Remove ads
πρώην κράτος στην σημερινή βορειοανατολική Ιταλία που άκμασε την περίοδο 697–1797 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία (Βενετικά: (Serenìsima) Repùblica Vèneta ή Repùblica de Venesia, Ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia) υπήρξε ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα την πόλη της Βενετίας στην βορειοανατολική Ιταλία. Επιβίωσε για πάνω από χίλια χρόνια, από τα τέλη του 7ου αιώνα ως το 1797 και αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία Serenìsima Repùblica Vèneta (Σερενίσιμα Ρεπούμπλικα Βένετα) | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Η Βενετική Δημοκρατία το 1789 | ||||||
Πρωτεύουσα | Ερακλέα (697–742) Μαλαμόκκο (742–810) Βενετία (810–1797) | |||||
Γλώσσες | Ιταλική Βενετική Λατινική | |||||
Θρησκεία | Καθολικός Χριστιανισμός Ορθόδοξος Χριστιανισμός | |||||
Πολίτευμα | Κοινοβουλευτική ολιγαρχική εμπορική δημοκρατία | |||||
Δόγης | ||||||
- | 697-717 (πρώτος) | Πάολο Λούτσιο Αναφέστο | ||||
- | 1789-1797 (τελευταίος) | Λουντοβίκο Μανίν | ||||
Ιστορία | ||||||
- | Ίδρυση | 2 Απριλίου 697 | ||||
- | Άλωση της Κωνσταντινούπολης | 1204 | ||||
- | Ναυμαχία της Ναυπάκτου | 1571 | ||||
- | Συνθήκη του Πασάροβιτς | 1718 | ||||
- | Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο | 12 Μαΐου 1797 | ||||
Νόμισμα | Βενετικό δουκάτο Βενετική λίρα | |||||
Σήμερα | Ιταλία Ελλάδα Κύπρος Κροατία Ουκρανία Μαυροβούνιο Τουρκία Σλοβενία Αλβανία | |||||
Η Δημοκρατία της Βενετίας (ιταλικά: Repubblica di Venezia[1], βενετσιάνικα: Repùblega de Venèsia) ή Βενετική Δημοκρατία (ιταλικά: Repubblica Veneta[2], βενετσιάνικα: Repùblega Vèneta), παραδοσιακά γνωστή ως La Serenissima (ελληνικά: Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia, βενετσιάνικα: Serenìsima Repùblega de Venèsia), ήταν κυρίαρχο κράτος και ναυτική δημοκρατία σε τμήματα της σημερινής Ιταλίας (κυρίως βορειοανατολική Ιταλία) που υπήρχε για 1100 χρόνια από το 697 μ.Χ. έως το 1797 μ.Χ. Με επίκεντρο τις κοινότητες της λιμνοθάλασσας της ευημερούσας πόλης της Βενετίας, ενσωμάτωσε πολυάριθμες υπερπόντιες κτήσεις στις σημερινές χώρες Κροατία, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, Αλβανία και Κύπρο.[3] Η δημοκρατία αυτή εξελίχθηκε σε εμπορική δύναμη κατά το Μεσαίωνα και ενίσχυσε αυτή τη θέση της κατά την Αναγέννηση. Οι πολίτες της μιλούσαν την ακόμη σωζώμενη βενετσιάνικη, αν και οι εκδόσεις στα (φλωρεντίνικα) ιταλικά έγινε ο κανόνας κατά την Αναγέννηση.
Στα πρώτα χρόνια της ευημερούσε από το εμπόριο αλατιού. Τους επόμενους αιώνες η πόλη-κράτος καθιέρωσε μια θαλασσοκρατία. Κυριάρχησε στο εμπόριο στη Μεσόγειο Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, καθώς και της Ασίας. Το Βενετικό ναυτικό χρησιμοποιήθηκε στις Σταυροφορίες, κυρίως στην Τέταρτη. Ωστόσο η Βενετία αντιλαμβανόταν τη Ρώμη ως εχθρό και διατήρησε υψηλά επίπεδα θρησκευτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας που προσωποποιήθηκε από τον Πατριάρχη της Βενετίας[4] και μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη ανεξάρτητη εκδοτική βιομηχανία που χρησίμευσε ως καταφύγιο από την Καθολική λογοκρισία για πολλούς αιώνες. Η Βενετία πέτυχε εδαφικές κατακτήσεις κατά μήκος της Αδριατικής Θάλασσας. Στέγαζε μια εξαιρετικά εύπορη τάξης εμπόρων, που υποστήριζε περίφημη τέχνη και αρχιτεκτονική στις λιμνοθάλασσες της πόλης. Οι Βενετοί έμποροι ήταν χρηματοδότες με επιρροή στην Ευρώπη. Η πόλη ήταν επίσης η γενέτειρα μεγάλων Ευρωπαίων εξερευνητών όπως ο Μάρκο Πόλο, καθώς και μπαρόκ συνθετών, όπως ο Αντόνιο Βιβάλντι και ο Μπενεντέτο Μαρτσέλο, και διάσημων ζωγράφων όπως ο δάσκαλος της Αναγέννησης Τιτσιάνο.
Η δημοκρατία διοικείτο από το δόγη, που εκλεγόταν από τα μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας, του κοινοβουλίου της πόλης-κράτους, και κυβερνούσε ισόβια. Η άρχουσα τάξη ήταν μια ολιγαρχία εμπόρων και αριστοκρατών. Η Βενετία και άλλες ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Οι Βενετοί πολίτες υποστήριζαν γενικά το σύστημα διακυβέρνησής τους. Η πόλη-κράτος εφάρμοζε αυστηρούς νόμους και εφάρμοσε ανηλεείς τακτικές στις φυλακές της.
Το άνοιγμα νέων εμπορικών οδών προς την Αμερική και τις Δυτικές Ινδίες μέσω του Ατλαντικού Ωκεανού σηματοδότησε την αρχή της παρακμής της Βενετίας ως ισχυρής ναυτικής δημοκρατίας. Η πόλη-κράτος υπέστη ήττες από το ναυτικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1797 η Δημοκρατία λεηλατήθηκε από τις υποχωρούσες Αυστριακές και στη συνέχεια Γαλλικές δυνάμεις, μετά από την εισβολή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και η Δημοκρατία της Βενετίας διαιρέθηκε στην Αυστριακή Ενετική Επαρχία, την Πέραν των Αλπεων Δημοκρατία, ένα γαλλικό εξαρτημένο κράτος, και τους Γαλλικούς Νομούς της Ελλάδας του Ιονίου. Η Βενετία έγινε μέρος της ενοποιημένης Ιταλίας το 19ο αιώνα.
Ήταν επίσημα γνωστή ως Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας (ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia, βενετσιάνικα: Serenìsima Repiovega Vèneta, ή βενετσιάνικα: Repiovega de Venesia) και αναφέρεται συχνά ως La Serenissima, λόγω του τίτλου της ως μια από τις «Γαληνοτάτες Δημοκρατίες».
Κατά τον 5ο αιώνα η βορειοανατολική Ιταλία ερημώθηκε από τις γερμανικές βαρβαρικές επιδρομές. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων μετακόμισε στις παράκτιες λιμνοθάλασσες αναζητώντας ασφαλέστερο μέρος για να ζήσουν. Εδώ δημιούργησαν ένα σύνολο από κοινότητες της λιμνοθάλασσας, που εκτείνονταν σε περίπου 130 χιλιόμετρα από την Κιότζα στο νότο ως το Γκράντο στο βορρά, που συνενώθηκαν για την αμοιβαία προστασία από τους Λομβαρδούς, τους Ούννους και άλλους εισβολείς, καθώς η εξουσία της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφθινε στη βόρεια Ιταλία.
