βασιλιάς των Φράγκων (768-814), ο πρώτος Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (800-814) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καρλομάγνος (Charlemagne, 2 Απριλίου 747 ή 748 – 28 Ιανουαρίου 814), γνωστός και ως Κάρολος ο Μέγας (Carolus ή Karolus Magnus) αριθμημένος ως Κάρολος Α΄, ήταν Βασιλιάς των Φράγκων (768 - 814) και ο πρώτος Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (800 - 814)[1]. Ήταν επίσης βασιλιάς της Ιταλίας από το 774 και από το 800 ο πρώτος αυτοκράτορας στη Δυτική Ευρώπη μετά την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν από τρεις αιώνες. Το εκτεταμένο Φραγκικό κράτος που ίδρυσε ονομάζεται Αυτοκρατορία των Καρολιδών (ή και Καρολίγγεια Αυτοκρατορία).
Μεγαλύτερος γιος του Πιπίνου του Βραχέος και της Μπερτράντα του Λον, γεννήθηκε πριν τον επίσημο γάμο των γονέων του[2] Ο Καρλομάγνος έγινε βασιλιάς το 768 μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αρχικά συμβασίλευε με τον αδελφό του Καρλομάνος Α΄. Ο ξαφνικός θάνατος του Καρλομάν το 771 κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες άφησε τον Καρλομάγνο ως αναμφισβήτητο κυβερνήτη του Φραγκικού Βασιλείου[3]. Ο Καρλομάγνος συνέχισε την πολιτική του πατέρα του προς τον παπισμό και έγινε προστάτης του, απομακρύνοντας τους Λομβαρδούς από την εξουσία στη βόρεια Ιταλία και ηγούμενος μιας εισβολής στη Μουσουλμανική Ισπανία. Εξεστράτευσε επίσης κατά των λαών στα ανατολικά του, εκχριστιανίζοντάς τους, επί ποινή θανάτου, με κατά καιρούς κατάληξη σε γεγονότα όπως η Σφαγή του Βέρντεν (4.500 Σαξόνων αιχμαλώτων στη σημερινή Κάτω Σαξονία). Ο Καρλομάγνος έφθασε στο απόγειο της δύναμής του το 800 όταν στέφθηκε «αυτοκράτορας» από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ την Ημέρα των Χριστουγέννων στην Παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Αποκαλούμενος «Πατέρας της Ευρώπης» (pater Europae), ο Καρλομάγνος ένωσε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[2]. Το κράτος του έδωσε ώθηση στην Καρολίγγεια Αναγέννηση, μια περίοδο πολιτιστικής και πνευματικής δραστηριότητας εντός της Καθολικής Εκκλησίας. Τόσο οι Γαλλικές όσο και οι Γερμανικές μοναρχίες θεωρούσαν τα βασίλειά τους απογόνους της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έβλεπε τον Καρλομάγνο με μεγάλη δυσπιστία επειδή υποστήριζε έντονα το Filioque. O πάπας από την άλλη πλευρά τον προτιμούσε απέναντι στην Ειρήνη την Αθηναία που κυβερνούσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι διαφορές αυτές έφεραν αργότερα ρήξη ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη και οδήγησαν στο Σχίσμα του 1054[4].
Ο Καρλομάγνος πέθανε το 814, έχοντας κυβερνήσει ως αυτοκράτορας για λίγο πάνω από δεκατρία χρόνια. Ετάφη στην αυτοκρατορική του πρωτεύουσα Άαχεν, στη σημερινή Γερμανία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λουδοβίκος ο Ευσεβής.
Ονομαζόταν Κάρολος (Charles στα Γαλλικά και Αγγλικά, Carolus στα Λατινικά) από τον παππού του, Κάρολο Μαρτέλο. Αργότερα Γάλλοι ιστορικοί τον ονόμασαν Charles le Magne (Κάρολος ο Μέγας), που έγινε Charlemagne στα Αγγλικά, μετά τη Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας. Το επίθετο Carolus Magnus χρησιμοποιείτο ευρέως, με αποτέλεσμα μεταφράσεις σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες. Έγινε γνωστός στα Γερμανικά ως Karl der Grosse, στα Ολλανδικά ως Karel de Grote, στα Δανικά ως Karl den Store, στα Ιταλικά ως Carlo Magno, στα Καταλανικά ως Carlemany, στα Ισπανικά ως Carlomagno, κ.λπ.
Τα επιτεύγματα του Καρόλου προσέδωσαν νέα σημασία στο όνομά του. Σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες η ίδια η λέξη για το «βασιλιάς» προέρχεται από το όνομά του. Π.χ. Πολωνικά: król, Ουκρανικά: король (κόρολ), Τσέχικα: král, Σλοβακικά: kráľ, Ουγγρικά: király, Λιθουανικά: karalius, Λετονικά: karalis, Ρωσικά: король, Βουλγαρικά: крал, Ρουμανικά: crai, Βοσνιακά: kralj, Σερβικά: краљ/kralj, Κροατικά: kralj, Τουρκικά: kral. Αυτή η εξέλιξη συμβαδίζει με εκείνη του ονόματος των Καισάρων στην αρχική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που έγινε μεταξύ άλλων κάιζερ και τσάρος[5].
Από τον 6ο αιώνα ο δυτικός Γερμανικός λαός των Φράγκων είχε εκχριστιανισθεί και η Φραγκία, κυβερνημένη από τους Μεροβίγγειους από την εποχή του Κλόβις Α΄ ήταν το ισχυρότερο από τα βασίλεια που διαδέχθηκαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[6][7]. Μετά τη Μάχη του Τερτρύ (687) όμως, οι Μεροβίγγειοι περιήλθαν σε κατάσταση αδυναμίας, για την οποία έχουν αποκληθεί rois faineants ("άπρακτοι βασιλιάδες"). Σχεδόν όλες οι κυβερνητικές εξουσίες κάθε μορφής ασκούνταν από τον επικεφαλής σύμβουλό τους, τον αυλάρχη του παλατιού.[8]
Το 687 ο Πεπίνος του Χέρσταλ, αυλάρχης του παλατιού της Αυστρασίας, έδωσε τέλος στη διαμάχη μεταξύ διάφορων βασιλιάδων και των αυλαρχών τους με τη νίκη του στο Τερτρύ και έγινε ο μοναδικός κυβερνήτης ολόκληρου του Φραγκικού βασιλείου.[9] Ο Πεπίνος ο ίδιος ήταν εγγονός δύο από τις σημαντικότερες μορφές του Βασιλείου της Αυστρασίας, του Αγίου Αρνούλφου του Μετς και του Πεπίνου του Λάντεν.[10] Τον Πεπίνο του Χέρσταλ διαδέχθηκε τελικά ο νόθος γιος του Κάρολος, αργότερα γνωστός ως Κάρολος Μαρτέλος ή Κάρολος ο Σφυροκόπος.[11]
Μετά το 737 ο Κάρολος κυβέρνησε τους Φράγκους χωρίς βασιλιά στον θρόνο, αλλά αρνήθηκε να ονομαστεί ο ίδιος βασιλιάς. Τον Κάρολο διαδέχθηκαν το 741 οι γιοί του Καρλομάν και Πιπίνος ο Βραχύς, ο πατέρας του Καρλομάγνου. Για να συγκρατήσουν τις αποσχιστικές τάσεις στην περιφέρεια του βασιλείου, το 743 τα αδέρφια τοποθέτησαν στον θρόνο το Χιλδέριχο Γ΄, που έμελλε να είναι ο τελευταίος Μεροβίγγειος βασιλιάς. Μετά την παραίτηση του Καρλομάν από το αξίωμά του το 746 για να μπει στην εκκλησία, κατά προτίμησή του ως μοναχός, ο Πιπίνος έφερε το ζήτημα της βασιλείας στον Πάπα Ζαχαρία, ρωτώντας αν ήταν λογικό για ένα βασιλιά να μην έχει βασιλική εξουσία. Ο πάπας εξέδωσε την απόφασή του το 749. Όριζε ότι ήταν καλύτερο ο Πιπίνος, που είχε τις εξουσίες του υψηλού αξιώματος ως Αυλάρχης, να ονομαστεί βασιλιάς, έτσι ώστε να μη συγχέεται η ιεραρχία. Ως εκ τούτου τον διέταξε να γίνει πραγματικός βασιλιάς.[12]
Το 750 ο Πιπίνος εξελέγη από μια συνέλευση των Φράγκων, χρίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο και πρόβαλε στο γραφείο του βασιλιά. Χαρακτηρίζοντας τον Χιλδέριχο Γ΄ ως "ψευδοβασιλιά" ο Πάπας τον υποχρέωσε να κλειστεί σε μοναστήρι. Έτσι η Μεροβίγγεια δυναστεία αντικαταστάθηκε από την Καρολίγγεια, που πήρε το όνομά της από τον πατέρα του Πιπίνου, Κάρολο Μαρτέλο. Το 753 ο Πάπας Στέφανος Β΄ κατέφυγε από την Ιταλία στη Φραγκία, κάνοντας έκκληση για τα δικαιώματά του πάνω στον Άγιο Πέτρο στον Πιπίνο. Υποστηρίχθηκε στην έκκληση του αυτή από τον Καρλομάν, αδερφό του Πιπίνου. Σε αντάλλαγμα ο Πάπας μπορούσε να παράσχει μόνο νομιμοποίηση, πράγμα που έκανε χρίζοντας και επικυρώνοντας πάλι τον Πιπίνο, προσθέτοντας αυτή τη φορά τους δύο νεαρούς γιους του Κάρολους και Καρλομάν στη βασιλική κληρονομιά, κληρονόμους τώρα του μεγάλου βασιλείου, που ήδη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. To 754 ο Πιπίνος δέχτηκε την πρόταση του Πάπα να επισκεφτεί την Ιταλία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του Αγίου Πέτρου, διαπραγματευόμενος με επιτυχία με τους Λομβαρδούς.[12][13]
Υπό τους Καρολίγγειους το Φραγκικό βασίλειο εξαπλώθηκε και κάλυψε μια περιοχή, που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, και η διαίρεσή του αποτέλεσε τη βάση της σημερινής Γαλλίας και Γερμανίας. Οι θρησκευτικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις, που προήλθαν από την κεντρικά τοποθετημένη Φραγκία, άφησαν καθοριστικό αποτύπωμα στο σύνολο της Ευρώπης.
Η πιθανότερη χρονολογία γέννησης του Καρλομάγνου ανακτάται από πολλές πηγές. Η χρονολογία του 742 - υπολογιζόμενη από τον χρόνο θανάτου κατά τον Άινχαρντ (Φράγκος λόγιος και αυλικός, 775-840) Ιανουάριο 814, στην ηλικία των 72 - είναι προγενέστερη του γάμου των γονέων του το 744. Το έτος που δίνεται στα Annales Petaviani, 747, είναι ίσως πιθανότερο, με τη διαφορά ότι έρχεται σε αντίθεση με τον Άινχαρντ και ορισμένες άλλες πηγές, εμφανίζοντας τον Καρλομάγνο λιγότερο από εβδομήντα ετών κατά τον θάνατό του. Η ημερομηνία 2 Απριλίου καθορίζεται από ένα χρονικό του Αβαείου του Λορς (Γερμανία).[14]
Το 747 τη μέρα αυτή έπεφτε το Πάσχα, μια σύμπτωση που θα επισημαινόταν από τους χρονικογράφους, πράγμα που δεν έγινε.[15] Αν το Πάσχα χρησιμοποιείτο ως αρχή του ημερολογιακού έτους, τότε η 2 Απριλίου 747 θα μπορούσε να ήταν, με σύγχρονους υπολογισμούς, η 2 Απριλίου 748 (που δεν έπεφτε Πάσχα). Η ημερομηνία που υποστηρίζεται από τα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία είναι η 2 Απριλίου 742, βασισμένη στο ότι ο Καρλομάγνος είχε περάσει τα εβδομήντα όταν πέθανε.[14][16] Η ημερομηνία αυτή φαίνεται να στηρίζει την ιδέα ότι ο Καρλομάγνος γεννήθηκε νόθος, κάτι που πάντως δεν αναφέρεται από τον Άινχαρντ. Ο Πεπίνος και η Βερτράδα φαίνεται βρίσκονταν σε μια κατάσταση παράνομου γάμου την εποχή που γεννήθηκε ο Καρλομάγνος, παντρεύτηκαν μετά το 744.[16][17]
Είναι άγνωστη η ακριβής γενέτειρα του Καρολομάγνου, αν και οι ιστορικοί έχουν προτείνει το Άαχεν στη σημερινή Γερμανία και τη Λιέγη (Χέρσταλ) στο σημερινό Βέλγιο ως πιθανούς τόπους.[18] Το Άαχεν και η Λιέγη είναι κοντά στην περιοχή από την οποία προέρχονταν οι οικογένειες τόσο των Μεροβιγγείων όσο και των Καρολιγγείων. Έχουν προταθεί και άλλες πόλεις, μεταξύ αυτών οι Ντύρεν (Β.Ρηνανία-Βεστφαλία), Γκάουτιγκ (Βαυαρία), Μύρλενμπαχ (Ρηνανία-Παλατινάτο) και Πρυμ (Ρηνανία-Παλατινάτο).[19] Δεν υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία για το ποια είναι η σωστή υποψήφια. Ο Καρλομάγνος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Πιπίνου του Βραχύ (714 - 24 Σεπτεμβρίου 768, βασίλεψε από το 751) και της συζύγου του Μπερτράντα του Λον (720 - 12 Ιουλίου 783), κόρης του Χαριβέρτου κόμη του Λον και της Βερτράδης της Κολονίας. Σε αρχεία κατονομάζονται ως νεότερα αδέλφια του ο Καρλομάνος Α΄ και η Γκιζέλα των Φράγκων και τρία παιδιά που πέθαναν μικρά: Πιπίνος, Χροθαίδα και Αδελαΐδα. Το γεγονός ότι γεννήθηκε πριν τον γάμο των γονέων του δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από τη διαδοχή.[20][21][22]
Ο Άινχαρντ αναφέρει: "Θα ήταν πιστεύω ανοησία να γράψει κανείς έστω και μια λέξη, που να αφορά τη γέννηση και τη βρεφική, ή ακόμη και την παιδική ηλικία του Καρλομάγνου, διότι δεν έχει τίποτε ποτέ γραφτεί για το θέμα αυτό και δεν υπάρχει κανένας ζωντανός, που να μπορεί να δώσει πληροφορίες. Κατά συνέπεια αποφάσισα να το προσπεράσω ως άγνωστο και να προχωρήσω αμέσως να ασχοληθώ με τον χαρακτήρα του, το έργο του, όπως και άλλα γεγονότα της ζωής του αξιόλογα και ξεκινώντας να δώσω πρώτα μια περιγραφή του έργου του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, κατόπιν του χαρακτήρα και των στόχων του και τελευταία της διακυβέρνησης και του θανάτου του, μην παραλείποντας ό,τι αξίζει ή είναι ανάγκη να γνωρίζουμε".[23]
Οι ισχυρότεροι αξιωματούχοι του Γαλλικού λαού, ο Αυλάρχης του Παλατιού (Μαγιορδόμος) και ένας ή περισσότεροι βασιλιάδες (rex, reges), διορίζονταν με εκλογή από τον λαό, για την ακρίβεια δεν διεξάγονταν κανονικές εκλογές, αλλά γινόταν ότι απαιτείτο για να εκλεγούν αξιωματούχοι ad quos summa imperii pertinebat ("στους οποίους ανήκαν τα ανώτερα κρατικά ζητήματα"). Προφανώς προσωρινές αποφάσεις μπορούσαν να παρθούν από τον Πάπα, που τελικά έπρεπε να επικυρωθούν από μια συνέλευση του λαού, που συνερχόταν μια φορά τον χρόνο.[24]
Πριν εκλεγεί βασιλιάς το 750, ο Πιπίνος ο Βραχύς ήταν αρχικά Αυλάρχης, αξίωμα που κατείχε "οιονεί κληρονομικά" (velut hereditario fungebatur). Ο Άινχαρντ εξηγεί ότι η "τιμή" συνήθως "δινόταν από τον λαό" στους διακεκριμένους, αλλά ο Πιπίνος ο Βραχύς και ο αδελφός του Καρλομάν ο Σοφός τον πήραν οιονεί κληρονομικά, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του Κάρολος Μαρτέλος. Υπήρχε όμως κάποια ασάφεια σχετικά με την οιονεί κληρονομικότητα. Το αξίωμα αντιμετωπιζόταν ως κοινή περιουσία: μια Αυλαρχία κατεχόμενη από δύο αδέρφια από κοινού.[25] Ο καθένας τους όμως είχε τη δική του γεωγραφική δικαιοδοσία. Όταν ο Καρλομάν αποφάσισε να παραιτηθεί, γινόμενος τελικά Βενεδικτίνος στο Μόντε Κασίνο, το ζήτημα της διάθεσης του οινεί μεριδίου του κανονίστηκε από τον Πάπα, που μετέτρεψε την Αυλαρχία σε Βασίλειο και ανέθεσε την κοινή περιουσία στον Πιπίνο, που τώρα είχε το πλήρες δικαίωμα να το μεταβιβάσει κληρονομικά.[26][27]
Η απόφαση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Καρλομάν είχε συναινέσει στην προσωρινή παραχώρηση του δικού του μεριδίου, που σκόπευε να περάσει στον γιο του Ντρόγκο, όταν η κληρονομιά θα διευθετείτο μετά από κάποιο θάνατο. Με την απόφαση του Πάπα, στην οποία έβαλε το χέρι του ο Πιπίνος, ο Ντρόγκο θα αποκλειόταν από κληρονόμος, υπέρ του εξαδέλφου του Καρόλου. Ο Ντρόγκο επαναστάτησε κατά της απόφασης και συνέπραξε με τον Γκρίφο, ετεροθαλή αδελφό του Πιπίνου και του Καρλομάν, που του είχε δοθεί μερίδιο από τον Κάρολο Μαρτέλο, αλλά το αποστερήθηκε και κρατήθηκε χαλαρά υπό σύλληψη από τους αδερφούς του, μετά μια απόπειρα να πάρε και τα δικά τους μερίδια με στρατιωτική δράση. Όλα τέλειωσαν το 753. Ο Γκρίφο έχασε τη ζωή του στη Μάχη του Σεν Ζαν ντε Μοριέν, ενώ ο Ντρόγκο καταδιώχθηκε και φυλακίστηκε.[28]
Με τον θάνατο του Πιπίνου, 24 Σεπτεμβρίου 768, το βασίλειο πέρασε από κοινού στους γιους του "με θεία συναίνεση" (divino nutu).[29] Σύμφωνα με τη Ζωή΄ ο Πιπίνος πέθανε στο Παρίσι. Οι Φράγκοι "σε γενική συνέλευση" (generali conventu) έδωσαν και στους δύο τον βαθμό του βασιλιά αλλά "διαμοίρασαν το όλο σώμα του βασιλείου ισότιμα" (totum regni corpus ex aequo partirentur). Τα Χρονικά λένε μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή. Ο βασιλιάς πέθανε στο Σαιν Ντενί, που και αυτό είναι πάντως στο Παρίσι.[30] Οι δύο "άρχοντες" (domni) "ανέβηκαν στη βασιλεία" (elevati sunt in regnum). Ο Κάρολος στις 9 Οκτωβρίου στο Νουαγιόν και ο Καρλομάν σε απροσδιόριστη ημερομηνία στο Σουασόν. Αν είχε γεννηθεί το 742, ο Κάρολος ήταν 26 ετών, αλλά είχε συμμετάσχει επί πολλά χρόνια σε εκστρατείες ως δεξί χέρι του πατέρα του, πράγμα ίσως που τον βοήθησε να αποκτήσει τις στρατιωτικές του ικανότητες. Ο Καρλομάν ήταν 17 ετών.
