Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Φραγκία (λατινικά: Francia), αποκαλούμενη επίσης Βασίλειο των Φράγκων ή Φραγκικό Βασίλειο (λατινικά: Regnum Francorum), ή Φραγκική Αυτοκρατορία (481-843), ήταν η επικράτεια που κατοικούσαν και εξουσίαζαν οι Φράγκοι, ένας συνασπισμός Γερμανικών φύλων, κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας και του Πρώιμου Μεσαίωνα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βασίλειο των Φράγκων Francia | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
Το Φραγκικό Βασίλειο στην μεγαλύτερη επέκτασή του. | |||||
Η διαχρονική ανάπτυξη του Φραγκικού Βασιλείου. | |||||
Πρωτεύουσα | Τουρνέ (431-508) Παρίσι (508-768) Άαχεν (768-843) | ||||
Γλώσσες | Παλαιά Φραγκονικά, Λατινικά | ||||
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολισμός | ||||
Πολίτευμα | Μοναρχία | ||||
Βασιλιάς των Φράγκων | |||||
- | 481–511 | Χλωδοβίκος Α΄ | |||
- | 613–629 | Χλωτάριος Β΄ | |||
- | 629–639 | Δαγοβέρτος Α΄ | |||
- | 751–768 | Πεπίνος ο Βραχύς | |||
- | 768–814 | Καρλομάγνος | |||
- | 814–840 | Λουδοβίκος ο Ευσεβής | |||
Ιστορική εποχή | Μεσαίωνας | ||||
- | Ίδρυση | 481 | |||
- | Ο Χλωδοβίκος Α΄ στέφεται πρώτος Βασιλιάς των Φράγκων | 496 | |||
- | ο Καρλομάγνος στέφεται Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας | 25 Δεκεμβρίου 800 | |||
- | Συνθήκη του Βερντέν | 843 | |||
Έκταση | |||||
- | 814[1] | 1.200.000 km² | |||
Νόμισμα | Γαλλικό δηνάριο | ||||
Το Βασίλειο ιδρύθηκε από τον Χλωδοβίκο Α΄, που στέφτηκε πρώτος Βασιλιάς των Φράγκων το 496. Με τις σχεδόν συνεχόμενες εκστρατείες των Πεπίνου του Χέρσταλ, Κάρολου Μαρτέλου, Πεπίνου του Βραχύ, Καρλομάγνου και Λουδοβίκου του Ευσεβή—πατέρα, γιου, εγγονού, δισέγγονου και τρισέγγονου—η μεγαλύτερη επέκταση της Φραγκικής Αυτοκρατορίας είχε διασφαλιστεί ως τις αρχές του 9ου αιώνα.
Η παράδοση του να διανέμονται κληροδοτήματα μεταξύ των αδελφών σήμαινε ότι το Φραγκικό βασίλειο ηγεμονευόταν τυπικά ως μία πολιτεία, οντότητα, διαμοιρασμένη σε αρκετά regna (βασίλεια, ή υπό-βασίλεια). Η γεωγραφία και ο αριθμός τους ποίκιλε ανά τον χρόνο, αλλά ο συγκεκριμένος όρος Φραγκία γενικά κατέληξε να αναφέρεται σε ένα μόνο regnum, αυτό της Αυστρασίας, που βρισκόταν ανάμεσα στους ποταμούς Ρήνο και Μόσα στη βόρεια Ευρώπη. Ακόμα κι έτσι, ο όρος ήταν σε χρήση επίσης και τη Νευστρία βόρεια του Λίγηρα και δυτικά του Σηκουάνα.
Τελικά, το όνομα Φραγκία ‘μετακινήθηκε’ προς το Παρίσι, και κατέληξε στην περιοχή του Σηκουάνα γύρω από το Παρίσι, η οποία και σήμερα ονομάζεται Ιλ-ντε-Φρανς, και έδωσε το όνομά της σε ολόκληρο το Βασίλειο της Γαλλίας (Francia-->France). Οι περισσότεροι Φράγκοι Βασιλείς ήταν θαμμένοι στη Βασιλική του Σαιν-Ντενί κοντά στο Παρίσι. Η σημερινή Γαλλία ακόμα και σήμερα ονομάζεται Francia στα Ισπανικά και τα Ιταλικά, όπως και Frankreich στα Γερμανικά.
Οι Φράγκοι εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αιώνα ως συνομοσπονδία μικρότερων Γερμανικών φύλων, όπως οι Σικαμβροί, οι Βουκτέροι, οι Αμσιβάριοι, οι Χαμαβοί και οι Χατουάριοι, σε μια περιοχή βόρεια και ανατολικά του Ρήνου. Κάποιοι απ’ αυτούς τους λαούς όπως οι Σικαμβροί και οι Σάλιοι Φράγκοι κατείχαν ήδη γη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και παρείχαν στρατεύματα στις Ρωμαϊκές δυνάμεις στα σύνορα. Το 357 ο Σάλιος βασιλιάς μπήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και απέκτησε εκεί μόνιμη βάση, με μια συνθήκη που παραχώρησε ο Ιουλιανός ο Μέγας, ο οποίος απώθησε τους Χαμαβούς στην περιοχή Χάμαλαντ (Hamaland).
Καθώς η Φραγκική επικράτεια επεκτεινόταν, ομοίως επεκτεινόταν μαζί της και η έννοια "Φραγκία". Κάποιοι από τους πρώτους Φράγκους ηγεμόνες, όπως ο Bauto και ο Arbogastes ήταν συντεταγμένοι με τους Ρωμαίους, αλλά άλλοι, όπως ο Mallobaudes, δραστηριοποιούνταν στο Ρωμαϊκό έδαφος με άλλους σκοπούς. Μετά την πτώση του Arbogastes, ο γιος του Arigius κατάφερε να εγκαθιδρύσει μια κληρονομική κομητεία στο Τριρ και μετά την πτώση του σφετεριστή Κωνσταντίνου Γ΄ κάποιοι Φράγκοι υποστήριξαν τον επίσης σφετεριστή Ιοβίνο (411). Ο Ιοβίνος πέθανε το 413, αλλά οι Ρωμαίοι είχαν όλο και περισσότερες δυσκολίες στο να χειριστούν τους Φράγκους μέσα στα σύνορά τους. Ο Φράγκος βασιλιάς Theudemer εκτελέστηκε περίπου το 422. Περίπου το 428 ο Σάλιος βασιλιάς Χλωδίον, του οποίου το βασίλειο περιελάμβανε την επικράτεια των Τοξανδρών και την civitatus Tungrorum (Τόνγκερεν, Βέλγιο), εξαπέλυσε επίθεση στη Ρωμαϊκή επικράτεια, και επέκτεινε το βασίλειό του μέχρι το Camaracum (Καμπρέ) και τον ποταμό Σομ. Παρόλο που ο Σιδώνιος Απολλινάριος αναφέρει ότι ο Φλάβιος Αέτιος πολέμησε τους Φράγκους και προσωρινά τους απώθησε (περ. το 431), η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την αρχή μιας κατάστασης η οποία θα διαρκέσει πολλούς αιώνες: οι Γερμανικοί Φράγκοι θα ηγεμόνευαν σε όλο και αυξανόμενο αριθμό Γαλατό-Ρωμαίων υπηκόων.
Το βασίλειο του Χλώδιου άλλαξε τα σύνορα και την έννοια της λέξης "Francia" μόνιμα. Η Φραγκία δεν ήταν πια barbaricum trans Rhenum (βάρβαροι πέρα από τον Ρήνο), αλλά μια εγκαθιδρυμένη πολιτική δύναμη και στις δύο πλευρές του ποταμού, βαθιά εμπλεγμένων στη Ρωμαϊκά πολιτικά πράγματα. Η οικογένεια του Χλώδιου, οι Μεροβίγγειοι, επέκτειναν τη Φραγκία ακόμα περισσότερο προς τα νότια. Λόγω της πίεσης των Σαξόνων, τα βορειοανατολικά σύνορα της Φραγκίας πιέστηκαν προς τα νοτιοδυτικά, έτσι ώστε οι περισσότεροι από τους πρώτους Φράγκους κατοίκους ήρθαν να ζήσουν πιο νοτιοδυτικά, περίπου μεταξύ του ποταμού Σομ και του Μύνστερ. Ο κορμός του Φραγκικού βασιλείου αργότερα έγινε γνωστός ως Αυστρασία ("ανατολικά εδάφη").
Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να ρίχνουν φως στους διαδόχους του Χλώδιου, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο Χιλδέριχος Α΄, πιθανόν εγγονός του, ήταν ηγεμόνας ενός Σάλιου βασιλείου με έδρα την Τουρνέ (Tournai, σήμερα στο Βέλγιο) σαν foederatus των Ρωμαίων. Ο Χιλδέριχος είναι σημαντικός για την ιστορία γιατί ‘κληροδότησε’ στους Φράγκους τον γιο του Χλωδοβίκο, ο οποίος άρχισε μια προσπάθεια να επεκτείνει την εξουσία του σε άλλες Φραγκικές φυλές, και να επεκτείνει την territorium, την επικράτειά τους νότια και δυτικά στη Γαλατία. Ο Χλωδοβίκος μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό και απέκτησε καλές σχέσεις με την ισχυρή Εκκλησία και τους γαλατό-ρωμαίους υπηκόους του.
Στη βασιλεία του που διήρκεσε 30 χρόνια (481–511) ο Χλωδοβίκος νίκησε τον Ρωμαίο στρατηγό Συάγριο και κατέκτησε το Βασίλειό του (Βασίλειο της Σουασόν), και νίκησε τους Αλεμάννους στη Μάχη του Τολμπιάκ (504) εδραιώνοντας σε αυτούς τη Φραγκική ηγεμονία. Επίσης, νίκησε τους Βησιγότθους στη Μάχη του Βουγιέ (507) κατακτώντας ολόκληρο το βασίλειό τους (εκτός από τη Σεπτιμανία) με την πρωτεύουσα στην Τουλούζη, και κατέκτησε τους Βρετόνους (σύμφωνα με τον Γρηγόριο της Τουρώνης) κάνοντάς τους υποτελείς της Φραγκίας. Τέλος, κατέκτησε τις περισσότερες ή όλες τις γειτονικές Φραγκικές φυλές κατά μήκος του Ρήνου και τις ενσωμάτωσε στο βασίλειό του.
Ενσωμάτωσε επίσης και τους διάφορους Ρωμαϊκούς στρατιωτικούς οικισμούς (laeti) όπως τους Σάξονες του Μπεσίν, τους Βρετανούς και τους Αλανούς της Αρμορικής και της κοιλάδας του Λιγηρα, και τους Ταϊφελούς του Ποϊτού. Μέχρι του τέλος της ζωής του Χλωδοβίκος εξουσίαζε όλη τη Γαλατία εκτός από τη Σεπτιμανία και το Βασίλειο της Βουργουνδίας στα νοτιοανατολικά.
Οι Μεροβίγγειοι ήταν κληρονομική μοναρχία. Οι Φράγκοι βασιλιάδες ακολουθούσαν την πρακτική του διαμοιρασμού της κληρονομιάς, δηλαδή μοίραζαν τη γη μεταξύ των γιων τους. Ακόμα κι αν βασίλευαν πολλοί Μεροβίγγειοι βασιλιάδες στα ξεχωριστά βασίλεια, το βασίλειο νοούνταν ως ένα ενιαίο βασίλειο που το κυβερνούσαν συνολικά πολλοί βασιλιάδες, και που η έκβαση των γεγονότων μπορούσε να οδηγήσει στην ενοποίησή του υπό έναν και μοναδικό βασιλιά. Οι Μεροβίγγειοι βασιλιάδες κυβερνούσαν θείω δικαίω και η βασιλεία τους συμβολιζόταν από τα μακριά μαλλιά τους, και από την επευφημία τους ως βασιλιάδες στην αρχή της βασιλείας τους, όταν τους ανέβαζαν σε ασπίδα, σύμφωνα με την αρχαία Γερμανική πρακτική της εκλογής στρατιωτικού ηγέτη στη συνέλευση των πολεμιστών.
Μετά τον θάνατο του Χλωδοβίκου το βασίλειό του μοιράστηκε στους τέσσερις γιους του με τέτοιο τρόπο που κάθε ένας πήρε ένα φορολογικά ισοδύναμο κομμάτι, με βάση της ρωμαϊκές φορολογικές επικράτειες που τώρα κατείχαν οι Φράγκοι.
Οι γιοι του Χλωδοβίκου έκαναν πρωτεύουσες στην κυρίως Φραγκική χώρα στη βορειοανατολική Γαλατία: ο Θεοδέριχος στη Ρενς, ο Χλωδόμερος στην Ορλεάνη, ο Χιλδερβέρτος στο Παρίσι, και ο Χλωτάριος στο Σουασόν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του στο Φραγκικό βασίλειο ενσωματώθηκαν οι Θουρίγγιοι (532), οι Βουργουνδοί (534), και οι Σάξονες και οι Φρίσσιοι (περίπου 560). Οι φυλές πέρα από τον Ρήνο ήταν χαλαρά συνδεδεμένοι με τη Φραγκική κυριαρχία, και ενώ υπήρχε περίπτωση να αναγκαστούν να συνεισφέρουν στις Φραγκικές στρατιωτικές προσπάθειες, σε περιόδους που υπήρχαν αδύναμοι βασιλείς ήταν εκτός ελέγχου και ίσως επεδίωκαν και ανεξαρτησία. Η εδαφική ακεραιότητα όμως του Βουργουνδικού Βασιλείου διατηρήθηκε από τους Φράγκους, και μετατράπηκε σε μία από τις πρωτεύουσες περιφέρειές τους, ενσωματώνοντας την κεντρική περιοχή του βασιλείου του Χλωδόμερου με την πρωτεύουσά του στην Ορλεάνη.
Τα αδέλφια είχαν μόνο μικρά διαστήματα φιλικών σχέσεων και συχνότερα σχέσεις αντιπαλότητας. Με τον πρόωρο θάνατο του Χλωδόμερου, ο αδελφός του Χλωτάριος δολοφόνησε τους νεαρούς γιους του (πρώτου) ώστε να πάρει εκείνος το μερίδιο του βασιλείου που άφησε ο αδελφός του, το οποίο, όπως ήταν σύνηθες, μοιραζόταν μεταξύ των άλλων αδελφών. Ο Θεοδέριχος πέθανε το 534, αλλά ο γιος του Θεοδοβέρτος Α΄ μπόρεσε να υπερασπιστεί την κληρονομιά του, από την οποία διαμορφώθηκε το μεγαλύτερο από τα Φραγκικά υπό-βασίλεια και ο πυρήνας του κατοπινού βασιλείου της Αυστρασίας.
Ο Θεοδοβέρτος ήταν ο πρώτος Φράγκος βασιλιάς που διέκοψε επίσημα τους δεσμούς του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με το να κόψει χρυσά νομίσματα με τη δικιά του μορφή, και αποκαλώντας τον εαυτό του magnus rex (μεγάλος βασιλιάς) λόγω της υποτιθέμενης επικυριαρχίας του σε μέρη τόσο μακρινά όσο η Παννονία. Ο Θειδιβέρτος ενεπλάκη στον Γοτθικό Πόλεμο (535-554) στην πλευρά των Γέπιδων και των Λομβαρδών εναντίον των Οστρογότθων, λαμβάνοντας τις (πρώην ρωμαϊκές) επαρχίες της Rhaetia, Noricum, και μέρος από την περιοχή του Βένετο.
Ο γιος και διάδοχος του Θεοδοβέρτου Θεοδοβάλδος, μπόρεσε να διατηρήσει την κληρονομιά του, και με τον θάνατό του όλο το απέραντο βασίλειό του πέρασε στον Χλωτάριο, υπό τον οποίο μετά τον θάνατο και του Χιλδερβέρτου το 558 το Φραγκικό Βασίλειο ενώθηκε ξανά υπό την ηγεμονία ενός και μόνο βασιλιά.
Το 561 πέθανε ο Χλωτάριος και το βασίλειό του διαμοιράστηκε, μια ‘επανάληψη’ των γεγονότων πενήντα χρόνια πριν, μεταξύ των τεσσάρων γιων του, με τις κύριες πόλεις να παραμένουν οι ίδιες. Ο μεγαλύτερος γιος του Χαριβέρτος Α΄ κληρονόμησε το βασίλειο με την πρωτεύουσα στο Παρίσι, και βασίλευσε σε όλη τη δυτική Γαλατία. Ο δεύτερος γιος του, Γκουντράμος (ή Γκούντραμ), κληρονόμησε το παλιό βασίλειο των Βουργουνδών, μαζί με τη γη στην κεντρική Γαλλία γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Ορλεάνη, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Προβηγκίας.
Η υπόλοιπη Προβηγκία, δηλαδή η περιοχή Οβέρν (Auvergne) και η ανατολική Ακουϊτανία πήγε στον τρίτο γιο του, Σιγιβέρτο Α΄, ο οποίος κληρονόμησε επίσης την Αυστρασία με τις κυριότερες πόλεις της, Ρενς και Μετς. Το μικρότερο βασίλειο ήταν αυτό της Σουασόν, το οποίο πήγε στον νεότερο γιο, Χιλπέριχο Α΄. Αυτό το βασίλειο που ηγεμόνευε ο Χιλπέριχος στον θάνατό του (584) έγινε ο πυρήνας της κατοπινής Νευστρίας.
