Κύθηρα
νησί της Νοτίου Ελλάδας, νότια της Πελοποννήσου From Wikipedia, the free encyclopedia
νησί της Νοτίου Ελλάδας, νότια της Πελοποννήσου From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Κύθηρα, γνωστά και με την παλαιότερη ενετική ονομασία Τσιρίγο, είναι νησί το οποίο βρίσκεται στη Νότιο Ελλάδα, στα νότια της Πελοποννήσου και νοτιότερα της Ελαφόνησου και του Κάβο Μαλιά.
Η πρωτεύουσα των Κυθήρων και το κάστρο. | |
Γεωγραφία | |
---|---|
Νησιωτικό σύμπλεγμα | Επτάνησα |
Έκταση | 277,746 km² |
Υψόμετρο | 520 μ |
Υψηλότερη κορυφή | Μερμηγκάρης |
Χώρα | |
Περιφέρεια | Αττικής |
Δήμος | Κυθήρων |
Πρωτεύουσα | Κύθηρα (πόλη) |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 3.605 (απογραφής 2021) |
Πυκνότητα | 12 /χλμ2 |
Πρόσθετες πληροφορίες | |
Ιστοσελίδα | www.kythira.gr |
Σχετικά πολυμέσα |
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/11/2022) |
Το όνομα Κύθηρα έχει βαθιά ιστορία τις ρίζες του. Ο Όμηρος το αναφέρει στο επικό του έργο, την Ιλιάδα, ενώ η θεά Αφροδίτη, η θεά του Έρωτα, ταυτίζεται με το νησί και παίρνει το όνομα Κυθέρεια (Ακύθηρος λεγόταν ο στερούμενος θέλγητρων άνθρωπος). Και άλλοι όμως σπουδαίοι συγγραφείς της αρχαιότητας αναφέρονται στο νησί με το όνομα Κύθηρα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ηρόδοτος, ο Διόνυσος και ο Ξενοφώντας (στα Ελληνικά του χρησιμοποιεί τον όρο Κυθηρία γη).
Ο Ισίδωρος (γεωγράφος του 1ου μ.Χ. αιώνα) υποστήριξε μια "ανατρεπτική" άποψη, ότι δηλαδή το νησί έλαβε το όνομά του από την Κυθέρεια Αφροδίτη και όχι το αντίστροφο. Μάλιστα, μίλησε πρώτη φορά για τη σημασία του ρ. κεύθω και τη σχέση του με τη θεά και το νησί. Κεύθω σημαίνει κρύβω, ενώ εκείνοι που κάνουν έρωτα στο νησί (στο μέρος εκείνο, δηλ. τα Κύθηρα), ανακαλύπτουν το κρυμμένο ερωτικό πάθος. Η ονομασία του νησιού συναντάται στον πληθυντικό ίσως από την ύπαρξη και των διπλανών Αντικυθήρων.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12ος αιώνας) αναφέρει την ονομασία Πορφυρούσα (Πορφυροῦσα, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐγράφη, διὰ τὸ καλλίστας φέρειν πορφύρας).[1]
Ποια η σχέση όμως των δύο προσωνυμιών του νησιού, Κύθηρα και Τσιρίγο; Ύστερα από μελέτες και έρευνες φαίνεται ότι τα δύο παραπάνω ονόματα έχουν σχέση αλληλεπίδρασης, δηλαδή είτε ότι η μια ταυτίζεται με την άλλη είτε ότι η μια δημιουργεί την άλλη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι στην Κύπρο υπάρχει περιοχή Κυθραία ή Κύθρα, όπου βρέθηκαν αγάλματα της θεάς Αφροδίτης, ενώ η κοινή ονομασία της περιοχής είναι Τζυρκά.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/11/2022) |
Η γέννηση της Αφροδίτης στα Κύθηρα, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε το γεγονός εκείνο που καθόρισε και τη μετέπειτα πορεία του νησιού. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, η Αφροδίτη γεννήθηκε στους αφρούς της θάλασσας των Κυθήρων, όταν έπεσαν σε αυτήν τα αποκομμένα από τον Κρόνο γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού. Τα κύματα παρέσυραν, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή του μύθου, στη συνεχεία τη θεά, η οποία έφθασε στην Πάφο της Κύπρου, όπου επίσης λατρεύτηκε ως θεά προστάτης του νησιού.
Από τα Κύθηρα φέρεται να έχει και την προσωνυμία Κυθέρεια η Αφροδίτη, η οποία λατρεύτηκε στην αρχαιότητα με τρεις μορφές. Ως Ουρανία, θεά – προστάτης της αγάπης και του αγνού έρωτα, με κύριο τόπο λατρείας τα Κύθηρα. Ως Πάνδημος, θεά – προστάτης του σαρκικού έρωτα και της αναπαραγωγής με κύριο τόπο λατρείας την Κύπρο. Και τέλος, με τη λιγότερο γνωστή μορφή, ως Αποστρόφια, θεά που διασφάλιζε την ηθική τάξη και προστάτευε τη σύζυγο και τα παιδιά, που αναφέρεται ότι λατρεύτηκε στη Θήβα και αλλού. Η ίδρυση από τα πολύ πρώιμα χρόνια ναού της θεάς στα Κύθηρα έδωσε και στο νησί τον ομηρικό χαρακτηρισμό ζάθεα, δηλαδή πανάγια.
Η ανάδυση της θεάς από τη θάλασσα των Κυθήρων είναι σημειολογικά μια προσπάθεια των αρχαίων, σύμφωνα με τους ειδικούς στην Παλαιοντολογία, να ερμηνεύσουν την ανάδυση του νησιού από τη θάλασσα. Αυτό αποδεικνύεται από τον πλούσιο αριθμό παλαιοντολογικών ευρημάτων, που έχουν προέλευση τη θαλάσσια ζωή, σε εκτεταμένες περιοχές των Κυθήρων, στα Μητάτα και τα Βιαράδικα.
