Remove ads
αρχαία πόλη στη σημερινή Νότια Τουρκία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αντιόχεια, επίσης γνωστή ως Αντιόχεια η επί Δάφνη ή επί Ορόντου ή Αντιόχεια η Μεγάλη, ήταν αρχαία πόλη η οποία σήμερα βρίσκεται στην επαρχία Χατάι στη νότια Τουρκία. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ποταμού Ορόντη και ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Σέλευκο Α' το Νικάτορα, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς τιμή και μνήμη του πατρός του Αντίοχου. Η Αντιόχεια αναμφιβόλως υπήρξε το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, πόλη που αποτέλεσε το σταυροδρόμι των μεγάλων φιλοσοφικών ρευμάτων, με μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων και των επιστημών. Υπήρξε η πόλη των εθνικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών αντιθέσεων, αλλά και των θεαμάτων, της πολυπολιτισμικότητος και των ακραίων εκφραστικών εκδηλώσεων. Πέρασε σταδιακά όμως στην παρακμή από τον 10ο αιώνα λόγω των σφοδρών επιδρομών των κατακτητών, Αράβων και Σταυροφόρων, καθώς και της αλλαγής των εμπορικών δρόμων προς τη Δύση.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αντιόχεια | |
---|---|
Ἀντιόχεια ἡ Μεγάλη | |
Είδος | αρχαιολογική θέση, αρχαία πόλη, location of discovery και οικισμός |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Αντάκια |
Χώρα | Τουρκία[1] |
Έναρξη κατασκευής | Μαΐου 300&5b00p;π.Χ." |
Κατεδάφιση | 1268 |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η παρά τον Ορόντη ποταμό Αντιόχεια, πρωτεύουσα της αρχαίας Συρίας, υπήρξε μία από τις πλέον μεγάλες και ενδοξότερες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Η συμβολή της στον παγκόσμιο πολιτισμό κρίθηκε ουσιώδης, από την ημέρα της κτίσεώς της, από τον ιδρυτή της μεγάλης ελληνικής Δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκο τον Α', δηλαδή από το 300 π.Χ. Επί 8 αιώνες, υπήρξε μαζί με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου η μεγάλη ελληνική μητρόπολη των τεχνών, των γραμμάτων, του ωραίου αλλά και του θορυβώδους κοινωνικού βίου. Αν και λίγο μικρότερη της Αλεξάνδρειας, συνέβαλε το ίδιο στη λάμψη του ελληνιστικού πολιτισμού των μεταλεξανδρινών χρόνων, στην κομψότητα και την ευμάρεια. Τα χαρακτηριστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ακμής της ήταν εκείνα που διακήρυξαν την αξία της πόλης αυτής, έτσι ώστε οι χαρακτηρισμοί της ως «Αντιόχεια η Μεγάλη», η «Καλή», η «Θεούπολη», να καταδεικνύουν και συνάμα να επιδεικνύουν το μέγεθος της συμβολής της στην παγκόσμια ιστορία.
Η μεγαλοπρέπεια και η ανάπτυξή της δεν έπαψαν και στις τρεις περιόδους της ιστορίας της, δηλαδή κατά την ελληνιστική περίοδο (300 - 64 π.Χ.), τη Ρωμαιοκρατία (64 π.Χ. - 325) και τη βυζαντινή εποχή 325 - 637), με αποτέλεσμα να διατηρούν τη λαμπρότητά της σε περίοπτη θέση μέχρι την πτώση της με την αραβική κυριαρχία.
Τρεις περίοδοι της παγκόσμιας Ιστορίας (η Ελληνιστική, η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή) είχαν ως κέντρο ή παράκεντρο των ιστορικών εξελίξεών τους αυτή την πόλη και που, όμως, η κάθε μια τους δεν τη στέρησαν από ξεχωριστή κάθε φορά περίλαμπρη δόξα.
