From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ναυμαχία στις Αργινούσες (νησιά στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο)[1] έγινε το 406 π.Χ. κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου μεταξύ οκτώ Αθηναίων στρατηγών που ηγούνταν 155 τριήρεων και του Σπαρτιάτη Καλλικρατίδα που ηγείτο 120.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αυτό το λήμμα τεκμηριώνεται κυρίως με πρωτογενείς πηγές. Παρακαλούμε βελτιώστε το προσθέτοντας δευτερογενείς ή τριτογενείς πηγές. |
Ναυμαχία των Αργινουσών | |||
---|---|---|---|
Πελοποννησιακός πόλεμος | |||
Χρονολογία | 406 π.Χ. | ||
Τόπος | Αργινούσες | ||
Έκβαση | Νίκη των Αθηναίων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η ναυμαχία έληξε με νίκη των Αθηναϊκών δυνάμεων και το αποτέλεσμα προκάλεσε πρόταση συνθηκολόγησης από τη Σπάρτη, απορρίφθηκε όμως από την Αθήνα ως ασύμφορη, αφού προϋπόθετε να παραμείνουν στην πελοποννησιακή συμμαχία πολλά νησιά του Αιγαίου και πόλεις της Ιωνίας που είχαν στο μεταξύ αλλάξει στρατόπεδο. Επιπλέον, η νίκη αμαυρώθηκε από την εκτέλεση των νικητών Αθηναίων στρατηγών, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο επειδή δεν μπόρεσαν μετά να διασώσουν τους ναυαγούς και δεν περισυνέλεξαν τις σορούς 5.000 συμπολεμιστών τους.
Τη χρονιά εκείνη έληξε η θητεία του Λυσάνδρου στη στρατηγία και οι Σπαρτιάτες, που έτσι και αλλιώς δεν επιτρεπόταν να ορίσουν για δεύτερο έτος τον ίδιο στρατηγό, αλλά ίσως και υπό την πίεση των Αγιδών βασιλέων τους, που επεδίωκαν στροφή πολιτικής και δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του Λυσάνδρου, όρισαν νέο στρατηγό. Επικεφαλής του στόλου τέθηκε τότε ο περίπου 30χρονος Καλλικρατίδας. Αυτός ήταν άτομο με πολύ διαφορετική στάση ζωής και αντιλήψεις από τον Λύσανδρο και αντιπροσώπευε τον μέσο συντηρητικό Σπαρτιάτη, που ήθελε μεν να διασφαλίσει την κυριαρχία της πόλης του στην Πελοπόννησο, αλλά δεν ενέκρινε τις ιδιαίτερα θερμές διπλωματικές σχέσεις που είχε αναπτύξει προηγουμένως ο Λύσανδρος με τους Πέρσες. Οι Αγίδες και ο Καλλικρατίδας, που μάλλον αποτελούσε επιλογή τους, δεν έβλεπαν πια θετικά τη γενικότερη επεκτατική και ίσως ανεξέλεγκτα ευέλικτη έως και προσωποπαγή πολιτική του Λυσάνδρου.
Για το λόγο αυτό εκδικητικά ο Λύσανδρος όταν επρόκειτο να παραδώσει τον στόλο στον διάδοχό του, επέστρεψε στον σατράπη Φαρνάβαζο όσα χρήματα του είχαν περισσέψει από την περσική επιχορήγηση[2]. Στόχος του ήταν να εντυπωσιάσει τους Πέρσες, να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με αυτούς μελλοντικά, να δείξει προς όλους ότι αυτά τα χρήματα τα είχε πάρει μόνον για τις ανάγκες του σπαρτιατικού στόλου, να δυσχεράνει τον διάδοχό του που θα χρειαζόταν τώρα να επαιτήσει ο ίδιος για χρήματα συντήρησης του στρατού και να δώσει στη Σπάρτη το μήνυμα ότι αφού απέρριπτε τις ενέργειές του, τότε δεν θα της άφηνε κληρονομιά τους καρπούς τους.
Όταν παρέδιδε τον στόλο στον νεότατο –όπως τον χαρακτήριζαν- Καλλικρατίδα, είπε με στόμφο «παραδίδω ισχυρότατο στόλο που βασιλεύει στο Αιγαίο» (εννοώντας «κοίτα να τον κρατήσεις στα ίδια επίπεδα») και τότε ο νέος στρατηγός του απάντησε «αν είναι όπως τα λες, πάρε τον στόλο, πέρνα από τη Σάμο και κατέβασέ τον μέχρι τη Μίλητο, και τότε θα δεχτώ πως βασιλεύει» (εννοώντας ότι πολλά σημεία ελέγχονταν από τους Αθηναίους) [3]. Ο Λύσανδρος είπε ότι τώρα πια είχε άλλες ασχολίες και δεν έδωσε προφορικά και ευθέως συνέχεια, αλλά υποκίνησε στον στόλο αντιδράσεις όπως και σε πόλεις της Ιωνίας. Αυτές όμως δεν πέτυχαν, γιατί ο Καλλικρατίδας είπε ευθέως προς όλους «εγώ ήρθα εδώ με εντολές της πατρίδας μου να νικήσω στον πόλεμο και αν δεν με θέλετε θα αφήσω την ηγεσία του στόλο σε όποιον τη θέλει και θα φύγω για τη Σπάρτη όπου θα αναφέρω τα καθέκαστα» [4].
