πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου του 1940 έως τις 23 Απριλίου του 1941 From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (στην Ελλάδα αναφέρεται και ως Πόλεμος του '40 ή Έπος του '40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τη 1 Ιουνίου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας από τις γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Η ιταλική κυβέρνηση, μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα, απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια αόριστα στρατηγικά σημεία της Ελλάδας. Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής από τα βόρεια σύνορα της χώρας, ο ελληνικός στρατός είχε προελάσει στην Βόρειο Ήπειρο και στα αλβανικά εδάφη, ως αποτέλεσμα της μέχρι τότε αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ιταλο-αλβανικών δυνάμεων. Η άρνηση της Ελλάδας εορτάζεται στην Επέτειο του Όχι.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Μέρος της Βαλκανικής Εκστρατείας του Β' Π.Π. | |||
Χρονολογία | 28 Οκτωβρίου 1940 – 1 Ιουνίου 1941 | ||
Τόπος | Ελλάδα (Ήπειρος, Κέρκυρα), Αλβανία (Βόρεια Ήπειρος), Ιταλία (Τάραντας, Στενά του Οτράντο) | ||
Έκβαση | • Ελληνική νίκη και αντεπίθεση στην Ιταλική Αλβανία, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου από την Ελλάδα.
• Συνέχιση του Ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία, όπου οι ελληνικές και ιταλικές δυνάμεις έρχονται σε αδιέξοδο. • Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα οδηγεί στην από κοινού κατοχή της χώρας από τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία. | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Ο πόλεμος αυτός ήταν προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία και που άρχισε να εκδηλώνεται με την έναρξη του Β' Π.Π. και ειδικότερα μετά τη συνομολόγηση του Χαλύβδινου Συμφώνου. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από τη στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί τη γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο. Το τελεσίγραφο αυτό απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Μεταξά (το γνωστό «Όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον Ιταλικό Στρατό σε υποχώρηση. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ένα τέταρτο σχεδόν του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις: Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα, απελευθερώνοντας έτσι τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου για τρίτη φορά μέσα στον 20ό αιώνα. Η μεγάλη αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή βόρεια της Χειμάρρας, γεγονός που σφράγισε έτσι την νίκη των Ελλήνων στο μέτωπο[5]. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα επίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου, και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Β' Π.Π. και ανύψωσε το ηθικό των λαών στην Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς, που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941 ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας[6].
Η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα, που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», στο δόγμα "Mare Nostrum" που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα[7].
Ήδη από τη δεκαετία του 1910, τα ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας. Η Αλβανία ήταν από τη δημιουργία της ένα προτεκτοράτο της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικής μειονότητας. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλο-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή[9]. Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών[10]. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα[11], από τα Ιόνια νησιά. Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797) βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου - Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928)[12].
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με όλους τους γείτονές της. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας (1930) και του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, η απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας θεωρείτο ότι είχε εξαλειφθεί. Η Αλβανία ήταν εξαιρετικά αδύναμη για να αποτελεί απειλή, ενώ το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας δεν προέβαλε σοβαρές αξιώσεις επί της Μακεδονίας. Για τους λόγους αυτούς, μόνη πραγματική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν η Βουλγαρία και οι αξιώσεις που έτρεφε, ήδη από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, έναντι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανήλθε στην εξουσία το 1936, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο αναδιοργάνωσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της δημιουργίας ισχυρής αμυντικής γραμμής κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων[13]. Η αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε και ονομάστηκε «Γραμμή Μεταξά».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά και τις παραμονές του πολέμου δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων σε διάφορα σημεία της χώρας. Την περίοδο 1935-1939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, πυρομαχικών, αεροσκαφών τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ[14].
Παρόλα αυτά, το 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλμους, μεταφορικά μέσα, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό[15]. Στο Ναυτικό και στην Αεροπορία, εκτός του πεπαλαιωμένου υλικού, η έλλειψη εξοπλισμού ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, το στελεχιακό δυναμικό του στρατεύματος είχε αποδυναμωθεί από την απόταξη των αξιωματικών του κινήματος του 1935 που υποστήριζαν τον Βενιζέλο. Όμως οι ελλείψεις αυτές δεν επηρέασαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο βαθμό που θα περίμενε η ιταλική ηγεσία, καθώς οι συνεχείς ασκήσεις και μυστικές κλήσεις προεπιστράτευσης εφέδρων μετά το 1937 για τη στελέχωση στρατιωτικών μονάδων, η βρετανική συνδρομή σε αεροπορικά μέσα (έστω και μικρή) και η επίταξη 150.000 κτηνών, όπως και η αυτοθυσία των χωρικών της Ηπείρου, για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού, έλυσαν πολλά από τα προβλήματα[16].