Αυτός ο δεύτερος τετραμερής διαμοιρασμός διαλύθηκε σύντομα από τους πολέμους μεταξύ των αδελφών, που έγινε κυρίως λόγω της δολοφονίας της Γαλεσουίνθα, πρώτης γυναίκας του Χιλπέριχου, κατά τις φήμες από την ερωμένη και δεύτερη γυναίκα του Φρεδεγόνδη. Η αδελφή της Γαλεσουίνθα και γυναίκα του Σιγιβέρτου Βρουγχίλδη, παρακίνησε τον άντρα της σε πόλεμο, και αυτή η σύγκρουση μεταξύ των δύο γυναικών θα επηρέαζε αρνητικά τις σχέσεις μέχρι τον επόμενο αιώνα. Ο Γκουντράμος επεδίωξε να διατηρήσει την ειρήνη, αν και προσπάθησε δύο φορές (το 585 και το 589) να κατακτήσει τη Σεπτιμανία από του Γότθους, γνωρίζοντας και τις δύο φορές την ήττα.
Όλοι οι υπόλοιποι αδελφοί επωφελήθηκαν από τον θάνατο του Χαριβέρτου, αλλά ο Χιλπέριχος μπόρεσε επιπλέον να επεκτείνει την εξουσία του όσο διαρκούσε ο πόλεμος, υποτάσσοντας ξανά τους Βρετόνους. Μετά τον θάνατό του, ο Γκουντράμος χρειάστηκε εκ νέου να τους αναγκάσει σε υποταγή. Το 587 η Συνθήκη του Αντελό—το κείμενο που αναφέρεται ξεκάθαρα σε ολόκληρο το Φραγκικό βασίλειο ως Francia—μετακύ της Βρουγχίλδης και του Γκουντράμου εξασφάλισε την προστασία του ανήλικου γιου της Χιλδεβέρτου Β΄, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον δολοφονημένο Σιγιβέρτο (575). Η επικράτεια του Γκουντράμου μαζί με αυτή του Χιλδεβέρτου ήταν τριπλάσια από το μικρό βασίλειο του διαδόχου του Χιλπέριχου, Χλωτάριου Β΄. Από αυτή την περίοδο η Φραγκία πήρε το τριμερή χαρακτήρα που θα είχε από δω και πέρα στη ιστορία της, δηλαδή το να αποτελείται από τη Νευστρία, Αυστρασία, και Βουργουνδία.
Όταν ο Γκουντράμος πέθανε το 592, η Βουργουνδία πέρασε ολόκληρη στον Χιλδεβέρο, αλλά αυτός πέθανε τρία μόλις χρόνια μετά, το 595. Οι δύο γιοί του διαμοίρασαν το βασίλειο, με τον μεγαλύτερο Θεοδοβέρτο Β΄ να παίρνει την Αυστρασία συν το μέρος της Ακουϊτανίας του Χιλδεβέρτου, και τον νεότερο αδελφό Θεοδέριχο Β΄ να κληρονομεί τη Βουργουνδία και την Ακουιτανία του Γκουντράμου. Ενωμένοι οι δύο αδελφοί επιχείρησαν να απομακρύνουν τον ξάδελφο του πατέρα τους, τον Χλωτάριο Β΄από την εξουσία και το κατάφεραν, κατακτώντας το μεγαλύτερο μέρος του βασιλείου του, περιορίζοντάς τον σε μερικές μόνο πόλεις, αλλά αποτυγχάνοντας να τον συλλάβουν.
Το 599 κατατρόπωσαν τις δυνάμεις του στην Ντορμέλ και κατέλαβαν την επαρχία της Ντεντελέν (Dentelin), αλλά μετά οι σχέσεις τους χάλασαν, και πέρασαν τον υπόλοιπο χρόνο της βασιλείας τους σε σύγκρουση, υποκινούμενοι συχνά από τη γιαγιά τους Βρουγχίλδη, η οποία οργισμένη από την αποπομπή της από την Αυλή του Θεοδοβέρτου, έπεισε τον Θεοδέριχο να τον εκθρονίσει και να τον σκοτώσει. Αυτό το έκανε το 612 και έτσι όλο το βασίλειο του πατέρα του Χιλδεβέρτου το κυβερνούσε και πάλι ένα άτομο. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί πέθανε την παραμονή της εκστρατείας εναντίον τού Χλωτάριου το 613, αφήνοντας έναν ανήλικο γιο, τον Σιγιβέρτο Β΄.
Κατά τη διάρκεια των βασιλειών τους, ο Θεοδοβέρτος και ο Θεοδέριχος εκστράτευαν επιτυχώς στη Γασκώνη όπου είχαν ιδρύσει το Δουκάτο της Γασκώνης, και είχαν υποτάξει τους Βάσκους (602). Η κατάκτηση της Γασκώνης στην αρχή περιελάμβανε και εδάφη νότια των Πυρηναίων, συγκεκριμένα την Μπισκάγια και την Γκιπούθκοα, περιοχές οι οποίες χάθηκαν στους Βησιγότθους το 612.
Στην άλλη μεριά του βασιλείου του, η Αλεμάννοι είχαν νικήσει τον Θεοδέριχο σε μια εξέγερση, και οι Φράγκοι χάνανε τον έλεγχο των φυλών πέρα από τον Ρήνο. Το 610 ο Θεοδοβέρτος είχε αποσπάσει το Δουκάτο της Αλσατίας από τον Θεοδέριχο, αρχίζοντας μια μακρά περίοδο διαμάχης για το ποιος θα κατείχε την Αλσατία, τη Βουργουνδία και την Αυστρασία, η οποία θα τερματιζόταν τα τέλη του 7ου αιώνα.
Κατά τη σύντομη περίοδο που ο Σιγιβέρτος ήταν ανήλικος στην εξουσία, ήρθε στο προσκήνιο το αξίωμα του Κυρίου του Παλατιού, το οποίο ήταν παρόν κάποιες φορές στο βασίλειο των Φράγκων, με μερίδα ευγενών να συνασπίζονται γύρω από τους Warnachar, Rado και Πεπίνο Α΄ του Λάντεν για να δώσουν το βασίλειο στον Χλωτάριο και να απομακρύνουν τη Βρουγχίλδη, αντιβασιλέα του ανήλικου Σιγιβέρτου, από την εξουσία. Ο Warnachar ήταν ο ίδιος ήδη Μαγιορδόμος του παλατιού της Αυστρασίας, ενώ ο Rado και Πεπίνος θα ανταμείβονταν και αυτοί με το αξίωμα του Μαγιορδόμου, μετά από την επιτυχή ανατροπή του 10χρονου βασιλιά από τον Χλωτάριο, και τη θανάτωση αυτού και της Βρουγχίλδης.
Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Χλωτάριος εξέδωσε το Έδικτο του Παρισιού (614), το οποίο γενικά έχει θεωρηθεί ως παραχώρηση προς την αριστοκρατία, αν και αυτή η άποψη έχει πρόσφατα δεχτεί κριτική. Το Έδικτο είχε σκοπό να εγγυηθεί τη δικαιοσύνη και το τέλος της διαφθοράς στην κυβέρνηση, αλλά επίσης παγίωσε τις τοπικές διαφορές μεταξύ των τριών βασιλείων της Φραγκίας και ίσως έδωσε στους ευγενείς μεγαλύτερο έλεγχο στους διορισμούς δικαστικών.
Ως το 623 οι Αυστρασιανοί άρχισαν να ζητούν επίμονα δικό τους βασιλιά, καθώς ο Χλωτάριος συχνά ήταν απών από το βασίλειο, και επειδή λόγω της ανατροφής του και την προηγούμενη ηγεμονία του στο λεκανοπέδιο του Σηκουάνα, στην Αυστρασία ήταν λίγο πολύ ξένος. Έτσι, ο Χλωτάριος τους παραχώρησε ότι ο γιος του Δαγοβέρτος Α΄ θα ήταν ο βασιλιάς τους, και ανακηρύχτηκε κατόπιν σύντομα από τους πολεμιστές της Αυστρασίας ως τέτοιος με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Όμως, ενώ ο Δαγοβέρτος ασκούσε πραγματική εξουσία στο βασίλειό του της Αυστρασίας, ο Χλωτάριος διατηρούσε τον τελικό έλεγχο όλου του Φραγκικού Βασιλείου.
