Remove ads
χώρα της δυτικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βέλγιο, επίσημα Βασίλειο του Βελγίου (ολλανδικά: Koninkrijk België, γαλλικά: Royaume de Belgique, γερμανικά: Königreich Belgien) είναι χώρα στη βορειοδυτική Ευρώπη που συνορεύει με την Ολλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Ανήκει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεντρώνοντας ως έδρα, πολλές από τις κεντρικές υπηρεσίες της, ενώ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της πρώην Ε.Ο.Κ. από το 1958.
Βασίλειο του Βελγίου
Koninkrijk België Royaume de Belgique Königreich Belgien | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Ολλανδικά: Eendracht maakt macht. Γαλλικά: L'union fait la force. Γερμανικά: Einigkeit macht stark | |||
Η θέση του Βελγίου (σκούρο πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Βρυξέλλες 50°50′45″N 4°21′07″E | ||
Ολλανδικά, Γαλλικά, Γερμανικά | |||
Ομοσπονδιακή Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Φίλιππος Αλεξάντερ Ντε Κρο | |||
Ανεξαρτησία • Κηρύχθηκε • Αναγνωρίστηκε • Ισχύον Σύνταγμα | 4 Οκτωβρίου 1830 19 Απριλίου 1839 7 Φεβρουαρίου 1831 (αναθεωρήθηκε στις 14 Ιουλίου 1993) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 30.528 km2 (139η) 6,4 1.385 km 66,5 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 7-2024 • Απογραφή 2021 • Πυκνότητα | 11.834.873[1] (83η) 11.521.238[2] 387,7 κατ./km2 (35η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 509,531 δισ. $[3] 45.046 $[3] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 466,960 δισ. $[3] 41.283 $[3] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,937[4] (13η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Ευρώ1 (€ EUR) | ||
• Θερινή ώρα | CET (UTC +1) (UTC +2) | ||
ISO 3166-1 | BE | ||
Internet TLD | .be και .eu ως μέλος της ΕΕ | ||
Οδηγούν στα | Δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +32 | ||
1Πριν από το 1999: Βελγικό Φράγκο |
Έχει πληθυσμό 11.834.873[1] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024, και έκταση 30.528 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Βρίσκεται στα πολιτιστικά σύνορα μεταξύ της γερμανικής και της ρωμανικής Ευρώπης και είναι γλωσσικά και πολιτιστικά διαιρεμένο. Δύο είναι οι βασικές γλώσσες που ομιλούνται στο Βέλγιο: η Ολλανδική - που αποκαλείται μερικές φορές ανεπισήμως Φλαμανδική και ομιλείται στη Φλάνδρα στα βόρεια, και η Γαλλική που ομιλείται στη Βαλλωνική Περιοχή στα νότια.
Η πρωτεύουσά του, οι Βρυξέλλες, είναι επισήμως δίγλωσση, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων της μιλά Γαλλικά. Στα ανατολικά βρίσκεται μια επισήμως αναγνωρισμένη μειονότητα Γερμανόφωνων. Η γλωσσική αυτή ποικιλία οδηγεί συχνά σε πολιτικές διαμάχες, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στο πολυσύνθετο σύστημα διακυβέρνησης και στην πολιτική ιστορία του Βελγίου.
Το Βέλγιο πήρε το όνομά του από τους πρώτους κατοίκους του, τους Βέλγους (Belgae), μια ομάδα κυρίως Κελτικών φυλών, που έδωσαν το όνομά τους και στη ρωμαϊκή επαρχία Gallia Belgica (Βελγική Γαλατία). Ιστορικά, το Βέλγιο είναι μέρος των λεγόμενων «Κάτω Χωρών», στις οποίες περιλαμβάνονται επίσης η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Από το τέλος του Μεσαίωνα μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν ακμάζον κέντρο εμπορίου και πολιτισμού. Από τον δέκατο έκτο αιώνα μέχρι την ανεξαρτησία του το 1830, το Βέλγιο, αποκαλούμενο την εποχή εκείνη Νότιες Κάτω Χώρες, υπήρξε το πεδίο πολλών μαχών μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τα πρόσφατα χρόνια, το Βέλγιο υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φιλοξενώντας τα αρχηγεία της, καθώς και τα αρχηγεία άλλων μεγάλων διεθνών οργανισμών, όπως του ΝΑΤΟ. Η χώρα κατείχε την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το β' εξάμηνο του 2010.
