Remove ads
βασίλειο στη νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βασίλειον της Ελλάδος υπήρξε κράτος που αναγνωρίσθηκε με το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας το 1832 από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ρωσία). Αποτέλεσε το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έπειτα από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του οποίου βέβαια είχε προηγηθεί η δημιουργία της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος. Εδάφη του νέου αυτού κράτους αποτέλεσαν οι απελευθερωμένες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία περιοχές μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τη μετέπειτα παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Βασίλειον της Ελλάδος αναφέρεται η Ελλάδα σε όλο εκείνο το διάστημα της νεότερης ιστορίας της που πολίτευμα της χώρας είναι η βασιλευομένη δημοκρατία, δηλαδή από το 1832–1924 (οπότε και εγκαθιδρύθηκε η Β' Ελληνική Δημοκρατία), από το 1935–1941, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η Ελληνική Πολιτεία, κράτος μαριονέτα των δυνάμεων του Άξονα και τέλος από το 1944–1973, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η Γ' Ελληνική Δημοκρατία.
Η ελληνόφωνη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή και ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου για πάνω από 1100 χρόνια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ισχυρή δύναμη κατά τον Μεσαίωνα, αλλά υπέστη θανάσιμες πληγές από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους Σταυροφόρους το 1204, και σοβαρές επιπτώσεις από τη μάχη του Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071.
Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη με ευκολία το 1453 και επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο στη Βαλκανική Χερσόνησο καταλαμβάνοντας την Αθήνα το 1458. Οι Έλληνες διατήρησαν τον έλεγχο της Πελοποννήσου μέχρι το 1460, ενώ κάποια νησιά παρέμεναν υπό τον έλεγχο των Ενετών και Γενοβέζων, αλλά μέχρι το 1500 κυρίως. Οι περισσότερες πεδιάδες και νησιά της Ελλάδας έγιναν κτήσεις των Οθωμανών. Τα βουνά της Ελλάδας ήταν σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτα και αποτελούσαν καταφύγιο για τους Έλληνες που επιθυμούσαν να αποφύγουν την ξένη κυριαρχία και να συμμετάσχουν σε ανταρτοπόλεμο.[1]
Στο πλαίσιο της ένθερμης επιθυμίας για ανεξαρτησία από την τουρκική κατοχή και με τη ρητή επιρροή που δεχόταν από άλλες μυστικές εταιρείες σε άλλα μέρη της Ευρώπης, τρεις Έλληνες συναντήθηκαν το 1814 στην Οδησσόν σχεδιάζοντας τους κανονισμούς μιας μυστικής εταιρείας που θα λειτουργούσε με ελευθεροτεκτονικό τρόπο. Σκοπός της ήταν να ενώσει όλους τους Έλληνες σε μια ένοπλη οργάνωση για την ανατροπή της Τουρκοκρατίας. Οι τρεις ιδρυτές ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα, ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από Ιωάννινα.[2] Λίγο μετά εντάχθηκε ένα τέταρτο μέλος, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από Ανδρίτσαινα.
Σχεδιάστηκαν πολλές εξεγέρσεις σε όλη την ελληνική περιφέρεια και η πρώτη εξ αυτών ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου 1821, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η εξέγερση κατεστάλη από τους Οθωμανούς, αλλά η δάδα είχε ανάψει και μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα η Πελοπόννησος βρισκόταν σε ανοιχτή εξέγερση, η οποία επεκτάθηκε ακόμη και στη Μικρά Ασία, αλλά οι Οθωμανοί κατάφεραν μέχρι το 1823-24 να την καταστείλουν στο μεγαλύτερο μέρος των περιοχών από τη Θεσσαλία και πάνω.[3]
Το 1821, οι Ελληνόφωνοι πληθυσμοί στην Πελοπόννησο εξεγέρθηκαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά από έναν αγώνα σε ολόκληρη την περιοχή που διήρκεσε αρκετούς μήνες, η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου αυτόνομου ελληνικού κράτους από τα μέσα του 15ου αιώνα.
Τον Ιανουάριο του 1822, η Α΄ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου πέρασε την Ελληνική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (μέρος του Πρώτου Συντάγματος), η οποία επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Ελλάδας. Ωστόσο, το νέο Ελληνικό Κράτος ήταν πολιτικά ασταθές και δεν διέθετε τους πόρους για να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την εδαφικότητά του. Το πιο σημαντικό απ'όλα, η χώρα δεν είχε διεθνή αναγνώριση και δεν είχε ισχυρές συμμαχίες στον δυτικό κόσμο.
Μετά την ανακατάληψη σημαντικού μέρους των ελληνικών εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης (η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Γαλλίας) είδαν την Ελληνική αντεπίθεση ως ευκαιρία για να αποδυναμώσουν περαιτέρω την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης αυτή η κίνηση συνέφερε και τις τρεις δυνάμεις γιατί ήταν μια ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι μεγάλες δυνάμεις στήριξαν την Ελλάδα στον αγώνα για την ανεξαρτησία και ακολουθώντας την αποφασιστική μάχη στον Κόλπο του Ναυαρίνου συμφωνήθηκε η Συνθήκη του Λονδίνου για την εκεχειρία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η αυτονομία της Ελλάδας αναγνωρίστηκε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1828 και η πλήρη ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.
Το 1831, δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Αυτό το γεγονός δημιούργησε πολιτική και κοινωνική αστάθεια, σε εμφύλια σύγκρουση συγκεκριμένα, θέτοντας σε κίνδυνο τη σχέση της χώρας με τους συμμάχους της. Με στόχο την αποφυγή μιας μελλοντικής αστάθειας στην Ελλάδα και τη σύσφιξη των σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις, η Ελλάδα συμφώνησε να γίνει βασίλειο (βλέπε το λήμμα: Συνθήκη του Λονδίνου (1832)). Ο πρίγκιπας Λεοπόλδος των Σαξ-Κόμπουργκ και Γκότα ήταν ο πρώτος υποψήφιος για τον ελληνικό θρόνο αλλά απέρριψε την προσφορά. Ο Όθων των Βίτελσμπαχ, πρίγκιπας της Βαυαρίας επελέγη πρώτος Βασιλιάς της Ελλάδας. Ο Όθων έφτασε στην προσωρινή πρωτεύουσα της χώρας, το Ναύπλιο, το 1833, πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829), τα χερσαία σύνορα στα βόρεια αρχικά καθορίζονταν στη γραμμή Αμφιλοχία-Όθρυς. Οι Βρετανοί αντιτάχθηκαν έντονα στα σύνορα της Δυτικής Ελλάδας λόγω του ενδιαφέροντός τους να κρατήσουν την ηπειρωτική χώρα απέναντι από το βρετανικό προτεκτοράτο των Ιονίων Νήσων μακριά από τα ελληνικά χέρια, για να μην ενθαρρύνουν τις παράλογες φιλοδοξίες στα νησιά. Το επόμενο πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), ωστόσο, επέστρεψε τα χερσαία σύνορα στη γραμμή Ασπροπόταμος-Σπερχειός.
Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), που επιβεβαιώθηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου του 1832 για τη δημιουργία των νέων χερσαίων συνόρων του Βασιλείου της Ελλάδας επιτέλους στη γραμμή Αμφιλοχία-Όθρυς.