Στη συνέχεια ο Καλλικρατίδας δεν ήθελε να απευθυνθεί στους Πέρσες, αλλά κατά μία εκδοχή πήγε αναγκαστικά επί τούτου στις Σάρδεις και όταν ο Πέρσης ηγεμόνας τον άφησε να περιμένει δύο ημέρες προτού τον δεχθεί, αυτός αποφάσισε να φύγει χωρίς να πάρει χρήματα. Συγκρότησε τον στόλο του με τη βοήθεια όσων νησιών του Αιγαίου και πόλεων της Ιωνίας ήταν φίλα προσκείμενες στη Σπάρτη και κατάφερε το καλοκαίρι του 406 π.Χ. να διαθέτει 140 τριήρεις και έμπειρα πληρώματα - 28.000 έως 30.000 άνδρες.
Την ίδια εποχή επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου στη Σάμο ήταν ο Κόνων. Οι Αθηναίοι παρότι είχαν περάσει τρικυμιώδεις μέρες, είχαν υποστεί πολλές ήττες και το κυριότερο παρέμεναν σε οικτρή οικονομική κατάσταση και διαβιούσαν θλιβερά εξαιτίας της πολιορκίας από τη Δεκέλεια, δεν είχαν χάσει απόλυτα το ηθικό τους και πίστευαν στις δυνατότητές τους για νίκη. Μετά τον πανικό της ήττας στη Σικελία που είχε μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα και την πολιτειακή αλλαγή του 411 π.Χ. (την επιβολή ολιγαρχίας για λιγότερο από ενάμισι χρόνο), φαίνονταν τώρα μαζί με τη δημοκρατία να είχαν ανακτήσει και ένα μέρος της ψυχραιμίας τους.
Μετά το 410 π.Χ. με τη ναυμαχία της Κυζίκου και μερικές ακόμα νίκες, τα πράγματα έδειχναν να βελτιώνονται στη θάλασσα για την Αθήνα. Όταν όμως ο Λύσανδρος νίκησε στη ναυμαχία στο Νότιο της Ιωνίας[5], το ευάλωτο έτσι κι αλλιώς αθηναϊκό ηθικό κατέπεσε και πάλι. Θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Αλκιβιάδης (που αυτοεξορίστηκε), παραγκωνίστηκαν συλλήβδην όσοι τον είχαν στηρίξει και στη δημόσια ζωή άρχισαν πάλι να κυριαρχούν διάφορα ετερόκλητα στοιχεία: φιλόδοξοι έμποροι, δημαγωγοί, αλλά οπωσδήποτε και ειλικρινείς δημοκρατικοί και αριστοκρατικοί πολιτικοί που προσπαθούσαν να βάλουν σε τάξη το χάος που έφερνε η παρατεταμένη πολιορκία και η φτώχεια. Όμως ήταν μια εποχή όπου και στα δύο κόμματα έλεγχαν την κατάσταση ακραία στοιχεία (άλλα από αυτά λαϊκίστικα, άλλα φιλοτυραννικά και άλλα ολιγαρχικά). Εισακούγονταν όσοι μπορούσαν να πείσουν ότι θα έσωζαν την κατάσταση και θα ανακούφιζαν τη φτώχεια και τη δυστυχία του λαού με κάποια σπουδαία νίκη.
Με την αποχώρηση του Αλκιβιάδη, πήρε τη θέση του ο Κόνων, που πρώτη του δουλειά θεώρησε την αναδιοργάνωση του στόλου. Αυτός ναυλοχούσε στη Σάμο για να αντιμετωπίζει τις σπαρτιατικές επιθέσεις σε νησιά και παράλια της Ιωνίας, αλλά και με στόχο να προωθήσει με ασφάλεια κάποια στιγμή τις αθηναϊκές δυνάμεις στον Εύξεινο Πόντο, το πέρασμα της βασικότερης πηγής του αθηναϊκού σιταριού. Αν και διέθετε γύρω στις 100 τριήρεις, λόγω οικονομικών δυσχερειών είχε καταφέρει να επανδρώσει μόνον τις 70. Με αυτές όμως αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον Καλλικρατίδα, γιατί ο τελευταίος κινείτο πολύ γρήγορα και επιθετικά. Είχε καταλάβει αστραπιαία το Δελφίνιο στη Χίο (οι 500 Αθηναίοι που ήταν εκεί φρουρά, παραδόθηκαν αμαχητί βλέποντας τον τεράστιο στόλο των 30.000 ανδρών και πουθενά τον αθηναϊκό) και όταν έφτασε στη Λέσβο κατέλαβε πολύ γρήγορα και τη Μήθυμνα (Μόλυβος). Η Μήθυμνα δεν έπεσε αμαχητί και οι 500 Αθηναίοι της αντιστάθηκαν όπως και οι ντόπιοι, αλλά κάποιοι ήταν με το μέρος των Σπαρτιατών και πρόδωσαν την αντίσταση, οπότε η πόλη κατακτήθηκε νύχτα και λεηλατήθηκε. Επόμενος στόχος του ήταν η πλήρης κατάληψη του νησιού.
Αν ο Καλλικρατίδας αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο, τότε θα παρεμβαλλόταν πια ανενόχλητος στην πιο βασική θαλάσσια «αρτηρία» των Αθηναίων, δηλαδή στη γραμμή ναυσιπλοΐας από όπου περνούσαν τα καράβια με σιτάρι από τον Πόντο και τη βόρειο Μικρά Ασία –από εκεί κυρίως τροφοδοτούνταν η Αττική με σιτηρά.
