Σύμβαση διαρκούς συμβίωσης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα με σκοπό την απόκτηση απογόνων και τον σχηματισμό οικογένειας From Wikipedia, the free encyclopedia
Γάμος ονομάζεται μία σύμβαση διαρκούς συμβίωσης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, της οποίας ο σχηματισμός καθώς και ο τερματισμός από διαζύγιο ρυθμίζεται από την πολιτεία με τη συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών, και προβλέπει πληθώρα δικαιωμάτων, προνομίων και υποχρεώσεων [Bellinger v Belinger, 2001]. Δεν υπάρχει, όμως, ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός του. [1].
Στα αρχαία αιγυπτιακά κείμενα σπάνια γίνεται αναφορά σε αυτό που ονομάζουμε γάμο: συνήθως περιγράφεται ως μια μεταφορά της κοπέλας με την προίκα της από το πατρικό της, στο σπίτι του αρραβωνιαστικού, χωρίς να στερείται γραφικότητας ή ιεροτελεστικότητας. Πιθανώς ο μέλλων γαμπρός να προηγείτο της πομπής της νύφης και να περίμενε την άφιξή της. Ίσως να κατέγραφε τα στοιχεία τους, τα προσωπικά και περιουσιακά ένας διοικητικός υπάλληλος αν κρίνουμε από την ιδιαίτερη γραφειοκρατική αφοσίωση των Αιγυπτίων. Υποθετικό μπορεί να θεωρηθεί πως οι μελλόνυμφοι μαζί με τους συγγενείς τους, επισκέπτονταν το ναό του θεού της πολιτείας για προσφορά θυσίας και λήψη κάποιας ευλογίας.[2]
Η γυναίκα στους αρχαϊκούς χρόνους για να παντρευτεί έπρεπε να βρίσκεται στην εφηβική ηλικία. Αφού γνωστοποιείτο δημόσια η βούληση του πατέρα να παντρέψει την κόρη του, έρχονταν οι υποψήφιοι γαμπροί στο σπίτι της νύφης κομίζοντας δώρα στη νύφη και στον πατέρα της. Φιλοξενούνταν και συμμετείχαν σε γεύμα. Επρόκειτο για μια πρώτη φάση γνωριμίας και συναγωνισμού μεταξύ των υποψήφιων γαμπρών. Όταν ο πατέρας επέλεγε τον μελλοντικό γαμπρό του, ο τελευταίος έδιδε δώρα στον πεθερό του. Και ο πεθερός έδινε προίκα, τα ‘’μείλια’’. Πραγματοποιείτο ένα συμπόσιο πριν από τη μεταφορά της νύφης από το πατρικό της στο σπίτι του συζύγου της, συμπόσιο που ονομαζόταν ‘’ειλαπίνη’’. Η μεταφορά της νύφης στη νέα εστία της, γινόταν με άρμα και τιμητική συνοδεία, τουλάχιστον στις πλούσιες οικογένειες. Για τη μεταφορά της νύφης, επιλέγονταν ιδιαίτερα ευνοϊκές ημέρες του μήνα και ο Ησίοδος συμβουλεύει να γίνονται την τέταρτη αυτού.[3]
Η διατύπωση της γαμήλιας τελετής στην αρχαία Αθήνα ήταν:
-‘’Δίδω αυτή τη γυναίκα για την αναπαραγωγή νόμιμων παιδιών’’
-‘’Δέχομαι’’
-Και (π.χ) τρία τάλαντα προίκα
-Είμαι ικανοποιημένος.
Ο γάμος θεωρείτο τελεσμένος με την καταβολή προίκας.[4] Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 ετών και ο γαμπρός 24-30 ετών, δηλαδή η μεταξύ τους διαφορά ήταν 12-14 χρόνια.[5]
Ένας σημαντικός παράγοντας για το γάμο σε τόσο νεαρή ηλικία ήταν και η ανησυχία για την εγγύηση της αγνότητας (παρθενίας) της νύφης.[6]
Το τελετουργικό του γάμου στην αρχαία Αθήνα συνίστατο στη μετάβαση της αρραβωνιασμένης από το σπίτι του πατέρα της στο σπίτι του άντρα της. Οι καθιερωμένοι θρησκευτικοί τύποι δεν αποσκοπούσαν στην αισθητοποίηση της ψυχικής ένωσης των παντρεμένων, αλλά ήταν προσανατολισμένες στην υλική ευημερία της οικογένειας και τη γονιμότητα της γυναίκας.[7]
Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται στον μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριο) οπότε εορταζόταν και ο γάμος του Δία και της Ήρας. Οι γαμήλιες τελετές ήταν τρεις: τα προτέλεια ή προαύλεια ο κύριος γάμος και τα επαύλεια. Στα ’’προτέλεια’’ η κόρη εγκατέλειπε τη ζωή του κοριτσιού, αφιερώνοντας τα παιχνίδια της στην Άρτεμη. Ακολουθούσε θυσία στον Δία τέλειο, στην Ήρα τελεία, στην Αφροδίτη, στην Πειθώ, στην Άρτεμη, στις Νύμφες, και στις Μούσες. Την ίδια ημέρα γινόταν και το λουτρό της νύφης και του γαμπρού, αφού συνοδεία μετέφερε το νερό από την πηγή ή το ποτάμι της πόλεως (πηγή Καλλιρρόη). Η ευχή για παιδοποιία συνόδευε το λουτρό του γαμπρού την ημέρα του γάμου τα σπίτια της νύφης και του γαμπρού ήταν στολισμένα με στεφάνια από φύλλα ελιάς και δάφνης. Γεύμα παρέθετε ο πατέρας της νύφης και παρακάθονταν σε αυτό η νύφη σκεπασμένη με πέπλο μαζί με τις γυναίκες. Ανάμεσα στους καλεσμένους κυκλοφορούσε ένα παιδί με τους δύο γονείς του στη ζωή και μοίραζε ψωμί στους συνδαιτυμόνες επαναλαμβάνοντας κάθε φορά τη φράση, ‘’ξέφυγα από το κακό και βρήκα το καλύτερο’’-ευχή για μία, προς το καλύτερο, μεταβολή της ζωής. Η νύφη ήταν ντυμένη με φορέματα διάδημα και πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπο, και ο γαμπρός ντυμένος με λευκά και στεφανωμένος. Τα εδέσματα που καταναλώνονταν στο γάμο ήταν μεταξύ άλλων κρέας και κρασί, και για γλυκό ένα παρασκεύασμα από αλεύρι, μέλι και σουσάμι, σύμβολο αφθονίας και γονιμότητας. Ο γάμος επικυρωνόταν από τη στιγμή που ο γαμπρός έπιανε τη νύφη από το χέρι.[8]