Η βασιλεία του Όθωνα σημαδεύτηκε από ταραχές, αλλά κατάφερε να διατηρηθεί για 30 χρόνια μέχρις ότου αυτός και η Βασίλισσα Αμαλία, αναχώρησαν το 1862 από τη χώρα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήρθαν στην Ελλάδα, πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, μια ομάδα Βαυαρών αντιβασιλέων κυβερνούσαν στο όνομά του και έγιναν πολύ αντιδημοφιλείς προσπαθώντας να επιβάλουν γερμανικές ιδέες άκαμπτης ιεραρχικής κυβέρνησης στους Έλληνες, διατηρώντας παράλληλα τα σημαντικότερα κρατικά αξιώματα για τους Βαυαρούς. Ωστόσο, έθεσαν τα θεμέλια μιας ελληνικής διοίκησης, στρατού, δικαστικού συστήματος και εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Όθωνας ήταν ειλικρινής στην επιθυμία του να δημιουργήσει ένα καλό κυβερνητικό σύστημα για την Ελλάδα, αλλά υπέφερε από δύο μεγάλα μειονεκτήματα, το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα του και από το γεγονός ότι έμεινε άτεκνος από τον γάμο του με τη Βασίλισσα Αμαλία. Επιπλέον, το νέο Βασίλειο προσπάθησε να εξαλείψει την παραδοσιακή ληστεία, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις οδηγούσε σε σύγκρουση με μερικούς παλαιούς μαχητές της Επανάστασης (κλεφτές) οι οποίοι συνέχισαν να ασκούν αυτή την πρακτική.
Οι Βαυαροί Αντιβασιλείς κυβέρνησαν μέχρι το 1837, όταν έπειτα από πιέσεις των Βρετανών και των Γάλλων, παραιτήθηκαν. Ο Όθωνας διόρισε Έλληνες υπουργούς, αν και οι Βαυαροί αξιωματούχοι εξακολουθούσαν να διοικούν το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης και του στρατού. Αλλά η Ελλάδα δεν είχε νομοθετικό σώμα και Σύνταγμα. Η ελληνική δυσαρέσκεια αυξήθηκε και κορυφώθηκε με την εξέγερση στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1843. Ο Όθωνας συμφώνησε να χορηγήσει Σύνταγμα, συγκαλώντας την Εθνοσυνέλευση που συνήλθε τον Νοέμβριο. Το νέο σύνταγμα δημιούργησε ένα διθάλαμο κοινοβούλιο, με Βουλή και Γερουσία. Η εξουσία πέρασε στα χέρια μιας ομάδας πολιτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν διοικητές στην Επανάσταση. Ο Όθωνας ήταν ανήλικος όταν έφθασε στην Ελλάδα και έτσι ένα Συμβούλιο των αντιβασιλέων κυβέρνησε στο όνομά του μέχρι 1835. Το 1835, ο Όθωνας άρχισε να κυβερνά ως απόλυτος Μονάρχης και επέλεγε έναν σύμβουλο (συνήθως Βαυαρό) που να εκτελεί χρέη προέδρου του Συμβουλίου του κράτους. Κατά περιόδους, ο ίδιος ήταν ο κύριος σύμβουλός του.
Η ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα κυριαρχήθηκε από το εθνικό ζήτημα. Οι Έλληνες ονειρεύονταν την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών και την ανασύσταση ενός κράτους που θα τα καλύπτει όλα με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η ιδεολογία έγινε γνωστή ως Μεγάλη Ιδέα, στηριζόμενη από συνεχείς εξεγέρσεις κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας σε ελληνόφωνες περιοχές, κυρίως στην Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου οι Βρετανοί κατέλαβαν τον Πειραιά για να αποτρέψουν την Ελλάδα να κηρύξει τον πόλεμο στους Οθωμανούς συμμαχώντας με τους Ρώσους.
Μια νέα γενιά Ελλήνων πολιτικών είχε ολοένα και πιο αρνητική στάση για την επιρροή του Βασιλιά Όθωνα στη διακυβέρνηση της χώρας. Το 1862, ο βασιλιάς απέλυσε τον πρωθυπουργό του, τον πρώην ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη, τον σημαντικότερο πολιτικό της περιόδου. Αυτή η απόλυση προκάλεσε μια στρατιωτική εξέγερση, αναγκάζοντας τον Όθωνα να δεχτεί το αναπόφευκτο και να εγκαταλείψει τη χώρα. Οι Έλληνες ζήτησαν τότε από τη Βρετανία να στείλει τον πρίγκιπα Αλφρέδο, γιο της Βασίλισσας Βικτώριας σαν νέο βασιλιά της χώρας, αλλά οι άλλες δυνάμεις άσκησαν βέτο.[4] Αντ'αυτού, ένας νεαρός Δανός πρίγκιπας, έγινε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ο Γεώργιος Α΄ ήταν μια πολύ δημοφιλής επιλογή ως συνταγματικός μονάρχης και συμφώνησε ότι οι γιοι του θα ανατρέφονταν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ως ανταμοιβή στους Έλληνες για την υιοθέτηση ενός φιλοβρετανικού βασιλιά, η Βρετανία παραχώρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα.