Οι κοινότητες αυτές υπάγονταν στην εξουσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κάποια στιγμή τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα οι κάτοικοι της Βυζαντινής επαρχίας της Βενετίας εξέλεξαν τον πρώτο τους ηγέτη Ορσο (ή Όρσο Ιπάτο), που επικυρώθηκε από την Κωνσταντινούπολη και του δόθηκαν οι τίτλοι ύπατος και δουξ. Ήταν ο πρώτος στην ιστορία Δόγης της Βενετίας. Η παράδοση, ωστόσο, που μαρτυρείται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα, αναφέρει ότι οι Βενετοί ανακήρυξαν για πρώτη φορά δούκα κάποιον Αναφέστο Παυλίκιο το 697, αν και αυτή η ιστορία χρονολογείται όχι νωρίτερα από το χρονικό του Ιωάννη του Διακόνου. Σε κάθε περίπτωση οι πρώτοι δόγηδες είχαν τη βάση τους στην Ερακλέα.
Ο διάδοχος του Όρσο Τεοντάτο μετέφερε την έδρα του από την Ερακλέα στο Μαλαμόκκο τη δεκαετία του 740. Ήταν γιος του Ορσο και αντιπροσώπευε την προσπάθεια του πατέρα του να ιδρύσει μια δυναστεία. Τέτοιες απόπειρες ήταν συνηθισμένες μεταξύ των δόγηδων των λίγων πρώτων αιώνων της βενετσιάνικης ιστορίας, αλλά όλες απέβησαν τελικά άκαρπες. Επί της κυβέρνησης του Τεοντάτο η Βενετία έγινε η μόνη εναπομείνασα βυζαντινή κτήση στο βορρά, και η μεταβαλλόμενη πολιτική της Φραγκικής Αυτοκρατορίας άρχισε να αλλάζει τις φατριακές διαιρέσεις εντός της Βενετίας.
Μια φατρία ήταν σαφώς φιλοβυζαντινή, που ήθελε να διατηρηθεί η στενή σύνδεση με την Αυτοκρατορία. Μια άλλη φατρία, δημοκρατικής φύσης, πίστευε στη συνέχιση μιας πορείας προς την πρακτική ανεξαρτησία. Η άλλη κύρια παράταξη ήταν φιλοφραγκική. Υποστηριζόμενη ως επί το πλείστον από κληρικούς (σύμφωνα με τις παπικές συμπάθειες της εποχής) θεωρούσε το νέο Καρολίγγειο βασιλιά των Φράγκων, Πιπίνο το Βραχύ, ως τον καλύτερο πάροχο άμυνας κατά των Λομβαρδών. Μια μικρή φιλολομβαρδική φατρία ήταν αντίθετη στους στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε από αυτές τις πιο μακρινές δυνάμεις και ενδιαφερόταν να διατηρήσει την ειρήνη με το γειτονικό Λομβαρδικό βασίλειο, που περιέβαλε από παντού πλην της θάλασσας τη Βενετία.
Εκείνη την περίοδο η Βενετία είχε αναπτύξει ένα ακμάζον δουλεμπόριο, αγοράζοντας στην Ιταλία, μεταξύ άλλων τόπων, και πουλώντας στους Μαυριτανούς στη Βόρεια Αφρική (ο ίδιος ο Πάπας Ζαχαρίας φέρεται να απαγόρευσε το εμπόριο αυτό έξω από τη Ρώμη).[6][7][8] Όταν η πώληση Χριστιανών σε Μουσουλμάνους απαγορεύτηκε μετά το pactum Lotharii (μεταξύ Βενετίας και Αυτοκρατορίας των Καρολιδών[9], οι Βενετοί άρχισαν να πωλούν Σλάβους και άλλους Ανατολικοευρωπαίους μη χριστιανούς σκλάβους σε μεγαλύτερους αριθμούς. Καραβάνια σκλάβων ταξίδευαν από την Ανατολική Ευρώπη, μέσω των περασμάτων των Αλπεων στην Αυστρία, για να φτάσουν στη Βενετία. Τα σωζόμενα αρχεία εκτιμούσαν τις σκλάβες σε ένα τριτημόριον (περίπου 1,5 γραμμάριο χρυσού ή περίπου το 1⁄3 του δηναρίου) και τους άνδρες σκλάβους, που ήταν περισσότεροι, σε μια σάιγκα (που ήταν πολύ λιγότερο).[10][11] Οι ευνούχοι ήταν ιδιαίτερα πολύτιμοι, και εμφανίστηκαν στη Βενετία, καθώς και σε άλλα εξέχοντα σκλαβοπάζαρα, «οίκοι ευνουχισμού» για να καλύψουν αυτή τη ζήτηση.[12][13] Πράγματι η Βενετία δεν ήταν η μόνη ιταλική πόλη που ασχολείτο με το εμπόριο σκλάβων στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Οι διάδοχοι του Ομπελέριο κληρονόμησαν μια ενωμένη Βενετία. Με την Ειρήνη του Νικηφόρου Α΄ (803–814) οι δύο αυτοκράτορες είχαν αναγνωρίσει ότι η Βενετία ανήκε στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Πολλούς αιώνες αργότερα οι Βενετοί ισχυρίστηκαν ότι η συνθήκη είχε αναγνωρίσει de facto την ανεξαρτησία της Βενετίας, αλλά η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού αμφισβητείται από τους σύγχρονους μελετητές. Ένας βυζαντινός στόλος έπλευσε στη Βενετία το 807 και καθαίρεσε τον Δόγη, αντικαθιστώντας τον με Βυζαντινό κυβερνήτη. Ωστόσο επί της κυβέρνησης της οικογένειας Παρτετσιπάτσιο η Βενετία εξελίχθηκε στη σύγχρονη μορφή της.
Αν και γεννημένος στην Ερακλέα ο Ανιέλλο, ο πρώτος δόγης της οικογένειας, ήταν πρώιμος μετανάστης στο Ριάλτο και η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από την επέκταση της Βενετίας προς τη θάλασσα μέσω της κατασκευής γεφυρών, καναλιών, προμαχώνων, οχυρώσεων και πέτρινων κτιρίων. Η σύγχρονη Βενετία, ένα με τη θάλασσα, γεννιόταν. Τον Ανιέλλο διαδέχθηκε ο γιος του Τζουστινιάνο, που έκλεψε τα λείψανα του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, τα μετέφερε στη Βενετία και τον έκανε πολιούχο της δημοκρατίας. Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος Μάρκος ήταν ο ιδρυτής του Πατριαρχείου της Ακυληίας.
Με τη φυγή του πατριάρχη στο Γκράντο μετά την εισβολή των Λομβαρδών το πατριαρχείο χωρίστηκε στα δύο: το ένα στην ηπειρωτική χώρα, υπό τον έλεγχο των Λομβαρδών και αργότερα των Φράγκων, και το άλλο στο Γκράντο στις λιμνοθάλασσες και τις περιοχές υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου, που αργότερα θα γίνει Πατριαρχείο Βενετίας. Με τα λείψανα του Αποστόλου στα χέρια της η Βενετία μπορούσε και πάλι να ισχυριστεί ότι είναι η νόμιμη κληρονόμος της Ακυληίας. Στον Ύστερο Μεσαίωνα αυτό θα ήταν η βάση για τη νομιμοποίηση της κατάληψης των τεράστιων περιοχών του πατριαρχείου στο Φριούλι και προς τα ανατολικά.