Ο γάμος στην αρχαία Αθήνα αποσκοπούσε να δώσει απογόνους που θα συνέχιζαν τη λατρεία των θεών.[9]
Οι σχετικοί με το γάμο νόμοι έγιναν πιο αυστηροί το 451/50 με το περί πολιτικών δικαιωμάτων διάταγμα του Περικλή. Έτσι τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα έπρεπε να είναι Αθηναίοι πολίτες. Οι μέχρι τότε νόμιμοι μεικτοί γάμοι έγιναν ελεύθερες παράνομες ενώσεις.[10]
Με τους περί γάμου νόμους αρχικά για τον καθορισμό ενός μόνου έγκυρου τύπου γάμου, ο νόμος αναγνώριζε δικαίωμα νόμιμου γάμου μόνο στους πολίτες και τις πολίτισσες της Αθήνας, με τελικό σκοπό την προστασία της κοινότητας μέσα από τον περιορισμό της ομάδας που αξίωνε τα πολιτικά δικαιώματα.[11]
Η δικαιική ρύθμιση του γάμου στην Αθήνα ρυθμιζόταν με την τελετή της εγγύησης (κατά γράμμα, με την τοποθέτηση στο χέρι μιας απόδειξης) που ήταν κάτι πιο πολύ από αρραβώνα. Ήταν μια συμφωνία, ένα προφορικό συμβόλαιο, αλλά επίσημο μεταξύ δύο προσώπων, του μνηστήρα και του ‘’κυρίου της κόρης’’ δηλαδή του πατέρα ή του κηδεμόνα της. Ανταλλάσσουν μια χειραψία και κάποιες τελετουργικές φράσεις. Η μέλλουσα σύζυγος δεν είναι απαραίτητο να παρευρίσκεται σε αυτήν την σύντομη τελετή και ο αρραβωνιασμένος αν είναι ενήλικος να αντιπροσωπεύεται από τον πατέρα του και ενεργεί προσωπικά από τη στιγμή της εγγύησης. [12]
Ο Πλούταρχος στον ‘’Βίο Λυκούργου’’ μας πληροφορεί σχετικά, πως ο γάμος γινόταν μετά από κλοπή της νύφης μετά την ήβη, και παραδινόταν στη ‘’νυμφεύτρια’’ που της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, την τύλιγε με ένα κωμικό φόρεμα, της φορούσε ανδρική υπόδηση και την πλάγιαζε σε ένα αχυρένιο στρώμα μονάχη και χωρίς φως. Ο νιόπαντρος αφού γευμάτιζε με τους συντρόφους του, έμπαινε στην καλύβα όπου βρισκόταν η νύφη και έκανε έρωτα μαζί της. Μετά επέστρεφε στο υπνωτήριο των αντρών της ηλικίας του. Τη γυναίκα του την έβλεπε στα κρυφά και με προφυλάξεις.[13]
Αρχικά υπήρχαν τρεις μορφές γάμου: η confarreatio δηλαδή η προσφορά μιας σιταρόπιττας στον Καπιτώλιο Δία, παρουσία του εφημερεύοντος ιερέα του υπέρτατου Θεού. Η coemptio μια είδους εικονική πώληση όπου πληβείος πατέρας εκχωρούσε την κόρη του στο σύζυγο. Τέλος η usus που μπορούσε κατόπιν μιας συνεχούς συμβίωσης ενός έτους να δημιουργήσει ανάμεσα σε ένα πληβείο και μια πατρικία τα ίδια νομικά επακόλουθα.
Πριν από τον γάμο γίνονταν τα αρραβωνιάσματα χωρίς ουσιαστικές υποχρεώσεις.[14]
Ο θεσμός του γάμου έχει απαξιωθεί κάτω από το βάρος της επίδρασης που άσκησαν οι απόψεις αιρετικών κινημάτων των φιλοσόφων και των διανοουμένων, αλλά και οι αντιλήψεις των πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας (Αυγουστίνος, Τερτυλλιανός, Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Γρηγόριος ο Μεγάλος) που τις ακολούθησαν οι θεολόγοι της εποχής.[15]
Αναγνώριζε πολλά είδη γάμων σε αντίθεση με τον μονοδιάστατο ορισμό του θεσμού στο ρωμαϊκό δίκαιο. Σε ένα από αυτά, προβλεπόταν η μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας και το δικαίωμα κληρονομιάς. Η οικογένεια του γαμπρού πλήρωνε ποσό για τον γάμο στον πατέρα της νύφης, το οποίο ο γαμπρός συμπλήρωνε με το ‘’πρωινό δώρο’’ την επομένη της ολοκλήρωσης του γάμου. Η νύφη προσέφερε την περιουσία που είχε κληρονομήσει. Αυτή η συναλλαγή εορταζόταν σε μια δημόσια τελετή με τη συμμετοχή φίλων και συγγενών.[16]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαμόρφωσε ίδιο δίκαιο του γάμου, αλλά κατά κανόνα συμμορφώθηκε με τα κωλύματα και τις προϋποθέσεις του πολιτειακού νομοθέτη, τα οποία συνδιαμόρφωσε ή και ενέκρινε και η ίδια.
