Με την ονομασία Ανακωχή του Μούδρου ή Συνθήκη του Μούδρου ή Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου χαρακτηρίζεται η γνωστή συμφωνία ανακωχής, που συνήφθη στον όρμο Μούδρο της Λήμνου, στις 17/30 Οκτωβρίου[1]1918 και υπογράφτηκε την επομένη 18/31 Οκτωβρίου, μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Αντάντ (Entente), αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφετέρου, σηματοδοτώντας ουσιαστικά και τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο συνεχιζόμενος την εποχή εκείνη Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Καλοκαίρι του 1918) άρχισε να γέρνει υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ, με συνέπεια η Οθωμανική αυτοκρατορία, σύμμαχος των κεντρικών δυνάμεων, να έχει ήδη χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις της στη Μέση Ανατολή. Η οδυνηρή αυτή εξέλιξη και ο τεράστιος αριθμός προσφύγων που συνεχώς κατέφθανε στην Κωνσταντινούπολη, υποχρέωσε τον τότε πρωθυπουργό - Μέγα Βεζίρη Ταλάτ Πασά, να σπεύσει πρώτος και να ζητήσει ανακωχή των επιχειρήσεων. Έτσι, κατ' εντολή του, στις 22 Σεπτ/5 Οκτωβρίου φθάνουν στην Αθήνα, προερχόμενοι από Σμύρνη, δύο Τούρκοι διπλωμάτες, όπου ζητούν από τον εν Αθήναις Άγγλο πρέσβη Γκρανβίλ τη σύναψη ανακωχής. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 25 Σεπτ/8 Οκτωβρίου, ο Γάλλος στρατηγός Φρανσαί ντ' Εσπεραί έλαβε εντολή από το ανώτατο συμβούλιο της Αντάντ να κατευθύνει την αγγλική στρατιά, που βρισκόταν στη Μακεδονία, προς Κωνσταντινούπολη. Ο δε Άγγλος στρατηγός Μιλν, που διοικούσε επτά μεραρχίες στο μέτωπο Βουλγαρίας, να κινηθεί προς τη γραμμή Αδριανούπολης - Δεδέαγατς και με τρεις φάλαγγες να ξεκινήσει προέλαση ομοίως προς Κωνσταντινούπολη. Από την εξέλιξη αυτή παύεται ο Ταλαάτ Πασάς και τη θέση του ανέλαβε ο Αχμέτ Ιζζέτ Πασάς. Παράλληλα, η Αγγλία ορίζει τον διοικητή των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, ναύαρχο Σόμερσετ Κάλθορπ, πληρεξούσιο της Αντάντ για τη σύναψη της σχετικής συνθήκης, η οποία και ορίστηκε για το τέλος Οκτωβρίου στον όρμο Μούδρο της Λήμνου, ακριβώς έναντι των Δαρδανελίων, όπου συνέχιζε να παραμένει ναυτική βάση της Αντάντ, από την ατυχή εκστρατεία της Καλλίπολης.
Σε συνέχεια των παραπάνω, που έγιναν γνωστά στην Υψηλή Πύλη, ο Ιζζέτ Πασάς αποφασίζει, αφενός τη διακοπή των σχέσεων με τη Γερμανία και, αφετέρου, όχι μόνο να ελευθερώσει τον Άγγλο αιχμάλωτο στρατηγό Τσαρλς Τάουνσεντ (από την πολιορκία της Κουτ κοντά στη Βαγδάτη), αλλά και να τον ορίσει, όλως παραδόξως, πληρεξούσιο της Υψηλής Πύλης και αρχηγό της αντιπροσωπείας στην οποία συμμετείχε επίσημα ο πρώην υποναύαρχος και υπουργός των Ναυτικών Χουσεΐν Ραούφμπεϊ, για τη διαπραγμάτευση της συνθήκης ανακωχής, για την οποία και μετέβησαν στο Μούδρο στις 7 Οκτ/20 Οκτωβρίου. Λίγες ημέρες πρωτύτερα, είχε καταπλεύσει εκεί, προερχόμενη από Μάλτα, και η μεγάλη μοίρα του αγγλικού στόλου, υπό τον ναύαρχο Κάλθορπ, ο οποίος και διαδέχθηκε το μέχρι τότε ναυτικό διοικητή Αιγαίου των συμμαχικών δυνάμεων, Γάλλο ναύαρχο Αμέ.
Με τη συνθήκη αυτή συμφωνήθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων της Αντάντ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αναλάμβανε τα ακόλουθα βάσει των 25 όρων - άρθρων της[2]:
2. Την υπόδειξη των σημείων και έκταση πόντισης ναρκών και τορπιλών και παροχή βοήθειας στην αλίευσή τους.
3. Τη συγκέντρωση όλων των αιχμαλώτων των συμμάχων και των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη και άμεση παράδοση αυτών.
4. Την παράδοση του τουρκικού στρατού (του οπλισμού) με άμεση αποστράτευση, εκτός του απόλυτα αναγκαίου για τη φύλαξη των συνόρων και την εσωτερική ασφάλεια. Η δε δύναμη που θα απέμενε και η κατανομή της, θα καθοριζόταν μεταγενέστερα, σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση.
