From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) είναι η συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην Αντάντ (γαλλικά: Entente) και τη Γερμανική Αυτοκρατορία.
Εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης | |
Τύπος | Αρχική |
---|---|
Προσχέδιο | 18 Ιανουαρίου - 29 Απριλίου 1919 |
Υπογραφή | 28 Ιουνίου 1919 |
Σε ισχύ | 10 Ιανουαρίου 1920 |
Υπογράφοντες | Κεντρικές Δυνάμεις Γερμανία Αντάντ Ηνωμένες Πολιτείες Βρετανική Αυτοκρατορία Γαλλία Ιταλία Ιαπωνία Άλλες Δυνάμεις των Συμμάχων |
Γλώσσες | Αγγλική και Γαλλική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Μετά από έξι μήνες και καλά διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 του δάσους της Κομπιένης. Παρότι υπήρχαν πολλές διατάξεις στη Συνθήκη, μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και, σύμφωνα με τα άρθρα 231-248, αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου στην Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Η Γερμανία, η Αυστρία, και η Ουγγαρία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις ως η ηττημένη πλευρά, ενώ η Ρωσία αποκλείστηκε από τις διαπραγματεύσεις λόγω της υπογραφής μιας ξεχωριστής συνθήκης Ειρήνης με τη Γερμανία και της πρώιμης αποχώρησής της από τον πόλεμο. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις του "Συμβουλίου των Δέκα" (δύο αντιπρόσωποι από: Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ιαπωνία), το οποίο αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το "Συμβούλιο των Πέντε" (υπουργοί Εξωτερικών των παραπάνω χωρών), για να καταλήξει στους "Τέσσερις Μεγάλους" (Ελλάδα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία). Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους "Τρεις Μεγάλους": Ελλάδα,Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, ενώ οι μεγαλες δυνάμεις από την πλευρά των νικητών έκαναν δια των αντιπροσώπων τους διάφορες συστάσεις, πολλές από τις οποίες ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο της συνθήκης προτού αυτό επικυρωθεί από τη γενική συνέλευση των συμμάχων.
Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντσαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ, αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.
Στις 28 Ιουνίου 1919 ο Χέρμαν Μύλλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Γιοχάνες Μπελλ (Johannes Bell) συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920. Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου. Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ και ο Αμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον. Ο Ιταλός Πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν συμμετείχε καθόλου σε αυτές. Στις Βερσαλλίες ήταν δύσκολο να αποφασιστεί μία κοινή θέση, γιατί οι επιδιώξεις των διαφόρων χωρών συγκρούονταν μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένας «δυσχερής συμβιβασμός».
Η συνθήκη όριζε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, γεγονός μείζονος σημασίας για τον Αμερικανό Πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον. Η Κοινωνία των Εθνών επρόκειτο να διαιτητεύει τις διεθνείς διαφορές με σκοπό να αποφεύγονται πόλεμοι στο μέλλον. Μόνο τρία από τα δεκατέσσερα σημεία που προώθησε ο Ουίλσον πραγματοποιήθηκαν, αφού ο Αμερικανός Πρόεδρος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί σε μερικά σημεία με τον Κλεμανσώ, τον Λόυντ Τζωρτζ και τον Ορλάντο, προκειμένου να υλοποιηθεί το δέκατο τέταρτο σημείο, δηλ. η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών. Η καθιερωμένη άποψη είναι ότι ο Κλεμανσώ ήταν αυτός που διεκδικούσε με περισσότερη εμπάθεια την εκδίκηση σε βάρος της Γερμανίας, καθώς μεγάλο μέρος του πολέμου διαδραματίστηκε στη βορειοανατολική Γαλλία με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Αυτή η συνθήκη θεωρήθηκε υπέρμετρα αυστηρή, καθώς έριχνε όλο το βάρος της ευθύνης στους ώμους της Γερμανίας. Όμως, πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν αυτή την άποψη υπεραπλουστευτική. Σύμφωνα με τη συνθήκη, η Γερμανία έχασε τα παρακάτω εδάφη:
Η Δυτική Πρωσία αποδόθηκε στην Πολωνία για να έχει διέξοδο στη θάλασσα, παρότι η περιοχή είχε σημαντικό γερμανικό πληθυσμό. Έτσι, δημιουργήθηκε ο λεγόμενος Πολωνικός Διάδρομος ή Διάδρομος του Ντάντσιχ και η Ανατολική Πρωσία αποκόπηκε από την υπόλοιπη Γερμανία, όντας έτσι θύλακας της Γερμανίας.