Τα Κύθηρα βρίσκονται στη νότια Ελλάδα, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, στο σημείο που το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό πέλαγος συναντώνται. Είναι νησί επίμηκες, με μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος 18 χιλιόμετρα. Έχουν έκταση 277,746 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μήκος των ακτογραμμών του είναι περίπου 90 χιλιόμετρα. Στο βόρειο άκρο του νησιού βρίσκεται ο φάρος του Μουδαρίου, ο οποίος χτίστηκε το 1857 από τους Άγγλους, ενώ στο λιμάνι του Καψαλίου, στο νότιο τμήμα του νησιού, βρίσκεται φάρος ο οποίος κατασκευάστηκε το 1853.[2]
Τα Κύθηρα είναι ορεινά, με δύο κύριες οροσειρές, μια στα ανατολικά και μια δυτικά, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα ομαλό οροπέδιο. Οι ψηλότερες κορυφές της ανατολικής οροσειράς είναι το Κουτσοκέφαλο (324 μ.), το Βουνό του Διγενή (474 μ.), η Αγία Μονή (348 μ.) και ο Άγιος Γεώργιος (321 μ.) και της δυτικής είναι η Σκληρή (432 μ.), ο Μερμηγκάρης (506 μ.), η Βίγλα (476 μ.) και η Αγία Ελέσσα (433 μ.). Αυτές οι δύο οροσειρές διακλαδίζονται σε μικρότερα βουνά, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν βαθιά φαράγγια. Ρεματιές με πολύ νερό υπάρχουν κοντά στον Μυλοπόταμο, στον Καραβά και στα Μητάτα, ενώ οι άλλες περιοχές βασίζονται για την ύδρευση στα πηγάδια.[2] Στο Μυλόποταμο υπάρχουν καταρράκτες και το νερό χρησιμοποιείται για να κινεί νερόμυλους, ενώ εκεί είναι το πιο εύφορο τμήμα του νησιού.[3] Γεωγραφικά ανήκουν στα επτάνησα και διοικητικά υπάγονται στον Πειραιά. Είναι το 15ο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και έχει 64 κοινότητες με τη μικρότερη τα Βιαράδικα που στα παλιά χρόνια ήταν από τις μεγαλύτερες.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/11/2022) |
Το κλίμα των Κυθήρων είναι εύκρατο μεσογειακό. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου +20 °C και το μέσο ετήσιο ύψος βροχής, (διάρκειας περίπου 60 ημερών), είναι 600 χιλιοστά, η μέση νέφωση είναι 4 και η μέση δύναμη των ανέμων περίπου 3 - 4 μποφόρ με επικρατέστερους ανέμους τους βορειοανατολικούς και δυτικούς. Πολλές φορές κατά την Άνοιξη παρατηρείται ένας δυτικός-νοτιοδυτικός άνεμος καλούμενος "προβέντζα" που αθροίζει χαμηλά νέφη δημιουργώντας ομίχλη όπου και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή των ναυτιλλομένων. Το χιόνι είναι σπάνιο καθώς και η θερμοκρασία κάτω του -4 °C.
Το νησί κατοικείται τουλάχιστον από το τέλος της 6η χιλιετίας π.Χ., όπως μαρτυρά αγγείο που βρέθηκε στο σπήλαιο Αγίας Σοφίας[4], ενώ είναι πιθανό να κατοικούνται από την αρχή της παλαιολοθικής περιόδου[5]. Στο σπήλαιο του Χουστή κοντά στο Διακόφτι υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από το 3.800 π.Χ.[6] Οι οικισμοί αρχίζουν να αυξάνονται κατά την 3η χιλιετία π.Χ., όταν άρχισε η επιρροή των Μινωιτών στα Κύθηρα, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι κατοικούνταν συνεχώς μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ..[5]
Όπως δείχνουν ευρήματα ανασκαφών στο Καστρί, κοντά στον Αυλέμονα και την Παλαιόπολη, που έγιναν τη δεκαετία του 1960, θεωρείται ότι το Καστρί ήταν μινωική αποικία, με μινωικά σπίτια και τάφους, ενώ στο βουνό του Αγίου Γεωργίου, σε υψόμετρο 350 μέτρων βρέθηκε το μινωικό ιερό. Στον χώρο γύρω από το ιερό βρέθηκαν σπασμένα κεραμικά διαφόρων τύπων και κομμάτια από μεγάλα πιθάρια με εντυπωσιακή διακόσμηση, περίπου 80 χάλκινα ειδώλια, διάφορα μικρότερα τέχνεργα, αντίστοιχα με τα σημερινά τάματα και πέτρινα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα λυχνάρια. Επίσης βρέθηκε ένα μικρό αγγείο από στεατίτη πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένη Γραμμική Α. Η θέση του ιερού πάνω στο βουνό λειτουργεί ως παρατηρητήριο, καθώς μπορεί να εποπτεύει την περιοχή από τα ακρωτήρια Ταίναρο και Μάλεας μέχρι την Κρήτη, καθώς τα Λευκά όρη είναι ορατά από εκεί σε καθαρές μέρες, ενώ η ορατότητα φτάνει ακόμη μέχρι τη Μήλο και τη Σαντορίνη. Έτσι ουσιαστικά ελέγχει τα ναυτικά περάσματα από δύση σε ανατολή και βορρά προς νότο.[7] Θεωρείται ότι οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν τα Κύθηρα σαν γέφυρα για να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο.[5] Παράλληλα με τους Μινωίτες σε άλλες περιοχές των Κυθήρων υπήρχαν ντόπιοι πολιτισμοί, οι οποίοι συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι την ανακτορική περίοδο, όταν και η επιρροή των Μινωιτών επεκτάθηκε.[8]