Η διατύπωση και στις δύο περιπτώσεις δείχνει ότι δεν υπήρχαν δύο κληρονομιές, που θα είχαν δημιουργήσει διακριτούς βασιλιάδες κυβερνώντας διακριτά βασίλεια, αλλά μία ενιαία κληρονομιά και ένα κοινό βασίλειο, κατεχόμενο από δύο ίσους βασιλιάδες, τον Κάρολο και τον αδελφό του Καρλομάν. Όπως και πριν ανατέθηκαν διακριτές αρμοδιότητες. Ο Κάρολος έλαβε το αρχικό μερίδιο του πατέρα του ως Αυλάρχη: τα εξωτερικά μέρη του βασιλείου, που συνόρευαν με τη θάλασσα, ονομαστικά τη Νευστρία, τη δυτική Ακουιτανία και τα Βόρεια τμήματα της Αυστράσιας, ενώ στον Καρλομάν ανατέθηκε το παλιό μερίδιο του θείου του, τα εσωτερικά μέρη: η νότια Αυστρασία, η Σεπτιμανία, η ανατολική Ακουιτανία, η Βουργουνδία, η Προβηγκία και η Σουηβία, χώρες που συνόρευαν με την Ιταλία. Το ζήτημα αν αυτές οι χώρες ήταν κοινά μερίδια που επανέρχονταν στον άλλο αδελφό αν ο ένας πέθαινε ή κληρονομούμενη ιδιοκτησία, που μεταβιβαζόταν στους απογόνους του αδελφού που πέθαινε, ποτέ δεν διευθετήθηκε οριστικά από τον Φραγκικό λαό. Αυτό εμφανίστηκε επανειλημμένα τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι που οι εγγονοί του Καρλομάγνου δημιούργησαν ξεχωριστά κυρίαρχα βασίλεια.
Η κληρονομιά χώρων πρώην υπό το Ρωμαϊκό δίκαιο δεν σήμαινε μόνο μεταβίβαση περιουσίας και προνομίων αλλά επίσης βαρών και υποχρεώσεων, που συνδέονταν με την κληρονομιά. Ο Πιπίνος όταν πέθανε είχε ξεκινήσει την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας, δύσκολο έργο. "Εκείνη την εποχή η απλή δημιουργία ενός βασιλείου από τη συσσωμάτωση μικρών κρατών δεν ήταν μεγάλη δυσκολία ... Αλλά η διατήρηση του κράτους ενωμένου μετά τη δημιουργία του ήταν κολοσσιαίο έργο ... Καθένα από τα μικρότερα κράτη ...είχε το δικό του μικρό κυρίαρχο ...που ...επιδιδόταν κυρίως ...σε συνωμοσίες, λεηλασίες και πολέμους".
Η Ακουιτανία υπό τη Ρώμη ήταν στη νότια Ακουιτανία, εκρωμαϊσμένη και μιλώντας μια Ρομανική γλώσσα. Ομοίως η Ισπανία κατοικείτο παλιότερα από λαούς που μιλούσαν διάφορες γλώσσες, περιλαμβανομένης της Κελτικής, αλλά η περιοχή κατοικείτο τώρα εξ ολοκλήρου από ομιλούντες Ρομανικές γλώσσες. Μεταξύ Ακουιτανίας και Ισπανίας ήταν οι Εουσκαλντουνάκ, εκλατινισμένοι σε Βάσκους, που ζούσαν στη χώρα των Βάσκων, Βασκονία, που εκτεινόταν.[31] Σύμφωνα με την κατανομή των τοπωνυμίων που αποδίδονται στους Βάσκους, περισσότερο στα δυτικά Πυρηναία αλλά και νοτιότερα μέχρι τον άνω Εβρο Ποταμό της Ισπανίας και βορειότερα μέχρι τον Γαρούνα ποταμό στη Γαλλία.[32] Το Γαλλικό όνομα Γασκώνη προέρχεται από το Βασκονία. Οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατάφεραν να υποτάξουν ολοκληρωτικά τη Βασκονία. Τα μέρη στα οποία το πέτυχαν, όπου ίδρυσαν τις πρώτες πόλεις της περιοχής, ήταν πηγές λεγεώνων για τον Ρωμαϊκό στρατό, πολύτιμων για τις πολεμικές τους ικανότητες. Σύνορο με την Ακουιτανία ήταν η Τουλούζη.
Γύρω στα 660 το Δουκάτο της Γασκώνης ενώθηκε με το Δουκάτο της Ακουιτανίας για να αποτελέσουν ένα ενιαίο βασίλειο, υπό το Φελίξ της Ακουιτανίας, που κυβερνούσε από την Τουλούζη. Επρόκειτο για συμβασιλεία με ένα 28χρονο Βάσκο βασιλιά, το Λούπους Α΄, το όνομα του μεταφράζεται στα Λατινικά ως "λύκος".[33] Το βασίλειο ήταν κυρίαρχο και ανεξάρτητο. Αφενός η Βασκονία εγκατέλειψε την επιθετικότητα για να γίνει παίκτης στο πεδίο της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Αφετέρου όποιες συμφωνίες και αν είχε κάνει ο Φελίξ με τους αδύναμους Μεροβίγγειους ήταν άκυρες και ανίσχυρες. Με τον θάνατο του Φελίξ το 670 η κυριότητα της βασιλείας πέρασε εξ ολοκλήρου στο Λούπους. Καθώς οι Βάσκοι δεν είχαν δίκαιο κοινής κληρονομιάς αλλά ακολουθούσαν την πρωτοτοκία, ο Λούπους ίδρυσε μια κληρονομική δυναστεία Βάσκων βασιλιάδων μιας διευρυμένης Ακουιτανίας.[34]
Τα Λατινικά χρονικά για το τέλος της Βησιγοτθικής Ισπανίας αφήνουν πολλά κενά για θέματα όπως ο προσδιορισμός των χαρακτήρων, η συμπλήρωση των ελλείψεων και η αναίρεση πολλών αντιφάσεων.[35] Οι πηγές των Σαρακηνών (Μουσουλμανικές) πηγές όμως παρουσιάζουν μια πιο συνεκτική εικόνα, όπως το Ταρίκ ιφτιτάχ αλ-Ανταλούζ ("Ιστορία της Κατάκτησης της Ανδαλουσίας") του Ιμπν αλ-Κουτίγια (ένα όνομα που σημαίνει "ο γιος της Γότθισσας" και αναφέρεται στην εγγονή του τελευταίου βασιλιά όλης της Βησιγοτθικής Ισπανίας, που παντρεύτηκε ένα Σαρακηνό). Ο Ιμπν αλ-Κουτίγια, που είχε άλλο, πολύ μακρύτερο όνομα, πρέπει να στηρίζεται σε κάποιο βαθμό στην οικογενειακή προφορική παράδοση.
Σύμφωνα με τον Ιμπν αλ-Κουτίγια, ο τελευταίος Βησιγότθος βασιλιάς της ενωμένης Ισπανίας πέθανε πριν ενηλικιωθούν οι τρεις γιοί του Αλμούνοδος, Ρομύλος και Αρνταμπαστ.[36] Η μητέρα τους ήταν αντιβασιλέας στο Τολέδο, αλλά ο Ρόντερικ, αρχηγός του στρατού, οργάνωσε μια εξέγερση, καταλαμβάνοντας την Κόρδοβα. Από όλες τις πιθανές λύσεις επέλεξε να αναθέσει στους τρεις κληρονόμους κοινή διοίκηση πάνω σε ξεχωριστές περιοχές. Αποδείξεις κάποιας μορφής διαίρεσης μπορούν να βρεθούν στην κατανομή κερμάτων με το όνομα κάθε βασιλιά και στους βασιλικούς καταλόγους.[37] Ο Ρόντερικ διαδέχθηκε τον Ουιτίζα, που βασίλεψε επτάμισι χρόνια, και τον Ρόντερικ διαδέχθηκε κάποιος Ακίλα, που βασίλεψε τριάμισι χρόνια. Αν οι βασιλείες και των δύο τερματίστηκαν με την εισβολή των Σαρακηνών, τότε ο Ρόντερικ φαίνεται να είχε βασιλέψει λίγα χρόνια πριν την ενηλικίωση του Ακίλα. Το βασίλειο του δεύτερου τοποθετείται με βεβαιότητα στα βορειοανατολικά, ενώ ο Ρόντερικ φαίνεται να είχε πάρει το υπόλοιπο, κυρίως την Πορτογαλία.
Οι Σαρακηνοί διέσχισαν τα βουνά για να διεκδικήσουν τη Σεπτιμάνια του Αρντό, μόνο για να αντιμετωπίσουν τη Βασκική δυναστεία της Ακουιτανίας, παντοτινή σύμμαχο των Γότθων. Ο Όντο ο Μέγας της Ακουιτανίας νίκησε αρχικά στη Μάχη της Τουλούζης το 721.[38] Τα στρατεύματα των Σαρακηνών συνέρρευσαν σταδιακά στη Σεπτιμάνια και το 732 προέλασαν στη Βασκονία και ο Όντο νικήθηκε στη Μάχη του Ποταμού Γαρούνα. Πήραν το Μπορντό και προχωρούσαν προς την Τουρ, οπότε ο Όντο, ανίσχυρος να τους σταματήσει, έκανε έκκληση στο μεγαλύτερο εχθρό του Κάρολο Μαρτέλο, αυλάρχη των Φράγκων. Σε μια από τις πρώτες αστραπιαίες επεμβάσεις, για τις οποίες οι Καρολίγγειοι βασιλιάδες έγιναν διάσημοι, ο Κάρολος και ο στρατός του εμφανίστηκαν στον δρόμο των Σαρακηνών, μεταξύ Τουρ και Πουατιέ, και στη Μάχη του Πουατιέ έθεσαν τέλος στην προέλαση των Σαρακηνών στην Ευρώπη. Οι Μαυριτανοί ηττήθηκαν τόσο αποφασιστικά στη Ναρμπόνη (737) και στην Ντωφινέ (740), ώστε υποχώρησαν πέρα από τα βουνά και δεν ξαναγύρισαν ποτέ αφήνοντας τη Σεπτιμάνια, που έγινε τμήμα της Φραγκίας. Ο Όντο έπρεπε επίσης να πληρώσει το τίμημα της ενσωμάτωσης στο βασίλειο του Καρόλου, απόφαση απεχθής για τον ίδιο και τους διαδόχους του.[39] [40]
Μετά τον θάνατο του Όντο ο γιος του Χούναλντ συμμάχησε με την ελεύθερη Λομβαρδία. Όμως ο Όντο είχε ασαφώς από κοινού αφήσει το βασίλειο και στους δύο γιους του, Χούναλντ και Χάτο. Ο δεύτερος, πιστός στη Φραγκία, στράφηκε σε πόλεμο κατά του αδελφού του για το σύνολο της κληρονομιάς. Αφού νίκησε, ο Χούναλντ τύφλωσε και φυλάκισε τον αδελφό του, αλλά μετά από τύψεις συνειδήσεως παραιτήθηκε και έγινε μοναχός για να εξιλεωθεί, σύμφωνα με Καρολίγγειες πηγές.[41] Ο γιος του Ουάιφερ τον διαδέχθηκε νέος, γινόμενος δούκας της Ακουιτανίας, και επικύρωσε τη συμφωνία με τη Λομβαρδία. Ο Ουάιφερ αποφάσισε να την τιμήσει, σεβόμενος την απόφαση του πατέρα του, πράγμα που δικαιολόγησε υποστηρίζοντας ότι οποιεσδήποτε συμφωνίες με τον Κάρολο Μαρτέλο ήταν άκυρες μετά τον θάνατό του Κάρολου Μαρτέλου. Καθώς η Ακουιτανία ήταν τώρα κληρονομιά του Πιπίνου, ο τελευταίος και ο γιος του, ο νεαρός Κάρλος, κυνήγησαν τον Ουάιφερ, που κατέφυγε σε κλεφτοπόλεμο, και τον εκτέλεσαν.[42] Μεταξύ των σωμάτων του Φραγκικού στρατού ήταν Βαυαροί υπό τον Τασίλο Γ΄, Δούκα της Βαυαρίας, έναν Αγκιλόλοφιγκ, της κληρονομικά βασιλικής Βαυαρικής οικογένειας. Ο Γκρίφο είχε αυτοαναγορευθεί Δούκας της Βαυαρίας, αλλά ο Πιπίνος τον αντικατέστησε με ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας ενώ ήταν ακόμη παιδί, τον Τασίλο, του οποίου είχε γίνει προστάτης μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η πίστη των Αγκιλόλοφιγκ ήταν μονίμως υπό αίρεση, αλλά ο Πιπίνος απέσπασε πολλούς όρκους πίστης από τον Τασίλο. Όμως ο τελευταίος είχε παντρευτεί τη Λιουτπέργκη, κόρη του Ντεζιντέριους, βασιλιά της Λομβαρδίας. Σε ένα κρίσιμο σημείο της εκστρατείας ο Τασίλο με όλους τους Βαυαρούς του εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Μακριά πια από τον Πιπίνο αποκήρυξε κάθε πίστη προς τη Φραγκία.[43] Ο Πιπίνος δεν μπόρεσε να αντιδράσει, καθώς αρρώστησε και λίγες εβδομάδες μετά την εκτέλεση του Ουάιφερ πέθανε και ο ίδιος.
Το πρώτο γεγονός της βασιλείας των αδερφών ήταν η εξέγερση των Ακουιτανών και των Γασκόνων, το 769, στην περιοχή που είχε διαμοιρασθεί μεταξύ των δύο βασιλιάδων. Πριν ένα χρόνο ο Πιπίνος είχε τελικά νικήσει τον Ουάιφερ, Δούκα της Ακουιτανίας, μετά από ένα δεκαετή καταστροφικό πόλεμο κατά της Ακουιτανίας. Τώρα κάποιος Χούναλντ (κατά τα φαινόμενα διαφορετικός του συνώνυμου δούκα) οδήγησε τους Ακουιτανούς βόρεια μέχρι το Ανγκουλέμ. Ο Κάρολος συναντήθηκε με τον Καρλομάν, αλλά ο Καρλομάν αρνήθηκε να συμμετέχει και επέστρεψε στη Βουργουνδία. Ο Κάρολος ξεκίνησε πόλεμο, οδηγώντας στρατό στο Μπορντό, όπου εγκατέστησε ένα οχυρό στο Φρονζάκ. Ο Χούναλντ αναγκάστηκε να καταφύγει στην αυλή του Δούκα Λούπους Β΄ της Γασκόνης. Ο Λούπους, φοβούμενος τον Κάρολο, με αντάλλαγμα την ειρήνη πρόδωσε το Χούναλντ, που κλείστηκε σε μοναστήρι. Οι Κασκόνοι άρχοντες επίσης παραδόθηκαν και η Ακουιτανία και η Γασκόνη υποτάχθηκαν τελικά πλήρως στους Φράγκους.
Τα αδέρφια διατήρησαν χλιαρές σχέσεις με τη βοήθεια της μητέρας τους Βερτράδης, αλλά το 770 ο Κάρολος υπέγραψε μια συνθήκη με το Δούκα Τασίλο Γ΄ της Βαυαρίας και παντρεύτηκε μια Λομβαρδή πριγκίπισσα (σήμερα κοινώς γνωστή ως Δεζιδεράτα), κόρη του βασιλιά Ντεζιντέριους, για να περικυκλώσει τον Καρλομάν με τους δικούς του συμμάχους. Αν και ο Πάπας Στέφανος Γ΄ αρχικά αντιτάχθηκε στον γάμο με τη Λομβαρδή πριγκίπισσα, σύντομα δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από μια Φραγκο-Λομβαρδική συμμαχία.
Λιγότερο από ένα χρόνο μετά τον γάμο του ο Κάρολος έδιωξε τη Δεζιδεράτα και παντρεύτηκε αμέσως μια 13χρονη Σουηβή, ονόματι Χίλντεγκαρντ. Η διωγμένη Δεζιδεράτα επέστρεψε στην αυλή του πατέρα της στην Παβία. Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της και μετά χαράς θα συμμαχούσε με τον Καρλομάν για να νικήσουν τον Κάρολο. Πριν όμως προλάβουν να ξεκινήσουν ανοιχτές εχθροπραξίες, ο Καρλομάν πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 771, όπως φαίνεται από φυσικά αίτια. Η χήρα του Καρλομάν Γερβέργη κατέφυγε στην αυλή του Ντεζιντέριους στη Λομβαρδία με τους γιους της για προστασία.