Οι γερμανικές αποικίες περιήλθαν υπό την επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών: η Γερμανική Ανατολική Αφρική στη Βρετανία, η Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική στη Νότια Αφρική, το Καμερούν και το Τόγκο στη Βρετανία και τη Γαλλία, η Γερμανική Σαμόα στη Νέα Ζηλανδία, η Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία, τα νησιά Μάρσαλ και τα νησιά του Ειρηνικού βόρεια του Ισημερινού στην Ιαπωνία.
Η Γερμανία έχασε συνολικά 67.273 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το ένα όγδοο των εδαφών της, και πληθυσμό 5.138.000 Γερμανούς κατοίκους.[1]
Σύμφωνα με το άρθρο 156 οι γερμανικές κτήσεις στο Σανντόνγκ (Shandong) της Κίνας μεταβιβάζονταν στην Ιαπωνία αντί να επιστραφούν στην Κίνα. Οι Κινέζοι εξοργίστηκαν με αυτήν τη διάταξη και πραγματοποίησαν διαδηλώσεις, ενώ δημιουργήθηκε το λεγόμενο κίνημα της 4ης Μαρτίου, που συνέβαλε στην άρνηση της Κίνας να υπογράψει τη συνθήκη. Η Κίνα ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου με τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1919 και υπέγραψε χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία το 1921. Πέρα από τις εδαφικές παραχωρήσεις, η συνθήκη όριζε επίσης τα εξής:
Ο Τζων Κέυνς πήγε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης ως αναπληρωτής του Υπουργού Οικονομικών στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο και μολονότι κατείχε επίσημη θέση, δεν είχε την εξουσία να παρέμβει άμεσα στα τεκταινόμενα.[3] Ο Κέυνς θεωρούσε τη Συνδιάσκεψη ως απερίσκεπτη διευθέτηση πολιτικών μνησικακιών με πλήρη αδιαφορία για το πιεστικό πρόβλημα των καιρών- την αναγέννηση της Ευρώπης σ΄ ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο:
Το Συμβούλιο των Τεσσάρων δεν έδωσε καμία σημασία σ΄ αυτά τα ζητήματα, καθώς άλλα είχαν στο νου τους: Ο Κλεμανσώ πως να συντρίψει την οικονομική ζωή του εχθρού του, ο Λόυντ Τζορτζ πως να κλείσει μια συμφωνία για να επιστρέψει με κάτι που θα γινόταν αποδεκτό για μια εβδομάδα, ο Πρόεδρος πως να μη κάνει τίποτε που δεν θα ήταν δίκαιο. Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπρος στα μάτια τους, ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διεγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων. Οι αποζημιώσεις ήταν η μόνη τους παρέκκλιση προ τον χώρο της οικονομίας και τις προσέγγισαν σαν να ήταν πρόβλημα θεολογικό, πολιτικό, ψηφοθηρικό και, εν πάση περιπτώσει, από κάθε άλλη άποψη εκτός απ΄ αυτή που αφορούσε το οικονομικό μέλλον των Κρατών των οποίων το μέλλον διαχειρίζονταν.
Οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε διατεθειμένοι να πεθάνουν ήσυχα. Διότι η λιμοκτονία, που σε ορισμένους φέρνει λήθαργο και την ανημπόρια της απόγνωσης, σε άτομα διαφορετικού ταμπεραμέντου προξενεί τη νευρική αστάθεια της υστερίας και τρελή απόγνωση. Κι αυτοί στην απελπισία τους μπορεί να ανατρέψουν τα υπολείμματα οργάνωσης και να καταποντίσουν τον ίδιο τον πολιτισμό στη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν όπως μπορούν τις κυρίαρχες ανάγκες του ατόμου.— Τζων Κέυνς[4]
«Πρέπει να έχουν περάσει εβδομάδες χωρίς να έχω γράψει σε κανένα», έγραφε στη μητέρα του το 1919, «αλλά ήμουν εντελώς εξαντλημένος, εν μέρει από τη δουλειά και εν μέρει από την κατάθλιψη για τη μοχθηρία που με περιβάλλει. Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο δυστυχισμένος όσο τις περασμένες δύο-τρεις εβδομάδες· η Συνθήκη ειρήνης είναι παράλογη και ανεφάρμοστη και δεν θα φέρει παρά δυστυχία.[5]»
Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν λόγω της αποπληρωμής και η γερμανική οργή για τους όρους της Συνθήκης αναφέρονται συχνά ως δύο από τους πλέον αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Χίτλερ και, τελικά, την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο Τζων Κέυνς και ο Μπέρτραντ Ράσελ.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι ιστορικοί διαφώνησαν με αυτή την άποψη. Η Μάργκαρετ Μακ Μίλλαν έγραψε ότι: «...από την αρχή, η Γαλλία και το Βέλγιο επιχειρηματολογούσαν ότι τα αιτήματα για την αποκατάσταση των άμεσων ζημιών θα έπρεπε να λάβουν προτεραιότητα έναντι της διανομής των λοιπών αποζημιώσεων. Το Βέλγιο είχε λεηλατηθεί πλήρως. Στο βιομηχανοποιημένο Βορρά της Γαλλίας, οι Γερμανοί έπαιρναν ό,τι επιθυμούσαν και κατέστρεφαν τα υπόλοιπα. Ακόμα και όταν υποχωρούσαν, το 1918, οι γερμανικές δυνάμεις βρήκαν τον χρόνο να ανατινάξουν μερικά από τα πιο σημαντικά ορυχεία άνθρακα της Γαλλίας.» Το άρθρο 231 της Συνθήκης (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. Τον Ιανουάριο του 1921 το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 εκατομμύρια χρυσά μάρκα (2.970 χρυσά μάρκα αντιστοιχούσαν σε ένα γραμμάριο καθαρού χρυσού), περίπου £6.6 δισεκατομμύρια η $32 δισεκατομμύρια. Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους Γερμανούς παρατηρητές, τόσο λόγω του ύψους του ποσού όσο και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984.
Το 1921 ο Καρλ Μέλχιορ (γερμ. Κarl Melchior) στρατιωτικός και Γερμανός επενδυτής της "M. M. Warburg & Co", που ήταν μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων. Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων.» Το 1924 το σχέδιο Ντέιουις άλλαξε τις γερμανικές πληρωμές αποζημιώσεων. Τον Μάιο του 1929 το σχέδιο Γιανγκ περιόρισε ακόμη περισσότερο τις γερμανικές πληρωμές στα 112 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (US $26,350,000,000) και για περίοδο 59 ετών (1988). Επιπλέον, το σχέδιο Γιανγκ διαίρεσε την ετήσια πληρωμή (δύο εκατομμύρια χρυσά μάρκα, US$ 473 εκατομμύρια) σε δύο μέρη: ένα «απαραβίαστο» μέρος, που ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο και ένα που επιδεχόταν αναβολής και που ισοδυναμούσε με τα δύο τρίτα. Παρόλ' αυτά, το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1929, και η μεγάλη οικονομική κρίση που ακολούθησε ανάγκασαν τους Συμμάχους να θέσουν μορατόριουμ πληρωμών για το 