Τον 15ο αιώνα στα Κύθηρα αποικία έχουν και οι Φοίνικες, άγνωστο από πότε, οι οποίοι παρήγαγαν στο νησί πορφύρα. Γι' αυτό το λόγο στην αρχαιότητα τα Κύθηρα αποκαλούνταν και Πορφυρούσα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Φοίνικες έφεραν στα Κύθηρα τη λατρεία της Αφροδίτης από την ίδρυση ιερού για την αντίστοιχη ανατολίτικη θεά, της Αστάρτης.[4] Επίσης, χρησιμοποιούσαν την αποικία ως εμπορικό σταθμό ανάμεσα στις αποικίες τους[2]. Μετά την πτώση των Μινωιτών περίπου το 1400 π.Χ., το νησί το καταλαμβάνουν αμέσως οι Μυκηναίοι. Κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. το νησί καταλαμβάνουν οι Δωριείς. Ο Όμηρος αναφέρει δύο ήρωες από τα Κύθηρα, τον Λυκόφρονα και τον Αμφιδάμαντα, ενώ αναφέρεται ότι ο Πάρις και Ωραία Ελένη πέρασαν τις πρώτες μέρες μαζί στα Κύθηρα.[5] Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι μετά από τρικυμία στο ακρωτήριο Μαλέα, ο Οδυσσέας περιπλανάται στα Κύθηρα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων, το νησί καταλαμβάνεται από το Άργος[2] και στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από τους Σπαρτιάτες.[4]
Λόγω της θέσης τους, τα Κύθηρα μπορούσαν να δράσουν ως ορμητήριο εναντίον της Σπάρτης και γι' αυτό το λόγο οι Σπαρτιάτες το φρόντιζαν. Ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος είχε πει ότι το νησί θα γινόταν αίτια συμφορών για τη Σπάρτη και είχε ευχηθεί να καταποντιστεί. Ο Δημάρατος της Σπάρτης είχε προτείνει στον Ξέρξη να καταλάβει με το ναυτικό τα Κύθηρα, ώστε οι Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν και οι ελληνικές δυνάμεις να διαχωριστούν, κάτι το οποίο όμως δεν συνέβη. Τη στρατιωτική αξία του νησιού αναγνώρισαν και οι Αθηναίοι. Ο ναύαρχος των Αθηναίων Τολμίδης επιτέθηκε και κυρίευσε τα Κύθηρα και τις Βοιές (στη σημερινή Νεάπολη Λακωνίας) το 455 π.Χ. Το 424 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Νικίας επιβιβάστηκε με τον Αθηναϊκό στόλο στη Σκάνδεια και με άλλο στρατό κατέλαβε την πρωτεύουσα των Κυθήρων, αν και οι Κυθήριοι αντιστάθηκαν πριν τραπούν σε φυγή. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το νησί για επιθέσεις εναντίον των Σπαρτιατών, αλλά το παρέδωσαν πίσω στη Σπάρτη με τη Νικίειο ειρήνη. Ξανακατέλαβαν τα Κύθηρα το 394 π.Χ., ενώ οι Σπαρτιάτες τα ανέκτησαν το 387 π.Χ.[2] Φαίνεται ότι με το Κοινό των Ελευθερολακώνων τον 2ο αιώνα π.Χ., τα Κύθηρα ανεξαρτητοποιούνται και κόβουν δικό τους νόμισμα. Μετά την πτώση των Λακώνων, τα Κύθηρα παρακμάζουν αλλά συνεχίζουν να κατοικούνται κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων.
Κυνηγώντας τον Αντώνιο:
Ο Ρωμαίος Μάρκος Αντώνιος καταδίκασε άδικα σε θάνατο κάποιον Σπαρτιάτη, Λαχάρη. Στον εμφύλιο των Ρωμαίων ανάμεσα στον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό μετέπειτα Αύγουστο, οι Σπαρτιάτες τάχθηκαν στο πλευρό του δεύτερου. Ο γιος του εκτελεσμένου Λαχάρη, ο Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής, βρέθηκε τριήραρχος στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο στόλος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας νικήθηκε κι ο Μάρκος Αντώνιος αποχωρούσε από τη μάχη κυνηγημένος. Ένα ένα, τα πλοία του Οκτάβιου παρατούσαν το άσκοπο κυνηγητό. Το πλοίο του Ευρυκλή όμως επέμενε και πλησίαζε τολμηρά. Ο Αντώνιος απορούσε για ποιο λόγο ο αντίπαλος έδειχνε τόσο μένος και με τηλεβόα ρώτησε:
«Τις ούτος ο διώκων Αντώνιον;».
Ο Ευρυκλής απάντησε:
«Εγώ ο Ευρυκλής ο Λαχάρους τη Καίσαρος τύχη εκδικών τον του πατρός θάνατον».
Μάλλον δεν θυμόταν την περίπτωση ο Αντώνιος. Κατάφερε όμως να ξεφύγει. Ο Ευρυκλής περιορίστηκε να συλλάβει τη δεύτερη ναυαρχίδα κι ένα πλοίο, λεία διόλου ευκαταφρόνητη. Ο Οκταβιανός θέλησε να τον ανταμείψει. Τον έκανε ηγεμόνα των Σπαρτιατών και του χάρισε τα Κύθηρα. Ήταν η για πολλούς αιώνες τελευταία ιστορική αναφορά στο νησί που περιέπεσε σε αφάνεια. Στα 375 μ.Χ. η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατέφυγε στα έρημα Κύθηρα για να γίνει μοναχή.