Επί οθωμανικής κυριαρχίας, η Ελληνική Εκκλησία ήταν μέρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν κανέναν έλεγχο πάνω από την εκκλησία. Με την ίδρυση του ελληνικού Βασιλείου, ωστόσο, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει τον έλεγχο της εκκλησίας και την αποστασιοποίησε από τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Η κυβέρνηση κήρυξε την εκκλησία αυτοκέφαλη το 1833. Ήταν μια πολιτική απόφαση των Βαυαρών αντιβασιλέων που κυβερνούσαν για λογαριασμό του Όθωνα, ο οποίος ήταν ανήλικος. Η απόφαση περιέπλεξε την ελληνική πολιτική για δεκαετίες καθώς οι βασιλικές αρχές έσφιγγαν σταδιακά τον έλεγχο τους στην εκκλησία. Το νέο καθεστώς αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο το 1850, υπό συμβιβαστικές συνθήκες με την έκδοση τόμου (ειδικού διατάγματος) που το επανέφερε σε κανονικό καθεστώς. Ως αποτέλεσμα, διατήρησε ορισμένους ειδικούς δεσμούς με τη "Μητέρα Εκκλησία". Υπήρχαν μόνο τέσσερις επίσκοποι και είχαν πολιτικούς ρόλους.[5]
Το 1833 το Κοινοβούλιο κατήργησε τις περισσότερες γυναικείες μονές ή όσες είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς, απαγόρευσε τις δωρεές σε αυτές και απέδωσε τις περιουσίες τους στο κράτος για να εξυπηρετούνται διάφορα κονδύλια, όπως η εκπαίδευση και η αρχαιολογία.[6] Οι ιερείς δεν ήταν μισθωτοί. Στις αγροτικές περιοχές οι ιερείς ήταν και αυτοί αγρότες, κερδίζοντας τα προς το ζην από την αγροτική εργασία τους, καθώς και από τις αμοιβές και προσφορές από τους ενορίτες του. Τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα περιορίζονταν στην εκτέλεση των μυστηρίων, στην εποπτεία των κηδειών, στις ευλογίες των καλλιεργειών και στον εξορκισμό. Λίγοι κάτοικοι παρακολούθησαν σεμινάρια. Μέχρι τη δεκαετία του 1840, υπήρξε μια εθνική αναβίωση, την οποία διηύθηναν ταξιδιώτες ιεροκήρυκες. Η κυβέρνηση συνέλαβε αρκετούς και προσπάθησε να σταματήσει το κίνημα της αναβίωσης, αλλά το κίνημα της αναβίωσης αναδείχθηκε ισχυρό καθώς οι αναβιωτές κατήγγειλαν τρεις επισκόπους για την εξαγορά του αξιώματός τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 το κίνημα της Ανάπλασης οδήγησε σε ανανεωμένη πνευματική ενέργεια και φώτιση. Αγωνίστηκε ενάντια στις ορθολογιστικές και υλιστικές ιδέες οι οποίες προέρχονταν από την κοσμική Δυτική Ευρώπη. Η Ανάπλαση προωθούσε τα κατηχητικά σχολεία και τους κύκλους για τη μελέτη της Βίβλου.[7]
Από το 1843, η δημόσια δυσαρέσκεια για τον Όθωνα και τη "Βαυαροκρατία" είχε φτάσει σε σημείο αιχμής, ενώ παράλληλα ο λαός άρχιζε να προβάλλει τις απαιτήσεις για σύνταγμα. Αρχικά ο Όθωνας αρνήθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, αλλά μόλις αποσύρθηκαν τα βαυαρικά στρατεύματα από το βασίλειο, προωθήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, το πεζικό, που οδηγήθηκε από τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη και τον σεβαστό επαναστάτη καπετάνιο Ιωάννη Μακρυγιάννη συγκεντρώθηκε στο τετράγωνο μπροστά από το παλάτι στην Αθήνα. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν να διασκορπιστούν έως ότου ο βασιλιάς συμφωνήσει να χορηγήσει σύνταγμα, το οποίο θα προέβλεπε να υπάρχουν Έλληνες στο συμβούλιο, να συγκαλέσει μια μόνιμη εθνική συνέλευση και ο Όθωνας να ευχαριστήσει προσωπικά τους ηγέτες της εξέγερσης. Ο βασιλιάς Όθωνας τότε πιεσμένος συμφώνησε με τις απαιτήσεις του πλήθους.
Με την παρότρυνση των Βρετανών και του βασιλιά Γεωργίου, η Ελλάδα υιοθέτησε ένα πολύ πιο δημοκρατικό σύνταγμα το 1864. Οι εξουσίες του βασιλιά μειώθηκαν και η Γερουσία καταργήθηκε, ενώ το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε σε όλους τους άρρενες ενήλικες ηλικίας 21 ετών και άνω. Παρ'όλα αυτά, η ελληνική πολιτική παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό δυναστική, όπως ήταν πάντα. Ορισμένες οικογένειες (Ζαΐμης, Ράλλης, Τρικούπης) έδιναν συχνά τον πρωθυπουργό της χώρας, μια τάση που συνεχίζεται ακόμη και στον 21ο αιώνα. Αν και τα κόμματα επικεντρώθηκαν γύρω από τους μεμονωμένους ηγέτες, φέροντας συχνά τα ονόματά τους, υπήρχαν δύο ευρείες πολιτικές τάσεις: η παράταξη των φιλελεύθερων, με επικεφαλή τον Χαρίλαο Τρικούπη και αργότερα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και η παράταξη των συντηρητικών, με επικεφαλή τον Θεόδωρο Δεληγιάννη και αργότερα τον Θρασύβουλο Ζαΐμη.
Ο Τρικούπης και ο Δεληγιάννης κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα με συνεχείς εναλλαγές στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Ο Τρικούπης τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας με τη Μεγάλη Βρετανία στον τομέα των εξωτερικών, της δημιουργίας υποδομών και μιας ελληνικής βιομηχανίας, αυξάνοντας τα προστατευτικά τιμολόγια και θέτοντας μια προοδευτική κοινωνική νομοθεσία, ενώ ο πιο λαϊκιστής Δεληγιάννης εξαρτιόταν από την προώθηση του ελληνικού εθνικισμού και τη Μεγάλη ιδέα.
Η Ελλάδα παρέμεινε μια αρκετά φτωχή χώρα καθ'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η χώρα δεν διέθετε πρώτες ύλες, υποδομές και κεφάλαια. Τα γεωργικά προϊόντα χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη σίτιση της οικογένειας που τα παρήγαγε, ενώ η σταφίδα, τα καπνά, το βαμβάκι, το ελαιόλαδο ήταν συχνά μεταξύ των κύριων εξαγωγών της χώρας. Μερικοί Έλληνες πλούτισαν ως έμποροι και εφοπλιστές, και ο Πειραιάς έγινε ένα σημαντικό λιμάνι, αλλά η μετάδοση του πλούτου προς την Ελληνική αγροτιά ήταν πολύ χαμηλότερη. Η Ελλάδα παρέμεινε υπερχρεωμένη προς τις τράπεζες του Λονδίνου.
Μέχρι τη δεκαετία του 1890 η Ελλάδα συγκέντρωνε ποσότητες χρέους πολλαπλάσιες του ΑΕΠ της (τη δεκαετία του 1880 ειδικά, δανειζόταν σχεδόν κάθε χρόνο, για υποδομές, εξοπλισμούς, καλύψεις των ελλειμάτων του προϋπολογισμού κ.ά.) και το 1893 κηρύχθηκε πτώχευση. Η φτώχεια ήταν έντονη στις αγροτικές περιοχές και τα νησιά. Εκείνη την περίοδο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην ύπαιθρο το εκπαιδευτικό επίπεδο ήταν χαμηλό. Παρ'όλα αυτά, σημειώθηκε πρόοδος στην κατασκευή επικοινωνιών και υποδομών (π.χ. σιδηρόδρομοι, ενώ άρχιζε και ένα κύμα εκβιομηχάνισης) και ανεγέρθηκαν κομψά δημόσια κτίρια στην Αθήνα. Παρά την κακή οικονομική κατάσταση, η Αθήνα διοργάνωσε την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, η οποία αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία.