1931-2, κατά τη διάρκεια του οποίου η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης ψήφισε υπέρ της κατάργησης των αποζημιώσεων. Μέχρι τότε, η Γερμανία είχε πληρώσει μόνο το ένα όγδοο του ποσού που απαιτούνταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Εν τούτοις, η Συμφωνία της Λωζάννης προϋπέθετε ότι οι ΗΠΑ θα συμφωνούσαν επίσης στην παύση των πληρωμών των δανείων που όφειλαν οι δυτικές κυβερνήσεις. Το σχέδιο τελικά απέτυχε γιατί το Κογκρέσο των ΗΠΑ διαφώνησε με την παύση των πληρωμών, αλλά όπως και να έχει, οι Γερμανοί σταμάτησαν πλέον στην πράξη να πληρώνουν αποζημιώσεις. Εκ πρώτης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων μοιάζει αδύνατη. Όμως, σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Κέιλορ (William R. Keylor), στο Versailles and International Diplomacy, «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα είχε δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων.» Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική θα είχε δημιουργήσει μια δυσχερή πολιτική κατάσταση. Στο American Reparations to Germany 1919-33, ο Στέφεν Σούκερ (Stephen Schuker) θεωρεί ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέληξε να μην πληρώνει καθόλου καθαρές αποζημιώσεις, παίρνοντας αμερικανικά εμπορικά δάνεια για να πληρώνει για τις αποζημιώσεις, προτού τελικά τις αποκηρύξει πλήρως στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η Γαλλία είχε υποστεί πολύ σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου (περίπου 1.24 εκατομμύρια στρατιώτες και 40.000 πολίτες νεκροί), ενώ η βορειοανατολική Γαλλία υπήρξε ένα από τα επίκεντρα των πολεμικών συγκρούσεων. Η Γαλλία επιθυμούσε τον έλεγχο των γερμανικών εργοστασίων. Με αυτή την επιδίωξή του ο Κλεμανσώ απλώς εξέφραζε τις απαιτήσεις της γαλλικής κοινής γνώμης. Ο άνθρακας της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ μεταφερόταν στη Γαλλία σιδηροδρομικώς. Ο γαλλικός στρατός κατέλαβε γερμανικές πόλεις με στρατηγική σημασία όπως το γκάου Άλγκεσχαϊμ, αφήνοντας τους κατοίκους άστεγους. Οι υπάλληλοι των γερμανικών σιδηρόδρομων σαμποτάριζαν τη μεταφορά άνθρακα στη Γαλλία. Περίπου 200 Γερμανοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι εκτελέστηκαν για σαμποτάζ από τους Γάλλους.
Οι προθέσεις του Κλεμανσώ ήταν απλές και σαφείς: αυστηρές αποζημιώσεις και η αποδυνάμωση του γερμανικού στρατού σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι ποτέ ξανά σε θέση να εισβάλει στη Γαλλία. Ο Κλεμανσώ επίσης επιθυμούσε να καταστρέψει συμβολικά την παλιά, μιλιταριστική Γερμανία με το να ζητά να απαγορευτεί στους προπολεμικούς πολιτικούς να επιστρέψουν στα δημόσια πράγματα και να απαιτεί τον απαγχονισμό του Κάιζερ (ο οποίος στο μεταξύ είχε παραιτηθεί και ζούσε στην Ολλανδία). Επιθυμούσε επίσης να προστατεύσει τις μυστικές συμφωνίες και να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στη Γερμανία, ώστε η Γαλλία να ελέγχει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της.
Η Γαλλία θεωρούσε άλλωστε ότι η Γερμανία έπρεπε να τιμωρηθεί και εδαφικά. Προφανώς επιδίωκε την επιστροφή της Αλσατίας-Λωραίνης αλλά και την αποστρατιωτικοποίηση του Ρήνου. Επιπλέον, οι γερμανικές αποικίες έπρεπε να διανεμηθούν στους νικητές. Ο Κλεμανσώ, που είχε το παρατσούκλι ο «Τίγρης» (γαλλ. le tigre), ήταν αναμφίβολα ο πιο ριζοσπαστικός από τους «Τέσσερις Μεγάλους».
