From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Οικονομία της Τουρκίας απο το 2017 μέχρι σήμερα, είναι μια από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Μέσης Ανατολής, μαζί με το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία[1]. Είναι η 7η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης[2] και η 13η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως[3]. Ως μέλος της Ομάδας των 20 και της τελωνειακής ένωσης ΕΕ - Τουρκίας, η Τουρκία ξεκίνησε επίσημα τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Οκτώβριο του 2005.
Η Τουρκία παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2011 (8.5%) και το 2010 (9.1%[4]) αλλά το 2014 είχε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2.9%.
Η τουρκική λίρα έχασε το 30% της αξίας της το 2018 και το 2019 η ανεργία έφτασε το 14.7%[5]. Ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων ξεπερνούσε το 30% το 2019. Η Τουρκία αντιμετωπίζει επίσης το πρόβλημα της μετανάστευσης μέρους της μορφωμένης νεολαίας της λόγω της πολιτικής καταστολής και της οικονομικής κρίσης. Το 2017 ο αριθμός των εξερχόμενων μεταναστών ήταν 113.326, αυξημένος κατά 63% από πέρσι[6].
Η δομή της παραγωγής στην Τουρκία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική εκπροσώπηση της βιομηχανίας και της γεωργίας και την υποεκπροσώπηση των υπηρεσιών. Η Τουρκία είναι μια βιομηχανική χώρα όπου η γεωργία κατέχει σημαντική θέση στην παραγωγή εθνικού πλούτου. Ο τομέας της βιομηχανίας αντιπροσωπεύει το 26.6% του ΑΕΠ [4] έναντι ποσοστού 63.7% για τις υπηρεσίες και 9.6% για τη γεωργία.
Η ζωτικότητα της τουρκικής οικονομίας εξηγείται από τους παρακάτω παράγοντες:
Η τουρκική οικονομία είναι σχετικά ανοικτή. Το εξωτερικό εμπόριο αντιπροσωπεύει το 48% του ΑΕΠ [4] ενώ συγκριτικά, το εξωτερικό εμπόριο αποτελεί το 22% του ΑΕΠ στη Βραζιλία και το 88% στη Γερμανία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της χώρας. Το εξωτερικό εμπόριο της χώρας είναι σε μεγάλο βαθμό ελλειμματικό, δηλαδή εισάγει περισσότερα απ'ότι εξάγει.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία ενισχύει το οικονομικό της άνοιγμα υπογράφοντας συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλα κράτη. Με τον τρόπο αυτό, η Τουρκία ανοίγει νέες αγορές για τις εξαγωγικές εταιρείες και προωθεί την προμήθεια πρώτων υλών. Η κυβέρνηση εργάζεται για να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών της. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Τουρκία πρέπει:
Η συνεχής ιδιωτική κατανάλωση, ο υψηλός ρυθμός επενδύσεων και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ωθούν τη χώρα να καταφύγει σε ροές ξένων κεφαλαίων (άμεσες ξένες επενδύσεις και επενδύσεις χαρτοφυλακίου). Το ποσοστό αποταμίευσης (οι αποταμιεύσεις στην Τουρκία συνιστούν ένα ποσό το οποίο ισοδυναμεί με το 14.5% του ΑΕΠ [4]) ξεπερνά αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου (12.9%) και των Ηνωμένων Πολιτειών (11.6%) αλλά αυτό το ποσό δεν επαρκεί για την παροχή του απαραίτητου ποσού για την ανάπτυξη της χώρας. Η δύναμη της τουρκικής οικονομίας το 2010 συνοδεύτηκε από πληθωριστικές πιέσεις (το 2010 η Τουρκία είχε μέσο όρο πληθωρισμού 8.7%).[7]
Το 2010 τα δημόσια οικονομικά βρίσκονταν υπό έλεγχο. Εκτιμάται ότι η Τουρκία θα έχει αποπληρώσει το υπόλοιπο χρέος της προς το ΔΝΤ μέχρι τον Απρίλιο του 2013. Ακολουθούν στατιστικά της τουρκικής οικονομίας για το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού:
Η χώρα έχει σχετικά καλά αποθέματα εισαγωγών.
Ο πολιτικός κίνδυνος (country risk) προσεγγίζει τα επίπεδα των ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο, οι τουρκικές αποταμιεύσεις είναι ανεπαρκείς. Η χώρα εξαρτάται από τα ξένα κεφάλαια και θεωρείται ότι το ιδιωτικό εξωτερικό της χρέος αυξάνεται απότομα, αυξάνοντας τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Μεταξύ του 2000 και του 2010, το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας τριπλασιάστηκε και έφθασε τα 294 δισ. Δολάρια ΗΠΑ [4].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.