Το 893 μ.Χ. ο Λέοντας Στ' με την 89η Νεαρά θεσπίζει την ιερολόγηση του γάμου ως μόνο τρόπο τέλεσής του για όλους τους πολίτες του κράτους. Το 920 μ.Χ. με τον ‘’Τόμο Ενώσεως ‘’επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις ο τρίτος γάμος και απαγορεύεται ο τέταρτος. Στα 997 μ.Χ. ο πατριάρχης Σισσίνιος Β’ εισάγει τον 6ο βαθμό της εξ αγχιστείας συγγένειας ως κώλυμα σύναψης γάμου.[17]
Μετά τον ορισμό της ημέρας του γάμου στέλνονταν προσκλήσεις σε συγγενείς και φίλους. Την παραμονή κρεμούσαν πολύτιμα παραπετάσματα στους τοίχους του νυφικού κοιτώνα και τα πιο πολύτιμα κοσμήματα-κειμήλια της οικογένειας στον ίδιο κοιτώνα έβαζαν τα σχετικά έπιπλα κι όλο αυτό γινόταν με τη συνοδεία χαρούμενων ασμάτων. Την ημέρα του γάμου οι καλεσμένοι προσέρχονταν ντυμένοι στα άσπρα. Ο γαμπρός πήγαινε συνοδευόμενος από οργανοπαίχτες για να παραλάβει τη νύφη. Εκείνη περίμενε ντυμένη με χρυσοΰφαντο φόρεμα και λεπτοκεντημένη μπλούζα. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο με πέπλο. Μόνο όταν πλησίαζε ο γαμπρός ξεσκέπαζε το πρόσωπό της από το πέπλο. Με τη συνοδεία γονέων, φίλων, υπηρετών, τραγουδιστών, μουσικών, προσώπων που κρατούσαν λαμπάδες, πήγαιναν στην εκκλησία.[18]
Η Εκκλησία δεν διαμόρφωσε ίδιο δίκαιο του γάμου, αλλά κατά κανόνα συμμορφώθηκε με τα κωλύματα και τις προϋποθέσεις του πολιτειακού νομοθέτη, τα οποία συνδιαμόρφωσε ή και ενέκρινε και η ίδια. Επίσης η τέλεση ορθόδοξου γάμου προϋποθέτει έγγραφη άδεια του Μητροπολίτη του τόπου τέλεσης του γάμου, τυχόν δε ιερολογία του γάμου χωρίς αυτήν συνεπάγεται πειθαρχικές και ποινικές συνέπειες για τον κληρικό που θα τον ιερολογήσει. Στην πράξη έχει επικρατήσει η πρακτική η Εκκλησία να αρκείται στην άδεια του Μητροπολίτη και να μην απαιτεί παρά την αντίθετη σαφή διάταξη του νόμου, άδεια του αρμόδιου οργάνου της Πολιτείας, θεωρούσα πως έχει καταργηθεί.[19]
Τόπος τέλεσης του γάμου είναι ο ναός της ενορίας της νύφης ή του γαμπρού όταν η νύφη είναι ετερόδοξη.[20] Το μυστήριο του γάμου τελείται από κληρικό με βαθμό επισκόπου ή πρεσβυτέρου. Για την τελετουργική ικανότητα του κληρικού ισχύουν κατ’ αρχήν όσα διδάσκει το δίκαιο αυτό, πρωτίστως δε ότι πρέπει ο λειτουργός εγκύρως να απέκτησε με κανονική χειροτονία και να διατηρεί (να μην έχει δηλαδή αποβάλει με την επιβολή ποινής καθαιρέσεως) την ιδιότητα του κληρικού, καθώς και την αναγκαία τελετουργική αρμοδιότητα. Θεωρητικώς, βεβαίως, δεν είναι απαραίτητο να ανήκει ο κληρικός στην Εκκλησία της Ελλάδος. Είναι επιτρεπτό, τηρουμένων ασφαλώς των κανονικών προϋποθέσεων ως προς τα όρια της δικαιοδοσίας, να ιερολογηθεί ο γάμος από λειτουργό άλλης αυτοκέφαλης ή αυτόνομης Εκκλησίας. Δεν παραβλάπτεται πάντως το κύρος του γάμου – ανεξαρτήτως των πειθαρχικών και, ενδεχομένως, ποινικών συνεπειών – αν ο ορθόδοξος κληρικός που ιερολόγησε το μυστήριο ευρίσκετο υπό ποινή αργίας ή αν ενήργησε εκτός των ορίων της τοπικής του αρμοδιότητας.[21]
Απαγορεύεται αυστηρά ο γάμος μεταξύ Χριστιανού και αλλόθρησκου, αλλά επιτρέπεται «κατ' οικονομίαν» ο γάμος μεταξύ Ορθόδοξου και ετερόδοξου, υπό τον όρο όμως ότι ο γάμος θα γίνει σε Ορθόδοξη εκκλησία και από Ορθόδοξο κληρικό και ότι το ετερόδοξο μέλος θα υπογράψει υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 1599/1986 ότι τα παιδιά θα βαπτιστούν και θα μεγαλώσουν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Σημειωτέον ότι την ίδια πρακτική ακολουθούν και οι Ρωμαιοκαθολικοί, ενώ αντιθέτως πολλές Προτεσταντικές ομολογίες έχουν πιο ανεκτική στάση στο ζήτημα αυτό.
