το Γαλλικό έθνος από το 1870 ως το 1940 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία ήταν το σύστημα κυβέρνησης της Γαλλίας από το 1870, με την κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, μέχρι το 1940 με την ήττα της Γαλλίας από τη Γερμανία στον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν το πρώτο γαλλικό καθεστώς που σταθεροποιήθηκε από το 1789, καθώς μετά τη Γαλλική Επανάσταση η Γαλλία βίωσε μέσα σε 80 χρόνια επτά πολιτικά καθεστώτα: τρεις συνταγματικές μοναρχίες, δύο εφήμερες δημοκρατίες (για δώδεκα και τέσσερα χρόνια) και δύο αυτοκρατορίες.
Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία
Troisième République Française
1870-1940 | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Liberté, Égalité, Fraternité Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη | |||
Η Γαλλία και οι αποικίες της το 1939 | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Παρίσι 48°51′24″N 2°21′07″E | ||
Γαλλικά | |||
Νόμισμα | γαλλικό φράγκο |
Στις πρώτες μέρες της Τρίτης Δημοκρατίας κυριάρχησαν οι πολιτικές αναταραχές που προκλήθηκαν από τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-71, τον οποίο η Δημοκρατία συνέχισε και μετά την πτώση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ το 1870. Επίσης, έπρεπε να αντιμετωπίσει τις σκληρές αποζημιώσεις που επέβαλαν οι Πρώσοι μετά τον πόλεμο, την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης, την κοινωνική αναταραχή και την Κομμούνα του Παρισιού.
Οι γαλλικοί συνταγματικοί νόμοι του 1875 καθόρισαν τη σύνθεση της Τρίτης Δημοκρατίας. Η νομοθετική εξουσία ανατέθηκε σε δύο σώματα: μια Βουλή Αντιπροσώπων, που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία, και μια Γερουσία, που εκλεγόταν από περιορισμένο αριθμό εκλογέων. Βουλευτές και γερουσιαστές εξέλεγαν από κοινού τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.[1]
Συζητήσεις για την αποκατάσταση της μοναρχίας κυριαρχούσαν στη θητεία των δύο πρώτων προέδρων της Δημοκρατίας Αντόλφ Τιέρ και Πατρίς ντε Μακ Μαόν, αλλά η σύγχυση ως προς τη φύση αυτής της μοναρχίας και σχετικά με το πρόσωπο που θα έπρεπε να ανεβεί στο θρόνο, η αυξανόμενη υποστήριξη της δημοκρατικής κυβέρνησης από το γαλλικό πληθυσμό και μια σειρά δημοκρατικών προέδρων κατά τη δεκαετία του 1880 απέτρεψαν όλα τα σχέδια για μια μοναρχική αποκατάσταση. Έτσι, η Τρίτη Δημοκρατία, η οποία αρχικά προοριζόταν ως προσωρινή κυβέρνηση, αντ 'αυτού έγινε μόνιμη κυβέρνηση και παρέμεινε για εβδομήντα χρόνια, γεγονός που την καθιστά το μακροβιότερο σύστημα διακυβέρνησης στη Γαλλία μετά την κατάρρευση του Παλαιού Καθεστώτος το 1789.
Η Τρίτη Δημοκρατία είναι επίσης μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που η κοινωνία επιθυμούσε διακαώς. Στο εξωτερικό δημιουργήθηκαν πολλές νέες γαλλικές αποικίες, μεταξύ των οποίων η Γαλλική Ινδοκίνα, η Γαλλική Μαδαγασκάρη, η Γαλλική Πολυνησία και μεγάλες περιοχές της Δυτικής Αφρικής, όλες αποκτήθηκαν κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
H πολιτική ζωή ήταν έντονα πολωμένη. Στα αριστερά βρίσκονταν η μεταρρυθμιστική Γαλλία, κληρονόμος της Γαλλικής Επανάστασης. Στα δεξιά υπήρχε η συντηρητική Γαλλία, με ρίζες στην αγροτιά, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το στρατό. Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα κυριάρχησε η Δημοκρατική Συμμαχία, το κύριο κεντροδεξιό κόμμα. Η περίοδος από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930 χαρακτηρίστηκε από έντονα πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα μεταξύ της Δημοκρατικής Συμμαχίας και των Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών. Η κυβέρνηση έπεσε, θέτοντας ουσιαστικά τέλος στην Τρίτη Δημοκρατία, στις αρχές του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία.
Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα και την αιχμαλωσία του στρατού και του ίδιου του Ναπολέοντα Γ' στο Σεντάν στις 2 Σεπτεμβρίου 1870. Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Λεόν Γκαμπετά ανακήρυξε τη Δημοκρατία από το δημαρχείο του Παρισιού. Συγκροτήθηκε προσωρινή κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, με επικεφαλής τον στρατηγό Τροσύ, στρατιωτικό διοικητή της πρωτεύουσας, του οποίου ο διορισμός στόχευε στη συσπείρωση του στρατού. Αυτή η πρώτη κυβέρνηση της Τρίτης Δημοκρατίας ήταν στην εξουσία κατά την πολιορκία του Παρισιού (19 Σεπτεμβρίου 1870 - 28 Ιανουαρίου 1871) από τους Πρώσους. Καθώς το Παρίσι είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Γαλλία, ο Υπουργός Πολέμου Λεόν Γκαμπετά, καταφέρνοντας να διαφύγει από το πολιορκημένο Παρίσι σε αερόστατο πήγε στην Τουρ για να οργανώσει την άμυνα στην επαρχία. Ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Ο στρατάρχης Μπαζαίν εξακολουθούσε να αντιστέκεται στην πολιορκημένη πόλη Μετς. Η βιαστική συνθηκολόγηση του Μπαζαίν και του στρατού στο Μετς (150.000 άντρες) στις 30 Οκτωβρίου ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τη Γαλλία. Συνέβη τη στιγμή που η κυβερνητική αντιπροσωπεία στην Τουρ κατόρθωσε να οργανώσει έναν στρατό στον Λίγηρα. Οι Πρώσοι μπορούσαν πλέον απερίσπαστοι να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον αυτού του νέου στρατού που ήταν ανεκπαίδευτος και ανεπαρκώς εξοπλισμένος.
Στις 18 Ιανουαρίου 1871 επετεύχθη η Γερμανική ενοποίηση, οι Γερμανοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν στις Βερσαλλίες και ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας Γουλιέλμο. Από τις 23 Ιανουαρίου, με το Παρίσι να δέχεται βομβιστικές επιθέσεις και να απειλείται από πείνα, ο υπουργός Εξωτερικών Ζυλ Φαβρ, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Έγινε ανακωχή και τέθηκε σε ισχύ στις 28 Ιανουαρίου, μετά από 132 ημέρες πολιορκίας. Είχε διάρκεια τριών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια των οποίων έπρεπε να διεξαχθούν εκλογές, καθώς ο Μπίσμαρκ ήθελε να συνδιαλλαγεί με μια δύναμη αναμφισβήτητης νομιμότητας. Ο Γκαμπετά έφερε προς ψηφοφορία διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν το εκλέξιμο σε όσους είχαν διατελέσει αξιωματούχοι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, καθώς όμως δεν έγινε αποδεκτό, παραιτήθηκε.
