυτά παίζουν θεμελιακό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.[127]
Ενώ ο Σωκράτης εμπλεκόταν συχνά σε δημόσιες διαβουλεύσεις πολιτικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα, ο ακριβής προσδιορισμός της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι δύσκολο εγχείρημα. Στον «Γοργία» δηλώνει ότι είναι ένας εκ των ελάχιστων Αθηναίων που ασκούν την πραγματική τέχνη της πολιτικής, καθώς οι λόγοι του δεν έχουν σκοπό την αυτο-επιβεβαίωση, παρά αποσκοπούν στο βέλτιστο (για την πόλη).[128] Ο φιλόσοφος επέκρινε τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους θεσμούς της εποχής του, εκτιμώντας ότι στην περίπτωση μιας ψηφοφορίας, για παράδειγμα, πολιτικοί και ρήτορες χρησιμοποιούσαν μεθόδους παραπλάνησης των ψηφοφόρων.[129] Εξ όσων μας είναι γνωστά, ουδέποτε έθεσε υποψηφιότητα για κάποια θέση, ούτε κατέθεσε κάποια πρόταση νόμου.[130] Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στους πλατωνικούς διαλόγους αναφέρονται ελάχιστες σύγχρονες του Σωκράτη πολιτικές αποφάσεις· ανάμεσα σε αυτές που μνημονεύονται είναι η Σικελική Εκστρατεία.[130]
Ελλείψει σχετικών κειμενικών τεκμηρίων, διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τη θέση του Σωκράτη στο Αθηναϊκό πολιτικό φάσμα. Κατά μία ερμηνεία, η άρνησή του να εκτελέσει εντολή των ολιγαρχικών Τριάκοντα Τυράννων δείχνει κλίση προς τη δημοκρατία, καθώς σε αυτή, αλλά και σε παρόμοιες περιπτώσεις, σεβάστηκε τους νόμους που είχε θεσπίσει η δημοκρατική Αθήνα. Ακόμα κι όταν βρέθηκε προ του θανάτου του, υποστήριξε ότι έζησε σε αρμονία με το δημοκρατικό νομικό πλαίσιο όλη του τη ζωή, αρνούμενος να κινηθεί ενάντια έστω και στη θανατική απόφαση σε βάρος του. Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι φίλοι και οι μαθητές του φιλοσόφου υποστήριζαν την ολιγαρχία. Περαιτέρω, στους διαλόγους του Πλάτωνα, ιδίως στον «Πρωταγόρα», ο Σωκράτης εμφανίζεται επικριτικός απέναντι στη γνώμη των πολλῶν και στις δημοκρατικές διαδικασίες.[91]
Στον διάλογο «Κρίτων» και την «Απολογία», ο Σωκράτης εκθέτει την άποψη ότι οι πολίτες είναι ηθικά αυτόνομοι και ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την πόλη αν το επιθυμούν. Εντούτοις, τονίζει ότι παραμένοντας στην πόλη αποδέχονται ταυτοχρόνως τους νόμους της και την αρμοδιότητά της στη διαμόρφωση αυτών των νόμων.[131] Στην ίδια γραμμή, στον «Κριτία» ο φιλόσοφος τονίζει ότι η αδικία δεν είναι ποτέ αποδεκτή, ακόμα και αν χρησιμοποιείται για να δοθεί απάντηση σε κάποια κακοπραξία.[132]
Ο θρησκευτικός αντικομφορισμός του Σωκράτη έθεσε υπό αμφισβήτηση τις απόψεις της εποχής του για τη θρησκεία και επέφερε την αναμόρφωση του θεολογικού διαλόγου στους αιώνες που ακολούθησαν.[133] Η αρχαιοελληνική θρησκεία ήταν συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή των πολιτών και τον κύκλο της φύσης, με τους πιστούς να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κυρίως μέσω της συμμετοχής τους στα πολυάριθμα θρησκευτικά δρώμενα, προσφέροντας θυσίες και άλλες δωρεές προς τους θεούς.[134] Ο βαθμός συμμετοχής του Σωκράτη στη θρησκευτική ζωή της πόλης, καθώς και το αν υπήρξε «προκλητικός αθεϊστής», αποτελούν ως σήμερα δυσαπάντητα ερωτήματα, καθώς απουσιάζουν τα σχετικά τεκμήρια. Τα ζητήματα αυτά είναι ιδιαίτερης αξίας αν αναλογιστούμε ότι στη δίκη που οδήγησε στη θανάτωσή του, τού απαγγέλθηκαν κατηγορίες ασέβειας προς τους θεούς.[135]