Ο μεγάλος σεισμός του 365 μ.Χ. καταστρέφει τη Σκάνδεια και αλλάζει τη φυσιογνωμία των ακτών.[9]
Η αρχή της 1ης χιλιετίας μ.Χ. είναι μια σκοτεινή περίοδος για τα Κύθηρα. Σύμφωνα με την παράδοση τα Κύθηρα ερήμωσαν εφτά φορές, αν και δεν είναι γνωστό αν είχαν ερημώσει τελείως ή κατοικούνταν από λίγες εκατοντάδες βοσκών. Από το 395 ανήκουν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά δέχονται συνεχώς επιδρομές και ήταν ορμητήριο πειρατών. Ο χριστιανισμός εισήλθε στο νησί από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου τον 4ο μ.χ. αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση ήρθε από τη Λακωνία στα Κύθηρα η Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς για να κηρύξει τον χριστιανισμό στους κατοίκους.[10] Η Αγία Ελέσα θανατώθηκε από τον ίδιο τον ειδωλολάτρη πατέρα της Ελλάδιο (1 Αυγούστου 375). Εκείνη την περίοδο υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχεία με πολλά μνημεία, όπως το ψηφιδωτό του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από τον 7ο αιώνα μ.Χ. και το ψηφιδωτό δάπεδο του Αγίου Ιωάννη κοντά στον Ποταμό, υποδεικνύουν ότι κοντά σε αυτούς βρίσκονταν κατοικημένες περιοχές. Η πρώτη επίσημη αναφορά για το νησί γίνεται το 530, όταν αναφέρεται ως έδρα Μητρόπολης. Επί Κώνστα τα Κύθηρα υπάγονταν στον Πάπα της Ρώμης, αλλά επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου μεταφέρθηκαν πάλι στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.[11] Μετά την κατάληψη της Κρήτης, είναι πιθανόν στα Κύθηρα να κατοικούσαν Άραβες. Όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξασθένησε το νησί δέχτηκε σκληρές επιθέσεις στο εσωτερικό από Σλαβικές φυλές και στις ακτές από τους Άραβες. Τα Κύθηρα φαίνεται ότι ερημώθηκαν γύρω στο 700.
Το νησί κατοικήθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα μ.Χ. μετά την κατάληψη της Κρήτης το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά.[2] Η πρώτη οργανωμένη νέα εγκατάσταση κατοίκων στα Κύθηρα φαίνεται να πραγματοποιήθηκε με την άφιξη στο νησί του Οσίου Θεόδωρου των Κυθήρων, μετά το θάνατο του (922) εμφανίζεται σημαντικός αριθμός νέων κατοίκων.[12] Σύμφωνα με το Συναξάριο του Άγιου το νησί κατά το χρόνο της άφιξης του στα Κύθηρα είναι έρημο κατοίκων εξ αιτίας των πειρατικών επιδρομών, υπήρχαν μονάχα σκόρπιοι κυνηγοί στις ορεινές περιοχές. Από τότε μέχρι τον 11ο αιώνα δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για νέες μεταφορές κατοίκων στο νησί, όλες οι ενδείξεις βασίζονται στις εκκλησίες που κτίστηκαν εκείνη την περίοδο. Τον 10ο αιώνα οι νέοι κάτοικοι ήρθαν σε μεγάλα κύματα από τη Μονεμβασιά και ίδρυσαν την πρωτεύουσα Παληοχώρα που ονομαζόταν στην αρχή "Άγιος Δημήτριος". Πρώτος κυρίαρχος των Κυθήρων ήταν ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβάσια, στη συνέχεια παρέδωσε την εξουσία στην οικογένεια των Ευδαιμογιάννηδων επίσης από τη Μονεμβασιά οι οποίοι μέχρι τη Λατινική κατάκτηση (1204) ήταν οι κυρίαρχοι του νησιού.[11] Η Οικογένεια Ευδαιμογιάννη πιθανότατα κατασκεύασε το κάστρο στην Παληοχώρα Κυθήρων (Άγιος Δημήτριος).[9]
Με την Δ΄ Σταυροφορία οι Σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και δημιούργησαν τη Λατινική Αυτοκρατορία (1204), οι Ενετοί καταλαμβάνουν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Κυθήρων. Λέγεται ότι πολλοί Φαναριώτες βρήκαν καταφύγιο στα Κύθηρα αλλά και σε άλλα ακριτικά και δυσπρόσιτα νησιά. Τα Κύθηρα είναι από τα ελάχιστα νησιά στον Ελληνικό χώρο που θα παραμείνουν στη Δημοκρατία της Βενετίας μέχρι την πτώση της (1797). Δεν θα κατακτηθούν ούτε από τη Δυναστεία των Παλαιολόγων αλλά ούτε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρά τις επίμονες προσπάθειες και τις σκληρές επιδρομές ιδιαίτερα τον 16ο αιώνα από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα που διέλυσε το Δουκάτο της Νάξου. Οι Βενετοί τα ονόμασαν "Τσιρίγο".[13] Στο τέλος της Ενετοκρατίας, το νησί αριθμούσε περίπου 7.500 κατοίκους. Με εξαίρεση την περίοδο 1715-1718, όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς, το νησί παρέμεινε μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας μέχρι την κατάλυσή της.[9]
Το νησί δίνεται σαν δώρο στον Οίκο του Ενετού τυχοδιώκτη Μάρκο Βενιέρ από την Οικογένεια Βενιέρ (1207) που έμεινε γνωστή τα νεότερα χρόνια στον Ελληνικό χώρο σαν "Βενιέρης".[14]. Η οικογένεια Βενιέρ ισχυρίστηκε μάλιστα ότι είχε δικαιώματα στο νησί διότι: «Το όνομα Βενιέρι προέρχεται από το λατινικό Venus που σημαίνει Αφροδίτη. Τα Κύθηρα είναι το νησί της Αφροδίτης, άρα τα δικαιούνται!». Έστω κι έτσι, ήταν οι μόνοι από τους Βενετσιάνους που χρησιμοποίησαν κάποια δικαιολογία, όταν ενέσκηψαν στις ελληνικές θάλασσες κυριεύοντας τα νησιά.