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Αρχικά, το βασιλικό προνόμιο στην επιλογή του πρωθυπουργού παρέμεινε και αυτό συνέβαλε στην κυβερνητική αστάθεια, μέχρι την εισαγωγή της αρχής της δεδηλωμένης για την κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη το 1875 από τον μεταρρυθμιστή Χαρίλαο Τρικούπη. Το πελατειακό κράτος και οι συχνές εκλογικές ανακατατάξεις παρέμειναν ο κανόνας στην ελληνική πολιτική και έπληξαν αρνητικά την ανάπτυξη της χώρας. Η διαφθορά και οι αυξημένες δαπάνες του Τρικούπη για τη δημιουργία απαραίτητων υποδομών όπως η Διώρυγα της Κορίνθου πλήγωσε την αδύναμη ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε πτώχευση το 1893, με την Ελλάδα να αποδέχεται την εγκατάσταση διεθνούς αρχής δημοσιονομικού ελέγχου για την αποπληρωμή των οφειλών της χώρας.[8]
Ένα άλλο πολιτικό ζήτημα της Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν ιδιοτυπία της Ελλάδας: το γλωσσικό ζήτημα. Ο ελληνικός λαός ομιλεί τη δημοτική γλώσσα σήμερα, και αυτή μιλούσε και τον 19ο αιώνα. Πολλά μέλη της εκαπιδευμένης ελίτ τη θεωρούσαν αγροτική διάλεκτο και ήταν αποφασισμένοι να αποκαταστήσουν τις δόξες των αρχαίων ελληνικών. Τα κυβερνητικά έγγραφα και εφημερίδες γράφονταν σε καθαρεύουσα, μια μορφή της ελληνικής την οποία λίγοι απλοί Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Οι φιλελεύθεροι ευνόησαν την αναγνώριση της Δημοτικής ως εθνικής γλώσσας, αλλά οι συντηρητικοί και η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιστάθηκαν σε όλες αυτές τις προσπάθειες, στον βαθμό που, όταν η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκε στη Δημοτική το 1901, ξέσπασαν ταραχές στην Αθήνα και η κυβέρνηση έπεσε (βλέπε Ευαγγελικά). Το θέμα αυτό συνέχισε να επηρεάζει την ελληνική πολιτική μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Όλοι οι Έλληνες ήταν ενωμένοι στην αποφασιστικότητά τους να απελευθερώσουν τις ελληνόφωνες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικά στην Κρήτη, μια παρατεταμένη εξέγερση το 1866-1869 ξεσήκωσε εθνικιστική θέρμη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και των Οθωμανών το 1877, το λαϊκό ελληνικό συναίσθημα συσπειρώθηκε στην πλευρά της Ρωσίας, αλλά η Ελλάδα ήταν πολύ φτωχή και ανησυχούσε πολύ για το ενδεχόμενο βρετανικής παρέμβασης και δεν εισήλθε επίσημα στον πόλεμο. Παρ'όλα αυτά, το 1881, η Θεσσαλία και μικρά μέρη της Ηπείρου (γύρω από την Άρτα) παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βερολίνου, απογοητεύοντας τους Έλληνες για τη μη προσάρτηση της Κρήτης.
Οι Έλληνες της Κρήτης συνέχισαν να διεξάγουν τακτικές εξεγέρσεις και το 1897 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Θεόδωρο Δεληγιάννη, υποκύπτοντας στη λαϊκή πίεση, κήρυξε πόλεμο στους Οθωμανούς. Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο κακώς εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Οθωμανούς. Με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ωστόσο, η Ελλάδα έχασε κάποια λιγοστά εδάφη κατά μήκος των συνόρων στην Τουρκία, ενώ η Κρήτη έγινε αυτόνομο κράτος με Ύπατο Αρμοστή να είναι ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας.
Το εθνικιστικό συναίσθημα μεταξύ των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέχισε να αυξάνεται και από τη δεκαετία του 1890 υπήρχαν συνεχείς αναταράξεις στην περιοχή της Μακεδονίας. Εδώ οι Έλληνες ήταν σε ανταγωνισμό όχι μόνο με τους Οθωμανούς αλλά και με τους Βουλγάρους, η οποίοι ασχολούνταν με έναν ένοπλο αγώνα προπαγάνδας για τις καρδιές και τα μυαλά των περιοχών με εθνολογικά μικτό πληθυσμό. Αυτή η περίοδος είναι γνωστή ως Μακεδονικός Αγώνας. Τον Ιούλιο του 1908, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξέσπασε η επανάσταση των Νεότουρκων.
Αξιοποιώντας την οθωμανική εσωτερική αναταραχή, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ η Βουλγαρία διακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην Κρήτη, ο τοπικός πληθυσμός, με επικεφαλής έναν νεαρό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κήρυξε την Ένωση με την Ελλάδα, προκαλώντας μια άλλη κρίση. Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Δημήτριο Ράλλη, αποδείχθηκε ανίκανη ομοίως να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να ενώσει την Κρήτη με την Ελλάδα, τράβηξαν πολλούς Έλληνες, ειδικά τους νέους αξιωματικούς, υπέρ του Βενιζέλου. Αυτοί σχημάτισαν μια μυστική εταιρεία, τη "Στρατιωτική Ένωση", με σκοπό να μιμηθούν τους Οθωμανούς συναδέλφους τους και να επιδιώξουν μεταρρυθμίσεις.[9]
Το κίνημα στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909 σηματοδότησε μια καμπή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: καθώς οι στρατιωτικοί συνωμότες ήταν άπειροι στην πολιτική, ζήτησαν από τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν γνωστός εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού, να ανέβει στην Ελλάδα ως πολιτικός σύμβουλός των συνωμοτών. Ο Βενιζέλος έγινε επιδραστικό πολιτικό πρόσωπο και οι σύμμαχοί του κέρδισαν τις εκλογές του Αυγούστου του 1910. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1910, ξεκινώντας μια εικοσαπενταετή περίοδο όπου η προσωπικότητά του κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική.
Ο Βενιζέλος ξεκίνησε ένα σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Εκδόθηκε ένα νέο και πιο φιλελεύθερο Σύνταγμα και έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της οικονομίας. Αγοράστηκαν όπλα και ήρθαν γάλλοι και βρετανοί εκπαιδευτές στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, οι αδυναμίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτέθηκαν από τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη, ο οποίος οδήγησε στην ιταλική προσάρτηση της Λιβύης και των Δωδεκανήσων.
Ξεκινώντας από την άνοιξη του 1912, τα βαλκανικά κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο και Σερβία) υπέγραψαν μια σειρά διμερών συμφωνιών και ίδρυσαν τη Βαλκανική Ένωση, η οποία κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Οκτώβριο του 1912.
Τον βασιλιά Γεώργιο Α’ διαδέχθηκε ο γιος του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, ο οποίος είχε διακριθεί ως στρατιωτικός αρχηγός στις προσπάθειες της Ελλάδας να επεκτείνει το έδαφος της. Εκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, και παντρεύτηκε τη Σοφία την κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος θεωρήθηκε ως γερμανόφιλος, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος υποστήριζε την Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος έκανε προσπάθειες να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι δυνάμεις της Αντάντ υποστήριξαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά από το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης που έκανε, ξεκίνησε ο Εθνικός Διχασμός, όπου υπήρχαν δύο χωριστές κυβερνήσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα προσχώρησε στο πλευρό της Αντάντ και το 1917 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Η Ελλάδα ανταμείφθηκε για την υποστήριξή της στον πόλεμο με εδάφη στη Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης. Ο επόμενος βασιλιάς Αλέξανδρος (δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου) πέθανε το 1920 από ένα δάγκωμα πιθήκου και ο πατέρας του επέστρεψε ως βασιλιάς. Μετά από τον καταστρεπτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), ο βασιλιάς Κωνσταντίνος καθαιρέθηκε και πάλι και πέθανε εξόριστος στη Σικελία. Τον βασιλιά Κωνσταντίνο διαδέχθηκε τώρα ο μεγαλύτερός του γιος, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο οποίος άφησε τη χώρα το 1924 όταν προκηρύχθηκε η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Το 1935 ένα στρατιωτικό χτύπημα που ηγήθηκε από τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη κατάργησε τη Δημοκρατία και οργάνωσε ένα δημοψήφισμα που ενέκρινε την αποκατάσταση της μοναρχίας. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέστρεψε στη χώρα, όπου στη συνέχεια υποστήριξε το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα το 1941, διέφυγε με την κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1946 και βασίλεψε μέχρι τον θάνατό του το 1947. Τον βασιλιά Γεώργιο διαδέχθηκε ο μικρός αδελφός του, βασιλιάς Παύλος που βασίλεψε από το 1947 μέχρι τον θάνατό του το 1964. Ο γιος του, βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ ήταν βασιλιάς έως ότου διέφυγε στο εξωτερικό μετά από ένα αποτυχημένο αντιπραξικόπημα ενάντια στη στρατιωτική χούντα τον Δεκέμβριο του 1967. Η δικτατορία διόρισε τον Αντιστράτηγο Γ. Ζωϊτάκη ως αντιβασιλέα, τον οποίο διαδέχθηκε ο Παπαδόπουλος. Την 1η Ιουνίου 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατήργησε τη μοναρχία και αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ακολούθως οργάνωσε δημοψήφισμα το οποίο με 78% υπερψήφισε την κατάργηση της μοναρχίας. Η εξουσία της στρατιωτικής χούντας τελείωσε πραγματικά το επόμενο έτος αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ δεν αποκαταστάθηκε στον θρόνο. Το θέμα αποκατάστασής του τέθηκε σε ένα άλλο δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 1974, όπου 69% των Ελλήνων επικύρωσε την οριστική κατάργηση της μοναρχίας.