Η ακολουθία του Γάμου αποτελείται από δύο μέρη, που παλαιότερα τελούνταν χωριστά, αλλά σήμερα τελούνται το ένα μετά το άλλο: το πρώτο είναι η ‘’Ακολουθία του Αρραβώνος’’ και ακολουθεί η ‘’Ακολουθία της Στέψης’’ που αποτελεί το κυρίως μυστήριο. Στην ακολουθία του Αρραβώνος η κύρια τελετή είναι η ευλογία και η ανταλλαγή των δακτυλίων. Το δεύτερο μέρος της ακολουθίας κορυφώνεται στην τελετή της στέψης: αυτό το εξωτερικό και ορατό σημείο δηλώνει την ειδική χάρη που το ζευγάρι λαμβάνει από το Άγιο Πνεύμα. Τα στέφανα είναι στέφανα χαράς και μαρτυρίου επειδή κάθε αληθινός γάμος προϋποθέτει την αυτοθυσία και των δύο. Στο τέλος της ακολουθίας οι νεόνυμφοι πίνουν κρασί από το ίδιο ποτήρι, πράγμα που ανακαλεί στη μνήμη μας το θαύμα στο γάμο στην Κανά στην Γαλιλαία. Αυτό το κοινό ποτήρι συμβολίζει το γεγονός πως από δω και στο εξής θα μοιράζονται μία κοινή ζωή.
Καθοριστική τομή στο δίκαιο του γάμου συνιστά ο Ν.1250/1982 με τον οποίο θεσπίστηκε και ο πολιτικός γάμος μεταξύ των δύο φύλων, αν και οι αρχικές προθέσεις της Πολιτείας ήταν να καθιερώσει ως μόνο υποχρεωτικό για όλους γάμο, τον πολιτικό, με την αυτονόητη δυνατότητα να τελούν οι πιστοί και ιερολόγηση του γάμου τους. Τελικώς, το ενιαίο δίκαιο του γάμου διασπάστηκε και καθιερώθηκε ως ισόκυρο με τον θρησκευτικό ο πολιτικός γάμος. Έτσι ο πολιτειακός νομοθέτης παρέπεμψε για τον θρησκευτικό γάμο στο εσωτερικό δίκαιο των επιμέρους κατά το Σύνταγμα ‘’γνωστών θρησκειών’’.
Κανονικά ο γάμος πρέπει να τελείται στη ενορία της περιοχής που ανήκουμε και ο πολιτικός στο δημαρχείο της πόλης όπου ανήκουμε. Σήμερα όμως τελούνται γάμοι και σε άλλες εκκλησίες εκτός της περιοχής όπου ανήκουμε. Για να τελεστεί γάμος είτε με πολιτικό είτε με θρησκευτικό τύπο, απαιτείται να εκδοθεί προηγουμένως άδεια γάμου, η οποία χορηγείται πάντοτε από το αρμόδιο πολιτειακό όργανο και συγκεκριμένα από τον δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας της τελευταίας κατοικίας καθενός από τους μελλονύμφους. Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει κύρωση σε περίπτωση μη τηρήσεώς της και συνεπώς τέλεση γάμου χωρίς άδεια δεν συνεπάγεται ακυρότητα.[22]
Η αγαμία θεωρείται αμαρτία για το Ισλάμ[23] Σύμφωνα με τη νομική σχολή των Χαναφιτών, των Χανμπαλιτών και των Μαλικιτών, ο γάμος είναι υποχρεωτικός. Η Σχολή των Μαλικτών θεωρεί υποχρεωτικό τον γάμο ακόμα και αν ο σύζυγος δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα διατροφής της οικογένειάς του. Ο Μωάμεθ πιστεύει πως ο πιστός Μουσουλμάνος.[24]
Σύμφωνα με το Μουσουλμανικό δίκαιο είναι ο γάμος ένα συμβόλαιο πολιτικό ιδιωτικού δικαίου και όχι θρησκευτικό συμβόλαιο όπως στον Ιουδαϊσμό ή μυστήριο όπως στο Χριστιανισμό. Κατατάσσεται στα συμβόλαια ‘’tamlikat’’ δηλαδή σε εκείνα που χαρακτηρίζονται από την ανταλλαγή δικαιωμάτων.[25]
Η νομική διαδικασία της σύναψης του γάμου συνίσταται από την πρόταση γάμου, την αποδοχή της πρότασης αυτής στο όνομα του Αλλάχ, στην ύπαρξη μαρτύρων, και στον καθορισμό της προίκας. Οι ανήλικοι και οι ανίκανοι για δικαιοπραξία αντιπροσωπεύονται από τον κηδεμόνα τους. Όλες σχεδόν οι νομικές ισλαμικές σχολές αρνούνται το δικαίωμα στη γυναίκα να εκφράσει τη συγκατάβασή της έστω κι αν είναι ενήλικη ή ικανή για δικαιοπραξίες. Η πρόταση γάμου γίνεται γραπτά όχι όμως και η αποδοχή της. Την πρόταση γάμου την κάνει ο άνδρας ή και ο κηδεμόνας της γυναίκας: ο πατέρας, ή ο πατέρας του πατέρα, ο αδελφός του πατέρα, και ο αδελφός του παππού κατά σειρά. [26] Αν η μέλλουσα νύφη είναι ορφανή, την κηδεμονία έχει ο καδής. [27]
Η πρόταση γάμου δηλώνεται με τα λόγια ‘’Σ’ έχω νυμφευθεί!’’ και ο κηδεμόνας της γυναίκας απαντά, ‘’Είμαι σύμφωνη!’’ Το γραπτό συμβόλαιο περιέχει το έγγραφο του γάμου με τα στοιχεία των νεονύμφων , την ημερομηνία οπότε έγινε η σύναψη, το συμβόλαιο για την προίκα την οποία πρέπει να δώσει ο άντρας στη γυναίκα καθώς και τυχόν άλλες υποχρεώσεις για δικαιώματα των συζύγων. Σε πολύ παραδοσιακές ισλαμικές χώρες συμπεριλαμβάνονται στο συμβόλαιο γάμου και στοιχεία για την ηθική ή ψυχική κατάσταση της γυναίκας όπως αν είναι παρθένα ή εάν έχει σεξουαλική ωριμότητα. [28]