Επί της βασιλείας του διαδόχου των Παρτετσιπάτσιο Πιέτρο Τραντονίκο η Βενετία άρχισε να εδραιώνει τη στρατιωτική της δύναμη, που θα επηρέαζε μια μεταγενέστερη σταυροφορία και θα κυριαρχούσε στην Αδριατική για αιώνες. Ο Τραντονίκο εξασφάλισε τη θάλασσα πολεμώντας τους Ναρεντίνους και τους Σαρακηνούς πειρατές. Η διακυβέρνηση του Τραντονίκο ήταν μακρά και επιτυχημένη (837–64), αλλά τον διαδέχθηκαν οι Παρτετσιπάτσιο και μια δυναστεία φάνηκε να είχε τελικά ιδρυθεί. Γύρω στο 841 η Δημοκρατία της Βενετίας έστειλε ένα στόλο από 60 γαλέρες (η καθεμία μετέφερε 200 άνδρες) για να βοηθήσει τους Βυζαντινούς να εκδιώξουν τους Άραβες από τον Κρότωνα αλλά απέτυχε.[14] Το 1000 ο Πιέτρο Β΄ Ορσεόλο έστειλε ένα στόλο 6 πλοίων για να νικήσει τους Ναρεντίνους πειρατές από τη Δαλματία.[15]
Κατά το Μέσο Μεσαίωνα η Βενετία έγινε εξαιρετικά πλούσια μέσω του ελέγχου της του εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης και του Λεβάντε και άρχισε να επεκτείνεται στην Αδριατική Θάλασσα και πέρα από αυτήν Το 1084 ο Ντομένικο Σέλβο ηγήθηκε προσωπικά ενός στόλου εναντίον των Νορμανδών, αλλά ηττήθηκε και έχασε εννέα μεγάλες γαλέρες, τα μεγαλύτερα και πιο βαριά οπλισμένα πλοία του Βενετικού πολεμικού στόλου.[16] Η Βενετία ενεπλάκη στις Σταυροφορίες σχεδόν από την αρχή. Διακόσια βενετικά πλοία βοήθησαν στην κατάληψη των παράκτιων πόλεων της Συρίας μετά την Α΄ Σταυροφορία. Το 1110 ο Ορντελάφο Φαλιέρο διέταξε προσωπικά ένα βενετικό στόλο 100 πλοίων να βοηθήσει τον Βαλδουίνο Α' της Ιερουσαλήμ και τον Σίγκουρντ Α' Μάγκνουσον, βασιλιά της Νορβηγίας στην κατάληψη της πόλης της Σιδώνας (στο σημερινό Λίβανο).[17] Το 1123 τους παραχωρήθηκε ουσιαστικά αυτονομία στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ με το Pactum Warmundi.[18]
Οι Ενετοί απέκτησαν επίσης εκτεταμένα εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το 12ο αιώνα και τα πλοία τους συχνά παρείχαν στην Αυτοκρατορία ναυτικό. Το 1182 μια άγρια αντιδυτική ταραχή ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη με στόχο τους Λατίνους, και ειδικότερα τους Βενετούς. Πολλοί στην Αυτοκρατορία ζήλευαν τη βενετική δύναμη και επιρροή, έτσι όταν ο διεκδικητής του θρόνου Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός βάδισε κατά της πόλης οι περιουσίες των Βενετών κατασχέθηκαν και οι ιδιοκτήτες τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, μια πράξη που ταπείνωσε και εξόργισε τη δημοκρατία.
Το 1183 η πόλη Ζάρα (κροατικά: Ζάνταρ) επαναστάτησε με επιτυχία κατά της Ενετοκρατίας. Στη συνέχεια η πόλη τέθηκε υπό τη διπλή προστασία του Πάπα και του Eμερικ, βασιλιά της Ουγγαρίας. Οι Δαλματοί αποσχίσθηκαν με συνθήκη το 1199 από την Ουγγαρία, την οποία πλήρωσαν με τμήμα της Μακεδονίας. Το 1201 η πόλη Ζάρα αναγνώρισε τον Έμερικ ως κυρίαρχο.
Οι ηγέτες της Δ΄ Σταυροφορίας (1202–04) συμφώνησαν με τη Βενετία για την παροχή ενός στόλου για μεταφορά στο Λεβάντε. Όταν οι σταυροφόροι δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν για τα πλοία, ο Δόγης Ενρίκο Ντάντολο πρόσφερε τη μεταφορά αν οι σταυροφόροι επρόκειτο να καταλάβουν τη Ζάρα, μια πόλη που είχε επαναστατήσει πριν από χρόνια και ήταν αντίπαλος της Βενετίας. Με την κατάληψη της Ζάρας η σταυροφορία εξετράπη και πάλι, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη. Η κατάληψη και η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης έχει περιγραφεί ως μία από τις πιο κερδοφόρες και επαίσχυντες λεηλασίες πόλης στην ιστορία.[19]
Οι Βενετοί διεκδίκησαν μεγάλο μέρος των λαφύρων, συμπεριλαμβανομένων των διάσημων τεσσάρων χάλκινων αλόγων, που αφαιρέθηκαν για να κοσμήσουν τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Επιπλέον στο διαμελισμό των βυζαντινών εδαφών που ακολούθησε η Βενετία απέκτησε μεγάλη έκταση στο Αιγαίο Πέλαγος, που θεωρητικά ανερχόταν στα τρία όγδοα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επίσης απέκτησε τα νησιά Κρήτη (Candia) και Εύβοια (Τριτημόριοι της Εύβοιας). ο σημερινός πυρήνας της πόλης των Χανίων στην Κρήτη είναι σε μεγάλο βαθμό ενετικής κατασκευής, χτισμένος πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Κυδωνίας.[20]
Τα νησιά του Αιγαίου αποτέλεσαν το Ενετικό Δουκάτο του Αρχιπελάγους. Περί το 1223/24 ο τότε άρχοντας της Φιλιππούπολης, Ζεράρ ντ' Eστρέ ,[21] perhaps a form of Estrœung[22] δήλωσε έτοιμος να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας σε ένα μέρος των κτήσεών του.[23] Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επανιδρύθηκε το 1261 από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, αλλά δεν ανέκτησε ποτέ ξανά την προηγούμενη ισχύ της και τελικά κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η Δημοκρατία της Βενετίας διεξήγαγε τον Πόλεμο του Κάστρου της Αγάπης εναντίον της Πάδοβας και του Τρεβίζο το 1215[24] και υπέγραψε εμπορική συνθήκη με τη Μογγολική Αυτοκρατορία το 1221..[25]
Το 1295 ο Πιέτρο Γκραντενίγκο έστειλε ένα στόλο 68 πλοίων να επιτεθεί σε ένα Γενοβέζικο στόλο στην Αλεξανδρέττα και στη συνέχεια έναν άλλο 100 πλοίων να επιτεθεί πάλι στους Γενοβέζους το 1299.[26] Από το 1350 ως το 1381 η Βενετία διεξήγαγε έναν πόλεμο με διαλείμματα με τους Γενουάτες. Αν και αρχικά ηττήθηκε τελικά κατέστρεψε το Γενοβέζικο στόλο στη Ναυμαχία της Κιότζα το 1380 και διατήρησε την εξέχουσα θέση της στις υποθέσεις της ανατολικής Μεσογείου σε βάρος της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας της Γένοβας.