Το πρώτο σύνταγμα του Βασιλείου της Ελλάδας ήταν το Ελληνικό Σύνταγμα του 1844. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, η στρατιωτική φρουρά της Αθήνας, με τη βοήθεια πολιτών, επαναστάτησε και απαίτησε από τον Όθωνα να παραχωρήσει στους Έλληνες πολίτες σύνταγμα.
Το Σύνταγμα του Μαρτίου 1844 προήλθε από τη λειτουργία της Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων της 3ης Σεπτεμβρίου στην Αθήνα και ήταν ένα συνταγματικό σύμφωνο, με άλλα λόγια, μια σύμβαση μεταξύ του μονάρχη και του έθνους. Το Σύνταγμα αυτό αποκατέστησε τη συνταγματική μοναρχία και βασίστηκε στο γαλλικό σύνταγμα του 1830 και στο βελγικό Σύνταγμα του 1831.
Οι κύριες διατάξεις του ήταν οι εξής: καθιέρωσε την αρχή της μοναρχικής κυριαρχίας, διότι ο μονάρχης, σύμφωνα με το σύνταγμα του 1844, ήταν η αποφασιστική δύναμη του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ήταν αρμοδιότητα του βασιλιά, ο οποίος είχε το δικαίωμα να επικυρώνει τους νόμους τους οποίους ψήφιζε το κοινοβούλιο και η γερουσία. Τα μέλη του Κοινοβουλίου έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 80 και εκλέγονταν για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονταν από τον βασιλιά με ισόβια θητεία και ο αριθμός τους ορίστηκε σε 27, αν και ο αριθμός αυτός μπορούσε να αυξηθεί εάν προκύψει ανάγκη και σύμφωνα με τη βούληση του μονάρχη, αλλά δεν θα μπορούσε να υπερβεί το ήμισυ του αριθμού των μελών του Κοινοβουλίου.
Θεσπίζεται η υπουργική ευθύνη για τις πράξεις του βασιλιά καθιερώνεται, ο οποίος τους διορίζει και τους απολύει. Η δικαιοσύνη πηγάζει από τον βασιλιά και διανέμεται στο όνομά του από τους δικαστές που ο ίδιος ορίζει.
Τέλος, η εθνοσυνέλευση ψήφισε τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, ο οποίος ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός νόμος που προέβλεπε, στην ουσία, καθολικό δικαίωμα ψήφου για κάθε άνδρα άνω των 21 ετών.
Η Β΄Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων έλαβε χώρα στην Αθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου μονάρχη όσο και με τη σύνταξη νέου συντάγματος, ενώ το πολίτευμα της Ελλάδας άλλαξε από συνταγματική μοναρχία σε βασιλευόμενη δημοκρατία.
Μετά την άρνηση του πρίγκιπα Αλφρέδου της Μεγάλης Βρετανίας (ο οποίος εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία ως νέος βασιλιάς της χώρας στο πρώτο δημοψήφισμα της Ελλάδας τον Νοέμβριο του 1862) να δεχτεί το στέμμα του ελληνικού Βασιλείου, η κυβέρνηση προσέφερε το στέμμα στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο Α΄ του οίκου του Γκλύξμπουργκ ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς της Ελλάδας με την πλήρη ονομασία "Γεώργιος Α΄, βασιλιάς των Ελλήνων". Επίσης, η άρνηση του βρετανού πρίγκιπα προήλθε γιατί η βασίλισσα Βικτώρια ήταν κατά αυτής της ιδέας αλλά και γιατί απαγορευόταν ο βασιλιάς της Ελλάδας να προέρχεται από την Αγγλία, τη Ρωσία ή τη Γαλλία (Μεγάλες Δυνάμεις).
Το Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα των συνταγμάτων του Βελγίου του 1831 και της Δανίας του 1849, και καθιέρωσε με σαφείς όρους την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Επιπλέον, το άρθρο 31 επανέλαβε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το έθνος και έπρεπε να ασκηθούν όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Το άρθρο 44 καθιέρωσε την αρχή της λογοδοσίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βασιλιάς διέθετε μόνο τις εξουσίες που περιέγραφε το Σύνταγμα.
Η συνέλευση επέλεξε το σύστημα του μονοθάλαμου κοινοβουλίου (Βουλή) με τετραετή θητεία και ως εκ τούτου κατάργησε τη Γερουσία, την οποία πολλοί κατηγόρησαν ότι ήταν εργαλείο στα χέρια της μοναρχίας. Οι άμεσες, μυστικές εκλογές με καθολικό δικαίωμα ψήφου έγινε ο τρόπος εκλογής των βουλευτών, ενώ οι εκλογές έπρεπε να διεξάγονται ταυτόχρονα σε ολόκληρο το έθνος.
Επιπροσθέτως, το άρθρο 71 απαγόρευσε στους βουλευτές να είναι είναι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι ή δήμαρχοι κατά τη βουλευτική τους θητεία, αλλά τους επέτρεψε να εργάζονται ως αξιωματικοί του στρατού.