Κατά τη διάρκεια της κοινής βασιλείας του Χλωτάριου και του Δαγοβέρτου, οι οποίοι έχουν αποκαλεστεί "οι τελευταίοι Μεροβίγγειοι που κυβέρνησαν", οι Σάξονες, οι οποίοι είχαν μια χαλαρή σύνδεση με τη Φραγκία από τα τέλη του 550, εξεγέρθηκαν υπό την ηγεσία του Berthoald, Δούκα της Σαξονίας, ηττήθηκαν και ενσωματώθηκαν ξανά στο βασίλειο με τις συνδυασμένες ενέργειες πατέρα και γιού. Όταν πέθανε ο Χλωτάριος το 628, ο Δαγοβέρτος σύμφωνα με τις επιθυμίες του πρώτου, παραχώρησε ένα υπό-βασίλειο στον μικρότερο αδελφό του Χαριβέρτο Β΄. Αυτό το υπό-βασίλειο, που αποκαλείται κοινώς Ακουϊτανία, ήταν μία νέα δημιουργία.
Ο Δαγοβέρτος στις σχέσεις του με τους Σάξονες, Αλεμμανούς και Θουρίγγιους, όπως και με τους Σλαβικούς λαούς πέρα από τα σύνορα της Φραγκίας στους οποίους είχε προσπαθήσει να επιβάλει φόρο υποτέλειας αλλά ηττήθηκε από τον βασιλιά τους Σάμο στη μάχη του Wogastisburg το 631, είχε καταστήσει όλους αυτούς τους λαούς στα ανατολικά υποτελείς στην Αυλή στης Νευστρίας και όχι της Αυστρασίας. Αυτό ήταν που παν’ απ’ όλα παρακίνησε τους Αυστρασιανούς να ζητήσουν ένα δικό τους βασιλιά από τη βασιλική Αυλή.
Το υπό-βασίλειο της Ακουϊτανίας αντιστοιχούσε στο νότιο μισό της παλιάς Ρωμαϊκής επαρχίας της Ακουϊτανίας και η πρωτεύουσά του ήταν η Τουλούζη. Άλλες πόλεις του βασιλείου ήταν η Καχόρς, Αζέ, Περιζό, Μπορντό και Σετ, ενώ το Δουκάτο της Γασκώνης ανήκε επίσης στο βασίλειο. Ο Χαριβέρτος εκστράτευσε με επιτυχία εναντίον των Βάσκων, αλλά μετά τον θάνατό του αυτοί εξεγέρθηκαν ξανά (632), ενώ την ίδια περίοδο ξεσηκώθηκαν εναντίον των Φράγκων και οι Βρετόνοι. Ο ηγέτης τους Judicael ap Hoel υποχώρησε και έκανε ειρήνη με τους Φράγκους, και πλήρωσε φόρο υποτέλειας, αφού ο Δαγοβέρτος τον απείλησε ότι θα στείλει στρατό εναντίον του (635). Την ίδια χρονιά ο Δαγοβέρτος έστειλε στρατό για να υποτάξει τους Βάσκους, κάτι που κατάφερε.
Στο μεταξύ, ο Δαγοβέρτος έβαλε να δολοφονήσουν διάδοχο του Χαριβέρτου Χιλπέριχο ενώ ήταν βρέφος, και επανένωσε το Φραγκικό βασίλειο το 632, αν και αναγκάστηκε από την ισχυρή αριστοκρατία της Αυστρασίας να τους παραχωρήσει τον γιο του Σιγιβέρτο Γ΄ ως υπό-βασιλέα τους το 633. Αυτή η ενέργεια επισπεύτηκε κυρίως από την επιθυμία των Αυστρασιανών για αυτοκυβέρνηση, σε μια περίοδο όπου η Νευστριανοί κυριαρχούσαν στη βασιλική Αυλή. Ο Χλωτάριος ήταν βασιλιάς στο Παρίσι για δεκαετίες πριν γίνει βασιλιάς στη Μετς, και η Μεροβίγγεια μοναρχία ήταν μετά απ’ αυτόν μοναρχία της Νευστρίας περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Πράγματι, στη δεκαετία του 640 η "Νευστρία" εμφανίζεται πρώτη φορά γραπτά, ενώ προηγούμενες αναφορές ήταν μαζί με τον όρο "Αυστρασία", μάλλον επειδή οι Νευστριανοί (που ήταν το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων εκείνη την εποχή) αποκαλούσαν την περιοχή τους απλά "Φραγκία". Η Βουργουνδία επίσης προσδιόρισε την ταυτότητά της σε αντιδιαστολή με τη Νευστρία περίπου εκείνη την εποχή. Ήταν όμως οι Αυστρασιανοί οι οποίοι ειδώνονταν ως ξεχωριστός λαός μέσα στο βασίλειο από την εποχή του Γρηγορίου της Τουρώνης, οι οποίοι θα έκαναν τις πιο έντονες κινήσεις προς την ανεξαρτησία.
Τον νεαρό Σιγιβέρτο κατά την περίοδο που ήταν ανήλικος έλεγχε ο Μαγιορδόμος Γκρίμοαλντ, ο οποίος έπεισε τον άτεκνο βασιλιά να υιοθετήσει τον με Μεροβίγγειο όνομα γιο του Χιλδεβέρτο τον Υιοθετημένο (Childebert the Adopted) ως γιο και διάδοχό του. Μετά τον θάνατο του Δαγοβέρτου το 639, ο Δούκας της Θουριγγίας Ραδούλφος (Radulf), επαναστάτησε και προσπάθησε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς. Νίκησε τον Σιγιβέρτο, κάτι που ήταν σοβαρή ανατροπή για τη δυναστεία (640).
Ο βασιλιάς έχασε την υποστήριξη πολλών από τους άρχοντες ενώ ήταν σε εκστρατεία και η εξασθένιση των μοναρχικών θεσμών ήταν μέχρι τότε φανερή από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να διεξάγει πόλεμο χωρίς την υποστήριξη των αρχόντων. Στην πραγματικότητα, χωρίς τη βοήθεια των Μαγιορδόμων Γκριμόαλντ και Adalgisel δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ούτε τη σωματοφυλακή του. Συχνά θεωρείται ως ο πρώτος roi fainéant, "βασιλιάς τεμπέλης", όχι τόσο γιατί δεν έκανε τίποτα, αλλά γιατί έκανε πολύ λίγα.
Ο Χλωδοβίκος Β΄, διάδοχος του Δαγοβέρτου στη Νευστρία και Βουργουνδία, που από τότε και μετά ενωμένες αλλά με διαφορετική διακυβέρνηση, ήταν ανήλικος κατά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του. Αυτόν έλεγχε η μητέρα του Nanthild και ο Μαγιορδόμος της Νευστρίας Erchinoald. Ο διάδοχός του Εμπροΐν, ήλεγχε το βασίλειο για τα επόμενα 15 χρόνια συνεχόμενων σχεδόν εμφυλίων πολέμων. Με τον θάνατο του Σιγιβέρτου το 656 ο γιος του στάλθηκε στην Ιρλανδία, ενώ ο γιος του Γκρίμοαλντ Χιλδεβέρτος κυβέρνησε την Αυστρασία.
Τελικά ο Εμπροΐν ένωσε όλο το Φραγκικό βασίλειο για τον διάδοχο του Χλωδοβίκου Χλωτάριου Γ΄ σκοτώνοντας τον Γκρίμοαλντ και απομακρύνοντας τον Χιλδεβέρτο το 661. Όμως, οι Αυστρασιανοί απαίτησαν πάλι βασιλιά γι’ αυτούς, και ο Χλωτάριος όρισε τον μικρότερο αδελφό του Χιλδέριχο Β΄. Κατά τη βασιλεία του Χλωτάριου οι Φράγκοι επιτέθηκαν στη βορειοδυτική Ιταλία, αλλά αποκρούστηκαν από τον Βασιλιά των Λομβαρδών Γκρίμοαλντ του Μπενεβέντο κοντά στο Ρίβολι.
Το 673 ο Χλωτάριος Γ΄ πέθανε, και οι Βουργουνδοί άρχοντες προσκάλεσαν τον Χιλδέριχο να γίνει βασιλιάς όλου του βασιλείου, αλλά σύντομα δυσαρέστησε κάποιους άρχοντες της Νευστρίας και δολοφονήθηκε. Η βασιλεία του Θευδέριχου Γ΄ επρόκειτο να είναι το τέλος της Μεροβίγγειας δυναστείας στην εξουσία. Συμμάχησε με τον Μαγιορδόμο Berthar και πήγε σε πόλεμο με τους Αυστρασιανούς, οι οποίοι είχαν βάλει βασιλιά στο βασίλειό τους τον Δαγοβέρτο Β΄, γιο του Σιγιβέρτου Γ΄ (για λίγο σε αντιπαλότητα με τον Χλωδοβίκο Γ΄).