Για να αποκτήσουν την πλήρη κυριότητα του νησιού με τη συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού ο Βαρθολομαίος Βενιέρ γιος του Μάρκο Βενιέρ παντρεύεται την κόρη του Νικόλαου Ευδαιμογιάννη και παίρνει ολόκληρο το νησί των Κυθήρων σαν προίκα (1238). Ο γιος του Βαρθολομαίου Μάρκο Βενιέρ, Άρχοντας των Κυθήρων εμφανίζεται νέος άρχοντας των Κυθήρων. Το 1269 οι Βυζαντινοί ανακτούν τα Κύθηρα, τα οποία όμως περνούν πάλι στην κατοχή των Βενιέρων το 1310 με τη βοήθεια της Οικογένειας Ευδαιμογιάννη.[2] Ο επόμενος Άρχοντας των Κυθήρων που καταγράφεται επίσης από την Οικογένεια Βενιέρ στα τέλη του 14ου αιώνα ήταν ο Πιέτρο Βενιέρ, Άρχοντας των Κυθήρων δισέγγονος του Μάρκου Βενιέρ του γιου του Βαρθολομαίου.[14]
Ο τελευταίος Άρχοντας συγκυβερνήτης των Κυθήρων που καταγράφεται τον 16ο αιώνα ήταν ο Τζουάν Φραντσέσκο Βενιέρ, δισέγγονος του Πιέτρο Βενιέρ. Ο Τζουάν Φραντσέσκο παντρεύτηκε τη Φιορέντζα Σομμαρίπα κληρονόμο της Πάρου και τα παιδιά τους έγιναν οι τελευταίοι Άρχοντες της Πάρου.[15] Ο εγγονός του Τζουάν Φραντσέσκο Σεμπαστιάνο Βενιέρ έγινε ο 86ος Δόγης της Βενετίας. Το 1470 το νησί ήταν άγονο και είχε 500 κατοίκους, ενώ τον 16ο αιώνα είχε φτάσει σε πληθυσμό τους 4.000 κατοίκους οχυρωμένους σε τρεις περιοχές : τον Άγιο Δημήτριο (Παληοχώρα), τη Χώρα και το Μυλοπόταμο.[9]
Το 1530 οι Βενετοί παίρνουν όλες τις εξουσίες από τους Βενιέρους και οργανώνουν το νησί σε φέουδα όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Γινόταν τακτικά προσπάθειες από τις αρχές να προσελκύουν κατοίκους για να καλλιεργούν τη γη και να αντικαταστήσουν όσους πέθαιναν από λοιμούς και επιδρομές πειρατών. Οι κάτοικοι των Κυθήρων εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να μιλάνε με μεγάλο δέος για τις καταστροφές του δέχτηκε το νησί του από τις επιδρομές του τυχοδιώκτη Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα που ήταν Ελληνικής καταγωγής από τη Μυτιλήνη αρχιναύαρχος στον στόλο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Οι ιστορίες αυτές έγιναν το βασικό αντικείμενο της Κυθηραϊκής λογοτεχνίας, οι κάτοικοι δείχνουν τα μοναστήρια στους ψηλούς βράχους που κατέφευγαν οι κάτοικοι για να γλυτώσουν τις επιδρομές του Μπαρμπαρόσα.
Η Παληοχώρα εγκαταλείπεται οριστικά μετά την επιδρομή και τη λεηλασία της από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (1537). Ο Μπαρμπαρόσα έκαψε την Παληοχώρα και οι πειρατές σκότωσαν αμάχους και πούλησαν τους αιχμαλώτους ως σκλάβους, όσοι επέζησαν μετοίκησαν στα κοντινά χωριά.[4] Υπάρχουν αναφορές ότι ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και τα άλλα δύο κάστρα του νησιού, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται πειστικά από τις πηγές. Οι πειρατές λεηλατούσαν συνεχώς στις ακτές της Μεσογείου τα πλοία, τις παραλίες και τα νησιά με πολλά λάφυρα και σκλάβους για εμπορικά κέρδη, τα Κύθηρα ήταν ο μεγαλύτερος πειρατικός στόχος στη Μεσόγειο. Τα νησιά που ήταν εμπορικοί σταθμοί των Βενετών λεηλατήθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους πειρατές, τα σημαντικότερα ήταν τα Κύθηρα, η Σαπιέντζα νότια από την Καλαμάτα, οι Φούρνοι Ικαρίας και τα Ψαρά.[16][17] Η ανάγκη γης για καλλιέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολύ μικρών χωραφιών ακόμη και σε δυσπρόσιτα μέρη.[11] Τον 17ο αιώνα φτάνουν στο νησί πολλοί μετανάστες από την Κρήτη.[18]
Μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, το νησί καταλαμβάνουν το 1797 οι Γάλλοι. Οι Γάλλοι επέβαλαν δημοκρατικό πολίτευμα και σε επίσημη τελετή έκαψαν το Λίμπρο ντ'όρο, το βιβλίο των ευγενών των Ενετών, έδωσαν στους πολίτες ίσα δικαιώματα[19], και φύτευσαν το δέντρο της Ελευθερίας στην πλατεία Εσταυρωμένου στη Χώρα. Το 1799, το νησί περνά στην κατοχή των Ρώσων, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Τούρκους για να καταλάβουν τα Επτάνησα. Η γαλλική φρουρά παρέδωσε το νησί στους Ρώσους ύστερα από πολιορκία.