Το Σύνταγμα επανέλαβε διάφορες ρήτρες του συντάγματος του 1844, όπως ότι ο βασιλιάς διορίζει και απολύει τους υπουργούς και ότι οι τελευταίοι είναι υπεύθυνοι για το πρόσωπο του μονάρχη, αλλά επέτρεπε στο Κοινοβούλιο να δημιουργήσει "εξεταστικές επιτροπές". Επιπλέον, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί το κοινοβούλιο τόσο σε τακτικές όσο και σε έκτακτες συνεδριάσεις και να το διαλύσει κατά την κρίση του, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι το διάταγμα διάλυσης προσυπογράφεται επίσης από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Σύνταγμα επανέλαβε κατά λέξη τη ρήτρα του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, σύμφωνα με την οποία "ο βασιλιάς διορίζει και απολύει τους υπουργούς του". Αυτή η φράση υπονοούσε ότι οι υπουργοί ήταν πρακτικά υποδεέστεροι στον μονάρχη και έτσι λογοδοτούσαν όχι μόνο στον μονάρχη αλλά και σε αυτόν. Επιπλέον, το σύνταγμα δεν ανέφερε πουθενά ότι ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να διορίσει το υπουργικό συμβούλιο σύμφωνα με τη βούληση της πλειοψηφίας των βουλευτών στο κοινοβούλιο. Αυτή ήταν, όμως, η ερμηνεία που στήριξαν οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου, επικαλούμενες την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Ο διορισμός των υπουργών με βάση τη θέληση της πλειοψηφίας των μελών της Βουλής τελικά έγινε πράξη με την αρχή της δεδηλωμένης που εισήγαγε το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης. Την ίδια χρονιά, ο Γεώργιος Α΄ επισημοποίησε την υιοθέτηση της αρχής αυτής με τα εξής λόγια: "Απαιτώ ως προϋπόθεση, απ'όλους όσους προσκαλώ δίπλα μου για να με βοηθήσουν στη διακυβέρνηση της χώρας, να έχουν τη προφανή υποστήριξη και εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εκπροσώπων του έθνους. Επιπλέον, δέχομαι αυτή η έγκριση να προέρχεται από τη Βουλή, καθώς χωρίς αυτή η αρμονική λειτουργία της πολιτείας θα ήταν αδύνατη".
Η καθιέρωση της αρχής της "δεδηλωμένης" προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλευόμενης δημοκρατίας, συνέβαλε στην εξαφάνιση μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, με πολλούς τρόπους, επαναλάμβανε τις αρνητικές εμπειρίες της βασιλείας του Όθωνα. Πράγματι, από το 1864 έως το 1875 είχαν λάβει χώρα πολλές μη ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ενώ υπήρξε ενεργή εμπλοκή του βασιλιά στην πολιτική, διορίζοντας κυβερνήσεις που υποστήριζε μια μειονότητα των βουλευτών, ή υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις που λάμβαναν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών όταν οι πολιτικές τους απόψεις έρχονταν σε αντίθεση με τις πολιτικές απόψεις του βασιλιά.
Το Ελληνικό Σύνταγμα του 1911 ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την πρόοδο για τη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας. Μετά την ανέλιξη του στην πρωθυπουργία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να μεταρρυθμίζει τον κρατικό μηχανισμό. Το κύριο αποτέλεσμα της βενιζελικής μεταρρύθμισης ήταν μια σημαντική αναθεώρηση του συντάγματος του 1864.
Ως προς την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι πιο αξιοσημείωτες τροποποιήσεις που έγιναν στο σύνταγμα του 1864 ήταν η αποτελεσματικότερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, η ισότητα στις φορολογικές επιβαρύνσεις, το δικαίωμα της συνάθροισης και η θέσπιση του απαραβίαστου της κατοικίας. Επί πλέον, το Σύνταγμα διευκόλυνε την απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων για αναδιανομή τους σε ακτήμονες αγρότες, ενώ ταυτόχρονα προστάτευε δικαστικά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Στις λοιπές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνεται η ίδρυση εκλογικού δικαστηρίου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών που προέκυψαν από τις βουλευτικές εκλογές, η προσθήκη νέων απαγορεύσεων απασχόλησης για τους βουλευτές, η αποκατάσταση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου (το οποίο όμως συγκροτήθηκε και λειτουργούσε μόνο υπό τις διατάξεις του συντάγματος του 1927), ενώ βελτιώθηκε η προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και καθιερώθηκε η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, για πρώτη φορά, το Σύνταγμα προέβλεπε υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση για όλους, ενώ η Καθαρεύουσα έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητη σε ένα κάπως διαφορετικό καθεστώς από τη Σερβία, ενώ οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα με την ανεξαρτησία, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση. Το 1833, οι Έλληνες πήραν τον έλεγχο μιας υπαίθρου η οποία κατεστράφη από τον πόλεμο, η οποία σε κάποια μέρη είχε ερημωθεί και η ανάπτυξη παρεμποδιζόταν από τις πρωτόγονες μεθόδους γεωργίας και την έλλειψη εδαφών. Όπως και στη Σερβία, οι επικοινωνίες ήταν κακές, ένα εμπόδιο για οποιοδήποτε ευρύτερο εξωτερικό εμπόριο. Ακόμη και στα τέλη του 19ου αιώνα η γεωργική ανάπτυξη δεν είχε προχωρήσει τόσο σημαντικά όσο είχε προβλεφθεί, όπως εξηγεί και ο Ουίλιαμ Μόφετ, Πρόξενος των ΗΠΑ στην Αθήνα:
"Εδώ η γεωργία βρίσκεται στην πιο υπανάπτυκτη κατάσταση. Ακόμη και στα κοντινότερα περίχωρα της Αθήνας, είναι συνηθισμένο να βρούμε το ξύλινο άροτρο την αξίνα η οποία ήταν σε χρήση πριν από 2000 χρόνια. Τα χωράφια οργώνονται ή γρατζουνίζονται και οι καλλιέργειες αναφυτεύονται σεζόν μετά την εποχή έως ότου το εξαντλημένο έδαφος δεν μπορεί να αντέξει τις καλλιέργειες. Τα λιπάσματα δεν χρησιμοποιούνται σε σημαντικό βαθμό και τα εργαλεία εκμετάλλευσης έχουν την πιο άσχημη περιγραφή. Η άρδευση χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιοχές και, όσο μπορώ να διαπιστώσω, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μπορούν εύκολα να μαθευτούν από μια μελέτη των πρακτικών των αρχαίων Αιγυπτίων. Η Ελλάδα έχει ελιές και σταφύλια σε αφθονία και ποιότητα που δεν ξεπερνιέται, αλλά το ελληνικό ελαιόλαδο και το ελληνικό κρασί δεν θα αντέξουν να μεταφερθούν."
Η Ελλάδα είχε μια ισχυρή πλούσια εμπορική τάξη αγροτικών προύχοντων και νησιωτών εφοπλιστών. Επίσης είχαν πρόσβαση σε 36.000 τ.χλμ. (9 εκατομμύρια στρέμματα) γης η οποία απαλλοτριώθηκε από τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι εκδιώχθηκαν κατά την Επανάσταση.
Η αγροτική μεταρρύθμιση αποτέλεσε την πρώτη πραγματική δοκιμασία για το νέο ελληνικό βασίλειο. Η νέα ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε σκόπιμα αγροτικές μεταρρυθμίσεις για την αναδιανομή της γης που αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας τάξης ελεύθερων αγροτών. Ο Νόμος για την Επιχορήγηση των Ελληνικών Οικογενειών του 1835 έδωσε πίστωση 2.000 δραχμών σε κάθε οικογένεια, για να χρησιμοποιηθεί για να αγοράσει ένα αγρόκτημα 12 στρεμμάτων σε δημοπρασία στο πλαίσιο ενός σχεδίου δανείου χαμηλού κόστους. Η χώρα ήταν γεμάτη από εκτοπισμένους πρόσφυγες και κενά οθωμανικά κτήματα.