Το Βέλγιο είναι ανεπτυγμένη, φιλελεύθερη χώρα, με μια προχωρημένη οικονομία υψηλού εισοδήματος. Η χώρα έχει πολύ υψηλά πρότυπα ζωής, ποιότητας ζωής,[5] υγειονομικής περίθαλψης,[6] εκπαίδευσης,[7] και κατατάσσεται ως "πολύ υψηλή" στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης.[8] Κατατάσσεται επίσης ως μία από τις ασφαλέστερες και πιο ειρηνικές χώρες στον κόσμο.[9]
Κατά τις τελευταίες δύο χιλιετίες, η περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Βέλγιο έχει καταστεί θεατής σημαντικών δημογραφικών, πολιτικών και πολιτιστικών αναταραχών. Η πρώτη καλά τεκμηριωμένη πληθυσμιακή κίνηση ήταν η κατάκτηση της περιοχής από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία τον 1ο αιώνα π.Χ., ακολουθούμενη τον 5ο αιώνα από το γερμανικό φύλο των Φράγκων. Οι Φράγκοι εγκατέστησαν το Μεροβίγγειο βασίλειο, από το οποίο προήλθε η Καρολίγγειος Αυτοκρατορία τον 8ο αιώνα. Κατά τον Μεσαίωνα, οι Κάτω Χώρες χωρίστηκαν σε πολλά μικρά φεουδαρχικά κράτη. Τα περισσότερα από αυτά ενώθηκαν κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπό τον οίκο της Βουργουνδίας ως οι Βουργούνδιες Κάτω Χώρες. Τα κράτη αυτά κέρδισαν έναν βαθμό αυτονομίας τον 15ο αιώνα και έκτοτε ονομάστηκαν Δεκαεπτά Επαρχίες.
Η ιστορία του Βελγίου διακρίνεται από την ιστορία των Κάτω Χωρών από τον 16ο αιώνα. Ένας εμφύλιος πόλεμος, ο Ογδοηκονταετής Πόλεμος (1568-1648), χώρισε τις Δεκαεπτά Επαρχίες στις Ενωμένες Επαρχίες στον βορρά και τις Νότιες Κάτω Χώρες στον νότο. Οι νότιες επαρχίες κυβερνήθηκαν διαδοχικά από τους Ισπανούς και τους αυστριακούς Αψβούργους. Μέχρι την ανεξαρτησία, οι Νότιες Κάτω Χώρες μπήκαν πολλές φορές στο στόχαστρο της Γαλλίας και ήταν το πεδίο των περισσότερων γαλλοϊσπανικών και γαλλοαυστριακών πολέμων κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Με τις εκστρατείες του 1794 στους πολέμους μετά τη Γαλλική Επανάσταση, οι Κάτω Χώρες - συμπεριλαμβανομένων και περιοχών που δεν βρέθηκαν ποτέ υπό την εξουσία των Αψβούργων, όπως η Επισκοπή της Λιέγης - κατακτήθηκαν από τη Γαλλία η οποία τερμάτισε την ισπανοαυστριακή εξουσία στην περιοχή. Η επανένωση των Κάτω Χωρών ως το Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών επήλθε με το τέλος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας το 1815.