Το διάταγμα της 29 Ιανουαρίου 1871 καθόριζε τις προϋποθέσεις των εκλογών, διατηρώντας τη δημοκρατική παράδοση της Δεύτερης Δημοκρατίας[Σημ 1]: ψηφοφορία με λίστα, νομαρχιακό και πλειοψηφικό σύστημα σε αντίθεση με το σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών, που ήταν ο κανόνας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε ειδικές συνθήκες: 40 τμήματα ήταν κατεχόμενα, 400.000 Γάλλοι ήταν κρατούμενοι και δεν είχε προετοιμαστεί προεκλογική ενημέρωση (εκτός από το Παρίσι). Επιπλέον, η ψηφοφορία διεξάγονταν στην πρωτεύουσα της κάθε περιοχής, για να αναγκασθεί η συντηρητική επαρχία σε αποχή.[2]
Οι εκλογές δεν επικεντρώθηκαν στην επιλογή καθεστώτος, αλλά στο θέμα του πολέμου (ή της ειρήνης). Οι Δημοκρατικοί διχάστηκαν σε αυτούς που, όπως ο Γκαμπετά και οι ριζοσπάστες, ήθελαν να συνεχιστεί ο πόλεμος με εκδικητική μανία εναντίον του εχθρού, και στους μετριοπαθείς που ήθελαν την ειρήνη. Οι Συντηρητικοί, ενσωματώνοντας διάφορα ρεύματα, από τη φιλελεύθερη αστική τάξη μέχρι τους μοναρχικούς, επιθυμούσαν ειρήνη.[3] Στις εκλογές της 8ης Φεβρουαρίου 1871, η νεοεκλεγείσα Βουλή αποτελείτο κυρίως από μοναρχικούς: επί 675 εκλεγμένων, περίπου 400 ήταν μοναρχικοί, και 250 δημοκρατικοί με μια μειοψηφία των σοσιαλιστών και μερικοί βοναπαρτικοί.[4] Οι περιοχές της Ανατολικής Γαλλίας που είχαν καταληφθεί, τάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό υπέρ των δημοκρατικών που ήθελαν τη συνέχιση του πολέμου, όπως επίσης και η νότια Γαλλία και το Παρίσι. Οι Γάλλοι, κουρασμένοι από τον πόλεμο, προτίμησαν να ψηφίσουν υπέρ των υποστηρικτών της ειρήνης.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1871, ο μετριοπαθής δημοκρατικός Ζυλ Γκρεβύ εξελέγη πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης. Η εχθρότητά του για τον πόλεμο και η δέσμευσή του για την υπεράσπιση της τάξης τον κατέστησαν ιδανικό υποψήφιο. Στις 17 Φεβρουαρίου 1871, ο Αντόλφ Τιερ Θιέρσος στα ελληνικά, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών του Λουδοβίκου-Φιλίππου, διορίστηκε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της Γαλλικής Δημοκρατίας σχεδόν ομόφωνα. Ήταν ο «απαραίτητος διαχειριστής της εθνικής ατυχίας». Στις 19 Φεβρουαρίου συγκρότησε την κυβέρνηση που αποτελούνταν από υπουργούς κεντροδεξιούς και μετριοπαθείς αριστερούς.[5] Ο Τιερ κάλεσε τη Συνέλευση να βάλει στην άκρη το θέμα του καθεστώτος (σε όλη τη δεκαετία του 1870, το ζήτημα αν μια μοναρχία θα έπρεπε να αντικαταστήσει τη δημοκρατία κυριαρχούσε στον πολιτικό διάλογο) και να επικεντρωθεί σ' αυτά που είχαν μεγαλύτερη σημασία: «να γίνει ειρήνη, αναδιοργάνωση, αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητας και ανάκαμψη της εργασίας». Στη συνέχεια συμφωνήθηκε σιωπηρά μεταξύ του Τιέρ και της Βουλής (Σύμφωνο του Μπορντώ,10 Μαρτίου 1871), ότι ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας δεν θα προετοιμάσει συνταγματική λύση μόνος του, αλλά θα εξασφαλίσει τις εθνικές ανάγκες και τις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία.
Ο Τιέρ συνάντησε τον Ότο φον Μπίσμαρκ την 21η Φεβρουαρίου 1871. Ο Καγκελάριος του ανακοίνωσε τους υπερβολικούς όρους, στους οποίους έπρεπε να υποταχθεί η Γαλλία ώστε μια συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες να καταστεί δυνατή. Η Γερμανία πέτυχε: μια πολεμική αποζημίωση 5 δισεκατομμυρίων φράγκων, την εκχώρηση της Αλσατίας (εκτός από το Μπελφόρ, που το υπερασπίστηκε γενναία ο συνταγματάρχης Πιέρ Ντανφέρ-Ροσερώ, ο επονομασθείς «το λιοντάρι του Μπελφόρ») και του βορειοανατολικού τμήματος της Λωρραίνης και παρέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στα Ηλύσια Πεδία. Την 1η Μαρτίου 1871 η Βουλή επικύρωσε τη συμφωνία σε μια δραματική συνεδρίαση. Τα μέλη της Αλσατίας και Λωρραίνης παραιτήθηκαν αμέσως, ακολουθούμενα από πολλούς Δημοκρατικούς βουλευτές. Η ακραία ριζοσπαστική, σοσιαλιστική, διεθνιστική αριστερά αποκήρυξε τη συνέλευση και της αρνήθηκε κάθε νομιμότητα.
Ο γαλλο-πρωσικός πόλεμος τερματίσθηκε με την τελική συνθήκη που υπεγράφη στις 10 Μαΐου 1871 και είναι γνωστή ως Συνθήκη της Φρανκφούρτης.
Η ήττα του 1870 είχε επηρεάσει βαθιά το Παρίσι, που υπέστη πολύ σκληρή πολιορκία και ο πληθυσμός υπέφερε από πείνα. Η ανακωχή του Ιανουαρίου 1871 αμφισβητήθηκε από τους Παρισινούς που είχαν αντισταθεί στον εχθρό για σχεδόν τέσσερις μήνες. «Οι στασιαστές δονούνταν από έναν αριστερό πατριωτισμό και η ντροπή της ήττας τους εξόργιζε»."[6]
Η στάση της Βουλής, στην πλειοψηφία της μοναρχική και ειρηνιστική, χειροτέρευσε την κατάσταση. Στις 10 Μαρτίου 1871, εδρεύοντας ακόμη στο Μπορντώ, αποφάσισε να εγκατασταθεί στις Βερσαλίες και όχι στο Παρίσι, επειδή έβλεπε το τελευταίο, όχι χωρίς λόγο, σαν «την πρωτεύουσα της οργανωμένης επανάστασης, την πρωτεύουσα της επαναστατικής ιδέας»[7]. Με νόμο της ίδιας ημερομηνίας τερμάτισε το μορατόριουμ στα εμπορικά γραμμάτια, αναγκάζοντας χιλιάδες τεχνίτες και εμπόρους σε χρεοκοπία, και διέκοψε τη μισθοδοσία της παρισινής Εθνοφρουράς, που την αποτελούσαν κυρίως εργάτες οι οποίοι είχαν πολεμήσει κατά την πολιορκία. Επίσης, διόρισε τρεις βοναπαρτιστές σε θέσεις αστυνομικών διοικητών, διορισμοί που αντιμετωπίστηκαν ως πρόκληση από τους Παρισινούς που είχαν προκαλέσει την πτώση του αυτοκρατορικού καθεστώτος μετά από τη στρατιωτική του ήττα. Στις 9 Μαρτίου 1871, ο διοικητής της αστυνομίας απαγόρευσε την κυκλοφορία αριστερών εφημερίδων, όπως τη Φωνή του Λαού (Le Cri du Peuple) του Ζυλ Βαλές. Όλα αυτά τα μέτρα αύξησαν την ένταση στο Παρίσι.
