From Wikipedia, the free encyclopedia
Τουρκοκρατία χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας και γενικά σε περιοχές κατοικούμενες διαχρονικά και όχι μόνο, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες.
Συμβατικά η οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Εάν θεωρήσουμε ότι αυτός ο χώρος ήταν όλη η Μικρά Ασία και η ελληνική χερσόνησος, τότε η οθωμανική παρουσία θεωρητικά αρχίζει από το 1071, αν και η παρουσία των Οθωμανών ως κυριαρχία στην περιοχή εδραιώνεται μόνο κατά τον 15ο αιώνα. Η εξάπλωση των Οθωμανών στον χώρο αυτόν ήταν σταδιακή και προοδευτικά κατέκτησαν όλη την έκταση της σημερινής Ελλάδας, εκτός των Ιονίων νήσων και κάποιων μικρών περιοχών. Οι Έλληνες έκαναν αρκετές επαναστάσεις και τοπικές εξεγέρσεις κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία ήταν η Επανάσταση του 1821, μετά την οποία ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και όπου τυπικά τελειώνει η Τουρκοκρατία, αν και δεν έχουν απελευθερωθεί ακόμα όλες οι περιοχές της σημερινής επικράτειας της Ελλάδας, ιδίως στο βόρειο τμήμα της.
«Τουρκοκρατία» είναι ο καθιερωμένος στην ελληνική ιστοριογραφία όρος για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στις ελληνικές χώρες.[1][2] Στην εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, «Τούρκος» στα ελληνικά σήμαινε γενικά τον μουσουλμάνο ή ειδικά τον μουσουλμάνο υπήκοο του σουλτάνου.[3][4][5][6][7][8][9]
Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Παπαγεωργίου, είναι προτιμότεροι οι όροι «οθωμανική κατάκτηση» ή «οθωμανική περίοδος», καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, όχι εθνικό τουρκικό κράτος, και πολυεθνοτική ήταν και η σύνθεση της τάξης των Οθωμανών αξιωματούχων που ασκούσε την εξουσία, ελάχιστοι από τους οποίους είχαν τουρκική καταγωγή.[1] Επίσης, μέχρι και τον 19ο αιώνα, τα μέλη των ανώτερων στρωμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως "Τούρκοι", αλλά ως Μουσουλμάνοι και Οθωμανοί,[10] ενώ η λέξη «Τούρκος» χρησίμευε για να διακρίνει τους μη-Τούρκους ή σήμαινε τον Τουρκμένο μουσουλμάνο αγρότη ή νομά της Μικράς Ασίας και χρησιμοποιούνταν και υβριστικά, για να χαρακτηριστεί κάποιος άξεστος και απολίτιστος.[1][10][11] Στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία ο όρος «τουρκοκρατία» αντικαθίσταται με άλλους όρους όπως «οθωμανική περίοδος» κ.ά. ενώ άλλοι συγγραφείς τον διατηρούν (βλ. κατωτέρω «Σχετική Βιβλιογραφία»).[12] Κατά τον καθηγητή Ι.Κ. Χασιώτη η χρήση του «πολιτικά ορθότερου» (εισαγωγικά του συγγραφέα) όρου «οθωμανική περίοδος» εντάσσεται στην προσπάθεια δυτικών ιστορικών να υπερτονίσουν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αμβλύνουν τις διακρίσεις που υπήρχαν μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων.[13] Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας απορρίπτεται από τους καθηγητές ιστορικούς Σπ. Βρυώνη[14] και M. Reinkowski.[15] Ο οθωμανολόγος Φωκίων Κοτζαγιώργης κρίνει ότι η ιστορία της περιόδου πριν το 19ο αιώνα μπορεί να εξεταστεί ως «πρώιμη νεώτερη» ή «μεταβυζαντινή», αλλά θεωρεί προτιμότερο ως περισσότερο ουδέτερο τον όρο «οθωμανική περίοδος», «όχι γιατί είναι «πολιτικά ορθός» αλλά γιατί αποδίδει τον ρεαλισμό της καθημερινότητας πέρα από ιδεολογικά πρίσματα».[16]
Οι Οθωμανοί έφτασαν στην περιοχή όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την τέταρτη σταυροφορία και την προσωρινή κατάλυση της υπόστασής της το 1204. Παράλληλα με τις νίκες τους επί των Βουλγάρων το 1371 και των Σέρβων το 1389, προωθήθηκαν και στη νότια Βαλκανική και κατέλαβαν την Αθήνα το 1458. Οι Έλληνες άντεξαν στην Πελοπόννησο μέχρι το 1460, και οι Βενετοί και οι Γενουάτες παρέμειναν σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου και στο Ιόνιο, αλλά από το 1500 το μεγαλύτερο τμήμα των πεδιάδων και των νησιών της Ελλάδας ήταν στα οθωμανικά χέρια. Τα βουνά της Ελλάδας ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος άθικτα, και ήταν ένα καταφύγιο για τους Έλληνες που ήθελαν να ξεφύγουν από την ξένη κυριαρχία. Η Κύπρος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1571, και οι Βενετοί διατήρησαν την Κρήτη μέχρι το 1669. Μόνο τα Επτάνησα, που κυβερνήθηκαν από τη Βενετική Δημοκρατία, δεν κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς.