Ο Κόνων αναλογιζόταν πόσο άνιση θα ήταν η ναυμαχία, αλλά είχε έμπειρα πληρώματα και δεν υπήρχε εξάλλου περιθώριο να μην υπερασπιστεί όσο μπορούσε την περιοχή. Πήρε λοιπόν θέση στις Εκατονήσους απέναντι από τη Λέσβο,[6] αλλά όταν του επιτέθηκε ο Καλλικρατίδας, κατευθύνθηκε στον λιμένα της Μυτιλήνης. Εκεί δόθηκε πολύ σκληρή ναυμαχία και σκοτώθηκαν χιλιάδες Αθηναίοι, ο δε Κόνων απέμεινε κάποια στιγμή μόνον με 40 πλοία γιατί τα άλλα τριάντα τα απέκοψε και τα κατέλαβε ο Καλλικρατίδας, αυξάνοντας έτσι και τον στόλο του. Παράλληλα ο Σπαρτιάτης στρατηγός αποβίβασε σημαντικό αριθμό οπλιτών στην ξηρά, ώστε ο Κόνων να μη μπορεί να αποβιβαστεί και να τροφοδοτηθεί. Έτσι ο Κόνων βρέθηκε στον λιμένα της Μυτιλήνης πολιορκημένος συνάμα από στεριά και από θάλασσα. Ο Αθηναίος στρατηγός κατάφερε μόνο να στείλει μήνυμα με πλοίο στην Αθήνα, με κυβερνήτη του τον Ερασινίδη, και αυτός ενημέρωσε την πόλη για τη δεινή θέση του στόλου της.
Αμέσως οι Αθηναίοι αποφάσισαν να ναυπηγήσουν ισχυρό στόλο και μέσα στην οικονομική δυσπραγία της πόλης τους, δεν βρήκαν άλλη λύση από το να λιώσουν το χρυσό άγαλμα της Νίκης. Με αυτό ναυπήγησαν μάλλον[7] 80-100 καράβια και μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία τους για το ταξίδι. Έπρεπε όμως να βρεθούν και πληρώματα, όχι μόνον για αυτά τα πολεμικά, αλλά και για εκείνα που παρέμεναν στη Σάμο αναξιοποίητα επειδή δεν υπήρχε στράτευμα να τα επανδρώσει. Οι Αθηναίοι έπρεπε να βρουν από το πουθενά πάνω από 20.000 μάχιμους άνδρες (δηλαδή 200 για κάθε τριήρη: πλήρωμα, ερέτες και στρατιώτες). Αναγκαστικά έδωσαν εν μια νυκτί το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη[8] σε μέτοικους αλλά και δούκους, ώστε αυτοί, όλοι τους μάχιμοι αλλά άπειροι στα ναυτικά άντρες, να έχουν κίνητρο να εκστρατεύσουν - διαφορετικά δεν θα είχαν κανένα λόγο να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους.
Αυτά συνέβαιναν στα μέσα καλοκαιριού του 406 π.Χ.. Επικεφαλής του στόλου αποφάσισαν να μην έχουν έναν, αλλά οκτώ στρατηγούς: τον Θράσυλλο, τον Περικλή, γιο του Περικλή και της Ασπασίας, τον Διαμέδοντα, τον Λυσία, τον Αριστοκράτη, τον Πρωτόμαχο και τον Αριστογένη. Μαζί τους έφυγε ξανά, αυτή τη φορά ως στρατηγός, και ο Ερασινίδης ως όγδοος, που ήταν πρωτύτερα κυβερνήτης στον στόλο του Κόνωνα, όπως και ο Θηραμένης με το Θρασύβουλο, αλλά ως κυβερνήτες ή τριηράρχες και όχι ως στρατηγοί. Πήγαν από τη Σάμο για να πάρουν μαζί όλο το στόλο και οι συνολικά 155 τριήρεις[9] στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στα νησιά που λέγονταν Αργινούσες απέναντι από το ακρωτήριο Μαλέα της Λέσβου.
Ο Καλλικρατίδας σκέφτηκε να επιτεθεί νύχτα στην αθηναϊκή δύναμη, αλλά ξέσπασε καταιγίδα και έτσι αναγκάστηκε να περιμένει μέχρι το ξημέρωμα. Άφησε περίπου 50 πλοία στο λιμάνι της Μυτιλήνης για να ελέγχει τις κινήσεις του Κόνωνα που παρέμενε πολιορκημένος με τον στόλο του και ο ίδιος ξανοίχτηκε στη ναυμαχία με 120 τριήρεις[10]. Το πλήρωμα των σπαρτιατικών πλοίων ήταν για πρώτη φορά ανώτερο των αθηναϊκών[11], μια που οι έμπειροι ναυτικοί υπηρετούσαν στον στόλο του Κόνωνα. Οι οκτώ στρατηγοί έπρεπε να είχαν διδάξει την τέχνη της ναυσιπλοΐας αλλά και του πολέμου σε χιλιάδες αμάθητους άνδρες –τους μετοίκους και τους δούλους που είχαν ναυτολογηθεί αστραπιαία- μέσα στις λίγες εβδομάδες που είχε διαρκέσει το ταξίδι τους.