Συχνά θεωρείται ότι ο Λόυντ Τζωρτζ εξέφραζε τη μέση οδό ανάμεσα στον ιδεαλιστή Ουίλσον και τον εκδικητικό Κλεμανσώ. Παρόλ’ αυτά, η στάση του υπήρξε πιο λεπτή απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η βρετανική κοινή γνώμη επιθυμούσε την τιμωρία της Γερμανίας όσο και η γαλλική. Επίσης, οι συντηρητικοί (που συμμετείχαν στην κυβέρνηση συνασπισμού) πίεζαν για σκληρή τιμωρία της Γερμανίας, ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος στο μέλλον, αλλά και για να διατηρηθεί η Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός κατόρθωσε να αυξήσει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων, ζητώντας αποζημιώσεις για τις χήρες, τα ορφανά και τους άνδρες που έμειναν άνεργοι λόγω αναπηρίας. Επιπλέον, ήθελε να διατηρήσει και να αυξήσει τις βρετανικές αποικίες και τόσο αυτός όσο και ο Κλεμανσώ ένιωθαν άβολα με την αρχή της αυτοδιάθεσης του Αμερικανού Προέδρου, που αποτελούσε άμεση απειλή για τις αποικίες τους. Τέλος, όπως και ο Κλεμανσώ, υποστήριξε τη διατήρηση των μυστικών συμφωνιών και την ιδέα του ναυτικού αποκλεισμού.
Εν τούτοις, ο Λόυντ Τζωρτζ κατανοούσε τους κινδύνους που μπορούσαν να προέλθουν από μια πικραμένη Γερμανία και θεωρούσε ότι μια λιγότερο σκληρή συνθήκη αύξανε μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες για ειρήνη. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ότι η Γερμανία ήταν ο δεύτερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας και μία κατεστραμμένη γερμανική οικονομία θα ήταν καταστροφική για το βρετανικό εμπόριο. Επιπλέον, ο Λόυντ Τζωρτζ (όπως και ο Κλεμανσώ) αναγνώριζε ότι οι ΗΠΑ ήταν πλέον η νέα οικονομική υπερδύναμη και γι’ αυτό επιθυμούσε «να πάει με τα νερά της». Τέλος, η Βρετανία ήθελε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν οι επιθυμίες της Γαλλίας πραγματοποιούνταν, θα γινόταν αυτή η νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη και αυτό ήταν σαφώς αντίθετο με τα βρετανικά συμφέροντα.
Οι βρετανικές επιδιώξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: α) υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων μέσω της διατήρησης της βρετανικής ναυτικής υπεροχής, καθώς και τη διατήρηση και πιθανή επέκταση της αποικιακής αυτοκρατορίας β) μείωση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος και επιβολή αποζημιώσεων. γ)αποφυγή της δημιουργίας μιας "πικραμένης" Γερμανίας, που μακροπρόθεσμα θα εξελισσόταν και πάλι σε απειλή για την ειρήνη δ) να βοηθήσει τη Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά ώστε να ξαναγίνει ο ισχυρός εμπορικός εταίρος της Βρετανίας.
Οι ΗΠΑ είχαν, γενικά, μια πιο ιδεαλιστική τάση, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό και, κυρίως, με τη γαλλική επιθυμία να καταβληθεί πλήρως η Γερμανία. Ο Πρόεδρος Ουίλσον παρουσίασε δεκατέσσερα σημεία, πάνω στα οποία θα έπρεπε να βασιστεί η μεταπολεμική ειρήνη. Στόχος του Αμερικανού Προέδρου ήταν «να κάνει τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία».
Η Διεθνής αυτή συνθήκη από της εφαρμογής της, παρά τη σοβαρότητά της ως συνθήκη ειρήνης, κατέστη μία από τις χαρακτηριστικότερες παγκοσμίως. Καμία άλλη συνθήκη ή και απλό διπλωματικό έγγραφο στον κόσμο δεν υπέστη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τόσες μεταβολές, αναθεωρήσεις αλλά και αλλοιώσεις όσο αυτή.