Η Βελγική Επανάσταση του 1830 οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου, καθολικού και ουδέτερου Βελγίου υπό προσωρινή κυβέρνηση. Από την ενθρόνιση του Λεοπόλδου Α΄ ως βασιλιά το 1831, το Βέλγιο είναι συνταγματική μοναρχία και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μεταξύ της ανεξαρτησίας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το δημοκρατικό σύστημα εξελίχθηκε από ολιγαρχία με την κυριαρχία δύο μεγάλων κομμάτων, τους Καθολικούς και τους Φιλελεύθερους, σε σύστημα καθολικής ψηφοφορίας που συμπεριέλαβε ένα τρίτο κόμμα, το Βελγικό Εργατικό Κόμμα, και ισχυρό ρόλο για τα εργατικά σωματεία. Αρχικά, τα γαλλικά, που ήταν η γλώσσα την οποία είχε υιοθετήσει η αριστοκρατία και η αστική τάξη, ήταν η επίσημη γλώσσα. Εν συνεχεία, η χώρα ανέπτυξε ένα κυρίως δίγλωσσο ολλανδογαλλικό σύστημα.
Στη Διάσκεψη του Βερολίνου του 1885 αποφασίστηκε να παραδοθεί το Κογκό στον Βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ ως ιδιωτική κτήση του, αποκαλούμενο Ελεύθερο Κράτος του Κογκό. Το 1908, εκχωρήθηκε στο Βέλγιο ως αποικία, και από τότε αποκλήθηκε Βελγικό Κονγκό. Η ουδετερότητα του Βελγίου παραβιάστηκε το 1914, όταν η Γερμανία εισέβαλε στο Βέλγιο ως μέρος του Σχεδίου Σλίφφεν. Οι πρώην γερμανικές αποικίες Ρουάντα-Ουρούντι - σήμερα αποκαλούμενες Ρουάντα και Μπουρούντι - κατελήφθησαν από το Βελγικό Κονγκό το 1916 και παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο το 1924 από την Κοινωνία των Εθνών. Η Γερμανία εισέβαλε ξανά στο Βέλγιο και το κατέλαβε τον Μάιο του 1940. Απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις το 1944. Το Βελγικό Κονγκό κέρδισε την ανεξαρτησία του στις 30 Ιουλίου 1960 κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Κογκό, και η Ρουάντα-Ουρούντι έγινε ανεξάρτητη το 1962.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βέλγιο προσχώρησε στο ΝΑΤΟ και, μαζί με την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, σχημάτισαν την ομάδα Μπενελούξ. Το Βέλγιο ήταν επίσης ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Το Βέλγιο φιλοξενεί τα αρχηγεία του ΝΑΤΟ και μεγάλο μέρος των θεσμικών και διοικητικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πλειοψηφίας των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά τον 20ό αιώνα, και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορία του Βελγίου κυριαρχείται όλο και περισσότερο από την αυξανόμενη αυτονομία των δύο βασικών του γλωσσικών κοινοτήτων. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε αύξηση των διακοινοτικών εντάσεων, και διακυβεύτηκε η ενότητα του βελγικού κράτους.
Στα τέλη του 1960, το βαρύ κόστος των γεγονότων στο Κονγκό και η διαπίστωση ότι η χώρα είχε μείνει πολύ πίσω στην κούρσα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της οικονομίας της σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ο.Κ., ώθησαν την κυβέρνηση να λάβει μία σειρά δρακόντειων αντιλαϊκών μέτρων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, αλλά επέβαλαν αύξηση της φορολογίας και περικοπές στις παροχές του κράτους πρόνοιας. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1960, η ελεγχόμενη από τους σοσιαλιστές Γενική Συνομοσπονδία Βέλγων Εργατών κήρυξε γενική απεργία σε ολόκληρη τη χώρα μέχρι να ανακληθούν τα μέτρα, τα οποία έγιναν γνωστά ως «Ενιαίος νόμος» (Loi Unique). Σε όλες τις μεγάλες πόλεις οργανώθηκαν συλλαλητήρια που γρήγορα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο και κατέληξαν σε γενικευμένες ταραχές, ενώ στα οικονομικά αιτήματα, οι Βαλόνοι συνδικαλιστές γρήγορα ανέμειξαν και το κατ' εξοχήν πολιτικό: την αναθεώρηση του συντάγματος και την ομοσπονδοποίηση της χώρας, με χωρισμό του κυριαρχούμενου από τους σοσιαλιστές γαλλόφωνου Νότου της παρηκμασμένης βαριάς βιομηχανίας από τον ταχέως αναπτυσσόμενο ολλανδόφωνο φλαμανδικό Βορρά που, επιπλέον, κυριαρχούσε στη δημόσια διοίκηση. Η Φλάνδρα δαιμονοποιήθηκε εύκολα στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Έισκενς, αρχιτέκτονα της επίμαχης οικονομικής πολιτικής. Μέχρι το τέλος του 1960, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί τόσο που βελγικά στρατεύματα που στάθμευαν στη Γερμανία, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ανακλήθηκαν στη χώρα για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της τάξης. Τρομερά επεισόδια ξέσπασαν λίγο πριν την Πρωτοχρονιά στις Βρυξέλλες, και, στις 6 Ιανουαρίου στη Λιέγη. Τρία άτομα έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ σιδηροδρομικοί σταθμοί και δημόσια κτίρια καταστράφηκαν από το εξοργισμένο πλήθος. Στις 23 Ιανουαρίου τα συνδικάτα κήρυξαν την αναστολή των κινητοποιήσεων και η χώρα άρχισε να επιστρέφει στους κανονικούς ρυθμούς της[10].
