Αντάκια
πόλη της Τουρκίας From Wikipedia, the free encyclopedia
πόλη της Τουρκίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αντάκια, γνωστή στα ελληνικά από την αρχαιότητα ως Αντιόχεια[1] (τουρκικά: Antakya, αρμενικά: Անտիոք), είναι έδρα της επαρχίας Χατάι στη νότια Τουρκία. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ποταμού Ορόντη (τουρκ.: Asi Nehri, Αζι-Νεχρί), στη θέση της αρχαίας Αντιόχειας, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αντάκια πέρασε στην κατοχή των Γάλλων, για να παραδοθεί το 1939 στην Τουρκία, από την Κοινωνία των Εθνών[2].
Αντάκια | |
---|---|
Χώρα | Τουρκία |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Χατάι |
Υψόμετρο | 67 μέτρα |
Πληθυσμός | 377.793 (2018) |
Ταχ. κωδ. | 31000 |
Τηλ. κωδ. | 326 |
Ζώνη ώρας | UTC+03:00 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η πόλη βρίσκεται περίπου 22 χλμ από τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε εύφορη, καλά αρδευόμενη πεδιάδα. Σήμερα έχει πληθυσμό 217.000 κατοίκους (2012), από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν μητρική γλώσσα την Τουρκική. Ωστόσο υπάρχει και αραβόφωνη μειονότητα[2].
Θεωρείται πολυπολιτισμική πόλη, με δραστήριες θρησκευτικές μειονότητες Αλεβιτών και Χριστιανών Καθολικών και Ορθοδόξων, καθώς και Εβραίων, που συνυπάρχουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με τη σουνιτική πλειοψηφία[2][3]. Πολλούς Τούρκους επισκέπτες ελκύει η ιδιαίτερη κουζίνα της πόλης, με πολλαπλές επιρροές από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική[3].
Στις 6 Φεβρουαρίου 2023, η πόλη υπέστη σοβαρές ζημιές από δύο ισχυρούς σεισμούς με επίκεντρο το Καχραμάνμαρας. Ορισμένες από τις ιστορικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας του Αγίου Παύλου, έχουν καταστραφεί.[4] Οι σεισμοί κατέστρεψαν πολλές γειτονιές της πόλης και άφησαν χιλιάδες άστεγους. Ο αριθμός των νεκρών στην επαρχία Hatay, που περιλαμβάνει την Αντάκια, υπολογίστηκε σε πάνω από 20.000.[5]
Οι άνθρωποι κατέλαβαν την περιοχή της Αντιόχειας από τη Χαλκολιθική εποχή (6η χιλιετία π.Χ.), όπως αποκαλύπτουν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Αλαλάχ, μεταξύ άλλων.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος ο Μέγας, αφού νίκησε την Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία στη Μάχη της Ισσού το 333 π.Χ., ακολούθησε τον Ορόντη προς τα νότια στη Συρία και κατέλαβε την περιοχή. Η πόλη της Αντιόχειας ιδρύθηκε το 300 π.Χ., μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, από τον Σελευκίδη αυτοκράτορα Σέλευκο Α΄ Νικάτορα. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των αυτοκρατοριών των Σελευκιδών, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Η πόλη άλλαξε χέρια μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών τον 3ο αιώνα. Ήταν το επίκεντρο της πολιορκίας της Αντιόχειας το 253, όταν ο Σαπώρης Α΄ νίκησε τον ρωμαϊκό στρατό, και της Μάχης της Αντιόχειας (613), όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη για τελευταία φορά. Ήταν σημαντική πόλη στην πρώιμη ιστορία του Χριστιανισμού, ιδιαίτερα για την Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, την Αντιοχειανή Ορθόδοξη Εκκλησία και την Μαρωνιτική Εκκλησία, καθώς και κατά τη διάδοση του Ισλάμ και τις Σταυροφορίες.
Από τις «Πράξεις των Αποστόλων», Κεφάλαιο 11, Εδάφιο 26: «Όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύν κόσμο. Και στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού Χριστιανοί».
Το 637, κατά τη βασιλεία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηρακλείου, η Αντιόχεια κατακτήθηκε από το Χαλιφάτο Ρασιντούν στη Μάχη της Σιδηράς Γέφυρας. Η πόλη έγινε γνωστή στα Αραβικά ως أنطاكية (ʾAnṭākiya). Καθώς το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών δεν μπόρεσε να διεισδύσει στο ανατολικό οροπέδιο της Μικράς Ασίας, η Αντιόχεια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων μεταξύ δύο εχθρικών αυτοκρατοριών για τα επόμενα 350 χρόνια, με αποτέλεσμα η πόλη να υποστεί μεγάλη παρακμή. Μετά την πτώση των Ομεϋαδών, η Αντιόχεια έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας των Αββασιδών (εκτός από μια σύντομη κυριαρχία των Τουλουνιδών[6]), των Ιχσιδιδών και των Χαμδανιδών.
Το 969, η πόλη ανακαταλήφθηκε για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά από τον Μιχαήλ Βούρτζη και τον στρατοπεδάρχη Πέτρο Φωκά. Σύντομα έγινε έδρα ενός δουκός, ο οποίος διοικούσε τις δυνάμεις των τοπικών θεμάτων και ήταν ο σημαντικότερος αξιωματούχος στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας, κατεχόμενος από άνδρες όπως ο Νικηφόρος Ουρανός. Το 1078, ο Αρμένιος ήρωας Φιλάρετος Βραχάμιος κατέλαβε την εξουσία. Κράτησε την πόλη μέχρι που οι Σελτζούκοι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1084. Το Σουλτανάτο του Ρουμ την κράτησε μόνο για δεκατέσσερα χρόνια πριν φτάσουν οι Σταυροφόροι.[7]
Η Πολιορκία της Αντιόχειας από τους Σταυροφόρους μεταξύ Οκτωβρίου 1097 και Ιουνίου 1098 κατά την Πρώτη Σταυροφορία οδήγησε στην πτώση της. Οι Σταυροφόροι προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές, περιλαμβανομένης μιας σφαγής του πληθυσμού της, τόσο Χριστιανών όσο και Μουσουλμάνων.[2] Μετά τη νίκη τους επί των Σελτζούκων που έφτασαν για να σπάσουν την πολιορκία, ο Βοημούνδος Α΄ έγινε άρχοντας της πόλης.[2] Παρέμεινε η πρωτεύουσα του Λατινικού Πριγκιπάτου της Αντιόχειας για σχεδόν δύο αιώνες.
