Remove ads
1ος Πρόεδρος Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1974) και προκαθήμενος Εκκλησίας της Κύπρου (1950-1977) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, Πάνω Παναγιά Πάφου, 13 Αυγούστου 1913 - Λευκωσία, 3 Αυγούστου 1977) ήταν Ελληνοκύπριος επίσκοπος και πολιτικός, που διατέλεσε προκαθήμενος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι τον θάνατό του και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 16 Αυγούστου 1960 μέχρι τον θάνατό του στις 3 Αυγούστου 1977.
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ | |
---|---|
1ος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας | |
Περίοδος 16 Αυγούστου 1960 – 15 Ιουλίου 1974 | |
Αντιπρόεδρος | Φαζίλ Κιουτσούκ Ραούφ Ντενκτάς |
Προκάτοχος | Η θέση δημιουργήθηκε |
Διάδοχος | Νίκος Σαμψών (ντε φάκτο, έγινε πρόεδρος κατόπιν πραξικοπήματος) |
Περίοδος 7 Δεκεμβρίου 1974 – 3 Αυγούστου 1977 | |
Διάδοχος | Σπύρος Κυπριανού |
Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου | |
Περίοδος 18 Σεπτεμβρίου 1950 – 3 Αυγούστου 1977 | |
Προκάτοχος | Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄ |
Διάδοχος | Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 13 Αυγούστου 1913 Παναγιά, Επαρχία Πάφου, Βρετανική Κύπρος | ,
Θάνατος | 3 Αυγούστου 1977 (63 ετών) Λευκωσία, Κύπρος |
Εθνότητα | Έλληνας |
Υπηκοότητα | Κύπρος |
Πολιτικό κόμμα | Ανεξάρτητος |
Σπουδές | Θεολογία Κοινωνιολογία της θρησκείας |
Επάγγελμα | Κληρικός |
Θρήσκευμα | Χριστιανός Ορθόδοξος |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Πάφου, Πάνω Παναγιά. Ο πατέρας του βιοποριζόταν από έναν μικρό αμπελώνα και ένα κοπάδι αιγοπροβάτων που κατείχε. Ενώ βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές, φοιτούσε στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού, στο οποίο ήταν εξαιρετικός μαθητής (πήρε βαθμό 9,5 με άριστα το 10). Ο δάσκαλος έκανε εισήγηση να συνεχίσει τις σπουδές του και, επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή για να τον υποστηρίξει σε κάτι τέτοιο, έκανε αίτηση να ενταχθεί ως δόκιμος στη Μονή Κύκκου. Μετά από εκτενείς εξετάσεις, ο νεαρός Μούσκος έγινε δεκτός το 1926[α].
Κατά τη διαμονή του στη Μονή Κύκκου ολοκλήρωσε το τριτάξιο Προγυμνάσιο (ελληνική σχολή) με τόσο καλούς βαθμούς, που το 1933 η μονή τον έστειλε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Και εκεί είχε εντυπωσιακή επιτυχία ως μαθητής, ώστε το 1936, όταν επέστρεψε στη μονή, ανέλαβε διευθυντής της ελληνικής σχολής. Το 1938 έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, από το 2ο έτος άρχισε να σπουδάζει παράλληλα και στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1943. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τις δυνάμεις του Άξονα, το 1941, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Κύπρο, οπότε παρέμεινε στην Αθήνα και μάλιστα εντάχθηκε στην Οργάνωση Χ. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944, ο Μακάριος παρέμεινε στην Αθήνα και, στις αρχές του 1946, χειροτονήθηκε ιερωμένος και τοποτηρητής με τίτλο Αρχιμανδρίτη στον ναό της Αγίας Παρασκευής Πειραιά[1].
Τον Σεπτέμβριο του 1946 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ. Εκεί, πέραν της θεολογίας, παρακολούθησε μαθήματα Θρησκευτικής Κοινωνιολογίας[1]. Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη εν τη απουσία του Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο[1]. Λίγο αργότερα, μετά την ενθρόνιση του ως Επίσκοπος Κιτίου, ανέλαβε διευθυντής του τετραμελούς Γραφείου της Εθναρχίας, με σκοπό το συντονισμό του αγώνα για την «Ενωση»[1], αποστολή της οποίας στάθηκε σκληρός υποστηρικτής. Σε κήρυγμα του, στις 4 Δεκεμβρίου 1949, κατά την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, έλεγε: «Δεν πιστεύουμε, όπως κάνουν μερικοί προδότες και αγγλόφιλοι, πως η Ένωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αγγλοελληνικής φιλίας. Η Ένωση δε χαρίζεται, κερδίζεται με συνεχή αγώνα»[β] Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β', τo 1950, ο 37χρονος τότε Μακάριος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στον λόγο του, υποσχέθηκε στον λαό ότι θα εργαστεί άοκνα για την Ένωση Κύπρου-Ελλάδας[2].