Το 687 ηττήθηκε στη Μάχη του Τερτρύ από τον Πεπίνο του Χέρσταλ, τον Αρνούλφο Μαγιορδόμο της Αυστρασίας και αληθινή εξουσία πίσω από τον θρόνο, και αναγκάστηκε να αποδεχτεί τον Πεπίνο ως το μόνο Μαγιορδόμο και dux et princeps Francorum, "Δούκα και Πρίγκιπα των Φράγκων", τίτλος που κατά τον συγγραφέα του Liber Historiae Francorum (Βιβλίο της Ιστορίας των Φράγκων), την αρχή της "βασιλίας" του Πεπίνου. Από εκείνο το σημείο και μετά οι Μεροβίγγειοι μονάρχες εμφανίζονται μόνο σποραδικά στις σωζόμενες αναφορές, με όχι συμβολικές και προσωπικές ενέργειες.
Κατά την περίοδο της αναταραχής της δεκαετίας 670 και 680 έγιναν προσπάθειες υποταγής των Φρισσίων στους Φράγκους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Πεπίνος όμως το 689 εξαπέλυσε εκστρατεία για να κατακτήσει τη Δυτική Φρισία (Frisia Citerior) και νίκησε τον Βασιλιά των Φρισσίων Radbod κοντά στο Ντόρεσταντ, σημαντικό εμπορικό κέντρο. Όλη η περιοχή μεταξύ του ποταμού Σκάλδη και της περιοχής Vlie ενσωματώθηκε στη Φραγκία.
Τότε, περίπου το 690, ο Πεπίνος επιτέθηκε στην κεντρική Φρισία και κατέλαβε την Ουτρέχτη. Το 690 μπορούσε ακόμα και να υποστηρίξει το 695 την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής της Ουτρέχτης και τον προσηλυτισμό των Φρισσίων υπό τον (Άγιο της Καθολικής Εκκλησίας) Γουίλιμπροντ. Όμως, η Ανατολική Φρισία (Frisia Ulterior) παρέμεινε εκτός της Φραγκικής κυριαρχίας.
Έχοντας επιτύχει μεγάλες επιτυχίες με τους Φρίσσιους, ο Πεπίνος στράφηκε στους Αλεμαννούς. Το 709 εξαπέλυσε πόλεμο εναντίον του Willehari, δούκα του Όρτεναου, μάλλον σε μια προσπάθεια να επιβάλει στη διαδοχή του δούκα τους νεαρούς γιους του εκλιπόντος Γκότφριντ. Αυτή η εξωτερική ανάμειξη οδήγησε και σε νέο πόλεμο το 712, και οι Αλεμαννοί, προς το παρόν, επανήλθαν υπό τον Φραγκικό έλεγχο.
Όμως, στη νότια Γαλατία, η οποία δεν ήταν υπό την επιρροή των Αρνούλφων, οι περιοχές απομακρύνονταν από τη βασιλική Αυλή υπό ηγετών όπως ο Savaric της Οσέρ, Antenor της Προβηγκίας και Όντο (ο Μέγας) της Ακουϊτανίας.
Όταν πέθανε ο Πεπίνος το 714, το Φραγκικό Βασίλειο βυθίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο, και οι δούκες των περιφερικών επαρχιών έγιναν de facto ανεξάρτητοι. Ο ορισμένος διάδοχος του Πεπίνου Θευδοάλδος υπό τη χήρα του Πλεκτρούδη αρχικά αντιτάχθηκε στην προσπάθεια του βασιλιά, Δαγοβέρτου Γ΄, να διορίσει τον Ράγκενφριντ Μαγιορδόμο όλων των βασιλείων του, αλλά σύντομα υπήρξε και τρίτος υποψήφιος για τη θέση του Μαγιορδόμου της Αυστρασίας, ο νόθος γιος του Πεπίνου, Κάρολος Μαρτέλος.
Μετά την ήττα της Πλεκρούδης και του Θευδόαλδο από τον βασιλιά (τώρα ο Χιλπέριχος Β΄) και τον Ράγκενφριντ, ο Κάρολος ανέβασε στην εξουσία για λίγο δικό του βασιλιά, τον Χλωτάριο Δ΄, σε αντίδραση προς τον Χιλπέριχο. Τελικά ο Κάρολος στη Μάχη του Σουασσόν το 718 κατήγαγε αποφασιστική νίκη επί των αντιπάλων του, και τελικά δέχτηκε τον βασιλιά, με τον όρο ότι θα λάμβανε τις κτήσεις του πατέρα αυτού. Από το σημείο αυτό και μετά δεν υπήρχαν άλλοι ενεργοί Μεροβίγγειοι βασιλείς, και ο Κάρολος και οι Καρολίδες διάδοχοί του κυβερνούσαν τους Φράγκους.
Μετά το 718 ο Κάρολος Μαρτέλος ενεπλάκη σε μια σειρά από πολέμους που σκοπό είχαν την ενδυνάμωση της ηγεμονίας των Φράγκων στη δυτική Ευρώπη. Το 718 νίκησε τους εξεγερμένους Σάξονες, το 719 κατέλαβε τη Δυτική Φρισία, το 723 υπέταξε ξανά τους Σάξονες, και το 724 νίκησε τον Ράγκενφριντ και τους εξεγερμένους Νευστριανούς, δίνοντας τέλος στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου της βασιλείας του. Όταν ο Χιλπέριχος πέθανε το 720, διόρισε βασιλιάς τον Θευδέριχο Δ΄, αλλά αυτός δεν ήταν παρά μαριονέτα υπό τον έλεγχό του. Το 724 επέβαλε τον Hugbert στη διαδοχή του δούκα των Βαυαρών, και ανάγκασε τους Αλεμαννούς να τον βοηθήσουν στις εκστρατείες του στη Βαυαρία (725 και 726), όπου οι νόμοι επιβάλλονταν στο όνομα του Θευδέριχου. Το 730 η Αλεμαννία αναγκάστηκε να υποταχθεί δια της βίας, και ο δούκας Λάντφριντ σκοτώθηκε. Το 734 ο Κάρολος πολέμησε εναντίον της Ανατολικής Φρισίας και τελικά την υπέταξε.
Κατά τη δεκαετία του 730 οι Άραβες κατακτητές της Ισπανίας, οι οποίοι είχαν επίσης υποτάξει τη Σεπτιμανία, άρχισαν να προωθούνται στα βόρεια, στην κεντρική Φραγκία και την Κοιλάδα του Λίγηρα. Ήταν τότε (περίπου το 736) που ο Maurontus, ο dux, δούκας, της Προβηγκίας κάλεσε τους Άραβες να τον βοηθήσουν για να αντισταθεί στην επέκταση των Καρολιδών. Όμως ο Κάρολος εισέβαλε στην Κοιλάδα του Ροδανού με τον αδελφό του Χιλδεβράδο και μια Λομβαρδική στρατιά και κατατρόπωσε την περιοχή. Ήταν λόγω της συμμαχίας εναντίων των Αράβων που ο Κάρολος δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τον Πάπα Γρηγόριο Γ΄ εναντίον των Λομβαρδών.
Το 732 ή το 737—οι σύγχρονοι μελετητές διαφωνούν για την ημερομηνία — ο Κάρολος βάδισε εναντίον μιας Αραβικής στρατιάς μεταξύ του Πουατιέ και της Τουρ και τη νίκησε στη Μάχη του Πουατιέ, ανακόπτοντας την επέκταση των Αράβων βόρεια των Πυρηνάιων. Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον του Κάρολου ήταν στα βορειοανατολικά, κυρίως στους Σάξονες, από τους οποίους έπρεπε να αποσπάσει τον φόρο υποτελείας που για αιώνες πλήρωναν στους Μεροβίγγειους.
Λίγο πριν πεθάνει τον Οκτώβριο του 741, ο Κάρολος είχε διαμοιράσει το βασίλειο σαν να ήταν βασιλιάς, μεταξύ των δύο γιων του από την πρώτη του γυναίκα, περιθωριοποιώντας τον νεώτερο γιο του Γκρίφο από τη δεύτερη γυναίκα του (δεν είναι γνωστό γιατί ακριβώς). Αν και από τον θάνατο του Θευδέριχου το 737 και μετά δεν υπήρχε βασιλιάς, οι γιοί του Κάρολου Πεπίνος ο Βραχύς και Καρλομάν ήταν ακόμα μόνο Μαγιορδόμοι. Οι Καρολίδες είχαν πάρει το βασιλικό στάτους και την πρακτική, αλλά όχι τον βασιλικό τίτλο των Μεροβίγγειων. Με τον διαμοιρασμό, η Αυστρασία, Αλαμαννία και Θουριγγία πήγε στον Καρλομάν, και η Νευστρία, Προβηγκία και Βουργουνδία στον Πεπίνο. Ενδεικτικό της de facto αυτονομίας του Δουκάτου της Ακουϊτανίας (υπό τον Ούναλντ της Ακουϊτανίας) και της Βαυαρίας (υπό τον Όντιλο της Βαυαρίας) ότι αυτές οι περιοχές δεν περιλήφθηκαν στον διαμοιρασμού του regnum, του βασιλείου.