Η εξέγερση ξέσπασε όταν ο Θιέρσος, επιδιώκοντας να αφοπλίσει την πόλη για τον φόβο εργατικής εξέγερσης, προσπάθησε να απομακρύνει 227 κανόνια από τη Μονμάρτρη (που χρησιμοποιούνταν για την άμυνα της πόλης) στις 18 Μαρτίου 1871. Οι στρατιώτες δεν κατάφεραν να τα καταλάβουν γιατί κυκλώθηκαν από πολίτες και εθνοφρουρούς, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στους εξεγερμένους. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλίες και η κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι. Στις δημοτικές εκλογές της 26ης Μαρτίου, το νεοεκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε την ονομασία «Κομμούνα των Παρισίων» και αποτελούνταν από 90 εκλεγμένα μέλη, με Πρόεδρο τον Λουί-Ωγκύστ Μπλανκί. Το κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε και μετατράπηκε σε πολιτική και κοινωνική επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, η κυβέρνηση συγκρότησε βιαστικά στρατό και επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου. Από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Στις 21 Μαΐου, ο στρατός κατάφερε να εισέλθει στην πόλη μέσω της Πύλης Σαιν-Κλου και άρχισε η «αιματηρή εβδομάδα» (21 - 28 Μαΐου) με ανελέητες οδομαχίες και συγκρούσεις στα οδοφράγματα, εκατέρωθεν βιαιότητες και πολλούς νεκρούς. Πολλά κτίρια, σύμβολα της κεντρικής εξουσίας, τυλίχθηκαν στις φλόγες: το Παλάτι του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Δικαστικό Μέγαρο. Οι εχθροπραξίες τελείωσαν με την ήττα των εξεγερμένων στη μάχη στο κοιμητήριο Περ Λασέζ. Οι απώλειες των κυβερνητικών ήταν 1000 νεκροί. Οι απώλειες των κομμουνάρων υπολογίζονται σε 17.000 ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Στρατιωτικά δικαστήρια επέβαλαν θανατικές καταδίκες και 7500 εξεγερμένοι εξορίσθηκαν στη Νέα Καληδονία. Το σοσιαλιστικό κίνημα αποδεκατίστηκε για σχεδόν δέκα χρόνια. Το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμα πέντε χρόνια.
Ο όρος ηθική τάξη (ordre moral) εφαρμόστηκε στις πολιτικές των πρώτων κυβερνήσεων της Τρίτης Δημοκρατίας, αναφορικά με την αιματηρή καταστολή της Κομμούνας των Παρισίων.
Μετά την «απαίσια νίκη» του, ο Θιέρσος προσπάθησε να αναδιοργανώσει το κράτος και τη διοίκηση. Γνωρίζοντας ότι οι μοναρχικοί ήταν διχασμένοι, προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μια συντηρητική δημοκρατία, παραβαίνοντας τη συμφωνία του Μπορντώ, αλλά η πλειοψηφία (μοναρχικοί που επιθυμούσαν την επαναφορά της μοναρχίας) τον ανάγκασαν να παραιτηθεί και τον αντικατέστησε ο στρατάρχης Μακ Μαόν τον Μάιο 1873. Όμως, ο νόμιμος διεκδικητής του θρόνου κόμης ντε Σαμπόρ, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη λευκή σημαία της μοναρχίας, έκανε αδύνατη την παλινόρθωση.
Εγκαθιδρύθηκε τότε μια συντηρητική δημοκρατία με μια σειρά νόμους που αποτέλεσαν το Σύνταγμα του 1875. Επικεφαλής ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δημιουργήθηκε ένα κοινοβούλιο αποτελούμενο από μια άμεσα εκλεγμένη Βουλή των Αντιπροσώπων και μια έμμεσα εκλεγμένη Γερουσία και ένα υπουργείο υπό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου (Πρωθυπουργός), ο οποίος ήταν ονομαστικά υπόλογος τόσο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όσο και στο νομοθετικό σώμα.
Στις 16 Μαΐου 1877, με την κοινή γνώμη υπέρ της δημοκρατίας, ο μοναρχικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πατρίς ντε Μακ Μαόν, έκανε μία τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τη μοναρχία, απολύοντας τον δημοκρατικό πρωθυπουργό Ζυλ Σιμόν και διορίζοντας τον μοναρχικό δούκα ντε Μπρέιγ. Στη συνέχεια διέλυσε το κοινοβούλιο και κάλεσε γενικές εκλογές για τον επόμενο Οκτώβριο. Η ελπίδα του ήταν να σταματήσει η κίνηση προς τον εκδημοκρατισμό αλλά απέτυχε θεαματικά και κατηγορήθηκε ότι είχε διοργανώσει συνταγματικό πραξικόπημα γνωστό ως "Κρίση της 16ης Μαΐου".
Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν θριαμβευτικά στις εκλογές του Οκτωβρίου 1877 και έκλεισε ο δρόμος τόσο στους ευγενείς υπέρμαχους της ηθικής τάξης όσο και στην προοπτική μιας μοναρχικής παλινόρθωσης. Ο ίδιος ο Μακ Μαόν παραιτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1879, αφήνοντας μια σοβαρά εξασθενημένη Προεδρία στα χέρια του Ζυλ Γκρεβύ.
Γεννημένη από την ήττα, η Τρίτη Δημοκρατία εξελίχθηκε από τη διακήρυξή της μέχρι την πτώση της σε ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης με τη Γερμανία. Στη Γαλλία, τα παιδιά διδάχτηκαν στο σχολείο για να μην ξεχνούν τις χαμένες περιοχές της Αλσατίας και Λωρραίνης, οι οποίες είχαν χρωματιστεί με μαύρο στους χάρτες.
Μετά την κρίση της 16ης Μαΐου 1877, οι μοναρχικοί απομακρύνθηκαν από την εξουσία και η Δημοκρατία τελικά διοικήθηκε από δημοκρατικούς που παραχώρησαν σημαντικές ελευθερίες. Αναφέρονται ως «μετριοπαθείς Δημοκρατικοί» ή και «Οπορτουνιστές», από τις μετριοπαθείς κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που εισήγαγαν προκειμένου να εδραιωθεί σταθερά το νέο καθεστώς.
Οι νόμοι του Ζυλ Φερρύ, οι οποίοι κατέστησαν τη δημόσια εκπαίδευση ελεύθερη, υποχρεωτική από 6 ετών έως 13 και κοσμική, ψηφίστηκαν το 1881 και το 1882 και ήταν ένα από τα πρώτα σημάδια της επέκτασης της πολιτικής δύναμης της Δημοκρατίας. Η εκπαίδευση έπαψε πλέον να αποτελεί προνόμιο των θρησκευτικών οργανώσεων. Επίσης, η θρησκευτική διδασκαλία αποσύρθηκε από όλα τα κρατικά σχολεία. Τα μέτρα συνοδεύονταν από την κατάργηση των στρατιωτικών ιερέων στις ένοπλες δυνάμεις και την απομάκρυνση των μοναχών από τα νοσοκομεία. Λόγω του γεγονότος ότι η Γαλλία ήταν κυρίως Ρωμαιοκαθολική, τα μέτρα αυτά βρήκαν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αντίθετο.