Ο νεαρός Αρχιεπίσκοπος στράφηκε στην ελληνική κοινή γνώμη για να στηρίξει τον αγώνα της Ενώσεως από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Ο Παπάγος δεν είχε διάθεση να συγκρουστεί με την Αγγλία, μιας και η Ελλάδα ήταν ακόμη εξασθενημένη από τον Εμφύλιο. Ωστόσο αναγκάστηκε να δραστηριοποιηθεί υπό την πίεση της κοινής γνώμης[3]. Ωστόσο η Ελλάδα απευθύνθηκε συνολικά 5 φορές στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου και πάντα προσέκρουε στην αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας και της Τουρκίας. Ακολούθησε ο θυελλώδης αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955-1959, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες. Κατά την διάρκεια του αγώνα, ο Μακάριος απέρριψε τόσο το σχέδιο Χάρντινγκ όσο και το σχέδιο Ράντκλιφ καθώς δεν υπήρχε σαφής οδικός χάρτης για αυτοδιάθεση[4][5]. Τελικά αναγκάστηκε, μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, και προ της απειλής του Σχεδίου Μακμίλλαν, που προέβλεπε διχοτόμηση της Κύπρου, να προσυπογράψει τη λύση της εγγυημένης ανεξαρτησίας με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου[3] και επέστρεψε θριαμβευτικά στη Κύπρο.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο. Υποψήφιοι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον οποίο υποστήριζε το νεοϊδρυθέν Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας (ΕΔΜΑ) στο οποίο εντάχθηκαν αρκετοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ο Ιωάννης Κληρίδης (πατέρας του μετέπειτα προέδρου Γλαύκου Κληρίδη), ο οποίος ήταν επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης Κύπρου και υποστήριζε και το ΑΚΕΛ. Ο Μακάριος κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 66,29%[6].
Γενικά από την ανάληψη των καθηκόντων του στη Προεδρία της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, λόγω ακριβώς της προϊστορίας του αλλά και του ρόλου του, ειδικά στον κυπριακό αγώνα, αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό (Έλληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) αναγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού. Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη ενώ ο σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν[εκκρεμεί παραπομπή].
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης κατέρρευσαν τον Δεκέμβριο του 1963, μετά την απόφαση του Μακαρίου για τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος. Το επιχείρημα του Μακαρίου ήταν πως το σύνταγμα ήταν ανεφάρμοστο. Ωστόσο, τα 13 αυτά σημεία καταργούσαν την δικοινοτικότητα του κράτους[7]. Ο Μακάριος υποστήριζε από την αρχή της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας οτι οι συμφωνίες ήταν αποτέλεσμα εκβιασμού και τις αντιμετώπιζε ως λύση ανάγκης. Για παράδειγμα, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1962 ο Μακάριος έφτασε στην Αθήνα και έγινε δεκτός στο αεροδρόμιο Ελληνικού από τον βασιλιά Παύλο. Την 1η Οκτωβρίου έδωσε συνέντευξη Τύπου, όπου μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι «η δοθείσα δια των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου λύσις εις το Κυπριακόν δεν ήτο εκείνη δια την οποίαν διεξήχθη ο αγών. Ήτο, όμως, η μόνη εφικτή... Η εν Ελλάδι διατύπωσις αντιρρήσεων δια την δοθείσαν λύσιν σημαίνει εν τινι μέτρω, προσπάθειαν αντλήσεως κομματικών ωφελημάτων»[8].
Με την κατάρρευση των συμφωνιών, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τις δομές του Κράτους και εγκλείστηκαν σε θύλακες, και ο Μακάριος επανέφερε την Ένωση ως επίσημη πολιτική. Ωστόσο το 1968, μετά από 2 στρατιωτικές κρίσεις (1964, 1967) επανέφερε την πολιτική του ευκταίου, αν και εξακολουθούσε να απορρίπτει την φιλοσοφία των συμφωνιών Ζυρίχης για δικοινοτικό κράτος[9]. Η θέση του Μακαρίου ήταν περίεργη: από τη μια ήταν νομικά και διπλωματικά υποχρεωμένος να εργαστεί στο πλαίσιο της συμφωνίας σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την άλλη όμως οι Ελληνοκύπριοι τον έβλεπαν ως εθνάρχη τους και προορισμένο να τους οδηγήσει στην Ένωση. Ο βασικός λόγος που εκλεγόταν διαρκώς μέχρι και το 1974 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν επειδή είχε δώσει ελπίδες στους Ελληνοκύπριους ότι η κατάσταση της ανεξαρτησίας ήταν παροδική και σταδιακά θα οδηγούνταν στην Ένωση. Αυτό έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην επί σειρά εκλογικών αναμετρήσεων επανεκλογή του, δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήθελαν διακαώς την Ένωση. Πάντως, για τις προθέσεις του ίδιου του Μακαρίου και κατά πόσο εργαζόταν ή όχι προς την κατεύθυνση της Ένωσης, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα[10][11].