Ο Έλληνας ρήτορας του 4ου αι. μ.Χ., Λιβάνιος, παραδίδει ότι, μετά τη νικηφόρα έκβαση της μάχης στην Ισσό της Κιλικίας (333 π.Χ.), , ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να ιδρύσει πόλη στο σημείο όπου κατόπιν κτίστηκε η Αντιόχεια. Ωστόσο, κατά τον Λιβάνιο, δεν πρόλαβε παρά μόνο να ανεγείρει βωμό προς τιμή του «Βοττιαίου Διός» και φρούριο (αρχ. ελληνικά: άκρα), με το όνομα Ημαθία, στις παρυφές του Σιλπίου όρους.[2] Ωστόσο, σύγχρονοι ιστορικοί όπως οι Γκλάνβιλ Ντάουνι (Glanvill Downey) και Γκετζέλ Κοέν (Getzel M. Cohen) εκτιμούν ότι οι πληροφορίες του Λιβανίου πιθανότατα αποτελούν θρύλο που δημιουργήθηκε με σκοπό να δώσει ένδοξη προέλευση στην πόλη[3].
Το 300 π.Χ. περίπου, ο Σέλευκος Α' ο Νικάτωρ ίδρυσε την Αντιόχεια, αμέσως μετά τη νίκη του στη Μάχη της Ιψού. Κατά την ασιατική παράδοση, το σημείο ίδρυσης προήλθε από χρησμό που έλαβε ο Σέλευκος για να απαλλαγεί από την αϋπνία που τον βασάνιζε. Κατά την ελληνική παράδοση ο Σέλευκος Α', στην επιθυμία του να ιδρύσει μια μεγάλη πρωτεύουσα για τη χώρα του, προσέφερε θυσία προς τον Δία στην Αντιγόνεια. Τότε εμφανίστηκε οιωνός, ένας αετός που άρπαξε μέρος του θηράματος και το απέθεσε στο βωμό του Διός του Βοττίου, παρά το Σίλπιο όρος. Αυτό θεωρήθηκε καλός οιωνός, πείθοντας τον Σέλευκο για το σημείο ίδρυσης της νέας πόλης στη νότια όχθη του Ορόντη μέσα σε κοιλάδα.
Η Αντιόχεια χτίστηκε στην Άνω Συρία, στη χώρα που έφερε το όνομα Σελευκίδα, επί της αρχαίας οδού από Αλεξανδρέττα προς Δαμασκό. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την ακτή (120 στάδια), στις βόρειες πλαγιές του Σιλπίου Όρους, ακριβώς στο σημείο που ο ποταμός Ορόντης στρέφεται δυτικά, κοντά στην Αρχαία Βέροια (σημ. Αλέπο), στην Απάμεια Ηλιουπόλεως. Κοντά στο βωμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο στρατηγός Αντίγονος είχε ιδρύσει πόλη με το όνομα Αντιγόνεια.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αντιόχειας ήταν Έλληνες, από την κοντινή Αντιγόνεια. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας [4] διηγείται με αρκετή ακρίβεια ότι ο Σέλευκος μετοίκησε από την Αντιγόνεια 3.500 Αθηναίους και Μακεδόνες, καθώς και Κρήτες, Κυπρίους και άλλους Έλληνες από τα περίχωρα. Σε λίγο χρόνο προσήλθαν και άλλοι σύμμεικτοι κατά φυλή κάτοικοι από τη Συρία και περιοχές της ελληνικής ανατολής. Λόγω του μεγάλου αριθμού των αθηναϊκής καταγωγής κατοίκων της πόλης, καθώς και της έντονης πνευματικής κίνησης, η πόλη αποκαλούνταν «Συριάδες Αθήναι»[5]. Στις 22 του μηνός Αρτεμισίου (Μάιος) του 300 π.Χ. και κατά τη πρώτη ώρα (την ανατολή του ηλίου), ο Σέλευκος Α' σε επίσημη τελετή έθεσε τα θεμέλια της νέας πρωτεύουσας της Αντιόχειας χαράσσοντας τα θεμέλια του τείχους που ανήγειρε. Ταυτόχρονα κτίσθηκε ιερό προς τιμή του «Βροττίου Διός» στήνοντας πλήθος κιόνων και αγαλμάτων αναμνηστικών, ενώ μπροστά στην πόλη έστησε έναν μεγάλο λίθινο αετό σε ανάμνηση του οιωνού που έλαβε χώρα κατά την τέλεση της θυσίας. Από τότε ο αετός καθίσταται το σύμβολο των Ελλήνων, αργότερα των Ρωμαίων και Βυζαντινών, εκτοπίζοντας σιγά σιγά εκείνο του λέοντα.