Η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας συνέβη όταν η Ελλάδα ψήφισε τις οικονομικές κυρώσεις στην Κ.Τ.Ε (1935) εναντίον της Ιταλίας λόγω της επίθεσης της τελευταίας κατά της Αιθιοπίας. [17]Λίγο αργότερα η Βρετανία στις 6 Δεκεμβρίου 1935, έθεσε το ερώτημα στις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία, αν επρόκειτο να υποστηρίξουν τη Μεγάλη Βρετανία σε περίπτωση Βρετανο-ιταλικής σύρραξης λόγω των κυρώσεων στην Κ.Τ.Ε. Η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαυία και η Τουρκία εξέφρασαν την υποστήριξή τους.[18] Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας άρχισαν να ψυχραίνονται μετά την απόρριψη της ανανέωσης της 10ετούς Ελληνοιταλικής συμφωνίας Βενιζέλου - Μουσολίνι, το 1938. Τον Ιούνιο του 1937, ο Μεταξάς δήλωνε στη Sunday Times, σε συνέντευξή του στην Αθήνα, ότι τα ελληνικά συμφέροντα συνδέονται με την Αγγλία.[19] Όπως επίσης τον Μάιο του 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνέντευξή του στην Ντέιλι Τέλεγκραφ ανέφερε είμεθα ουδέτεροι εφ΄όσον χρόνον θέλει η Αγγλία να είμεθα ουδέτεροι.[20] Στις 7 Απριλίου 1939, ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας[21]. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τον φασισμό και τον ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία.
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς ο Μεταξάς, άλλαξε το αμυντικό σχέδιο και δημιούργήθηκε ένα καινούριο από τους στρατιωτικούς επιτελείς του. Αυτό ονομαζόταν ΙΒ (Ιταλία - Βουλγαρία) και προέβλεπε δυο σενάρια. Το πρώτο σενάριο προέβλεπε, επίθεση της Ιταλίας ενώ το δεύτερο επίθεση της Ιταλίας συνεπικουρούμενη από τις ένοπλες δυνάμεις της Βουλγαρίας.[22] Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του «Χαλύβδινου Συμφώνου» Ιταλίας - Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στη Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν από τους Ιταλούς ως κατοχική αστυνομική δύναμη. Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά. Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το αγγλικό στρατόπεδο το οποίο ευνοούσε εξάλλου και ο αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Ο τελευταίος παρείχε μεν στήριξη στο Καθεστώς της 4ης Αυγούστου αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν ο δικτάτορας προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα, την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη και του αρχηγού της Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του φρανκικού καθεστώτος ο οποίος σύχναζε στην Ισπανία. Ο φον Κανάρις, πάντως, παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά,[23] παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής και τότε διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες «εγγυήσεις» δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας.
Ο Χίτλερ με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 1939, στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία, εξασφάλισε τη συμμαχία Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα ρουμανικά πετρέλαια ως δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση-αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου»[24]. Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων.[25]
Όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτέθηκε στην Πολωνία, σε μια σαφή κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι ως συνεργαζόμενος - σύμμαχος με τη Γερμανία, κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πράχοβα της Ρουμανίας. Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, περιοχή όπου η Ιταλία ήταν, μαζί με τη Γερμανία, συνεγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας[26]. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί, όχι μόνο η κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου (σε πρώτη φάση), όπως προέβλεπε το σχέδιο πολέμου Emergenza G, αλλά η κατάκτηση ολόκληρης της Ελλάδας (σε δεύτερη φάση ή ταυτόχρονα). Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή, καθώς εκείνη την περίοδο μόνο εννέα μεραρχίες βρίσκονταν στην Αλβανία. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (άτομο πάντως που χρωστούσε τη θέση του στην υποταγή του στο κόμμα), υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου. Ο Μουσολίνι καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της εισβολής την 26η Οκτωβρίου και ήλπιζε πως η εκκαθάριση της Ηπείρου θα γινόταν ως τις 10 με 15 Νοεμβρίου[27]. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli»[28] (αιτία πολέμου)α[›]. Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις Γ' προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη τη στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.
Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση ιταλικών αεροσκαφών εντός του ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού Έλλη, στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου, από ιταλικό υποβρύχιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους[29].
Συνεπώς ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ολότελα αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925 (βλ. 28 Οκτωβρίου) Αλλά και από ένα δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα (βλ. ιταλικές προκλήσεις παρακάτω) που προμήνυαν με βεβαιότητα σχεδόν την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση, η Ελλάδα βρέθηκε ειδοποιημένη και έτοιμη να προβάλει αξιόλογη αντίσταση[30]. Επιπρόσθετα, στις 26 Οκτωβρίου 1940, το Ιταλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο "Στέφανι" μετέδωσε την (ψευδή) είδηση ότι ελληνική ένοπλη συμμορία είχε δήθεν εισβάλει στο αλβανικό έδαφος και είχε προσβάλει με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες ένα στρατιωτικό φυλάκιο κοντά στην Κορυτσά. Την επόμενη ημέρα (παραμονή της κήρυξης του πολέμου) το ίδιο πρακτορείο μετέδωσε νέα προπαγανδιστική είδηση, σύμφωνα με την οποία Έλληνες ή Βρετανοί πράκτορες πέταξαν βόμβες κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη των Αγίων Σαράντα. Οι ειδήσεις διαψεύσθηκαν αμέσως από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων[31].
