Καθεδρικός Ναός του Άαχεν
χριστιανικός ναός στην γερμανική πόλη του Άαχεν From Wikipedia, the free encyclopedia
χριστιανικός ναός στην γερμανική πόλη του Άαχεν From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας του Άαχεν, γνωστός και ως Βασιλικός Ναός της Αγίας Μαρίας, (Γερμαν. Aachener Dom) συγκαταλέγεται στους αρχαιότερους ναούς της βορείως των Άλπεων Ευρώπης. Βρίσκεται στην γερμανική πόλη του Άαχεν, στο ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Πρόκειται για ένα ναό μικτής αρχιτεκτονικής, του οποίου το αρχαιότερο τμήμα αποτελεί το οκτάγωνο που κτίστηκε επί Καρλομάγνου τον 9ο αιώνα (μ.Χ.). Αποτέλεσε χώρο στέψης 30 Γερμανών Βασιλέων και 12 Βασιλισσών, από το 936 έως και το 1531, καθώς και μεγάλο κέντρο έλξης προσκυνητών από όλη την Ευρώπη, από το Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Καθεδρικός Ναός του Άαχεν Aachener Dom | |
---|---|
Άποψη του Καθεδρικού Ναού το 2014. | |
Βασικές πληροφορίες | |
Τοποθεσία | Άαχεν, Γερμανία |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 50°46′29.1″N 6°5′2.12″E |
Υπαγωγή | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Επαρχία | Επισκοπή του Άαχεν |
Χώρα | Γερμανία |
Έτος αφιέρωσης | 805 |
Αρχιτεκτονική περιγραφή | |
Αρχιτεκτονικός τύπος | Καθεδρικός Ναός |
Αρχιτεκτονικός ρυθμός | Καρολίγγειος, Οθωνικός, Γοτθικός |
Έναρξη ανέγερσης | 796 |
Επίσημη ονομασία: Aachen Cathedral | |
Τύπος | Πολιτισμός |
Κριτήρια | i, ii, iv, vi |
Καταγραφή | 1978 (2η Σύνοδος) |
Αριθμός αναφοράς | 3 |
Χώρα | Γερμανία |
Περιοχή | Δυτική Ευρώπη |
Καθεδρικός Ναός του Άαχεν | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Γερμανία |
Τύπος | Πολιτιστικό |
Κριτήρια | i, ii, iv, vi |
Ταυτότητα | 3 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1978 (2η συνεδρίαση) |
Το παράπλευρα ευρισκόμενο θησαυροφυλάκιο του ναού (Γερμ. Domschatzkammer) διαθέτει την πλουσιότερη συλλογή κειμηλίων της Βόρειας Ευρώπης και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο. Στο ναό γίνονται καθημερινά ξεναγήσεις στη γερμανική γλώσσα ενώ υπάρχει η δυνατότητα για οργανωμένα τουριστικά γκρουπ να ξεναγηθούν σε άλλες γλώσσες κατόπιν προσυμφωνίας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Άαχεν αποτελεί το πρώτο κτίριο που συμπεριλήφθηκε από την UNESCO Protnet στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1978.
Ο ναός άρχισε να χτίζεται κατά τη βασιλεία του Καρλομάγνου πάνω στα ερείπια παλαιότερου παρεκκλησιού, ο οποίος αναφέρεται σε πηγές του 766. Ο παλιός ναός, ο οποίος έχει εντοπιστεί, χτίστηκε σε ένα σύμπλεγμα ρωμαϊκών κτιρίων, κυρίως λουτρών και για την ανοικοδόμησή του χρησιμοποιήθηκαν μέρη αυτών των κτιρίων. Με τη στέψη του Καρλομάγνου σε βασιλιά των Φράγκων το 768 στη Noyon απέκτησε το Άαχεν μεγάλη πολιτική σημασία εφόσον άρχισε να χτίζεται στην πόλη το μεγαλύτερο από τα ανάκτορα του νέου βασιλιά..
