ο πρώτος Βασιλιάς των Βέλγων From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λεοπόλδος Α΄ (γερμ. Leopold I., 16 Δεκεμβρίου 1790 - 10 Δεκεμβρίου 1865) ήταν ο πρώτος Βασιλιάς των Βέλγων, που βασίλευσε από τον Ιούλιο του 1831 μέχρι το θάνατό του το 1865. Παρότι ήταν γιος του Φραγκίσκου της Σαξονίας-Κοβούργου-Ζάαλφελντ, εντάχθηκε στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ρωσίας και πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα όταν τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Σαξονία-Κοβούργο. Μετά την ήττα του Βοναπάρτη ο Λεοπόλδος εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου νυμφεύθηκε την Καρλόττα της Ουαλίας, κόρη του Γεωργίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Όταν η Καρλόττα απεβίωσε, μόλις ένα χρόνο μετά το γάμο τους, ο Λεοπόλδος συνέχισε να θεωρείται ευπρόσδεκτος στη Βρετανία.
Λεοπόλδος Α΄ | |
---|---|
Πίνακας του Λεοπόλδου Α΄ από τον Τζορτζ Ντο. | |
Περίοδος | 21 Ιουλίου 1831 – 10 Δεκεμβρίου 1865 |
Διάδοχος | Λεοπόλδος Β΄ |
Γέννηση | 16 Δεκεμβρίου 1790 Κάστρο Ίρενμπουργκ, Κοβούργο, Σαξονία-Κοβούργο-Ζάαλφεντ |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1865 (74 ετών) Λάκεν, Βρυξέλλες, Βέλγιο |
Τόπος ταφής | Εκκλησία της Παναγίας του Λάκεν |
Σύζυγος | Καρλόττα, Πριγκίπισσα της Ουαλίας (1816-1817) Λουίζα της Ορλεάνης (1832-1850) |
Επίγονοι | Λουδοβίκος Φίλιππος Λεοπόλδος Β΄ Φίλιππος Καρλόττα |
Πλήρες όνομα | |
Λεοπόλδος Γεώργιος Χριστιανός Φρειδερίκος Γερμανικά: Leopold Georg Christian Friedrich Γαλλικά: Léopold Georges Chrétien Frédéric Ολλανδικά: Leopold Joris Christiaan Frederik | |
Οίκος | Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκότα |
Πατέρας | Φραγκίσκος της Σαξονίας-Κοβούργου-Ζάαλφελντ |
Μητέρα | Αυγούστα Ρόυς του Έμπερντορφ |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Με το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης (1821–1830), οι Μεγάλες Δυνάμεις προσέφεραν στον Λεοπόλδο τον ελληνικό θρόνο, όμως εκείνος, παρά την αρχική του αποδοχή, τελικώς απέρριψε την πρότασή τους. Αντίθετα, αποδέχτηκε το 1831 τον θρόνο του νεοσύστατου βελγικού κράτους. Τόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις όσο και οι Βέλγοι πολιτικοί ενέκριναν την υποψηφιότητά του. Τελικά βασιλιάς της Ελλάδας ορίστηκε ο Όθων της Βαυαρίας.
Ο Λεοπόλδος ορκίστηκε Βασιλιάς των Βέλγων στις 21 Ιουλίου 1831, μια ημερομηνία που τιμάται έκτοτε ως Εθνική Ημέρα του Βελγίου. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από τις προσπάθειες των Ολλανδών να καταλάβουν το Βέλγιο και, αργότερα, από τον εσωτερικό πολιτικό διχασμό μεταξύ φιλελεύθερων και Καθολικών. Ως Προτεστάντης, ο Λεοπόλδος θεωρήθηκε φιλελεύθερος και ενθάρρυνε τον οικονομικό εκσυγχρονισμό του Βασιλείου, παίζοντας σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου και στην επακόλουθη εκβιομηχάνιση. Ως αποτέλεσμα των ασαφειών του Βελγικού Συντάγματος, ο Λεοπόλδος μπόρεσε να επεκτείνει μέχρι ένα σημείο τις βασιλικές του εξουσίες. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην καταστολή της Εξέγερσης του 1848 στη χώρα. Πέθανε το 1865 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λεοπόλδος Β΄.