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»)β[›]. Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ' άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Ορισμένοι πάλι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων.[32]
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα[33] προς τον ελληνικό λαό[34], στο οποίο κατέληγε με τα εξής λόγια: « Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νύν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών. » Κατόπιν αυτού, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις, ενώ συνελήφθησαν πολλά άτομα ιταλικής υπηκοότητας (ανάμεσά τους και αρκετοί καλλιτέχνες). Εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευσαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν[35]. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα.[εκκρεμεί παραπομπή] Προσδοκώντας κινήσεις νομιμοποίησης του ΚΚΕ από το καθεστώς και θεωρώντας ότι ακολουθεί οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο φυλακισμένος ηγέτης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, Νίκος Ζαχαριάδης, έγραψε στις 31 Οκτωβρίου Ανοιχτό Γράμμα, με το οποίο καλούσε όλους τους Έλληνες να στηρίξουν ανεπιφύλακτα την πολεμική προσπάθεια υπό την κυβέρνηση, ενώ 600 κομμουνιστές κρατούμενοι της Ακροναυπλίας ζήτησαν να σταλούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά ο Μανιαδάκης έθεσε ως όρο την αποκήρυξη των ιδεών τους.[36] Όταν, όμως, ο ελληνικός στρατός προέλασε στην Αλβανία, ενώ το καθεστώς δεν προχώρησε σε ανταλλάγματα προς το ΚΚΕ, ο Ζαχαριάδης αναθεώρησε τη στάση του και σε δύο μεταγενέστερα γράμματά του, που έμειναν αδημοσίευτα, κατηγόρησε το Μεταξά ότι έβαζε τη χώρα σε έναν ιμπεριαλιστικό κατακτητικό πόλεμο και καλούσε τους Έλληνες στρατιώτες να ανατρέψουν την κυβέρνηση με στόχο τη σύναψη ειρήνης.[37]
Επίσης, εξόριστοι δημοκράτες των νησιών των Κυκλάδων (Φολέγανδρος, Κίμωλος, Ανάφη) με αίτησή τους, ζήτησαν από το Υπουργείο Ασφαλείας να σταλούν στο μέτωπο, οι μεν άνδρες στην πρώτη γραμμή, οι δε γυναίκες ως νοσοκόμες σε προωθημένα ιατρεία, όπως στην Κίμωλο με πρωτοστάτες τη Φούλα Χατζιδάκη και τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Μετά την αρνητική απάντηση των κρατούντων και μπροστά στον κίνδυνο να τους παραδώσουν στους ναζί, οι εξόριστοι συνεδρίασαν και αποφάσισαν δραπέτευση.[38][39][40]
Όταν τελικά ο πόλεμος είχε ξεσπάσει στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, στο Βερολίνο επικράτησε οργή για την ακατανόητη και λανθασμένη πράξη από πλευράς στρατηγικής του Μουσολίνι. Ειδοποίησαν τον Μεταξά ότι η παρουσία μικρών βρετανικών αεροπορικών μονάδων δεν αποτελούσε αιτία κήρυξης πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας εφόσον βέβαια τους απαγορευόταν η χρήση αεροδρομίων στη Βόρεια Ελλάδα.[41][42]
Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Με την ενίσχυση νέων δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην Ήπειρο και στα νησιά, θα ακολουθούσε η προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας[43].
Το μέτωπο στη Νότια Αλβανία είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του φτωχού οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πίνδου χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.
Την παραμονή της επίθεσης στην Ελλάδα στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αλβανίας, υπό τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, υπάγονταν οι εξής ιταλικές δυνάμεις[44]:
Τις παραπάνω δυνάμεις συνέδραμε η Ιταλική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Regia Aeronautica), η οποία διέθεσε στο μέτωπο της Αλβανίας 179 καταδιωκτικά, 225 βομβαρδιστικά και 59 αναγνωριστικά, συνολικά δηλαδή 463 αεροσκάφη[45].
Η επιτυχής εφαρμογή του σχεδίου στηρίζονταν στην αιφνιδιαστική εισβολή με ταχυκίνητα μέσα, με σκοπό να προλάβει την επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού. Ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών, στρατηγός Σοντού, διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι σε μια βδομάδα ο Ιταλικός Στρατός θα ήταν στα Ιωάννινα και σε 15 με 20 μέρες θα ήταν στην Πρέβεζα[46].
Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο των Ιταλών, από τις 9 μεραρχίες που διέθεταν στην Αλβανία 2 διατέθηκαν για προκάλυψη προς τη Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3 για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας. Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την ιταλική υπεροχή. Ενώ λοιπόν οι κατευθύνσεις ενέργειας του ιταλικού στρατού, και ιδιαίτερα προς το τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές, οι δυνάμεις που διατέθηκαν για αυτό τον σκοπό ήταν (πλην των αλπινιστών) ακατάλληλες. Τα ιταλικά άρματα και μηχανοκίνητα ήταν περιορισμένα στο φτωχό οδικό δίκτυο, όχι όμως και οι ελληνικές μονάδες, που χρησιμοποιούσαν άλογα και μουλάρια και κινούνταν άνετα στα μονοπάτια των βουνών της Ηπείρου. Στην υποτίμηση λοιπόν από τους Ιταλούς του ηθικού του αντιπάλου και στην υπερτίμηση της δικής τους ισχύος πυρός, αεροπορίας και αρμάτων, προστέθηκαν οι αντίξοες εδαφικές και καιρικές συνθήκες [47].