Για να αντιμετωπίσουν τις αντικειμενικά εμπειρότερες δυνάμεις των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι στρατηγοί παρέταξαν τον στόλο τους σε διπλή γραμμή αντί για την παραδοσιακή μία, εκτός από το κέντρο τους, το οποίο άφησαν μονό. Με αυτή τη διπλή γραμμή οι Σπαρτιάτες δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τον κλασικό ελιγμό ναυμαχίας που λεγόταν διέκπλους (περνούσαν ανάμεσα από δύο τριήρεις και κάνοντας μεταβολή επιτίθονταν από τα νώτα ή τη χτυπούσαν πλευρικά). Επίσης, οι Αθηναίοι εφάρμοσαν ένα ακόμη πρωτότυπο σχέδιο και καθώς προχωρούσαν, ανοίγονταν, επεκτείνοντας την αριστερή πτέρυγά τους ολοένα και περισσότερο για να υπερκεράσουν τη σπαρτιατική και σταδιακά να την κυκλώσουν ή πάντως να την περιορίσουν έστω σε ημικύκλιο.
Οι κυβερνήτες των πλοίων του Καλλικρατίδα κατάλαβαν τότε ότι υπήρχε κίνδυνος να ηττηθούν και του πρότειναν να μη ναυμαχήσει αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. «Αν σκοτωθώ» είπε «η Σπάρτη δεν θα πάθει τίποτα. Αν όμως φυγομαχήσω, θα είναι μεγάλη ντροπή για εκείνην».[12] Διαίρεσε τις δυνάμεις του στα δύο για να αποφύγει την περικύκλωση και εν μέσω της μάχης, καθώς ήταν επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του στόλου του, σκοτώθηκε. Τότε η δεξιά πτέρυγα, παρότι είχε μεριμνήσει να υπάρχει διάδοχος σε περίπτωση που σκοτωνόταν, αυτός δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και η πλευρά αυτή κατέρρευσε. Το άλλο κομμάτι του στόλου των Σπαρτιατών, στο οποίο ηγούνταν οι Θηβαίοι, το αριστερό, συνέχισε τη ναυμαχία για αρκετή ώρα, αλλά δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει όλο τον αθηναϊκό στόλο μόνο του και ακολούθησε σε υποχώρηση τα πλοία που είχαν εναπομείνει στη δεξιά πτέρυγα και που τώρα απομακρύνονταν. Οι Σπαρτιάτες έχασαν συνολικά 70 πλοία και οι Αθηναίοι 25.
Η νίκη των στρατηγών του αθηναϊκού στόλου ήταν η μεγαλύτερη από όσες είχαν πετύχει μέχρι τότε στον πόλεμο και μάλιστα τους εξασφάλιζε την πλήρη κυριαρχία στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, ήταν μια αναπάντεχη νίκη του λαού της Αθήνας ο οποίος σε μία ύστατη προσπάθεια είχε συγκροτήσει σε ελάχιστο χρόνο έναν τόσο μεγάλο στόλο και τον είχε επανδρώσει πλήρως, ακόμη και με δούλους, γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή παιζόταν η τύχη της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Μετά τον θρίαμβο, οι στρατηγοί του αθηναϊκού στόλου έπρεπε τώρα να αποφασίσουν τι να πρωτοκάνουν. Έπρεπε να διασώσουν 3.000 – 5.000 χιλιάδες ναυαγούς, να καταδιώξουν τον στόλο του Καλλικρατίδα και να απελευθερώσουν τον Κόνωνα που ήταν παγιδευμένος στη Μυτιλήνη από 40-50 σπαρτιατικές τριήρεις. Αν επιτίθονταν σε αυτές με όλες τις δυνάμεις τους αμέσως, θα νικούσαν σίγουρα. Αυτό θα αποτελούσε περιφανή νίκη και ακόμα πιο συντριπτικό πλήγμα στον στόλο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Μπορεί να σήμαινε ακόμα και τη λήξη του πολέμου. Ταυτόχρονα όμως, ζητούσαν βοήθεια τα πληρώματα και οι στρατιώτες των πλοίων που είχαν βουλιάξει ή μισοβουλιάξει. Εκφράστηκε από τον Ερασινίδη η άποψη ότι εκείνο που είχε σημασία ήταν να σώσουν πρώτα τις τριήρεις του Κόνωνος και να καταδιώξουν τον εχθρό. Όμως όλοι γνώριζαν πως ήταν πολύ σοβαρό ζήτημα να περισυλλεγούν οι νεκροί και να βοηθηθούν οι τραυματίες.
Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δύο εξίσου πιεστικές ανάγκες, αποφάσισαν να στείλουν τα 2/3 του στόλου τους στη Μυτιλήνη και οι τριηράρχες Θρασύβουλος και Θηραμένης να μείνουν εκεί με το 1/3 του στρατού για να διασώσουν τους ναυαγούς ή να ανασύρουν τους νεκρούς.