Η Serrata del Maggior Consiglio (Κλείδωμα του Μεγάλου Συμβουλίου) αναφέρεται στη συνταγματική διαδικασία, που ξεκίνησε με το Διάταγμα του 1297, με το οποίο η συμμετοχή στο Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας έγινε κληρονομικός τίτλος. Δεδομένου ότι το Μεγάλο Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να εκλέγει τον Δόγη, το Διάταγμα του 1297 σηματοδότησε μια σχετική αλλαγή στο σύνταγμα της Δημοκρατίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των κατώτερων αριστοκρατών και των πληβείων από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας.
Το 1363 ξέσπασε στην υπερπόντια αποικία της Κάντιας (Κρήτη) η εξέγερση του Αγίου Τίτου κατά της Ενετοκρατίας . Ήταν μια κοινή προσπάθεια Βενετών αποίκων και Κρητών ευγενών, που επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος. Η Βενετία έστειλε έναν πολυεθνικό μισθοφόρο στρατό που σύντομα ανέκτησε τον έλεγχο των μεγάλων πόλεων. Ωστόσο η Βενετία ανακατέλαβε πλήρως την Κρήτη μόνο το 1368.
Στα τέλη του 14ου αιώνα η Βενετία είχε αποκτήσει κτήσεις στην ηπειρωτική Ιταλία, προσαρτώντας το Mέστρε και το Σερρεβάλε το 1337, το Τρεβίζο και το Μπασάνο ντελ Γκράπσα το 1339, το Οντέρζο το 1380 και το Κενέντα το 1389.
Στις αρχές του 15ου αιώνα η δημοκρατία άρχισε να επεκτείνεται στην ενδοχώρα. Έτσι το 1404 αποκτήθηκαν η Βιτσέντσα, το Μπελλούνο και το Φέλτρε και το 1405 η Πάντοβα, η Βερόνα και το Eστε.
Η Βενετία επεκτάθηκε επίσης κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας από την Ίστρια μέχρι την Αλβανία, που την είχε καταλάβει ο βασιλιάς Λαδίσλαος Α΄ της Νεαπόλεως, κατά τον Ουγγρικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Λαδίσλαος ήταν έτοιμος να χάσει τον πόλεμο και είχε αποφασίσει να καταφύγει στη Νάπολη, αλλά πριν το κάνει συμφώνησε να πουλήσει τα δικαιώματά του, που είχαν πλέον καταπέσει, στις πόλεις της Δαλματίας έναντι του μειωμένου ποσού των 100.000 δουκάτων.
Η Βενετία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και εγκατέστησε γρήγορα την αριστοκρατία για να κυβερνήσει την περιοχή, για παράδειγμα, τον κόμη Φίλιππο Στίπανοφ στη Ζάρα. Αυτή η κίνηση των Ενετών ήταν μια απάντηση στην απειλητική επέκταση του Τζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, δούκα του Μιλάνου. Ο έλεγχος στις βορειοανατολικές κύριες χερσαίες οδούς ήταν επίσης αναγκαιότητα για την ασφάλεια των συναλλαγών. Το 1410 η Βενετία είχε ένα ναυτικό 3.300 πλοίων (επανδρωμένων από 36.000 άνδρες) και κατείχε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Βένετο, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Βερόνα (που ορκίστηκε πίστη στην αφοσίωση της στη Βενετία το 1405) και Πάντοβα.[27]
Η κατάσταση στη Δαλματία είχε διευθετηθεί το 1408 με ανακωχή με τον βασιλιά Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας, αλλά οι δυσκολίες της Ουγγαρίας τελικά επέτρεψαν στη δημοκρατία να εδραιώσει την κυριαρχία της στην Αδριατική. Με τη λήξη της εκεχειρίας το 1420 η Βενετία εισέβαλε αμέσως στο Πατριαρχάτο της Ακυληίας και υπέταξε το Τράου, το Σπαλάτο, το Σπλιτ και άλλες πόλεις της Δαλματίας. Στη Λομβαρδία η Βενετία απέκτησε την Μπρέσια το 1426, το Μπέργκαμο το 1428 και την Κρεμόνα το 1499.
Οι σκλάβοι ήταν άφθονοι στις ιταλικές πόλεις-κράτη ήδη από το 15ο αιώνα. Μεταξύ 1414 και 1423 περίπου 10.000 σκλάβοι, που εισήχθησαν από τον Καφφά, πουλήθηκαν στη Βενετία.[28]
Το 1454 εξαρθρώθηκε στην Κάντια μια συνωμοσία για μια προγραμματισμένη εξέγερση κατά της Βενετίας. Της συνωμοσίας ηγήθηκε ο Σήφης Βλαστός αντιδρώντας στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις για την ένωση των Εκκλησιών που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο της Φλωρεντίας.[29]
Το 1481 η Βενετία ανακατέλαβε το γειτονικό Ροβίγκο, που κατείχε προηγουμένως από το 1395 ως το 1438. Το Φεβρουάριο του 1489 το νησί της Κύπρου, παλαιότερα σταυροφορικό κράτος (το Βασίλειο της Κύπρου), προστέθηκε στις κτήσεις της Βενετίας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε τις θαλάσσιες εκστρατείες ήδη από το 1423, όταν διεξήγαγε επταετή πόλεμο με τη Βενετική Δημοκρατία για τον θαλάσσιο έλεγχο του Αιγαίου, του Ιονίου και της Αδριατικής. Οι πόλεμοι με τη Βενετία ξανάρχισαν μετά την κατάληψη του Βασιλείου της Βοσνίας από τους Οθωμανούς το 1463 και διήρκεσαν έως ότου υπογράφηκε ευνοϊκή συνθήκη ειρήνης το 1479 αμέσως μετά την περιπετειώδη πολιορκία της Σκόδρας. Το 1480 (ανενόχλητοι πλέον από το Βενετικό στόλο) οι Οθωμανοί πολιόρκησαν τη Ρόδο και κατέλαβαν για λίγο το Οτράντο. Το 1490 ο πληθυσμός της Βενετίας είχε αυξηθεί σε περίπου 180.000 άτομα.[30]
Ο πόλεμος με τους Οθωμανούς επαναλήφθηκε από το 1499 ως το 1503. Το 1499 η Βενετία συμμάχησε με το Λουδοβίκο ΙΒ' της Γαλλίας εναντίον του Μιλάνου, κερδίζοντας την Κρεμόνα. Την ίδια χρονιά ο Οθωμανός σουλτάνος κινήθηκε για να επιτεθεί στη Ναύπακτο από την ξηρά και έστειλε ένα μεγάλο στόλο για να υποστηρίξει την επίθεσή του από τη θάλασσα. Ο Αντόνιο Γκριμάνι, περισσότερο επιχειρηματίας και διπλωμάτης παρά ναυτικός, ηττήθηκε στη Ναυμαχία του Ζόγκλου το 1499. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν για άλλη μια φορά το Φρίουλι. Προτιμώντας την ειρήνη από τον ολοκληρωτικό πόλεμο τόσο κατά των Τούρκων όσο και στη θάλασσα η Βενετία παρέδωσε τις βάσεις Ναύπακτο, Δυρράχιο, Μεθώνη και Κορώνη.