Η πρώτη ιστορική περίοδος της Αντιόχειας σχετίζεται με τη Δυναστεία των Σελευκιδών της οποίας γενάρχης ήταν ο Σέλευκος Α' (ο Νικάτωρ), γιος του Αντίοχου, στρατηγού του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου και της Λαοδίκης, και ο ίδιος συνομήλικος και στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο νεώτερος των Επιγόνων του.
Δώδεκα έτη μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας (1 Οκτωβρίου 312 π.Χ.) από τον Σέλευκο, οπότε και καθιερώθηκε ως χρονολογική αφετηρία η λεγόμενη "έτος Σελευκιδών" (ε.Σ.) και πέντε έτη αφότου ανέλαβε Βασιλιάς 305 π.Χ. και ακόμη ένα έτος μετά τη μάχη της Ιψού 301 π.Χ. ο Σέλευκος Α' Βασιλιάς πλέον της Ανατολής, από την Φρυγίας μέχρι τον Ινδό, ως και τη Συρία, από τον κόλπο της Ισσού μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου ιδρύει την Αντιόχεια προς τιμή και ιερή μνήμη του πατέρα του, την Σελεύκεια (Πιερίας) επίνειο εκείνης (300 π.Χ. ή το 12ο ε.Σ.), τη Λαοδίκεια την Παράλια, προς τιμή της μητέρας του, την Απάμεια στον ποταμό Ορόντη προς τιμή της συζύγου του, τη Λαοδίκεια (του Λιβάνου) κλπ.
Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αντιόχεια πέρασε στην κατοχή των Γάλλων, για να παραδοθεί το 1939 στην Τουρκία, από την Κοινωνία των Εθνών[6].
Η πόλη βρίσκεται περίπου 22 χλμ από τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε εύφορη, καλά αρδευόμενη πεδιάδα. Σήμερα έχει πληθυσμό 217.000 κατοίκους (2012), από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν μητρική γλώσσα την Τουρκική. Ωστόσο υπάρχει και αραβόφωνη μειονότητα[6].
Θεωρείται πολυπολιτισμική πόλη, με δραστήριες θρησκευτικές μειονότητες Αλεβιτών και Χριστιανών Καθολικών και Ορθοδόξων, καθώς και Εβραίων, που συνυπάρχουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με τη σουνιτική πλειοψηφία[6][7]. Πολλούς Τούρκους επισκέπτες ελκύει η ιδιαίτερη κουζίνα της πόλης, με πολλαπλές επιρροές από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική[7].
Η νέα πόλη άρχισε να αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό, με τη δημιουργία τεσσάρων μεγάλων συνοικιών, αποκαλούμενη έτσι και Αντιόχεια η Τετράπολη (Στράβων, 750). Οι 4 αυτές συνοικίες ήταν τόσο μεγάλες, που κάθε μία περιβαλλόταν από δικό της τείχος. Από την εποχή του Αντιόχου Δ' του Επιφανή, το σύνολο της Αντιόχειας περιέβαλε μεγάλο περίβολο τείχος. Για να εκτελέσει κανείς τη διαδρομή της περιφέρειας της Αντιόχειας απαιτείτο χρόνος πέντε ωρών, που συνάγει ότι ήταν μικρότερη μόνο από τη Ρώμη.
Η δεύτερη πόλη - συνοικία χτίστηκε σχετικά γρήγορα από τον ίδιο το Σέλευκο τον Α', ενώ η τρίτη - η λεγόμενη «νέα πόλη» - από τον Σέλευκο Β' τον Καλλίνικο κατά το β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. στη νησίδα εντός του Ορόντη [8]. Την τέταρτη συνοικία έχτισε μετά από ενάμιση αιώνα ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής μεταξύ της πεδιάδας και της νότιας πλαγιάς του Σιλπίου όρους.