Κατά την ανάρρησή του το 772 ο Πάπας Αδριανός Α΄ απαίτησε την επιστροφή ορισμένων πόλεων του πρώην Εξαρχάτου της Ραβέννας σύμφωνα με μια υπόσχεση κατά την άνοδο στον θρόνο του Ντεζιντέριους. Αντίθετα ο Ντεζιντέριους κατέλαβε μερικές παπικές πόλεις και εισέβαλε στην Πεντάπολη (νότιες πόλεις του Εξαρχάτου της Ραβέννας), βαδίζοντας προς τη Ρώμη. Ο Αδριανός έστειλε πρέσβεις στον Καρλομάγνο το φθινόπωρο, ζητώντας του να εφαρμόσει τις πολιτικές του πατέρα του, Πιπίνου. Ο Νταζινέριους έστειλε τους δικούς του πρέσβεις απορρίπτοντας τις κατηγορίες του πάπα. Οι πρέσβεις και των δύο πλευρών συναντήθηκαν στην Τιονβίλ και ο Καρλομάγνος πήρε το μέρος του πάπα. Ο Καρλομάγνος απαίτησε ότι είχε ζητήσει ο πάπας, αλλά ο Ντεζιντέριους ορκίστηκε να μη συμμορφωθεί ποτέ. Ο Καρλομάγνος και ο θείος του Βερνάρδος διέσχισαν τις Άλπεις το 773 και απώθησαν τους Λομβαρδούς μέχρι την Παβία, που στη συνέχεια πολιόρκησαν.[44] Ο Καρλομάγνος άφησε προσωρινά την πολιορκία για να ασχοληθεί με τον Αδάλγη, γιο του Ντεζιντέριους, που συγκέντρωνε στρατό στη Βερόνα. Ο νεαρός πρίγκιπας καταδιώχθηκε μέχρι τις ακτές της Αδριατικής και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη να επικαλεστεί βοήθεια από τον Κωνσταντίνο Ε΄, που πολεμούσε με τη Βουλγαρία.[27] [45]
Η πολιορκία διήρκεσε μέχρι την άνοιξη του 774, οπότε ο Καρλομάγνος επισκέφθηκε τον πάπα στη Ρώμη. Εκεί επικύρωσε τις εδαφικές παραχωρήσεις που είχαν γίνει προς τον πατέρα του, με κάποια μεταγενέστερα χρονικά να υποστηρίζουν - εσφαλμένα - ότι τις επεξέτεινε με την παραχώρηση της Τοσκάνης, της Αιμιλίας, της Βενετίας και της Κορσικής. Ο πάπας του απένειμε τον τίτλο του πατρίκιου΄΄.[46] Κατόπιν επέστρεψε στην Παβία, όπου οι Λομβαρδοί ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Με αντάλλαγμα τη ζωή τους παραδόθηκαν και άνοιξαν τις πύλες την αρχή του καλοκαιριού. Ο Ντεζιντέριους κλείστηκε στο αβαείο του Κορμπί και ο γιος του Αδάλγης πέθανε στην Κωνσταντινούπολη ως πατρίκιος. Ο Κάρολος, πράγμα που δε συνήθιζε, στέφθηκε με το Σιδηρό Στέμμα (της Λομβαρδίας) και υποχρέωσε τους άρχοντες της Λομβαρδίας να του αποδώσουν φόρο τιμής στην Παβία. Μόνο ο Δούκας Αρέτσης Β΄ του Μπενεβέντο αρνήθηκε να υποταχθεί και ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Έτσι ο Καρλομάγνος έγινε κύριος της Ιταλίας ως βασιλιάς των Λομβαρδών. Άφησε την Ιταλία με μια φρουρά στην Παβία και μερικούς Φράγκους κόμητες στη θέση του.
Παρόλα αυτά στην Ιταλία υπήρχε αστάθεια, Το 776 οι Δούκες Χρόντγκραουντ του Φρίουλι και Χίλντεπραντ του Σπολέτο επαναστάτησαν. Ο Καρλομάγνος επέστρεψε ορμητικά από τη Σαξονία και νίκησε σε μάχη το δούκα του Φρίουλι, που σκοτώθηκε.[27] Ο δούκας του Σπολέτο συνθηκολόγησε. Ο συν-συνωμότης Αρέτσης δεν υποτάχθηκε και ο Αδάλγης, ο εκπρόσωπος τους στο Βυζάντιο δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Η Βόρεια Ιταλία ήταν πλέον πιστή στον Καρλομάγνο.
Το 787 ο Καρλομάγνος έστρεψε την προσοχή του στο Δουκάτο του Μπενεβέντο, όπου ο Αρέτσης βασίλευε ανεξάρτητος.[47] Ο Καρολομάγνος πολιόρκησε το Σαλέρνο και ο Αρέτσης έγινε φόρου υποτελής. Εντούτοις, μετά τον θάνατό του το 792, το Μπενεβέντο ανακοίνωσε πάλι την ανεξαρτησία του υπό τον γιο του Γκρίμοαλντ Γ΄. Ο Γκρίμοαλντ δέχθηκε πολλές φορές επιθέσεις από τον Κάρολο ή τους γιους του, αλλά ο ίδιος ο Καρλομάγνος ποτέ δεν επέστρεψε στη Νότια Ιταλία και ο Γκρίμοαλντ δεν αναγκάστηκε ποτέ να υποταχθεί στη Φραγκική κυριαρχία.[48]
Κατά την πρώτη ειρήνη κάποιας ουσιαστικής διάρκειας (780-782), ο Κάρολος άρχιζε να διορίζει τους γιους του σε θέσεις εξουσίας μέσα στο βασίλειο, κατά την παράδοση των βασιλιάδων και αυλαρχών του παρελθόντος. To 781 έκανε δύο γιους του βασιλείς εστεμμένους από τον Πάπα: ο τρίτος γιος του Καρλομάν έγινε Βασιλιάς της Λομβαρδίας ("Ιταλίας"), παίρνοντας το σιδηρούν στέμμα, που ο πατέρας του είχε πρώτος φορέσει το 774 και, στην ίδια τελετή, μετονομάσθηκε Πεπίνος· και ο νεότερος από αυτούς Λουδοβίκος Α΄ ο ευσεβής έγινε βασιλιάς της Ακουιτανίας. Ο Καρλομάγνος έδωσε εντολή στους Πεπίνο και Λουδοβίκο Α΄ να αναλάβουν καθήκοντα στα βασίλειά τους και έδωσε στους αντιβασιλείς τους κάποιον έλεγχο των υποβασιλείων τους, αλλά η πραγματική εξουσία ήταν πάντα στα χέρια του, αν και είχε την πρόθεση κάποτε οι γιοί του να κληρονομήσουν τις χώρες τους. Δεν ανεχόταν ανυπακοή από τους γιους του: το 792 εξόρισε τον πρωτότοκο, αν και πιθανόν νόθο, γιο του Πεπίνο τον κυφό στο μοναστήρι του Πρυμ στη Βεστφαλία), διότι είχε συμμετάσχει σε μια εξέγερση εναντίον του.
Ο Κάρολος ήταν αποφασισμένος να παράσχει εκπαίδευση στα παιδιά του, ακόμη και στις κόρες του, καθώς ο ίδιος δεν είχε αυτή την ευκαιρία. Τα παιδιά του έμαθαν όλες τις τέχνες και οι κόρες του τον τρόπο ζωής των γυναικών. Οι γιοί του έμαθαν τοξοβολία, ιππασία και άλλες εξωτερικές δραστηριότητες.
Οι γιοι αγωνίστηκαν σε πολλούς πολέμους δίπλα στον πατέρα τους, όταν ενηλικιώθηκαν. Ο δευτερότοκος Κάρολος ο νεότερος ήταν περισσότερο απασχολημένος με τους Βρετόνους, με τους οποίους συνόρευε και που εξεγέρθηκαν σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, αλλά καταπνίγηκαν εύκολα· εστάλη επίσης κατά των Σαξόνων σε πολλές περιπτώσεις. Το 805 και 806 εστάλη στο Μπέμερβαλντ (σημερινή Βοημία) για να αντιμετωπίσει τους Σλάβους που ζούσαν εκεί (Βοημικές φυλές, πρόγονοι των σύγχρονων Τσέχων). Τους υπέταξε στη Φραγκική εξουσία και κατέστρεψε την κοιλάδα του Ελβα, επιβάλλοντας τους φόρο. Ο Πεπίνος έπρεπε να φυλάει τα σύνορα με τους Αβάρους και το Μπενεβέντο, αλλά πολεμούσε επίσης τους Σλάβους προς βορρά. Ήταν σε πλήρη ετοιμότητα να πολεμήσει κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν τελικά αποσοβήθηκε αυτή η σύγκρουση μετά την αυτοκρατορική στέψη του Καρλομάγνου και μια επανάσταση στο Βένετο. Τελικά ο Λουδοβίκος Α΄ ήταν επικεφαλής της Ισπανικής Μαρκιωνίας και πήγε επίσης στη νότια Ιταλία για να πολεμήσει τον δούκα του Μπενεβέντο σε τουλάχιστον μία περίπτωση. Κατέλαβε τη Βαρκελώνη μετά από μεγάλη πολιορκία το 797 (Βλέπε παρακάτω).
Η στάση του Καρλομάγνου απέναντι στις κόρες του είναι θέμα μεγάλης συζήτησης. Τις κρατούσε στο σπίτι μαζί του και αρνήθηκε να τους επιτρέψει να συνάψουν επίσημους γάμους - πιθανόν για να αποτρέψει τη δημιουργία κλάδων της οικογένειας, που θα αμφισβητούσαν την κύρια κληρονομική γραμμή, όπως ήταν η περίπτωση του Τασίλο της Βαυαρίας - αν και ανέχθηκε τις χωρίς γάμο σχέσεις τους, ανταμείβοντας ακόμη τους απλούς συντρόφους τους και προίκιζε τα εξώγαμα εγγόνια που του χάριζαν. Όπως φαίνεται επίσης αρνιόταν να πιστέψει ιστορίες για κακή συμπεριφορά τους. Μετά τον θάνατό του οι επιζώσες κόρες του εξορίστηκαν από την Αυλή από τον αδελφό τους Λουδοβίκο Α΄ τον ευσεβή για να εγκατασταθούν σε μοναστήρια, που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Τουλάχιστον μία από αυτές, η Βέρθα, είχε μια αναγνωρισμένη σχέση, αν όχι γάμο, με τον Άντζιλμπερτ, μέλους του κύκλου της Αυλής του Καρλομάγνου.
Ο καταστροφικός πόλεμος του Πεπίνου στην Ακουιτανία, αν και με επιτυχή έκβαση για τους Φράγκους, απέδειξε ότι η Φραγκική εξουσιαστική δομή νότια του Λίγηρα ήταν ανίσχυρη και αναξιόπιστη. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Ουάιφερ της Ακουιτανίας το 768, ενώ η Ακουιτανία υποτάχθηκε πάλι στην Καρολίγγεια δυναστεία, ξέσπασε μια νέα εξέγερση το 769 υπό τον Χούναλντ Β΄, πιθανόν γιο του Ουάιφερ. Διέφυγε με τον σύμμαχό του δούκα Λούπους Β΄ της Γασκώνης, αλλά φοβούμενος πιθανότατα τα αντίποινα του Καρλομάγνου, τον παρέδωσε στον νέο Βασιλιά των Φράγκων, πέραν της δήλωσης πίστης προς αυτόν, πράγμα που φαινόταν να επιβεβαιώνει την ειρήνη στην περιοχή των Βάσκων νότια του Γαρούνα.[49] Στις εκστρατείες που έγιναν ακολούθησαν πολιτικές "εθελοντικής υποταγής" αποφεύγοντας να δώσει μάχει σώμα με σώμα.[50]
Εντούτοις φοβούμενος νέες Βασκικές εξεγέρσεις, ο Καρλομάγνος φαίνεται ότι είχε προσπαθήσει να μειώσει τη δύναμη του δούκα Λούπους διορίζοντας κάποιον Σέγκουιν ως κόμη του Μπορντό (778) και άλλους κόμητες Φραγκικής προέλευσης σε μεθοριακές περιοχές (Τουλούζη, Κομητεία του Φεζενσάκ), απόφαση που υπονόμευε σοβαρά την εξουσία του δούκα της Γασκώνης (Βασκονία). Ο Βάσκος δούκας με τη σειρά του φαίνεται ότι συνέβαλε αποφασιστικά ή συνέβαλε στη Μάχη του Ρονσβώ (αναφερόμενη ως "Βασκική προδοσία"). Η ήττα του στρατού του Καρλομάγνου στο Ρονσβώ (778) ενίσχυσε την απόφασή του να κυβερνάει απ' ευθείας την περιοχή, ιδρύοντας το Βασίλειο της Ακουιτανίας (με πρώτο βασιλιά τον γιο του Λουδοβίκο τον Ευσεβή), βασισμένο σε μια εξουσιαστική βάση Φράγκων αξιωματούχων, διανέμοντας εδάφη μεταξύ των εποίκων και διαθέτοντας άλλα στην Εκκλησία, που πήρε ως σύμμαχος, ενώ τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία (778).[49]
Η νέα πολιτική διευθέτηση για τη Βασκονία δεν άρεσε στους τοπικούς άρχοντες. Έτσι πληροφορούμαστε ότι το 788 ο Ανταλρικ πολέμησε και συνέλαβε τον Τορσόν, Καρολίγγειο κόμη της Τουλούζης. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος αλλά ο Καρλομάγνος, εξοργισμένος, αποφάσισε να τον καθαιρέσει και διόρισε εντολοδόχο του τον Γουλιέλμο της Οράγγης. Ο Γουλιέλμος με τη σειρά του πολέμησε κατά των Βάσκων και τους νίκησε, αφού εκδίωξε τον Ανταλρικ (790).[49]
Από το 781 (Παλιάρς, Ριβαγόρθα) έως το 806 (Παμπλόνα υπό Φραγκική επιρροή), έχοντας την Κομητεία της Τουλούζης ως βάση της εξουσίας του, ο Καρλομάγνος κατάφερε να διασφαλίσει τη Φραγκική κυριαρχία, ιδρύοντας εκεί φόρου υποτελείς κομητείες, που επρόκειτο να αποτελέσουν τη Μάρκα Ισπάνικα.[51] Το 794 πληροφορούμαστε για πρώτη φορά για ένα Φράγκο υποτελή, τον Βάσκο άρχοντα Μπελάσκο (αλ-Γκαλάσκι, "ο Γαλάτης") στα μέρη της Αλάβας, αλλά η Παμπλόνα παρέμενε στα χέρια της Κόρδοβας και των ντόπιων μέχρι το 806. Ο Μπελάσκο και οι κομητείες στη Μάρκα Ισπάνικα παρείχαν το αναγκαίο ορμητήριο για επίθεση κατά της Ανδαλουσίας (εκστρατεία που έγινε υπό τον Γουλιέλμο Κόμη της Τουλούζης και τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή για να καταλάβουν τη Βαρκελώνη το 801), έτσι ώστε ο Καρλομάγνος είχε καταφέρει να επεκτείνει την Καρολίγγεια εξουσία σε όλη την περιοχή γύρω από τα Πυρηναία έως το 812, αν και τα γεγονότα στο Δουκάτο της Βασκονίας (επανάσταση στην Παμπλόνα, ανατροπή του κόμη της Αραγωνίας, εκθρόνιση του δούκα Σεγκουίν του Μπορντό, εξέγερση των Βάσκων αρχόντων, κλπ.), έμελλαν να την αποδείξουν εφήμερη κατά τον θάνατό του.
Σύμφωνα με τον Μουσουλμάνο ιστορικό Ιμπν-αλ-Ατίρ στη Δίαιτα του Παντερμπόρν (777) είχαν γίνει δεκτοί οι αντιπρόσωποι των Μουσουλμάνων ηγεμόνων της Σαραγόσας, της Ζιρόνας, της Βαρκελώνης και της Χουέσκα, που είχαν στριμωχτεί στην Ιβηρική χερσόνησο από τον Αμπντ αλ-Ραχμάν Α΄, Ομεϋάδη εμίρη της Κόρδοβας. Αυτοί οι "Σαρακηνοί" (Μαυριτανοί και Μουλάντοι (Μοσουλμάνοι τοπικής καταγωγής)) ηγεμόνες πρόσφεραν υποταγή στον μεγάλο βασιλιά των Φράγκων, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική του υποστήριξη. Διαβλέποντας μια ευκαιρία να επεκτείνει τον Χριστιανισμό και τη δική του εξουσία και πιστεύοντας ότι οι Σάξονες είχαν πια πλήρως κατακτηθεί, ο Καρλομάγνος συμφώνησε να πάει στην Ισπανία.
Το 778 οδήγησε τον στρατό της Νεύστριας δια μέσου των Δυτικών Πυρηναίων, ενώ οι Αυστράσιοι, οι Λομβαρδοί και οι Βουργουνδοί πέρασαν από τα Ανατολικά Πυρηναία. Οι στρατοί συναντήθηκαν στη Σαραγόσα και ο Καρλομάγνος δέχθηκε την υποταγή των Μουσουλμάνων ηγεμόνων Σουλαϊμάν αλ-Αραμπί και Κασμίν ιμπν Γιουσούφ, αλλά η πόλη δεν έπεσε. Στην πραγματικότητα ο Καρλομάγνος αντιμετώπισε τη δυσκολότερη μάχη της ζωής του, στην οποία οι Μουσουλμάνοι είχαν το πάνω χέρι και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. Αποφάσισε να επιστρέψει στην έδρα του, καθώς δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τους Βάσκους, που τους είχε υποτάξει καταλαμβάνοντας την Παμπλόνα. Γύρισε να φύγει από την Ιβηρική, αλλά καθώς περνούσε από το Πέρασμα Ρονσβάλ συνέβη ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της μακράς του βασιλείας. Οι Βάσκοι επέπεσαν στην οπισθοφυλακή του και στις άμαξες με τις αποσκευές, καταστρέφοντάς τα ολοκληρωτικά. Η Μάχη του Ρονσβώ, αν και λιγότερο μάχη αλλά μια απλή αψιμαχία, άφησε πολλούς διάσημους νεκρούς. Μεταξύ αυτών ο αρχιοικονόμος Εγκιχαρντ, κόμης του ανακτόρου του Ανσελμ, και ο αρχιπαλατίνος της Βρετάνης, Ρολάνδος, εμπνέοντας στη συνέχεια τη δημιουργία του Άσματος του Ρολάνδου.
Η κατάκτηση της Ιταλίας έφερε τον Καρλομάγνο σε επαφή με τους Σαρακηνούς, που, την εποχή εκείνη, έλεγχαν τη Μεσόγειο. Ο Πεπίνος, ο γιος του, ήταν περισσότερο απασχολημένος με τους Σαρακηνούς στην Ιταλία. Ο Καρλομάγνος κατέλαβε την Κορσική και τη Σαρδηνία, άγνωστο πότε, και το 799 τις Βαλεαρίδες Νήσους. Τα νησιά δέχονταν συχνά επιθέσεις Σαρακηνών πειρατών, αλλά οι κόμητες της Γένοβας και της Τοσκάνης (Βονιφάτιος) τους αναχαίτιζαν με μεγάλους στόλους μέχρι το τέλος της βασιλείας του Καρλομάγνου. Ο Καρλομάγνος είχε επίσης επαφή και με την αυλή του χαλίφη στη Βαγδάτη. Το 797 (ή πιθανόν το 801) ο χαλίφης της Βαγδάτης Χαρούν αλ Ρασίντ προσέφερε στον Καρλομάγνο έναν ασιατικό ελέφαντα, τον πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο ελέφαντα στη βόρεια Ευρώπη, που τον ονόμασε Abul - Abbas και ένα ρολόι.[52]
Στην Ισπανία ο αγώνας κατά των Μαυριτανών συνεχίσθηκε αμείωτος καθ' όλο το δεύτερο μισό της βασιλείας του. Ο γιος του Λουδοβίκος ήταν υπεύθυνος για τα Ισπανικά σύνορα. το 785 οι άντρες του κατέλαβαν οριστικά την Τζιρόνα και επεξέτειναν το Φραγκικό έλεγχο στην παραλιακή Καταλονία, για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από τη βασιλεία του Καρλομάγνου (παρέμεινε κατ' όνομα Φραγκική μέχρι τη Συνθήκη του Κορμπέιγ το 1258). Οι Μουσουλμάνοι αρχηγοί στα βορειοανατολικά της Ισλαμικής Ισπανίας εξεγείρονταν συνεχώς κατά της εξουσίας της Κόρδοβας και στρέφονταν συχνά στους Φράγκους για βοήθεια. Τα Φραγκικά σύνορα επεκτείνονταν αργά μέχρι το 795, οπότε η Τζιρόνα, η Καρντόνα, η Αουσόνα και η Ουργκέλ συνενώθηκαν στη νέα Ισπανική Μαρκιωνία, εντός του παλιού δουκάτου της Σεπτιμανίας.