Η πράξη του γάμου πρέπει να γίνεται ενώπιον δύο ή τριών μαρτύρων: ενηλίκων, ικανών προς καταλογισμό και οπωσδήποτε μουσουλμάνων. Ο Abu Hanifa δέχεται να υπάρχουν μάρτυρες και από τη θρησκευτική κοινότητα της γυναίκας, η οποία είναι Ιουδαία ή χριστιανή, αρκεί οι μάρτυρες να είναι τζιμίδες.[29]
Τα τελευταία χρόνια γίνεται απόπειρα από μουσουλμάνους θεολόγους να παρουσιαστεί ο μουσουλμανικός γάμος ως μυστήριο προκειμένου να αναβαθμιστεί στο επίπεδο του χριστιανικού γάμου.[30]
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Μουσουλμανικού Δικαίου και ένεκα της μειονεκτικής θέσης της γυναίκας απέναντι στον άνδρα στο Ισλάμ, απαγορεύεται στις μουσουλμάνες να παντρεύονται αλλόθρησκους για να μην υπάρχει κίνδυνος να εξαναγκαστούν ν’ αλλάξουν την πίστη τους, ευρισκόμενες στην αλλόθρησκη πατριαρχική οικογένεια του συζύγου.[31] Αντίθετα επιτρέπεται σε έναν μουσουλμάνο να παντρεύεται χριστιανή ή εβραία χωρίς αυτή να είναι υποχρεωτικό να εγκαταλείψει τη θρησκεία της.[32]
Ο αρχηγός της οικογένειας κρίνει πότε ο γιος του έχει έλθει σε ηλικία γάμου και ειδοποιεί τη γυναίκα του σχετικά, κι αυτή κάνει την εκλογή της βάσει των γνωριμιών της. Πιο συχνά τους μελλόνυμφους τους διάλεγαν με τη βοήθεια προξενητριών.[33] Η μητέρα μαζί με τη μεσίτρια και κάποιες συγγενείς της ή γνωστές της πηγαίνει στο σπίτι της υποψήφιας νύφης για να κάνει τη γνωριμία μαζί της και με τη σειρά της η μητέρα της νύφης ζητάει πληροφορίες για τον υποψήφιο γαμπρό την κατάστασή του και τον πατέρα του. Το αναφέρει κι αυτή με τη σειρά της στον σύζυγό της κι αυτός αποφασίζει ανέκκλητα. Αν η υποψήφιες είναι περισσότερες τότε οι επισκέψεις είναι περισσότερες. Τελικά πατέρας και γιος αποφασίζουν. Ο πατέρας του νέου με συγγενείς ή φίλου μεταβαίνει κι αυτός στην κατοικία της μέλλουσας νύφης και συνομιλεί με τον πατέρα της για την τελική συμφωνία. Ο γαμπρός στέλνει δώρα στην γυναίκα του και το αγιρλίκ, τη συνεισφορά του στα έξοδα του γάμου. Μερικές ημέρες αργότερα υπογράφεται το σύμφωνο του γάμου (νικάχ) μπροστά στον ιμάμη. Η τελετή αυτή πραγματοποιείται στην κατοικία της μνηστής. Ο μέλλων πεθερός καταβάλλει το ποσό σαν παρακαταθήκη που θα παραμείνει στα χέρια της νέας συζύγου σε περίπτωση διαζυγίου. Τότε παρεμβαίνει ο Ιμάμης ο οποίος συντάσσει το συμφωνητικό του γάμου, καταχωρεί το ποσό της ρητρας και δέχεται τη συγκατάθεση, που την επαναλαμβάνει τρεις φορές ο νέος. Ο ιμάμης πηγαίνει στο χαρέμι όπου βρίσκεται περιστοιχισμένη από τους γονείς και τις φίλες της της κοινοποιεί το καθοριζόμενο και τελικά αποδεκτό, ποσό της ρήτρας, και την ρωτάει τρεις φορές αν δέχεται τον νέο για σύζυγό της. Ο ιμάμης επέστρεφε στο νέο μεταφέροντάς του τη συγκατάθεση της μνηστής του και ότι το συμφωνητικό είχε υπογραφεί. Από εκείνη τη στιγμή ο γάμος είχε ολοκληρωθεί.[34]
Σε κάποιες περιπτώσεις ο γάμος διαρκούσε μία εβδομάδα δίνοντας την ευκαιρία στις δύο οικογένειες να επιδείξουν τον πλούτο τους. Διάφορες τελετουργίες διεξάγονταν καθημερινά: την Τρίτη η αρραβωνιαστικιά έκανε το λουτρό της, την Τετάρτη το βράδυ η αρραβωνιαστικιά έβαφε με ένα χρυσό νόμισμα κόκκινα τα χέρια της για καλοτυχία συνοδεία χορών, τραγουδιών αντρών και γυναικών. Την Πέμπτη η νύφη παρουσιαζόταν με τα κοσμήματά της στις καλεσμένες που της έφερναν δώρα. Τότε έρχεται και ο αρραβωνιαστικός της για μια σύντομη πρώτη γνωριμία. Το ίδιο βράδυ δίνεται ένα πρώτο γεύμα με τη συμμετοχή αντρών και του ιμάμη, προσεύχεται από κοινού (νυχτερινή προσευχή) και ο γαμπρός αποχαιρετώντας τον ιμάμη, τον πατέρα και τον πεθερό του, οδηγείται από τις γυναίκες του σπιτιού στο δωμάτιο της αρραβωνιαστικιάς, όπου οι δυο τους μένουν μόνοι. Τότε η νύφη αφαιρεί τον φερετζέ της. Την Παρασκευή δίνονται χωριστά γαμήλια γεύματα για άνδρες (στο σελαμλίκι) και γυναίκες (στο χαρέμι) χωρίς η σύζυγος να εμφανιστεί σε αυτά. Τη Δευτέρα δίνεται ένα γεύμα από τους γονείς του συζύγου στους συμπεθέρους και τους φίλους της οικογένειας.[35]
Η Παλαιά διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για τη νόμιμη ηλικία γάμου της νέας. Σε νεαρή ηλικία παντρεύονταν συνήθως ο άντρας και η γυναίκα. Συνήθως προηγείται ο γάμος της μεγαλύτερης αδερφής, αν και δεν ήταν επίσημα υποχρεωτικό.