Μετά που ο Κάρολος Μαρτέλος θάφτηκε στη Βασιλική του Σαιν–Ντενί δίπλα στους Μεροβίγγειους βασιλιάδες, ξέσπασε αμέσως διαμάχη μεταξύ του Πεπίνου και του Καρλομάν από τη μία, και του μικρότερου αδελφού τους Γκρίφο από την άλλη. Αν και ο Καρλομάν συνέλαβε και φυλάκισε τον Γκρίφο, ήταν μάλλον η έχθρα μεταξύ των δύο μεγάλων αδελφών που οδήγησε τον Πεπίνο να τον απελευθερώσει όσο ο Καρλομάν ήταν σε προσκύνημα στη Ρώμη. Ίσως σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει τις φιλοδοξίες του αδελφού του, ο Καρλομάν πήρε την πρωτοβουλία να διορίσει το 743 νέο βασιλιά, τον Χιλδέριχο Γ΄, ο οποίος προερχόταν από μοναστήρι. Άλλοι έχουν προτείνει ως εξήγηση ότι η θέση των δύο αδελφών ήταν αδύναμη ή υπό αμφισβήτηση, ή ίσως ο Καρλομάν δρούσε απλά για μια πιστή και νομιμόφρων ομάδα του βασιλείου.
Το 743 ο Πεπίνος εκστράτευσε εναντίον του Όντιλο και τον ανάγκασε να υποταχτεί στη Φραγκική κυριαρχία. Ο Καρλομάν επίσης εκστράτευσε εναντίον των Σαξόνων, και οι δύο αδελφοί μαζί κατέστειλαν μια επανάσταση υπό τον Ούναλντ ως αρχηγό των Βάσκων, και άλλη μία από τους Αλεμμάνους, στην οποία μάλλον πέθανε ο Λιούτφριντ της Αλσατίας, πολεμώντας είτε υπέρ ή εναντίον των αδελφών του. Το 746 όμως οι Φραγκικές στρατιές ήταν στάσιμες, καθώς ο Καρλομάν προετοιμαζόταν να αποσυρθεί από την πολιτική και να πάει στο μοναστήρι του Μόντε Σοράττε. Ο Πεπίνος ισχυροποίησε περισσότερο τη θέση του και άνοιξε ο δρόμος για την ανάληψη του στέμματος το 751.
Ο Πεπίνος κυβέρνησε ως εκλεγμένος βασιλιάς. Αν και τέτοιες εκλογές δεν γίνονταν συχνά, ένας γενικός κανόνας του Γερμανικού νόμου υπαγόρευε ότι ο βασιλιάς βασιζόταν στη στήριξη των ηγετών του. Αυτοί οι ηγέτες είχαν το δικαίωμα να εκλέξουν έναν νέο ηγέτη που άξιζε να γίνει βασιλιάς από την οικογένεια που ήταν στην εξουσία, αν αισθάνονταν ότι ο παλιός δεν μπορούσε να τους οδηγήσει σε επικερδή πόλεμο. Ενώ στην κατοπινή Γαλλία το βασίλειο έγινε κληρονομικό, οι βασιλείς της μετέπειτα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν την παράδοση του Πρίγκιπα-Εκλέκτορα, και συνέχισαν να κυβερνούν ως εκλεγμένοι βασιλείς μέχρι την επίσημη διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1806.
Ο Πεπίνος ισχυροποίησε τη θέση του το 754 κάνοντας συμμαχία με τον Πάπα Στέφανο Β΄, ο οποίος δώρισε στον βασιλιά των Φράγκων ένα αντίγραφο της "Δωρεάς του Κωνσταντίνου" στο Παρίσι, και σε μια μεγαλοπρεπή στη Βασιλική του Σεν Ντενί έχρισε τον βασιλιά και την οικογένειά του και τον ανακήρυξε patricius Romanorum, "Πατρίκιο των Ρωμαίων". Την επόμενη χρονιά ο Πεπίνος τήρησε την υπόσχεσή του στον Πάπα, αποσπώντας το Εξαρχάτο της Ραβέννας που είχε πέσει στους Λομβαρδούς, και επιστρέφοντάς το στον Πάπα.
Ο Πεπίνος έδωσε τις περιοχές γύρω από τη Ρώμη στον Πάπα, θέτοντας τη βάση για τα Παπικά Κράτη, με τη "Δωρεά του Πεπίνου" την οποία εναπόθεσε στον τάφο του Αγίου Πέτρου. Ο παπισμός είχε καλό λόγο να περιμένει ότι η νέα Φραγκική μοναρχία θα ήταν καλή βάση υπεράσπισης (potestas) στη νέα τάξη πραγμάτων με επίκεντρο τον Πάπα.
Με τον θάνατο του Πεπίνου το 768, οι γιοι του, ο Κάρολος και Καρλομάν διαχώρισαν και πάλι το βασίλειο μεταξύ τους. Όμως, ο Καρλομάν αποσύρθηκε σε μοναστήρι και πέθανε λίγο μετά, αφήνοντας την εξουσία στον αδελφό του, ο οποίος αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Καρλομάγνος, ή Κάρολος ο Μέγας, μία ισχυρή, ευφυής, και σχετικά μορφωμένη μορφή που θα γινόταν μυθική για τη μετέπειτα ιστορία και της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ο Καρλομάγνος επανέφερε μια ισορροπία μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα.
Από το 772 και μετά, ο Καρλομάγνος κατέκτησε και τελικά νίκησε τους Σάξονες και ενσωμάτωσε το βασίλειό τους στο Φραγκικό Βασίλειο. Αυτή η εκστρατεία επέκτεινε την πρακτική μη Ρωμαίο-Χριστιανικοί ηγεμόνες να προσηλυτίζονται με τη δύναμη των όπλων. Φράγκοι Καθολικοί ιεραπόστολοι, μαζί με άλλους από την Ιρλανδία και την Αγγλοσαξονική Αγγλία, είχαν μπει σε εδάφη των Σαξόνων από τα μέσα του 8ου αιώνα, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη διαμάχη με τους Σάξονες, οι οποίοι αντιστέκονταν τις ιεραποστολικές προσπάθειες και τις παράλληλες στρατιωτικές παρεμβάσεις.
Ο κυριότερος Σάξονας αντίπαλος του Καρλομάγνου, Βίτεκιντ (Wittekind, ή και Βίντουκιντ, Widukind), δέχτηκε να βαπτιστεί το 785 ως μέρος της συμφωνίας για ειρήνη, αλλά άλλοι Σάξονες ηγέτες συνέχισαν να πολεμάνε. Μετά τη νίκη του στο Βερντέν το 787, ο Καρλομάγνος διέταξε τη μαζική εκτέλεση χιλιάδων παγανιστών Σαξόνων αιχμαλώτων. Μετά από συνεχείς εξεγέρσεις, οι Σάξονες υπέστηκαν οριστική ήττα το 804. Το γεγονός αυτό επέκτεινε το Φραγκικό Βασίλειο ως τον ποταμό Έλβα, κάτι που είχε κάποτε επιχειρήσει να κάνει μία φορά και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και στο οποίο είχε αποτύχει στη Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. Για να εκχριστιανίσει πιο αποτελεσματικά τους Σάξονες, ο Καρλομάγνος ίδρυσε αρκετές επισκοπές, μεταξύ των οποίων της Βρέμης, του Μύνστερ, του Πάντεμπορν, και του Όσναμπουρκ.
Την ίδια περίοδο (773–774), ο Καρλομάγνος κατέκτησε τους Λομβαρδούς και έτσι περιέλαβε τη βόρεια Ιταλία στη σφαίρα επιρροής του. Ανανέωσε τη δωρεά στο Βατικανό, και υποσχέθηκε στον Πάπα τη συνέχιση της Φραγκικής προστασίας.
In 788, ο dux (δούκας) Τάσιλο της Βαυαρίας επαναστάτησε εναντίον του Καρλομάγνου. Ο τελευταίος συνέτριψε την επανάσταση και ενέταξε τη Βαυαρία στο βασίλειό του. Αυτό όχι μόνο πρόσθεσε εισοδήματα, αλλά μείωσε δραστικά την επιρροή των Αγιλούλφων (της οικογένειας του Τάσιλο), Φραγκικής οικογένειας με επιρροή και πιθανοί αντίπαλοι της οικογένειας του Καρλομάγνου. Μέχρι το 796 ο Καρλομάγνος συνέχιζε να επεκτείνει το βασίλειο ακόμα περισσότερο προς τα νοτιοανατολικά, στη σημερινή Αυστρία και περιοχές της Κροατίας.