Επιδιώκοντας να βγάλουν τη χώρα από την αδράνεια και να εξασφαλίσουν νέες αγορές, αποδύθηκαν στην αποικιακή εξάπλωση. Στην αποικιακή πολιτική υπήρχαν αντιδράσεις αυτών που κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι απέστρεφε την προσοχή του έθνους από τις κατεχόμενες Αλσατία και Λωρραίνη.
Συγχρόνως, έθεσαν τέλος στα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση της Ηθικής τάξης. Με νόμους του 1881 θεσπίστηκε καθεστώς ελευθερίας του Τύπου και παραχωρήθηκε ελευθερία δημόσιων συγκεντρώσεων χωρίς άδεια. Επίσης, το 1884 νομιμοποιήθηκαν τα συνδικάτα και θεσπίστηκε το διαζύγιο.
Τη δεκαετία του 1880 ξεκίνησε η προσπάθεια αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών υγείας του έθνους, η καταγραφή των λοιμωδών νοσημάτων, η εντολή καραντίνας, καθώς η φυματίωση ήταν η πιο φοβερή ασθένεια της εποχής, και η βελτίωση της ανεπαρκούς νομοθεσίας υγείας και στέγασης, η οποία ολοκληρώθηκε με νόμο το 1902. Το 1910 η Γαλλία δημιούργησε ένα εθνικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
Μια σειρά συμβολικών πράξεων συνόδευσε την πολιτική τους όπως: η Μασσαλιώτιδα αποκαταστάθηκε ως ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας, η 14η Ιουλίου ανακηρύχθηκε ως εθνική εορτή σε ανάμνηση της κατάληψης της Βαστίλης, πολλοί οδοί και πλατείες μετονομάστηκαν. Επίσης, το 1880 δόθηκε αμνηστία στους κομμουνάρους. Επί πλέον, και για να αποθαρρυνθεί ο γαλλικός μοναρχισμός ως σοβαρή πολιτική απειλή, τα κοσμήματα του γαλλικού θρόνου διαλύθηκαν και πωλήθηκαν το 1885. Διατηρήθηκαν μόνο λίγα στέμματα αν και οι πολύτιμες πέτρες τους είχαν αντικατασταθεί με απομιμήσεις από χρωματιστό γυαλί.
Το 1889, η Δημοκρατία συγκλονίστηκε από μια ξαφνική πολιτική κρίση που προκάλεσε ο στρατηγός Ζωρζ Μπουλανζέ. Ήταν ένας εξαιρετικά δημοφιλής στρατηγός, είχε ήδη κερδίσει μια σειρά εκλογών σε πολλές εκλογικές περιφέρειες και στο πρόσωπό του οι Γάλλοι είδαν εκείνον που επρόκειτο να ξεπλύνει την ήττα του 1870, να φέρει πίσω την Αλσατία και τη Λωρραίνη και να ξαναδώσει στη Γαλλία την παλιά δόξα της. Στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του τον Ιανουάριο του 1889, έθεσε την απειλή ενός πραξικοπήματος και την εγκαθίδρυση δικτατορίας. Με βάση στήριξής του τις εργατικές περιοχές του Παρισιού και άλλων πόλεων καθώς και τους παραδοσιακούς Καθολικούς και βασιλικούς στην επαρχία, προώθησε έναν επιθετικό εθνικισμό με στόχο τη Γερμανία. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 1889 σηματοδότησαν μια αποφασιστική ήττα για τον Μπουλανζέ και τους οπαδούς του. Ηττήθηκαν από τις αλλαγές στον εκλογικό νόμο που εμπόδισαν τον Μπουλανζέ να εκλεγεί σε πολλές εκλογικές περιφέρειες (όπως επιτρεπόταν πριν), από την επιθετική αντιπολίτευση της κυβέρνησης, από το φόβο αφύπνισης και πάλι επαναστατικών δυνάμεων και κυρίως από την απουσία του ίδιου του στρατηγού, ο οποίος αυτοεξορίσθηκε για να βρεθεί κοντά στη σύντροφό του.
Η πτώση του Μπουλανζέ υπονόμευσε σοβαρά την πολιτική δύναμη των συντηρητικών και βασιλικών στη Γαλλία. Δεν θα ανακτούσαν τη δύναμή τους μέχρι το 1940. [8] Αντίθετα, ένα τμήμα υποστηρικτών του Μπουλανζέ πήγε τελικά με το μέρος της κυβέρνησης συμβάλλοντας στη σταθεροποίησή της.
Το σκάνδαλο του Παναμά που ξέσπασε το 1892 ήταν ένα σκάνδαλο διαφθοράς πολιτικών και δημοσιογράφων και συνδέεται με την αποτυχημένη προσπάθεια της γαλλικής Εταιρείας του Παναμά να κατασκευάσει τη Διώρυγα του Παναμά. Λόγω ασθένειας, θανάτου, αναποτελεσματικότητας και διαδεδομένης διαφθοράς, η εταιρεία του Παναμά με πρόεδρο τον Φερντινάντ Λεσέψ που είχε αναλάβει το τεράστιο έργο χρεοκόπησε με απώλειες εκατομμυρίων των επενδυτών, καθώς κυβερνητικά στελέχη είχαν χρηματισθεί για να αποσιωπήσουν την οικονομική κατάρρευση της εταιρίας. Θεωρείται ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο χρηματικής διαφθοράς του 19ου αιώνα. Κοντά στο μισό δισεκατομμύριο φράγκα χάθηκαν όταν η γαλλική κυβέρνηση δωροδοκήθηκε για να αποσιωπήσει τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας.
Η υπόθεση Ντρέιφους ήταν ένα μεγάλο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο που συγκλόνισε τη Γαλλία από το 1894 μέχρι τη λύση του το 1906 και αργότερα είχε απήχηση για δεκαετίες ακόμη. Η υπόθεση, μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες, έχει γίνει ένα σύγχρονο και παγκόσμιο σύμβολο της αδικίας. Παραμένει ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα μιας σύνθετης αποκατάστασης της δικαιοσύνης στην οποία κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν ο Τύπος και η κοινή γνώμη. Το επίμαχο ζήτημα ήταν ο κραυγαλέος αντισημιτισμός που κυριαρχούσε στον γαλλικό στρατό και υπερασπίστηκε από συντηρητικούς και καθολικούς παραδοσιακούς ενάντια στις κεντροαριστερές, αριστερές και δημοκρατικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων. Τελικά, η δικαιοσύνη θριάμβευσε.[9]
Η υπόθεση άρχισε τον Νοέμβριο του 1894 με την καταδίκη για προδοσία του Άλφρεντ Ντρέιφους, ενός Γάλλου αξιωματικού πυροβολικού εβραϊκής καταγωγής. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για παράδοση γαλλικών στρατιωτικών μυστικών στη γερμανική πρεσβεία στο Παρίσι και φυλακίστηκε στο Νησί του Διαβόλου στη Γαλλική Γουιάνα.