[4] Το 1800 με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τα Κύθηρα γίνονται τμήμα της ημιαυτόνομου Επτάνησου Πολιτείας, με προϋπόθεση τη διατήρηση των προνομίων των ευγενών. Αυτό εξαγριώνει τους χωρικούς, οι οποίοι εξεγείρονται. Στις 12 Μαΐου 1799 σκοτώνουν δύο ευγενείς[4], ενώ στις 22 Ιουλίου 1800, όταν η φρουρά των Ρώσων και Τούρκων αποχωρεί, οι χωρικοί εξεγείρονται ένοπλα ξανά και σκοτώνουν μερικούς από τους ισχυρότερους ευγενείς. Για λίγο καιρό δεν υπήρχε συντεταγμένη εξουσία, αλλά τελικά συστάθηκε ένα καταστατικό. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Μυλοπόταμο και μετά στα Αρωνιάδικα. Η περίοδος αυτή ονομάζεται περίοδος της αναρχίας. Στο τέλος του 1802, η Γερουσία των Επτανήσων έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στα Κύθηρα με επικεφαλής τον Ευστάθιο Μεταξά, ο οποίος επέβαλε τελικά την τάξη συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους της εξέγερσης του 1800, από τους οποίους μάλιστα, ο Δημήτριος Μπελέσης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1805.[19]
Η Επτάνησος Πολιτεία έπαψε να υφίσταται με τη συνθήκη του Τιλσίτ το 1807 και τα Επτάνησα πέρασαν πάλι στην κατοχή των Γάλλων, αλλά το 1809 το νησί κατέλαβαν οι Άγγλοι, όπως έκαναν και με τα άλλα Επτάνησα. Τις 20 Νοεμβρίου 1815 ιδρύεται με τη συνθήκη των Παρισίων το Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων, με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Τις 26 Αυγούστου 1817 οι Άγγλοι παραχώρησαν στα νησιά σύνταγμα, όμως τα νησιά συνέχισαν να είναι στην αγγλική σφαίρα επιρροής.[4] Οι Άγγλοι πραγματοποίησαν στο νησί δεκάδες έργα που αναγέννησαν το νησί τα οποία κατασκευάστηκαν με τη μέθοδο της επίταξης εργασίας, αλλά καταπίεσαν τους κατοίκους.[9] Ανάμεσα στα έργα εκείνης της περιόδου είναι τα λοιμοκαθαρτήρια στο Καψάλι, οι δρόμοι που ένωναν τα χωριά, η εντυπωσιακή πέτρινη γέφυρα στο Κατούνι, καθώς και άλλες παρόμοιες γέφυρες στον Ποταμό, στο Καψάλι και τα Μυρτίδια, έργα ύδρευσης, τα Αγγλικά Σχολεία και οι φάροι στο Μουδάρι (ύψους 25 μέτρων) και στο Καψάλι. Επίσης, οι Άγγλοι παρείχαν κίνητρα για την παραγωγή ελαιολάδου, σιτηρών και κρασιού. Εξαιτίας της Αγγλικής διοίκησης στο νησί κατέφυγαν πολλοί αγωνιστές του 1821, ανάμεσα στους οποίους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Επίσης, η αύξηση του πληθυσμού ώθησε πολλούς Κυθήριους στη μετανάστευση προς τη Σμύρνη, την Αμερική και την Αυστραλία.[19]
Τα Κύθηρα ενώθηκαν με την Ελλάδα στις 28 Μαΐου 1864. Το 1903 σημειώνεται στα Κύθηρα ισχυρός σεισμός ο οποίος ισοπεδώνει τα Μητάτα, ενώ κτίρια κατέρρευσαν σε όλο το νησί.[4] Το κύριο χαρακτηριστικό στα Κύθηρα του 20ου αιώνα ήταν η έντονη μετανάστευση, η οποία είχε αρχίσει από τον 18ο αιώνα. Στη Σμύρνη πριν την καταστροφή ο πληθυσμός κυθηραϊκής καταγωγής είχε φτάσει τους 14.000 και ήταν η μεγαλύτερη από τον πληθυσμό ελληνικής καταγωγής. Μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, οι Κυθήριοι μετανάστευσαν κυρίως στην Ελλάδα (Αττική, Θεσσαλονίκη, νησιά του Αιγαίου), Αίγυπτο και μετά σε Αυστραλία ή Αμερική, ενώ πολύ λίγοι πήγαν στα Κύθηρα.[20]
Το 1916 το νησί καταλαμβάνεται από λόχο του Συντάγματος Κρητών στο όνομα της «Κυβερνήσεως Εθνικής Αμύνης» του Ελευθερίου Βενιζέλου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και στις 17 Φεβρουαρίου 1917, τα Κύθηρα κήρυξαν την «Αυτόνομο Διοίκηση Κυθήρων».[4] Μάλιστα είχε κηρύξει πόλεμο με τη Γερμανία, ενώ μετά την απομάκρυνση του βασιλιά, η Διοίκηση διαλύθηκε. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το νησί, που αριθμούσε 15.000 κατοίκους, κατελήφθη πρώτα από τους Ιταλούς και μετά από τους Γερμανούς. Η αντίσταση οργανώθηκε στον Ποταμό και στις 4 Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί εκδιώκονται και τα Κύθηρα γίνονται το πρώτο μέρος της Ελλάδας που απελευθερώνεται.[20]