Στο κέντρο της συνοικίας που ήταν κτισμένη στο νησί υπήρχε τετράγωνη στεγασμένη στοά με τέσσερις πύλες. Από το τετράπυλο αυτό ξεκινούσαν τέσσερις μεγάλες οδοί με στοές – «έμβολοι» όπως τις ονόμαζαν οι βυζαντινοί - προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η οδός με κατεύθυνση το βορρά οδηγούσε στα «παλάτια των Σελευκιδών» που κατείχαν σχεδόν το 1/4 του νησιού. Στη κεντρική πλατεία της όλης Αντιόχειας υπήρχε ένας μεγάλος κίονας καλούμενος «ομφαλός της πόλης». Εκεί βρισκόταν και η στήλη με χαραγμένο τον οφθαλμό (πιθανώς του βασιλέως–νόμου για τη τήρηση της ευνομίας), που αργότερα από φαραωνικό έγινε θρησκευτικό σύμβολο.
Διαγώνια του κέντρου της πόλης, από τη βορειοανατολική πύλη προς τη νοτιοδυτική, περνούσε μεγαλοπρεπής οδός κοσμημένη με τέσσερις σειρές κιόνων («στοά τετράστιχος») μήκους 3 χλμ. Εγκάρσια αυτής, μια άλλη οδός, από την πλαγιά του όρους προς τη νησίδα, χώριζε τη πόλη στις τέσσερις μεγάλες συνοικίες. Και οι δύο αυτοί οδοί που κτίσθηκαν από τον διάδοχο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αυγούστου, τον Τιβέριο, ήταν «υπόφοροι» (στεγασμένοι) και «πανευπρεπείς» με κατά διαστήματα «τετράπυλα», διακοσμημένα με έργα χάλκινα και αγάλματα.
Πολλά και ποικίλα μνημεία έκτισαν όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες των Σελευκιδών, πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και Βυζαντινοί Αυτοκράτορες που έδρευαν στη πόλη αυτή.
Ο Τιβέριος, ανάμεσα σε άλλα έργα, έκτισε και έναν μεγαλόπρεπο ναό προς τιμή του Δία του Καπιτωλίου, δημόσιο λουτρό κοντά στην πηγή της Ολυμπιάδας, ναό προς τιμή του Διονύσου, θέατρο και μεγάλη δεξαμενή για τη συλλογή των κατερχόμενων υδάτων και για την προστασία της πόλης από πλημμύρες.
Ο Αντίοχος Θ' έκτισε στο Σίλπιο όρος Ιερό των Μουσών και Βιβλιοθήκη. Το Ιερό αυτό, που συνδεόταν με τη Βιβλιοθήκη, ήταν προφανώς το Μουσείο της Αντιόχειας, εφάμιλλο του Αλεξανδρινού. Ο δε Αντίοχος ο Επιφανής εκτός του περιβόλου τείχους είχε κτίσει και το Βουλευτήριο καθώς και άλλα ιερά.
Στη παγκόσμια φήμη της Αντιόχειας συνετέλεσαν και τα ωραία προάστιά της, μεταξύ δε αυτών ο Πλαταμών ( ή Πλάτανος - άσχετος με εκείνον προς τη Λαοδίκεια), στη προς Κιλικία οδό. Πλησίον του προαστίου αυτού ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ανακαίνισε παλαιά οδό σε μεγάλη αμαξήλατη κάνοντας εκβραχισμούς ορέων, - «και άπαντα νενικηκώς τα αμήχανα» (Προκόπιος – Περί κτισμάτων).
Η Ηράκλεια ήταν ένα ακόμη προάστιο μεταξύ Αντιόχειας και Δάφνης. Το περιφημότερο όμως προάστιο ήταν η Δάφνη, (7 χλμ. δυτικά της Αντιόχειας με πλούσια νερά και πυκνόσκια δάση) της οποίας το όνομα είχε προστεθεί ως χαρακτηριστικό της κύριας πόλης, Αντιόχεια επί Δάφνη και λατινικά απλά Epidafne. Το προάστιο αυτό έκτισε ο ίδιος ο Σέλευκος ο Νικάτωρ συγχρόνως με την Αντιόχεια θυμίζοντας στους αρχαίους τα θεσσαλικά Τέμπη.