Η προσοχή της Βενετίας απομακρύνθηκε από τη συνήθη ναυτική της θέση λόγω της ευαίσθητης κατάστασης στη Ρομάνια, τότε μια από τις πλουσιότερες χώρες της Ιταλίας, που ανήκε κατ' όνομα στα Παπικά Κράτη, αλλά ουσιαστικά ήταν χωρισμένη σε μια σειρά μικρών ηγεμόνων, που ήταν δύσκολο να ελεγχθούν από τα στρατεύματα της Ρώμης. Ανυπομονώντας να καταλάβουν κάποια από τα εδάφη της Βενετίας όλες οι γειτονικές δυνάμεις ενώθηκαν στη Συμμαχία του Καμπραί το 1508, υπό την ηγεσία του Πάπα Ιούλιου Β'. Ο Πάπας ήθελε τη Ρομάνια, ο Αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ το Φρίουλι και το Βένετο, η Ισπανία τα λιμάνια της Απουλίας, ο βασιλιάς της Γαλλίας την Κρεμόνα, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας τη Δαλματία, και ο καθένας κάτι από τους άλλους. Η επίθεση εναντίον της τεράστιας δύναμης που επιστράτευσε η Βενετία ξεκίνησε από τη Γαλλία.
Στις 14 Μαΐου 1509 η Βενετία ηττήθηκε κατά κράτος στη Μάχη του Ανιαντέλο, στην Γκιάρα ντ' Αντα, σηματοδοτώντας ένα από τα πιο ευαίσθητα σημεία της βενετικής ιστορίας. Γαλλικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα κατέλαβαν το Βένετο, αλλά η Βενετία κατάφερε να απεγκλωβιστεί με διπλωματικές προσπάθειες. Τα λιμάνια της Απουλίας παραχωρήθηκαν για να έρθει σε συμβιβασμό με την Ισπανία και ο Πάπας Ιούλιος Β' αναγνώρισε σύντομα τον επικείμενο κίνδυνο από την ενδεχόμενη καταστροφή της Βενετίας (τότε ήταν η μόνη ιταλική δύναμη που μπορούσε να αντιμετωπίσει βασίλεια όπως η Γαλλία ή αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική).
Οι πολίτες της ηπειρωτικής χώρας αναφώνησαν "Mάρκο, Mάρκο" και ο Αντρέα Γκρίττι ανακατέλαβε την Πάντοβα τον Ιούλιο του 1509, υπερασπίζοντάς την με επιτυχία ενάντια στα αυτοκρατορικά στρατεύματα που την πολιορκούσαν. Η Ισπανία και ο Πάπας διέρρηξαν τη συμμαχία τους με τη Γαλλία και η Βενετία ανέκτησε τη Μπρέσια και τη Βερόνα, επίσης από τη Γαλλία. Μετά από επτά χρόνια καταστροφικού πολέμου η Γαληνοτάτη ανέκτησε τις ηπειρωτικές κτήσεις της δυτικά μέχρι τον Ποταμό Άντα. Αν και η ήττα είχε μετατραπεί σε νίκη, τα γεγονότα του 1509 σήμαναν το τέλος της επέκτασης της Βενετίας.
Το 1489, τον πρώτο χρόνο του ελέγχου της Κύπρου από τη Βενετία, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην Καρπασία, λεηλατώντας και παίρνοντας αιχμαλώτους για να πουληθούν ως σκλάβοι. Το 1539 ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τη Λεμεσό. Φοβούμενοι τη διαρκώς επεκτεινόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Ενετοί είχαν οχυρώσει την Αμμόχωστο, τη Λευκωσία και την Κερύνεια, αλλά οι περισσότερες άλλες πόλεις ήταν εύκολη λεία. Το το 1563 ο πληθυσμός της Βενετίας είχε μειωθεί σε περίπου 168.000 άτομα.[30]
Το καλοκαίρι του 1570 οι Τούρκοι ξαναχτύπησαν, αλλά αυτή τη φορά με μια ευρείας κλίμακας εισβολή και όχι μια επιδρομή. Περίπου 60.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων ιππικού και πυροβολικού, υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Πασά αποβιβάστηκαν αμαχητί κοντά στη Λεμεσό στις 2 Ιουλίου 1570 και πολιόρκησαν τη Λευκωσία. Σε ένα όργιο την ημέρα που έπεσε η πόλη – 9 Σεπτεμβρίου 1570 – 20.000 Λευκωσιώτες θανατώθηκαν και κάθε εκκλησία, δημόσιο κτίριο και παλάτι λεηλατήθηκαν.[31] Η είδηση της σφαγής διαδόθηκε και λίγες μέρες αργότερα, ο Μουσταφά πήρε την Κερύνεια χωρίς ούτε ένα πυροβολισμό. Η Αμμόχωστος όμως αντιστάθηκε από το Σεπτέμβριο του 1570 ως τον Αύγουστο του 1571.
Η άλωση της Αμμοχώστου σηματοδότησε την έναρξη της οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο. Δύο μήνες αργότερα οι ναυτικές δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, που αποτελείτο κυρίως από Βενετικά, Ισπανικά και Παπικά πλοία υπό τη διοίκηση του Δον Χουάν της Αυστρίας, νίκησαν τον τουρκικό στόλο στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.[32] Παρά τη νίκη στη θάλασσα επί των Τούρκων η Κύπρος παρέμεινε υπό Οθωμανική κυριαρχία για τους επόμενους τρεις αιώνες. Το 1575 ο πληθυσμός της Βενετίας ήταν περίπου 175.000 άτομα, αλλά εν μέρει ως αποτέλεσμα της πανώλης του 1575-76 μειώθηκε σε 124.000 άτομα το 1581.[30]
Σύμφωνα με τον ιστορικό της οικονομίας Ζον ντι Βρις η οικονομική δύναμη της Βενετίας στη Μεσόγειο είχε μειωθεί σημαντικά στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο ντι Βρις αποδίδει αυτή την παρακμή στην απώλεια του εμπορίου μπαχαρικών, σε μια φθίνουσα μη ανταγωνιστική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας, στον ανταγωνισμό στις εκδόσεις βιβλίων λόγω της ανανεωμένης Καθολικής Εκκλησίας, στις αρνητικές επιπτώσεις του Τριακονταετούς Πολέμου στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της και στο αυξανόμενο κόστος εισαγωγής προϊόντων βαμβακιού και μεταξιού.[33]
Το 1606 μια σύγκρουση μεταξύ της Βενετίας και της Αγίας Έδρας ξεκίνησε με τη σύλληψη δύο κληρικών που κατηγορήθηκαν για πλημμελήματα και με νόμο που περιόριζε το δικαίωμα της Εκκλησίας να εκμεταλλεύεται και να αποκτά γαίες. Ο Πάπας Παύλος Ε΄ έκρινε ότι αυτές οι διατάξεις ήταν αντίθετες με το κανονικό δίκαιο και ζήτησε την κατάργησή τους. Όταν αυτό δεν έγινε έθεσε τη Βενετία υπό απαγόρευση, που απαγόρευε στους κληρικούς να ασκούν σχεδόν όλα τα ιερατικά καθήκοντα. Η Δημοκρατία δεν έδωσε σημασία στην απαγόρευση ή στην πράξη του αφορισμού και διέταξε τους ιερείς της να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Τις αποφάσεις της υποστήριξε ο Σερβίτης μοναχός Πάολο Σάρπι, οξύτατο πολέμιο συγγραφέα, που προτάθηκε ως σύμβουλος της κυβέρνησης (Σινιορία) για τη θεολογία και το κανονικό δίκαιο το 1606. Η απαγόρευση άρθηκε μετά από ένα χρόνο, όταν η Γαλλία παρενέβη και πρότεινε μια φόρμουλα συμβιβασμού. Η Βενετία αρκέστηκε στην επαναβεβαίωση της αρχής ότι κανένας πολίτης δεν ήταν ανώτερος από τις συνήθεις διαδικασίες του νόμου.[34]