Το 1963, η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει με τις μάνικες εξαγριωμένους Βαλόνους και Φλαμανδούς φοιτητές του Πανεπιστημίου της Λέουβεν, οι οποίοι συγκρούστηκαν με αφορμή το αιώνιο στο Βέλγιο πρόβλημα της γλώσσας. Οι Βαλόνοι επέμεναν στην υφιστάμενη χωριστή διδασκαλία στα γαλλικά και τα φλαμανδικά, ενώ οι Φλαμανδοί ήθελαν την αποκλειστική διδασκαλία στα φλαμανδικά[11].
Μέσω συνταγματικών μεταρρυθμίσεων κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η περιφερειοποίηση του ενιαίου κράτους οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός τριμερούς ομοσπονδιακού συστήματος, γλωσσικών κοινοτήτων και τοπικών κυβερνήσεων, συμβιβασμός που σχεδιάστηκε με σκοπό να ελαχιστοποιήσει τις εντάσεις με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα. Σήμερα, οι ομόσπονδες αυτές οντότητες διαθέτουν μεγαλύτερη νομοθετική δύναμη από ό,τι τα δύο νομοθετικά σώματα του εθνικού κοινοβουλίου.
Το Βέλγιο είναι βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία που εξελίχτηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από συγκεντρωτικό κράτος σε ομοσπονδία. Το κοινοβούλιο με τα δύο νομοθετικά σώματα αποτελείται από μια Γερουσία και μια Βουλή Αντιπροσώπων. Η Γερουσία είναι μια μείξη από άμεσα εκλεγμένους μεγάλους σε ηλικία πολιτικούς και εκπροσώπους των κοινοτήτων και των περιοχών. Ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπεί όλους τους Βέλγους άνω των δεκαοκτώ ετών μέσω ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος. Το Βέλγιο είναι μία από τις λίγες χώρες που έχει υποχρεωτική συμμετοχή στην ψηφοφορία, και έτσι διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς εκλογικής συμμετοχής στον κόσμο. Επίσης το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[12]
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, επισήμως διορισμένη από τον βασιλιά, πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων. Επικεφαλής της είναι ο Πρωθυπουργός. Ο αριθμός των Φλαμανδόφωνων και Γαλλόφωνων υπουργών είναι ίσος, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα. Αρχηγός του κράτους είναι ο Βασιλιάς ή η Βασίλισσα, αν και έχει περιορισμένα προνόμια. Η πραγματική εξουσία βρίσκεται στον Πρωθυπουργό και τις διάφορες κυβερνήσεις που κυβερνούν τη χώρα. Το δικαστικό σύστημα βασίζεται στο αστικό δίκαιο και κατάγεται από τον Ναπολεόντειο κώδικα. Το Εφετείο βρίσκεται ένα επίπεδο κάτω από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, θεσμός που βασίζεται στο Γαλλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Οι πολιτικοί θεσμοί του Βελγίου είναι σύνθετοι. Η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη οργανώνεται γύρω από την ανάγκη εκπροσώπησης των βασικών γλωσσικών κοινοτήτων. Περίπου από το 1970, τα σημαντικά εθνικά Βελγικά πολιτικά κόμματα έχουν χωριστεί σε διακριτές συνιστώσες που βασικά εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κοινοτήτων αυτών. Τα μεγάλα κόμματα σε κάθε μία κοινότητα ανήκουν σε τρεις βασικές πολιτικές οικογένειες: τους δεξιούς Φιλελεύθερους, τους κεντρώους Χριστιανοδημοκράτες, και τους αριστερούς Σοσιαλδημοκράτες. Άλλα σημαντικά νεότερα κόμματα είναι τα Πράσινα Κόμματα και, ιδιαίτερα στη Φλάνδρα, τα εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα. Η πολιτική επηρεάζεται από ομάδες πίεσης, όπως τα εργατικά σωματεία και από τα επιχειρηματικά συμφέροντα με τη μορφή της Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων στο Βέλγιο.