Την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας ακολούθησαν δύο διαφορετικά ρεύματα ελληνικής μετανάστευσης. Το πρώτο ρεύμα συνδέθηκε με Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Βασίλειος Βησσαρίων, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Μάρκος Μουσούρος, που μετανάστευσαν σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης επηρεάζοντας την έλευση της Αναγέννησης. Βέβαια, η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των Ελλήνων σε άλλα μέρη της Ευρώπης, και κυρίως σε ιταλικά πανεπιστήμια, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, παράγοντας μία νέα τάση στη σύγχρονη ελληνική διασπορά.[17] Η δεύτερη, κυρίως εσωτερική μετανάστευση συνδέεται με εσωτερικές μετακινήσεις των Ελλήνων που άφησαν τις πεδιάδες της ελληνικής χερσονήσου και επανεγκαταστάθηκαν σε ορεινές περιοχές, όπου το άγριο τοπίο έκανε δύσκολη τη διοικητική και τη στρατιωτική παρουσία για τους Οθωμανούς.[18]
Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και ήταν απόλυτος μονάρχης, στην πραγματικότητα δεσμευόταν από την παράδοση και άλλες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, που αφορούσαν ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του.[19] Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα».[19]
Η οθωμανική διοίκηση των επαρχιών χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές λειτουργίες. Οι τοπικοί διαχειριστές στις επαρχίες είχαν στρατιωτικό ρόλο και οικονομικό ως εισπράκτορες του φόρου.[20] Η στρατιωτική οργάνωση ήταν φεουδαρχικού χαρακτήρα.[20] Το ιππικό του σουλτάνου ήταν πλήρως οθωμανικό και είχε παραχωρηθεί γη στους ιππείς, σε μεγάλα ή σε μικρά μερίδια, ανάλογα με τον βαθμό των ιππέων. Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, κάτι που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη.[20] Οι οθωμανοί χώρισαν την Ελλάδα σε έξι σαντζάκια, με κυβερνήτη τον Σαντζάκμπεη, που λογοδοτούσε στον σουλτάνο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1453. Πριν τον χωρισμό σε σαντζάκια, οι οθωμανοί εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλέτ, διαχωρίζοντας τους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση τη θρησκεία.