Μετά τον πόλεμο ξεκινάει ένα πολύ μεγάλο κύμα μετανάστευσης που ουσιαστικά ερημώνει το νησί. Η εξωτερική μετανάστευση σταματάει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1990 λαμβάνει χώρα εσωτερική προς τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, κυρίως στην Αθήνα και στον Πειραιά. Η τουριστική ανάπτυξη του νησιού αρχίζει τη δεκαετία του 1990.[4][20] Στις 8 Ιανουαρίου 2006 έλαβε χώρα σεισμός 6,9 στην κλίμακα ρίχτερ με επίκεντρο 40 χιλιόμετρα ανατολικά των Κυθήρων. Ο σεισμός προκάλεσε κυρίως καταστροφές στα Μητάτα, όπου σημειώθηκαν κατολισθήσεις και ζημιές στην πλατεία του χωριού.[21][22]
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1870 | 10.637 | — |
1879 | 13.259 | +24.6% |
1889 | 10.920 | −17.6% |
1896 | 12.306 | +12.7% |
1907 | 13.102 | +6.5% |
1920 | 9.709 | −25.9% |
1928 | 9.092 | −6.4% |
1940 | 8.178 | −10.1% |
1951 | 6.507 | −20.4% |
1961 | 5.518 | −15.2% |
1971 | 4.102 | −25.7% |
1981 | 3.469 | −15.4% |
1991 | 3.107 | −10.4% |
2001 | 3.571 | +14.9% |
2011 | 3.973 | +11.3% |
2021 | 3.605 | −9.3% |
Τα Κύθηρα έχουν πληθυσμό 3.605 κατοίκους, σύμφωνα με την Απογραφή του 2021. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του νησιού έχει 281 κατοίκους, ενώ σημαντικά χωριά είναι το Λιβάδι, με 464 κατοίκους, και ο Ποταμός, με 476 κατοίκους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι βρίσκονται σε περίπου 60 μικρά χωριά, διάσπαρτα σε όλη την έκταση του νησιού.
Ο πληθυσμός των Κυθήρων έπειτα από την ενσωμάτωση τους στην Ελλάδα μέχρι και το 1907 υπήρξε σταθερός με μία ελαφρά αύξηση. Από το 1920 μέχρι και το 1991 ο πληθυσμός τους μειώθηκε δραματικά. Από το 1991 μέχρι και το 2011 ο πληθυσμός των Κυθήρων σημείωσε μεγάλη αύξηση. Το 2021 σημείωσε ωστόσο σημαντική πτώση. Τα Κύθηρα κατέγραψαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό τους το 1879 (13.259) και τον μικρότερο το 1991 (3.107). Η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού έγινε το 1879 (24,6%) και η μικρότερη το 1907 (6,5%). Η μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού έγινε το 1920 (25,9%) και η μικρότερη το 1928 (6,4%).
Τα Κύθηρα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μαζί με τα Επτάνησα, των οποίων αποτελούσαν τμήμα, με την αποδοχή του στέμματος του Βασιλείου της Ελλάδος από τον Γεώργιο τον Α΄. Από το 1867 με το Νόμο ΣΞΒ΄ και μέχρι το 1929 υπάγονταν διοικητικά στο νομό Αργολιδοκορινθίας και δικαστικά στο Πρωτοδικείο Γυθείου. Το 1929 υπάχθηκαν διοικητικά στο νομό Αττικοβοιωτίας και δικαστικά στο πρωτοδικείο Πειραιώς. Μετά τη συγκρότηση της Νομαρχίας Πειραιώς και νήσων υπάχθηκε στην τελευταία και μαζί με τα Αντικύθηρα υπάγονταν στην Επαρχία Κυθήρων.
Σήμερα τα Κύθηρα με τα Αντικύθηρα υπάγονται στο δήμο Κυθήρων, ο οποίος υπάγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Νήσων. Ο Δήμος Κυθήρων περιλαμβάνει ολόκληρο το νησί των Κυθήρων και τις γύρω νησίδες. Ανήκει στη Περιφερειακή Ενότητα Νήσων της περιφέρειας Αττικής. Σχηματίστηκε με εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας το 1997 από τη συνένωση των παλαιότερων κοινοτήτων του νησιού. Με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης συνενώθηκε με την κοινότητα Αντικυθήρων σχηματίζοντας το νέο Δήμο Κυθήρων που λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου του 2011.
Το λιμενικό έλεγχο μέχρι το 1986 στα Κύθηρα και Αντικύθηρα ασκούσε η Λιμενική Αρχή Γυθείου διατηρώντας επ΄ αυτού δύο Λιμενικούς σταθμούς, έναν στην Αγία Πελαγία και έναν στο Καψάλι. Από το 1987 υπάχθηκαν στη Λιμενική Αρχή Νεάπολης Βοιών, όπου από Λιμενικός σταθμός (Γυθείου) αναδείχθηκε σε Υπολιμεναρχείο. Από τελωνειακού ελέγχου υφίστανται δύο τελωνοσταθμαρχεία, ένα στην Αγία Πελαγία και ένα στο Καψάλι, που υπάγονται στο Τελωνείο Γυθείου.
Επί των Κυθήρων υφίσταται Ειρηνοδικείο και Πταισματοδικείο. Παλαιότερα υπήρχε υποδιοίκηση της Χωροφυλακής που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού με δύο σταθμούς, έναν στον Ποταμό και έναν στα Αντικύθηρα. Εκτός αυτών υφίστανται και όλες οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία ΔΕΚΟ.