Οι συζητήσεις του επί θρησκευτικών ζητημάτων εδραιώνονταν σε ορθολογική βάση.[136] Επί παραδείγματι, στον «Ευθύφρονα», ο φιλόσοφος φτάνει στο πρωτοπόρο για την εποχή συμπέρασμα ότι οι θυσίες στους θεούς είναι ατελέσφορες, ειδικά όταν γίνονται με την ελπίδα της απόκτησης ανταλλαγμάτων. Αντ' αυτών, προτείνει η λατρεία των θεών να γίνεται μέσω της φιλοσοφίας και της αναζήτησης της αλήθειας.[137] Στον ίδιο διάλογο, ο φιλόσοφος διατυπώνει το «Δίλημμα του Ευθύφρονα», διερωτώμενος αν η ευσέβεια καθορίζεται από το καλό ή από τη θεία βούληση.[138] Κατά τον Σωκράτη, οι θεοί είναι εγγενώς σοφοί και δίκαιοι· ωστόσο, καθώς το καλό είναι ανεξάρτητο από αυτούς, θα πρέπει και οι ίδιοι να δείχνουν ευλάβεια. Οι αντιλήψεις του αυτές ήταν ενάντιες στον θεϊκό ανθρωπομορφισμό που επικρατούσε στη θεολογία της εποχής.[139]
Στα «Απομνημονεύματα», ο Σωκράτης φέρεται να εκφράζει ένα πρώιμο τελεολογικό επιχείρημα, απ' το οποίο συμπεραίνει μία πάνσοφη και παντοδύναμη δημιουργό θεότητα που, μάλιστα, ευνόησε τους ανθρώπους έναντι των υπολοίπων ζώων.[140] Αλλά και στην «Απολογία» ο Σωκράτης φέρεται να επιβεβαιώνει την πίστη του στο θείο, τονίζοντας μάλιστα ότι το σέβεται περισσότερο από τους κατήγορούς του.[141] Εν γένει, ο πλατωνικός Σωκράτης εκλαμβάνει την ύπαρξη του θείου ως δεδομένη και σε καμμία περίπτωση δεν την αμφισβητεί.[142] Περαιτέρω, στην «Απολογία», ο φιλόσοφος αναφέρεται στο άγνωστο του επέκεινα,[143] ενώ στον «Φαίδωνα», διάλογο με τους μαθητές του την τελευταία ημέρα της ζωής του, φέρεται να εκφράζει μια καθαρή πίστη στην αθανασία της ψυχής.[144] Ακόμα, στους διαλόγους ο φιλόσοφος αναφέρεται στην ικανότητα των μαντείων να μεταφέρουν μηνύματα των θεών, που, εντούτοις, θεωρεί απλές προειδοποίησεις για δυσμενείς μελλοντικές καταστάσεις.[145] Το αν αυτές του οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έρχονταν σε σύγκρουση με τον σωκρατικό ορθολογισμό, συνιστά αμφιλεγόμενο ζήτημα.[146] Ειδικότερα η θέση ότι ο Σωκράτης ερμήνευε τα «θεϊκά σημάδια» βάσει του ορθολογισμού[147] αντικρούεται από το επιχείρημα ότι ο διαχωρισμός του θρησκευτικού και του ορθολογικού ήρθε πολύ αργότερα και, συνεπώς, η αντίληψη ότι ο φιλόσοφος διαχώριζε τα δύο πεδία σκέψης είναι αναχρονιστική.[148]