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία-Βουλγαρία», για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος - Μέτσοβο - Αλιάκμονας - Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία[εκκρεμεί παραπομπή]. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της VIII Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας - Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία.
Οι ελληνικές δυνάμεις σε όλη τη συνοριακή γραμμή με την Αλβανία αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν[48]:
Οι Έλληνες είχαν πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρία συντάγματα έναντι δύο των αντίστοιχων ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο ορειβατικό πυροβολικό και τουφέκια [49], αλλά λιγὀτερο βαρύ και πεδινό πυροβολικό[εκκρεμεί παραπομπή] και καθόλου άρματα μάχης. Επιπλέον οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στη σχεδόν απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα, με 400 σύγχρονα αεροσκάφη έναντι των 115 της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας(38 διώξεως, 27 βομβαρδιστικά, 50 παρατηρήσεως) και 28 της Ναυτικής Αεροπορίας, τα οποία ήδη τον Ιανουάριο του 1941 είχαν περιορισθή σε 49[50]. Ακόμη το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή και διακόπηκε η προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο». Ο David Hunt, Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών αποσπασμένος στην Αθήνα, ανέφερε: « Η ισχύς των Ελληνικών δυνάμεων είναι το πεζικό, πού μπορεί να πολεμήση με ένα καρβέλι ψωμί και μιά φούχτα ελιές την ημέρα»[51]
Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανέλια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, που γνώριζαν καλά γιά την αθρόα βοήθεια που πρόσφεραν οι Ιταλοί φανερά στον Κεμάλ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.[52][53]
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά, σε πολλά σημεία. Αντίξοες καιρικές συνθήκες και ενέργειες των υποχωρούντων εχθρών δεν επιβραδύνουν την προέλαση των δυνάμεών μας», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα[29].
Την 1η Νοεμβρίου, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο έδινε προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής[54] αλλά στο χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία συνετρίβησαν από τις δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας, οπότε στις 9 Νοεμβρίου οι επιθέσεις διακόπηκαν και οι ιταλικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχώρησαν και έλαβαν θέσεις άμυνας, απειλούμενες από την αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Πίνδου.
Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από τη διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο και τη διάβαση της Κατάρας, η οποία απειλούσε να διαχωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας. Η «Τζούλια» αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καθώς κατάφερε να απωθήσει τις λιγοστές δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου του συνταγματάρχη Δαβάκη, που είχε την ευθύνη για την άμυνα της περιοχής. Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Ο ρόλος άλλωστε του αποσπάσματος ήταν προκαλυπτικός, κατά τά κρατούντα την εποχή εκείνη που όριζαν επιβραδυντικό αγώνα 2 εβδομάδων μέχρι την ολοκλήρωση της επιστράτευσης[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».
Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.
Ο συνταγματάρχης Δαβάκης αν και δεν συμμετείχε στην ελληνική αντεπίθεση στις 2 Νοεμβρίου, εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στη συνέχεια στην Αθήνα. Οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν αυτές της «Τζούλια» που εγκατέλειψαν τη Βοβούσα, στις 4 Νοεμβρίου. Μέχρι την 7η Νοεμβρίου διεξήχθησαν ανηλεείς μάχες στην περιοχή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και οι αλπινιστές της «Τζούλια», που είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολέμησαν σκληρά για την επιβίωσή τους. Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε να υποχωρήσουν νότια του όρους Σμόλικα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα, όπου είχε προωθηθεί η 47η Μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την απόβαση στην Κέρκυρα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή της Κόνιτσας, που κατείχε η μεραρχία «Μπάρι» μέχρι την 16η Νοεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».
Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ' Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.
Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.
Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Έντεκα μεραρχίες πεζικού, δύο ταξιαρχίες Πεζικού και η Μεραρχία Ιππικού υπό τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά αντιμετώπιζαν δεκαπέντε ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία.[55]
Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Γ' Σώμα Στρατού, ενισχυμένα με μονάδες από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν επίθεση στις 14 Νοεμβρίου, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες τη διέσπασαν στις 17 Νοεμβρίου και μπήκαν στην Κορυτσά στις 22. Λόγω της αναποφασιστικότητας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο να αναδιοργανωθούν και να μην καταρρεύσουν τελείως παρόλο που στο στράτευμά τους είχε ήδη ξεσπάσει κρίση με παραιτήσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών.[56]
Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του Μετώπου. Το Α' και Β' Σώμα Στρατού προέλασαν στην Ήπειρο, και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς και το Αργυρόκαστρο ως τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμάρρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Αλλά οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να προωθηθούν προς το Μπεράτι, ενώ απέτυχε και η επίθεσή τους προς την Αυλώνα. Στη μάχη για την Αυλώνα, οι ιταλικές μεραρχίες «Λύκοι της Τοσκάνης», «Τζούλια», «Πινερόλο» και «Πουστέρια» υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική προέλαση σταμάτησε. Οι Έλληνες σταμάτησαν λόγω αριθμητικής υπεροχής, πλέον, των Ιταλών, και λόγω της απομάκρυνσής τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού. Χαρακτηριστικό είναι πώς από Αθήνα πρός Λάρισα κινούνταν μόνον δύο συρμοί την ημέρα με 240 τόνους εφοδίων και μικρές ταχύτητες, διότι έκαιγαν ξύλα με μικρή θερμική απόδοση και όχι άνθρακα[57]
Στο μεταξύ, ο στρατηγός Σοντού αντικαταστάθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου από τον Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Στις 4 Μαρτίου, με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Και ενώ, λίγες ημέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, με εντολή του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ, η ελληνική αεροπορία είχε ενισχυθεί με λίγα αεροσκάφη, τα οποία οι Βρετανοί απέσπασαν από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής, τώρα έφταναν στην Ελλάδα Βρετανικά αποικιακά στρατεύματα, αποτελούμενα από 34.000 Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς. Επιπλέον, ήρθαν 24.000 Βρετανοί στρατιώτες, 5.000 Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, καθώς και Άραβες, Εβραίοι και Παλαιστίνιοι εθελοντές[58]. Συγκεκριμένα, έστειλαν τέσσερις μεραρχίες, εκ των οποίων δύο τεθωρακισμένες, που αριθμούσαν 60.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του στρατηγού Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson).[59].Ήδη από τις 15 Νοεμβρίου 1940 είχαν στείλει, από τα αποθέματά τους, 180.000 ζεύγη άρβυλα, 350.000 ζεύγη κάλτσες και εκατοντάδες μουλάρια με δύο πλοία,το ένα των οποίων βυθίσθηκε[60]
Η στασιμότητα συνεχίστηκε, παρά τις επιμέρους εχθροπραξίες, καθώς και οι δυο αντίπαλοι ήταν πολύ αδύναμοι για να ξεκινήσουν νέα μεγάλη έφοδο. Οι Έλληνες ήταν σε μειονεκτικότερη θέση καθώς, έχοντας μετακινήσει εξοπλισμό και μονάδες από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορά τους για να κρατήσουν το αλβανικό μέτωπο, ήταν πλέον υπερβολικά ευάλωτοι σε πιθανή βουλγαρική ή γερμανική επίθεση.
Στη συνέχεια οι Ιταλοί, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την αναμενόμενη πλέον γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες (συνολικά μέχρι τέλους Φεβρουαρίου υπήρχαν στήν Αλβανία 25 ιταλικές μεραρχίες) έναντι των δεκατριών ελληνικών και, υπό την προσωπική επίβλεψη του Μουσολίνι, επιτέθηκαν στο στενό της Κλεισούρας. Ενδιάμεσοι αντικειμενικοί σκοποί τά υψώματα 709, 731, 1260 και ο κόμβος της Κλεισούρας,τελικός αντικειμενικός σκοπός η επανάληψη της προέλασης πρός Ιωάννινα[62] Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές βόρεια της Χειμάρρας και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι[63]. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης ο αριθμός των Ελλήνων τραυματιών ήταν, κατά μέσον όρο, 1.000 την ημέρα[64] Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της Εαρινής επίθεσης ήταν η Μάχη του υψώματος 731, εναντίον του οποίου επιτέθηκαν μονἀδες της μεραρχίας Μπάρι. Το ύψωμα παρέμεινε απόρθητο, χαρακτηρισμένο από τότε ως Ιερά Ζώνη γιά τους Ιταλούς, λόγω των βαρύτατων απωλειών τους[65]
Προβλέποντας τη γερμανική επίθεση, οι Βρετανοί και μερικοί Έλληνες ζητούσαν την υποχώρηση από την Ήπειρο, ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποκρούσουν του Γερμανούς. Παρά ταύτα, το εθνικό συναίσθημα δεν επέτρεπε να εγκαταλειφθούν ευαίσθητες εθνικά περιοχές που κατακτήθηκαν με τόσο κόπο. Έτσι, παρά τη στρατιωτική λογική, απορρίφθηκε η ιδέα οπισθοχώρησης έναντι των «ηττημένων» Ιταλών και ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε βαθιά στην Αλβανία, ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Ο στρατηγός Ουίλσον χλεύασε αυτό το «φετιχιστικό δόγμα του να μη δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς» το οποίο οδήγησε στο να μείνουν μόνο έξι από τις 21 ελληνικές μεραρχίες να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επίθεση[66].
Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου η μηχανοκίνητη γερμανική ταξιαρχία SS "Σωματοφυλακή Αδόλφου Χίτλερ" κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς και παρά την αντίθετη διαταγή του Στρατάρχη Παπάγου, παραμέρισε και υποκατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich), στις 20 Απριλίου[67]. Οι αρχικοί όροι της παράδοσης στους Γερμανούς θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι όμως εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς. Με τα επόμενα πρωτόκολλα παράδοσης σε Γερμανούς και Ιταλούς που υπέγραψε ο Τσολάκογλου, ο Ελληνικός Στρατός θεωρήθηκε αιχμάλωτος πολέμου, αλλά στις 2 Μαϊου ο Χίτλερ απελευθέρωσε τους πάντες «επειδή αγωνίσθηκαν με παράτολμο θάρρος και περιφρόνηση προς τον θάνατο»[68]
Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους. Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στη Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα. Μετά τη νίκη επί της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για τη νέα ιταλική Mare Nostrum («η θάλασσά μας», αναφερόμενος στη Μεσόγειο).
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 28/10/2020) |
Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό αποτελούνταν από το ήδη παλαιό θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά (εκ των οποίων 4 παλαιά), αρκετές τορπιλακάτους και 6 παλαιά υποβρύχια.
Στις αρχές του πολέμου περιορίστηκε στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο και στο Ιόνιο πέλαγος, τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό και μεταφορά στρατευμάτων και τραυματιών(ένα φορτηγό πλοίο της εποχής μετέφερε φορτίο όσο 40 τραίνα[εκκρεμεί παραπομπή]. Τα ελληνικά σκάφη αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο επιθέσεων από ιταλικά αεροσκάφη και υποβρύχια, που επιχειρούσαν έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα και την Ιταλία.
Ακολούθησαν περιορισμένες επιθετικές ενέργειες ενάντια σε ιταλικά σκάφη στα Στενά του Οτράντο. Τα αντιτορπιλικά προέβησαν σε τρεις θαρραλέες, αλλά άκαρπες νυχτερινές επιδρομές (14-15 Νοεμβρίου 1940, 15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Οι ελληνικές επιτυχίες ήρθαν από τα υποβρύχια, τα οποία κατόρθωσαν να βυθίσουν μερικά ιταλικά μεταγωγικά. Από την ιταλική πλευρά, παρότι ο ιταλικός στόλος υπέστη σημαντικές ζημιές από το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό κατά την Επιδρομή στον Τάραντα, τα ιταλικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά συνέχισαν να επιχειρούν, καλύπτοντας τις νηοπομπές εφοδιασμού μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Στις 28 Νοεμβρίου, μια ναυτική μοίρα βομβάρδισε την Κέρκυρα, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου και στις 4 Μαρτίου, έβαλαν κατά ελληνικών παράκτιων θέσεων στην Αλβανία. Στα τέλη του 1940 το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον τότε πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη βύθισε ανοιχτά του Αυλώνα δύο έμφορτα ιταλικά μεταγωγικά[70]. Στην ίδια περιοχή στις 29 Δεκεμβρίου 1940 βυθίστηκε αύτανδρο το υποβρύχιο Πρωτεύς με κυβερνήτη τον Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή. Σημαντική δράση, επίσης, είχαν και τα άλλα υποβρύχια του στόλου (Κατσώνης, Νηρεύς, Τρίτων).
Από τον Ιανουάριο του 1941, το κύριο μέλημα του ελληνικού ναυτικού ήταν η κάλυψη των νηοπομπών από και προς την Αλεξάνδρεια, σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό. Καθώς στις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο ιταλικός στόλος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του. Καλά πληροφορημένοι όμως οι Βρετανοί, κατόρθωσαν να αμυνθούν με επιτυχία ενάντια στους Ιταλούς στη Ναυμαχία του Ακρωτηρίου Ταίναρου στις 28 Μαρτίου.
Με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, στις 6 Απριλίου, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Η γερμανική υπεροπλία από αέρος προξένησε μεγάλες απώλειες σε ελληνικά και βρετανικά πλοία(οι κανόνες του πολέμου δεν εμπόδισαν τη Λούφτβαφφε να βυθίση τρία από τα πέντε ελληνικά νοσοκομειακά πλοία[71]), ενώ η κατάληψη της κυρίως Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης από τη Βέρμαχτ σήμανε το τέλος των συμμαχικών ναυτικών επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο μέχρι την Εκστρατεία των Δωδεκανήσων το 1943.
Με την πτώση της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τριάμισι χρόνια υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944. Συγχρόνως, ελληνικές χερσαίες δυνάμεις και πλοία συνέχιζαν τον πόλεμο μαζί με τους Βρετανούς στη Βόρειο Αφρική, ακόμη και στην ίδια την Ιταλία. Με τη γερμανική αποχώρηση από τα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1944, η χώρα απελευθερώθηκε, αλλά πολύ σύντομα έπεσε στη δίνη ενός πολύνεκρου εμφύλιου πολέμου.
Αναφέρονται οι απώλειες όλων των μετώπων και μαχών του Πολέμου 1940-41[72].
Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια καθυστέρησε την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα»[73], ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με τη Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ»[74]. Άλλοι συγγραφείς, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη[75].