Όλες οι ενέργειες όμως ουσιαστικά ακυρώθηκαν από τη σφοδρή καταιγίδα που ξέσπασε τότε, η οποία εμπόδισε τα πλοία να κινηθούν κατά βούληση και έπνιξε πολλούς από τους ναυαγούς που ήταν ακόμα ζωντανοί, ενώ πιθανόν και να βούλιαξε και άλλα πλοία. Οι παραλίες γέμισαν πτώματα μέχρι τη Φώκαια, στον νότο. Υπολογίζεται ότι με τις 25 τριήρεις που έχασαν κατά τη ναυμαχία και κατά την τρικυμία που επακολούθησε, χάθηκαν τότε 5.000 άνδρες (200 - 220 ανά τριήρη). Τα 2/3 του στόλου που είχαν ξεκινήσει για τη Μυτιλήνη, παρασύρθηκαν από τα κύματα προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και όταν ο καιρός τους επέτρεψε να ξεκινήσουν για τη Λέσβο, ο Κόνων ήδη ερχόταν προς το μέρος τους. Τους ενημέρωσε ότι ο σπαρτιατικός στόλος είχε προλάβει να διαφύγει και ίσως κατευθυνόταν στη Χίο, όπου ελλιμενιζόταν ο εναπομείνας στόλος του Καλλικρατίδα. Οι Αθηναίοι στρατηγοί γυρίζοντας νότια έμαθαν πως η καταιγίδα δεν είχε αφήσει ούτε τον Θρασύβουλο ούτε τον Θηραμένη να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, να φροντίσουν δηλαδή για τη διάσωση ανδρών. Οι τελευταίοι έφυγαν για την Αθήνα και όλοι οι άλλοι πήγαν στη Σάμο για να συνεχίσουν την καταδίωξη του στόλου των Σπαρτιατών.
Προτού όμως χωριστούν οι δρόμοι τους, συμφώνησαν να πουν στην Αθήνα ότι ο λόγος που δεν διασώθηκαν οι ναυαγοί και δεν συνελέγησαν οι σοροί ήταν η φοβερή τρικυμία. Έδωσαν μάλιστα έγγραφο στο Θηραμένη που ανέφερε ακριβώς αυτά,[13] χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, ότι δηλαδή η διάσωση είχε ανατεθεί στον Θηραμένη και τον Θρασύβουλο. Αυτό δεν έγινε τυχαία, αλλά μάλλον επειδή οι στρατηγοί ήξεραν πόσο ισχυρός ήταν πολιτικά ο Θηραμένης και δεν ήθελαν να τον υποδείξουν έμμεσα ως κυρίως υπεύθυνο, επειδή θα έκαναν εχθρό τους τον ίδιο και τον ευρύτατο κύκλο που αυτός επηρέαζε.
Οι Αθηναίοι χάρηκαν τη νίκη μόλις την πληροφορήθηκαν, αλλά το γεγονός ότι οι νικητές δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς και τους νεκρούς για να ταφούν στην πατρίδα τους, θεωρήθηκε εγκληματική παράλειψη. Οι στρατηγοί έμαθαν τότε ότι ήταν έξαλλοι οι Αθηναίοι και σκέφτηκαν ότι τους διέβαλε σε αυτούς ο Θηραμένης, οπότε έκαναν το λάθος να τον μεταβάλουν σε εχθρό τους,[14] στέλνοντας νέα επιστολή, στην οποία ανέφεραν ότι είχαν αναθέσει σε έμπειρους και αρμόδιους τριηράρχες το έργο της περισυλλογής των νεκρών και ότι «αν υπήρχαν κάποιοι υπεύθυνοι, που κατά τη γνώμη τους λόγω της κακοκαιρίας δεν υπήρχαν, τότε πάντως αυτοί ήταν εκείνοι στους οποίους το έργο είχε ανατεθεί».
Έξαλλος τότε ο Θηραμένης –που πάντως αντιμετώπιζε καταδίκη σε θάνατο αν υπερίσχυε η άποψη των στρατηγών- άρχισε να τους κατηγορεί και κατάφερε να μεταστρέψει την κοινή γνώμη εναντίον τους, επιδεικνύοντας την πρώτη επιστολή, που έκανε λόγο για σφοδρή κακοκαιρία που είχε καταστήσει αδύνατη την περισυλλογή και δεν έλεγε κουβέντα για ανάθεση της υποχρέωσης σε «υπεύθυνα άτομα». Επικαλέστηκε επίσης το γεγονός ότι αυτός αναχώρησε πρώτος και δεν μπορούσε να είναι μεταξύ εκείνων που θα έκαναν την περισυλλογή και ότι όλες οι εντολές προέρχονταν από τους στρατηγούς. Οι Αθηναίοι τότε μεταστράφηκαν ξανά και άρχισαν να πείθονται από διάφορους ότι οι στρατηγοί κυνήγησαν τη δόξα και τη νίκη αδιαφορώντας για τους ναυαγούς, ότι ίσως ήταν συμπαιγνία και έλεγαν ψέματα και οι οκτώ για να συγκαλύψουν την κοινή απόφασή τους να θυσιάσουν τους ναυαγούς, ότι είπαν ψέματα στο δήμο κ.ο.κ. Τους καθαίρεσαν και τους διαμήνυσαν «να καταπλεύσουν στην Αθήνα για να δικαστούν» (φυσικά εξαιρέθηκε ό Κόνων, αφού ήταν αποκλεισμένος όταν έγινε η ναυμαχία). Τότε δύο από τους 8 στρατηγούς διέφυγαν – ο Αριστογένης και ο Πρωτόμαχος - επειδή ήταν βέβαιοι πως υπήρχε προκατάληψη στην Αθήνα και θα καταδικάζονταν σε θάνατο, εν τούτοις και αυτό εξελήφθη ως ένδειξη ενοχής. Οι υπόλοιποι έξι πάντως επέστρεψαν στον Πειραιά.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης[15] αναφέρει ότι αν οι οκτώ στρατηγοί δεν έκαναν εχθρό τους τον Θηραμένη, ίσως και να είχαν γλιτώσει, μια που ήταν πολύ ικανός στον λόγο και είχε μεγάλη πολιτική επιρροή. Ο Ξενοφών[16] μιλά για κανονική συνωμοσία του Θηραμένη, ο οποίος προκειμένου να πετύχει την καταδίκη των στρατηγών, έβαλε δικούς του ανθρώπους να ντυθούν πένθιμα και να παριστάνουν τους συγγενείς αδικοχαμένων ναυαγών, να κλαίνε στους δρόμους και να αναστατώνουν τα πλήθη. Σύγχρονοι ιστορικοί εκτιμούν όμως, ότι ο κόσμος ήταν ήδη τόσο ξεσηκωμένος, που δεν χρειαζόταν καμία προσπάθεια από τον Θηραμένη, ο οποίος βέβαια υπερασπίστηκε τον εαυτό του, αλλά μάλλον δεν έκανε αυτό που αναφέρεται. Πάντως όταν κατέπλευσαν στον Πειραιά οι έξι από τους οκτώ στρατηγούς, βρήκαν την κοινή γνώμη σαφώς εναντίον τους.