Η σωκρατική θεωρία περί αγάπης έχει ανασυσταθεί βάσει του διαλόγου «Λύσις», όπου ο φιλόσοφος συζητά για αυτήν σε μία παλαίστρα, με τη συντροφιά του Λύσι και των φίλων του.[149] Αρχικώς, εξετάζουν τη γονεϊκή αγάπη και πώς αυτή εκφράζεται μέσω των ελευθεριών και των ορίων που θέτουν οι γονείς στα παιδιά τους.[150] Αλλά και στο «Συμπόσιο», ο Σωκράτης εξηγεί ότι τα παιδιά προσφέρουν στους γονείς την ψευδή εντύπωση της αθανασίας και ότι αυτή η παρανόηση εγείρει μιας μορφής ενότητα αναμεταξύ τους.[151] Καταληκτικά, ο φιλόσοφος τονίζει στον Λύσι ότι η αγάπη των άλλων για το άτομο καθορίζεται από την αξιοσύνη του ατόμου, η οποία, με τη σειρά της, απορρέει από την αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του.[152]
Σε πλήθος κειμένων, όπως στον «Ευθύφρονα» 3b5, την «Απολογία» 31c–d και τα Ξενοφώντος «Απομνημονεύματα» 1.1.2, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι «ακούει» συχνά κάποιο δαιμόνιον, μια εσωτερική φωνή που εμφανίζεται όταν πρόκειται να πράξει κάποιο λάθος. Στην «Απολογία», ο ίδιος περιγράφει:
Η αιτία είναι εκείνο που μ' ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε μέρη πολλά, ότι μου έρχεται δηλαδή κάτι το θείο και εξωανθρωπινο [μια φωνή] που και ο Μέλητος με κωμική διάθεση το έγραψε στην κατηγορία. Αυτό μού άρχισε παιδιόθεν και γίνεται μια φωνή εντός μου η οποία, όταν γίνει, πάντα με αποτρέπει από κείνο που πάω να πράξω αλλά ποτέ δεν με προτρέπει. Αυτό είναι που μου εναντιώνεται και στο να πολιτευθώ. Και πολύ ωραία μού φαίνεται το ότι εναντιώνεται
— Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 31c-d
Ήδη από την αρχαιότητα, το «σωκρατικό δαιμόνιον» διέγειρε το ενδιαφέρον πλήθους συγγραφέων, όπως ο Πλούταρχος (Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου)[153] και ο Απουλήιος (De Deo Socratis).[154] Οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες για το σωκρατικό δαιμόνιον· επρόκειτο, ίσως, για την αλληγορική πηγή του σωκρατικού ορθολογισμού, ή ήταν μια παρόρμηση, κάποιο όνειρο, ή ακόμα και το παραισθησιακό αποτέλεσμα τυχόν ασκητισμού του φιλοσόφου.[155]
Μετά τον θάνατό του, η επιρροή του Σωκράτη στη φιλοσοφία ήταν πλατιά. Εκτός από τις σημαντικές εξαιρέσεις των Επικουρείων και των Πυρρωνιστών, όλα, σχεδόν, τα φιλοσοφικά ρεύματα που ακολούθησαν, είχαν ως πηγή τους τη σωκρατική σκέψη· τα κυριότερα εξ αυτών είναι η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη και ο Στωικισμός.[156] Το ενδιαφέρον για το έργο του φιλοσόφου παρέμεινε αμείωτο ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.[157] Οι διάφορες «θυγατρικές» σχολές διέφεραν αναμεταξύ τους επί τη βάσει θεμελιακών ερωτήσεων όπως το νόημα της ζωής και η φύση της αρετής. Επρόκειτο για τα αναπάντητα ερωτήματα που είχε θέσει ο Σωκράτης και κάθε σχολή πρότεινε μια διαφορετική ερμηνεία στην κατεύθυνση της απάντησης.[158] Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι εστίαζαν στα φυσικά φαινόμενα και τη μελέτη του κόσμου, μετά τον Σωκράτη, όμως, συντελέστηκε μια στροφή προς την ηθική φιλοσοφία.[159] Κατά τον Αριστοτέλη:
τον καιρό του Σωκράτη, όμως [...], έπαψε η έρευνα των ζητημάτων που σχετίζονται με τη φύση, αλλά οι ασχολούμενοι με τη φιλοσοφία στράφηκαν προς την αρετή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και την πολιτική
— Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 642a 28 κ.εξ.