Η επιλογή του Άαχεν ως βασιλική πόλη (Λατιν. urbs regalis) δεν ήταν τυχαία. Η γεωστρατηγική θέση της πόλης ανάμεσα στην κύρια εμπορική οδό από την Κολωνία στο Παρίσι καθώς βρισκόταν στο κέντρο του Βασιλείου των Φράγκων, το οποίο επεκτεινόταν από τα Πυρηναία στα ισπανικά σύνορα μέχρι τον ποταμό Έλβα και από τη Βόρεια Θάλασσα στην κεντρική Ιταλία. Επίσης οι ιαματικές πηγές της πόλης, οι οποίες είχαν προσελκύσει και τους Ρωμαίους (η λατινική ονομασία της πόλης είναι Aquisgranum που σημαίνει Νερά του Γράνου) στην περιοχή αυτή καθώς και τα προς κυνήγι προσφερόμενα κοντινά δάση αποτέλεσαν πιθανότατα λόγους για την επιλογή του Άαχεν ως είδους πρωτεύουσας για τον Καρλομάγνο.
Η ακριβής ημερομηνία της έναρξης της ανοικοδόμησης του ναού δεν είναι γνωστή. Το 788 ολοκληρώθηκε το βασιλικό ανάκτορο, το οποίο βρισκόταν στη θέση του σημερινού δημαρχείου. Την ίδια περίοδο πρέπει να άρχισε και η ανοικοδόμηση του παρεκκλησιού το οποίο έμελλε να γίνει ο σημερινός Καθεδρικός. Ουσιαστικά πρωταρχικά το παρεκκλήσι αποτελούσε μέλος του ανακτορικού συμπλέγματος με το οποίο συνδεόταν μέσω μιας στοάς η οποία σήμερα δε σώζεται. Ο Αλκουίνος, Άγγλος μοναχός και διδάσκαλος στο Άαχεν εκείνη την περίοδο, αναφέρει ότι διακοσμητικές ρωμαϊκές κολώνες τοποθετήθηκαν το 798. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι ο ναός πρέπει να αποπερατώθηκε λίγο αργότερα. Η μεταφορά ιερών λειψάνων στο Άαχεν κατά τα έτη 800 και 801 δείχνει ότι εκείνη την περίοδο θα πρέπει να εγκαινιάστηκε ο ναός.
Το εν λόγω παρεκκλήσι χτίστηκε ως κυκλικό κτίριο αποτελούμενο από ένα κεντρικό οκτάγωνο και ένα δεκαεξάγωνο να το περικλείει με τρούλο. Το όνομα του πρωτομάστορα έχει διασωθεί, πρόκειται για τον Odo von Metz.
Η κεντρική θύρα, η οποία διασώζεται, είναι μπρούτζινη και αρχαιολογικές έρευνες στο Άαχεν έδειξαν ότι κατασκευάστηκε στην πόλη, γεγονός που αποδεικνύει την πρόοδο στον τομέα των τεχνών την περίοδο εκείνη στο Άαχεν. Ο διάκοσμος της θύρας δείχνει ιταλικές επιρροές, κάτι που επιβεβαιώνει τις πηγές, οι οποίες αναφέρουν συμβολή ξένων τεχνιτών στην κατασκευή του ναού. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα η μπρούτζινη διπλόθυρα ήταν γυαλισμένη ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είναι χρυσή. Ονομάζεται Θύρα των Λεόντων από το διάκοσμο της που φέρει κεφαλές λιονταριών από των οποίων τα στόματα κρέμονταν παλαιότερα μεγάλα δαχτυλίδια.
Το κύριο κτίριο έχει δύο επίπεδα με το δεκαεξάγωνο να αποτελεί όροφο και να δημιουργεί δύο γαλαρίες και το οκτάγωνο να είναι ως τη σκεπή ελεύθερο. Τρεις σειρές οκτώ τόξων διακοσμούν το ναό. Η πρώτη οκτάδα χωρίζει στο ισόγειο το οκτάγωνο από το δεκαεξάγωνο που το περικλείει. Στον όροφο τα τόξα αποτελούν παράθυρα προς στο κέντρο και είναι ταξινομημένα σε δύο επίπεδα. Τα εν λόγω τόξα διακοσμούνται από 36 ρωμαϊκές κολώνες (δύο ανά τόξο) κορινθιακού ρυθμού οι οποίες αφαιρέθηκαν από ναούς της Ρώμης και της Ραβέννας με άδεια του Πάπα Αδριανού του Α' και μεταφέρθηκαν στο Άαχεν για το σκοπό αυτό. Σήμερα σώζονται οι 24 από τις αρχαίες κολώνες ενώ οι υπόλοιπες είναι απομιμήσεις νεοτέρων χρόνων. Τον κύκλο των τόξων στον όροφο περιστοιχίζουν μπρούτζινα κάγκελα, επίσης καρολίγγειας περιόδου. Οι τοίχοι εκείνη την περίοδο ήταν απλά βαμμένοι άσπροι ενώ οκτώ παράθυρα φώτιζαν το χώρο.