Αυτή η άποψη θεωρείται «μύθος» και «ιστορικό φετίχ» από τον Μπέντζαμιν Μπροντ, ο οποίος πιστεύει ότι πριν από τον 19ο αιώνα οι κοινότητες των μη μουσουλμάνων δεν είχαν μια σταθερή διοικητική οργάνωση.[21]
Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι το διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου. Αυτή η γη δεν μπορούσε να πωληθεί ή να κληρονομηθεί, αλλά επανερχόταν στην κατοχή του σουλτάνου, όταν πέθαινε ο φεουδάρχης.[20] Κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυτοί οι οθωμανοί ευγενείς, γενικά ιππείς στο ιππικό του σουλτάνου, ζούσαν καλά με τα έσοδα από τα κτήματά τους, καλλιεργούμενα σε μεγάλο βαθμό από αγρότες.[20]
Οι οθωμανοί βασικά εγκατέστησαν αυτό το φεουδαρχικό σύστημα πάνω στο υπάρχον σύστημα. Οι αγρότες διατήρησαν τη δική τους γη και η κυριαρχία τους πάνω από στη γη τους παρέμεινε κληρονομική και αναπαλλοτρίωτη.[20] Επίσης, δεν επιβλήθηκε στρατιωτική θητεία για τον αγρότη στην οθωμανική διοίκηση. Οι μη-μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορευόταν να μεταφέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη.
Ωστόσο, η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά, περιλαμβάνοντας και «προσφορά παιδιών». Οι οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε σε κάθε χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα των Γενιτσάρων για στρατιωτική εκπαίδευση στον στρατό του σουλτάνου.[20] Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διεπράχθησαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού.[22] Επίσης, σε περίπτωση δικαιοπραξίας, ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν μετρούσε ενάντια στον λόγο των Οθωμανών.[23]
Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον Ισλαμικό νόμο. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι (dhimmi ή zimmi , τζιμήδες), ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Δεν ήταν ελεύθεροι να αναμιγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία ούτε να έχουν κάποια αξιόλογη συμμετοχή στην πνευματική ζωή των μουσουλμάνων.[24] Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μη μουσουλμάνοι υφίσταντο ένα πλήθος περιορισμών, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Για να είναι εμφανές ποιος ανήκει στην κυρίαρχη ομάδα και ποιος όχι, επιβαλλόταν διαφορετική ενδυμασία στην κάθε θρησκευτική κοινότητα. Στους μη μουσουλμάνους απαγορευόταν να μοιάζουν μουσουλμάνοι και η ενδυμασία τους έπρεπε να είναι από φτηνά υλικά. Ο κώδικας ενδυμασίας δεν περιοριζόταν στους δημόσιους χώρους. Για παράδειγμα, στα λουτρά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να χρησιμοποιούν διαφορετικές πετσέτες από τους μουσουλμάνους και να μη φορούν τους ειδικούς ξύλινους κοθόρνους για τα λουτρά. Αυτοί οι περιορισμοί καταργήθηκαν το 1829.[25]
Περιορισμοί υπήρχαν και στη δυνατότητα των μη μουσουλμάνων να κυκλοφορούν έφιπποι ή πάνω σε καμήλες. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες.[26] Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου (ο εξ Οικονόμων) αναφέρει ότι αντί για καμπάνες χρησιμοποιούνταν ξύλινα σήμαντρα και προφορικές προσκλήσεις από άτομα που λέγονταν από τους Έλληνες «κράκτες» και από τους Τούρκους υποτιμητικά «τσεχενμεδίν νταβετσί» (κλητήρας του Άδη ή της Κόλασης).[27] Σε κάποιες κοινότητες δινόταν από τον σουλτάνο ως προνόμιο η άδεια να χρησιμοποιούνται καμπάνες, όπως στη νήσο Σύμη από τον Σουλεϊμάν Α΄.[28]
Επειδή κάποτε παραβιάζονταν αυτοί οι νόμοι, κατά καιρούς ανανεώνονταν με νέα φιρμάνια. Το 1631 αυτοκρατορική διάταξη επαναλαμβάνει ότι:
Ευρωπαίοι περιηγητές που βρέθηκαν στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αι. αναφέρουν ως παράδειγμα κακομεταχείρισης των Ελλήνων το ότι «αν ένας έφιππος Έλληνας συναντήσει κάποιον διακεκριµένο Τούρκο, πρέπει να αφιππεύσει και να περιµένει να περάσει αυτός» και ότι «ακόµα και οι επίσκοποι και οι ηγούµενοι, ... , αναγκάζονται να ξεπεζέψουν και να δώσουν τα µουλάρια τους στους υπηρέτες τους. Αυτή είναι µια απ' τις οφθαλµοφανείς ταπεινώσεις για το ελληνικό έθνος.»[30] Απαγόρευση στους χριστιανούς να κυκλοφορούν έφιπποι αναφέρεται και στα μέσα του 19ου αι. στο Ρέθυμνο.[31]
Μετά τους πρώτους δύο αιώνες κατακτήσεων, και αφού σταθεροποιήθηκε το Οθωμανικό κράτος στα Βαλκάνια, αυτό δεν είχε μεγάλη ανάγκη για διατήρηση των προνομίων που είχαν αρχικά παραχωρηθεί στις χριστιανικές κοινότητες. Ένα από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για να ασκηθεί οικονομική πίεση σε ναούς και μοναστήρια ήταν η κατάσχεση και πώληση των ακινήτων τους, τα οποία μπορούσαν μετά να επαναγοράσουν τα ίδια θρησκευτικά ιδρύματα ή άλλοι. Αυτό συνέβη επί Σελίμ Β' (1566-1574). Τότε τα μικρότερα μοναστήρια δεν κατάφεραν να αγοράσουν πάλι τα κτήματά τους και ως εκ τούτου διαλύθηκαν και εγκαταλείφθηκαν, ενώ τα ακίνητα πέρασαν σε ιδιώτες, Μουσουλμάνους ή άλλους.[32]
Σύμφωνα με το επίσημο δίκαιο, κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας δεν επιτρεπόταν η ίδρυση και κατασκευή μη-ισλαμικών ναών σε χωριά και σημαντικούς οικισμούς. Κατά την Χανεφιτική σχολή Δικαίου που ήταν αποδεκτή στην Οθωμ. Αυτοκρατορία, επιτρεπόταν η επισκευή αυτών των λατρευτικών κτισμάτων που υπήρχαν πριν από την κατάκτηση και εφ' όσον αυτή είχε γίνει με συνθήκη. Σύμφωνα με έναν εξέχοντα νομομαθή της εποχής, οι εκκλησίες που κτίστηκαν μετά την σύναψη συνθηκών έπρεπε να γκρεμιστούν. Στην πράξη έγινε δεκτό ότι μπορούν να επισκευάζονται κατεστραμμένοι ναοί, χωρίς να γίνονται μεγαλύτεροι και με τη χρήση ίδιων υλικών. Υπάρχουν μαρτυρίες του 17ου αιώνα κατά τις οποίες φανατικοί μουσουλμάνοι κατέστρεφαν εκ βάθρων εκκλησίες, ακόμα και αυτές που υπήρχαν πριν από την κατάκτηση, κατά παράβαση των νόμων και παρά τη θέληση πολιτικών αρχόντων. Ο βαθμός ανοχής ήταν ποικίλος, ανάλογα με τις εκάστοτε και κατά τόπους Αρχές. Στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια υπήρξαν αρκετές ιδρύσεις νέων ναών και μονών, είτε σε νέα χωριά είτε σε προϋπάρχοντα. Παρατηρείται ότι ενώ οι άδειες για επισκευές δίνονταν γραπτώς, οι άδειες για κατασκευή νέων κτισμάτων (ex nihilo) δινόταν προφορικά από τις τοπικές Αρχές.[33]
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου της χώρας. Η ζωή έγινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική και βαρειά φορολογία εφαρμόστηκε για τον χριστιανικό πληθυσμό και πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να στραφούν σε καλλιέργειες για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους, ενώ σε προηγούμενες εποχές η ελληνική επικράτεια ήταν καλά ανεπτυγμένη και αστικοποιημένη. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα ήταν η Κωνσταντινούπολη και τα Ιόνια νησιά όπου ζούσαν πολλοί εύποροι Έλληνες.[34] Οι Έλληνες έφεραν βαρέως την εξασθενισμένη οικονομική κατάσταση της χώρας τους στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου.[35]