Το 797 η Βαρκελώνη, η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, έπεσε στα χέρια των Φράγκων, όταν ο Ζείντ, ο κυβερνήτης της, επαναστάτησε κατά της Κόρδοβας και όταν απέτυχε τους την παρέδωσε. Οι αρχές των Ομεϋαδών την ανακατέλαβαν το 799. Όμως ο Λουδοβίκος της Ακουιτανίας πέρασε με όλο τον στρατό του βασιλείου του από τα Πυρηναία και την πολιόρκησε επί δύο χρόνια, διαχειμάζοντας εκεί από το 800 έως το 801, οπότε την κατέλαβε. Οι Φράγκοι συνέχισαν να ασκούν πίεση στον εμίρη. Πήραν την Ταρραγόνα το 809 και την Τορτόζα το 811. Η τελευταία κατάκτηση τους έφερε στις εκβολές του Έβρου και τους παρείχε πρόσβαση για επιδρομές στη Βαλένθια, αναγκάζοντας τον εμίρη Αλ-Χακάμ Α' να αναγνωρίσει τις κατακτήσεις τους το 812.
Ο Καρλομάγνος είχε εμπλακεί σε σχεδόν συνεχείς πολέμους καθ' όλη τη βασιλεία του, συχνά επικεφαλής των επίλεκτων μοιρών σωματοφυλάκων του scara, κρατώντας στο χέρι το μυθικό του ξίφος Joyeuse.[53] Με τους Σαξονικούς Πολέμους, που κράτησαν τριάντα χρόνια και περιελάμβαναν δέκα οκτώ μάχες, κατέλαβε τη Σαξονία και προχώρησε στον προσηλυτισμό των κατακτημένων στον Χριστιανισμό.
Οι Γερμανοί Σάξονες ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις υποομάδες σε αντίστοιχες περιοχές. Πλησιέστερα στην Αυστρασία ήταν η Βεστφαλία και πιο μακριά ήταν η Εστφαλία. μεταξύ των δύο αυτών βασιλείων ήταν η Αγκρία και βορείως αυτών των τριών, στη βάση της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, ήταν η Νορνταλμπίνγκια.
Στην πρώτη του εκστρατεία ο Καρλομάγνος ανάγκασε τους Αγκριανούς το 773 να υποταχθούν και να κατεδαφίσουν ένα κίονα Ιρμινσούλ (που θεωρείται ότι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη Γερμανική ειδωλολατρεία) κοντά στο Παντερμπόρν.[54] Η επιχείρηση διακόπηκε λόγω της πρώτης του εκστρατείας στην Ιταλία. Επέστρεψε το 775, προελαύνοντας μέσω της Βεστφαλίας και καταλαμβάνοντας το Σαξονικό φρούριο του Ζίγκιλμπουργκ. Κατόπιν διέσχισε την Αγκρία, όπου πάλι νίκησε τους Σάξονες. Τελικά νίκησε μια δύναμη Σαξόνων στην Εστφαλία και ο αρχηγός τους Χέσι προσηλυτίσθηκε στον Χριστιανισμό. Ο Καρλομάγνος επέστρεψε μέσω της Βεστφαλίας, αφήνοντας καταυλισμούς στο Ζίγκιλμπουργκ και στο Ερεσμπουργκ, που ήταν σημαντικά Σαξονικά προπύργια. Όλη η Σαξονία, πλην της Νορνταλμπίνγκια ήταν υπό τον έλεγχό του, αλλά η Σαξονική αντίσταση δεν είχε τερματισθεί.
Μετά την εκστρατεία του στην Ιταλία για να υποτάξει τους δούκες του Φρίουλι και του Σπολέτο, ο Καρλομάγνος επέστρεψε πολύ γρήγορα στη Σαξονία το 776, όπου μια εξέγερση είχε καταστρέψει το φρούριό του στο Ερεσμπουργκ. Οι Σάξονες δήλωσαν για μια ακόμη φορά υποταγή, αλλά ο ηγέτης τους Βίντουκιντ κατόρθωσε να διαφύγει στη Δανία, πατρίδα της συζύγου του. Ο Καρλομάγνος κατασκεύασε ένα καινούργιο στρατόπεδο στο Κάρλσταντ. Το 777 συγκάλεσε μια εθνική συνέλευση στο Παντερμπόρν, για να ενσωματώσει πλήρως τη Σαξονία στο Φραγκικό βασίλειο. Πολλοί Σάξονες βαπτίσθηκαν Χριστιανοί.
Το καλοκαίρι του 779 εισέβαλε πάλι στη Σαξονία και ανακατέλαβε την Εστφαλία, την Αγκρία και τη Βεστφαλία. Σε μια συνέλευση κοντά στο Λίπε διαίρεσε τη χώρα σε ιεραποστολικές περιοχές και βοήθησε και ο ίδιος σε πολλές μαζικές βαπτίσεις (780). Επέστρεψε κατόπιν στην Ιταλία και για πρώτη φορά δεν υπήρξε αμέσως Σαξονική εξέγερση και η Σαξονία παρέμεινε ειρηνική από το 780 έως το 782.
Επέστρεψε στη Σαξονία το 782 και θέσπισε ένα νομοθετικό κώδικα και διόρισε κόμητες, τόσο Σάξονες όσο και Φράγκους. Οι νόμοι ήταν δρακόντιοι για θρησκευτικά ζητήματα. Για παράδειγμα ο Capitulatio de partibus Saxoniae προέβλεπε την ποινή του θανάτου για Σάξονες ειδωλολάτρες, που αρνούνταν να προσηλυτιστούν στον Χριστιανισμό. Αυτό αναβίωσε την παλιά διαμάχη. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς ο Βίντουκιντ επέστρεψε και ηγήθηκε μιας νέας εξέγερσης. Αναφέρεται ότι σε απάντηση ο Καρλομάγνος διέταξε την εκτέλεση 4.500 Σαξόνων αιχμαλώτων, στο Βέρντεν της Κάτω Σαξονίας, κατά τη γνωστή ως Σφαγή του Βέρντεν ("Verdener Blutgericht"). Οι εκτελέσεις προκάλεσαν τρία χρόνια νέων αιματηρού πολέμου (783–785), κατά τον οποίο υποτάχθηκαν τελικά επίσης οι Φρίσσιοι και κάηκε μεγάλο μέρος του στόλου τους.[55] Ο πόλεμος τελείωσε με τον Βίντουκιντ να δέχεται το βάπτισμα.[56] Οι Φρίζιοι ζήτησαν στη συνέχεια από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα να τους στείλει έναν επίσκοπο, ο Καρλομάγνος το δέχτηκε και νομοθέτησε έναν νομικό κώδικα για τους Φρίζιους που επεκτάθηκε και στους άλλους λαούς.[57]
Στη συνέχεια οι Σάξονες διατήρησαν την ειρήνη για επτά χρόνια, αλλά το 792 οι Βεστφαλιανοί εξεγέρθηκαν πάλι κατά των κατακτητών τους. Μαζί τους ενώθηκαν το 793 οι Εστφαλιανοί και οι Νορνταλμπινγκιανοί αλλά η εξέγερση δεν είχε αποτέλεσμα και καταπνίγηκε το 794. Ακολούθησε μια Αγκριανή επανάσταση το 796, αλλά η παρουσία του Καρλομάγνου, Χριστιανών Σαξόνων και Σλάβων γρήγορα τη συνέτριψε. Η τελευταία εξέγερση του ελευθερόφρονα λαού έγινε το 804, πάνω από τριάντα χρόνια μετά την πρώτη εκστρατεία του Καρλομάγνου εναντίον τους. Τη φορά αυτή οι πιο ανυπάκουοι από αυτούς, οι Νορνταλμπινγκιανοί, είχαν καταστεί ουσιαστικά ανήμποροι για επανάσταση, τουλάχιστον προς το παρόν. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Άινχαρντ:
Ο Πόλεμος, που είχε διαρκέσει τόσα πολλά χρόνια, τερματίστηκε τελικά με τη συναίνεσή τους στους όρους που τους πρόσφερε ο Βασιλιάς και ήταν η αποκήρυξη των εθνικών θρησκευτικών εθίμων τους και της λατρείας των δαιμόνων, η αποδοχή των μυστηρίων της Χριστιανικής πίστης και θρησκείας και η συνένωση με τους Φράγκους για να αποτελέσουν ένα λαό.
Το 774 ο Καρλομάγνος εισέβαλε στο Βασίλειο της Λομβαρδίας, κατόπιν προσάρτησε τα Λομβαρδικά εδάφη και πήρε το στέμμα τους, θέτοντας τα Παπικά Κράτη υπό Φραγκική προστασία. το 774 καταλήφθηκε επίσης το Δουκάτο του Σπολέτο, νότια της Ρώμης, ενώ στα κεντροδυτικά τμήματα της Ευρώπης απορροφήθηκε το Δουκάτο της Βαυαρίας και συνεχίστηκε η Βαυαρική πολιτική της ίδρυσης φόρου υποτελών μεθορίων (σύνορα, που προστατεύονταν με αντάλλαγμα φόρους) μεταξύ των Σλάβων Σέρβων και Τσέχων. Η δύναμη που απέμενε αντιμέτωπη των Φράγκων στα ανατολικά ήταν οι Άβαροι, αλλά ο Καρλομάγνος συνέχισε με την κατάληψη άλλων Σλαβικών περιοχών, όπως η Βοημία, η Μοραβία, η Αυστρία και η Κροατία.[58]
To 789 ο Καρλομάγνος έστρεψε την προσοχή του στη Βαυαρία. Υποστήριξε ότι ο Τασίλο ήταν ακατάλληλος ηγέτης λόγω της επιορκίας του. Οι κατηγορίες ήταν υπερβολικές, αλλά ο Τασίλο έτσι κι αλλιώς καθαιρέθηκε και κλείστηκε στο μοναστήρι της Ζυμιέζ (Άνω Νορμανδία).[59] Το 794 αναγκάστηκε να αποκηρύξει κάθε αξίωση για τη Βαυαρία εκ μέρους του και της οικογένειάς του (των Αγκιλόλοφιγκ) στη σύνοδο της Φραγκφούρτης.[60] Η Βαυαρία υποδιαιρέθηκε σε Φραγκικές κομητείες, όπως είχε γίνει και με τη Σαξονία.
Το 788 οι Άβαροι, ειδωλολατρικές Ασιατικές ορδές, που είχαν εγκατασταθεί στη σημερινή Ουγγαρία (ο Άινχαρντ τους ονόμαζε Ούννους) επέδραμαν στο Φρίουλι και στη Βαυαρία. Ο Καρλομάγνος ήταν απασχολημένος με άλλες υποθέσεις μέχρι το 790, οπότε κατέβηκε τον Δούναβη και λεηλάτησε τα εδάφη των Αβάρων μέχρι το Γκιόρ. Ένας Λομβαρδικός στρατός υπό τον Πεπίνο προχώρησε τότε στην κοιλάδα του Δράβου και λεηλάτησε την Παννονία. Οι εκστρατείες θα είχαν συνεχιστεί αν δεν επαναστατούσαν πάλι οι Σάξονες το 792, διακόπτοντας επτά χρόνια ειρήνης.
Τα επόμενα δύο χρόνια ο Καρλομάγνος ήταν απασχολημένος, μαζί με τους Σλάβους, κατά των Σαξώνων. Ο Πεπίνος και ο Δούκας Ερρίκος του Φρίουλι συνέχισαν όμως να επιτίθενται στα δακτυλιόσχημα οχυρά των Αβάρων. Ο μεγάλος Δακτύλιος των Αβάρων, το φρούριο-πρωτεύουσά τους καταλήφθηκε δύο φορές. Τα λάφυρα στάλθηκαν στην πρωτεύουσα του Καρλομάγνου, το Άαχεν και διανεμήθηκαν σε όλους τους οπαδούς του, ακόμη και σε ξένους ηγεμόνες, όπως ο Βασιλιάς Όφα της Μερκίας. Σύντομα οι Άβαροι τούντουν (τοπικοί κυβερνήτες) έχασαν τη διάθεση να πολεμήσουν και ταξίδεψαν στο Άαχεν για να δηλώσουν υποταγή στον Καρλομάγνο ως φόρου υποτελείς και Χριστιανοί. Ο Καρλομάγνος αποδέχθηκε την παράδοσή τους και απέστειλε έναν ιθαγενή αρχηγό, βαπτισθέντα Αβραάμ, πίσω στην Αβαρία με τον αρχαίο τίτλο του χαγάνου. Ο Αβραάμ διατήρησε τον λαό του, αλλά το 800 οι Βούλγαροι υπό τον Χαν Κρούμο επιτέθηκαν και αυτοί στα υπολείμματα του Αβαρικού κράτους.
To 803 ο Καρλομάγνος έστειλε ένα τεράστιο Βαυαρικό στρατό στην Παννονία, νικώντας και θέτοντας τέρμα στην Αβαρική ομοσπονδία.[61] Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Καρλομάγνος πήγε στο Ρέγκενσμπουρκ, όπου οι Αβαροι ηγέτες τον αναγνώρισαν ως ηγεμόνα τους.[61] Το 805 ο Άβαρος χαγάνος, που είχε ήδη βαπτισθεί, πήγε στο Άαχεν για να ζητήσει την άδεια να εγκατασταθεί με τον λαό του νοτιοανατολικά της Βιέννης.[61] Τα Υπερδουνάβεια εδάφη έγιναν αναπόσπαστα τμήματα του Φραγκικού βασιλείου, για να καταληφθούν από τους Ούγγρους το 899-900.
Το 789 με την εμφάνιση των νέων ειδωλολατρών γειτόνων του Σλάβων, ο Καρλομάγνος βάδισε επί κεφαλής ενός Αυστρασιοσαξονικού στρατού, περνώντας τον Έλβα, στα εδάφη των Πολάβων. Οι Σλάβοι υποτάχθηκαν αμέσως υπό τον ηγέτη τους Βίτσιν. Ο Καρλομάγνος αποδέχθηκε κατόπιν την παράδοση των Βελετών υπό τον Νράγκοβιτ και απαίτησε πολλούς ομήρους. Ζήτησε επίσης την άνευ όρων άδεια να στέλνει ιεραπόστολους στην ειδωλολατρική αυτή περιοχή. Ο στρατός προχώρησε στη Βαλτική πριν επιστρέψει στον Ρήνο, αποκομίζοντας χωρίς δυσκολία πολλά λάφυρα. Οι υποτελείς Σλάβοι έγιναν πιστοί σύμμαχοι. Το 795, όταν οι Σάξονες παραβίασαν την ειρήνη, οι Πολάβοι και οι Βελετοί πήραν τα όπλα με τον νέο τους ηγεμόνα κατά των Σαξόνων. Ο Βίτσιν πέθανε στη μάχη και ο Καρλομάγνος εκδικήθηκε τον χαμό του επιτιθέμενος στους Εστφαλιανούς στον Έλβα. Ο διάδοχος του Βίτσιν, Θράσκο, οδήγησε τους άνδρες του κατά των Νορνταλμπιγκιανών και παρέδωσε τους ηγέτες τους στον Καρλομάγνο, που του απέδωσε μεγάλες τιμές. Οι Πολάβοι παρέμειναν πιστοί μέχρι τον θάνατο του Καρόλου και αργότερα πολέμησαν κατά των Δανών.
Όταν ο Καρλομάγνος ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, έφερε το Φραγκικό κράτος αντιμέτωπο με τους Αβάρους και Σλάβους στα νοτιοανατολικά.[62] Οι νοτιοανατολικότεροι γείτονες των Φράγκων ήταν οι Κροάτες, που εγκαταστάθηκαν στην Παννονική Κροατία και στη Δαλματική Κροατία. Ενώ πολεμούσαν με τους Αβάρους, οι Φράγκοι είχαν ζητήσει την υποστήριξή τους.[63] Τη δεκαετία του 790, όταν ο Καρλομάγνος εξεστράτευε κατά των Αβάρων, κέρδισε μια μεγάλη νίκη το 796[64]. Ο Κροάτης δούκας του Πριγκιπάτου της Παννονίας Βοϊνομίρ βοήθησε τον Καρλομάγνο και οι Φράγκοι έγιναν επικυρίαρχοι των Κροατών της βόρειας Δαλματίας, Σλαβονίας και Παννονίας[64].
Ο Φράγκος διοικητής Ερίκος του Φρίουλι ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του καταλαμβάνοντας το Δουκάτο της Παραλιακής Κροατίας. Την εποχή εκείνη η Δαλματική Κροατία κυβερνιόταν από τον δούκα Βίσεσλαβ, έναν από τους πρώτους γνωστούς Κροάτες δούκες. Στη Μάχη του Τρσάτ (799) οι δυνάμεις του Ερρίκου εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και κατατροπώθηκαν ολοκληρωτικά από εκείνες του Βίσεσλαβ.[65] Ο ίδιος ο Ερρίκος ήταν μεταξύ των φονευθέντων και η ήττα και ο θάνατός του αποδείχθηκαν μεγάλο πλήγμα για την Καρολίγγεια Αυτοκρατορία.[62][65][66]
Ο Καρλομάγνος έστρεψε επίσης την προσοχή του στους Σλάβους δυτικά του Αβαρικού χαγανάτου, τους Καραντανούς και τους Καρνιόλους. Οι λαοί αυτοί είχαν υποταχθεί στους Λομβαρδούς και στους Βαυαρούς, είχαν γίνει φόρου υποτελείς, αλλά ποτέ δεν ενσωματώθηκαν πλήρως στο Φραγκικό κράτος.