Ο ανταγωνισμός με την Ισπανία των Αψβούργων και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε στους τελευταίους σημαντικούς πολέμους της Βενετίας στην Ιταλία και τη βόρεια Αδριατική. Μεταξύ 1615 και 1618 η Βενετία συγκρούστηκε με τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο της Αυστρίας στον Πόλεμο του Ούσκοκ στη βόρεια Αδριατική και στα ανατολικά σύνορα της Δημοκρατίας, ενώ στη Λομβαρδία, στα δυτικά, τα Βενετικά στρατεύματα συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις του Δον Πέδρο δε Τολέδο Οσόριο, Ισπανού κυβερνήτη του Μιλάνου, γύρω από την Κρέμα το 1617 και στην ύπαιθρο του Ρομάνο ντι Λομπάρντια το 1618. Μια εύθραυστη ειρήνη δεν κράτησε και το 1629 η Γαληνοτάτη Δημοκρατία επέστρεψε στον πόλεμο με την Ισπανία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον Πόλεμο της Διαδοχής της Μάντοβας. Κατά το σύντομο αυτό πόλεμο ένας βενετσιάνικος στρατός υπό τον Τσακαρία Σαγκρέντο και ενισχυμένςο από Γάλλους συμμάχους καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μάχη της Βιλαμπουόνα και η Μάντοβα, ο στενότερος σύμμαχος της Βενετίας, λεηλατήθηκε, αλλά τα αντίθετα αποτελέσματα αλλού για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ισπανία εξασφάλισαν ότι η Δημοκρατία δεν υπέστη καμία εδαφική απώλεια και το Δουκάτο της Μάντοβας επανήλθε στον υποστηριζόμενο από τη Βενετία και τη Γαλλία Κάρολο Γκοντζάγκα, Δούκα του Νεβέρ.
Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα έκανε επίσης παρατεταμένους πολέμους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία : στον Κρητικό Πόλεμο (1645–1669), μετά από μια ηρωική πολιορκία που κράτησε 24 χρόνια, η Βενετία έχασε τη μεγάλη υπερπόντια κτήση της, το νησί της Κρήτης, ενώ είχε μερικές επιτυχίες στη Δαλματία. Το 1684 ωστόσο, εκμεταλλευόμενη την εμπλοκή των Οθωμανών κατά της Αυστρίας στο Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο, η Δημοκρατία ξεκίνησε τον Πόλεμο του Μοριά, που διήρκεσε μέχρι το 1699 και με τον οποίο μπόρεσε να κατακτήσει την Πελοπόννησο.
Αυτά τα κέρδη δεν διήρκεσαν, ωστόσο. Το Δεκέμβριο του 1714 οι Τούρκοι άρχισαν τον τελευταίο Βενετοτουρκικό πόλεμο, όταν η Πελοπόννησο «στερείτο αυτές τις προμήθειες που είναι τόσο επιθυμητές ακόμη και σε χώρες όπου πλησιάζει η βοήθεια και που δεν υπόκεινται σε επίθεση από τη θάλασσα».[35]
Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Τήνο και την Αίγινα, πέρασαν τον Ισθμό και κατέλαβαν την Κόρινθο. Ο Ντανιέλε Ντελφίνο, διοικητής του Βενετσιάνικου στόλου, θεώρησε καλύτερο να σώσει το στόλο παρά να τον θέσει σε κίνδυνο για την Πελοπόννησο. Όταν τελικά έφτασε στο θέατρο του πολέμου το Ναύπλιο, η Μεθώνη, η Κορώνη και η Mονεμβασιά είχανκαταληφθεί. Η Λευκάδα στα Επτάνησα και οι βάσεις της Σπιναλόγκας και της Σούδας στην Κρήτη, που παρέμεναν ακόμη στα χέρια των Ενετών, εγκαταλείφθηκαν. Οι Τούρκοι τελικά αποβιβάστηκαν και στην Κέρκυρα, αλλά οι υπερασπιστές της κατάφεραν να τους απωθήσουν.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι είχαν υποστεί μια σοβαρή ήττα από τους Αυστριακούς στηΜμάχη του Πετροβαραντίν στις 5 Αυγούστου 1716. Ωστόσο οι ενετικές ναυτικές προσπάθειες στο Αιγαίο και στα Δαρδανέλια το 1717 και το 1718 είχαν μικρή επιτυχία. Με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (21 Ιουλίου 1718) η Αυστρία σημείωσε μεγάλα εδαφικά κέρδη, αλλά η Βενετία έχασε την Πελοπόννησο, σε σχέση με την οποία τα μικρά κέρδη της στην Αλβανία και τη Δαλματία ήταν μικρή αποζημίωση. Αυτός ήταν ο τελευταίος πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1792 ο άλλοτε μεγάλος βενετσιάνικος εμπορικός στόλος είχε μειωθεί σε μόλις 309 φορτηγά.[36]
Αν και η Βενετία παρήκμασε ως θαλάσσια αυτοκρατορία, διατήρησε ηπειρωτικής επικράτειάς της βόρεια της κοιλάδας του Πάδου, που εκτεινόταν δυτικά σχεδόν μέχρι το Μιλάνο. Πολλές από τις πόλεις της ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την Pax Venetiae (Βενετική ειρήνη) σε όλο το 18ο αιώνα.
Το 1796 η Δημοκρατία της Βενετίας δεν μπορούσε πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καθώς ο πολεμικός της στόλος αριθμούσε μόνο τέσσερις γαλέρες και επτά γαλιότες.[37] Την άνοιξη του 1796 η Γαλλία κατέλαβε το Πεδεμόντιο και οι Αυστριακοί ηττήθηκαν από το Mοντενότε ως το Λόντι. Ο στρατός υπό το Βοναπάρτη διέσχισε τα σύνορα της ουδέτερης Βενετίας καταδιώκοντας τον εχθρό. Μέχρι το τέλος του χρόνου τα γαλλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τα βενετικά εδάφη μέχρι τον Αδίγη. Η Βιτσέντσα, το Καντόρε και το Φρίουλι κρατήθηκαν από τους Αυστριακούς. Με τις εκστρατείες του επόμενου έτους ο Ναπολέων στόχευσε τις αυστριακές κτήσεις πέρα από τις Άλπεις. Με τα προκαταρκτικά της Συνθήκης του Λεόμπεν, οι όροι της οποίας παρέμειναν μυστικοί, οι Αυστριακοί επρόκειτο να πάρουν τις βενετικές κτήσεις στα Βαλκάνια ως τίμημα ειρήνης (18 Απριλίου 1797) ενώ η Γαλλία αποκτούσε το Λομβαρδικό τμήμα του κράτους.