Ο σημερινός βασιλιάς, ο Αλβέρτος Β', διαδέχτηκε τον Βαλδουίνο του Βελγίου το 1993. Το 1999, ο Πρωθυπουργός Γκι Φερχόφσταντ από το VLD ηγήθηκε ενός συνασπισμού έξι κομμάτων Φιλελευθέρων-Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων, συχνά αποκαλούμενη ως «η κυβέρνηση του ουράνιου τόξου». Αυτή ήταν η πρώτη κυβέρνηση χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες από το 1958. Στις εκλογές του 2003, ο Φερχόφσταντ κέρδισε μια δεύτερη θητεία και ηγήθηκε ενός Φιλελεύθερου-Σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού τεσσάρων κομμάτων. Προσφάτως όμως, η σταθερή άνοδος του Φλαμανδικού ακροδεξιού εθνικιστικού χωριστικού κόμματος Φλάαμς Μπελάνχ, έχει εκτοπίσει το Φλάαμς Μπλοκ εν μέσω ανησυχιών για ρατσισμό που προωθείται από το κόμμα.
Ένα σημαντικό επίτευγμα των δύο διαδοχικών κυβερνήσεων του Φερχόφσταντ ήταν η επίτευξη ισορροπημένου προϋπολογισμού. Το Βέλγιο είναι ένα από τα λίγα κράτη στην ΕΕ που το έχουν καταφέρει. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε από τις διαδοχικές κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία του 1990 κάτω από τη πίεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης οφειλόταν κυρίως στην κρίση με τις διοξίνες, μεγάλο σκάνδαλο δηλητηρίασης της τροφής το 1999 που οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Βελγικής Αντιπροσωπείας Τροφής. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια ασυνήθιστα μεγάλη εκπροσώπηση των Πρασίνων στο Κοινοβούλιο, και σε μεγαλύτερη έμφαση σε περιβαλλοντικές πολιτικές κατά την πρώτη κυβέρνηση του Φερχόφσταντ. Μια Πράσινη πολιτική, για παράδειγμα, ήταν η νομοθεσία για σταδιακή απόσυρση των πυρηνικών, που έχει τροποποιηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση. Η απουσία των Χριστιανοδημοκρατών από τις κυβερνητικές θέσεις έχει δώσει τη δυνατότητα στον Φερχόφσταντ να καταπιαστεί με κοινωνικά θέματα από μια πιο φιλελεύθερη σκοπιά και να αναπτύξει νέα νομοθεσία για τη χρήση μαλακών ναρκωτικών, για τους γάμους ομοφυλοφίλων και για την ευθανασία. Κατά τη διάρκεια των δύο πιο πρόσφατων κοινοβουλίων, η κυβέρνηση έχει προωθήσει δραστήρια διπλωματία στην Αφρική, αντιτέθηκε στη στρατιωτική μεσολάβηση κατά την κρίση του αφοπλισμού του Ιράκ, και έχει περάσει νομοθεσία που αφορά τα εγκλήματα πολέμου. Και οι δύο θητείες του Φερχόφσταντ έχουν σημαδευτεί από φιλονικίες ανάμεσα στις Βελγικές κοινότητες. Τα μεγάλα σημεία τριβής αφορούν στις διαδρομές της νυχτερινής εναέριας κίνησης στο Αεροδρόμιο των Βρυξελλών και το στάτους της εκλογικής περιφέρειας των Βρυξελλών-Χάλλε-Φιλφόορντε.