Δύο χρόνια αργότερα, έφτασαν στο φως στοιχεία που αναγνώρισαν τον Γάλλο ταγματάρχη Φέρντιναντ Εστερχάζι ως τον πραγματικό κατάσκοπο. Αφού οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι κατέστρεψαν τα νέα στοιχεία, ένα στρατιωτικό δικαστήριο αθώωσε ομόφωνα τον Εστερχάζι. Επί πλέον, ο στρατός προσέφερε πρόσθετες κατηγορίες εναντίον του Ντρέιφους βάσει ψευδών εγγράφων. Η εξέλιξη της υπόθεσης πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και σ' αυτό συνέβαλε η ανοικτή επιστολή με τίτλο Κατηγορώ (J'accuse) του συγγραφέα Εμίλ Ζολά, που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1898. Οι υπερασπιστές του Ντρέιφους άσκησαν πίεση στην κυβέρνηση για να ανοίξει εκ νέου την υπόθεση.
Το 1899, ο Ντρέιφους επέστρεψε στη Γαλλία για αναψηλάφηση της δίκης. Το έντονο πολιτικό και δικαστικό σκάνδαλο που ακολούθησε δίχασε τη γαλλική κοινωνία μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν τον Ντρέιφους, όπως οι Ανατόλ Φρανς, Ανρί Πουανκαρέ και Ζωρζ Κλεμανσώ, και εκείνων που τον καταδίκαζαν, όπως ο Εντουάρ Ντρυμόν, διευθυντής και εκδότης της αντισημιτικής εφημερίδας Ο Ελεύθερος Λόγος (La Libre Parole). Στη νέα δίκη ο Ντρέιφους αρχικά καταδικάστηκε πάλι αλλά έλαβε χάρη και απελευθερώθηκε. Τελικά όλες οι κατηγορίες εναντίον του αποδείχτηκαν αβάσιμες και το 1906 απαλλάχθηκε και επανήλθε ως ταγματάρχης του γαλλικού στρατού.
Για 12 χρόνια, από το 1894 έως το 1906, το σκάνδαλο διαίρεσε τη Γαλλία βαθιά σε δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα: τους εναντίον του Ντρέιφους, που ήταν συντηρητικοί, καθολικοί παραδοσιακοί και μοναρχικοί, και τους υποστηρικτές του, που ήταν κυρίως αντικληρικαλιστές και δημοκρατικοί, με ισχυρή υποστήριξη από διανοούμενους και εκπαιδευτικούς. Έβλαψε τη γαλλική πολιτική και διευκόλυνε την αυξανόμενη επιρροή των ριζοσπαστών πολιτικών και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Η υπόθεση Ντρέιφους σε εκλογικό επίπεδο έδωσε νέα ώθηση προς τα αριστερά στις εκλογές του 1898. Σοσιαλιστές και ριζοσπάστες ενώθηκαν σε ένα κόμμα μετριοπαθών το 1899. Ο Βαλντέκ-Ρουσώ κατήγγειλε τα μοναστικά τάγματα ως εχθρικά στο καθεστώς. Έγιναν εκκαθαρίσεις στη στρατιωτική ιεραρχία και ψηφίστηκε ο νόμος του 1901 για τις οργανώσεις, οι οποίες έθεσαν τις θρησκευτικές οργανώσεις υπό κρατικό έλεγχο.
Πολιτικά κόμματα σχηματίστηκαν κατά τα πρώτα χρόνια του αιώνα, για εκλογικούς σκοπούς. Η Γαλλική Δράση ( L'Action française) ιδρύθηκε το 1899, το Ριζοσπαστικό Κόμμα και η Δημοκρατική Συμμαχία ARD το 1901, η Φιλελεύθερη Λαϊκή Δράση ( l'Action libérale populaire) το 1902 και το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1905.
Οι εκλογές του 1902 ήταν θρίαμβος για το συνασπισμό Ριζοσπαστικού και Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Εμίλ Κομπ, πρωθυπουργός από τον Ιούνιο του 1902 έως τον Ιανουάριο του 1905, ψήφισε το διαχωρισμό της Εκκλησίας και του κράτους το 1905 και την εθνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι επίσκοποι και οι ιερείς δεν θα διορίζονταν ούτε θα αμείβονταν πλέον από το κράτος: η Εκκλησία έγινε απόλυτα ανεξάρτητη και έπρεπε να στηριχθεί οικονομικά μόνη της.
Ο Ζωρζ Κλεμανσώ διαδέχθηκε τον Εμίλ Κομπ από τον Οκτώβριο του 1906 έως τον Ιούνιο του 1909. Ο υπουργός θρησκευμάτων Αριστίντ Μπριάν εφάρμοσε τον διαχωρισμό της Εκκλησίας και του κράτους και ο Ζοζέφ Καϊγιώ, υπουργός Οικονομικών, το φόρο εισοδήματος που δέχτηκε τελικά η Γερουσία το 1914.
Η κυβέρνηση όμως προσέκρουσε σε κοινωνικά προβλήματα. Τα αιτήματα των εργαζομένων και οι απεργίες απειλούσαν τη σταθερότητα. Η κυβέρνηση κατέστειλε τις απεργίες και εφάρμοσε πολιτική κοινωνικής προστασίας αλλά η επιρροή της εξασθενούσε. Το 1913 Πρόεδρος της Δημοκρατίας έγινε ο Ραϊμόν Πουανκαρέ, με στόχο την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας.
Οι κυβερνώντες συνασπισμοί κατέρρεαν γρήγορα και σπάνια διαρκούσαν περισσότερους από μερικούς μήνες, καθώς ριζοσπάστες, σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, συντηρητικοί, δημοκρατικοί και μοναρχικοί αγωνίζονταν όλοι για τον έλεγχο της εξουσίας. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι καταρρεύσεις δεν ήταν σημαντικές επειδή αντανακλούσαν μικρές αλλαγές στους συνασπισμούς των κομμάτων από πολιτικούς που άλλαζαν στρατόπεδο. Κατά συνέπεια, η αλλαγή των κυβερνήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από μια σειρά υπουργικών ανακατατάξεων, με πολλά άτομα να μετακινούνται από τη μια κυβέρνηση στην άλλη, συχνά στις ίδιες θέσεις.
Η γαλλική εξωτερική πολιτική μετά την ήττα του 1870 διακατεχόταν από ένα ρεβανσισμό που απαιτούσε την επιστροφή της Αλσατίας και της Λωραίνης. Περίμενε πάντα την ευκαιρία «με τα μάτια προσηλωμένα στη γαλάζια γραμμή των Βοσγίων».
Η γαλλο-ρωσσική συμμαχία (1892-1917), μια στρατιωτική, οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των δύο δυνάμεων, έδωσε στη Γαλλία αυτοπεποίθηση, βγάζοντάς την από την απομόνωση, ώστε να εφαρμόσει την αποικιακή τη εξάπλωση. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία χρησίμευσε ως ακρογωνιαίος λίθος της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι το 1917. Ένας ακόμη δεσμός με τη Ρωσία προέρχονταν από μεγάλες γαλλικές επενδύσεις και δάνεια πριν από το 1914.