Άμεσοι διάδοχοι της σωκρατικής σκέψης ήταν οι μαθητές του Αντισθένης, Αρίστιππος και Ευκλείδης ο Μεγαρεύς. Η πλήρης ανακατασκευή των πεποιθήσεων τους συνιστά δύσκολο εγχείρημα.[160] Εξ όσων είναι γνωστά, ο φιλόσοφος Αντισθένης περιφρονούσε τα υλικά αγαθά, προκρίνοντας την αρετή ως υψίστης σημασίας. Τη σκέψη του υιοθέτησε ο Διογένης και οι Κυνικοί της Κυρήνης.[161] Στον αντίποδα, ο Αρίστιππος προτίμησε τον πλουτισμό και έζησε μια πολυτελή ζωή. Αφού εγκατέλειψε την Αθήνα, επέστρεψε στην πατρίδα του την Κυρήνη και ίδρυσε την Κυρηναϊκή σχολή, που βασίστηκε στο πρόταγμα μιας εύκολης ζωής γεμάτης φυσικές απολαύσεις. Τη σχολή του ανέλαβε ο εγγονός και ομώνυμός του. Σε έναν διάλογο που μεταφέρει ο Ξενοφών, ο Αρίστιππος φέρεται να ισχυρίζεται ότι επιθυμεί να ζήσει χωρίς να πρέπει να κυβερνά ή να κυβερνιέται από άλλους.[162] Ακόμα, ο φιλόσοφος κρατούσε κριτική στάση απέναντι στην επιστημολογία, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι βέβαιοι μόνο για τις αισθήσεις τους· αυτή του η άποψη απηχεί τη σωκρατική άγνοια.[163] Ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς εγκατέλειψε την Αθήνα μετά τον θάνατο του δασκάλου του και εγκαταστάθηκε στα Μέγαρα,[164] όπου ίδρυσε τη Μεγαρική σχολή. Θεμελίωσε τη φιλοσοφική του θεωρία στον προσωκρατικό μονισμό του Παρμενίδη,[165] εστιάζοντας, παράλληλα, στη φύση της αρετής.[166]
Οι Στωικοί άντλησαν πλούσια έμπνευση από τον Σωκράτη. Διαμόρφωσαν μια ηθική φιλοσοφία της γνώσης, εφαρμόζοντας τη σωκρατική μέθοδο ως απλό εργαλείο αποφυγής ασυνεπειών, ενώ τα ηθικά τους δόγματα εστιάστηκαν στην επίτευξη μιας καλής ζωής μέσω της αρετής και της σοφίας.[167] Απέδιδαν στην αρετή κομβικό ρόλο στον αγώνα για την απόκτηση της ευτυχίας, τονίζοντας τη σχέση μεταξύ καλοσύνης και ηθικής αριστείας (ενν. το να πράττεις το ορθό και να αποφεύγεις το λάθος), ιδέες άμεσα συνδεδεμένες με τη σωκρατική σκέψη.[167]
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας, 80 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, ο φιλόσοφος Αρκεσίλαος έστρεψε τη σχολή προς ένα δόγμα βασισμένο στη σωκρατική άγνοια, που έγινε γνωστό ως «Ακαδημαϊκός Σκεπτικισμός».[168] Οι Ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές διεκδικούσαν, από κοινού με τους Στωικούς, την θέση του πραγματικού διαδόχου της ηθικής φιλοσοφίας του Σωκράτη.[168] Εν τέλει, το επιχείρημα των Στωικών ότι η σωκρατική άγνοια δεν ήταν αυτοτελής, παρά συνιστούσε μέρος της σωκρατικής ειρωνείας, επικράτησε για όλη τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας.[169]
Ενώ εκτιμούσε τον Σωκράτη για τη συνολικότερη πολιτιστική προσφορά του, ο Αριστοτέλης δεν ενστερνίστηκε τη σωκρατική διδασκαλία.[170] Μάλιστα, ένας εκ των μαθητών του, ο φιλόσοφος Αριστόξενος, συνέγραψε λιβελογραφικό έργο όπου εξέθετε εκτενώς υποτιθέμενα Σωκρατικά «σκάνδαλα».[171]