Το Βέλγιο είναι συνταγματική μοναρχία, με Αρχηγό Κράτους τον Βασιλιά (από το 1993 Βασιλιάς είναι ο Αλβέρτος Β΄ του Βελγίου. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο.
Το Βέλγιο, με έκταση 30.528 χλμ², έχει τρεις βασικές γεωγραφικές περιοχές: την παράκτια πεδιάδα στα βορειοδυτικά, το κεντρικό οροπέδιο, και τις Αρδέννες στα ορεινά στα νοτιοανατολικά. Η παράκτια πεδιάδα αποτελείται κυρίως από σωρούς άμμου και εκχερσωμένα τμήματα γης. Τα τμήματα αυτά (γνωστά ως πόλντερ) είναι περιοχές γης, κοντά ή κάτω από το επίπεδο της θάλασσας που έχουν εκχερσωθεί, και προστατεύονται από τη θάλασσα από προχώματα ή, πιο εσωτερικά, από πεδία που έχουν αποξηρανθεί με κανάλια. Η δεύτερη γεωγραφική περιοχή, το κεντρικό οροπέδιο, βρίσκεται πιο μέσα στην ενδοχώρα. Πρόκειται για μια επίπεδη, ελαφρά ανυψωμένη περιοχή που έχει πολλές γόνιμες κοιλάδες και αρδεύεται από πολλά κανάλια. Εδώ μπορεί να βρει κανείς επίσης και πιο εκτραχυμένη γη, όπως σπηλιές.
Η τρίτη γεωγραφική περιοχή, αποκαλούμενη Αρντέν, είναι περισσότερο τραχεία από τις δύο προηγούμενες. Είναι ένα πυκνά δασωμένο οροπέδιο, πολύ βραχώδες και όχι πολύ καλό για αγροτική εκμετάλλευση, το οποίο εκτείνεται στη βόρεια Γαλλία. Εδώ μπορεί να βρεθεί μεγάλο μέρος της άγριας ζωής του Βελγίου. Το υψηλότερο σημείο του Βελγίου, το Σινιάλ ντε Μποτράνζ βρίσκεται στην περιοχή αυτή και είναι μόλις 694 μέτρα.
Το κλίμα είναι θαλάσσιο ήπιο. Η μέση θερμοκρασία κατά τον Ιανουάριο είναι 3 °C και τον Ιούλιο 18 °C.
Η χώρα βρέχεται από τη Βόρεια Θάλασσα.
Πρωτεύουσα του Βελγίου είναι οι Βρυξέλλες, μία από τις δύο έδρες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι η Γάνδη, η Λιέγη, η Μπριζ, το Ναμύρ και η Αμβέρσα.
Το σύνταγμα της χώρας αναθεωρήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1993, με σκοπό τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους, το οποίο βασίζεται σε τρία επίπεδα:
Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024, η χώρα έχει πληθυσμό 11.834.873[1] κατοίκους.
Η πληθυσμιακή πυκνότητα (387,7 κατ. ανά χλμ²) είναι μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, μετά την Ολλανδία και μερικές μικρότερες χώρες όπως το Μονακό. Την 1η Ιανουαρίου του 2024, η Φλαμανδική Περιοχή είχε πληθυσμό 6.815.968 κατοίκους, η Βαλλωνία 3.688.733 κατοίκους και οι Βρυξέλλες 1.244.015 κατοίκους.[13] Σχεδόν όλος ο πληθυσμός είναι αστικός (97,3% το 1999). Οι βασικές πόλεις και οι πληθυσμοί τους την 1η Ιανουαρίου του 2024 είναι οι Βρυξέλλες (1.244.015), η Αμβέρσα (542.417), η Γάνδη (269.191), το Σαρλερουά (203.950), η Λιέγη (194.994), η Μπριζ (119.748) και η Ναμύρ (114.007)[13].