To 799 ο Πάπας Λέων Γ΄ είχε κακοποιηθεί από τους Ρωμαίους, που προσπάθησαν να του βγάλουν τα μάτια και να του ξεριζώσουν τη γλώσσα. Ο Λέων δραπέτευσε και κατέφυγε στον Καρλομάγνο στο Παντερμπόρν, ζητώντας του να επέμβει στη Ρώμη και να τον αποκαταστήσει.[67] Ο Καρλομάγνος, αφού συμβουλεύτηκε τον λόγιο Αλκουίνο της Υόρκης, συμφώνησε να ταξιδέψει στη Ρώμη, όπως και έκανε τον Νοέμβριο του 800 και συγκάλεσε ένα συμβούλιο την 1η Δεκεμβρίου. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Λέων έδωσε έναν όρκο αθωότητας. Στη Λειτουργία των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου), όταν ο Καρλομάγνος γονάτισε στην αγία τράπεζα να προσευχηθεί, ο Πάπας τον έστεψε Imperator Romanorum ("Αυτοκράτορα των Ρωμαίων") στην τότε Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με την πράξη του αυτή ο Πάπας ουσιαστικά ακύρωνε τη νομιμότητα της Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Κωνσταντινούπολης:
"Όταν ο Οδόακρος εξανάγκασε σε παραίτηση τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, δεν κατάργησε τη Δυτική Αυτοκρατορία ως ξεχωριστή εξουσία, αλλά επέφερε τη συνένωση ή ενσωμάτωσή της στην Ανατολική, έτσι από τη στιγμή εκείνη υπήρχε μια ενιαία αδιαίρετη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ... [Ο Πάπας Λέων Γ΄ και ο Καρλομάγνος], όπως οι προκάτοχοί τους, θεωρούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μια και αδιαίρετη και με τη στέψη [του Καρλομάγνου] δεν επεδίωξαν να διακηρύξουν ένα διαχωρισμό Ανατολής και Δύσης ... δεν επαναστατούσαν εναντίον ενός κυρίαρχου βασιλεύοντος, αλλά κάλυπταν νομίμως την κενή θέση του καθαιρεθέντος Κωνσταντίνου ΣΤ΄ ... [ο Καρλομάγνος] θεωρείτο ο νόμιμος διάδοχος όχι του Ρωμύλου Αυγουστύλου αλλά του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ ... " (Τζέιμς Μπράις, Άγγλος ιστορικός στο έργο του Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία΄΄ (1864)).[68]
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα, αν και είχε σκοπό να αναδείξει τη συνέχιση της αδιάσπαστης γραμμής Αυτοκρατόρων από τον Αύγουστο μέχρι τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο ξεχωριστών (και συχνά αντιτιθέμενων) Αυτοκρατοριών και δύο χωριστών αξιώσεων αυτοκρατορικής εξουσίας. Επί αιώνες στο μέλλον οι Αυτοκράτορες τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής, θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για κυριαρχία επί του συνόλου.
Ο Άινχαρντ αναφέρει ότι ο Καρλομάγνος αγνοούσε την πρόθεση του Πάπα και δεν ήθελε αυτή τη στέψη:
Αρχικά είχε τέτοια αποστροφή, που δήλωσε ότι δεν θα έμπαινε στην Εκκλησία την ημέρα που του απονεμήθηκαν [οι αυτοκρατορικοί τίτλοι], παρότι ήταν μια μεγάλη γιορτή, αν είχε προβλέψει το σχέδιο του Πάπα.[69]
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές όμως υποστηρίζουν ότι ο Καρλομάγνος γνώριζε πραγματικά για τη στέψη.[70] Οπωσδήποτε δεν μπορεί να του είχε διαφύγει το στολισμένο στέμμα, τοποθετημένο στην αγία τράπεζα, όταν ήλθε να προσευχηθεί, ακόμη και μερικές πηγές της εποχής αν αναλυθούν προσεκτικά φαίνεται να το υποστηρίζουν.[71]
Εν πάση περιπτώσει ο Καρλομάγνος χρησιμοποίησε αυτές τις περιστάσεις για να ισχυριστεί ότι ήταν ο ανανεωτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είχε φανερά πέσει σε υποβάθμιση υπό τους Βυζαντινούς. Στα επίσημα έγγραφά του ο Κάρολος προτιμούσε τον τίτλο Karolus serenissimus Augustus a Deo coronatus magnus pacificus imperator Romanum gubernans imperium ("Κάρολος, ο γαληνότατος Αύγουστος, εστεμμένος από τον Θεό, ο μέγας, ειρηνικός αυτοκράτορας κυβερνών τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία") από τον αμεσότερο Imperator Romanorum ("Αυτοκράτορας των Ρωμαίων").
Η εικονομαχία της Βυζαντινής Δυναστείας των Ισαύρων έτυχε της έγκρισης των Φράγκων.[72] Η Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας επανέφερε τη λατρεία των εικόνων υπό την Αυτοκράτειρα Ειρήνη. Η σύνοδος δεν αναγνωρίσθηκε από τον Καρλομάγνο, γιατί δεν είχαν προσκληθεί Φράγκοι απεσταλμένοι, αν και ο Καρλομάγνος κυβερνούσε πάνω από τρεις επαρχίες της παλιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και θεωρείτο ίσος τη τάξει με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Και ενώ ο Πάπας υποστήριζε την επαναφορά της λατρείας των εικόνων, πολιτικά διαφωνούσε με το Βυζάντιο.[72] Επιθυμούσε σαφώς να αυξήσει την επιρροή του παπισμού, να τιμήσει τον σωτήρα του Καρλομάγνο και να επιλύσει τα συνταγματικά ζητήματα που ταλαιπωρούσαν τότε πολύ τους Ευρωπαίους δικαστές, μια εποχή που η Ρώμη δεν ήταν στα χέρια κάποιου αυτοκράτορα. Έτσι η ανάληψη από τον Καρλομάγνο του αυτοκρατορικού τίτλου δεν ήταν σφετερισμός στα μάτια των Φράγκων ή των Ιταλών. Θεωρείτο όμως τέτοιος στο Βυζάντιο, όπου καταγγέλθηκε από την Ειρήνη και τον διάδοχό της Νικηφόρο Α΄ - εκ των οποίων κανείς όμως δεν μπορούσε να κάνει πρακτικά κάτι γι' αυτό.
Οι Βυζαντινοί όμως κατείχαν ακόμη αρκετά εδάφη στην Ιταλία. Τη Βενετία (ότι είχε απομείνει από το Εξαρχάτο της Ραβέννας), το Ρήγιο (στην Καλαβρία), το Μπρίντιζι (στην Απουλία) και τη Νάπολη (το Ducatus Neapolitanus). Αυτές οι περιοχές παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Φράγκων μέχρι το 804, οπότε οι Βενετοί, σπαρασσόμενοι από εσωτερικές διαμάχες, προσέφεραν την υποταγή τους στο Σιδηρό Στέμμα του Πεπίνου, γιου του Καρόλου. Η Pax Nicephori τερματίστηκε. Ο Νικηφόρος λεηλάτησε με στόλο τις ακτές, η μοναδική περίπτωση πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων. Η σύγκρουση διήρκεσε μέχρι το 810, οπότε το Βυζαντινόφιλο κόμμα στη Βενετία επέστρεψε την πόλη τους στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα και οι δύο αυτοκράτορες της Ευρώπης έκαναν ειρήνη. Ο Καρλομάγνος πήρε τη χερσόνησο της Ίστριας και το 812 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές του αναγνώρισε την ιδιότητα του Αυτοκράτορα, όχι όμως κατ' ανάγκη του "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων".[73][74]
Μετά την κατάκτηση της Νορνταλμπίνγκιας, τα Φραγκικά σύνορα ήρθαν σε επαφή με τη Σκανδιναβία. Οι ειδωλολάτρες Δανοί, που κατοικούσαν τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, είχαν ακούσει πολλές ιστορίες από τον Βίντουκιντ και τους συμμάχους του, που είχαν καταφύγει σ' αυτούς, για τον κίνδυνο των Φράγκων και την οργή που ο Χριστιανός βασιλιάς τους μπορούσε να στρέψει κατά των ειδωλολατρών γειτόνων.
Το 808 ο βασιλιάς των δανών Γκούντφρεντ ανήγειρε το τεράστιο Ντανεβίρκε, σε όλο το πλάτος του ισθμού του Σλέσβιγκ. Αυτή η οχύρωση, που χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά στο Δανοπρωσσικό Πόλεμο του 1864, ήταν ένα προτείχισμα-επιχωμάτωση μήκους 30 χιλιομέτρων. Το Ντανεβίρκε προστάτευε τη Δανική χώρα και επέτρεπε στο Γκούντφρεντ να παρενοχλεί τη Φρισία και τη Φλάνδρα με πειρατικές επιδρομές. Υπέταξε επίσης τους συμμάχους των Φράγκων Πολάβους και πολέμησε τους Βενετούς.
Ο Γκούντφρεντ εισέβαλε στη Φρισία, αλλά πριν προλάβει κάτι περισσότερο δολοφονήθηκε από Φράγκο δολοφόνο ή από έναν από τους άνδρες του. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Χέμιγκ, που συνήψε με τον Καρλομάγνο τη Συνθήκη του Χαϊλίγκεν στα τέλη του 811.
Το 813 ο Καρλομάγνος κάλεσε τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, βασιλιά της Ακουιτανίας, τον μοναδικό επιζώντα νόμιμο γιο του, στην αυλή του. Εκεί ο Καρλομάγνος έστεψε τον γιο του με τα ίδια του τα χέρια ως συναυτοκράτορα και τον έστειλε πίσω στην Ακουιτανία. Στη συνέχεια πέρασε το φθινόπωρο κυνηγώντας πριν επιστρέψει στο Άαχεν την 1η Νοεμβρίου. Τον Ιανουάριο αρρώστησε με πλευρίτιδα.[75] Έπεσε στο κρεββάτι με βαθιά κατάθλιψη στις 21 Ιανουαρίου (κυρίως επειδή πολλά από τα σχέδιά του δεν είχαν ακόμη πραγματοποιηθεί) και, όπως λέει ο Άινχαρντ:
Πέθανε την εικοστή ογδόη Ιανουαρίου, την έβδομη μέρα από τότε που έπεσε στο κρεββάτι, στις εννιά η ώρα το πρωί, αφού μετάλαβε της Αγίας Κοινωνίας, στο εβδομηκοστό δεύτερο έτος της ζωής του και το τεσσαρακοστό έβδομο της βασιλείας του.
Ετάφη την ημέρα του θανάτου του στον Καθεδρικό του Άαχεν, αν και ο κρύος καιρός και η φύση της ασθένειάς του δεν καθιστούσαν αναγκαίο ένα τόσο βιαστικό ενταφιασμό. Ο αρχαιότερος σωζόμενος (επιτάφιος) θρήνος, ο Planctus de obitu Karoli, συντέθηκε από ένα μοναχό του Αββαείου Μπόμπιο (Βόρεια Ιταλία), που είχε ευεργετήσει.[76] Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή του Όθωνα του Λομέλο, Κόμη του Ανακτόρου του Άαχεν την εποχή του Όθωνα Γ΄, ο ίδιος με τον Αυτοκράτορα Όθωνα είχαν ανακαλύψει τον τάφο του Καρλομάγνου: ο αυτοκράτορας, υποστήριξαν, ήταν καθισμένος σε θρόνο, φορώντας στέμμα και κρατώντας σκήπτρο, με τη σάρκα του σχεδόν τελείως άφθαρτη.
Το 1165 ο Φρειδερίκος Α΄ άνοιξε πάλι τον τάφο και τοποθέτησε τον αυτοκράτορα σε μια σαρκοφάγο κάτω από το δάπεδο του καθεδρικού.[77] Το 1215 ο Φρειδερίκος Β΄ τον επανενταφίασε σε μία λάρνακα από χρυσό και άργυρο.
Ο θάνατος του Καρλομάγνου επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους υπηκόους του, ιδιαίτερα εκείνους του φιλολογικού κύκλου, που τον περιέβαλλε στο Άαχεν. Ένας ανώνυμος μοναχός του Μπόμπιο θρηνούσε:[78]
Από τις χώρες όπου ο ήλιος ανατέλλει μέχρι τις δυτικές ακτές οι άνθρωποι κλαίνε και θρηνούν ... οι Φράγκοι, οι Ρωμαίοι, όλοι οι Χριστιανοί έχουν πληγεί από πένθος και μεγάλη ανησυχία ... οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, ένδοξοι ευγενείς θρηνούν για την απώλεια του Καίσαρά τους ... ο κόσμος θρηνεί τον θάνατο του Καρόλου ... Ω Χριστέ, συ που κυβερνάς την ουράνια κατοικία, παραχώρησε ένα ειρηνικό μέρος για τον Κάρολο στο βασίλειό σου. Αλίμονο σε μένα τον δυστυχή.
Τον διαδέχθηκε ο επιζών γιος του Λουδοβίκος, που είχε στεφθεί τον προηγούμενο χρόνο. Η αυτοκρατορία του διατηρήθηκε στο σύνολό της μόνο για μια ακόμη γενιά. Η διαίρεσή της, σύμφωνα με τα έθιμα, μεταξύ των γιων του Λουδοβίκου, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, έθεσε τα θεμέλια των νεότερων κρατών, Γαλλίας και Γερμανίας.[79]
Ως κυβερνήτης, ο Καρλομάγνος ξεχωρίζει για τις πολλές του μεταρρυθμίσεις: νομισματικές, διοικητικές, στρατιωτικές, πολιτιστικές και εκκλησιαστικές. Είναι ο βασικός πρωταγωνιστής της Καρολίγγειας Αναγέννησης.
Θεωρείτο επί μακρόν ότι η στρατιωτική κυριαρχία του Καρλομάγνου βασιζόταν σε μια "επανάσταση του ιππικού" του Κάρολου Μαρτέλου τη δεκαετία του 730.[80] Εντούτοις ο αναβολέας δεν είχε εισαχθεί στο Φραγκικό βασίλειο μέχρι τα τέλη του όγδοου αιώνα.[81] Αντίθετα η επιτυχία του Καρλομάγνου στηρίχτηκε κυρίως στις νέες πολιορκητικές τεχνολογίες και την άριστη υλικοτεχνική υποστήριξη. Εντούτοις την εποχή του Καρλομάγνου ο Φραγκικός στρατός χρησιμοποιούσε μεγάλο αριθμό αλόγων. Και αυτό γιατί τα άλογα παρείχαν μία γρήγορη μέθοδο μεταφοράς στρατευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις, γεγονός κρίσιμο για τη δημιουργία και τη διατήρηση μιας τόσο μεγάλης αυτοκρατορίας.[81]
Ο Καρλομάγνος είχε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του άμεσου οικονομικού μέλλοντος της Ευρώπης. Ακολουθώντας τις μεταρρυθμίσεις του πατέρα του, ο Καρλομάγνος κατάργησε το νομισματικό σύστημα που βασιζόταν στο χρυσό σόλιδο υιοθέτησαν το σύστημα που είχε εφαρμόσει και, τόσο αυτός όσο και ο Αγγλοσάξονας Βασιλιάς Όφα της Μερκίας υιοθέτησε το σύστημα που είχε υιοθετηθεί από τον Πεπίνο. Υπήρχαν πραγματικά ισχυροί λόγοι για την εγκατάλειψη αυτής της σύνδεσης με τον χρυσό, κυρίως η ίδια η έλλειψη χρυσού.
Η έλλειψη χρυσού ήταν άμεση συνέπεια της σύναψης ειρήνης με το Βυζάντιο, που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση της Βενετίας και της Σικελίας στην Αναστολή και την απώλεια των εμπορικών τους δρόμων προς την Αφρική. Η τυποποίηση που προέκυψε εναρμόνισε οικονομικά και ενοποίησε το περίπλοκο σύνολο νομισμάτων που ήταν σε χρήση στην αρχή της βασιλείας του, απλοποιώντας έτσι τις συναλλαγές και το εμπόριο.
Ο Καρλομάγνος καθιέρωσε μια νέα μονάδα, τη livre carolinienne (από τη Λατινική libra, τη σύγχρονη λίρα), που βασιζόταν σε μια λίβρα-λίρα αργύρου - μονάδα τόσο χρήματος όσο και βάρους - που άξιζε 20 sou (από το λατινικό σόλοδο [που ήταν κυρίως λογιστική μονάδα και ποτέ δεν κόπηκε ως νόμισμα] το σημερινό σελίνι) ή 240 deniers (από το Λατινικό δηνάριο, τη σημερινή πένα). Την περίοδο αυτή η livre και το sou ήταν μονάδες μέτρησης, μόνο το denier ήταν νόμισμα του βασιλείου.
Ο Καρλομάγνος καθιέρωσε αρχές για τη λογιστική πρακτική μέσω των Capitulare de villis του 802, που θέσπισαν αυστηρούς κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να καταγράφονται έσοδα και έξοδα.
Στις αρχές της κυβέρνησης του Καρλομάγνου σιωπηρά επιτρεπόταν στους Εβραίους να μονοπωλούν το δανεισμό χρημάτων. Στη συνέχεια ο δανεισμός με σκοπό το κέρδος απαγορεύθηκε το 814, όντας αντίθετος με τον εκκλησιαστικό νόμο της εποχής. Ο Καρλομάγνος εισήγαγε τον Εβραϊκό Θεσμό, μία απαγόρευση για τους Εβραίους να ασχολούνται με δανεισμό χρημάτων, λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων της πλειοψηφίας των υπηκόων του, απαγορεύοντάς τον στην ουσία σε όλα τα επίπεδα, σε μια αντιστροφή της προηγούμενης καταγεγραμμένης γενικής πολιτικής του. Εκτός από αυτή την προσανατολισμένη στα μακροοικονομικά μεταρρύθμιση, ο Καρλομάγνος υλοποίησε σημαντικό αριθμό μικροοιοκονομικών μεταρρυθμίσεων, όπως ο άμεσος έλεγχος των τιμών και των εισφορών για ορισμένα αγαθά και εμπορεύματα.
Ο Εβραϊκός Θεσμός του πάντως δεν ήταν αντιπροσωπευτικός της συνολικής οικονομικής σχέσης ή στάσης τους προς τους Φράγκους Εβραίους και οπωσδήποτε όχι η προγενέστερη σχέση του με αυτούς, όπως είχε εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Για παράδειγμα ο επ' αμοιβή προσωπικός γιατρός του ήταν Εβραίος, απασχολούσε τουλάχιστον ένα τουλάχιστον Εβραίο για τις διπλωματικές του αποστολές, ο Ισαάκ ήταν ο προσωπικός του απεσταλμένος στο Μουσουλμανικό χαλιφάτο της Βαγδάτης. Του έχουν αποδοθεί επιστολές, που προσκαλούν Εβραίους να εγκατασταθούν στο βασίλειό του, για οικονομικούς λόγους, καλωσορίζοντάς τους γενικά με τις συνολικά προοδευτικές πολιτικές του.