Μετά το τελεσίγραφο του Ναπολέοντα ο Δόγης Λουντοβίκο Μανίν παραδόθηκε άνευ όρων στις 12 Μαΐου και παραιτήθηκε από το θρόνο, ενώ το Μείζον Συμβούλιο κήρυξε το τέλος της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις διαταγές του Βοναπάρτη οι δημόσιες εξουσίες πέρασαν σε έναν προσωρινό δήμο υπό το Γάλλο στρατιωτικό κυβερνήτη. Στις 17 Οκτωβρίου η Γαλλία και η Αυστρία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, συμφωνώντας να μοιραστούν όλη την επικράτεια της πρώην δημοκρατίας, με νέα σύνορα ακριβώς δυτικά του ποταμού Aδίγη. Οι Ιταλοί δημοκράτες, ιδιαίτερα ο νεαρός ποιητής Ούγκο Φόσκολο, θεώρησαν τη συνθήκη ως προδοσία. Το μητροπολιτικό τμήμα της διαλυμένης δημοκρατίας έγινε αυστριακό έδαφος, με την ονομασία Βενετική Επαρχία (Provincia Veneta στα ιταλικά, Provinz Venedig στα γερμανικά).
Αν και η οικονομική ζωτικότητα της Βενετικής Δημοκρατίας είχε αρχίσει να φθίνει από το 16ο αιώνα λόγω της κίνησης του διεθνούς εμπορίου προς τον Ατλαντικό, το πολιτικό της καθεστώς θεωρείτο ακόμα το 18ο αιώνα ως πρότυπο για τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ προσλήφθηκε τον Ιούλιο του 1743 ως Γραμματέας από τον κόμη ντε Μοντεγκί, που είχε ονομαστεί Πρέσβης των Γάλλων στη Βενετία. Αυτή η σύντομη εμπειρία, ωστόσο, αφύπνισε το ενδιαφέρον του Ρουσσώ για την πολιτική, γεγονός που τον οδήγησε να σχεδιάσει ένα μεγάλο βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας.[36] Μετά το Λόγο περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (1755), δημοσίευσε Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762).
Στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας ο Δόγης της Βενετίας κυβερνούσε με αυταρχικό τρόπο, αλλά αργότερα οι εξουσίες του περιορίστηκαν από το promissione ducale, μια δέσμευση που έπρεπε να αναλάβει όταν εκλεγόταν. Ως αποτέλεσμα οι εξουσίες μοιράστηκαν με το Maggior Consiglio ή Μεγάλο Συμβούλιο, αποτελούμενο από 480 μέλη προερχόμενα από οικογένειες πατρικίων, έτσι ώστε, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρίν Σανούντο, «[Ο δόγης] δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς το Μεγάλο Συμβούλιο και το Μεγάλο Συμβούλιο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς αυτόν».
Η Βενετία ακολούθησε ένα μοντέλο μεικτής διακυβέρνησης, που συνδύαζε τη μοναρχία στο δόγη, την αριστοκρατία στη γερουσία, τη δημοκρατία των οικογενειών του Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο στο κύριο συμβούλιο και τη δημοκρατία στο concio.[38] Ο Μακιαβέλι το θεωρούσε «εξαιρετικό μεταξύ των σύγχρονων δημοκρατιών» (σε αντίθεση με την πατρίδα του τη Φλωρεντία).[39][40]
Το 12ο αιώνα οι αριστοκρατικές οικογένειες του Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο μείωσαν περαιτέρω τις εξουσίες του δόγη ιδρύοντας το Μικρό Συμβούλιο (1175), αποτελούμενο από τους έξι δούκες συμβούλους, και το Συμβούλιο των Σαράντα ή Quarantia (1179) ως ανώτατο δικαστήριο. Το 1223 αυτοί οι θεσμοί συνδυάστηκαν στη Signoria, που αποτελείτο από το δόγη, το Μικρό Συμβούλιο και τους τρεις ηγέτες της Quarantia. Η Signoria ήταν το κεντρικό όργανο της κυβέρνησης, αντιπροσωπεύοντας τη συνέχεια της δημοκρατίας, όπως φαίνεται στην έκφραση: "si è morto il Doge, no la Signoria" ("Εάν ο Δόγης είναι νεκρός, η Σινιορία δεν είναι").
Στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα η Signoria συμπληρώθηκε από μια σειρά συμβούλια savii ("σοφών"): οι έξι savii del consiglio, που διαμόρφωναν και εφάρμοζαν την κυβερνητική πολιτική, οι πέντε savii di terraferma, υπεύθυνοι για τις στρατιωτικές υποθέσεις και την υπεράσπιση της Terraferma (ενδοχώρας) και οι πέντε savii ai ordini, υπεύθυνοι για το ναυτικό, το εμπόριο και τα υπερπόντια εδάφη. Μαζί, η Signoria και οι savii σχημάτιζαν το Πλήρες Σώμα (Pien Collegio), το de facto εκτελεστικό όργανο της Δημοκρατίας.
Το 1229 σχηματίστηκε το Consiglio dei Pregadi ή Βενετική Γερουσία, με 60 μέλη που εκλέγονταν από το μείζον συμβούλιο.[41] Αυτές οι εξελίξεις άφησαν στο δόγη λίγη προσωπική εξουσία και έθεσαν την πραγματική εξουσία στα χέρια του Μεγάλου Συμβουλίου.
Το 1310 ιδρύθηκε το Συμβούλιο των Δέκα, που έγινε το κεντρικό πολιτικό σώμα του οποίου τα μέλη λειτουργούσαν μυστικά. Γύρω στο 1600 η κυριαρχία του επί του μείζονος συμβουλίου θεωρήθηκε απειλή και έγιναν προσπάθειες στο συμβούλιο και αλλού να μειωθούν οι εξουσίες του, με περιορισμένη επιτυχία.
Το 1454 ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο των τριών κρατικών ανακριτών για τη διαφύλαξη της ασφάλειας της δημοκρατίας. Με την κατασκοπεία, την αντικατασκοπεία, την εσωτερική παρακολούθηση και ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών εξασφάλιζαν ότι η Βενετία δεν θα περνούσε στην κυριαρχία ενός μόνο «signore», όπως έκαναν πολλές άλλες ιταλικές πόλεις εκείνη την εποχή. Ένας από τους ανακριτές – ευρέως γνωστός ως Il Rosso («ο κόκκινος») λόγω του κόκκινου χιτώνα του – επιλεγόταν από τους συμβούλους του δόγη και οι άλλοι δύο – ευρέως γνωστοί ως I negri («οι μαύροι») λόγω των μαύρων τους χιτώνων – επιλέγονταν από το Συμβούλιο των Δέκα. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε σταδιακά ορισμένες από τις εξουσίες του Συμβουλίου των Δέκα..[41]
Το 1556 δημιουργήθηκαν επίσης οι provveditori ai beni inculti για τη βελτίωση της γεωργίας με την αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης και την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων για την ανάπτυξη της γεωργίας. Η συνεχής αύξηση της τιμής των σιτηρών κατά το 16ο αιώνα ενθάρρυνε τη μεταφορά του κεφαλαίου από το εμπόριο στη γη.