Ο Λεοπόλδος Γεώργιος Χριστιανός Φρειδερίκος γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1790 στο Κοβούργο του γερμανικού Δουκάτου της Σαξονίας-Κόμπουργκ-Ζάαλφελντ, στο έδαφος της σημερινής Βαυαρίας. Ήταν ο μικρότερος γιος του Φραγκίσκου της Σαξονίας-Κοβούργου-Ζάαλφελντ και της κόμισσας Αυγούστας Ρόις του Έμπερσντορφ. Το 1826, το Δουκάτο απέκτησε την πόλη Γκότα από το γειτονικό Δουκάτο της Σαξονίας-Γκότα-Άλτενμπουργκ και παρέδωσε το Ζάαλφελντ στη Σαξονία-Μάινινγκεν, σχηματίζοντας τη Σαξονία-Κόμπουργκ-Γκότα.
Το 1797, σε ηλικία μόλις έξι ετών, ο Λεοπόλδος έλαβε τιμητικά το βαθμό του συνταγματάρχη στο Σύνταγμα Ιζμαϊλόφσκυ, που αποτελούσε μέρος του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού. Έξι χρόνια αργότερα, προήχθη στον βαθμό του υποστράτηγου.
Όταν τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν το Δουκάτο της Σαξονίας-Κόμπουργκ το 1806, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο Λεοπόλδος μετέβη στο Παρίσι όπου εντάχθηκε στην Αυτοκρατορική Αυλή του Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων του πρότεινε τη θέση του υπασπιστή του, αλλά ο Λεοπόλδος αρνήθηκε. Αντί αυτού, πήγε στη Ρωσία για να ξεκινήσει μια στρατιωτική σταδιοδρομία στο Αυτοκρατορικό Ρωσικό Ιππικό, το οποίο ήταν σε πόλεμο με τη Γαλλία εκείνη την εποχή. Συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον του Ναπολέοντα και διακρίθηκε στη Μάχη του Κουλμ, όντας επικεφαλής της μεραρχίας των θωρακοφόρων. Το 1815, χρονιά της τελικής ήττας του Ναπολέοντα, σε ηλικία μόλις 25 ετών είχε φτάσει στον βαθμό του αντιστράτηγου.
Το 1815 ο Λεοπόλδος έλαβε τη βρετανική υπηκοότητα. Στις 2 Μαΐου του 1816, νυμφεύθηκε την Καρλόττα της Ουαλίας στο Μέγαρο Κάρλτον του Λονδίνου. Η Καρλόττα ήταν το μόνο νόμιμο παιδί του Γεωργίου, Πρίγκηπα-Αντιβασιλέα (μετέπειτα Γεωργίου Δ΄), και κατείχε τη δεύτερη θέση για τη διαδοχή του βρετανικού θρόνου. Ο Γεώργιος έλπιζε ότι η Καρλόττα θα παντρευόταν τον Γουλιέλμο της Οράγγης (μετέπειτα Βασιλιά των Κάτω Χωρών), αλλά εκείνη έδειξε το ενδιαφέρον της προς τον Λεοπόλδο. Αν και αρχικά ο πατέρας της δεν συμφωνούσε, έκρινε ότι ο Λεοπόλδος ήταν σε θέση να κάνει την κόρη του ευτυχισμένη και γι' αυτό ενέκρινε το γάμο τους. Την ίδια χρονιά ο Λεοπόλδος έλαβε τιμητικά τον βαθμό του Στρατάρχη του Βρετανικού Στρατού και του Ιππότη του Τάγματος της Περικνημίδας. Το ζευγάρι έζησε αρχικά στο Μέγαρο Κάμελφορντ και αργότερα στο Μέγαρο Μάρλμπορω.[1] Ο Πρίγκηπας-Αντιβασιλέας αγόρασε ως γαμήλιο δώρο το Μέγαρο Κλαίρμοντ το 1816, το οποίο έγινε η μόνιμη κατοικία του ζεύγους.
Έχοντας υποστεί μία αποβολή, η Καρλόττα γέννησε ένα θνησιγενή γιο στις 5 Νοεμβρίου 1817. Την επόμενη μέρα πέθανε από επιπλοκές του τοκετού. Ο Λεοπόλδος καταρρακώθηκε και το βασίλειο κήρυξε εθνικό πένθος για την αγαπητή πριγκίπισσα. Παρά το θάνατο της Καρλόττας, ο Λεοπόλδος έλαβε τον τίτλο του πρίγκηπα του Ηνωμένου Βασιλείου. Εάν η σύζυγός του διαδεχόταν το θρόνο, ο ίδιος θα έπαιρνε τον τίτλο του Πρίγκηπα συζύγου, όπως συνέβη με τον ανιψιό του Αλβέρτο μερικά χρόνια αργότερα. Παρέμεινε στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνέχισε να κατοικεί στο Μέγαρο Κλαίρμοντ έως το 1831.