Έτσι, ο Καρλομάγνος δημιούργησε ένα βασίλειο το οποίο εκτεινόταν από τα Πυρηναία στα νοτιοδυτικά (βασικά μια περιοχή στη Βόρεια Ισπανία, Marca Hispanica, Ισπανική Μαρκιωνία μετά το 795) και σε σχεδόν όλη τη σημερινή Γαλλία (εκτός από τη Βρετάνη την οποία οι Φράγκοι δεν κατέκτησαν ποτέ), μέχρι τα ανατολικά στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Γερμανίας, μαζί με τη βόρεια Ιταλία και τη σημερινή Αυστρία. Στην ιεραρχία της Εκκλησίας, οι επίσκοποι και η αβάδες προσέβλεπαν για προστασία στο παλάτι του βασιλιά, όπου και βρίσκονταν οι πιθανές πηγές ασφάλειας και προστασίας. Ο Καρλομάγνος είχε αναδειχθεί ως ο ηγέτης η Δυτικής Χριστιανοσύνης, και η προστασία του των μοναστικών κέντρων έδωσε χώρο για την άνθηση της "Καρολίγγειας Αναγέννησης" των τεχνών. Επίσης, έχτισε ένα μεγάλο παλάτι στο Άαχεν, καθώς και δρόμους και ένα κανάλι.
Τα Χριστούγεννα του 800 ο Πάπας Λέοντας Γ’ έστεψε τον Καρλομάγνο "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων" στη Ρώμη σε μια τελετή που ήταν έκπληξη (ο Καρλομάγνος δεν επιθυμούσε να ήταν υποχρεωμένος στον Πάπα), μια ακόμα κίνηση του Πάπα σε μια σειρά από συμβολικές ενέργειες που διαμόρφωναν τον αμοιβαίο ρόλο της παπικής αυθεντίας, auctoritas, και της αυτοκρατορικής ισχύος, potestas. Ενώ ο Καρλομάγνος σεβόμενος τη Βυζαντινή αντίδραση προτιμούσε τον τίτλο "Αυτοκράτορας, Βασιλιάς των Φράγκων και των Λομβαρδών", η τελετή αναγνώριζε επίσημα τη Φραγκική Αυτοκρατορία ως τον διάδοχο της (Δυτικής) Ρωμαϊκής (αν και μόνο η πλαστή "Δωρεά" έδινε στον πάπα την πολιτική δικαιοδοσία να το κάνει αυτό), αρχίζοντας έτσι μια σειρά από διαμάχες για την ονομασία Ρωμαίος. Μετά από αρχική διαμαρτυρία για την οικειοποίηση του ονόματος, το 812 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ αναγνώρισε τον Καρλομάγνο ως συν-Αυτοκράτορα. Η στέψη έδωσε μόνιμη νομιμότητα στα πρωτεία των Καρολιδών μεταξύ των άλλων Φράγκων. Οι Όθωνες αργότερα θα επαναφέρανε αυτή τη σύνδεση το 962.
Ο Καρλομάγνος πέθανε στις 28 Ιανουραίου 814 στο Άαχεν, και θάφτηκε στο Βασιλικό Παρεκκλήσι στο Άαχεν.
Ο Καρλομάγνος είχε πολλούς γιους αλλά μόνο ένας έζησε μετά από αυτόν. Αυτός, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής, διαδέχτηκε τον πατέρα του ως ηγεμόνας μιας ενωμένης αυτοκρατορίας. Αλλά η διαδοχή από έναν και μόνο ήταν θέμα περισσότερο τύχης παρά πρόθεσης. Όταν ο Λουδοβίκος πέθανε το 840, οι Καρολίδες τήρησαν το έθιμο του διαμοιρασμού της κληρονομιάς, και μετά από έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των τριών γιών του, αυτοί έκαναν συμφωνία το 843 με τη Συνθήκη του Βερντέν, η οποία διαμοίρασε την Αυτοκρατορία στα τρία:
Κατόπιν με τη Συνθήκη του Μέρσεν (870) έγινε διαμοιρασμός ξανά, με τη διάλυση της Λοθαριγγίας. Στις 12 Δεκεμβρίου 884 ο Κάρολος ο Παχύς, γιος του Λουδοβίκου του Γερμανικού, ένωσε ξανά το μεγαλύτερο μέρος της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών, εκτός από τη Βουργουνδία. Στα τέλη του 887 ο ανιψιός του, Αρνούλφος της Καρινθίας επαναστάτησε, και πήρε τον τίτλο ως Βασιλιάς των Ανατολικών Φράγκων. Ο Κάρολος αποσύρθηκε και πέθανε σύντομα, στις 13 Ιανουαρίου 888
Ο Όντο, Κόμης του Παρισιού, επιλέχθηκε για να κυβερνήσει στη δύση, και στέφτηκε τον επόμενο μήνα. Σε αυτό το σημείο, τη Δυτική Φραγκία αποτελούσαν η Νευστρία στα δυτικά, και στα ανατολικά από τη Φραγκιά καθ’ εαυτή, δηλαδή την περιοχή μεταξύ του Μόσα και του Σηκουάνα. Οι Καρολίδες επανήρθαν στην εξουσία δέκα χρόνια μετά και κυβέρνησαν μέχρι το 987, όταν και πέθανε ο τελευταίος Φράγκος Βασιλιάς από τη Δυναστεία των Καρολιδών, Λουδοβίκος Ε΄.
Η Δυτική Φραγκία ήταν υπό τον Κάρολο τον Φαλακρό, και ήταν ο πρόδρομος της Γαλλίας. Αποτελούνταν από τα εξής μεγάλα φέουδα: Ακουϊτανία, Βρετάνη, Βουργουνδία, Καταλονία, Φλάνδρα, Γασκώνη, Σεπτιμανία, Ιλ-ντε-Φρανς και Τουλούζη. Μετά το 987 το βασίλειο έγινε γνωστό ως Γαλλία, γιατί η νέα δυναστεία που κυβερνούσε, ο Οίκος των Καπετιδών, ήταν αρχικά Δούκες της Ιλ-ντε-Φρανς.
Η Μέση Φραγκία ήταν η περιοχή που κυβερνούσε ο Λοθάριος Α΄ μεταξύ της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας. Το Βασίλειο, που περιελάμβανε το Βασίλειο της Ιταλίας, τη Βουργουνδία, την Προβηγκία και το δυτικό μέρος της Αυστρασίας, ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα της Συνθήκες του Βερντέν χωρίς ιστορική ή εθνική ταυτότητα. Με τον θάνατο του Λοθάριου Β΄ το 869 το βασίλειο διαλύθηκε στη Λοθαριγγία, την Προβηγκία (με τη Βουργουνδία διαχωρισμένη μεταξύ αυτής και της Λοθαριγγίας), και τη βόρειο Ιταλία.
Την Ανατολική Φραγκία κυβερβούσε ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός. Χωριζόταν σε τέσσερα δουκάτα, της Σουαβίας (Αλαμαννία), της Φραγκονίας, της Σαξονίας, και της Βαυαρίας, στα οποία μετά τον θάνατο του Λοθάριου Β΄ προστέθηκαν και οι ανατολικές περιοχές της Λοθαριγγίας. Ο διαχωρισμός αυτός κράτησε έως το 1268, το τέλος της Δυναστείας των Χοενστάουφεν. Ο Όθων Α΄ στέφθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 962, σηματοδοτώντας την αρχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τον δέκατο αιώνα η Ανατολική Φραγκία έγινε γνωστή ως regnum Teutonicum ("Τευτονικό βασίλειο" ή "Βασίλειο της Γερμανίας"), όρος που επικράτησε κατά την περίοδο της Δυναστείας των Σαλίων. Ο τίτλος του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να ήταν σε χρήση από αυτή την περίοδο επίσης, αρχίζοντας με τον Κορράδο Β΄
Οι διαφορετικές Φραγκικές φυλές όπως οι Σάλιοι, οι Ριπουάριοι, και οι Χαμαβοί, είχαν επίσης και διαφορετικές νομικές παραδόσεις, που είχαν κωδικοποιηθεί μόλις πρόσφατα, κυρίως υπό τον Καρλομάγνο. Ο Lex Salica, Σαλικός νόμος, Lex Ribuaria, Ριπουάριος νόμος, και Lex Chamavorum, Νόμος των Χαμαβών, ήταν δημιουργίες της Καρολίγγειας περιόδου και το πώς αντιστοιχούσαν στην πρώιμη περίοδο του Φραγκικού κράτους, είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί από τους σύγχρονους μελετητές. Υπό τον Καρλομάγνο έγιναν επίσης κωδικοποιήσεις του Σαξονικού νόμου, Lex Saxonum και του Φρισικού νόμου, Lex Frisionum.