Ο σημερινός διάκοσμος των τοίχων είναι σχετικά πρόσφατος. Μετά τη λεηλασία του ναού από τους Γάλλους του Ναπολέοντα το Άαχεν περιήλθε το 1815 στην Πρωσία και με την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871 αποφασίστηκε η αποκατάσταση του ναού. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική του ναού ενέπνευσε στις αρχές του 20ου αιώνα τους αρχιτέκτονες ώστε να επιλέξουν βυζαντινά πρότυπα για τη διακόσμηση του ναού. Έτσι οι τοίχοι του εξαγώνου καλύφθηκαν από μαρμάρινες πλάκες ενώ οι τοίχοι των δεκαεξάγωνων γαλαριών και του τρούλου διακοσμούνται με μωσαϊκά.
Στη δυτική πλευρά του ορόφου κοιτάζοντας προς Ανατολάς βρίσκεται ο λεγόμενος «Θρόνος του Καρλομάγνου». Μέχρι και πριν λίγα χρόνια αμφισβητούσαν πολλοί ιστορικοί την αυθεντικότητα του μαρμάρινου θρόνου αυτού για το αν όντως πρόκειται για θρόνο του 9ου αι. ή αν πρόκειται για δημιούργημα του 10ου. Οι καρολίγγειες πηγές (Αλκουίνος και Αϊνχάρδος) αν και περιγράφουν λεπτομερέστατα το ναό επί Καρλομάγνου δεν αναφέρουν καθόλου το θρόνο. Με τη στέψη του Όθωνα του Μεγάλου το 936 εμφανίζεται ο θρόνος στην Ιστορία. Το ερώτημα που αιωρούνταν επί χρόνια ήταν αν ο θρόνος είναι όντως αυτός του Καρλομάγνου ή αν ο Όθων για να δώσει ιδιαίτερο βάρος στη στέψη του θέλοντας να βάλει τον εαυτό του στην άμεσε διαδοχή του Καρλομάγνου ήρθε στο Άαχεν για τη στέψη του και έφτιαξε το θρόνο αυτό για περαιτέρω εντυπωσιασμό. Αρχαιολογικές έρευνες τα τελευταία χρόνια έφεραν στο φως κάτω από τη μαρμάρινη πλάκα του καθίσματος ένα περαιτέρω ξύλινο κάθισμα που αποτελούσε βάση του θρόνου. Με τη ραδιομετρική μέθοδο C14 πιστοποιήθηκε η ηλικία του ξύλου η οποία χρονολογείται όντως από τον 9ο αιώνα. Επίσης ανακαλύφθηκε το δάπεδο κάτω από το θρόνο ως το αυθεντικό καρολίγγειο το οποίο δε φέρει κανένα σημάδι φθοράς. Ως εκ τούτου δεν αμφισβητείται πλέον η ηλικία του θρόνου, που θεωρείται ότι είναι καρολίγγειο δημιούργημα, δεν είναι όμως βέβαιο αν χρησιμοποιήθηκε από τον Καρλομάγνο ως θρόνος.