Η Δάφνη είχε αφιερωθεί στον Απόλλωνα τον Πύθιο, τον μυθολογούμενο πρόγονο των Σελευκιδών. Περίφημοι ναοί του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και της ελληνο-αιγυπτιακής θεάς Ίσιδας στόλιζαν τον εξαίσιο αυτό χώρο που συνάμα ήταν και άσυλο των καταδιωκομένων σε ανάμνηση της μυθικής νύμφης Δάφνης, που καταδιωκόμενη από τον Απόλλωνα μεταμορφώθηκε σε θάμνο. Έτσι ώστε ο Τάκιτος (360) να χαρακτηρίζει την πόλη «εντευκτήριο αποβλήτων συναναστροφών». Η ομορφιά όμως του γοητευτικού περιβάλλοντος συνέβαλε στα έκλυτα ήθη που έμειναν παροιμιώδη στους λαούς της δύσης ως «δαφνικά ήθη» .
Και όμως σε αυτό τον ίδιο χώρο δημόσια εξαίρετα οικοδομήματα, λουτρά, παλάτια των Σελευκιδών Βασιλέων αλλά και Ρωμαίων και Βυζαντινών Αυτοκρατόρων με ανδριάντες παραπλεύρως των αγαλμάτων των Θεών αναδείκνυαν τον τόπο αυτό από τους ωραιότερους τού τότε κόσμου. Οι Αντιοχείς πλούσιοι και λαός έτρεχαν για να διασκεδάσουν στους ονομαστούς αγώνες και στις ποικίλες εορτές της Δάφνης η ηχώ των οποίων διαδόθηκε για πολλούς αιώνες αφού εξακολουθούσαν και μετά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Στην Αντιόχεια αμέσως μετά τη κτίση της και την ολοκλήρωση των τειχών άρχισαν να συρρέουν Έλληνες και εγχώριοι Σύροι καθώς και από άλλες φυλές έτσι ώστε πολύ γρήγορα να γίνει τετράπολις ενώ ο πληθυσμός της άγγιζε τις 500.000 κατοίκους Πολλοί Ιουδαίοι εγκαταστάθηκαν ήδη από τον Σέλευκο Α' που τους έδωσε ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες. Και έτσι εξηγείται η ταχεία διάδοση του Χριστιανισμού. Το κυρίαρχο όμως στοιχείο και στη διοίκηση και στο κοινωνικό βίο ήταν οι Έλληνες.
Οι κάτοικοι χωρίζονταν σε 18 φυλές - δήμους, με ιδιαίτερη διοίκηση έκαστος. Οι δήμοι συνέρχονταν εις εκκλησίες (συγκεντρώσεις) στα θέατρα και εκεί συζητούσαν ή έπαιρναν αποφάσεις για τις δημόσιες υποθέσεις. Εξ αυτού διαπιστώνεται ότι η Αντιόχεια είχε μία άξια λόγου κοινοτική ανεξαρτησία, όπως και οι άλλες ελληνικές πόλεις, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τη πτώση της και αποτελούσε το κάλλιστο τεκμήριο δύναμης του Ελληνισμού στην Ανατολή. Ονομαστή έμεινε η ομιλία της διερχόμενης από την Αντιόχεια Αυτοκράτειρας Αθηναΐδας στην εκκλησία του δήμου των Αντιοχέων.
Βέβαια αριθμητικά υπερίσχυαν οι Σύροι με αποτέλεσμα ο ατομικός χαρακτήρας των Ελλήνων να αλλοιωθεί και η ανάμιξη αυτή να παράγει ένα νέο σύμμεικτο πληθυσμό, ευκίνητο όμως και τρυφηλό όπως εκδηλωνόταν στο δημόσιο βίο. Από πολιτική άποψη οι Αντιοχείς διακρίνονταν για την αστάθειά τους, από θρησκευτικής για τον φανατισμό και τις δεισιδαιμονίες τους που οι ορμητικές διαθέσεις των τους παρέσυραν σε στάσεις και ακόμη σε εμφύλιες ταραχές. Από δε του κοινωνικού βίου ήταν περίφημοι θιασώτες αγώνων και διασκεδάσεων με πολυδάπανο βίο. Η εξαίσια Δάφνη καθημερινά δονούταν από πανηγύρεις δημόσιες και ιδιωτικές. Οι ηδυπαθείς Ρωμαίοι εδώ βρίσκανε τη «γη της επαγγελίας».