Ήταν υπό τη Φραγκική ηγεμονία που οι άλλες Γερμανικές κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου θα άρχιζαν να κωδικοποιούν τους νόμους των φυλών τους, όπως για παράδειγμα ο Αλαμαννικός νόμος, Lex Alamannorum και ο Βαυαρικός νόμος, Lex Bajuvariorum, για τους Αλαμαννούς και τους Βαυαρούς αντίστοιχα. Στα Φραγκικά βασίλεια υπήρχαν Γαλλό-Ρωμαίοι υπήκοοι που υπάγονταν στο Ρωμαϊκό νόμο, και κληρικοί που υπάγονταν στο Κανονικό Δίκαιο. Με τη Φραγκική κατάκτηση της Σεπτιμανίας και της Καταλονίας, περιοχές που πριν ήταν υπό τον έλεγχο των Γότθων, συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον Βησιγοτθικό νόμο, Lex Visigothorum.
Κατά την πρώιμη Φραγκική περίοδο ο Φραγκικός νόμος διατηρούταν από τους rachimburgs, αξιωματούχους που ήταν εκπαιδευμένοι στον να τον θυμούνται και να τον μεταβιβάζουν. Οι Μεροβίγγειοι υιοθέτησαν το καπιτουλάριο (capitularium, συλλογές νομοθετικών πράξεων) σαν εργαλείο για τη δημοσίευση και τη διατήρηση των βασιλικών διαταγμάτων. Η χρήση του συνεχίστηκε και με τους Καρολίδες και ακόμα και μετέπειτα Δούκες του Σπολέτο αυτοκράτορες Γκύ Γ΄ και Λαμβέρτος Γ΄, στα πλαίσια ενός προγράμματος "ανανέωσης των Φραγκικών βασιλείων", renovation regni Francorum.
Το τελευταίο καπιτουλάριο των Μεροβίγγειων ήταν από τα πιο σημαντικά: το Έδικτο του Παρισιού εκδόθηκε από τον Χλωτάριο Β΄ το 614 παρουσία των αρχόντων του, έχει παρομοιωθεί με Φραγκική Μάγκνα Κάρτα που εδραιώνει τα δικαιώματα των ευγενών, αλλά στην πραγματικότητα προσπάθησε να απομακρύνει τη διαφθορά από το δικαστικό σύστημα, και να προστατεύσει τα τοπικά και περιφερειακά συμφέροντα. Ακόμα και μετά το τελευταίο καπιτουλάριο των Μεροβίγγειων, οι βασιλιάδες των δυναστειών συνέχισαν να ασκούν ανεξάρτητα κάποιες δικαστικές εξουσίες. Ο Χιλδεβέτρος Γ΄ βρήκε υποθέσεις ακόμα και εναντίον των ισχυρών Αρνούφλων, και έγινε γνωστός για τη δικαιοσύνη του. Αλλά ο νόμος στη Φραγκία επρόκειτο να γνωρίσει μια αναγέννηση υπό τους Καρολίδες.
Μεταξύ των νομικών μεταρρυθμίσεων που υιοθέτησε ο Καρλομάγνος, ήταν η κωδικοποίηση των παραδοσιακών νόμων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιχείρησε επίσης να ελέγξει την εξουσία τοπικών και περιφερειακών δικαστικών, με το να διορίζει missi dominici (ενικός missus dominicus: απεσταλμένος του ηγεμόνα, ανώτερος αξιωματούχος με καθήκοντα επίβλεψης της διοίκησης) σε ζευγάρια για επιβλέπουν συγκεκριμένες περιοχές για μια συγκεκριμένη σύντομη χρονική περίοδο. Συνήθως η απεσταλμένοι επιλέγονταν από άλλη περιοχή από αυτή που θα επέβλεπαν, για να αποφευχθεί σύγκρουση συμφερόντων. Ένα καπιτουλάριο του 802 μας δίνει μια ιδέα για τα καθήκοντά τους. Ασκούσαν δικαστική εξουσία, επέβαλαν το σεβασμό στα βασιλικά δικαιώματα, έλεγχαν τη διοίκηση που ασκούσαν οι κόμητες και οι δούκες (τότε διορίζονταν ακόμα από τον βασιλιά), δέχονταν τους όρκους πίστης, και επέβλεπαν τον κλήρο.
Η Φραγκική Εκκλησία εξελίχθηκε από την Εκκλησία στη Γαλατία στη Μεροβίγγεια περίοδο, και η οποία πήρε μια μορφή Γερμανικού Χριστιανισμού σε μια σειρά από "Φραγκικές Συνόδους" κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, και με την Καρολίγγεια Αναγέννηση, η Φραγκική Εκκλησία άσκησε ουσιαστική επίδραση στον μεσαιωνικό Δυτικό Χριστιανισμό.
Κατά τον 7ο αιώνα η επικράτεια του Φραγκικού βασιλείου εκχριστιανίστηκε (εκ νέου) με τη βοήθεια Ιρλανδών και Σκότων ιεραποστόλων. Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση πολλών μοναστηριών, τα οποία θα αποτελούσαν τον πυρήνα της εκμάθησης και διάδοσης της Παλιάς Γερμανικής γλώσσας στην Αυτοκρατορία των Καρολιδών. Ο (Άγιος) Κολουμβάνος έδρασε στη Φραγκική Αυτοκρατορία από το 590, ιδρύοντας μοναστήρια μέχρι τον θάνατό του στο Μπόμπιο το 615. έφτασε στην ηπειρωτική Ευρώπη από την Ιρλανδία με δώδεκα συντρόφους, και ίδρυσε τα μοναστήρια του Annegray, Λουξέιγ και Fontaines στη Γαλλία, και Μπόμπιο στην Ιταλία[2][3]. Κατά τον 7ο αιώνα οι σύντροφοι του Κολουμβάνου και άλλοι Ιρλανδοί και Σκότοι ιεραπόστολοι ίδρυσαν αρκετά μοναστήρια, ή Schottenklöster, που σήμερα βρίσκονται στη Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και Ελβετία. Η Ιρλανδική επιρροή σε αυτά τα μοναστήρια αντικατοπτρίζεται στην υιοθέτηση του στιλ της τέχνης που διαμορφώθηκε στα Βρετανικά νησιά, και είναι φανερή σε έργα του 8ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στο χειρόγραφο Sacramentarium Gelasianum. Αυτή η επιρροή στη στρογγυλόσχημη γραφή της ύστερης Μεροβίγγειας περιόδου, έδωσε τελικά θέση στην ανάπτυξη της Καρολίγγγειας μικρογραφίας τον 9ο αιώνα.
Η πιο δραματική αλλαγή στη μεσαιωνική Γαλατία ήταν η κατάρρευση του εμπορίου και της αστικής ζωής. Ενώ κατά τον Μεσαίωνα υπήρχαν πολλές "πόλεις", συνήθως ήταν απλώς οχυρωμένα χωριά ή κέντρα εμπορίου γύρω από κυβερνητικά ή εκκλησιαστικά κτήρια. Πολλές από αυτές τις πόλεις βρίσκονταν εκεί ως συνέχεια των Ρωμαϊκών πόλεων. Υπήρξαν όμως βελτιώσεις στη γεωργία, κυρίως η υιοθέτηση ενός νέου βαρύτερου άροτρου και η αυξανόμενη χρήση του συστήματος γεωργικής καλλιέργειας των τριών αγρών[4].
Στη Φραγκία ήταν σε χρήση το Βυζαντινό νόμισμα πριν ο Θεοδοβέρτος αρχίσει να κόβει δικό του νόμισμα στην αρχή της βασιλείας του. Ο σόλιδος και το τριτημόριον (λατινικά: triens) κόπηκαν στη Φραγκία μεταξύ του 534 και 679. Το δηνάριο (ή Γαλλικό ντενιέρ) εμφανίστηκε αργότερα, στο όνομα του Χιλδεριχου Β΄ και άλλων από μη βασιλική καταγωγή γύρω στο 673-675. Το Καρολίγγειο δηνάριο αντικατέστησε το Μεροβίγγειο, και το Φρισικό πφένινγκ στη Γαλατία από το 755 έως τον 11ο αιώνα.
Tο δηνάριο κατόπι εμφανίστηκε στην Ιταλία κομμένο στο όνομα τον Καρολιδών μοναρχών μετά το 794, και αργότερα από τους αποκαλούμενους "ντόπιους" βασιλιάδες τον 10ο αιώνα, και αργότερα κόβονταν δηνάρια από τους Γερμανούς Αυτοκράτορες αρχίζοντας από τον Όθωνα Α΄. Τελικά, τα δηνάρια κόβονταν στη Ρώμη στα ονόματα του πάπα και του αυτοκράτορα από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ και τον Καρλομάγνο μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα[5].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.