κοιλάδα στην Ιταλία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κοιλάδα του Πάδου (Pianura Padana ή Padania) είναι μείζον γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό της βόρειας Ιταλίας. Διαμορφώνεται από τον ποταμό Πάδο που την διαρρέει. Εκτείνεται για 650 χιλιόμετρα, περίπου, με κατεύθυνση από δυσμάς προς ανατολάς –από τις δυτικές Άλπεις μέχρι την Αδριατική θάλασσα– και έχει έκταση 46.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η ανατολική της πλευρά απολήγει στη Βενετική πεδιάδα που, στην πραγματικότητα, δεν σχετίζεται με τη λεκάνη απορροής του ποταμού Πάδου. Παρόλο που τα ποτάμια συστήματα των πεδινών περιοχών Βένετο και Φρίουλι δεν εκβάλλουν στον Πάδο, συνδυάζονται αποτελεσματικά δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο σύνολο. [1]
Η κοιλάδα αποτελείται από επί μέρους αρχαία φαράγγια, που εκτείνονται από τα Απέννινα στο νότο μέχρι τις Άλπεις στο βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Αδριατικής. Εκτός από τον Πάδο και τους παραποτάμους του η σημερινή επιφάνεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι, περιλαμβάνει τους ποταμούς Σάβιο, Λαμόνε και Ρένο στα νότια και Άντιτζε, Μπρέντα, Πιάβε και Ταλιαμέντο στα βόρεια.
Το χαμηλότερο σημείο της κοιλάδας που διασχίζει ο Πάδος, εξαιρουμένων των παραποτάμων του, βρίσκεται στα 4 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην υποπεριοχή Πολέζινε (δέλτα γύρω από τη Φερράρα)˙ το υψηλότερο βρίσκεται στα 2.100 μέτρα, στις πηγές του ποταμού, στην επαρχία Κούνεο (Provincia Granda). Η κοιλάδα διασχίζεται από σημαντικό αριθμό παραποτάμων που ρέουν από τις Άλπεις στο βορρά και από τα Απέννινα στο νότο. Οι μεγαλύτεροι από αυτούς είναι οι Τάναρο, Σκρίβια, Τρέμπια, Πανάρο και Σέκια στο νότο, και Ντόρα Ριπάρια, Ντόρα Μπάλτεα, Σέσια, Τιτσίνο, Λάμπρο, Άντα, Όλιο και Μίντσο στο βορρά.
Η κοιλάδα του Πάδου και η Αδριατική επικαλύπτουν μια μεγάλη λεκάνη και ένα σύστημα από –βαθιά θαμμένα– αρχαία φαράγγια, που προήλθαν από την τεκτονική σύγκρουση της Τυρρηνίδας (Tyrrhenis) με την ηπειρωτική χώρα, τμήμα του γενικότερου γεγονότος της σύγκρουσης μεταξύ της Αφρικανικής και της Ευρασιατικής πλάκας. Εδώ και 7-5 εκατομμύρια χρόνια, το σύστημα έχει πληρωθεί με ιζήματα, κυρίως από τα παλαιότερα Απέννινα, αλλά και από τις Άλπεις. Η ακτογραμμή της Αδριατικής είναι το γεωλογικό αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ ρυθμού καθίζησης και ισοστατικών παραγόντων. Μέχρι, περίπου, το 1950 το δέλτα του Πάδου εξελισσόταν με φυσιολογικό τρόπο στην Αδριατική. Κατόπιν, ωστόσο, λόγω της αλλοίωσης διαφόρων γεωλογικών παραγόντων από τον άνθρωπο, όπως ο ρυθμός καθίζησης των ιζημάτων, το δέλτα υποβαθμίστηκε και η ακτογραμμή υποχώρησε, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται φαινόμενα που μπορεί να έχουν δραματικές επιπτώσεις στην πόλη της Βενετίας, όπου σημαντικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα πιθανόν να χαθούν, εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας στους επόμενους αιώνες.