Οι Επικούρειοι ήταν πολέμιοι της σωκρατικής διδασκαλίας.[172] Του επιτέθηκαν για δεισιδαιμονισμό, επικρίνοντας την πίστη του στο «δαιμόνιον» και τον σεβασμό του για το Μαντείο των Δελφών.[173] Επιπλέον, άσκησαν κριτική στα διάφορα «προβληματικά» στοιχεία του χαρακτήρα του, ενώ εστίασαν στην εκτεταμένη χρήση της ειρωνίας, στοιχείο που θεωρούσαν ακατάλληλο για έναν φιλόσοφο και απρεπές για έναν δάσκαλο.[174]
Οι Πυρρωνιστές ήταν μάλλον επικριτικοί απέναντι στη σωκρατική διδασκαλία, την οποία θεωρούσαν εστιασμένη στη μελέτη ηθικών ζητημάτων και απομακρυσμένη από τη φυσική φιλοσοφία.[175]
Η σωκρατική σκέψη πέρασε στην Ισλαμική Μέση Ανατολή μέσω της Στωικής και Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Τα πλατωνικά, καθώς και άλλα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας μεταφράστηκαν στα Αραβικά από πρώιμους λόγιους του Ισλάμ όπως ο Αλ-Κίντι, ο Τζαμπίρ ιμπίν Χαϋάν, και ο Μουτάζιλα. Για τους μουσουλμάνους λόγιους της εποχής, ο Σωκράτης αποτελούσε παράδειγμα ατόμου που συνδύαζε τις ηθικές του αρχές με τον τρόπο ζωής του.[176] Εντούτοις, οι Σωκρατικές απόψεις προσαρμόστηκαν στην Ισλαμική πίστη· ο Σωκράτης παρουσιάζεται από τους λόγιους του Ισλάμ ως μονοθεϊστής, που, μάλιστα, τονίζει την προσωρινότητα αυτού του κόσμου και αναφέρεται σε ανταμοιβές στην επόμενη ζωή.[177] Σε κάθε περίπτωση, η σωκρατική επιρροή στον αραβόφωνο κόσμο διαπιστώνεται ως και στη σημερινή εποχή.[178]
Κατά τον Μεσαίωνα, χριστιανοί λόγιοι όπως ο Λακτάντιος, ο Ευσέβιος και ο Αυγουστίνος εξέτασαν τη σωκρατική σκέψη υπό το πρίσμα του Χριστιανισμού· τα έργα τους επιβίωσαν διαδιδόμενα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, πολλά από τα διασωθέντα κείμενα εισήχθησαν στον Ρωμαιοκαθολικό κόσμο και μεταφράστηκαν στα Λατινικά.[179] Εντούτοις, μέχρι την έλευση της Αναγέννησης η σωκρατική σκέψη, όπως και η υπόλοιπη αρχαιοελληνική φιλοσοφία, αντιμετωπιζόταν με σκεπτικισμό από τους χριστιανούς μελετητές.[180]
Κατά την πρώιμη Ιταλική Αναγέννηση, αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές αφηγήσεις για τον Σωκράτη.[181] Από τη μια μεριά, οι ουμανιστές θέλησαν να αναδείξουν τον «κοσμικό» Σωκράτη. Ωστόσο, στην προσπάθειά τους να δείξουν ότι η κοσμική ζωή δεν ήταν απαραίτητα αμαρτωλή, παρουσίασαν μια εκδοχή του φιλοσόφου σύμφωνη με τις χριστιανικές αξίες της εποχής. Για τον σκοπό αυτόν, λογόκριναν τα πλατωνικά κείμενα, αφαιρώντας τα τμήματα με αμφίβολες αναφορές στη σχέση Σωκράτη-Αλκιβιάδη, καθώς και τα στοιχεία που έδειχναν προς τη θεϊκότητα του Σωκρατικού «δαιμονίου».[182] Από την άλλη, οι Ιταλοί Νεοπλατωνιστές μιμήθηκαν την έλλειψη ιεραρχίας και επισημότητας της σωκρατικής διδασκαλίας. Παρουσίασαν τον Σωκράτη ως άγιο, συγκρίνοντας τον βίο του με εκείνον του Ιησού Χριστού. Ακόμα, ερμήνευσαν τη σωκρατική άγνοια ως παραδοχή ότι όλη η σοφία πηγάζει από τον Θεό.[183]