Ο Καρλομάγνος εφάρμοσε το σύστημα αυτό στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής ηπείρου και η μονάδα του Οφα υιοθετήθηκε εθελοντικά από το μεγαλύτερο μέρος της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου το νόμισμα της Ευρωπαϊκής ηπείρου υποβαθμίστηκε και το μεγαλύτερο μέρος της κατέφυγε στη χρήση του διαρκώς υψηλής ποιότητας Αγγλικού νομίσματος μέχρι περίπου το 1100.
Μέρος της επιτυχίας του Καρλομάγνου ως πολεμιστή και διοικητή και κυβερνήτη μπορεί να αποδοθεί στο θαυμασμό του για τη μάθηση και την εκπαίδευση. Η βασιλεία του και η εποχή που αυτή εγκαινίασε αναφέρονται συχνά ως Καρολίγγεια Αναγέννηση λόγω της άνθησης των γραμμάτων, της λογοτεχνίας, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, που τη χαρακτηρίζουν. Ο Καρλομάγνος, ερχόμενος σε επαφή με τον πολιτισμό και τη γνώση των άλλων χωρών (ιδιαίτερα της Βησιγοτθικής Ισπανίας, της Αγγλοσαξωνικής Αγγλίας και της Λομβαρδικής Ιταλίας) λόγω των μεγάλων κατακτήσεών του, αύξησε σημαντικά τις χορηγίες προς μοναστηριακές σχολές και σκριπτόρια (κέντρα αντιγραφής βιβλίων) στη Φραγκία.[82]
Τα περισσότερα από τα σωζόμενα σήμερα έργα της κλασικής Λατινικής αντιγράφηκαν και διατηρήθηκαν από Καρολίγγειους λόγιους, μελετούσε συνεχώς τα έργα του Αγίου Αυγουστίνου.[83] Ο ίδιος μαζί με την αυλή του είχαν σημαντικό λόγο στην αντιγραφή νέων βιβλίων και στη δημιουργία βιβλιοθήκης.[84] Στην πραγματικότητα τα αρχαιότερα διαθέσιμα χειρόγραφα για πολλά αρχαία κείμενα είναι Καρολίγγεια. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όποιο κείμενο διασώθηκε την Καρολίγγειο περίοδο σώζεται ακόμη.
Η πανευρωπαϊκή φύση των επιρροών του Καρλομάγνου φαίνεται από την καταγωγή πολλών από εκείνους που εργάστηκαν για αυτόν: ο Αλκουίνος, Αγγλοσάξονας από την Υόρκη, ο Τέοντουλφ, Βησιγότθος, πιθανόν από τη Σεπτιμάνια, ο Παύλος ο Διάκονος, Λομβαρδός, ο Πέτρος της Πίζας και ο Παυλίνος της Ακυληίας, Ιταλοί, και οι Αλτζινμπερτ, Αντζιλραμ, Άινχαρντ και Βάλντο του Ράιχεναου, Φράγκοι.
Ο Καρλομάγνος έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για τα γράμματα, προωθώντας τα στην αυλή, δίνοντας εντολή τα παιδιά και τα εγγόνια του να λάβουν καλή εκπαίδευση και μελετώντας ακόμη και ο ίδιος (σε μια εποχή που ακόμα και οι ηγεμόνες που προωθούσαν την εκπαίδευση δεν διέθεταν χρόνο για να μορφωθούν οι ίδιοι) υπό την καθοδήγηση του Πέτρου της Πίζας, από τον οποίο έμαθε γραμματική, του Αλκουίνου, με τον οποίο μελετούσε ρητορική, διαλεκτική (λογική) και αστρονομία (ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις κινήσεις των άστρων) και του Άινχαρντ, που τον βοηθούσε στα μαθήματα αριθμητικής.[85]
Η μεγαλύτερη μαθησιακή αποτυχία του, όπως αναφέρει ο Άινχαρντ, ήταν η αδυναμία του να γράφει. Όταν, στα γεράματά του, άρχισε προσπάθειες να μάθει - εξασκούμενος στον σχηματισμό γραμμάτων στο κρεβάτι του κατά τον ελεύθερο χρόνο του, σε βιβλία και μαυροπίνακες που έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι του - «ήταν πια αργά για την προσπάθειά του και είχε ελάχιστη επιτυχία», και η ικανότητά του να διαβάζει - την οποία ο Άινχαρντ αποσιωπά και καμία άλλη πηγή της εποχής δεν υποστηρίζει - έχει επίσης αμφισβητηθεί.
Το 800 ο Καρλομάγνος επεξέτεινε τον ξενώνα στο Μουριστάν, περιοχή στη Χριστιανική Συνοικία της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ, και του πρόσθεσε μια βιβλιοθήκη, αλλά είναι σίγουρο ότι προσωπικά δεν πήγε ποτέ στην Ιερουσαλήμ.[86][87]
Κατά τη βασιλεία του Καρλομάγνου η Ρωμαϊκή στρογγυλόσχημη γραφή και η καλλιγραφική εκδοχή της, που είχαν γεννήσει διάφορες ηπειρωτικές μικροσκοπικές γραφές, συνδυάσθηκαν με χαρακτηριστικά γραφών που χρησιμοποιούνταν σε Ιρλανδικά και Αγγλικά μοναστήρια. Η Καρολίγγεια μικρογραφία δημιουργήθηκε εν μέρει υπό την αιγίδα του Καρλομάγνου. Κύρια επιρροή για αυτό ήταν πιθανότατα ο Αλκουίν της Υόρκης, που διηύθυνε τη σχολή των ανακτόρων και το κέντρο αντιγραφής στο Άαχεν.
Ίσως όμως να έχει υπερεκτιμηθεί ο επαναστατικός χαρακτήρας της Καρολίγγειας μεταρρύθμισης. Πριν ο Αλκουίν φτάσει στο Άαχεν είχαν γίνει προσπάθειες για την εξημέρωση της χοντροκομμένης Γερμανικής και Μεροβίγγειας γραφής. Η νέα μικρογραφία διαδόθηκε αρχικά από το Άαχεν και αργότερα από το σημαντικό κέντρο αντιγραφής στην Τουρ, όπου ο Αλκουίν αποσύρθηκε ως μοναχός.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του, Πεπίνο, και τον θείο του, Καρλομάν, ο Καρλομάγνος επεξέτεινε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την εκκλησία. Η εμβάθυνση της πνευματικής ζωής έμελλε να θεωρηθεί ως κεντρικής σημασίας για τη δημόσια τάξη και τη βασιλική διακυβέρνηση. Η μεταρρύθμισή του εστίασε στην ενίσχυση των εξουσιαστικών δομών της εκκλησίας βελτιώνοντας τις ικανότητες και την ηθική ποιότητα του κλήρου, τυποποιώντας λειτουργικές πρακτικές, βελτιώνοντας τα βασικά δόγματα της πίστης και της ηθικής και εκριζώνοντας την ειδωλολατρία. Τώρα πια η εξουσία του είχε επεκταθεί σε εκκλησία και κράτος. Μπορούσε να ελέγχει τους κληρικούς και την εκκλησιαστική περιουσία και να καθορίζει το ορθόδοξο δόγμα. Παρά τη σκληρή νομοθεσία και την αιφνίδια αλλαγή είχε εξασφαλίσει τη σαφή στήριξη του κλήρου, που ενέκρινε την επιθυμία του να εμβαθύνει την ευσέβεια και το ήθος των χριστιανών υπηκόων του.[84]
Ο Καρλομάγνος συγκάλεσε Σύνοδο στο Άαχεν που επιβεβαίωσε την επίσημη άποψη που κυριαρχούσε στη Δύση για το Άγιο Πνεύμα, πρόσθεσε στην απόφαση της Συνόδου της Νίκαιας τη φράση Filioque. Την πράξη του Καρολομάγνου επιβεβαίωσε ο Πάπας Λέων Γ΄, ήρθε με αυτόν τον τρόπο σε αντίθεση με την απόφαση της Πρώτης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (381).[88] Το Άγιο Πνεύμα σύμφωνα με το Filioque δεν προέρχεται μόνο από τον Θεό πατέρα αλλά "από τον πατέρα και από τον γιο". Ο πάπας έγραψε το αυθεντικό κείμενο τόσο στην Ελληνική όσο και στη Λατινική γλώσσα, τα τοποθέτησε σε δύο ασπίδες στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.[89][90]
Ο Καρλομάγνος επιδόθηκε σε πολλές μεταρρυθμίσεις της Φραγκικής διακυβέρνησης, αλλά συνέχισε επίσης πολλές παραδοσιακές πρακτικές, όπως η διαίρεση του βασιλείου μεταξύ των γιων του.[91]
Η κυβέρνηση, η διοίκηση και η οργάνωση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας σφυρηλατήθηκαν στην αυλή του Καρλομάγνου τις δεκαετίες γύρω από το 800. Τη χρονιά εκείνη ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας και προσάρμοσε την υφιστάμενη βασιλική διοίκησή του, ώστε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του νέου του τίτλου. Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις που επεξεργάστηκε στην πρωτεύουσά του Άαχεν έμελλαν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στον πολιτικό καθορισμό της Δυτικής Ευρώπης για το υπόλοιπο του Μεσαίωνα. Οι Καρολίγγειες βελτιώσεις των παλιών Μεροβίγγειων μηχανισμών διακυβέρνησης έχουν επαινεθεί από ιστορικούς για τον αυξημένο κεντρικό έλεγχο, την αποτελεσματική γραφειοκρατία, την υποχρέωση λογοδοσίας και την πολιτιστική αναγέννηση.
Η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία ήταν η μεγαλύτερη δυτική χώρα μετά την πτώση της Ρώμης (476 μ.Χ.), αλλά οι ιστορικοί έχουν αναδείξει το βάθος της επιρροής και του ελέγχου του αυτοκράτορα. Νομικά ο Καρολίγγειος αυτοκράτορας ασκούσε το bannum, το δικαίωμα να κυβερνά και να διοικεί σε όλα τα εδάφη του. Είχε επίσης υπέρτατη δικαιοδοσία σε δικαστικές υποθέσεις, νομοθετούσε, ηγείτο του στρατού και προστάτευε τόσο την Εκκλησία, όσο και τους φτωχούς. Η διοίκησή του αποτελούσε μια προσπάθεια να οργανώσει το βασίλειο, την εκκλησία και τους ευγενείς γύρω του, όμως η αποτελεσματικότητά του εξαρτιόταν άμεσα από την αποδοτικότητα, την πίστη και την υποστήριξη των υπηκόων του.
Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του ο Καρλομάγνος πήγε για πρώτη φορά στο Άαχεν. (Γαλλικά Aix-la-Chapelle, Ιταλικά Aquisgrana) Άρχισε να κτίζει ένα ανάκτορο είκοσι χρόνια αργότερα (788) μετά τον θάνατο του πατέρα του. Το έκανε για να το αφιερώσει στον πατέρα του και ήλπιζε ότι κάποια μέρα θα γινόταν εξ ίσου μεγάλος ηγέτης, όπως εκείνος. Το παρεκκλήσι του ανακτόρου, που κατασκευάστηκε το 796, έγινε αργότερα ο Καθεδρικός του Άαχεν. Ο Καρλομάγνος πέρασε τους περισσότερους χειμώνες από το 800 μέχρι τον θάνατό του (814) στο Άαχεν, το οποίο έκανε συμπρωτεύουσα με τη Ρώμη, για να απολαμβάνει τις θερμές πηγές. Ο Καρλομάγνος οργάνωσε την αυτοκρατορία του σε 350 κομητείες, με διορισμένο κόμη. Οι κόμητες λειτουργούσαν ως δικαστές, διοικητές και εκτελεστές των νόμων. Για να επιβάλει την αφοσίωση ίδρυσε το σύστημα των missi dominici. που σημαίνει "απεσταλμένοι του ηγεμόνα". Στο σύστημα αυτό ένας εκπρόσωπος της Εκκλησίας και ένας εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα ήταν επικεφαλής κάθε χρόνο σε κάθε κομητεία και υπέβαλε έκθεση στον Καρλομάγνο για την κατάστασή τους.
Η βασιλική αυλή ήταν ένα όργανο μετακινούμενο (μέχρι το 802), που περιόδευε στο βασίλειο, εξασφαλίζοντας την καλή άσκηση της κυβέρνησης στα διάφορα μέρη. Οι σημαντικότερες θέσεις ήταν του εφημέριου (που ήταν υπεύθυνος για όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις στο βασίλειο) και του κόμη του παλατιού (παλατίνου της αυλής), που είχε τον ανώτατο έλεγχο της αυλής. Περιελάμβανε επίσης πολλούς ελάσσονες αξιωματούχους, π.χ. τον αρχιθαλαμηπόλο, τον φροντιστή και τον κριτή. Η αυλή μερικές φορές ηγείτο του στρατού (π.χ. ο Φροντιστής Αντορφ κατά των Βρετόνων το 786). Ενδεχομένως σχετικό με τον εφημέριο και το βασιλικό παρεκκλήσι ήταν το γραφείο του καγκελαρίου, επικεφαλής ενός μη μόνιμου γραφείου-αρχείου. Τα παραγόμενα έγγραφα ήταν στοιχειώδη και είχαν κυρίως να κάνουν με πράξεις επί της γης. Υπάρχουν 262 σωζόμενα από τη βασιλεία του Καρόλου, ενώ 40 από εκείνη του Πεπίνου και 350 του Λουδοβίκου του Ευσεβούς.
Υπάρχουν 3 κυρίως θεσμοί, με τους οποίους επιβαλλόταν η Καρολίγγεια εξουσία στις διάφορες περιοχές:
Ο Κόμης. Διορισμένος από τον Κάρολο να διοικεί μια κομητεία. Η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία (εκτός από τη Βαυαρία) ήταν διαιρεμένη σε 110 έως 600 κομητείες, καθεμιά τους διαιρεμένη σε centenae, που ήταν υπό τον έλεγχο ενός ιερέα. Στην αρχή ήταν βασιλικοί αντιπρόσωποι σταλμένοι από τον Κάρολο, αλλά μετά το 802 σημαντικοί τοπικοί μεγιστάνες. Ήταν υπεύθυνοι για τη δικαιοσύνη, την εφαρμογή των νόμων, την είσπραξη διοδίων και τελών και τη συντήρηση δρόμων και γεφυρών. Τυπικά μπορούσαν να απολυθούν από τον βασιλιά, αλλά πολλές θέσεις έγιναν κληρονομικές. Ήταν επίσης μερικές φορές διεφθαρμένοι, αν και μερικοί ήταν υποδειγματικοί, π.χ. ο Ερρίκος του Φρίουλι. Τελικά δημιουργήθηκαν επαρχιακοί κυβερνήτες, που επέβλεπαν πολλούς κόμητες.
Οι Missi Dominici (Λατινικά: βασιλικοί νομικοί). Αρχικά διοριζόμενοι επί τούτου, μία μεταρρύθμιση το 802 κατέληξε στο αξίωμα του missus dominicus, που έγινε μόνιμο. Οι Missi Dominici αποστέλλονταν ανά δύο. Ο ένας ήταν εκκλησιαστικός και ο άλλος κοσμικός. Το καθεστώς τους ως υψηλόβαθμων αξιωματούχων θεωρείτο ότι τους προστάτευε από τον πειρασμό της δωροληψίας. Έκαναν 4 επισκέψεις τον χρόνο στο τοπικό τους missaticum, που καθεμιά διαρκούσε ένα μήνα και ήταν υπεύθυνοι για τη γνωστοποίηση της βούλησης και των εντολών του βασιλιά, την εκδίκαση υποθέσεων και την κατά περίπτωση συγκρότηση στρατευμάτων. Το Capitulare missorum generale ("Γενικό κεφάλαιο σχετικά με τους νομικούς") και το Capitularia missorum specialia ("Ειδικά κεφάλαια σχετικά με τους νομικούς") όριζαν τα καθήκοντα τους.[92][93][94]
Οι Vassi Dominici. Ήταν υποτελείς του βασιλιά, γόνοι ισχυρών οικογενειών, που κατείχαν "προνόμια" και σχημάτιζαν βοηθητικά σώματα του βασιλικού στρατού. Πήγαιναν επίσης σε ειδικές αποστολές.
Γύρω στα 780 ο Καρλομάγνος μεταρρύθμισε το τοπικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και θεσμοθέτησε τους scabini, ειδικούς επαγγελματίες σχετικούς με το δίκαιο. Κάθε κόμης είχε τη βοήθεια επτά από αυτούς τους scabini, που έπρεπε να γνωρίζουν όλους τους νόμους του βασιλείου, έτσι ώστε όλοι οι υπήκοοι να μπορούν να κριθούν σύμφωνα με αυτούς. Οι δικαστές απαγορευόταν επίσης να δωροδοκούνται και έπρεπε να χρησιμοποιούν ένορκες καταθέσεις για την εξακρίβωση των γεγονότων. Το 802 καταγράφηκαν και επικαιροποιήθηκαν όλοι οι νόμοι (ο Σαλικός νόμος τροποποιήθηκε επίσης το 798 και το 802, αν και ακόμη και ο Άινχαρντ παραδέχεται στο κεφάλαιο 29 ότι ήταν ατελής). Οι δικαστές έπρεπε να είχαν ένα αντίγραφο τόσο του Σαλικού, όσο και του Ριπουριανού νομικού κώδικα.
Η νομισματοκοπία είχε έντονη σχέση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Καρλομάγνος ανέλαβε τη ρύθμισή της μαζί με τα άλλα αυτοκρατορικά του καθήκοντα. Οι Καρολίγγειοι ασκούσαν ελέγχους στα αργυρά νομίσματα του βασιλείου, ελέγχοντας τη σύνθεση και την αξία τους. Στα νομίσματα εμφανιζόταν το όνομα του αυτοκράτορα και όχι του νομισματοκόπου. Ο Καρλομάγνος εργάστηκε για να κλείσει νομισματοκοπεία στη Βόρεια Γερμανία στη Βαλτική Θάλασσα.