Η αποικιοκρατική επέκταση στην Αφρική έθεσε τη Γαλλία σε ανταγωνισμό με το Ηνωμένο Βασίλειο, που την οδήγησε σε εγκατάλειψη της ισχυρής της θέσης στην Αίγυπτο. το Ηνωμένο Βασίλειο εκμεταλλεύτηκε την αποδυνάμωση της Γαλλίας, απέκτησε σημαντική οικονομική συμμετοχή στη διώρυγα του Σουέζ (1875) και επέβαλε προτεκτοράτο στην Αίγυπτο (1882).
Το 1898 σημειώθηκε επιδείνωση στις γαλλοβρετανικές σχέσεις, που την προκάλεσε η σύγκρουση των δύο στρατών στην κοιλάδα του Νείλου, με πιο επικίνδυνο γεγονός, το επεισόδιο της Φασόντα, με άμεσο κίνδυνο της κήρυξης πολέμου μεταξύ των δύο δυνάμεων και το οποίο έληξε, χωρίς πόλεμο, με διπλωματική νίκη της Βρετανίας. Αυτό δυσχέρανε τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η γαλλική εξωτερική πολιτική στα χρόνια πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εχθρότητα προς τη Γερμανία. Η Γαλλία, σε μια προσπάθεια να απομονώσει τη Γερμανία, εξασφάλισε:
Η Τρίτη Δημοκρατία συνέχισε και επέκτεινε σημαντικά τη γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία. Πριν ακόμη από την άνοδο του Ζυλ Φερύ στην εξουσία, οι Γάλλοι είχαν ήδη προωθηθεί στην Ινδοκίνα με την κατάκτηση του Δέλτα του Ερυθρού ποταμού από τον Φρανσίς Γκαρνιέ το 1873 και τη Συνθήκη της Σαϊγκόν το 1874 που αναγνώριζε την πλήρη επικυριαρχία της Γαλλίας στην Κοχινκίνα. Επί κυβερνήσεων Ζυλ Φερρύ η Γαλλία εισχώρησε βαθιά στην Ισημερινή Αφρική το 1880, στην Τυνησία το 1881, στο Τονκίνο 1882-1885 και στη Μαδαγασκάρη 1883-1885. Προσπάθησε να δημιουργήσει μια συνεχόμενη ζώνη επιρροής από το Κογκό ως το Τζιμπουτί αλλά απέτυχε προσκρούοντας στα βρετανικά συμφέροντα (επεισόδιο της Φασόντα, 1898), κατάφερε ωστόσο να ενοποιήσει τις κατακτήσεις της στην Αφρική το 1900.
Το 1904 εξασφαλίστηκε η κυριαρχία στο Μαρόκο, όπου το 1912 εγκαθιδρύθηκε γαλλικό προτεκτοράτο.
Μετά τον πόλεμο, στη Συνθήκη των Βερσαλιών το 1919, με το σύστημα των εντολών, η Γαλλία απέκτησε τον έλεγχο της Συρίας και του Λιβάνου, μεγάλου τμήματος του Καμερούν και το Τόγκο. Ξεπέρασε τις δυσκολίες που προέκυψαν, όπως ο πόλεμος του Ριφ στο Μαρόκο 1925-1926 και η εξέγερση των Δρούζων στη Συρία 1925-1927 και τότε η γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της και οι ιεραπόστολοι συνέχιζαν το έργο τους να φέρουν τον γαλλικό πολιτισμό στους τοπικούς πληθυσμούς αυτών των αποικιών.
Οι αντιδράσεις αυτών που κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι απέστρεφε την προσοχή του έθνους από τις κατεχόμενες Αλσατία και Λωρραίνη ατόνισαν και οι υπερπόντιες κατακτήσεις θεωρήθηκαν κάπως σαν προσωρινό αντιστάθμισμα των εθνικών απωλειών. Οι σοσιαλιστές, που αρχικά επέκριναν την αποικιακή εξάπλωση, σταδιακά ταλαντεύονταν ανάμεσα σε μια πολιτική αφομοίωσης και σε μια πολιτική συνεργασίας. Επί πλέον, η αποικιοκρατική επέκταση αποτελούσε παράγοντα ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου. Οι μόνοι που καταδίκαζαν ήταν οι κομμουνιστές.
Οι οικονομικές δυσκολίες μετά τον Α‘ Παγκόσμιο πόλεμο έπληξαν τη συνοχή του αποικιακού συστήματος. Σε αυτό συνέβαλε και η συμμετοχή στρατευμάτων από τις αποικίες στον πόλεμο. Πολλοί από αυτούς τους πολεμιστές γύρισαν στις πατρίδες τους φέρνοντας μαζί τους ιδέες που γνώρισαν στην Ευρώπη. Είτε επρόκειτο για το «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών» είτε για τις αντιιμπεριαλιστικές θέσεις των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, οι ιδέες αυτές ενίσχυσαν κινήματα ανεξαρτητοποίησης στις αποικίες κατά τον Μεσοπόλεμο. [11]
Τις εξεγέρσεις στο Μαρόκο το 1925, στη Συρία το 1926 και στην Ινδοκίνα το 1930 τις διέλυσε γρήγορα ο αποικιακός στρατός. Η επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από το 1931 επιδείνωσε την κατάσταση και οδήγησε στην παρακμή των υπεράκτιων κτήσεων. Οι διεκδικητικοί αγώνες εντάθηκαν και η άνοδος του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία, χωρίς να προχωρήσει σε επαναστατικούς μετασχηματισμούς, εγκαινίασε φιλελεύθερη πολιτική.
Για την άρχουσα τάξη οι τελευταίες δεκαετίες ήταν δεκαετίες θριάμβου: η οικονομία ήταν ανθηρή, η επιστήμη και η τεχνολογία έκαναν άλματα, η λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία μεσουρανούσαν και η κυριαρχία τους απλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η εμπιστοσύνη στο μέλλον ήταν απεριόριστη: η Μπελ Επόκ (Belle Epoque), η Ωραία Εποχή, σίγουρα θα συνεχιζόταν για πάντα. Η προοπτική του πολέμου προκαλούσε ενθουσιασμό στον κόσμο, όλοι άλλωστε πίστευαν ότι θα ήταν ένας πολύ σύντομος πόλεμος. Ο Ζαν Ζωρές, που δραστηριοποιούνταν κατά της προοπτικής της ένοπλης σύγκρουσης, δολοφονήθηκε.
Μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου, διαδόχου της Αυστρίας, στις 28 Ιουνίου 1914, η ευθύνη αποδόθηκε στη Σερβία, στην οποία η Βιέννη κήρυξε τον πόλεμο. Η Ρωσία επιστρατεύθηκε και η Γερμανία της κήρυξε τον πόλεμο, όπως επίσης και στη Γαλλία την 3η Αυγούστου. Στις 4 Αυγούστου μπήκε στον πόλεμο και η Αγγλία για να σταθεί στο πλευρό των συμμάχων της, μετά την παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου από τους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Γαλλία αλλά η γερμανική επίθεση ανακόπηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου στα πρόθυρα του Παρισιού από τις δυνάμεις του στρατηγού Ζοφρ, που τους απώθησαν (μάχη του Μάρνη 5-10 Σεπτεμβρίου 1914). Και οι δύο αντίπαλοι άρχισαν να οχυρώνουν τις γραμμές τους με χαρακώματα, προστατευόμενα από συρματόπλεγμα και ναρκοπέδια και υποστηριζόμενα από πολυβόλα και πυροβολικό, σ’ ένα μέτωπο 750 χλμ. από τη Βόρεια Θάλασσα ως το βορειοδυτικό άκρο της ουδέτερης Ελβετίας. Έτσι άρχισε ένας φοβερός πόλεμος χαρακωμάτων, που κράτησε έως το 1918.