5. Την άμεση παράδοση όλων των πολεμικών πλοίων στους Συμμάχους.
6. Την παροχή δυνατότητας στους Συμμάχους να καταλάβουν, για λόγους ασφάλειας, οποιαδήποτε στρατηγικά σημεία[3] επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έκριναν εκείνοι, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Οθωμανική κυβέρνηση[4].
7. Την ελεύθερη χρήση παντός λιμένος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από συμμαχικά πλοία.
8. Τη χρήση παντός υλικού επανόρθωσης που θα βρισκόταν σε τουρκικό λιμάνι.
9. Την ανεμπόδιστη κατάληψη του συστήματος υπόγειων διωρύγων της Ταυρίδας από τους συμμάχους.
10. Την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού από τα ΒΔ σύνορα με την Περσία και επάνοδο στα προπολεμικά.
11. Την παράδοση του ελέγχου των υποβρυχίων καλωδίων.
12. Την αποφυγή καταστροφής στρατιωτικού, ναυτικού ή εμπορικού υλικού, χωρίς προηγούμενη συμμαχική άδεια.
13. Την παραχώρηση κάθε δυνατής διευκόλυνσης στον ανεφοδιασμό των συμμάχων, με αγορά ανθράκων και ναυτικού υλικού, απαγορευμένης της εξαγωγής τους.
14. Τον έλεγχο όλου του σιδηροδρομικού δικτύου από αξιωματικούς των συμμάχων και την παράδοση του Βατούμ.
15. Την παράδοση των φρουρίων της Χετζάζης, Ασσίρ, Υεμένης, Μεσοποταμίας (Ιράκ), Τριπολίτιδας και Κυρηναϊκής.
16. Την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κιλικία, καθώς και τη διάθεση στις συμμαχικές δυνάμεις όλης της εξάρτησης, όπλων και πυρομαχικών, καθώς και πάσης φύσεως μεταγωγικών του "αποστρατευθησομένου" τουρκικού στρατού.
17. Την παράδοση των λιμένων της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής.
18. Την εντός μηνός απέλαση οποιουδήποτε Γερμανού ή Αυστριακού υπηκόου από την Οθωμανική επικράτεια.
19. Την αποδοχή παράλληλης τοποθέτησης αξιωματικών της Αντάντ στο Οθωμανικό Υπουργείο Επισιτισμού.
20. Την κατακράτηση από τους συμμάχους Τούρκων αιχμαλώτων, εκτός εκείνων που υπερέβησαν το όριο στρατιωτικής ηλικίας.
21. Την άμεση διακοπή οποιασδήποτε σχέσης (οικονομικής, εμπορικής κ.λπ.) με τις κεντρικές Δυνάμεις (όρος που είχε ήδη ικανοποιηθεί).
22. Την επιφύλαξη στους Συμμάχους να καταλάβουν οποιοδήποτε χώρο στο βιλαέτι της Αρμενίας, εφόσον εκδηλωθούν ταραχές.
Τα άρθρα 23 και 24 αφορούσαν κινήσεις των συμμαχικών δυνάμεων, ενώ το 25ο όριζε το τέλος των εχθροπραξιών τη μεσημβρίαν της ημέρας της υπογραφής, η οποία και ήταν η επομένη (31 Οκτωβρίου).
Η συνθήκη υπογράφτηκε επί του αγγλικού θωρηκτού «Αγαμέμνων», μεταξύ του ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων και των αντιπροσώπων του Σουλτάνου.
Οι παραπάνω όροι συντάχθηκαν στο Λονδίνο και στάλθηκαν τηλεγραφικά στον Άγγλο ναύαρχο μόλις τρεις ημέρες πριν τη συνομολόγησή - αποδοχή τους, μετά την οποία και έγιναν γνωστοί στις άλλες Δυνάμεις της Αντάντ (Γαλλία και Ιταλία), γεγονός που δημιούργησε μια ενδο-συμμαχική δυσαρέσκεια.
Ως κύρια αποτελέσματα της Συνθήκης αυτής μπορούν να εκτιμηθούν, πολύ περιληπτικά, τα ακόλουθα:
Θρίαμβος της αγγλικής πολιτικής. Η υπογραφή της συνθήκης από τον Άγγλο ναύαρχο επέφερε δυσφορία των Γάλλων και των Ιταλών, εκλαμβάνοντας την ενέργεια αυτή ως κυρίαρχη πλέον θέση της Αγγλίας στην Ανατολή (στο Ανατολικό ζήτημα).
Έκδηλος παραμερισμός των δύο συνεταίρων της Αντάντ, των Γάλλων και των Ιταλών (επί των συμφερόντων τους στο χώρο, που μένουν πλέον ακάλυπτα).
Η Αγγλία γίνεται η διάδοχος δύναμη της Γερμανίας στο χώρο.
Εκδήλωση χάους (πολιτικού, διπλωματικού και στρατιωτικού) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ουσιαστικά περιήλθε στη διάθεση των νικητών.