Η κοιλάδα του Πάδου θεωρείται, συχνά, ως σύγκλινο – πτύχωση του γήινου φλοιού με τα νεότερα στρώματα προς το κέντρο της πτύχωσης. Ανεξάρτητα από το, εάν αυτός ο όρος περιγράφει με ακρίβεια τη γεωλογία της, η κοιλάδα είναι, προφανώς, μια αύλακα γεμάτη ιζήματα, συνεχής με τα βάθη της Αδριατικής Θάλασσας. Η επιφάνεια του εδάφους μπορεί να διαχωριστεί σε δύο, συνολικά, εδαφικούς τύπους: την πεδινή, επίπεδη επιφάνεια του γεμίσματος και το αντίκλινο –πτύχωση του γήινου φλοιού με τα παλαιότερα στρώματα προς το κέντρο της πτύχωσης. Έτσι, η όλη δομή, λαμβάνει τη μορφή λοφώδους συνόλου, στο οποίο οι εκθέσεις του αρχικού βραχώδους σχηματισμού είναι ορατές μαζί με αλλουβιακά ριπίδια που σχηματίζονται από την έκπλυση του –πιο σταθερού– εδάφους του αντίκλινου, δηλαδή τα Απέννινα και τις Άλπεις. [2]
Η κοιλάδα χωρίζεται, σε γενικές γραμμές, σε ένα ανώτερο, ξηρότερο τμήμα, συχνά όχι ιδιαίτερα κατάλληλο για γεωργία, και ένα κατώτερο, πολύ εύφορο και καλά αρδευόμενο τμήμα, γνωστό στη Λομβαρδία και τη δυτική Εμίλια ως La Bassa «η χαμηλή (πεδιάδα)». Οι άνω περιοχές της κοιλάδας του Πάδου έχουν τοπικές ονομασίες, οι οποίες αντανακλούν τη σημασία τους για περιορισμένη καταλληλότητα σε γεωργική εκμετάλλευση (vaude, baragge, brughiere, groane) ή, στην έξοδο της κοιλάδας του Πάδου, περιοχές απομακρυσμένες από εύκολα προσβάσιμους υδροφόρους ορίζοντες και καλυμμένες με πυκνά δάση ή ξηρά εδάφη (magredi).
Η La Bassa κατοικήθηκε και καλλιεργήθηκε ήδη από την ετρουσκική και ρωμαϊκή εποχή, και είχε δοθεί αποκλειστικά στην γεωργία από τον Μεσαίωνα, οπότε συνέκλιναν τα συμφέροντα των μοναστικών ταγμάτων, των φεουδαρχών και των μεσαιωνικών κοινοτήτων (communes). Οι μεγάλες και οι μικρότερες πόλεις που ιδρύθηκαν στην αρχαιότητα βρίσκονται ακόμη εκεί.