Ο θρόνος είναι κατασκευασμένος από τέσσερις πλάκες παριανού μαρμάρου. Είναι τοποθετημένος σε μία υπερυψωμένη βάση στον οποίο οδηγούν έξι σκαλοπάτια. Τα τέσσερα από αυτά είναι τα τέσσερα μέλη μίας διπλά διχοτομημένης ρωμαϊκής κολόνας (περαιτέρω σύμβολο ρωμαϊκής διαδοχής) ενώ το όλο σχέδιο παραπέμπει στο θρόνο του Σολομώντα (σύμβολο πίστης και δίκαιης εξουσίας) καθώς και σε βυζαντινά πρότυπα βασιλικών θρόνων σε εκκλησίες. Οι μαρμάρινες πλάκες είναι διαφορετικού πάχους και πριν τη μεταφορά τους στο Άαχεν είχαν τύχει διαφορετικής χρήσης. Στη μία πλάκα διακρίνεται καθαρά το σχεδιάγραμμα ρωμαϊκού παιχνιδιού γνωστού και σήμερα στα γερμανικά ως Mühle και στα αγγλικά ως nine mans morris. Η παλαιότερη χρήση των μαρμάρων ενισχύει την άποψη που θέλει το θρόνο να έχει αρχικά χαρακτήρα λειψανοθήκης και όχι βασιλικού θρόνου. Πίσω από το θρόνο βρίσκεται η καρολίγγεια Αγία Τράπεζα του Σωτήρα διακοσμημένη με έναν γοτθικό σταυρό. Εδώ έχρισε ο Καρλομάγνος το γιο του τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή διάδοχο. Η σημασία του θρόνου για τη γερμανική ιστορία είναι τεράστια. Αρχής γενομένης από τον Όθωνα τον Μεγάλο το 936 αποτέλεσε ουσιαστικά μέχρι το 1531 την έδρα της Αυτοκρατορίας. Κάθε νεοεκλεγείς Γερμανός βασιλιάς (οι εκλογές γινόντουσαν συνήθως στη Φρανκφούρτη) όφειλε να ταξιδέψει στο Άαχεν ώστε να στεφθεί Βασιλιάς καθίζοντας στο θρόνο του Καρλομάγνου και λαμβάνοντας από τον Αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας. Μόνο μετά τη στέψη του στο Άαχεν μπορούσε να επισκεφθεί τον Πάπα στη Ρώμη ώστε να στεφθεί ως Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Μετά το 1531 οι στέψεις λάμβαναν χώρα στη Φρανκφούρτη.
Από τον τρούλο κρέμεται ο λεγόμενος «Πολυέλαιος του Μπαρμπαρόσσα». Με την αγιοποίηση του Καρλομάγνου το 1164 από τον Αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας Rainald von Dassel (Ράιναλντ φον Ντάσσελ), συνεργάτη του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα, ο Μπαρμπαρόσα αφιέρωσε τον Πολυέλαιο αυτό στο ναό. Αναπαριστά την επουράνιο Ιερουσαλήμ, με πύλες και τείχη η οποία κατεβαίνει από τον ουρανό ώστε να παραλάβει τον Καρλομάγνο, του οποίου η σαρκοφάγος βρισκόταν αρχικά κάτω από τον πολυέλαιο. Έχει διάμετρο 4,20 μέτρα και είναι κατασκευασμένος από επίχρυσο σίδηρο και χαλκό. Κρέμεται από μία 26 μέτρων μήκους αλυσίδα που χρονολογείται από την ίδια περίοδο και αιωρείται στο κέντρο του οκταγώνου.
Η Αγία Τράπεζα βρίσκεται σε ένα ελαφρά υπερυψωμένο βάθρο στα ανατολικά του οκταγώνου πριν την Αίθουσα των Ψαλμών. Πρόκειται για μια δωρεά του Αυτοκράτορα Όθωνα του Γ' κατά το έτος 1000 και η μπροστινή πλάκα επονομάζεται Pala d'Oro. Πρόκειται για μια ολόχρυση πλάκα ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας με παραστάσεις από τη ζωή του Ιησού.