Με μια λέξη η Αντιόχεια δεν υστερούσε σε τίποτε στη διασκέδαση με αυτή των σύγχρονων κοσμοπόλεων. Καμία ίσως στη παγκόσμια ιστορία άλλη πόλη δεν γνώρισε τόση λαμπρότητα τελετών, στρατιωτικών παρελάσεων, δημόσιων δείπνων που έδιναν οι νικηφόροι Βασιλείς και στρατηγοί και με τόσες πολλές γιορτές, προϊόν του μεγάλου αριθμού των Ιερών. Διαπρεπείς έμειναν οι ορχηστρίδες, οι μίμοι κ.ά. καλλιτέχνες της Αντιόχειας. Η προς τις ηδονές όμως και τα θεάματα των κατοίκων κλίση ιστορικά δεν ήταν χυδαία, τουναντίον ήταν ανεπτυγμένη η χάρις και οι λεπτοί τρόποι, συνδυαζόμενοι με εύθυμη σκωπτική διάθεση.
Τέλος ιστορικά οι Αντιοχείς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον ανυπότακτοι, ζηλωτές της ελευθερίας, φιλοτάραχοι, ηδυπαθείς και άστατοι. Εξεγέρθηκαν το 147 π.Χ. κατά του Αλέξανδρου Βάλα, στασίασαν το 129 π.Χ. κατά του Δημητρίου Β, όταν οι Σελευκίδες εξέπεσαν το 83 π.Χ. αυτοί άνοιξαν τις πύλες των τειχών στο Βασιλέα της Αρμενίας Τιγράνη, επεχείρησαν τη καθαίρεση του Αντίοχου ΙΓ' το 65 π.Χ., αντιστάθηκαν επιτυχώς στην Ρωμαϊκή υποδούλωση πετυχαίνοντας την αναγνώριση της «ελεύθερης πόλης» ως και τη διεξαγωγή 90 Ολυμπιάδων μετά την εξαγόραση του προνομίου από τους εν Ελλάδι Πισαίους. Το 387 εξεγέρθηκαν κατά τον Τάκιτο λόγω της ψηλής φορολογίας. Μετά όμως από συνεχείς εμφύλιες έριδες και σεισμούς άρχισε και η δύση της Πόλης.
Οι Σύροι έμποροι υπήρξαν ονομαστοί τόσο κατά τους πριν, όσο και μετά Χριστόν χρόνους. Ονομαστά ήταν τα είδη υφαντουργίας, λεπτοϋφαντά, υφάσματα πορφυρά, είδη υαλουργίας κ.ά. της Συρίας και μάλιστα της Αντιόχειας. Το διαμετακομιστικό εμπόριο σε αρώματα, μεταξουργία, πολύτιμους λίθους και μπαχαρικά υπήρξε τόσο έντονο, που αργότερα αυτό προκάλεσε την αναζήτηση νέων θαλασσίων οδών και ανακαλύψεων. Σε αυτό όμως συνέβαλε και η διάνοιξη ασφαλέστερων οδών από τους Σελευκίδες, που προστάτευσαν οι Ρωμαίοι και διατήρησαν οι Βυζαντινοί παράλληλα με την άνθιση των θαλάσσιων μεταφορών.
Εξαιρετική υπήρξε ακόμη η ανάπτυξη της γεωργίας με πλήθος αρδευτικών έργων, δεξαμενών και τελειοποίησης μεθόδων της καλλιέργειας που αργότερα έμαθαν οι Άραβες και διέδωσαν στο μεταγενέστερο κόσμο. Στην εποχή εκείνη η Αντιόχεια υπήρξε το βασικότερο κέντρο του εμπορίου.
