From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συριακή (ܠܫܢܐ ܣܘܪܝܝܐ, leššānā Suryāyā), γνωστή επίσης ως Συριακή Αραμαϊκή ή Κλασική Συριακή, είναι διάλεκτος της Μέσης Αραμαϊκής που ομιλείτο άλλοτε σε ολόκληρη την Εύφορη Ημισέληνο. Πρωτοεμφανίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ.,[1] και η Κλασική Συριακή έγινε μείζονα λογοτεχνική γλώσσα σε όλη τη Μέση Ανατολή από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα[2] και κλασική γλώσσα της Έδεσσας της Μεσοποταμίας, που διατήρησε μεγάλο σώμα της συριακής λογοτεχνίας.
Στο ιδεολογικό θρησκευτικό πλαίσιο έγινε όχημα του Συριακού Ορθόδοξου Χριστιανισμού και πολιτισμού και μέσο επικοινωνίας των Αράβων, και σε μικρότερη έκταση των Περσών. Επέδρασε επίσης στην Αραβική γλώσσα, η οποία την αντικατέστησε στο τέλος του 8ου αιώνα. Παραμένει η λειτουργική γλώσσα του Συριακού Χριστιανισμού.
Η Συριακή είναι γραμμένη με το συριακό αλφάβητο, που προέρχεται από το Αραμαϊκό αλφάβητο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.