Συγκεκριμένα το Ι μέρος αυτής μετεβλήθη λίγο αργότερα από τους Συμμάχους (της Αντάντ), προκειμένου να καταστεί δυνατή η εισδοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών. Ακολούθως το V μέρος καταργήθηκε μονομερώς από τη Γερμανία όταν ως κράτος - μέλος της ΚτΕ άρχισε τον επανεξοπλισμό της. Το VΙΙ μέρος ουδέποτε εφαρμόσθηκε σε όλη του την έκταση, όπως συνέβη και στη περίπτωση του Κάιζερ Γουλιέμου Β΄ όπου δεν καταδικάστηκε. Το δε VIII μέρος περί επανορθώσεων εγκαταλείφθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους. Τα δε Χ και ΧΙ μέρη της εν λόγω συνθήκης που αφορούσε οικονομικούς όρους και αεροπλοΐα μετά από αρκετές αναθεωρήσεις - μεταβολές τελικά καταργήθηκαν από κοινού με τους συμμάχους στη μεγαλύτερη έκτασή τους. Το ΧΙΙ μέρος καταγγέλθηκε από τη Γερμανία (μέλος της ΚτΕ) χωρίς καμία αντίδραση. Το XIV μέρος περί εγγυήσεων εγκαταλείφθηκε εξ αρχής από τους Συμμάχους προς εξασφάλιση του εμπορίου.
Διευκρινίζεται ότι απ΄ όλες τις παραπάνω καταστρατηγήσεις μόνο όσα αφορούσαν τα V και ΧΙΙ μέρη καταγγέλθηκαν από τη Γερμανία, όλες οι άλλες μεταβολές έγιναν με σιωπηρή παραχώρηση των Συμμάχων πριν την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία. Έτσι, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα το 1933, στις 16 Μαρτίου 1935 εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο η στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αυξανόταν στις 36 μεραρχίες. Ήταν η πρώτη σαφέστατη καταστρατήγηση της Συνθήκης, χωρίς να υπάρξει καμία διαμαρτυρία από την άλλη πλευρά (στα πλαίσια της «Πολιτικής του Κατευνασμού»). Χαρακτηριστικά, το αμερικανικό περιοδικό The Nation στο τεύχος της 16 Μαρτίου 1935 είχε άρθρο με τίτλο «Η διάλυση της Συνθήκης των Βερσαλλιών» (The Liquidation of Versailles). Η Ναζιστική προπαγάνδα εξέδωσε το φυλλάδιο Versailles in Liquidation,[6] με το οποίο προσπαθούσε να αιτιολογήσει την καταστρατήγηση της Συνθήκης από τη Γερμανία κατά τα μέρη V και ΧΙΙ.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν το 1938 από τη συνθήκη αυτή ίσχυαν μόνο τα ΙΙ, ΙΙΙ και IV μέρη αυτής που αφορούσαν εδαφικές διαρρυθμίσεις του 1919. Ακολούθως με την ενσωμάτωση της Αυστρίας, τη λεγόμενη Άνσλους τον Μάρτιο του 1938, κατά παράβαση του άρθρου 80 δεν υπήρξε αντίδραση. Ομοίως και όταν διανεμήθηκε η Τσεχοσλοβακία κατά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους δεν υπήρξε ουσιώδης αντίδραση. Τελικά όταν η Γερμανία, ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 1939 κατέλαβε τη Μοραβία και τη Βοημία, κατά παράβαση του άρθρου 81 και με την κατάληψη του Μέμελ τον ίδιο μήνα, κατά παράβαση του άρθρου 99, είχε πλέον ανατρέψει όλη την πολιτική κατάσταση και σύνθεση της κεντρικής ανατολικής Ευρώπης όπως είχε διαμορφωθεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Το τελευταίο βήμα ήταν η πλήρης ανατροπή της συνθήκης την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 με την κήρυξη του πολέμου κατά της Πολωνίας, οπότε και σημειώνεται η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.