Η σημασία του κτιρίου αυτού για τον Καρλομάγνο και το βασίλειό του φαίνεται από τους αριθμούς. Το κτίριο έχει συνολικό ύψος 34,7 μέτρα, τα θεμέλια βάθος 5,8 μέτρα και οι τοίχοι πάχος 1,75 μέτρα. Για περισσότερα από διακόσια χρόνια ο Ναός του Άαχεν ήταν το υψηλότερο κτίριο βορείως των Άλπεων καθιστώντας το ως πόλο έλξης πολλών πιστών. Η ανοικοδόμησή του συνδέεται αναμφίβολα με τη στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800 στη Ρώμη από τον Πάπα Λέοντα τον Γ' σε Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ο Ναός στο Άαχεν αποτελεί σύμβολο αυτής της βασιλείας με τη μεγαλοπρέπειά του, την αρμονία των αριθμών κατά βιτρουβικά πρότυπα καθώς και με την πληθώρα των συμβολισμών του που παραπέμπουν σε δύο στοιχεία: στο Χριστιανισμό και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνδέοντας τα σε ένα χώρο και κατ' επέκταση σε ένα πρόσωπο: στον Καρλομάγνο ως νέο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, ο οποίος στέφθηκε από τον αντιπρόσωπο του Ιησού στη Γη, τον Πάπα.
Ο ναός αποτελεί εικόνα της επουρανίου Ιερουσαλήμ. Η αρμονία μήκους, πλάτους και ύψους, η τοποθέτηση του ναού στραμμένου προς την Ανατολή, δηλαδή την επίγεια Ιερουσαλήμ και η επανάληψη του αριθμού 8, ο οποίος το Μεσαίωνα θεωρούταν ιερός διότι συμβόλιζε την θεϊκή αρμονία, είναι στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν εσκεμμένα από τους καρολίγγειους τεχνίτες ώστε να τονίσουν τη μοναδικότητα και σημαντικότητα του χώρου αυτού. Χτίζοντας το ναό ως κυκλικό κτίριο τοποθετεί ο Καρλομάγνος τον εαυτό του στην ίδια σειρά με τον Σολομώντα ο οποίος έχτισε επίσης το Ναό στην Ιερουσαλήμ κυκλικό, καθώς και τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό με την Αγία Σοφία. Ως πρότυπο για το ναό του Άαχεν θεωρείται ο βυζαντινός Ναός του Αγίου Βιταλίου στην ιταλική Ραβέννα, ο οποίος είχε εντυπωσιάσει τον Καρλομάγνο, όμως ο Ναός στο Άαχεν δεν αποτελεί αντίγραφο, διότι πηγές του 9ου αιώνα αναφέρουν ότι τα σχέδια βασίστηκαν σε ιδέες του ίδιου του Καρλομάγνου.
Η αρχιτεκτονική του ναού αποτέλεσε πρότυπο για άλλες εκκλησίες στο χώρο της Κεντρικής Ευρώπης. Ο Καθεδρικός Ναός του Έσσεν στην περιοχή της κοιλάδας του Ρουρ, ο Ναός του Αγίου Ιωάννη στη Λιέγη του γειτονικού Βελγίου και το αβαείο του Όττμαρσχαϊμ (Ottmarsheim) της Αλσατίας αποτελούν μερικά παραδείγματα ναών που εμπνεύστηκαν από τον Καθεδρικό του Άαχεν.
Εξακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Καρλομάγνου το 1414 το Άαχεν είχε μετατραπεί σε σημαντικό κέντρο προσκύνησης στην Ευρώπη, το τρίτο μεγαλύτερο μετά τη Ρώμη και το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Το οκτάγωνο δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες να φιλοξενήσει τόση πληθώρα κόσμου έτσι ώστε το κτίριο επεκτάθηκε προς τα ανατολικά με την ανοικοδόμηση της λεγόμενης Αίθουσας των Ψαλμών (Γερμ. Chorhalle). Πρόκειται για μια αίθουσα γοτθικού ρυθμού που περιβάλλεται από παράθυρα ύψους 30 μέτρων, των οποίων η επιφάνεια καταλαμβάνει χώρα 1000 τμ. Πρότυπο για αυτήν την αίθουσα στάθηκε το παρεκκλήσι της St. Chapelle στο Παρίσι. Τα παράθυρα της Αίθουσας των Ψαλμών συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της γοτθικής τέχνης και η αίθουσα ονομάζεται από τους κατοίκους της πόλης ως το Γυάλινο Σπίτι του Άαχεν (Γερμ. Aachener Glashaus). Έχει μήκος 25μ, πλάτος 13μ και 32μ ύψος. Από το κέντρο του κρέμεται ένα άγαλμα της Παναγίας του 1524 που την παριστάνει ως νέα Εύα της Αποκαλύψεως. Εσωτερικά τα παράθυρα περιβάλλονται από δεκατέσσερα ξύλινα αγάλματα του 15ου αιώνα: έξι από κάθε πλευρά αναπαριστώντας τους Δώδεκα Αποστόλους και στο κέντρο, δηλαδή ανατολικά, τον Καρλομάγνο να προσφέρει ένα μοντέλο της εκκλησίας στην Παναγία η οποία βρίσκεται δεξιά του. Τα τζάμια των παραθύρων καταστράφηκαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τα άλλα ο Ναός έμεινε χάρη στις σωτήριες επεμβάσεις μίας ομάδας εφήβων εθελοντών, η οποία φύλαγε το ναό από πυρκαγιές, άθικτος.