Ο βασιλιάς Ιωακείμ παντρεύεται στα 16 του και ο Ιωσίας στα 14. Αργότερα οι Ραββίνοι ορίζουν το 12ο έτος για το κορίτσι και το 13ο για το αγόρι. Γι’ αυτό και η ανάμειξη των γονιών στο γάμο των παιδιών τους ήταν μεγάλη.
Ούτε η νεαρή κοπέλα ούτε το νεαρό αγόρι θα μπορούσε να γνωρίσει ο ένας τον άλλο.[36] Κατά κανόνα οι γονείς επιλέγουν τον σύζυγο της νέας: για να διαλέξει μια γυναίκα για τον Ισαάκ ο Αβραάμ στέλνει τον δούλο του που κανονίζει την υπόθεση με τον Λάβαν, αδελφό της Ρεβέκκας,[37] αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις (Ισαάκ, Ιησούς του Ναυή) ο Ιακώβ εκλέγει τη σύζυγό του, η Δείνα, κόρη του Ιακώβ επιλέγει το σύζυγό της, ο Σαμψών επιλέγει τη γυναίκα του και παίρνει τη συγκατάθεση των γονιών του.[38]Ο πατέρας κατευθύνει μερικές φορές την εκλογή του γιου του. Έτσι, συνήθως οι γονείς προκρίνουν ως κριτήριο επιλογής συζύγου τις αρχές της νομαδικής κοινωνίας (ενδογαμία): ο Τωβίτ προτρέπει τον γιο του Τωβία να διαλέξει σύζυγο με βάση αυτό το κριτήριο, αλλά και ο πατέρας του Ιακώβ λέει στο γιο του να μην είναι Χαναναία. Καθώς όμως πολλές νέες κυκλοφορούσαν ελεύθερες ή δούλευαν στα χωράφια, μπορούσαν να είναι και πιο απροστάτευτες άρα και θύματα πιθανώς βιασμών με συνέπεια τον ‘’αναγκαστικό γάμο’’ και απαγόρευση διάλυσής του και την καταβολή ενός αρκετά μεγάλου ποσού, (το Δευτερονόμιο μιλάει για 50 αργυρούς σίκλους).[39]
Ο γάμος μεταξύ συγγενών (‘’ενδογαμία’’) ήταν συνηθισμένος, για παράδειγμα γάμοι μεταξύ εξαδέλφων-κατάλοιπο του νομαδικού βίου. Ίσχυε όμως και η εξωγαμία (γάμος έξω από το συγγενικό κύκλο) και οι ‘’μικτοί γάμοι’’ με αλλοδαπές γυναίκες.[40]
Η ζήτηση σε γάμο γινόταν από τον ενδιαφερόμενο ή συγγενείς του οποίου απευθύνονταν στους γονείς της κοπέλας. Αυτοί συζητούσαν και καθόριζαν και τους όρους της συμφωνίας. Εκεί καθοριζόταν και το ύψος των χρημάτων που θα πληρωνόταν από τον γαμπρό.[41]
Οι αρραβώνες είναι η υπόσχεση γάμου που δίνεται πριν από την τελετή του γάμου: τη Ρεβέκκα την υποσχέθηκαν στον Ισαάκ στη Μεσοποταμία.[42] Τα νομικά κείμενα δείχνουν πως οι αρραβώνες ήταν μια συνήθεια αναγνωρισμένη και με νομική βάση. Έτσι ένας νέος που αρραβωνιάστηκε και ακόμα δεν παντρεύτηκε, δεν πηγαίνει στον πόλεμο.[43]
‘’Μωχάρ’’ ήταν το ποσό που έδινε ο μνηστήρας στον πατέρα της νύφης. Δεν ήταν προκαθορισμένο αλλά αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον πατέρα της νύφης. Το συνηθισμένο ποσό του Μωχάρ ήταν μικρότερο και ίσως ίσο με το ποσό που κατέβαλε ο Φαραώ Αμένοφις Γ’ για τις γυναίκες της Γκέζερ που πήρε στο χαρέμι του. Το ποσό του Μωχάρ δινόταν και σε εργασία ή σε είδος ή ανδραγάθημα: έτσι ο Ιακώβ δούλεψε 14 χρόνια για να πάρει συζύγους τις δύο αδελφές, Λεία και Ραχήλ, ο Δαβίδ έδωσε εκατό ακροβυστίας αλλοφύλων για να πάρει την κόρη του Σαούλ Μελχόχ, ενώ ο Οθονιέλ πρέπει για να παντρευτεί την Άσχα, κόρη του Χάλεβ πρέπει προηγουμένως να καταλάβει μια πόλη, την Δαβίρ.[44]
Η υποχρέωση καταβολής στην οικογένεια της νύφης ποσού προσδίδει στον γάμο μορφή αγοραστικού συμβολαίου, με τα οποία ο σύζυγος αποκτά δικαιώματα στη σύζυγο. Τα δικαιώματα του συζύγου στη σύζυγό του δεν ήταν εμπράγματα επειδή αυτή αντίθετα με ό,τι ίσχυε για τη δούλη, δεν εθεωρείτο πράγμα. Το Μωχάρ δεν το καρπωνόταν ο γονέας. Το Μωχάρ ήταν αμοιβή για το άθικτο της κόρης, τρόπος εξασφαλίσεως της κόρης σε περίπτωση χηρείας (κοινωνική ασφάλεια) και ίσως τεκμήριο της αξιότητας του γαμπρού, δηλαδή τεκμήριο αξιότητας του γαμπρού, δηλαδή κοινωνικό αντιστάθμισμα. Είναι το αντίδωρο για τη συγκατάθεση της οικογένειας της νύφης και της ίδιας της νύφη. Το Μωχάρ δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα δώρα που κατέβαλε ο γαμπρός κατά το γάμο του.[45]