Το Φραγκικό βασίλειο υποδιαιρέθηκε από τον Καρλομάγνο σε τρεις ξεχωριστές περιοχές για να διευκολυνθεί η διοίκησή του. Αυτές ήταν ο εσώτερος "πυρήνας" του βασιλείου (Αυστρασία, Νευστρία και Βουργουνδία), που εποπτευόταν άμεσα από το σύστημα των απεσταλμένων και την περιοδεύουσα αυλή. Έξω από αυτόν ήταν η regna, όπου η Φραγκική διοίκηση επαφιόταν στους κόμητες και ακόμη πιο έξω οι μεθοριακές περιοχές, όπου διοικούσαν πανίσχυροι κυβερνήτες. Αυτές οι υπήρχαν στη Βρετανία, την Ισπανία και την Αβαρία. Ο Κάρολος δημιούργησε επίσης δύο υποβασίλεια στην Ακουιτανία και στην Ιταλία, κυβερνώμενα από τους γιους του Λουδοβίκο και Πεπίνο αντίστοιχα. Η Βαυαρία ήταν επίσης υπό τη διοίκηση ενός αυτόνομου κυβερνήτη, τον Γκέρολντ, μέχρι τον θάνατό του το 796. Ενώ ο Κάρολος είχε ακόμη την κατ' αρχήν εξουσία σε αυτές τις περιοχές, ήταν αρκετά αυτόνομες με δικό τους ανώτερο δικαστήριο και δυνατότητα κοπής νομισμάτων.
Η ετήσια συνάντηση, το Placitum Generalis, διεξαγόταν κάθε χρόνο (μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου), σε μέρος που καθοριζόταν από τον βασιλιά. Συγκαλείτο για τρεις λόγους: να συγκεντρώσει το Φραγκικό κράτος για τις εκστρατείες, να συζητήσει πολιτικά και εκκλησιαστικά θέματα που αφορούσαν το βασίλειο και να νομοθετήσει για αυτά και να διεξάγει δίκες. Όλοι οι επιφανείς άνδρες όφειλαν να πηγαίνουν στη συνάντηση, που έτσι ήταν ένας σημαντικός τρόπος για τον Κάρολο να καθιστά γνωστή τη θέλησή του. Αρχικά η συνάντηση λειτουργούσε αποτελεσματικά αλλά αργότερα κατέστη απλώς ένα βήμα συζήτησης και έκφρασης της δυσαρέσκειας των ευγενών.
Ο όρκος πίστης ήταν ένας τρόπος για τον Κάρολο να εξασφαλίζει την αφοσίωση όλων των υπηκόων του. Ήδη από το 779 κατάργησε τα ορκωτά τάγματα μεταξύ άλλων ανδρών, έτσι ώστε όλοι να δίνουν όρκο πίστης μόνο σε αυτόν. Το 789 ( μετά την εξέγερση του 786) άρχισε να νομοθετεί ότι όλοι όφειλαν να ορκίζονται πίστη σε αυτόν ως βασιλιά και το 802 επεξέτεινε τον όρκο, ώστε όλοι οι άνδρες άνω των 12 ετών να ορκίζονται σε αυτόν.
Οι Εγκύκλιοι είναι η μαύρη τρύπα της κυβέρνησης του Καρλομάγνου, καθώς κανένας δεν γνωρίζει πραγματικά ποιος ήταν ο σκοπός τους ή πόσο αποτελεσματικές ήταν. Στην πραγματικότητα οι περισσότερες διαφωνίες γύρω από την κυβέρνηση του Καρόλου προέρχονται από το γεγονός ότι οι εγκύκλιοι είναι η μόνη ουσιαστική μαρτυρία και δεν υπάρχει νομολογία για να διαπιστώσουμε αν εφαρμόζονταν ή ακολουθούνταν.
Οι τέσσερις σημαντικότερες εγκύκλιοι της βασιλείας του Καρλομάγνου είναι:
Οι ιστορικοί συζητούν επί αιώνες αν ο Καρλομάγνος γνώριζε την πρόθεση του Πάπα να τον στέψει Αυτοκράτορα πριν από τη στέψη (ο Καρλομάγνος δήλωσε ότι δεν θα είχε μπει στον Άγιο Πέτρο αν το γνώριζε), αλλά η συζήτηση αυτή επισκιάζει το σημαντικότερο ερώτημα γιατί ο Πάπας του έδωσε αυτό τον τίτλο και γιατί ο Καρλομάγνος επέλεξε να τον δεχθεί από τη στιγμή που το έκανε.
Ο Ρότζερ Κόλινς (Άγγλος μεσαιωνολόγος) επισημαίνει ότι "είναι εξαιρετικά απίθανο το κίνητρο πίσω από την αποδοχή του αυτοκρατορικού τίτλου να ήταν ένα ρομαντικό και αρχαιολατρικό ενδιαφέρον αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας". Ένας τέτοιος ρομαντισμός δεν θα συγκινούσε ούτε τους Φράγκους ούτε τους Ρωμαιοκαθολικούς στο γύρισμα του ένατου αιώνα, καθώς και μεν και οι δε έβλεπαν την Κλασική κληρονομιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δυσπιστία. Οι Φράγκοι περηφανεύονταν ότι είχαν "αγωνιστεί και απορρίψει από τους ώμους το βαρύ ζυγό των Ρωμαίων" και "από τη γνώση που κέρδισαν με το βάπτισμα, ντύσει με χρυσό και πολύτιμες πέτρες τα σώματα των αγίων μαρτύρων που οι Ρωμαίοι είχαν σκοτώσει με τη φωτιά, το σπαθί και τα άγρια ζώα", όπως το περιέγραφε ο Πεπίνος Γ΄ σε ένα νόμο το 763 ή το 764.
Επί πλέον ο νέος τίτλος - δημιουργώντας τον κίνδυνο ο νέος αυτοκράτορας "να κάνει δραστικές αλλαγές στις μορφές και στις διαδικασίες της κυβέρνησης" ή "να επικεντρώσει γενικότερα την προσοχή του στα θέματα της Ιταλίας ή της Μεσογείου - διακινδύνευε την αποξένωση της Φραγκικής ηγεσίας.
Τόσο για τον Πάπα όσο και για τον Καρλομάγνο η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρέμενε σημαντική δύναμη στην Ευρωπαϊκή πολιτική εκείνη την περίοδο και συνέχιζε να κατέχει σημαντικό τμήμα της Ιταλίας, με σύνορα όχι πολύ μακριά νότια της ίδιας της πόλης της Ρώμης - είναι η αυτοκρατορία που ιστορικά έχει καταγραφεί ως Βυζαντινή αυτοκρατορία, γιατί πρωτεύουσά της ήταν η Κωνσταντινούπολη (αρχαίο Βυζάντιο) και λαός και ηγεσία της ήταν Ελληνική, ήταν ένα τελείως Ελληνικό κράτος. Στην πραγματικότητα ο Καρλομάγνος απλώς σφετερίσθηκε τα προνόμια του Ρωμαίου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, απλώς κατά πρώτο λόγο στηριζόμενος στην απόφαση του Πάπα.
"Από ποιόν όμως μπορούσε (ο Πάπας) να κριθεί; Ποιος, με άλλα λόγια, είχε την εξουσία να εκφέρει κρίση για τον τοποτηρητή του Χριστού; Υπό κανονικές συνθήκες η μόνη πιθανή απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ήταν ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, αλλά ο αυτοκρατορικός θρόνος εκείνη τη στιγμή κατεχόταν από την Ειρήνη. Το ότι η Αυτοκράτειρα ήταν διαβόητη για την τύφλωση και τον φόνο του ίδιου του γιου της, για τον Λέοντα και τον Κάρολο ήταν επουσιώδες. Ήταν αρκετό το ότι ήταν γυναίκα. Το γυναικείο φύλο αναγνωριζόταν ως ανίκανο να κυβερνήσει και από την παλιά Σαλική παράδοση αποκλειόταν από κάτι τέτοιο. Όσον αφορούσε τη Δυτική Ευρώπη ο Θρόνος των Αυτοκρατόρων ήταν κενός. Η αξίωση της Ειρήνης επί αυτού ήταν απλώς μια πρόσθετη απόδειξη, αν και δεν χρειαζόταν, η υποβάθμιση στην οποία είχε περιπέσει η λεγόμενη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία".
- Τζον Τζούλιους Νόργουιτς (Άγγλος ιστορικός), Βυζάντιο: Οι Πρώτοι Αιώνες, σελ. 378.
Τότε για τον Πάπα "δεν υπήρχε ζων Αυτοκράτορας εκείνη τη στιγμή", αν και Ανρί Πιρέν (Βέλγος ιστορικός) το αμφισβητεί λέγοντας ότι η στέψη "κατ' ουδένα τρόπο δεν εξηγείται από το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη μια γυναίκα". Ωστόσο ο Πάπας πήρε την εξαιρετική πρωτοβουλία να δημιουργήσει έναν (αυτοκράτορα). Οι πάπες βρίσκονταν από το 726 σε διαμάχη με τους προκατόχους της Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη σε ορισμένα ζητήματα, κυρίως τη συνεχιζόμενη προσήλωση των Βυζαντινών στο δόγμα της εικονομαχίας, την καταστροφή των Χριστιανικών εικόνων, ενώ από το 750 η κοσμική εξουσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην κεντρική Ιταλία είχε εξουδετερωθεί.
Αποδίδοντας το Αυτοκρατορικό στέμμα στον Καρλομάγνο, ο Πάπας οικειοποιήθηκε για τον εαυτό του "το δικαίωμα να διορίζει ... τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων ... θεσπίζοντας το αυτοκρατορικό στέμμα ως δικό του προσωπικό δώρο, αλλά συγχρόνως παραχωρώντας έμμεση υπεροχή στον Αυτοκράτορα που είχε ο ίδιος δημιουργήσει". Και "επειδή οι Βυζαντινοί είχαν αποδειχθεί τόσο αναποτελεσματικοί από κάθε άποψη - πολιτική, στρατιωτική και δογματική - θα επέλεγε ένα δυτικό, τον μοναδικό άνδρα που, με τη σοφία, την πολιτική του δεινότητα και την απεραντοσύνη της επικράτειάς του ... ξεχώριζε πάνω από τους συγχρόνους του".
Επομένως με τη στέψη του Καρλομάγνου, "η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέμενε, όσον αφορούσε τον Καρλομάγνο και τον Λέοντα, μία και αδιαίρετη, με τον Κάρολο ως Αυτοκράτορά της", αν και υπήρχε "ελάχιστη αμφιβολία ότι η στέψη, με ότι συνεπαγόταν, θα καταδικαζόταν σφόδρα στην Κωνσταντινούπολη".
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο το αισθάνονταν ως ρεαλιστικό ο Καρλομάγνος και ο Πάπας να αποδεχθεί ποτέ ο λαός της Κωνσταντινούπολης τον Βασιλιά των Φράγκων ως Αυτοκράτορα του. Ο Αλκουίν μιλάει στις επιστολές του ευελπιστώντας για ένα Imperium Christianum ("Χριστιανική Αυτοκρατορία"), μέσα στο οποίο, "ακριβώς όπως οι κάτοικοι [της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας] είχαν ενωθεί με την κοινή ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη" πιθανότατα αυτή η νέα αυτοκρατορία θα ενωνόταν από μια κοινή Χριστιανική πίστη. Αυτή είναι η άποψη του Πιρέν όταν λέει "ο Κάρολος ήταν ο Αυτοκράτορας της ecclesia, όπως ο Πάπας τη σχεδίαζε, της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, θεωρούμενης ως της παγκόσμιας Εκκλησίας". Το Imperium Christianum υποστηρίχθηκε επίσης σε σειρά συνόδων σε όλη την Ευρώπη από τον Παυλίνο της Ακυληίας.
Όπως γνωρίζουμε από το Βυζαντινό χρονικογράφο Θεοφάνη, η αντίδραση του Καρλομάγνου μετά τη στέψη του ήταν να κάνει το πρώτο βήμα προς την εξασφάλιση του θρόνου της Κωνσταντινούπολης στέλνοντας πρέσβεις για γάμο στην Ειρήνη και ότι η Ειρήνη ανταποκρίθηκε κάπως ευνοϊκά.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ των οικουμενικών και των τοπικιστικών αντιλήψεων της αυτοκρατορίας, που έχουν αποτελέσει πηγή σημαντικών διαφωνιών μεταξύ των ιστορικών. Σύμφωνα με τις πρώτες η αυτοκρατορία ήταν μια οικουμενική μοναρχία, μια "κοινοπολιτεία όλου του κόσμου, της οποίας η ανώτερη ενότητα ξεπερνούσε κάθε ήσσονα διαφορά" και ο αυτοκράτορας "εδικαιούτο υπακοή στη Χριστιανοσύνη". Σύμφωνα με τις δεύτερες ο αυτοκράτορας δεν είχε καμιά φιλοδοξία για παγκόσμια κυριαρχία. Η πολιτική του ήταν περιορισμένη έτσι όπως κάθε άλλου ηγεμόνα και όταν προέβαλλε ευρύτερες αξιώσεις σκοπός του κανονικά ήταν να αποκρούσει επιθέσεις του πάπα ή του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή επίσης η προέλευση της αυτοκρατορίας πρέπει να εξηγηθεί μάλλον από τις ειδικές τοπικές συνθήκες, παρά από θεωρίες επεκτατισμού.
Σύμφωνα με τον Βέρνερ Ονσοργκε, ήταν επί μακρόν έθιμο του Βυζαντίου να ονομάζει τους Γερμανούς πρίγκιπες πνευματικά "τέκνα" των Βυζαντινών. Ότι μπορεί να ήταν αποδεκτό τον πέμπτο αιώνα, ήταν προκλητικό και προσβλητικό για την περηφάνια των Φράγκων τον όγδοο αιώνα. Ο Κάρολος κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο μεγάλος Ρωμαίος αυτοκράτορας, που διεκδικούσε να είναι επικεφαλής της παγκόσμιας ιεραρχίας των κρατών, στην πραγματικότητα δεν ήταν σπουδαιότερος από τον ίδιο τον Κάρολο, βασιλιά όπως άλλοι βασιλιάδες, καθώς από το 629 είχε αυτοονομασθεί "Βασιλεύς". Ο Ονσοργκε βρίσκει σημαντικό ότι η κύρια κέρινη σφραγίδα του Καρόλου, που έφερε μόνο την επιγραφή: "Christe, protege Carolum regem Francorum" [Χριστέ, προστάτευε τον Κάρολο, βασιλιά των Φράγκων] χρησιμοποιείτο από το 772 έως το 813, ακόμη και κατά την αυτοκρατορική περίοδο, και δεν αντικαταστάθηκε από ιδιαίτερη αυτοκρατορική σφραγίδα, δείχνοντας ότι ο Κάρολος αισθανόταν βασιλιάς των Φράγκων και ενδιαφερόταν μόνο για το μεγαλείο του λαού αυτού. Ο Ονσοργκε επισημαίνει ότι την άνοιξη του 813 στο Άαχεν ο Κάρολος έστεψε τον νεότερο, και μόνο επιζώντα, γιο του, Λουδοβίκο, αυτοκράτορα χωρίς αναφορά στη Ρώμη και μόνο υπό τις επευφημίες των Φράγκων του, ενώ και η μορφή υπό την οποία δόθηκε αυτή η δια βοής συναίνεση δεν ήταν Ρωμαϊκή αλλά Φραγκοχριστιανική, καταδεικνύοντας τόσο ανεξαρτησία από τη Ρώμη, όσο και μια Φραγκική αντίληψη της αυτοκρατορίας, διαφορετική από εκείνη της Ρώμης.
Ο τίτλος του αυτοκράτορα όμως παρέμεινε στην οικογένειά του τα επόμενα χρόνια, καθώς τα αδέλφια πάλευαν για το ποιος είχε την υπεροχή στο Φραγκικό κράτος. Οι ίδιοι οι πάπες ποτέ δεν ξέχασαν τον τίτλο, ούτε απεμπόλησαν το δικαίωμα να τον απονέμουν. Όταν η οικογένεια του Καρόλου έπαψε να παρέχει άξιους κληρονόμους, ο πάπας έστεφε μετά χαράς οποιονδήποτε Ιταλό άρχοντα μπορούσε να τον προστατέψει καλύτερα από τους τοπικούς εχθρούς του.
Αυτή η τακτική οδήγησε, όπως έπρεπε να αναμενόταν, στην αδράνεια του τίτλου για σχεδόν σαράντα χρόνια (924-962). Τελικά το 962, σε μια Ευρώπη ριζικά διαφορετική από εκείνη του Καρλομάγνου, στέφθηκε στη Ρώμη ένας νέος Ρωμαίος Αυτοκράτορας από έναν ευγνώμονα πάπα. Ο αυτοκράτορας αυτός, Όθων ο Μέγας, έφερε τον τίτλο στα χέρια των βασιλιάδων της Γερμανίας για μια σχεδόν χιλιετία, γιατί επρόκειτο να γίνει η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αληθινή αυτοκρατορική διάδοχος εκείνης του Καρόλου, αν όχι του Αυγούστου.
Το 806 ο Καρλομάγνος πήρε την πρώτη απόφαση για την παραδοσιακή διαίρεση της αυτοκρατορίας μετά τον θάνατό του. Για τον Κάρολο τον Νεότερο όρισε την Αυστρασία και τη Νεύστρια, τη Σαξονία, τη Βουργουνδία και τη Θουριγγία. Στον Πεπίνο έδωσε την Ιταλία, τη Βαυαρία και τη Σουηβία. Ο Λουδοβίκος πήρε την Ακουιτανία, την Ισπανική Μαρκία και την Προβηγκία. Δεν υπήρχε όμως μνεία του αυτοκρατορικού τίτλου, που οδηγεί στη σκέψη ότι, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Καρλομάγνος θεωρούσε τον τίτλο ως τιμητικό, που δεν διέθετε καμμία κληρονομική σημασία.
Αυτή η διαίρεση μπορεί να λειτουργούσε αλλά δεν δοκιμάστηκε ποτέ. Ο Πεπίνος πέθανε το 810 και ο Κάρολος το 811. Ο Κάρολος τότε επανεξέτασε το θέμα και, το 813, έστεψε τον νεότερο γιο του Λουδοβίκο συναυτοκράτορα και συμβασιλέα των Φράγκων, παραχωρώντας του το μισό μερίδιο της αυτοκρατορίας και το μισό μετά τον θάνατο του ίδιου του Καρλομάγνου. Το μόνο τμήμα της Αυτοκρατορίας που δεν υποσχέθηκε στον Λουδοβίκο ήταν η Ιταλία, που ο Καρλομάγνος παραχώρησε στον νόθο γιο του Πεπίνου Βερνάρδο.