Κάθε επτά χρόνια αρχής γενομένης τον 13ο αι. λάμβανε χώρα η λεγόμενη «προσκύνηση του Άαχεν» (Γερμ. Aachener Pilgerfahrt) κατά την οποία χιλιάδες πιστών συνέρρεαν στο Άαχεν ώστε να προσκυνήσουν τα Τέσσερα Μεγάλα Ιερά Λείψανα του Άαχεν. Το Άαχεν βρισκόταν πάνω σε μία από τις πολλές Ιακώβειες Οδούς τις οποίες ακολουθούσαν προσκυνητές από όλη την Ευρώπη ώστε να καταλήξουν στον τάφου του Αποστόλου Ιακώβου στο ισπανικό Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Επίσης η πόλη της Κολωνίας αποτελούσε κατά το Μεσαίωνα σημαντικός προορισμός προσκυνητών εφόσον στον Καθεδρικό Ναό της πόλης βρίσκονται τα Ιερολείψανα των Τριών Μάγων. Έτσι η ευρύτερη περιοχή της Ρηνανίας είχε εξελιχθεί σε σημαντικό προορισμό προσκυνητών. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και η επόμενη Προσκύνηση του Άαχεν θα πραγματοποιηθεί το 2014. Τα Τέσσερα Μεγάλα Ιερά Λείψανα του Άαχεν είναι: το φόρεμα της Παναγίας κατά τη Γέννηση Του Ιησού, ένας χιτώνας του Ιησού, οι φασκιές του Ιησού καθώς και το ύφασμα στο οποίο τυλίχθηκε η κεφαλή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Τα λείψανα αυτά φυλάσσονται στη λεγόμενο «Σαρκοφάγο της Παναγίας» (Γερμ. Marienschrein), η οποία βρίσκεται στο δυτικό άκρο της αίθουσας, πίσω από την Χρυσή Αγία Τράπεζα. Η σαρκοφάγος που έχει σχήμα βασιλικής κατασκευάστηκε μεταξύ του 1220 και του 1238 και ανήκει στη σχολή των Ρηνανικών σαρκοφάγων. Το δρύινο εσωτερικό της καλύπτεται από επίχρυσες αναπαραστάσεις του βίου της Θεομήτορος καθώς και από αγαλματίδια των Αποστόλων (έξι σε κάθε πλευρά) οι οποίοι αναπαρίστανται να κρατάνε ξίφη έτοιμοι να προασπιστούν την πίστη. Η επιρροή των Σταυροφοριών γίνεται εμφανής. Τέσσερα μεγαλύτερα αγαλματίδια παριστάνουν την Παναγία, τον Βασιλεύοντα Ιησού (ως σύμβολα της θεϊκής εξουσίας) καθώς και Καρλομάγνο με τον Πάπα Λέοντα τον Γ' (ως σύμβολα της επί γης μοιρασμένης μεταξύ βασιλέων και Πάπα εξουσίας). Επίσης ημιπολύτιμοι λίθοι στολίζουν σε διάφορα σχήματα τη σαρκοφάγο. Πίσω από το αγαλματίδιο της Παναγίας βρίσκεται ένα λουκέτο, το οποίο κάθε εφτά χρόνια σπάζεται για να ανοιχτεί η σαρκοφάγος και να αναδειχτούν τα Ιερολείψανα. Στο θησαυροφυλάκιο του ναού φυλάσσονται σήμερα όλα τα λουκέτα της σαρκοφάγου των οποίων η δημιουργία αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για κάθε χρυσοχόο στο Άαχεν, οι οποίοι συναγωνίζονται για το ποιος θα κατασκευάσει το καλύτερο λουκέτο.