Τα δώρα είναι συνήθως κοσμήματα, πολυτελή ζώνη, ενδύματα για τη νύφη, δώρα για τα άλλα μέλη της οικογένειας, τα οποία σε περίπτωση διαλύσεως του αρραβώνα έπρεπε να επιστραφούν στο διπλάσιο.[46]
Έχοντας γενική ισχύ τα κωλύματα ήταν: α) η στενή συγγένεια β) το αλλόθρησκο γ) η κοινωνική κατάσταση (χήρα, διαζευγμένη, ιερόδουλος). Ο γάμος εντός της οικογένειας απαγορεύεται, επειδή πιστεύεται ότι η αγχιστεία δημιουργεί δεσμούς αίματος. Οι προερχόμενοι από ιερατικό γένος δεν μπορούσαν να παντρευτούν μια ιερόδουλη ή μια διαζευγμένη. Ο Αρχιερέας έπρεπε να παντρευτεί μια Ισραηλίτισσα παρθένα. Ειδικό κώλυμα γάμου ήταν η ύπαρξη προηγούμενου γάμου με το ίδιο πρόσωπο: δεν μπορούσε Ισραηλίτης να πάρει πάλι ως σύζυγό του τη γυναίκα, που είχε χωρίσει, αν αυτή είχε μείνει χήρα από επόμενό της γάμο.[47]
Ο γάμος δεν είναι θρησκευτική πράξη ή τελετή αλλά υπόθεση καθαρά πολιτική ή ‘’αστικού δικαίου’’.[48] Η μόνη γραπτή συμφωνία γάμου που έχουμε ήταν στον Τωβία. Αν και κάτι δεδομένο στη Μεσοποταμία, τα μόνα συμβόλαια γάμου που μας έχουν σωθεί είναι από την Εβραϊκή αποικία της Ελεφαντίνης τον 5ο αι. π.Χ. Η έλλειψη μνείας συμβολαίου στην Παλαιά Διαθήκη είναι μάλλον τυχαία.[49] Ο γάμος συνιστούσε αφορμή εορτασμού με σπουδαιότερο σημείο την είσοδο της νύφης στην οικία του γαμπρού. Ο γαμπρός ντυμένος με λαμπρά ενδύματα περιστοιχισμένος από τους φίλους του και από μουσικούς υποδεχόταν την μελλοντική σύζυγό του, η οποία ήταν ντυμένη πολυτελώς και με καλυμμένο το πρόσωπό της και αυτή περιστοιχισμένη από τις φίλες της. Κατά τη διάρκεια της τελετής το ζευγάρι στέκεται κάτω από ένα κεντημένο πέπλο που στηρίζεται σε τέσσερις στύλους και συμβολίζει το μελλοντικό τους σπίτι. Η τελετή ολοκληρώνεται με το σπάσιμο ενός ποτηριού κάτω από τα πόδια του γαμπρού. Αυτή η πράξη υποδηλώνει πως και οι στιγμές της μεγάλης ευφορίας πρέπει να εξισορροπούνται από στιγμές σημαντικής περίσκεψης.[50] Γαμήλια τραγούδια αγάπης εξυμνούσαν τα προσόντα των δύο συζύγων. Μετά ακολουθούσε παράθεση γεύματος στους γονείς της κόρης. Η γιορτή διαρκούσε επτά ημέρες και μπορούσε να διαρκέσει και για δυο εβδομάδες.[51]
Ο γάμος γινόταν πραγματικότητα ήδη από την πρώτη νύχτα. Από τη νύχτα αυτή φύλαγαν το σεντόνι το λερωμένο με το αίμα που αποδείκνυε την παρθενία της νύφης, πράγμα που αναιρούσε κάθε συκοφαντία κατά της συζύγου.[52]
Όλοι οι οπαδοί του Ζωροαστρισμού και οι ιερείς της θρησκείας αυτής ενθαρρύνονται να παντρεύονται. Ο γάμος ευλογείται από δύο ιερείς οι οποίοι ζητούν από τον Αχούρα Μάσντα να χαρίσει στο ζευγάρι γιους και εγγονούς και προτρέπουν το ζευγάρι να κρατήσει τις πρακτικές του Ζωροαστρισμού μέσω της ευσέβειας και να ζητά την αιώνια πνευματική ευτυχία. Στο τέλος ανταλλάσσονται οι βέρες.[53]
Ο Σιχισμός απορρίπτει την αγαμία. Όλοι οι γκουρού των Σιχ ήταν παντρεμένοι. Οι γραφές αναφέρουν ότι ο γάμος είναι ένας πνευματικός δεσμός και υποστηρίζουν την ιδέα του ενός πνεύματος σε δυο σώματα. Ο γάμος θεωρείται ως σχέση προκαθορισμένη από τον Θεό και όχι κοινωνικό συμβόλαιο. Δεν μπορεί να λυθεί-γι’ αυτό και δεν υπάρχει όρος για το διαζύγιο στη γλώσσα των Σιχ.[54]
Το ζευγάρι με του συγγενείς έρχονται στο ναό πριν από την ανατολή του ηλίου. Επαγγελματίες ψάλτες ψέλνουν ύμνους ειδικούς για την πρωινή προσευχή. Ο υπεύθυνος της λατρευτικής σύναξης μπροστά στο ‘’Adi Granth Shib’’ υπενθυμίζει τα συζυγικά καθήκοντα στους μελλονύμφους και έπειτα ψάλλονται ύμνοι από το ‘’Granth’’-το ιερό βιβλίο του Σιχισμού- ειδικοί για την περίσταση. Στο τέλος το ζευγάρι κρατώντας από τις δύο άκρες ένα σάλι μαζί με φίλους και συγγενείς κάνουν τέσσερις κύκλους γύρω από την ιερή γραφή, το ‘’Adi Granth’’ και αυτό τους καθιστά συζύγους. Αυτή η τελετή ομοιάζει με την ανάλογη γαμήλια του Ινδουισμού, εκτός από τη χρήση του Adi Granth.[55]