Την εποχή του Καρλομάγνου η λαϊκή Γαλλική γλώσσα είχε ήδη σημαντικά διαφοροποιηθεί από τα Λατινικά. Αυτό αποδεικνύεται από έναν από τους κανονισμούς της Συνόδου της Τουρ (813), που απαιτούσε οι ιερείς των ενοριών να κηρύττουν είτε στη "rusticam Romanam linguam" (Ρομανική) είτε στη "Theotiscam" (Γερμανική λαϊκή γλώσσα) μάλλον παρά στα Λατινικά. Ο σκοπός ήταν να κάνουν τα κηρύγματα κατανοητά στους απλούς ανθρώπους, που κατά συνέπεια έπρεπε να μιλούσαν είτε τη Ρομανική είτε τη Γερμανική. Ο ίδιος ο Καρλομάγνος μιλούσε πιθανότατα μια Φραγκονιακή του Ρήνου διάλεκτο της Παλαιάς Άνω Γερμανικής.[95][96][97]
Εκτός από τη μητρική του γλώσσα μιλούσε επίσης Λατινικά και καταλάβαινε λίγο Ελληνικά, σύμφωνα με τον βιογράφο του Άινχαρντ (Grecam vero melius intellegere quam pronuntiare poterat, "μπορούσε να καταλάβει Ελληνικά καλύτερα από όσο μπορούσε να τα μιλήσει").[98]
Η σε μεγάλο βαθμό μυθιστορηματική περιγραφή των Ιβηρικών εκστρατειών του Καρλομάγνου από τον Ψευδο-Τουρπίν, γραμμένη κάπου τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του έδωσε λαβή για τον θρύλο ότι ο βασιλιάς μιλούσε επίσης Αραβικά.[99]
Η προσωπική εμφάνιση του Καρλομάγνου είναι γνωστή από μια καλή περιγραφή ενός προσωπικού του συνεργάτη, του Άινχαρντ, συγγραφέα κατά τον θάνατό του της βιογραφίας Vita Karoli Magni. Ο Άινχαρντ αναφέρει στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιό του:[100]
«Ήταν χοντροκαμωμένος, εύρωστος, σημαντικού αναστήματος, αλλά όχι και τόσο, καθώς το ύψος του ήταν εφτά φορές το ύψος του ποδιού του. Είχε στρογγυλό κεφάλι, μεγάλα και ζωηρά μάτια, μύτη λίγο μεγαλύτερη από το κανονικό, άσπρα αλλά ακόμη ελκυστικά μαλλιά, φωτεινή και χαρούμενη έκφραση, κοντό και χοντρό λαιμό και καλή υγεία, εκτός από τους πυρετούς που τον επηρέασαν τα λίγα τελευταία χρόνια της ζωής του. Προς το τέλος κούτσαινε από το ένα πόδι. Ακόμη και τότε έκανε πεισματικά ότι ήθελε και αρνιόταν να υπακούει στους γιατρούς, στην πραγματικότητα τους απεχθανόταν γιατί ήθελαν να τον πείσουν να σταματήσει να τρώει ψητό κρέας, όπως συνήθιζε, και να αρκεστεί στο βραστό».
Το φυσικό πορτρέτο, που μας δίνει ο Άινχαρντ, επιβεβαιώνεται από σύγχρονες του απεικονίσεις του αυτοκράτορα, όπως σε νομίσματα και το 20 εκ. χάλκινο άγαλμα του που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1861 ο τάφος του Καρλομάγνου ανοίχθηκε από επιστήμονες, που ανασχημάτισαν τον σκελετό του και τον εκτίμησαν μήκους 1,90 μ.[101] Μία εκτίμηση του ύψους του από ακτινογραφία και αξονική τομογραφία της κνήμης του, που έγινε το 2010 είναι 1,84 μ. Αυτό τον κατατάσσει στο 1% των ψηλότερων ανθρώπων της εποχής του, δεδομένου ότι το μέσο ύψος των τότε ανδρών ήταν 1,69 μ. Το πλάτος του οστού δείχνει ότι ήταν λεπτοκαμωμένος αλλά όχι εύρωστος ως προς τη σωματοδομή.[102]
Ο Καρλομάγνος φορούσε το παραδοσιακό ρούχο των Φράγκων, που περιγράφεται ως εξής από τον Άινχαρντ:[103]
"Συνήθιζε να φοράει το εθνικό, δηλαδή το Φραγκικό, ένδυμα - από μέσα λινό πουκάμισο και λινό παντελόνι μέχρι το γόνατο και πάνω από αυτά ένα χιτώνα πλαισιωμένο με μετάξι, με πατζάκια που κλείνουν με ταινίες και καλύπτουν τα κάτω άκρα του, και προστάτευε τους ώμους και το στέρνο του τον χειμώνα με ένα φαρδύ παλτό από δέρμα από κουνάβι".
Φορούσε ένα μαύρο μανδύα και έφερε πάντα μαζί του ένα ξίφος. Το τυπικό ξίφος είχε χρυσή ή ασημένια λαβή. Έφερε ξίφη με φανταχτερά κοσμήματα σε συμπόσια ή δεξιώσεις πρέσβεων. Ωστόσο:[103]
"Περιφρονούσε τα ξένα ενδύματα, οσοδήποτε όμορφα, και δεν επέτρεπε ποτέ στον αυτό του να ντυθεί με αυτά, εκτός από δύο φορές στη Ρώμη, οπότε φόρεσε τον Ρωμαϊκό χιτώνα, χλαμύδα και παπούτσια, την πρώτη φορά κατόπιν αιτήματος του Πάπα Αδριανού και τη δεύτερη για να ευχαριστήσει τον διάδοχο του Αδριανού, Λέοντα".
Μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, αν ήταν αναγκαίο. Στις μεγάλες γιορτές φορούσε ρούχα και παπούτσια με κεντήματα και κοσμήματα. Είχε μια χρυσή πόρπη για τον μανδύα του για τέτοιες περιπτώσεις και εμφανιζόταν με το μεγάλο του στέμμα, αλλά απεχθανόταν τέτοια αμφίεση, σύμφωνα με τον Άινχαρντ, και συνήθως ντυνόταν όπως οι απλοί άνθρωποι.[103]
Ο Καρλομάγνος απέκτησε δέκα οκτώ παιδιά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με οκτώ από τις δέκα γνωστές συζύγους ή παλλακίδες του. Παρ' όλ' αυτά απέκτησε μόνο τέσσερις νόμιμους εγγονούς, τους τέσσερις γιους του τέταρτου γιου του, Λουδοβίκου. Είχε ακόμη έναν εγγονό (τον Βερνάρδο της Ιταλίας, μοναδικό γιο του τρίτου γιου του, Πεπίνου της Ιταλίας), που γεννήθηκε εκτός γάμου αλλά συμπεριλήφθηκε στη σειρά της κληρονομιάς. Έτσι, παρά τα δέκα οκτώ παιδιά, οι έχοντες δικαίωμα στην κληρονομική του διαδοχή ήταν λίγοι.
Ημερομηνία Έναρξης | Γάμοι και κληρονόμοι | Παλλακίδες και παιδιά εκτός γάμου |
---|---|---|
π.768 | Η πρώτη του σχέση ήταν με τη Χιμιλτρούδη. Η φύση της σχέσης αυτής περιγράφεται ποικιλοτρόπως ως παλλακεία, νόμιμος γάμος, ή Friedelehe (υποτιθέμενη μορφή Γερμανικού γάμου που λέγεται ότι υπήρχε κατά τη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα)[α]. (Ο Καρλομάγνος την παραμέρισε όταν παντρεύτηκε τη Δεζιδεράτα.) Η ένωση με τη Χίμιλτρουντ απέφερε ένα γιο:
|
|
π. 770 | Μετά από αυτή, πρώτη του σύζυγος ήταν η Δεζιδεράτα, κόρη του Δεζιδέριου, βασιλιά των Λομβαρδών. Παντρεύτηκαν το 770, χώρισαν το 771. | |
π. 771 | Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Χίλντεγκαρντ του Φίντσγκαου (757 ή 758-783), παντρεύτηκαν το 771, πέθανε το 783. Με αυτήν απέκτησε εννέα παιδιά:
|
|
π. 773 | Η πρώτη γνωστή παλλακίδα του ήταν η Γκερσουίντα. Από αυτήν απέκτησε την:
| |
π. 774 | Η δεύτερη γνωστή παλλακίδα του ήταν η Μάντελγκαρντ. Από αυτήν απέκτησε τη:
| |
π. 784 | Τρίτη σύζυγός του ήταν η Φαστράντα, παντρεύτηκαν το 784, πέθανε το 794. Από αυτήν απέκτησε:
|
|
π. 794 | Τέταρτη σύζυγός του ήταν η Λούιτγκαρντ, παντρεύτηκαν το 794, πέθανε άτεκνη. | |
π. 800 | Τέταρτη γνωστή παλλακίδα του ήταν η Ρεγκίνα. Από αυτήν απέκτησε:
| |
π. 804 | Πέμπτη γνωστή παλλακίδα του ήταν η Ετελιντ > Από αυτήν απέκτησε:
|
|
Η επιρροή του Καρλομάγνου συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του. Ο συγγραφέας του Visio Karoli Magni, που γράφτηκε γύρω στα 865, χρησιμοποιώντας γεγονότα προφανώς από τον Άινχαρντ και τις δικές του παρατηρήσεις για την παρακμή της οικογένειας του Καρλομάγνου μετά τον διχαστικό πόλεμο (840–43) ως βάση για ένα οραματικό παραμύθι της συνάντησης του Καρόλου με ένα προφητικό εφιάλτη-φάντασμα σε ένα όνειρο.
Ο Καρλομάγνος, όντας πρότυπο ιππότη ως ένας από τους Εννέα Αριστείς (εννέα ιστορικές, βιβλικές και μυθικές προσωπικότητες, που προσωποποιούν τα ιδεώδη του ιπποτισμού, όπως καθιερώθηκαν τον Μεσαίωνα και περιελάμβαναν τρεις ειδωλολάτρες (Έκτορας, Αλέξανδρος ο Μέγας και Ιούλιος Καίσαρ), τρεις Εβραίους (Ιησούς του Ναυή, Δαβίδ και Ιούδας ο Μακκαβαίος) και τρεις Χριστιανούς (Βασιλιάς Αρθούρος, Καρλομάγνος και Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν), έτυχε σημαντικής μεταθανάτιας ζωής στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ένας από τους μεγάλους μεσαιωνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, ο κύκλος του Καρλομάγνου ή Γαλλικός Κύκλος, επικεντρώνεται στα έργα του Καρλομάγνου - του Αυτοκράτορα με τη Ρέουσα Γενειάδα της φήμης του Ρολάνδου - και του ιστορικού του διοικητή των συνόρων με τη Βρετάνη Ρολάνδου και των παλαδίνων (ιπποτών), που είναι ανάλογοι με τους ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης της αυλής του Βασιλιά Αρθούρου. Οι ιστορίες τους αποτελούν τα πρώτα chansons de geste (ηρωικές ωδές).
Ο ίδιος ο Καρλομάγνος είχε αναγνωρισθεί άγιος μέσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά τον δωδέκατο αιώνα. Η αγιοποίησή του από τον Αντίπαπα Πασχάλη Γ΄, για να κερδίσει τη εύνοια του Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσσα το 1165, δεν αναγνωρίσθηκε ποτέ από την Αγία Έδρα, που ακύρωσε όλα τα διατάγματα του Πασχάλη στην Τρίτη Σύνοδο του Λατερανού το 1179. Το όνομά του δεν εμφανίζεται μεταξύ των 28 αγίων με το όνομα Κάρολος, που καταγράφονται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο (το επίσημο μαρτυρολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας). Έχει αναγνωρισθεί η ευλογιοποίησή του (ένα στάδιο πριν την αγιοποίηση) και εορτάζεται στις 28 Ιανουαρίου. Στη Θεία Κωμωδία το πνεύμα του Καρλομάγνου εμφανίζεται στον Δάντη στον Ουρανό του Άρη, μεταξύ των άλλων «αγωνιστών της πίστης».
Το 809-810 ο Καρλομάγνος συγκάλεσε μια εκκλησιαστική σύνοδο στο Άαχεν, που επιβεβαίωσε την ομόφωνη πεποίθηση στη Δύση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (ex Patre Filioque) και επέβαλε την προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως της φράσης Filioque (και εκ του Υιού). Για αυτό ο Καρλομάγνος επεδίωξε την έγκριση του Πάπα Λέοντος Γ΄. Ο Πάπας, ενώ συμφωνούσε με το δόγμα και ενέκρινε τη χρήση του στην κατήχηση, διαφωνούσε με την προσθήκη του στο κείμενο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως είχε υιοθετηθεί στην Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381, Αυτό αναφερόταν στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα, χωρίς την προσθήκη φράσεων όπως "και τον Υιό", "μέσω του Υιού" ή "μόνο". Τονίζοντας την αντίθεσή του ο Πάπας έβαλε να χαράξουν το αρχικό κείμενο στα Ελληνικά και στα Λατινικά σε δύο βαρειά θωράκια, που τοποθετήθηκαν στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Το 1867 ένας έφιππος ανδριάντας του Καρλομάγνου κατασκευάσθηκε από τον Λουί Ζεότ και εγκαινιάσθηκε το 1868 στη Λεωφόρο ντ' Αβρουά στη Λιέγη. Στις κόγχες του νεορωμανικού βάθρου είναι τα έξι αγάλματα των προγόνων του Καρλομάγνου (Αγια Μπέγκα, Πεπίνος του Χέρσταλ, Κάρολος Μαρτέλος, Μπερτράντα, Πεπίνος του Λάντεν και Πιπίνος ο Βραχύς).
Η πόλη του Άαχεν έχει καθιερώσει από το 1949 ένα διεθνές βραβείο (που λέγεται Karlspreis der Stadt Aachen) προς τιμή του Καρλομάγνου. Απονέμεται κάθε χρόνο σε "άξιες προσωπικότητες που έχουν προωθήσει την ιδέα της δυτικής μέσω των πολιτικών, οικονομικών και λογοτεχνικών έργων τους. Μεταξύ των παραληπτών του βραβείου είναι ο Κόμης Ρίχαρντ Κουντενχόβε-Καλέργκι, ιδρυτής του Πανευρωπαϊκού κονήματος, ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Στον εθνικό του ύμνο, El Gran Carlemany, το κράτος της Ανδόρρας αποδίδει στον Καρλομάγνο την ανεξαρτησία του.
Ο Καρλομάγνος αναφέρεται από τον Δρ. Χένρι Τζόουνς Σρ. (που τον υποδύεται ο Σον Κόνερι) στο Ο Ιντιάνα Τζόουνς και Η Τελευταία Σταυροφορία. Αφού χρησιμοποιήσει την ομπρέλα του για να κάνει ένα σμήνος από γλάρους να συνθλίψει το γυάλινο πιλοτήριο ενός Γερμανικού μαχητικού αεροσκάφους, ο Χένρι Τζόουνς σχολιάζει "Ξαφνικά θυμήθηκα τον Καρλομάγνο: "είθε οι στρατιές μου να είναι οι βράχοι και τα δέντρα και τα πουλιά στον ουρανό".". Παρά τη δημοτικότητα της φράσης μετά την ταινία, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι πράγματι το είπε ο Καρλομάγνος.
Ο Economist, η εβδομαδιαία εφημερίδα ειδήσεων και διεθνών θεμάτων, διαθέτει κάθε βδομάδα ένα ολοσέλιδο άρθρο με τίτλο "Καρλομάγνος", που εστιάζει γενικά σε Ευρωπαϊκά θέματα και, συνηθέστερα και ειδικότερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις πολιτικές της.
Υπάρχει ένα θεατρικό έργο ονόματι Carelman Charitham στην Ινδική θεατρική μορφή Τσαβιτού Ναντακάμ, που βασίζεται στη ζωή του Καρλομάγνου.
Το θεματικό άλμπουμ Συμφωνικής Μέταλ Καρλομάγνος: Με το Σπαθί και τον Σταυρό του ηθοποιού και τραγουδιστή Κρίστοφερ Λη και η Χέβι Μέταλ συνέχειά του Καρλομάγνος: Οι Οιωνοί του Θανάτου παρουσιάζουν τα γεγονότα της ζωής του Καρλομάγνου.
Ένα επεισόδιο του 2010 του QI (Βρετανικό κωμικό τηλεοπτικό παιχνίδι) είχε ως θέμα τις μαθηματικές θεωρίες του Μαρκ Χάμφρεϊς, που υπολόγιζαν ότι όλοι οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι είναι πολύ πιθανό να μοιράζονται ως κοινό πρόγονο τον Καρλομάγνο.
Το βίντεο γκέιμ επιβίωσης-τρόμου του 2002 Αιώνιο Σκοτάδι: Το Ρέκβιεμ της Λογικής περιέχει ένα απόσπασμα, όπου ο παίκτης αναλαμβάνει τον έλεγχο ενός από τους πιστούς αγγελιοφόρους του Καρλομάγνου. Σκοπός του παίκτη είναι να προστατεύσει τον αυτοκράτορα από μια ύπουλη λατρεία που επιδιώκει να δολοφονήσει τον Καρλομάγνο για να καταπνίξει τις πολιτικές και θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις.
Τον Απρίλιο του 2014, με την ευκαιρία της 1200ης επετείου του θανάτου του Καρλομάγνου υπήρχε μια δημόσια εγκατάσταση τέχνης 2 εβδομάδων Mάιν Καρλ από τον Οτμαν Χερλ στο Κάτσχοφ, μεταξύ του δημαρχείου και του καθεδρικού του Άαχεν, με έκθεση 500 αγαλμάτων του Καρλομάγνου.
Ο Καρλομάγνος ήταν λάτρης των βιβλίων. Έβαλε κληρικούς να μεταφράσουν Χριστιανικά κείμενα και προσευχές στις αντίστοιχες λαϊκές γλώσσες. Η παραγωγή βιβλίων ολοκληρωνόταν αργά με το χέρι και γινόταν κυρίως σε μεγάλες μοναστηριακές βιβλιοθήκες. Τα βιβλία ήταν τόσο περιζήτητα την εποχή του Καρλομάγνου, ώστε οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών νοίκιαζαν μερικά βιβλία, αλλά μόνο αν ο δανειζόμενος κατέθετε πολύτιμο ενέχυρο. Μια αυλική βιβλιοθήκη ιδρύθηκε επίσης στην αυλή του Καρλομάγνου τον ένατο αιώνα. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αγάπη του Καρλομάγνου για τα βιβλία περιελάμβανε την ανάγνωση δυνατά βιβλίων για τον ίδιο κατά τη διάρκεια γευμάτων και ότι του άρεσαν τα βιβλία του Αγίου Αυγουστίνου. Είχε επίσης στην αυλή του τον Αλκουίν, που, αν και προερχόταν από τη Νορθούμπρια στη σύγχρονη Αγγλία, ήταν υπέρμαχος της εκπαίδευσης και έγραψε στοχαστικά για τη χριστιανική θρησκεία. Στη βιβλιοθήκη της αυλής, που δημιουργήθηκε από τον Καρλομάγνο, παρήγοντο μερικά αντίγραφα βιβλίων, για να μοιραστούν όμως από τον Καρλομάγνο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.