Με μια σειρά μεταρρυθμίσεων γης που διήρκεσαν αρκετές δεκαετίες, η κυβέρνηση διένειμε αυτή την κατασχεθείσα γη μεταξύ βετεράνων και φτωχών, έτσι ώστε μέχρι το 1870 οι περισσότερες ελληνικές αγροτικές οικογένειες είχαν περίπου 20 στρέμματα γης. Αυτά τα αγροκτήματα ήταν πολύ μικρά για να ευημερήσουν, αλλά η αγροτική μεταρρύθμιση σηματοδότησε τον στόχο μιας κοινωνίας στην οποία οι Έλληνες ήταν ίσοι και μπορούσαν να υποστηρίξουν τον εαυτό τους, αντί να εργάζονται με μείσθωση στα κτήματα των πλουσίων. Η ταξική βάση της αντιπαλότητας μεταξύ των ελληνικών παρατάξεων μειώθηκε, ενώ συνέβαλλε θετικά η τάση των κεφαλαιούχων να αγοράζουν ιδιοκτησίες στην πόλη. Κατά την περίοδο 1870-1911 παραδόθηκαν 2.650.000 στρέμματα γης σε 370.000 παραχωρητήρια, επιβεβαιώνοντας την τάση της απόκτησης ιδιοκτησιών χαμηλής έκτασης λόγω του πολυτεμαχισμού τους.[10]
Οι πόλεμοι μεταξύ 1912 και 1922 αποτέλεσαν καταλύτη για την ελληνική βιομηχανία, με μια σειρά βιομηχανιών να αναπτύσσονται (οι οποίες ασχολούνταν με κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, πυρομαχικά και μπότες για την προμήθεια του στρατού). Μετά τους πολέμους οι περισσότερες από αυτές τις βιομηχανίες συνέχισαν να υπάρχουν παράγοντας μη πολεμικά προϊόντα. Οι έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με πιο γνωστό τον Αριστοτέλη Ωνάση από τη Σμύρνη είχαν επίσης τεράστιο αντίκτυπο στην εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας και του τραπεζικού τομέα. Οι Έλληνες κατείχαν το 45% του κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από το 1914,[11] και πολλοί από τους πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από την Τουρκία είχαν κεφάλαια και δεξιότητες τις οποίες χρησιμοποίησαν γρήγορα στην Ελλάδα.
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες τροφοδότησαν τη ραγδαία ανάπτυξη των αστικών περιοχών στην Ελλάδα, καθώς η συντριπτική τους πλειοψηφία εγκαταστάθηκε σε αστικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Η απογραφή του 1920 ανέφερε ότι το 36,3% των Ελλήνων ζούσε σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές, ενώ η απογραφή του 1928 ανέφερε ότι το 45,6% των Ελλήνων ζούσε σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές. Έχει υποστηριχθεί από πολλούς Έλληνες οικονομολόγους ότι αυτοί οι πρόσφυγες κράτησαν την ελληνική βιομηχανία ανταγωνιστική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, καθώς το πλεόνασμα της εργασίας κράτησε πολύ χαμηλά τους πραγματικούς μισθούς. Αν και αυτή η θέση έχει οικονομικό νόημα, υπήρξε καθαρή κερδοσκοπία καθώς δεν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία για τους μισθούς και τις τιμές στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[12]
Η ελληνική βιομηχανία άρχισε να υποχωρεί λίγο πριν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η τάση αυτή συνεχίστηκε. Αν και η παραγωγικότητα των Ελλήνων εργαζομένων αυξήθηκε σημαντικά, το κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ γρήγορα, εξέλιξη που δεν επέτρεψε στην ελληνική μεταποιητική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική στην Ευρώπη. Υπήρξε επίσης πολύ μικρός εκσυγχρονισμός στις ελληνικές βιομηχανίες λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.[13]
Τα δημοσιονομικά προβλήματα έφεραν την ελληνική κυβέρνηση στη θέση να ξεκινήσει ένα ενδιαφέρον οικονομικό πείραμα, τη διχοτόμηση της δραχμής. Η Ελλάδα ήταν ανίκανη να εξασφαλίσει άλλα δάνεια από το εξωτερικό για τη χρηματοδότηση του πολέμου με την Τουρκία. Το 1922 ο Υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης δήλωσε ότι κάθε δραχμή έπρεπε ουσιαστικά να κοπεί στη μέση. Το ήμισυ της αξίας της δραχμής θα κρατηθεί από τον ιδιοκτήτη και το άλλο μισό θα παραδοθεί από την κυβέρνηση με αντάλλαγμα ένα εικοσαετές δάνειο με επιτόκιο 6.5%. Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε στη μη αποπληρωμή αυτά τα δάνεια, αλλά ακόμη και αν δεν είχε συμβεί ο πόλεμος, είναι αμφίβολο ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει αυτά τα ογκώδη χρέη προς στον λαό της. Η στρατηγική αυτή οδήγησε σε μεγάλα έσοδα για το ελληνικό δημόσιο και οι επιπτώσεις του πληθωρισμού ήταν ελάχιστες.[14]
Το 1926 το ελληνικό κράτος επανέλαβε αυτή στρατηγική λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να αποπληρώσει τα δάνεια από τους δεκαετείς πολέμους και την επανεγκατάσταση των προσφύγων. Μετά τη δεύτερη διχοτόμηση της δραχμής υπήρξε αποπληθωρισμός και αύξηση των επιτοκίων.[15] Εξαιτίας αυτών των πολιτικών μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχασε την πίστη του στην κυβέρνησή του και οι επενδύσεις μειώθηκαν καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να σταματούν να διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ασταθές νόμισμα, ξεκινώντας να κατέχουν πραγματικά αγαθά.