Στο βάθος της αίθουσας βρίσκεται ακόμη μία σαρκοφάγος, η «Σαρκοφάγος του Καρλομάγνου» (Γερμ. Karlsschrein). Αρχικά τοποθετημένη κάτω από τον Πολυέλαιο του Μπαρμπαρόσσα στο κέντρο του οκταγώνου μεταφέρθηκε το 1951 στην Αίθουσα των Ψαλμών καθιστώντας την ένα είδος Μαυσωλείου για τον Φράγκο βασιλιά. Περιέχει τα οστά του Καρλομάγνου τα οποία πιστεύεται ότι όντως ανήκουν σε αυτόν. Επίσης σε σχήμα βασιλικής από βελανιδιά καλύπτεται από επίχρυσες αναπαραστάσεις σκηνών από τη ζωή του Καρλομάγνου. Σε αντίθεση με τη Σαρκοφάγο της Παναγίας ο όλος σχεδιασμός του διακόσμου έχει πολιτικό χαρακτήρα. Αφιερωμένη επίσης από τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα δημιουργήθηκε μεταξύ του 1200 και του 1220 εκθειάζει τον Καρλομάγνο ως ηγεμόνα και τον τοποθετεί συμβολικά σε ανώτερη θέση από τον Πάπα του οποίου οι ηγεμονικές τάσεις είχαν φθάσει στις αρχές του 13ου αιώνα στο αποκορύφωμά τους με τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ'. Στη μπροστινή πλευρά της σαρκοφάγου διακρίνουμε τρεις μορφές: στο κέντρο κάθεται ενθρονισμένος ο Καρλομάγνος κρατώντας στα χέρια του τα σκήπτρα της εξουσίας και ένα μοντέλο της εκκλησίας. Πλαισιώνεται από δύο κληρικούς, τον Πάπα Λέοντα τον Γ' και τον Αρχιεπίσκοπο της Ρενς Τουρπίνο, οι οποίοι στέκονται όρθιοι δίπλα στον Αυτοκράτορα κάτω από δύο καμάρες των οποίων το χαμηλό ύψος τους αναγκάζει να σκύψουν τις κεφαλές τους μπρος στον Αυτοκράτορα, σαν να αναγνωρίζουν την ανωτερότητα της δικής του εξουσίας. Η όλη σκηνή ολοκληρώνεται με τον Ιησού να αιωρείται πάνω από τον Καρλομάγνο ευλογώντας αυτόν και όχι τον Πάπα, ο οποίος θεωρείται ως vicarius Iesu αντιπρόσωπος του Ιησού επί Γης.
Οι τοίχοι της «Αίθουσας των Ψαλμών» είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες, μεγάλο μέρος των οποίων με το πέρασμα του καιρού έχουν φθαρεί. Στον αριστερό τοίχο έχει ταφεί η καρδιά του πρώτου επισκόπου του Άαχεν, Marc Antoine Berdolet (1740-1809) - το Άαχεν πρωτοανακηρύχθηκε επισκοπή κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής επί Ναπολέοντα.
Στο κέντρο του δαπέδου βρίσκεται ο τάφος του αυτοκράτορα Όθωνα του Γ', γιου του Όθωνα του Β' και της Βυζαντινής πριγκίπισσας Θεοφανούς, ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία το 1002 στην Ιταλία.