Το 1268 έπεσε στον Αιγύπτιο Μαμελούκο σουλτάνο Μπαϊμπάρς μετά από άλλη πολιορκία. Ο Μπαϊμπάρς προχώρησε σε σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού.[8] Εκτός από τις καταστροφές του πολέμου, η πόλη έχασε τη σημασία της λόγω της μετακίνησης των εμπορικών οδών προς την Ανατολική Ασία πιο βόρεια μετά τις Μογγολικές κατακτήσεις του 13ου αιώνα. Η Αντιόχεια δεν ανέκαμψε ποτέ ως μεγάλη πόλη, με μεγάλο μέρος του ρόλου της να περνά στο λιμάνι της Αλεξανδρέττας.
Η πόλη αποτέλεσε αρχικά κέντρο του Σαντζακίου της Αντιόχειας, μέρος του Εγιαλετίου της Δαμασκού. Αργότερα έγινε κέντρο του Σαντζακίου της Αντιόχειας στο Εγιαλέτι του Χαλεπίου και τελικά καζάς του ίδιου σαντζακίου στο Βιλαέτι του Χαλεπίου. Το 1822 (και πάλι το 1872), η Αντιόχεια επλήγη από σεισμό και υπέστη ζημιές. Όταν ο Αιγύπτιος στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς εγκατέστησε την έδρα του στην πόλη το 1835, είχε μονάχα περίπου 5.000 κατοίκους. Παρά τις ελπίδες για ανάπτυξη μέσω του Σιδηροδρόμου της Κοιλάδας του Ευφράτη, το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Η Αντιόχεια ήταν μέρος του Σαντζακίου της Αλεξανδρέττας κατά την Εντολή για τη Συρία και τον Λίβανο, μέχρι που έγινε το Κράτος του Χατάι το 1938, μετά από τουρκική πίεση.[9] Μια αραβική εθνικιστική εφημερίδα της πόλης, που διηύθυνε ο Ζάκι αλ-Αρσούζι, έκλεισε από τους Τούρκους. Στις 30 Μαΐου 1938, ένας Άραβας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ταραχής από πλήθος Τούρκων.[10] Στις 7 Ιουλίου 1938, ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Αντιόχεια.[10] Η προσάρτηση του Χατάι από την Τουρκία το 1939 προκάλεσε την έξοδο Χριστιανών και Αλεβιτών ανατολικά προς τη Γαλλική Εντολή.
Πολλά από τα παλιά κτήρια έχουν εξαφανιστεί, αποτέλεσμα της ταχύτατης ανάπτυξης που γνώρισε η πόλη τις τελευταίες δεκαετίες. Τα κύρια αξιοθέατά της είναι:
Ο ναός αυτός βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Αντιόχειας, στη δυτική όχθη του ποταμού Ορόντη, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Χατζ (Hac) ή Σταυρίν (αρχ. Σίλπιον). Μεταξύ του 2ου και 4ου αι. μ.Χ., η Αντιόχεια είχε μεγαλώσει τόσο που η εκκλησία αυτή κατέληξε να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Χτίστηκε στη σπηλιά όπου δίδαξε ο Απόστολος Πέτρος και είναι μονόχωρη με πλάτος 9,5 μ., μήκος 13μ και ύψος 7μ. Δεν είναι γνωστό πότε ανεγέρθηκε αλλά διάφορες ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι συνέβη κατά την εποχή της εμφάνισης των πρώτων Χριστιανών στην πόλη. Στην αρχική της μορφή ήταν ένας θολωτός χώρος σκαλισμένος σε πελώριο βράχο, με πρωιμότερη πιθανή χρονολόγηση το 38-39 μ.Χ, γεγονός που, αν αληθεύει την καθιστά πιθανώς τον πρώτο καθεδρικό χριστιανικό ναό στην ιστορία.[10]
Αργότερα προστέθηκαν πέτρινοι τοίχοι και δύο κίονες, μεγαλώνοντας το οικοδόμημα και χωρίζοντάς το σε τρία κλίτη. Η δυτική πρόσοψη χτίστηκε από Καπουτσίνους μοναχούς, τον 19ο αι. αλλά υπάρχουν ίχνη τα οποία δείχνου πως προϋπήρχε εκεί προστώο. Η πρόσοψη αυτή είναι κατασκευασμένη σε τοπικό αρχιτεκτονικό στυλ, με τριπλή διάταξη, από πελεκημένη πέτρα, με 3 εισόδους από τις οποίες η κεντρική είναι μεγαλύτερη. Το προαύλιο, από πελεκητή πέτρα, η Αγία Τράπεζα και το ανάγλυφο με τον Απόστολο Πέτρο είναι πρόσφατης εποχής. Το 1963, ο Πάπας την ανακήρυξε τόπο προσκυνήματος. Το 2005, το τουρκικό κράτος ανακήρυξε την εκκλησία προστατευόμενη πολιτισμική κληρονομιά. Στις 15/04/2011 μπήκε στη λίστα των υποψήφιων μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.[10]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.