Το 1932 η Ελλάδα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τη μεγάλη ύφεση. Η Τράπεζα της Ελλάδος προσπάθησε να υιοθετήσει αποπληθωριστικές πολιτικές για να αποτρέψει τις κρίσεις που λάμβαναν χώρα σε άλλες χώρες, αλλά αυτές οι πολιτικές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Για μια σύντομη περίοδο, η δραχμή συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ, αλλά αυτή η λύση δεν απέδωσε (ούτε ήταν βιώσιμη) δεδομένου του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος της χώρας και το 1932 η Ελλάδα απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό μειώθηκαν κατακόρυφα και η αξία της δραχμής άρχισε να πέφτει κατακόρυφα από 77 δραχμές ανά δολάριο τον Μάρτιο του 1931 σε 111 δραχμές ανά δολάριο τον Απρίλιο του 1931.[16]
Αυτό ήταν ιδιαίτερα επιβλαβές για την Ελλάδα, καθώς η χώρα βασιζόταν σε εισαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Μέση Ανατολή για πολλές από τις ανάγκες των περίπου 7 εκατομμυρίων κατοίκων της την εποχή εκείνη. Η Ελλάδα εγκατέλειψε το πρότυπο του χρυσού τον Απρίλιο του 1932 και κήρυξε μορατόριουμ σε όλες τις πληρωμές τόκων. Η χώρα υιοθέτησε προστατευτικές πολιτικές όπως οι ποσοστώσεις εισαγωγής, πολιτική την οποία εφάρμοζαν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Οι πολιτικές προστατευτισμού σε συνδυασμό με μια αδύναμη δραχμή, η οποία κατέπνιγε της εισαγωγές, επέτρεψαν στην ελληνική βιομηχανία να διευρυνθεί κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Το 1939 η Ελληνική βιομηχανική παραγωγή ήταν 179% εκείνη του 1928.[17]
Οι βιομηχανίες αυτές ήταν ως επί το πλείστον "χτισμένες στην άμμο" όπως έλεγε και μια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς χωρίς αυτή τη μαζική προστασία δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Παρά την παγκόσμια ύφεση, η Ελλάδα κατάφερε να επηρεαστεί συγκριτικά ελάχιστα, καταγράφοντας κατά μέσο όρο έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% από το 1932 έως το 1939. Το φασιστικό καθεστώς του Γιάννη Μεταξά ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας το 1936 και η οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή τα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια επιτυχημένη βιομηχανία της Ελλάδας ήταν η ναυτιλία. Η γεωγραφία της Ελλάδας έκανε τη χώρα σημαντικό παράγοντα στις θαλάσσιες υποθέσεις από την αρχαιότητα και η Ελλάδα έχει μια ισχυρή σύγχρονη παράδοση που χρονολογείται από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, η οποία επέτρεψε στα ελληνικά πλοία να ξεφύγουν από την οθωμανική κυριαρχία τοποθετώντας τη ρωσική σημαία. Η συνθήκη οδήγησε στη δημιουργία πολλών ελληνικών εμπορικών οίκων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, και μετά την ανεξαρτησία, η ναυτιλιακή βιομηχανία της Ελλάδας ήταν ένα από τα λίγα φωτεινά σημεία της σύγχρονης ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία χτυπήθηκε σκληρά από την πτώση του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά ανέκαμψε γρήγορα. Η ελληνική κυβέρνηση βοήθησε την αναβίωση της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας με ασφαλιστικές υποσχέσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεγιστάνες όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης συνέβαλλαν στην ενίσχυση του ελληνικού εμπορικού στόλου και η ναυτιλία παρέμεινε ένας από τους λίγους τομείς στους οποίους η Ελλάδα εξακολουθεί να υπερέχει.
Ο τουρισμός (ο οποίος σήμερα αντιπροσωπεύει το 30% του ΑΕΠ της Ελλάδας) άρχισε να γίνεται σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Πολλοί στην ελληνική κυβέρνηση αντιτάχθηκαν στην πρακτική αυτή, καθώς θεωρήθηκε ως μια ασταθής πηγή εισοδήματος ευάλωτη σε περιόδους πολιτικής αστάθειας. Η εκκλησία και πολλοί συντηρητικοί θεωρούσαν την επέκταση του τουρισμού κακή για τα ήθη της χώρας. Παρά τις ανησυχίες, ο τουρισμός αυξήθηκε σημαντικά στην Ελλάδα και ενθαρρύνθηκε από διαδοχικές κυβερνήσεις, καθώς ήταν μια απλή πηγή αναγκαίων εσόδων από συνάλλαγμα.
Η επίλυση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και η μετέπειτα Συνθήκη της Λωζάνης οδήγησε σε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γεγονός με τεράστιες επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. Τα τσιφλίκια καταργήθηκαν και έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν σε αυτά τα εγκαταλελειμμένα και διαμελισμένα κτήματα. Το 1920 μόνο το 4% των εκτάσεων γης είχαν μέγεθος άνω των 24 στρεμμάτων και μόνο το 0,3% των γεωργικών εκτάσεων είχε έκταση πάνω από 123 στρέμματα. Αυτό το μοτίβο γεωργικής ιδιοκτησίας μικρής κλίμακας συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, με τον μικρό αριθμό μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων να μειώνεται ελαφρώς.[18]
Συγκριτικά, η Ελλάδα υπέφερε πολύ περισσότερο από τις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου λόγω πολλών παραγόντων. Η μεγάλη ελληνική αντίσταση οδήγησε σε εκτεταμένα γερμανικά αντίποινα εναντίον αμάχων. Η Ελλάδα εξαρτιόταν επίσης από τις εισαγωγές τροφίμων και ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός μαζί με τις μεταφορές γεωργικών προϊόντων στη Γερμανία οδήγησαν σε λιμό. Εκτιμάται ότι ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 7% κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις γεννήσεις να μειώνονται σε περίπου 120.000 από 180.000 με 200.000 που ήταν πριν. Η Ελλάδα επλήγη από υπερπληθωρισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1943, οι τιμές ήταν κατά 34.864% υψηλότερες σε σύγκριση με εκείνες του 1940. Το 1944, οι τιμές ήταν κατά 163.910.000.000% υψηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές του 1940. Ο ελληνικός υπερπληθωρισμός είναι ο πέμπτος χειρότερος στην οικονομική ιστορία, μετά τον υπερπληθωρισμό της Ουγγαρία αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτόν στη Ζιμπάμπουε στα τέλη της δεκαετίας του 2000, αυτόν στη Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του 1990 και αυτόν στη Γερμανία από το 1918-19 έως το 1923, αμέσως μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έπειτα η Ελλάδα επλήγη από εμφύλιο πόλεμο επιδεινώνοντας την κακή οικονομική κατάσταση.[19]
Η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση το 1950 (μετά το τέλος του Εμφυλίου), με τη σχετική της θέση να επηρεάζεται δραματικά. Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ύψους 1.951 δολαρίων, το οποίο ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό της Πορτογαλίας (2.132 δολάρια), της Πολωνίας (2.480 δολάρια) και του Μεξικού (2.085 δολάρια). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν συγκρίσιμο με αυτό της Βουλγαρίας (1.651 δολάρια), της Ιαπωνίας (1.873 δολάρια) ή του Μαρόκου (1.611 δολάρια).
Τα τελευταία 50 χρόνια, η Ελλάδα αναπτύχθηκε πολύ πιο γρήγορα από τις περισσότερες χώρες με συγκρίσιμο κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 1950, φτάνοντας σήμερα σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ύψους 30.603 δολαρίων. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με τις χώρες που αναφέρθηκαν προηγουμένως: 17.900 δολάρια στην Πορτογαλία, 12.000 δολάρια στην Πολωνία, 9.600 δολάρια στο Μεξικό, 8.200 δολάρια στη Βουλγαρία και 4.200 δολάρια στο Μαρόκο.[20] Η ανάπτυξη της Ελλάδας είχε ετήσιο ρυθμό 7% μεταξύ 1950 και 1973, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ιαπωνία κατά την ίδια περίοδο. Το 1950 η Ελλάδα κατετάγη 28η στον κόσμο για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ το 1970 κατετάγη 20η.
Τα περισσότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας ζουν στο εξωτερικό. Ο Κωνσταντίνος Β' και η σύζυγος του Άννα-Μαρία με τα ανύπαντρα παιδιά του ζούσαν στο Λονδίνο έως ότου επέστρεψαν στην Ελλάδα το 2013 για να κατοικήσουν μόνιμα.[21] Καθώς οι από την αρσενική γραμμή απόγονοι του βασιλιά Χριστιανού Θ' της Δανίας έχουν τον τίτλο του πρίγκιπα/πριγκίπισσας της Δανίας, παραδοσιακά είναι γνωστοί ως πρίγκιπες/πριγκίπισσες της Ελλάδας και της Δανίας.[21]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.