Από το 1828 έως το 1829 σύναψε σχέση με την Γερμανίδα ηθοποιό Καρολίνε Μπάουερ που έμοιαζε εκπληκτικά με την Καρλόττα. Ήταν εξαδέλφη του συμβούλου του, Βαρόνου Στόκμαρ, και στα απομνημονεύματά της ισχυρίστηκε ότι είχαν κάνει μοργανατικό γάμο, γεγονός που ο ξάδελφός της αρνήθηκε.
Στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφτηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, το Βασίλειο της Γαλλίας και τη Ρωσική Αυτοκρατορία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας και οριζόταν ότι ο Πρίγκιπας Λεοπόλδος της Σαξονίας-Κοβούργου θα λάμβανε το θρόνο του νέου βασιλείου.[2][3][4] Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου, ο Λεοπόλδος διαμήνυσε στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ότι ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί το θρόνο της Ελλάδας, όμως έθεσε ως όρο την επέκταση των ορίων των εδαφών του κράτους και οικονομική συνδρομή. Μετά την άρνηση των Ευρωπαίων επί των αιτημάτων του, ο Λεοπόλδος αποφάσισε να απορρίψει την πρόταση και με επιστολή που απεύθυνε προς τους Έλληνες ανέφερε ότι: «Δε συνάδει με το χαρακτήρα και τα αισθήματά μου να τεθώ επιβλητικά σε λαό που δε με θέλει και που θα με συνδέει συνειρμικά με τα αλύτρωτα εδάφη. Εφόσον δεν μπορώ να εγγυηθώ στους Έλληνες την ασφάλεια των εδαφών τους και την εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας σε μία μόνιμη και αξιοπρεπή βάση, δεν μπορώ να αποδεχθώ το θρόνο».[5][6]Βασιλιάς της Ελλάδας ορίστηκε ο δευτερότοκος γιός του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, Όθων.
Τον επόμενο χρόνο -και έχοντας κηρύξει ανεξαρτησία από την Ολλανδία στις 4 Οκτωβρίου 1830- το Κοινοβούλιο του νεοσύστατου κράτους του Βελγίου τού προσέφερε το θρόνο, τον οποίο αυτός δέχθηκε στις 26 Ιουνίου 1831. Στις 21 Ιουλίου του ίδιου έτους ορκίστηκε «Βασιλιάς των Βέλγων», ημέρα που έκτοτε είναι Εθνική Εορτή.
Λίγες ημέρες μετά την άνοδό του στο θρόνο, στις 2 Αυγούστου 1832, η Ολλανδία εισέβαλε στο Βέλγιο, ξεκινώντας την Εκστρατεία των Δέκα Ημερών. Αρχικά ο μικρός βελγικός στρατός γνώρισε την ήττα από τους Ολλανδούς. Αντιμέτωπος με ένα αδιέξοδο στο στρατιωτικό μέτωπο, ο Λεοπόλδος απεύθυνε έκκληση στους Γάλλους για στήριξη. Οι Γάλλοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τους Βέλγους και απέστειλαν τη Στρατιά του Βορρά που ανάγκασε τους Ολλανδούς να δεχτούν μια διπλωματική διαμεσολάβηση και να υποχωρήσουν στα προπολεμικά σύνορα. Οι συμπλοκές συνεχίστηκαν για οκτώ χρόνια, αλλά τον Απρίλιο του 1839, οι δύο χώρες υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία οι Ολλανδοί αναγνώριζαν την ανεξαρτησία του Βελγίου.
Ο Λεοπόλδος ήταν σε γενικές γραμμές δυσαρεστημένος με την εξουσία που λάμβανε βάση του συντάγματος και προσπάθησε να την επεκτείνει σε σημεία που το Σύνταγμα ήταν διφορούμενο ή ασαφές, ενώ γενικά απέφυγε τη συμμετοχή στην καθημερινή πολιτική σκηνή.[7]
Απεβίωσε στις 10 Δεκεμβρίου 1865 και τον διαδέχθηκε ο δευτερότοκος γιος του Λεοπόλδος Β΄.[8]
Ο Λεοπόλδος παντρεύτηκε 2 φορές:
1) Το 1816 νυμφεύθηκε την Καρλόττα, κόρη του Γεωργίου, Πρίγκηπα της Ουαλίας. Απέκτησαν ένα παιδί:
Η Καρλόττα πέθανε μία ημέρα μετά τη γέννα.
2) Το 1832 παντρεύτηκε τη Λουίζα της Ορλεάνης, κόρη του Λουδοβίκου Φιλίππου της Γαλλίας, και είχε τέκνα:
Είχε επίσης άλλα δύο παιδιά από την ερωμένη του, Αρκαντί Κλαρέ, που ονομάστηκε Βαρόνη του Έπινγκχοβεν:[9]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.