Στην πρώιμη σύγχρονη Γαλλία, η εικόνα του Σωκράτη απαρτιζόταν κυρίως από στοιχεία της ιδιωτικής του ζωής, όπως αυτά αποδίδονταν σε διάφορα λογοτεχνικά και σατιρικά έργα.[184] Ο Τεοφίλ ντε Βιω παρουσίασε τον Σωκράτη ως Χριστιανό που κατηγορείται για αθεϊσμό.[185] Για τον Βολταίρο, η σωκρατική μορφή αντιπροσώπευε έναν θεϊστή με ορθολογικές βάσεις.[186] Ο Μισέλ ντε Μονταίν συνέγγραψε πλήθος κειμένων για τον Σωκράτη, τον οποίον έθετε ως ορθολογικό «αντίβαρο» στον θρησκευτικό φανατισμό της εποχής του.[187]
Κατά τον 18ο αιώνα, ο Γερμανικός ιδεαλισμός αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τη σωκρατική φιλοσοφία. Για τον Χέγκελ, ο Σωκράτης αποτελούσε σημείο καμπής στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς συνεισέφερε την αρχή της «ελεύθερης υποκειμενικότητας» ή, αλλιώς, τον αυτοπροσδιορισμό. Εντούτοις, κατά την άποψή του, η απόφαση του Αθηναϊκού δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένη, καθώς εκτιμούσε ότι η εμμονή του Σωκράτη στον αυτοπροσδιορισμό θα κατέστρεφε την συνοχή του οργανωμένου από το κράτος βίου (Sittlichkeit).[188] Κατά τον Πρωταγόρα, ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος ἐστίν»)· ο Χέγκελ υποστήριζε ότι η χρήση της ορθολογικής σκέψης από τον Σωκράτη γινόταν σε αυτή τη βάση, με τη διαφορά ότι ο Σωκράτης υποστήριζε ότι η νόηση συνιστά απλώς το μέσο με το οποίο προσκτώνται αντικειμενικά συμπεράσματα για την πραγματικότητα.[189] Τέλος, ο Χέγκελ θεωρούσε τον Σωκράτη προγονική μορφή των σκεπτικιστών φιλοσόφων της ύστερης αρχαιότητας, χωρίς ποτέ να αιτιολογήσει αυτήν του την άποψη.[190]
Ο Δανός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ θεωρούσε τον Σωκράτη δάσκαλό του.[191] Το θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Η έννοια της ειρωνείας με συνεχή αναφορά στον Σωκράτη».[192] Σε αυτήν, ισχυρίζεται ότι ο Σωκράτης δεν είναι ηθικός φιλόσοφος, αλλά ένας είρωνας.[193] Εστιάζεται στο ότι ο φιλόσοφος δεν άφησε γραπτά, εξηγώντας ότι επρόκειτο για μια συμπεριφορά ταπεινότητας, που πήγαζε από την αποδοχή της άγνοιάς του.[194] Κατά τον Κίρκεγκωρ, οι σύγχρονοι του Σωκράτη παρενόησαν τη φιλοσοφική του σκέψη και μας την μετέφεραν παραλλαγμένη, καθιστώντας την πλήρη ανασύστασή της αδύνατη.[192] Ο Δανός φιλόσοφος εκτιμούσε ότι μόνο η πλατωνική «Απολογία» ήταν κοντά στην πραγματικότητα.[195] Στα όψιμα έργα του, αναγνώρισε αρκετά ηθολογικά στοιχεία στη σωκρατική διδασκαλία.[196] Ο Κίρκεγκωρ είχε ως στόχο του το να επαναφέρει την κοινωνία εγγύτερα στα ιδανικά του Χριστιανισμού, καθώς θεωρούσε ότι ο Χριστιανισμός είχε καταντήσει μια κενή ουσίας τυπικότητα. Για τον Δανό, ο Σωκράτης ήταν ένα μοντέλο μίμησης·[196] ο Κίρκεγκωρ αρνούταν ότι είναι Χριστιανός, παραλληλίζοντας την άρνηση αυτή με την σωκρατική άρνηση του γιγνώσκειν.[197] Με τα δικά του λόγια:
Η μόνη αναλογία που έχω εμπρός μου είναι ο Σωκράτης· η αποστολή μου είναι μια σωκρατική αποστολή, να ελέγξω το τι σημαίνει να είσαι Χριστιανός
— Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Min Opgave, 1855
Ο Φρίντριχ Νίτσε επέκρινε τον τρόπο και το εύρος της αφομοίωσης της σωκρατικής διδασκαλίας από τη Δυτική κουλτούρα.[198] Στο πρώτο του έργο, «Η γέννηση της τραγωδίας ή Ελληνισμός και απαισιοδοξία», το 1872, ο φιλόσοφος καθιστά τον Σωκράτη υπεύθυνο για την θεωρούμενη κατάπτωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τον 4ο π.Χ. αιώνα κι έπειτα. Ακόμα, ο Νίτσε χρεώνει στον Σωκράτη τη στροφή της φιλοσοφίας από το νατουραλισμό στον ορθολογισμό και τη νοησιαρχία.[199] Όπως τονίζει:
Με τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο οι Έλληνες βρίσκονταν για τα καλά στο δρόμο τους προς την ορθή μέτρηση της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανορθολογικότητας και των βασάνων της· δεν έφτασαν ποτέ αυτόν τον στόχο, χάρη στον Σωκράτη
— Φρίντριχ Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, Κεφ. 13-15
Κατά τον Νίτσε, το αποτέλεσμα της στροφής στη νοησιαρχία καθόρισε ως και τις σύγχρονες κοινωνίες, τις οποίες ο φιλόσοφος χαρακτήρισε ως «Σωκρατικές».[198] Στο μεταγενέστερο «Λυκόφως των ειδώλων», το 1887, ο Νίτσε συνέχισε την αντι-σωκρατική ρητορική του, εστιάζοντας στην αυθαίρετη, για τον ίδιο, σύνδεση της λογικής με την αρετή και την ευτυχία.[200] Στις αρχές του 20ου αιώνα, η επικριτική αυτή στάση του Νίτσε ερμηνεύθηκε ως υποκινούμενη από την εναντίωσή του στον Ευρωπαϊκό ορθολογισμό της εποχής οπότε έζησε. Σε κάθε περίπτωση, οι σύγχρονοι μελετητές συγκλίνουν στο ότι η άποψη του Νίτσε για τον Σωκράτη ήταν αμφίρροπη.[198]
Μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την άνοδο απολυταρχικών καθεστώτων σε όλο τον κόσμο, φιλόσοφοι όπως η Χάνα Άρεντ, ο Λέο Στράους και ο Καρλ Πόπερ, πρόκριναν τον Σωκράτη ως πρότυπο της ατομικής ευσυνειδησίας.[201] Στο έργο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» που εκδόθηκε το 1963, η Άρεντ εκτιμά ότι η διαρκής διερώτηση και η αυτοεξέταση του Σωκράτη θα μπορούσαν να αποτρέψουν την «κοινοτοπία» του κακού.[202] Κατά τον Στράους, ο Σωκράτης ήταν ελιτιστής, συγγενικός του Πλάτωνα, αφού θεωρούσε ότι οι φιλοσοφικές κατακτήσεις δεν μπορούν να αφομοιωθούν από τις μάζες και, άρα, έκρινε ότι η πόλις δεν ήταν ο βέλτιστος τρόπος να οργανωθεί μια κοινωνία.[203] Ο Πόπερ, ωστόσο, πρότεινε μια εναλλακτική οπτική, κατά την οποία ο Σωκράτης εναντιωνόταν στις απολυταρχικές θέσεις του Πλάτωνα. Για τον Πόπερ, ο Σωκρατικός ατομισμός, από κοινού με την Αθηναϊκή δημοκρατία, συνιστούν παραδείγματα της «ανοικτής κοινωνίας», όπως την περιέγραψε στο έργο του «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της» το 1945.[204]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.