Δύο από τις κρισιμότερες μάχες του δυτικού μετώπου το 1916 ήταν η μάχη του Βρεντέν, όπου παρά τις τρομερές τους απώλειες καμία από τις δύο πλευρές δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους σκοπούς της και η μάχη του Σομμ, στην οποία το κύριο βάρος είχε ο βρετανικός στρατός και η οποία επίσης υπήρξε ατελέσφορη. Οι συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομμ στη βόρεια Γαλλία. Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις από τη μάχη του Βερντέν. Με περισσότερα από ένα εκατομμύριο θύματα ήταν και μια από τις πιο αιματηρές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία. Μεγάλες μάχες έγιναν επίσης και στην Υπρ, όπου έγινε για πρώτη φορά χρήση δηλητηριωδών αερίων από τους Γερμανούς.
Τελικά, η σθεναρή άμυνα των Γάλλων και η υποστήριξη από τους συμμάχους τους έφεραν τη νίκη στις δυνάμεις της Αντάντ και η Γερμανία αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή στην Κομπιέν στις 11-11-1918. Το 1919, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γαλλία ανέκτησε την Αλσατία και τη Λωρραίνη, ενώ η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλει πολεμική αποζημίωση τεράστιου ύψους.
Από το 1919 έως το 1940, η Γαλλία κυβερνήθηκε από δύο συνασπισμούς πολιτικών συμμαχιών.
Οι αντιδημοκρατικές ομάδες, όπως οι κομμουνιστές στα αριστερά και οι μοναρχικοί στα δεξιά, διαδραμάτισαν σχετικά δευτερεύοντες ρόλους.
Η ροή των αποζημιώσεων από τη Γερμανία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των γαλλικών οικονομικών. Η κυβέρνηση «Εθνικού Συνασπισμού» που είχε αναδειχθεί στις εκλογές του 1919 ( «Βουλή του γαλάζιου ορίζοντα»), ξεκίνησε ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα ανασυγκρότησης για την αποκατάσταση των ζημιών κατά τη διάρκεια του πολέμου και επιβαρύνθηκε με ένα πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος. Οι φορολογικές πολιτικές ήταν αναποτελεσματικές, με εκτεταμένη φοροδιαφυγή και όταν η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε, ο Πουανκαρέ επέβαλε νέους φόρους, αναμόρφωσε το σύστημα είσπραξης των φόρων και μείωσε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες για να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό και να σταθεροποιήσει το φράγκο. Οι κάτοχοι του εθνικού χρέους έχασαν το 80% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους, αλλά απεφεύχθη ο πληθωρισμός. Όλα αυτά τα μέτρα όμως οδήγησαν στην πτώση στις εκλογές του 1924. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός του Εριώ που ανεδείχθη, μετά δύο χρόνια παραιτήθηκε λόγω τεραστίων οικονομικών προβλημάτων. Σχηματίστηκε τότε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Πουανκαρέ, που αφοσιώθηκε στην οικονομική ανόρθωση. Από το 1926 έως το 1929, η γαλλική οικονομία ευημερούσε και η παραγωγή άκμασε. Τότε ήταν που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929.[1]
Στις εκλογές του 1932 την εξουσία εξασφάλισαν οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές. Ακολούθησε περίοδος κυβερνητικής αστάθειας, σκανδάλων (υπόθεση Σταβισκί) στα οποία εμπλέκονταν και πολιτικοί, και ταραχών, όπως οι ταραχές της 6ης Φεβρουαρίου 1934, που απείλησαν την ίδια την ύπαρξη της Τρίτης Δημοκρατίας. Ακολούθησε τότε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γκαστόν Ντουμέργκ.
Οι ξένοι παρατηρητές στη δεκαετία του 1920 σημείωσαν τις υπερβολές των γαλλικών ανώτερων τάξεων, αλλά τόνισαν την ταχεία ανακατασκευή των περιοχών της βορειοανατολικής Γαλλίας που είχαν πληγεί από τον πόλεμο και την κατοχή. Αναφέρθηκαν στη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, στη λαμπρότητα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και στην αναβίωση του δημόσιου ηθικού.[12]
Χάρη στην οικονομική σταθερότητα που είχε επιτύχει ο Ραϊμόν Πουανκαρέ, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, γνωστή ως Μεγάλη Ύφεση επηρέασε τη Γαλλία λίγο αργότερα από άλλες χώρες, χτυπώντας γύρω στο 1931. [13] Ενώ το ΑΕΠ της δεκαετίας του 1920 αυξάνονταν με τον πολύ ισχυρό ρυθμό 4,43% ετησίως, τα ποσοστά της δεκαετίας του 1930 μειώθηκαν σε μόλις 0,63% [14]. Σε σύγκριση με χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, η ύφεση ήταν σχετικά ήπια: η ανεργία έφθασε το 5% και η μείωση της παραγωγής ήταν κατά 20% χαμηλότερη από την παραγωγή του 1929. Επιπλέον, δεν υπήρξε τραπεζική κρίση.[15][16]
Το 1931 το καλά οργανωμένο κίνημα βετεράνων απαίτησε και έλαβε συντάξεις για την υπηρεσία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό χρηματοδοτήθηκε από μια λαχειοφόρο αγορά - η πρώτη που επετράπη στη Γαλλία από το 1836. Η λαχειοφόρος αγορά έγινε αμέσως δημοφιλής και αποτέλεσε βασικό θεμέλιο του ετήσιου προϋπολογισμού. Αν και η Μεγάλη Ύφεση δεν ήταν ακόμη σοβαρή, η κλήρωση έθιξε φιλανθρωπικές παρορμήσεις, σεβασμό προς τους βετεράνους αλλά και απληστία. Αυτές οι αντιφατικές παρορμήσεις παρήγαγαν μετρητά που κατέστησαν δυνατή την κοινωνική πρόνοια, τροφοδότησαν το γαλλικό κράτος πρόνοιας. [17]
Σαν αντίρροπο στη δράση εξτρεμιστικών οργανώσεων της άκρας Δεξιάς και μπροστά στον κίνδυνο διολίσθησης προς την ακροδεξιά εκτροπή, ενώ ήδη από μία δεκαετία και πλέον στην Ιταλία είχε επικρατήσει ο φασισμός με τον Μπενίτο Μουσολίνι και στη Γερμανία τον προηγούμενο χρόνο οι ναζιστές με τον Αδόλφο Χίτλερ είχαν καταλάβει την εξουσία, τα τρία κόμματα της Αριστεράς, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές και κομμουνιστές, συνασπίσθηκαν παρά τις εσωτερικές διαφωνίες τους και ίδρυσαν το Λαϊκό Μέτωπο, που κέρδισε τις εκλογές το 1936 με κύριο σύνθημα την πάλη κατά της ανόδου του φασισμού.
Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπό την ηγεσία του Λεόν Μπλουμ, ηγέτη στων σοσιαλιστών, αντιμετώπισε αρχικά σειρά απεργιών και καταλήψεων αλλά ηρέμησε τα πνεύματα εφαρμόζοντας με επιτυχία μια σειρά από κοινωνικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Με τις συμβάσεις Ματινιόν ανάμεσα σε άλλα παραχωρήθηκαν: εβδομάδα 40 ωρών (από 48), άδεια με αποδοχές, καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, επέκταση του χρόνου υποχρεωτικής φοίτησης στο σχολείο κ.α., μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εθνικής οικονομίας: εθνικοποίησε την Τράπεζα της Γαλλίας και τις κυριότερες βιομηχανίες πολεμικών ειδών. Οι διαφωνίες[Σημ 3] όμως στον πολιτικό και οικονομικό τομέα ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους ριζοσπάστες οδήγησαν στη διάσπαση του Λαϊκού Μετώπου και παρά την ανασύστασή του ένα χρόνο αργότερα διαλύθηκε οριστικά το 1938, όταν ο Εντουάρ Νταλαντιέ πήρε εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης.[1]
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια επικρατούσε αμοιβαία καχυποψία και ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Για να εξασφαλισθεί η πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας, η Γαλλία κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή της Ρηνανίας (11 Ιανουαρίου 1923).
Το 1925 σε μια προσπάθεια πολιτικής συμφιλίωσης με τη Γερμανία, όπου επικρατούσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, συνήφθησαν οι Συνθήκες του Λοκάρνο, που συνέβαλαν στη βελτίωση του πολιτικού κλίματος της περιόδου 1925-1930 στην Ευρώπη, καθώς σε αυτές βασίστηκε η ελπίδα για παγκόσμια ειρήνη. Λίγο αργότερα, το 1928, υπογράφτηκε το σύμφωνο Κέλογκ-Μπριάν (υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Γαλλίας αντίστοιχα), με το οποίο καταδικαζόταν ο πόλεμος.
Με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ το 1933, εκδηλώθηκε η επεκτατική πολιτική του με την επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας το 1936, που βρισκόταν από το 1919 υπό καθεστώς αποστρατικοποιημένης ζώνης[Σημ 4] και την προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) το 1938. Κατά τη συμφωνία του Μονάχου το 1938 ο πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ (καθώς και ο Άγγλος πρωθυπουργός Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεν) υποχωρώντας στις αξιώσεις του Χίτλερ συμφώνησε στην προσάρτηση τμήματος της Τσεχοσλοβακίας,τη Σουδητία, στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην προσαρτηθεί περισσότερο τσεχικό έδαφος, πράγμα που καταστρατηγήθηκε έξι μήνες αργότερα, όταν τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Η πολιτική του «κατευνασμού» (appeasement) που κράτησαν η Γαλλία και η Αγγλία αποδείχθηκε όμως αναποτελεσματική για την αποφυγή του πολέμου.
Ο πόλεμος ξέσπασε όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Στις 3 Σεπτεμβρίου η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.
Μετά την άρνηση του Εντουάρ Νταλαντιέ να στείλει ενισχύσεις στη Φινλανδία που είχε υποστεί σοβιετική εισβολή, που την ακολούθησε η σοβιετο-φιλανδική ανακωχή (Μάρτιος 1940), καταγγέλθηκε έντονα από την αντιπολίτευση με συνέπεια να υποχρεωθεί σε παραίτηση στις 19 Μαρτίου. Δύο ημέρες αργότερα τον διαδέχθηκε ο Πωλ Ρεϊνώ, ο οποίος υπέγραψε κοινό συμφωνητικό με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν, ότι καμία από τις δύο χώρες δεν θα υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με τους Γερμανούς.
Μετά τη συντριβή της Πολωνίας το Σεπτέμβριο του 1939 και την εισβολή των Γερμανών στη Δανία και τη Νορβηγία (Επιχείρηση Weserübung) τον Απρίλιο έως Ιούνιο 1940, οι Γερμανοί στράφηκαν δυτικά. Πρώτα εισέβαλαν στην Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, έπειτα διέσπασαν το γαλλικό μέτωπο στο Σεντάν και εισέβαλαν στη Γαλλία από τα σύνορα του Βελγίου, αχρηστεύοντας τη μεγάλη αμυντική γραμμή Μαζινό. Τα συμμαχικά στρατεύματα μόλις που κατάφεραν να διαφύγουν με πλοία από τη Δουνκέρκη όπου είχαν εγκλωβισθεί. Στις 14 Ιουνίου κυριεύτηκε το Παρίσι. Ο Πωλ Ρεϊνώ, που είχε διαδεχθεί τον Εντουάρ Νταλαντιέ, ήταν υπέρ της συνέχισης του πολέμου αλλά αναγκάστηκε σε παραίτηση και αντικαταστάθηκε από τον στρατάρχη Πεταίν, ο οποίος ζήτησε ανακωχή. Οι όροι της ανακωχής της 22 Ιουνίου ήταν ότι οι Γερμανοί θα κατελάμβαναν τα δύο τρίτα της Γαλλίας και θα κρατούσαν αιχμάλωτο το γαλλικό στρατό έως το τέλος του πολέμου. Επίσης, ο στόλος θα παρέμενε παροπλισμένος.
Η γαλλική κυβέρνηση μεταφέρθηκε τότε στο Βισύ.
Η Τρίτη Δημοκρατία έληξε επίσημα στις 10 Ιουλίου 1940, όταν το γαλλικό κοινοβούλιο μεταβίβασε όλες τις εξουσίες στον στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν, ο οποίος διακήρυξε τις επόμενες ημέρες το «Γαλλικό Κράτος», περισσότερο γνωστό ως κυβέρνηση του Βισύ, μετά την εγκατάσταση στην πόλη Βισύ, στην κεντρική Γαλλία. Ο Σαρλ ντε Γκωλ, επικεφαλής του κινήματος των «Ελεύθερων Γάλλων», είχε κάνει νωρίτερα την έκκληση της 18ης Ιουνίου στο γαλλικό λαό, προτρέποντας όλους τους Γάλλους να μην δεχτούν την ήττα, να συσπειρώσουν την Ελεύθερη Γαλλία και να συνεχίσουν τον αγώνα με τους Συμμάχους.
Κατά τη διάρκεια της εβδομήντα ετών ιστορίας της, η Τρίτη Δημοκρατία έζησε πολλές κρίσεις, διαλυμένα κοινοβούλια μέχρι τον διορισμό ενός ψυχικά ασθενούς προέδρου (Πωλ Ντεσανέλ). Πολέμησε γενναία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στη Γερμανική Αυτοκρατορία και στον μεσοπόλεμο είδε πολλές πολιτικές συγκρούσεις με ένα αυξανόμενο ρήγμα ανάμεσα στα δεξιά και τα αριστερά κόμματα. Όταν η Γαλλία απελευθερώθηκε το 1944, λίγοι ζήτησαν την αποκατάσταση της Τρίτης Δημοκρατίας και συγκροτήθηκε Συντακτική Συνέλευση από μια προσωρινή Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας για τη σύνταξη ενός Συντάγματος για έναν διάδοχο, που ιδρύθηκε ως Τέταρτη Γαλλική Δημοκρατία (1946-1958), ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που δεν ήταν πολύ διαφορετικό από την Τρίτη Δημοκρατία.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.