Περί το 1600, οι Οθωμανοί επέβαλαν στρατιωτική διοίκηση σε τμήματα της Ελλάδας, όπου προβαλλόταν αντίσταση, επιταχύνοντας τη μείωση του ντόπιου πληθυσμού. Τα προγενέστερα φέουδα, που αποδίδονταν απευθείας από τον Σουλτάνο, έγιναν κληρονομικά εδάφη (τσιφλίκια), που μπορούσαν να πωληθούν ή να μεταβιβαστούν σε κληρονόμους. Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο του πληθυσμού, βυθίστηκαν στην εξαθλίωση. Φλαμανδός περιηγητής στα μέσα του 16ου αιώνα αναφέρει ότι «ένας άνθρωπος στην πατρίδα μου ξοδεύει για την ημερήσια διατροφή του περισσότερα από όσα ένας χωρικός στην Τουρκία μέσα σε δώδεκα μέρες». Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τα τέλη του 16ου αιώνα όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε παρακμή. Έγινε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματους, του «άσπρου», και κατακόρυφη άνοδος των τιμών.[36]
Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της οικονομίας της αυτοκρατορίας αφέθηκε στους Χριστιανούς (όπως και στους Εβραίους). Αυτή η «ανοχή» (εισαγωγικά του συγγραφέα) ήταν αναγκαστική αφού η άρχουσα μουσουλμανική ελίτ ήταν μια κοινωνία πολεμιστών που περιφρονούσε το εμπόριο.[37]
Στο διάστημα της οθωμανικής περιόδου δημιουργήθηκαν μια σειρά από ελληνικά σχολεία τα οποία και φρόντισαν[38] για την παιδεία των Ελλήνων και άλλων ορθοδόξων, τα οποία ονομάστηκαν Φροντιστήρια (από την αρχαία ελληνική λέξη για την εκπαίδευση). Από αυτά τα φροντιστήρια αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι των ελληνικών κοινοτήτων. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, το Ελληνικόν Φροντιστήριον Χερσώνος, το Ελληνικόν Φροντιστήριον Αργυροπόλεως και άλλα.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης έγινε εξισλαμισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές. Τα αίτια κυρίως ήταν η νομικά κατώτερη θέση των μη μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία, οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων κλπ. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων, με παιδομάζωμα κ.ά. Περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στην Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Θράκη (Δυτική και Ανατολική), την Καππαδοκία, στην Ηπειρο (Βόρεια και νότια) και στην Μακεδονία, καθώς και στα μεγάλα αστικά κέντρα (π.χ Κωνσταντινούπολη) με αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να αποκτήσουν μουσουλμανική πλειονότητα, ενώ μεγάλης έκταση εξισλαμισμοί συνέβησαν και στην Κρήτη, έτσι ώστε το 1821 ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού ήταν μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί). Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μαζικός εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών με μια απλή τελετή από έναν χότζα.
Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Σε κάποιες περιοχές δημιουργήθηκαν κοινότητες «ατελώς εξισλαμισμένων», όπως οι Βαλαάδες της Μακεδονίας, οι οποίοι διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα και έθιμα, οι Ντονμέδες Εβραίοι, ή οι «σαμπάνηδες» ή «μουρτάτες» αρβανίτες πρώην χριστιανοί της Καρύστου. Μερικοί νέο-μουσουλμάνοι, όπως οι Λαζοί του Πόντου, γίνονταν εξαιρετικά φανατικοί και ανάγκαζαν με βιαιοπραγίες σε εξισλαμισμό και τους Έλληνες. Με το Xάτι Χουμαγιούν του 1856 πολλοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στον χριστιανισμό αλλά υπέστησαν διώξεις από το τουρκικό κράτος. Οι Νεομάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι περιπτώσεις εξισλαμισμένων χριστιανών που θέλησαν να επανέλθουν στο χριστιανισμό και για το λόγο αυτό εκτελέστηκαν με μαρτυρικό τρόπο.
Αντίρροπα προς τον εξισλαμισμό λειτουργούσε η ανάγκη για ύπαρξη μη μουσουλμάνων ώστε από αυτούς να εισπράττει φόρους το κράτος.[39]
Ο εξισλαμισμός είναι γνωστός και ως τούρκεμα (συνήθως στη δημώδη γλώσσα) ή εκτουρκισμός.[40]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.