Ο γάμος είναι υπόθεση των οικογενειών κι όχι προσωπική υπόθεση, πιθανώς οι νέοι έκαναν σχετική πρόταση στους γονείς τους. Οι γονείς βασικά ήταν αυτοί οι οποίοι ζητούσαν την άδεια από τους δασκάλους με τους οποίους τα αγόρια τους είχαν περάσει τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους. Αφού ολοκληρωνόταν το γεύμα με μια πομπή έφερναν οι γέροι του πατρικού σογιού ένα τσεκούρι στους δασκάλους ζητώντας να κόψουν-συμβολικά-τους δεσμούς τους με το παιδί τους. Τότε οι δάσκαλοι έπαιρναν το τσεκούρι κι αποχωρούσαν σε παράταξη από το σπίτι του νέου.[56]
Οι γονείς επέλεγαν τη μέλλουσα σύζυγο, αφού είχαν συμβουλευτεί τους μάντεις τους, οι οποίοι είχαν διαβάσει τα σημάδια της γέννησης των δύο μελλονύμφων. Παίζουν ένα διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των δύο οικογενειών και αφού υποβάλλουν σχετική πρόταση στους γονείς της νύφης, εκείνοι συσκέπτονται και αποδέχονται τη σχετική πρόταση. Η ημέρα του γάμου καθοριζόταν μετά από σχετική συμβουλή των μάντεων για να θέσουν το γάμο υπό ευοίωνο σημείο, όπως το καλάμι, ο πίθηκος, το θαλάσσιο τέρας, ο αετός, το σπίτι. Ακολουθούσαν οι ετοιμασίες των φαγητών, του κακάο, των λουλουδιών, των πιπών για τη γιορτή του γάμου.[57]
Σε πολλές ιστορικές περιόδους και πολιτισμούς απαντάται το φαινόμενο ένας νεκρός να συνοδεύεται από έναν νεκρό του άλλου φύλου, κυρίως αν ο πρώτος είναι άνδρας ο δεύτερος να είναι γυναίκα: ο ανύπαντρος νεκρός θεωρείται μια ιδιαίτερη ‘’επικίνδυνη’’ για τον κόσμο των ζωντανών, ομάδα νεκρών. Προκειμένου να εξευμενιστεί και να γίνει πιο ευτυχής εκεί που θα είναι, συντροφεύεται στην ταφή του με κάτι άψυχο εν είδει νυμφίου ή νύμφης: (μπανανιά για του άντρες ή σπαθί για τις γυναίκες στους Σεγκίτι-κάστας των Τελούγκου) ή με μια ανύπαντρη πεθαμένη (Κίνα) ή σκοτώνανε τη κοπέλα για να ακολουθήσει τον νεκρό στον τάφο (μια φυλή του Τράνσβααλ).[58] Αν πάλι ένας άντρας και μια γυναίκα συζούν, αλλά πεθάνει ο ένας από τους δυο χωρίς να έχουν προλάβει να παντρευτούν, τότε πραγματοποιείται ένας εικονικός γάμος μεταξύ τους: μια κοπέλα ντυμένη νύφη ακολουθεί το νέο στην τελευταία κατοικία του κρατώντας δυο στεφάνια που το ένα το ρίχνει πάνω στο λείψανο και το άλλο το κρατάει η ίδια. (κάστα Μαντράς Ινδιών, μεσαιωνική Γερμανία).[59]
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς προέκυψε ο γάμος: με πιο σημαντική αυτή που υποστηρίζει πως ο γάμος εφευρέθηκε για την προστασία των γυναικών.[60]
Η απαρχή του γάμου δεν βρίσκεται στα άτομα, αλλά στον δεσμό μεταξύ ομάδων οι οποίες ανταλλάσσουν μεταξύ τους γυναίκες: οι ομάδες μπορούν να είναι οικογένειες ή κοινής καταγωγής. Ο γάμος δεν είναι (κατ’ αρχήν) και δεν μπορεί να είναι προσωπική υπόθεση. Ο τρόπος που εκτυλίσσεται ένας γάμος δείχνει πως πρόκειται για μια σύμβαση μεταξύ δύο ομάδων. Η οικογένεια που δίνει την κόρη της υφίσταται μια απώλεια: η αναχώρηση της κόρης-νύφης συνιστά μια ρωγμή στην αλληλεγγύη της οικογενειακής ομάδας, μια βίαιη διαδικασία. Οι τελετές του γάμου συμβολίζουν την εχθρότητα ανάμεσα στις δυο οικογένειες (μερικές φορές αναπαριστούν απαγωγή ή κλοπή της γυναίκας). Η υπέρβαση της κρίσης είναι σταδιακή και επίπονη: δείπνα, επισκέψεις οικογενειών).[61]
Ο γάμος εντάσσεται από τους λαογράφους στον ευρύτερο εθιμικό κύκλο και τον ‘‘κύκλο της ζωής’’ που συμπεριλαμβάνει τη ‘‘γέννηση’’ και το ‘‘θάνατο’’.[62] Η θρησκευτική ζωή ως σύστημα αξιών και πρακτικών συμπεριφορών επιδρά στη διαμόρφωση συγκεκριμένων συμπεριφορών κατά τις κρίσιμες περιστάσεις της ζωής του ανθρώπου, όπως είναι και ο γάμος. Έτσι παράλληλα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας υφίστανται και μια σειρά από πρακτικές με λαϊκό χαρακτήρα που αποσκοπούν στην θεία εύνοια, την αποτροπή από ποικίλους κινδύνους και της ευνοϊκής επίδρασης του μέλλοντος.[63]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.