Ακόμα και όσοι πείθονταν πως οι στρατηγοί ανέθεσαν σε κάποιους την ηθική αυτή υποχρέωση, έλεγαν πως εξακολουθούσαν να είναι υπεύθυνοι, γιατί δεν άφησαν επί τόπου ένα στρατηγό, αλλά απλούς τριηράρχες και ούτε άφησαν εκεί το καλύτερο τμήμα του στόλου ώστε να επιτελέσει το έργο του μέσα στη θαλασσοταραχή, παρά άφησαν το πιο καταπονημένο. Παρά την ένταση και τη φορτισμένη ατμόσφαιρα, οι στρατηγοί, όταν άρχισε η δίκη, έπεισαν σε πρώτη φάση τον αθηναϊκό λαό ότι η ξαφνική σφοδρή κακοκαιρία είχε καταστήσει αδύνατη τη διάσωση, ότι οι σοροί είχαν σκορπιστεί στα παράλια της Μικράς Ασίας μέχρι τη Φώκαια, στον νότο, και ότι τα πλοία τους είχαν καταπονηθεί από τη ναυμαχία, ενώ έπρεπε παράλληλα να καταδιώξουν τον σπαρτιατικό στόλο που διέφευγε μετά την ήττα του, καθώς και να σώσουν τον στρατηγό Κόνωνα που πολιορκείτο από άλλη μοίρα του σπαρτιατικού στόλου στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Αυτές οι πολλαπλές και εξίσου επείγουσες προσπάθειες μέσα στην τρικυμία, δεν μπορούσαν παρά να αποτύχουν. Αρχικά, ο λαός φάνηκε διαλλακτικός και όλα έδειχναν ότι υπήρχαν ελπίδες η υπόθεση να τελείωνε εκεί, αφού μάλιστα οι στρατηγοί ήταν νικητές, είχαν προσφέρει κάτι σπουδαίο στον τόπο και είχαν ρισκάρει και οι ίδιοι τις ζωές τους στη ναυμαχία για το καλό των Αθηνών.
Κατά μία τραγική σύμπτωση όμως, μετά την πρώτη ημέρα της δίκης, έτυχε ημερολογιακά (αρχές Οκτωβρίου) μια λαϊκή εορτή, τα Απατούρια (λέξη που σήμαινε κοινοί πατέρες), ένα τριήμερο εκδηλώσεων αφιερωμένο στην οικογένεια, κατά την οποία τα αγόρια κυρίως απήγγειλαν και ποιήματα και έπαιρναν δώρα. Αυτή η ανθρώπινη γιορτή φόρτισε ξαφνικά και πάλι το κλίμα, γιατί η ψυχολογική συντριβή ήταν πολύ μεγάλη για τους χιλιάδες πατεράδες και μητέρες που δεν θα ξανάβλεπαν τα δικά τους αγόρια. Καθώς μάλιστα ήταν τρόπον τινά «η ημέρα της οικογένειας» και ήταν ουσιαστικά μία ημέρα αφιερωμένη στη συνεύρεση των οικογενειών, όσοι γενικώς είχαν χάσει δικούς τους, πένθησαν διπλά και δεν ήταν καθόλου λίγοι – αυτοί οι 5.000 που χάθηκαν, ήταν όλοι νέοι άνδρες, με γονείς και συζύγους και παιδιά και κατά συνέπεια είχαν κατά μέσο όρο 5 συγγενείς που ήταν άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή 25.000 πολίτες. Η ατμόσφαιρα φορτίσθηκε εκ νέου και οι συγγενείς απαίτησαν εκδίκηση. Εμφανίστηκε τότε και ένας άντρας που είπε ότι ήταν ναυαγός και σώθηκε χάρη σε ένα βαρέλι και ότι εκείνοι που θαλασσοπνίγονταν δίπλα του, του φώναζαν αν σωθεί να πει στους Αθηναίους ότι εγκαταλείφθηκαν από τους στρατηγούς τους εκείνοι που πολέμησαν για τη νίκη τους. Αυτό όξυνε ακόμα περισσότερο τα πνεύματα.