Κατά τη Μεσαιωνική περίοδο ο στρατός της δημοκρατίας αποτελείτο από τα ακόλουθα σώματα:
Στα νεότερα χρόνια η στρατιωτική ισχύς της Δημοκρατίας ήταν πολύ δυσανάλογη με το δημογραφικό της βάρος. Στα τέλη του 16ου αιώνα κυβερνούσε ένα πληθυσμό περίπου 2 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη την επικράτειά της. Το 1571, ενώ προετοιμαζόταν για πόλεμο κατά των Οθωμανών, η Δημοκρατία διέθετε 37.000 στρατιώτες και 140 γαλέρες (επανδρωμένες από δεκάδες χιλιάδες ναύτες και κωπηλάτες), εξαιρουμένων των αστικών πολιτοφυλακών. Η δύναμη του ενετικού στρατού εν καιρώ ειρήνης των 9.000 μπορούσε να τετραπλασιαστεί μέσα σε λίγους μήνες χρησιμοποιώντας επαγγελματίες μισθοφόρους και πολιτοφύλακες ταυτόχρονα. Αυτά τα στρατεύματα έδειχναν γενικά αξιοσημείωτη τεχνική υπεροχή έναντι των κατά κύριο λόγο Τούρκων αντιπάλων τους, όπως αποδείχθηκε σε μάχες όπως η 18μηνη Πολιορκία της Αμμοχώστου, στην οποία οι Βενετοί προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και ηττήθηκαν μόνο όταν εξάντλησαν την πυρίτιδα τους. Όπως και με άλλα κράτη της εποχής η στρατιωτική δύναμη της Δημοκρατίας κορυφωνόταν κατά τους πολέμους, επιστρέφοντας γρήγορα στα συνήθη επίπεδα εν καιρώ ειρήνης λόγω του κόστους. Το επίπεδο των φρουρών σταθεροποιήθηκε μετά το 1577 στις 9.000, με 7.000 πεζούς και τους υπόλοιπους ιππείς. Το 1581 υπήρχαν 146 γαλέρες και 18 γαλεάσσες στο ναυτικό, που απαιτούσαν το ένα τρίτο των εσόδων της Δημοκρατίας.[43] Κατά τον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669) η Δημοκρατία πολέμησε ως επί το πλείστον μόνη της ενάντια στην αμέριστη αντιμετώπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, αν και έχασε, κατάφερε να συνεχίσει να πολεμά αφού έχασε 62.000 άνδρες, ενώ προκάλεσε περίπου 240.000 απώλειες στον Οθωμανικό στρατό και βυθίσε εκατοντάδες οθωμανικά πλοία. Το κόστος του πολέμου ήταν καταστροφικό, αλλά η Δημοκρατία κατάφερε τελικά να το καλύψει.[44] Ο Πόλεμος του Moριά επιβεβαίωσε περαιτέρω τη θέση της Δημοκρατίας ως στρατιωτικής δύναμης στα τέλη του 17ου αιώνα.
Η βενετική στρατιωτική δύναμη υπέστη οριστική πτώση τον 18ο αιώνα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της παρατεταμένης ειρήνης και της εγκατάλειψης της στρατιωτικής σταδιοδρομίας από τους πατρικίους σήμαινε ότι ο βενετσιάνικος στρατιωτικός πολιτισμός αποστεώθηκε. Ο στρατός της εκείνη την περίοδο ήταν κακοσυντηρημένος. Τα στρατεύματα, που υπηρετούσαν υπό την ηγεσία των μη στρατιωτικών αξιωματικών, δεν ασκούνταν τακτικά και έκαναν διάφορες περίεργες δουλειές για να συμπληρώσουν τους μισθούς τους. Το ναυτικό της δεν μειώθηκε σε τόσο δραστικό βαθμό, αλλά και πάλι δεν πλησίασε ποτέ τη σχετική του ισχύ του 16ου και του 17ου αιώνα. Σε ένα κανονικό έτος του 18ου αιώνα υπήρχαν περίπου 20 πλοία της γραμμής (το καθένα με 64 ή 70 κανόνια), 10 φρεγάτες, 20 γαλέρες και 100 μικρά σκάφη, που συμμετείχαν κυρίως σε περιπολίες και τιμωρητικές αποστολές κατά των Βερβερίνων πειρατών. Όταν ο Ναπολέων εισέβαλε το 1796 η Δημοκρατία παραδόθηκε αμαχητί.[45]
Η Δημοκρατία της Βενετίας δραστηριοποιείτο στην παραγωγή και το εμπόριο αλατιού, αλατισμένων προϊόντων και άλλων προϊόντων κατά μήκος των εμπορικών δρόμων που δημιουργήθηκαν από το εμπόριο αλατιού. Η Βενετία παρήγε το δικό της αλάτι στην Κιότζα μέχρι τον έβδομο αιώνα για εμπόριο, αλλά τελικά προχώρησε στην αγορά και την παραγωγή αλατιού σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Βενετοί έμποροι αγόραζαν και παρήγαν αλάτι από την Αίγυπτο, την Αλγερία, τη χερσόνησο της Κριμαίας, τη Σαρδηνία, την Ίμπιζα, την Κρήτη και την Κύπρο. Η δημιουργία αυτών των εμπορικών δρόμων επέτρεψε επίσης στους Βενετούς εμπόρους να παραλαμβάνουν άλλα πολύτιμα φορτία, όπως ινδικά μπαχαρικά, από αυτά τα λιμάνια για να τα εμπορευθούν. Στη συνέχεια πουλούσαν ή προμήθευαν αλάτι και άλλα αγαθά σε πόλεις στην Κοιλάδα του Πάδου - Πιατσέντσα, Πάρμα, Ρέτζο, Μπολόνια, μεταξύ άλλων - σε αντάλλαγμα για σαλάμι, προσούτο, τυρί, μαλακό σιτάρι και άλλα αγαθά.[46]
Το Χρυσόβουλο του 1082, που εκδόθηκε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό σε αντάλλαγμα για την υπεράσπιση της Αδριατικής Θάλασσας από τους Νορμανδούς,[47] παρείχε στους Βενετούς εμπόρους αφορολόγητα δικαιώματα εμπορίας, απαλλάσσοντάς τους από φόρους σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα 23 από τα σημαντικότερα βυζαντινά λιμάνια, τους εγγυήθηκε προστασία της ιδιοκτησίας τους από τους Βυζαντινούς διοικητές και τους έδωσε κτίρια και προβλήτες εντός της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι παραχωρήσεις επέκτειναν σε μεγάλο βαθμό τη βενετική εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.[48]
O φτερωτός Λέων του Αγίου Μάρκου, που υπήρχε στη σημαία και το εθνόσημο της Δημοκρατίας,[48] εξακολουθεί να υπάρχει στην κοκκινοκίτρινη σημαία της πόλης της Βενετίας (που έχει έξι ουρές, μία για κάθε τομέα της πόλης ), στο οικόσημο της πόλης και στην κιτρινοκόκκινη-μπλε σημαία του Βένετο (που έχει επτά ουρές που αντιπροσωπεύουν τις επτά επαρχίες της περιοχής).
Το φτερωτό λιοντάρι εμφανίζεται επίσης στη ναυτική σημαία της Ιταλικής Δημοκρατίας, μαζί με τα οικόσημα τριών άλλων μεσαιωνικών ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών (Γένοβα, Πίζα και Αμάλφι).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.