Παρά τον ηδυπαθή βίο των κατοίκων της, η Αντιόχεια είχε να επιδείξει πλήθος λογίων και σπουδαίων φιλελεύθερων ανδρών όπως καταμαρτυρεί ο Κικέρων eruditissimis hominibus liberalissimisque studiis affluens (γεμάτη από πολύ μορφωμένους άνδρες και ελεύθερες σπουδές). Ο Μαρκελίνος ο Λιβάνιος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτήν είχαν πατρίδα. Το χαρίεν και παιγνιώδες πνεύμα που διακρίνει γενικά τη λογοτεχνία της Ελληνιστικής περιόδου οφείλεται στη πόλη αυτή. Ακόμη και η λάμψη της χριστιανικής λογοτεχνίας οφείλει πολλά στην αγάπη των Αντιοχέων στα γράμματα και στη Βιβλιοθήκη των.
Αλλά και στις τέχνες η Α. υπήρξε κέντρο λαμπρότατο στη ελληνιστική και παλαιοβυζαντινή τέχνη. Από τους συνεχείς σεισμούς δεν υπάρχουν πολλά μνημεία, αλλά από τη λεπτή και πλούσια διακόσμηση και τη δομική μεγαλοπρέπεια εκείνων της Παλμύρας και της Ηλιούπολης ίσως μπορούμε ν΄ αντιληφθούμε τη λαμπρότητα της Αντιόχειας που εξιστορούν ο Παυσανίας και ο Μαλάλας και που βλέπουμε στα νομίσματα το πλήθος των αγαλμάτων και των κειμηλίων που στόλιζαν τη πόλη.
Σημαντική υπήρξε η μετά το «θρίαμβο της Εκκλησίας» περίοδος, όπου μια ανάμειξη Ελληνισμού, Χριστιανισμού και Ανατολής δημιουργούν νέα μορφή τέχνης όπου η Α. πρωτοστατεί και δεν είναι άλλη από αυτή που αργότερα ονομάστηκε βυζαντινή. Η Ελληνο-συριακή αρχιτεκτονική και μικροτεχνία δεσπόζουν. Κατά το Δ' και Ε' αι. η τέχνη αυτή συναρπάζει ακόμη και τους Αυτοκράτορες από τον Μέγα Κωνσταντίνο μέχρι τον Θεοδόσιο που διαμένουν και εδρεύουν στη πόλη αυτή κτίζοντας πολυπληθή και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Μεταξύ άλλων η περίφημη οκτάγωνη Εκκλησία, η «χρυσή εκκλησία» που έκτισε ο Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας το 333, μοναδική στον κόσμο για το μέγεθος και το κάλλος της (κατά Ευσέβιο) με ευρείς στοές, υψηλούς ορόφους και επένδυση χρυσών πλακών. Εύλογος λοιπόν ο χαρακτηρισμός «Θεούπολις» και ως η πρώτη χριστιανική μητρόπολη.
«Βασίλισσα της Ανατολής» (κατά τον Mgr Duchesne) η Αντιόχεια υπήρξε σπουδαία πνευματική και καλλιτεχνική πηγή της οποίας το νάμα διέρρευσε στη Κωνσταντινούπολη, παραμένουσα ηγεμονική μητρόπολη στη μόρφωση του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Σημαντικό μέρος της ιστορίας της Αντιόχειας αποτελεί και ο θρησκευτικός παράγοντας. Με τόσο πλούτο αρχαίων Ιερών και Ναών, ίσως και η μοναδική πόλη αφιερωμένη σε τέσσερις θεούς, ήταν φυσικό επόμενο να παραμένει για πολλούς αιώνες αλλά και να εξελίσσεται σε μέγα θρησκευτικό κέντρο καταλήγοντας στην επωνυμία Θεούπολις.
Ακριβώς όπως στη πολιτισμική της έτσι και στη θρησκευτική της διαδρομή, η Αντιόχεια, «δέκτης» των μεγαλυτέρων Θρησκειών του τότε κόσμου εξελίχθηκε στη συνέχεια σε μέγα θεολογικό φάρο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.