Με πρωταγωνιστές διάφορους πολιτικούς που εκμεταλλεύθηκαν το κλίμα, αλλά και το ειλικρινές πένθος όσων είχαν χάσει δικούς τους, η αθηναϊκή κοινή γνώμη έγινε πιεστική σε βαθμό οχλοκρατίας. Προτάθηκε να μη γίνει δίκη και να εκδοθεί μια μαζική απόφαση για τους στρατηγούς (δηλαδή με μία ψήφο για όλους μαζί), τα δε μέλη της συνέλευσης να ψηφίσουν διά ανατάσεως της χειρός αν οι στρατηγοί ήταν υπεύθυνοι ή όχι για το συγκεκριμένο αδίκημα, δηλαδή που δεν φρόντισαν συγκεκριμένα για να περισυλλεγούν οι ναυαγοί συμπολεμιστές τους. Έτσι όπως διατυπωνόταν το ερώτημα και με δεδομένη την όξυνση των πνευμάτων, η απόφαση ήταν δεδομένη. Επιπλέον αυτή η ομαδική καταδίκη, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικά δίκη, ήταν απαράδεκτη νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Το θέμα τέθηκε στην πρυτανεία, δηλαδή στους πενήντα άνδρες που εκλέγονταν κάθε 36 ημέρες από μια διαφορετική φυλή και αποτελούσαν τρόπον τινά ένα προβουλευτκό σώμα – καθόριζαν ποια πρόταση θα πήγαινε για ψήφιση. Οι πρυτάνεις αντέδρασαν και είπαν ότι η πρόταση για παράνομη δίκη, είναι παράνομη πρόταση. Ανάμεσά τους ήταν και ο Σωκράτης, που επέμεινε μέχρι τέλους ότι δεν θα παρανομούσε προωθώντας για ψήφιση κάτι παράνομο. Αυτό έκαμψε τότε κάπως το πλήθος και άρχισε να συζητείται ότι πρέπει να γίνει κανονική δίκη για τους οκτώ στρατηγούς, τους έξι παρόντες και τους δύο που είχαν ξεφύγει, αλλά πήρε τον λόγο για να υπερασπιστεί τους στρατηγούς ο Ευρυπτόλεμος, που επέμεινε στις χωριστές δίκες για τον καθένα τους. Ο Ευρυπτόλεμος ήθελε ουσιαστικά να κερδίσει χρόνο, γιατί ο νόμος δεν όριζε πως έπρεπε να δικάζονται χωριστά οι κατηγορούμενοι για το ίδιο αδίκημα και οι μόνοι που υποστήριζαν ότι η μαζική δίκη συνιστούσε αδίκημα ήταν ο Ευρυπτόλεμος και ο Σωκράτης.
Στην ουσία το ζητούμενο ήταν να γίνει κανονική δίκη, γιατί μέχρι τότε όποτε πήγαινε να πάρει τον λόγο ένας από τους στρατηγούς για να απολογηθεί ή κάποιος από τα πληρώματα για να καταθέσει τη μαρτυρία του περί κακοκαιρίας, ο κόσμος τον διέκοπτε με έξαλλες κραυγές και δεν τους άφηνε να μιλήσουν. Ο Ευρυπτόλεμος και όσοι ήθελαν δικαιότερη κρίση, επέμειναν στις χωριστές δίκες, επειδή προφανώς δεν έβρισκαν άλλο τρόπο να κερδίσουν χρόνο μέχρις ότου ανακτήσει ο κόσμος την ψυχραιμία του. Είπε ο Ευρυπτόλεμος να χωρίσουν τη μέρα στα τρία και να μοιράσουν διά του τρία τις ώρες για το κατηγορητήριο, την απολογία και την ψηφοφορία. Ο ίδιος ή κάποιος άλλος πρότεινε όμως να δικαστούν για παράνομες εισηγήσεις όσοι επέμεναν στην καταδίκη άνευ δίκης.
Η απαίτηση αυτή έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί πέρασαν αμέσως στην αντεπίθεση ο Καλλίξενος και ο Κλεοφών και όσοι θίγονταν από αυτήν, καθώς και ο κόσμος που θεωρούσε υπερβολή να χάσουν εν καιρώ πολέμου 10 μέρες για τις δίκες. Άρχισαν να φωνάζουν ότι οι πρυτάνεις δεν είχαν κανένα δικαίωμα να πηγαίνουν ενάντια στη βούληση της πλειοψηφίας του λαού και καλά θα έκαναν να άλλαζαν γνώμη, εκτός και αν ήθελαν να πάνε κι αυτοί συγκατηγορούμενοι των στρατηγών. Έντρομοι τότε οι πρυτάνεις κάμφθηκαν και προώθησαν την πρόταση – μειοψήφισε ο Σωκράτης, που επέμεινε μέχρι τέλους να μη περάσει η πρόταση προς ψήφιση. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, μετά την πρόταση του Ευρυπτολέμου, ο κόσμος τον υπερψήφισε αρχικά, αλλά έγινε ένσταση και όταν οι παρόντες ξαναψήφισαν, ο Ευρυπτόλεμος καταψηφίστηκε. Πάντως τελικά η πρόταση πέρασε, η ψηφοφορία έγινε και καταδικάστηκαν όλοι ομαδικώς οι στρατηγοί και οι παρόντες έξι, όπως και άγνωστος αριθμός κατώτερών τους αξιωματικών (ταξίαρχοι και κυβερνήτες πλοίων), εκτελέστηκαν.