Στην νότια πλευρά της αίθουσας βρίσκεται ο «Άμβωνας του Ερρίκου». Πρόκειται για ένα έργο τέχνης, δωρεά του αυτοκράτορα Ερρίκου του Β' προς τους πολίτες του Άαχεν για να τους κατευνάσει μετά από το θάνατο του αγαπημένου τους αυτοκράτορα Όθωνα του Β', του οποίου το νεκρό σώμα είχε κρατήσει όμηρο και βεβηλώσει κατά την νεκροπομπή από την Ιταλία στο Άαχεν. Το εσωτερικό είναι κατασκευασμένο από ξύλο βελανιδιάς επικαλυμμένο με επιχρυσωμένο χαλκό. Αποτελείται από τρία μέλη κοιλωτά (τα δύο άκρα πιο μικρά από το κεντρικό μέλος). Το κεντρικό μέλος είναι χωρισμένο σε εννέα τετράγωνα. Τα τέσσερα ακριανά παριστάνουν τους Ευαγγελιστές ενώ τα πέντε υπόλοιπα που σχηματίζουν έναν σταυρό είναι διακοσμημένα με ρωμαϊκά και βυζαντινά υαλικά (ανάμεσά τους ένα φλιτζάνι και το πιατάκι του) καθώς και πιόνια σκακιού επίσης βυζαντινά. Τα κοιλωτά που πλαισιώνουν το κεντρικό μέρος είναι επίσης χάλκινα επίχρυσα και χωρισμένα πάλι σε τρία τετράγωνα. Εδώ βλέπουμε υστερορωμαϊκές ελεφάντινες μορφές.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων χτίστηκαν διάφορα παρεκκλήσια (εφτά συνολικά). Τα περισσότερα από αυτά είναι γοτθικού ρυθμού ενώ το λεγόμενο «Παρεκκλήσι των Ούγγρων» είναι μπαρόκ ανασχεδιασμένο μεταξύ του 1756 και του 1767 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Moretti. Το κτίριο χρονολογείται από το 1367 και χτίστηκε από τον βασιλιά της Ουγγαρίας Λουδοβίκο τον Μεγάλο για τους Ούγγρους προσκυνητές. Τα Παρεκκλήσια της Αγίας Άννας και του Αγίου Ματθαίου χρονολογούνται από το 1414 και αποτελούν δείγμα της ανεπιτυχούς προσπάθειας να περιστοιχιστεί το καρολίγγειο οκτάγωνο με γοτθικά παρεκκλήσια. Το υστερορωμανικού ρυθμού Παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου αποτελεί το μεγαλύτερο από όλα είναι ανοικτό στο κοινό ως χώρος προσευχής. Το 1474 εγκαινιάστηκε το διώροφο Παρεκκλήσι των Αγίων Καρόλου και Ουβέρτου - ενώ το Παρεκκλήσι των Αγίων Πάντων κατασκευάστηκε το 1954-1955 και είναι σύγχρονα διακοσμημένο.
Το σημερινό καμπαναριό είναι νεογοτθικού ρυθμού και χρονολογείται από το 1884 ενώ οι παλαιότερες των δύο καμπανών είναι του 17ου αιώνα. Η λεγόμενη Πόρτα των Λεόντων, το καρολίγγειο μπρούτζινο δίθυρο είναι τοποθετημένη σήμερα στη βάση του κτίσματος του καμπαναριού. Ο περιβάλλων εξωτερικός χώρος αποκαλείται Ντόμχοφ (Γερμ. Domhof) δηλαδή Αυλή του Καθεδρικού και χρονολογείται από τον 18ο αι. ενώ ουσιαστικά αποτελεί αναλογία του καρολίγγειου αιθρίου που υπήρχε στο χώρο αυτό τον 9ο αιώνα. Εκείνη την περίοδο υπήρχε πηγάδι στο κέντρο του αιθρίου του οποίου χάλκινο μέλος σε μορφή κουκουναριού (σύμβολο ρωμαϊκής δύναμης) βρίσκεται στην είσοδο του ναού. Απέναντι από το χάλκινο κουκουνάρι βρίσκεται μια χάλκινη αρκούδα ρωμαϊκών χρόνων που χρησίμευε παλαιότερα ως υδρορροή. Από τους ντόπιους αποκαλείται λανθασμένα λύκαινα, διότι τη συνδέουν με έναν θρύλο αναφορικά με την ανοικοδόμηση του ναού. Θεωρείται ότι φέρνει τύχη όταν χαϊδέψει κανείς το πόδι της κάτι το οποίο φαίνεται στο χρώμα του ποδιού, το οποίο σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα της είναι γυαλιστερό.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.