Ο ελληνικός πληθυσμός, για πρώτη φορά μετά από τα σκληρά καταπιεστικά μέτρα που δοκίμασε στη διάρκεια του πολέμου, κυριολεκτικά ξεσπαθώνει σε κύματα ενθουσιωδών εκδηλώσεων, ειδικότερα στη Σμύρνη, όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του τουρκικού, καθώς και στην Κωνσταντινούπολη[5]. Χαρακτηριστικοί επ΄ αυτού είναι οι στίχοι του ρεφραίν πολύ γνωστού παραδοσιακού ελληνικού τραγουδιού της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων της:
Έχε γειά, πάντα γειά*, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε.
(*) Αντί "πάντα γειά", σε νεότερες εκτελέσεις έχει αποδοθεί λανθασμένα "Παναγιά", παρασυρόμενο προφανώς από προηγούμενο στίχο που αναφέρεται στο "βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Μαυροφόρα" (= Παναγία), που όμως υπονοείται η παραμένουσα υπό οθωμανική κατοχή Κωνσταντινούπολη και "κορίτσια" της τα ελληνόφωνα προάστιά της.
Ανεξάρτητα όλων των παραπάνω, άξιο ιδιαίτερης προσοχής ήταν το γεγονός ότι η συνθήκη στερούταν παντελώς χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των άρθρων. Εκτός από το 21ο άρθρο, που είχε ικανοποιηθεί πριν τη συνομολόγηση, και το 15ο, που ουσιαστικά όλα τα φρούρια τελούσαν υπό πολιορκία, για τα υπόλοιπα υπήρξε μια αοριστολογία, εν γνώσει, μάλιστα, ότι υπήρχε ήδη άτακτος τουρκικός στρατός που δρούσε ελεύθερα. Όταν, πλέον, έφθασαν προ της Κωνσταντινούπολης οι ναυτικές συμμαχικές δυνάμεις, ξεκίνησε η παράδοση των οθωμανικών πλοίων. Αντίθετα, τα φρούρια των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου παρέμειναν με όλο τον εξοπλισμό τους.
Όσον αφορά τις συμμαχικές δυνάμεις που διαλαμβάνονται στο κείμενο, σαφώς υπονοούνται η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία και με ισχύ την αγγλογαλλική συμφωνία περί ζωνών δράσης, που είχε συνομολογηθεί στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1917, μετά την ανατροπή προηγούμενης συμφωνίας, που επήλθε από τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τη δυσφορία που προκάλεσε η αγγλική σπουδή στη συνομολόγηση της συμφωνίας αυτής και των επιπτώσεων που είχε εντός της συμμαχίας, καθίστατο αντιληπτή ποια θα ήταν, ή κατά πόσο θα ήταν σύννομη, η μέλλουσα στάση των Γάλλων και Ιταλών, ευρύτερα, στην περιοχή, γεγονός που δεν διέφυγε της εκπληκτικής διορατικότητας, όπως απεδείχθη αργότερα, του Ιωάννη Μεταξά.
Κατά την υπογραφή της συνθήκης, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι.
Η ημερομηνία της υπογραφής της εν λόγω συνθήκης (30 Οκτωβρίου του 1918) θα καταστεί αργότερα προσδιοριστική ημερομηνία στον καθορισμό του, διεθνή σήμερα, όρου εταμπλί (= εγκατεστημένος), στη συνθήκη της Λωζάνης που θα περιπλέξει την εφαρμογή της επί μια πενταετία.
Η πρώτη ημερομηνία είναι με το παλαιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στην Ελλάδα όπου και φέρονται καταγεγραμμένα τα γεγονότα, η δε δεύτερη με το νέο ημερολόγιο που ακολουθούσαν χώρες της Ευρώπης
Ειδικότερα επ΄ αυτού του όρου - παροχής δυνατότητας των Συμμάχων - και βάσει της από 6 Μαΐου1919 εξουσιοδότησης του Ανωτάτου Συμβουλίου, όπου μερικούς μήνες μετά της συνομολόγησης, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη Ελληνικός στρατός, ποτέ όμως με τον χαρακτήρα του κυρίαρχου στρατού επί των εκεί εδαφών.
Σϋμφωνα με τους όρους της ανακωχής ακολούθησε η άμεση κατάληψη των Στενών του Ελλησπόντου από Αγγλικές και Γαλλικές δυνάμεις καθώς επίσης και η άφιξη αγγλογαλλικών στρατιωτικών τμημάτων στη Κωνσταντινούπολη (4 Νοεμβρίου1918)
Στη ναυτική δύναμη της Αντάντ που διέπλευσε τα Δαρδανέλια και κατέπλευσε στη Κωνσταντινούπολη συμμετείχαν και τα ελληνικά πολεμικά πλοία: το Θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, καθώς και τα αντιτορπιλικά τα λεγόμενα θηρία ΠΑΝΘΗΡΑΕΤΟΣ και ΙΕΡΑΞ που καταπλέοντας στο Βόσπορο αγκυροβόλησαν προ του Σουλτανικού ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ, (14 Νοεμβρίου1918), προκαλώντας τον ενθουσιασμό των Ελλήνων της Πόλης