Οι Αθηναίοι σύντομα μετάνιωσαν για την απόφασή τους και απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον όσων είχαν εξ αρχής εισηγηθεί την ψήφιση της μαζικής και συνοπτικής διαδικασίας. Επίσημα ψήφισαν την παραπομπή τους σε δίκη, με την κατηγορία ότι εξαπάτησαν τον λαό και υποχρεώνοντάς τους να παρουσιάσουν εγγυητές ώσπου να δικαστούν. Αυτό συνέβη μετά την καταστροφή των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, όταν ο λαός κατάλαβε ότι είχε σκοτώσει τους καλύτερους στρατηγούς του και αποφάσισε να αναζητήσει ευθύνες σε εκείνους που τον παρέσυραν στη λαθεμένη απόφαση. Μεταξύ των 14 που τότε παραπέμφθηκαν και οι εγγυητές τους φυλάκισαν, ήταν και ο Καλλίξενος. Λίγο μετά όμως, σε κάποια εξέγερση, οι κατηγορούμενοι δραπέτευσαν πριν δικαστούν. Ειδικότερα ο Καλλίξενος, μην αντέχοντας μακριά από την πατρίδα του, μόλις δόθηκε αμνηστεία το 403 π.Χ. επανήλθε στην Αθήνα και προσπάθησε να αναμιχθεί ξανά στην πολιτική. Τότε όμως διαπίστωσε ότι τον αποστρέφονταν όλοι και μην αντέχοντας αυτή την περιφρόνηση, σταμάτησε να τρώει και πέθανε από ασιτία.
Οι Σπαρτιάτες μετά την ήττα τους πρότειναν στους Αθηναίους τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης, να εγκαταλείψουν δηλαδή αυτοί μεν την οχύρωση της Δεκέλειας, να δεχτούν οι Αθηναίοι να παραμείνει το στάτους κβο στο Αιγαίο και την Ιωνία ως είχε διαμορφωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο λόγος που πρότειναν ειρήνη ήταν πως ο στόλος τους στη Χίο ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, αλλά και οι Αγίδες βασιλείς ήταν υπέρ της ειρήνης εν γένει. Επίσης ήξεραν ότι με το θάνατο του Καλλικρατίδα θα αναδεικνυόταν ξανά στην αρχή ο άνθρωπος που ήθελαν να παραγκωνίσουν, ο Λύσανδρος – προς αυτή την κατεύθυνση πίεζαν έντονα και όσα νησιά του Αιγαίου και πόλεις της Ιωνίας ήταν σύμμαχοι των Πελοποννησίων. Ο Κλεοφών (που το 405 π.Χ. εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τους ολιγαρχικούς) έπεισε την Εκκλησία του Δήμου ότι η Αθήνα μπορούσε να κερδίσει πλήρως τον πόλεμο και να ανακτήσει θέση υπεροχής στο Αιγαίο, οπότε ο δήμος απέρριψε την πρόταση της σπαρτιατικής πρεσβείας για ειρήνευση
Ο Λύσανδρος πλέον ήταν ακαταμάχητος. Είχε αποδείξει πόσο ανεδαφικοί ή ίσως και προδοτικοί ήταν όσοι τον αντιμάχονταν και επεδίωκαν συμβιβασμό με την κατά τη γνώμη των Σπαρτιατών αλαζόνα Αθήνα. Δέσποσε ξανά στην πολιτική σκηνή και δεν υπήρχε αντίλογος, γιατί η απάντηση των Αθηναίων έδειχνε πως ήταν αποφασισμένη για πόλεμο μέχρι τέλους. Ο λαός πείσθηκε και παρότι μάλιστα υπήρχε νόμος να μην ορίζεται για δεύτερη χρονιά ο ίδιος ναύαρχος, οι Σπαρτιάτες παρέκαμψαν το πρόβλημα και του έδωσαν πλήρεις εξουσίες, αποφασίζοντας να μη φέρει τον τίτλο αλλά να είναι απόλυτος ηγέτης του στόλου. Ο Λύσανδρος πήρε την ελευθερία να διαπραγματευθεί με τους Πέρσες τους οποίους τώρα οι Σπαρτιάτες είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ – οι Αθηναίοι δηλαδή ήταν σε θέση ισχύος κατά θάλασσα. Ο Λύσανδρος έπεισε τους Πέρσες ότι χωρίς τη βοήθειά τους η Αθήνα θα νικούσε και θα κυριαρχούσε πανίσχυρη πλέον στο Αιγαίο και στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας που τόσο πολύ τους ενδιέφεραν. Το περσικό ταμείο –που είχε κλείσει για τη Σπάρτη με παρεμβάσεις και του Αλκιβιάδη- ξανάνοιξε. Ο Λύσανδρος δημιούργησε και συντήρησε με περσικά χρήματα έναν εντυπωσιακό στόλο που ενάμισι χρόνο αργότερα θα προκαλούσε την ολική απώλεια του στόλου των Αθηναίων στον Ελλήσποντο, στη θέση Αιγός Ποταμοί, και η Αθήνα θα αναγκαζόταν να παραδοθεί και να γκρεμίσει πλέον τα τείχη της.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.