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική αντίσταση χρειάστηκε, στην τελική της φάση, την επέμβαση των Συμμάχων. Η απόφαση να σταλούν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως πολιτική και όχι στρατιωτική. Εκ των υστέρων, η αποστολή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή στην Ελλάδα σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, χαρακτηρίστηκε από τον στρατηγό Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke) ως «αδιαμφισβήτητη στρατηγική γκάφα», καθώς οι δυνάμεις αυτές, από τη μία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να ανακόψουν τους προελαύνοντες Γερμανούς, ενώ από την άλλη θα μπορούσαν να είχαν παίξει αποφασιστικό ρόλο στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, όπου η συμβολή τους θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη νίκη πολύ νωρίτερα[εκκρεμεί παραπομπή]. Το γεγονός αυτό κατά τους Άγγλους δικαιολογείται απ' το ότι εκείνη τη στιγμή, αντί να εξαλείψουν για πάντα την Ιταλική παρουσία στη Β. Αφρική, έδωσαν καιρό στον Ρόμμελ να ετοιμάσει την εισβολή του, την οποία αργότερα πλήρωσαν ακριβά[εκκρεμεί παραπομπή]. Η πολιτική πρωτοβουλία εντούτοις χρεώνεται στον Τσώρτσιλ ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα ενός λαού που νικά τον Άξονα και που θα μπορούσε να αποβεί ένα μελλοντικό εφαλτήριο για μια επίθεση στα πλευρά των Γερμανών. Δυστυχώς όμως οι αγγλικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετές να περιφρουρήσουν όλη την Αυτοκρατορία, πράγμα που ήταν γνωστό στο Αγγλικό Επιτελείο ήδη απ το 1938, οπότε η κατά τα άλλα γενναία επέμβαση των Άγγλων στο πλευρό της Ελλάδας είχε το χαρακτηριστικό του «πολύ λίγο και πολύ αργά» για τα τότε δεδομένα.
«Μπενίτο, δεν είσαι ακόμα στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω Αδόλφε»
«Λέω, ακόμα δεν είσαι στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω!! Θα τηλεφωνείς από μακριά. Στο Λονδίνο είσαι;»
Ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στην Κατεχόμενη Γαλλία το χειμώνα 1940-41[76]
Πολύ σημαντικό επίσης ήταν και το ηθικό παράδειγμα, σε μια εποχή όπου μόνο η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιστεκόταν στις δυνάμεις του Άξονα, μιας μικρής χώρας η οποία, όχι μόνο αντιστεκόταν με τόλμη ενάντια σε μια, υποτίθεται παντοδύναμη, φασιστική Ιταλία, αλλά κατήγαγε και σημαντικές νίκες. Η αξία του ηθικού παραδείγματος τονιζόταν και στους διθυραμβικούς επαίνους γιά την Ελλάδα την εποχή εκείνη.
Ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που επαίνεσαν την υπερηφάνεια της ελληνικής αντίστασης. Σε επίσημο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου, ο Ντε Γκωλ εξέφραζε το θαυμασμό του για την ελληνική αντίσταση:
Στο όνομα του κατεχόμενου, πλην ακόμη ζωντανού γαλλικού λαού, η Γαλλία επιθυμεί να χαιρετίσει τον πόλεμο του ελληνικού λαού για την ελευθερία του. Η 25η Μαρτίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα στην κορυφή ενός ηρωικού αγώνα και στην κορυφή της δόξας της. Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.[77]
Η στοίχιση της Ελλάδας με τους Συμμάχους συνετέλεσε στο να της δοθούν τα κατεχόμενα από την Ιταλία, αλλά κατοικούμενα από Έλληνες, Δωδεκάνησα, το 1947, με τη λήξη του Πολέμου.
Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα» και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε σε βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, συνήθως παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται επίσης στρατιωτικές αλλά και μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία. Παρελάσεις, στρατιωτικές και μαθητικές για τον εορτασμό της επετείου, γίνονται επίσης και στην Κύπρο.
Κοντά στην επέτειο του όχι, τηλεόραση και ραδιόφωνο προβάλλουν επετειακές εκπομπές μνήμης και κάνουν ιδιαίτερη μνεία στην «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο, η οποία με τα πατριωτικά της τραγούδια εμψύχωνε τους στρατιώτες και μετέδιδε τον ενθουσιασμό της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο. Στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης της έχει αφιερωθεί ιδιαίτερος χώρος με ενθύμια της εποχής, δίσκους γραμμοφώνου, εποπτικό υλικό κ.τ.λ.