Περίπου το 60% της χώρας είναι φλαμανδόφωνη, 40% Γαλλόφωνη και 1% Γερμανόφωνη. Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί πρέπει να ερμηνευθούν προσεκτικά, γιατί η πιο πρόσφατη γλωσσολογική απογραφή έλαβε χώρα πριν από το 1960, και η μητρική γλώσσα δεν είναι πάντα η ίδια με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη δημόσια ή επίσημη ζωή. Οι Βρυξέλλες είναι επίσημα δίγλωσση Ολλανδο-Γαλλόφωνη, αλλά κυρίως ομιλούνται τα Γαλλικά. Εξελίχτηκε από Ολλανδόφωνη περιοχή στον σημερινό κυριαρχούμενο από Γαλλικά χαρακτήρα της όταν το Βελγικό κράτος έγινε ανεξάρτητο το 1830.
Και τα Ολλανδικά που ομιλούνται στο Βέλγιο και τα Βελγικά Γαλλικά έχουν μικρές διαφορές λεξιλογικών και σημασιολογικών αποχρώσεων από τις ποικιλίες που ομιλούνται στη Γαλλία και την Ολλανδία. Πολλοί άνθρωποι μπορούν να μιλήσουν ακόμη διαλέκτους Φλαμανδικών και Βαλλωνικών. Οι διάλεκτοι αυτές, μαζί με κάποιες άλλες όπως οι Πικάρντ και η Λιμβουργιανή γλώσσα, δεν χρησιμοποιούνται στη δημόσια ζωή.
Το κοσμικό σύνταγμα παρέχει ελευθερία στις θρησκείες, και η κυβέρνηση γενικά σέβεται το δικαίωμα αυτό στην πράξη. Σύμφωνα με την Έρευνα και Μελέτη της Θρησκείας του 2001, περίπου 47% του πληθυσμού αυτοχαρακτηρίζονται ως ανήκοντες στην Καθολική Εκκλησία. Σύμφωνα με τα νούμερα αυτά, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα, με 3,5%. Επίσης, υπάρχουν 25.403 Μάρτυρες του Ιεχωβά[14] και 6.415 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[15].
Η μεγάλη πλειονότητα των Βέλγων είναι Φλαμανδοί και Βαλλώνοι. Μαζί αποτελούν λίγο παραπάνω από το 85%. Υπάρχουν πολλοί άλλοι Ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που αποτελούν μια μεγάλη και αυξανόμενη κοινότητα όπως Ιταλοί, Γάλλοι και Γερμανοί που αριθμούν 11,1%. Άραβες μετανάστες, κυρίως από το Μαρόκο και την Αλγερία, και Τούρκοι μετανάστες αριθμούν πάνω από 3% του συνολικού πληθυσμού.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 81,4 χρόνια (79,3 χρόνια οι άνδρες και 83,5 οι γυναίκες).[16]
Η οικονομία της χώρας βασίζεται στον τριτογενή παραγωγικό τομέα (υπηρεσίες). Σύμφωνα με στοιχεία του 2007, 2% του ενεργού πληθυσμού απασχολείται στη γεωργία, 25% στη βιομηχανία και 73% στον τομέα των υπηρεσιών. Η ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 7%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας φτάνει το 15,2%. Ετήσιο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 35.000 $ ΗΠΑ.
Οι βιομηχανίες της χώρας συγκεντρώνονται κυρίως στη Φλαμανδική της περιοχή (Βόρεια), η οποία είναι και πλέον πυκνοκατοικημένη. Λόγω της έλλειψης εγχώριων πρώτων υλών η χώρα είναι υποχρεωμένη να τις εισάγει. Οι βιομηχανικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν εργοστάσια συναρμολόγησης οχημάτων, μεταλλουργικά εργοστάσια, μονάδες παραγωγής ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και επιστημονικών οργάνων, εργοστάσια μεταποίησης τροφίμων και ποτών καθώς και μονάδες παραγωγής χημικών προϊόντων. Το 70% των εμπορικών συναλλαγών της χώρας γίνεται μεταξύ των υπόλοιπων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω της ανάγκης εισαγωγής πρώτων υλών, η οικονομία της χώρας είναι πρώτη στις αγοραστικές τάσεις και διακυμάνσεις, γι' αυτό και ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε κατά πολύ κατά την περίοδο 2001-2003 με τάσεις ανάκαμψης στη συνέχεια.