Η συγκεκριμένη ονομασία, La Bassa, προέρχεται από ένα γεωλογικό χαρακτηριστικό που ονομάζεται γραμμή ή ζώνη fontanili («γεμάτη με πηγές»), μια ζώνη με πηγές γύρω από την κοιλάδα, πυκνότερη στα βόρεια –με τις χαμηλότερες πλαγιές του αντίκλινου˙ ποικίλλει από λίγα, έως και 50 χιλιόμετρα σε πλάτος. Η ζώνη fontanili αποτελεί την προεξοχή, ή τη διασταύρωση του υδροφόρου ορίζοντα του αντίκλινου με την επιφάνεια του εδάφους στην άκρη της La Bassa. Ο βράχος πάνω από τη γραμμή είναι πορώδης και το νερό στα ρέματα διαλείπουσας ροής (επιφανειακά) των βουνών, τείνει να εξαφανιστεί κάτω από το έδαφος και να επανεμφανιστεί στη ζώνη fontanili. [3]
Η επιφανειακή απορροή του νερού (δηλαδή του Πάδου και των παραποτάμων του) δεν έχει μεγάλη σημασία για τον πυκνό πληθυσμό της κοιλάδας, όσον αφορά στην κατανάλωσή του, καθώς, δεν είναι ιδιαίτερα καθαρό και, συχνά, μολυσμένο σε μεγάλο βαθμό από λύματα και λιπάσματα. Η βασική αξία του είναι για υδροηλεκτρική ενέργεια, άρδευση και βιομηχανική μεταφορά. Άλλωστε, το κόστος του καθαρισμού του για ανθρώπινη κατανάλωση καθιστά αυτή τη διαδικασία λιγότερο εφικτή. Το πόσιμο νερό προέρχεται από τις εκατοντάδες χιλιάδες των φρεατίων, κυρίως στη ζώνη fontanili. Ως εκ τούτου, οι σημαντικοί οικισμοί βρίσκονται, επίσης στη ζώνη αυτή, η οποία έχει γίνει το κέντρο της οικονομικής ανάπτυξης και της βιομηχανίας στην Ιταλία, κατ’ ουσίαν, μια συνεχής μεγαλούπολη που εκτείνεται από το Τορίνο μέχρι την Τεργέστη. [4]
Η κοιλάδα του Πάδου έχει ήπιο ηπειρωτικό και υγρό υποτροπικό κλίμα, ανάλογα με το τμήμα της, όπου αναφέρεται. Οι χειμώνες είναι γεμάτοι ομίχλη και υγρασία, και ψυχροί, με ξαφνικές εισβολές παγετού από τον σιβηρικό αντικυκλώνα˙ πάντως, το φαινόμενο της αστικής θερμονησίδας έχει κάνει τους χειμώνες λιγότερο ομιχλώδεις και ψυχρούς από ό, τι παλαιότερα. Το χιόνι είναι συχνό αλλά οι παρατεταμένες ξηρασίες του χειμώνα στερούν την απαραίτητη υγρασία από το έδαφος. Αντίθετα, η άνοιξη και το φθινόπωρο είναι καλά οριοθετημένες και ευχάριστες εποχές. Το καλοκαίρι, ωστόσο, μπορεί να είναι «δίκοπο μαχαίρι»˙ πολλές μέρες είναι ηλιόλουστες, με καλές θερμοκρασίες και γαλανό, καθαρό ουρανό, αλλά κάποιες μέρες είναι αφόρητα θερμές, ενώ κάποιες άλλες εμφανίζουν ισχυρές, ξαφνικές χαλαζοπτώσεις με μεγάλους βώλους και ποσότητες βροχής, γεγονότα ιδιαίτερα καταστροφικά για τις καλλιέργειες.
Τόσο οι χειμώνες όσο και τα καλοκαίρια είναι πιο «ακραία» στα χαμηλότερα τμήματα κατά μήκος του Πάδου, ενώ οι μεγάλες λίμνες καθιστούν ηπιότερο το τοπικό κλίμα γύρω τους. Οι άνεμοι είναι αρκετά σπάνιοι˙ μόνο ξαφνικές ριπές καταβάτη ανέμου ή καταιγίδες καταφέρνουν να σαρώσουν τον αέρα, «καθαρίζοντάς» τον. Η, σχεδόν, κλειστή φύση της κοιλάδας του Πάδου, επιβαρύνει τις συνέπειες της οδικής κυκλοφορίας, με υψηλά επίπεδα ρύπανσης, ειδικά τον χειμώνα, όταν ο κρύος αέρας κινείται στο επίπεδο του εδάφους (θερμοκρασιακή αναστροφή).
Η κοιλάδα του Πάδου είναι μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές και αγροτικές περιοχές στην Ιταλία. Υδροηλεκτρική ενέργεια παράγεται από τη ροή του Πάδου, ενώ ο ποταμός χρησιμοποιείται ευρέως για την άρδευση γεωργικών περιοχών. [5]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.