Ο Έλληνας αντιπρόσωπος στην Κοινωνία των Εθνών, Αθανάσιος Αγνίδης, προς τον Ιταλό συνάδελφό του τον Μάρτιο του 1941 [78]
Η πολύ χαμηλή επίδοση των ιταλικών δυνάμεων στις μάχες του αλβανικού μετώπου μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς λόγους, που όλοι μπορούν να θεωρηθούν συμπτώματα της γενικότερης κακοδαιμονίας του ιταλικού στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατηγός Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, στα απομνημονεύματά του, αποδίδει την αποτυχία της εκστρατείας κυρίως στην κακή οργάνωση, στις προσωπικές ίντριγκες, στη διαφθορά και στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υψηλών κλιμακίων των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά όμως, ο ίδιος ο Πράσκα θεωρείται ένας από τους κύριους υπευθύνους για την υποτίμηση της δύναμης του ελληνικού στρατού και τη συνεπακόλουθη πανωλεθρία του ιταλικού στρατού στα βουνά της Ηπείρου[79]. Λέγεται πως φοβόταν ότι, σε περίπτωση αύξησης των μονάδων της εισβολής, θα καλούσαν ανώτερό του στρατηγό να διοικήσει, παραμερίζοντάς τον ίδιο[εκκρεμεί παραπομπή] Οι ιταλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν αδιαμφισβήτητα προβλήματα τακτικής, καθώς επέδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία στο πεζικό[49]. Αντιθέτως, έναντι των Ελλήνων, είχαν σαφή υπεροχή στο πυροβολικό και στους όλμους και απόλυτη υπεροπλία στην αεροπορία, την οποία όμως δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Το χαμηλό κίνητρο, σε σχέση με τους Έλληνες, καθώς και το ανάγλυφο του πεδίου των μαχών, το οποίο βοηθούσε την ελληνική άμυνα, έπαιξαν επίσης ρόλο στην τελική έκβαση.
Παρά ταύτα, οι Ιταλοί έχασαν κυρίως σε επίπεδο στρατηγικής, πράγμα για το οποίο ήταν ευθέως υπεύθυνος ο Μουσολίνι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ούτε έναν μήνα πριν την εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε την αποστράτευση του μισού ιταλικού στρατού, ένα μέτρο το οποίο έγινε αποδεκτό από το Γενικό Επιτελείο, παρότι ο στρατηγός Μάριο Ροάτα προειδοποίησε ότι ο στρατός θα γινόταν μη λειτουργικός για αρκετούς μήνες[80]. Εκτός αυτού, η συνεχής υποεκτίμηση της ελληνικής ετοιμότητας είχε καταδικάσει την εκστρατεία σε αποτυχία εξαρχής. Όπως έγραψε ο Ιταλός ιστορικός Ρέντζο Ντε Φελίτσε:
Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου, με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από τη βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις και είχε επιστρατεύσει σχεδόν 350.000 άνδρες ως τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου. Οι Ιταλοί είχαν μόνον οκτώ μεραρχίες στην Αλβανία (δύο εκ των οποίων ήταν στραμμένες προς το γιουγκοσλαβικό στρατό) τον Οκτώβριο του 1940, ενώ οι Έλληνες είχαν αρχικά 14 μεραρχίες, κατάλληλα εκπαιδευμένες για πόλεμο σε ορεινό πεδίο μάχης. Η αρχική ιταλική επίθεση διεξήχθη από 105.000 στρατιώτες έναντι σχεδόν 350.000 Ελλήνων: να γιατί δεν είναι παράδοξο που μετά από μια βδομάδα η μεραρχία Julia σταμάτησε και σχεδόν περικυκλώθηκε. Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς, από στρατιωτική άποψη, γιατί το Commando Supremo δεν αντέδρασε ενάντια σε μια εκστρατεία εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία.[81]
Όμως, σύμφωνα με την Υγειονομική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, την 13η Νοεμβρίου 1940 η δύναμη όλων των μονάδων προς Αλβανία και Βουλγαρία, μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες και τις λοιπές Υπηρεσίες του Στρατού σέ όλη τήν χώρα, ανερχόταν σε 300.000 άνδρες περίπου[82]. Επίσης, σύμφωνα με τον Εντυ Μπάγιερ[83], τον Απρίλιο του 1941 κατέθεσαν τα όπλα 140.000 Έλληνες. Μία άλλη αξιοσημείωτη αποτυχία της ιταλικής πλευράς είναι η ακύρωση των επιθέσεων στα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη που θα αποτελούσαν ισχυρές προωθημένες βάσεις για το ιταλικό ναυτικό και την αεροπορία στη Μεσόγειο και η διάθεση των προορισμένων γιά εκεί μονάδων στο μέτωπο της Αλβανίας[εκκρεμεί παραπομπή]. Επειδή ήταν εύκολοι και ανυπεράσπιστοι στόχοι η ιταλική αεροπορία τα βομβάρδισε πολλές φορές.
Η αρχική ιταλική επίθεση είχε απέναντι 3 ελληνικές μεραρχίες,ένα σύνταγμα και το απόσπασμα Πίνδου, διότι η ελληνική επιστράτευση ολοκληρώθηκε μετά από 15 μέρες. Στό διάστημα αυτό οι Ιταλοί, αναγκαστικά λόγω της σθεναρής ελληνικής αντίστασης, ενέπλεξαν στο ηπειρωτικό μέτωπο και μονάδες που αρχικά προορίζονταν γιά απόβαση στά Ιόνια νησιά. Μόνον στη Δ. Μακεδονία ο Ελληνικός Στρατός υπερτερούσε κατά μερικά τάγματα.
Nέες μονάδες επιστρατεύονταν μέχρι καί τον Μάρτιο: oι 12η, 18η, 19η Μεραρχίες και η Ταξιαρχία Έβρου στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και η 20η Μεραρχία στη Φλώρινα, ὀπου εντάχθηκε και το Σύνταγμα των Δωδεκανησίων εθελοντών[84]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.