Από την άλλη μεριά, οι Τουρκοκύπριοι, ενώ ήταν ικανοποιημένοι με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας, δεν πείθονταν για την καλή πίστη του Μακαρίου και των Ελληνοκύπριων υπουργών του. Μία από τις πιθανές αιτίες αυτού του σκεπτικισμού ήταν ότι ο Μακάριος δεν εμπιστεύτηκε ποτέ στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρό του, Κιουτσούκ[10]. Τον Αύγουστο του 1964, επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κοινοτήτων και δύο τουρκικά αεριωθούμενα βομβάρδισαν ελληνοκυπριακές θέσεις, προκαλώντας και απώλειες αμάχων[12]. Αντίστοιχα, και οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας εκτραχύνθηκαν, με αποκορύφωμα τους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης το 1964.
Κατά του Μακαρίου οργανώθηκε στις 8 Μαρτίου 1970 επιχείρηση για τη δολοφονία του, η οποία απέτυχε.
Κατά την αρχιεπισκοπία του Μακαρίου Γ', οι Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιος, Κυρηνείας Κυπριανός και Κιτίου Άνθιμος, προέβησαν σε εκκλησιαστικό πραξικόπημα. Ο Κιτίου Άνθιμος προοριζόταν για αντικαταστάτης του Μακαρίου από τη χούντα του Παπαδόπουλου. Η τριάδα των ιεραρχών από τον Μάρτιο του 1972, ζητούσε επίμονα την παραίτηση του Μακαρίου από την προεδρία της Δημοκρατίας, απειλώντας να τον κηρύξουν έκπτωτο από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο. Ακολούθως με ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο συγκλήθηκε «Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος» στις 14 Ιουλίου 1973 που αποφάσισε την απομάκρυνση των τριών μητροπολιτών από τούς θρόνους τους λόγω παρασυναγωγής εναντίον του Πρώτου. Επίσης με πρωτοβουλία του Μακαρίου δημιουργήθηκαν δύο νέες Mητροπόλεις: η Μητρόπολη Λεμεσού, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου, και η Μητρόπολη Μόρφου, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κυρηνείας. Ακολούθως εξελέγησαν οι νέοι Μητροπολίτες Λεμεσού Χρύσανθος και Μόρφου Χρύσανθος.[13][14]
Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄, κατ' εντολή της Χούντας των Αθηνών, με σκοπό την ανατροπή του Μακαρίου και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα [15][16][17]. Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Μακάριος υποδεχόταν μια σχολική αντιπροσωπία από την Αίγυπτο[18]. Δυο φάλαγγες με άρματα και μονάδες ΛΟΚ επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο και στο φιλομακαριακό Εφεδρικό Αστυνομικό Σώμα, που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.[18] Ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει και, μέσω του Τρόοδους, κατέληξε στην Πάφο, όπου εξεφώνησε διάγγελμα προς τον λαό, ανακοινώνοντάς του ότι είναι ακόμη ζωντανός.[18]
«Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες δια να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος και εφόσον εγώ ζω η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση. Ο κυπριακός ελληνισμός δεν ανέχεται πραξικοπήματα και δικτατορίες. Η χούντα εχρησιμοποίησε τεθωρακισμένα και τανκς, δια να κάμνη πραξικόπημα. Αλλ’ η αντίστασις της προεδρικής φρουράς, η αντίστασις του λαού μας εσταμάτησε τα τεθωρακισμένα, εσταμάτησε τα τανκς. Μόνον κατόρθωμα της χούντας ήτο η κατάληψις του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος δια να μεταδίδη από ραδιοφώνου ψευδολογίας και να ομιλή δήθεν περί κυβερνητικής αλλαγής. Μην υπακούης εις οιασδήποτε οδηγίας ή διαταγάς της χούντας τας οποίας μεταδίδει από του ΡΙΚ. Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, η χούντα απεφάσισε να καταστρέψη την Κύπρον, να τη διχοτομήση, αλλά δεν θα το κατορθώση. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την χούντα. Μη φοβηθής. Διαδήλωσε την θέλησιν και την απόφασίν σου να αντισταθής, να αγωνισθής. Ενταχθείτε όλοι εις τας νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η χούντα δεν πρέπει να περάση και δεν θα περάση. Νυν υπέρ πάντων αγών. Και ο αγών τον οποίον την στιγμήν αυτήν ο κυπριακός ελληνισμός διεξάγει είναι αγών ιερός και η νίκη θα είναι ιδική μας. Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω ο ελληνικός κυπριακός λαός! Ζήτω το έθνος!»
Ακολούθως, ο Μακάριος, μέσω Μάλτας και Λονδίνου, έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου, στις 19 Ιουλίου, έλαβε μέρος στην σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στο Λονδίνο είχε συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον. Στις 19 Ιουλίου και από το βήμα του Οργανισμού, ο Μακάριος εξαπέλυσε έναν ιστορικό του λόγο, στον οποίο κατηγόρησε δριμύτατα την ελληνική χούντα για σχεδίαση του πραξικοπήματος και «εισβολή στην Κύπρο». Έκλεισε λέγοντας:
«...Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου. Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο. Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού»[19]
Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, ενώ η πραξικοπηματική κυβέρνηση του Νίκου Σαμψών στην Κύπρο και η Χούντα των Αθηνών κατέρρευσαν, μη μπορώντας να αντιδράσουν στρατιωτικά.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς, κατά την οποία αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία[20].
Ο Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου, σε ηλικία 63 ετών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.