Με συνολικό μήκος γραμμών 3536 χιλιομέτρων, από τα οποία 2950 χλμ. διατίθενται για ηλεκτροκίνηση, ενώ όλα είναι του διεθνούς εύρους 1,435 μέτρων, το Βέλγιο διαθέτει πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο. Σύμφωνα με στοιχεία του 2004, οι Βελγικοί Εθνικοί Σιδηρόδρομοι (NMBS/SNCB) μετέφεραν 178,4 εκατ. επιβάτες. Από τις Βρυξέλλες διέρχεται και ο ταχύτερος σιδηρόδρομος της Ευρώπης, ο TGV.
Το οδικό δίκτυο του Βελγίου είναι επίσης υψηλής ποιότητος, πυκνό και με καλό οδόστρωμα, αν και υστερεί ελαφρά των γειτονικών του (στα οποία καταλήγει με ομαλό τρόπο) σε οδική σήμανση. Το συνολικό μήκος των Εθνικών οδών (χαρακτηρίζονται με το γράμμα Α) είναι 1.729 χλμ. (Α1-Α5, Α10, Α13, Α14, Α17, Α18). Οι δευτερεύοντες εθνικοί δρόμοι (χαρακτηρίζονται με το γράμμα Ν) καλύπτουν 12.610 χλμ. και το υπόλοιπο οδικό δίκτυο 134.679 χλμ. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Σημαντικές είναι, επίσης, και οι ποτάμιες μεταφορές με συνολικό μήκος περίπου 1.500 χλμ.
Μεγάλοι λιμένες είναι αυτοί της Αμβέρσας (Antwerp), της Μπριζ (Brugges), της Γάνδης (Gent) και της Οστάνδης (Ostend).
Το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας είναι το διεθνές αεροδρόμιο Βρυξελλών που βρίσκεται 13 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, στην περιοχή Ζάβεντεμ (Zaventem).
Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική στο Βέλγιο για τις ηλικίες από 7 έως 18 ετών. Το ποσοστό των νέων που συνεχίζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι υψηλό, ανερχόμενο περίπου στο 42% (στοιχεία του 2002).[17] Η Ευρωπαϊκή ένωση κατατάσσει την εκπαίδευση του Βελγίου στη 19η θέση παγκοσμίως, θέση σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. Το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλό, ανερχόμενο μόνο στο 1% του συνολικού πληθυσμού.
Λόγω θρησκευτικών διαφορών που ανέκυψαν κατά τη δεκαετία του '60 η εκπαίδευση είναι χωρισμένη σε δύο κλάδους: Ορισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ελέγχονται από την καθολική εκκλησία (αν και ο απώτερος έλεγχος παραμένει στην Πολιτεία) και άλλα υπάγονται στον άμεσο έλεγχο είτε της τοπικής αυτοδιοίκησης είτε της αντίστοιχης Περιφέρειας.
Η Βελγική πολιτιστική ζωή έχει την τάση να συγκεντρώνεται εντός της κάθε κοινότητας. Το κοινό στοιχείο είναι λιγότερο σημαντικό, καθώς δεν υπάρχουν δίγλωσσα πανεπιστήμια, εκτός από τη βασιλική στρατιωτική ακαδημία, κανένα κοινό μέσο ενημέρωσης και καμία κοινή, μεγάλη πολιτιστική ή επιστημονική οργάνωση όπου να εκπροσωπούνται και οι δύο βασικές κοινότητες. Πέρα από τις διαφορές αυτές το Βέλγιο είναι γνωστό για τις καλές τέχνες και την αρχιτεκτονική του.
(Αναφέρονται μόνον οι περισσότερο γνωστοί)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.