Εκκλησιαστικά τα Κύθηρα αποτελούν ιδία Μητρόπολη, την Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων, που έχει έδρα στην πόλη των Κυθήρων.
Οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες και υπάλληλοι, αλλά με την αύξηση του τουρισμού και την προσέλευση ημιμόνιμων οικιστών, το κέντρο βάρους έχει μετατοπισθεί προς τις τουριστικές επιχειρήσεις και την οικοδομή. Κύρια αγροτικά προϊόντα είναι το λάδι και το μέλι. Τουριστικά το νησί βρίσκεται σε ανάπτυξη. Συνεισφορά στην καλή φήμη του αποτελεί και το γεγονός ότι η οικιστική του ανάπτυξη γίνεται ελεγχόμενα χωρίς αλλοίωση του τοπικού ρυθμού.
Η μη-ιδιωτική περιουσία στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα δεν ανήκει στο δημόσιο, αλλά στην Εγχώριο Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων. Η Εγχώριος Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων είναι ένας θεσμός που χρονολογείται από την Αγγλοκρατία. Στην περιουσία της Εγχώριου Περιουσίας στην οποία ανήκουν όλες οι εκτάσεις των Κυθήρων, των Αντικυθήρων και των κοντινών νησίδων που δεν ανήκουν σε ιδιώτες, τα προσκυνήματα τριών μοναστηριών των Κυθήρων, τα αγαθά που ορίζονται ως κοινόχρηστα, όπως ο αιγιαλός, οι δρόμοι και οι πλατείες, καθώς επίσης τα οχυρωματικά έργα (κάστρα) των Βενετών και εγκαταλελειμμένα κτίρια που ανήκαν σε ιδιώτες.[23] Επίσης περιουσία της Εγχώριου Περιουσίας είναι οι Αλυκές των Κυθήρων. Σύμφωνα με έκθεση της Λιμενικής Αρχής Γυθείου (Δεκέμβριος 1983), στα Κύθηρα λειτουργούσαν 18 αλυκές από τις 25 που υπήρχαν προπολεμικά, κυρίως επί των ανατολικών ακτών, από τις οποίες παράγονταν αυτόπηκτο θαλάσσινό μαγειρικό αλάτι, που επαρκούσε για τις ανάγκες του νησιού. Η παραγωγή αυτών δεν παραδίδεται σε αποθήκες του κρατικού μονοπώλιου (άλατος), που ίσχυε ακόμη, αλλά συλλέγονται μόνο από τους ενοικιαστές των αλυκών, οι οποίες και ανήκουν στην "Εγχώρια Περιουσία των Κυθήρων", όπου κατ΄ έτος δίδονται σε δημοπρασία με ετήσιο ενοίκιο.[24]
Περί το τέλος του 1928 στα Κύθηρα λειτουργούσαν 22 δημοτικά σχολεία (και ένα στα Αντικύθηρα), εκ των οποίων 15 ήταν αρρεναγωγεία και 8 παρθεναγωγεία. Το 1929 συμπτύχθηκαν σε 15 μικτά, στα οποία φοιτούσαν τότε περίπου 1500 μαθητές και μαθήτριες. Το πρώτο πλήρες κλασσικό μικτό γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1921 στην πόλη των Κυθήρων, στο οποίο το 1929 φοιτούσαν περίπου 150 μαθητές και μαθήτριες. Το 1964, επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, χωρίσθηκε σε τριτάξιο Γυμνάσιο και τριτάξιο Λύκειο, όπου επί χούντας το 1967 καταργήθηκε το Λύκειο και επανήλθε ως εξατάξιο Γυμνάσιο, πλην όμως είχε αρχίσει ήδη η συρρίκνωση του πληθυσμού κυρίως λόγω αστυφιλίας. Σήμερα στο νησί λειτουργούν δύο Νηπιαγωγεία, δύο εξαθέσια Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσιο και Λύκειο.
Στα Κύθηρα λειτουργεί η μονάδα υγείας του Γενικού Νοσοκομείου και Κέντρου Υγείας Κυθήρων, το οποίο ονομάζεται και "Τριφύλλειο". Το νοσοκομείο εγκαινιάστηκε στις 25 Ιουνίου 1957, έπειτα από πρωτοβουλία και δωρεά του Κυθήριου ομογενή Νικ. Τριφύλλη. Λειτούργησε σαν ΝΠΙΔ και το 1959 περιήλθε στο Δημόσιο. Το 1987 αναμορφώθηκε στα πλαίσια του ΕΣΥ σε ενοποιημένο οργανισμό με το Κέντρο Υγείας.
Τα Κύθηρα συνδέονται ακτοπλοϊκά όλο το χρόνο με τον Πειραιά και το Καστέλι της Κρήτης. Συνδέονται επίσης με το Γύθειο και τη Νεάπολη Λακωνίας. Τα Κύθηρα διαθέτουν Διεθνή Κρατικό Αερολιμένα τον «Αλέξανδρο Αριστοτέλους Ωνάσης» και συνδέονται αεροπορικά με την Αθήνα όλο το χρόνο με δρομολόγια της Olympic Air ή Aegean Air. Επίσης όλο τον χρόνο συνδέονται με την αεροπορική εταιρεία Sky Express. Charter πτήσεις από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο πραγματοποιούνται από τη Δανία και την Ολλανδία, Transavia.com και Danish Air Transport. Το αεροδρόμιο βρίσκεται 24 χλμ. από τη Χώρα Κυθήρων.
Στο νησί υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος από αξιοθέατα με κυριότερο τα πολυάριθμα και διάσπαρτα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, παραδοσιακά χωριά και το λοφώδες τοπίο. Υπάρχουν πολλά βυζαντινά και ενετικά μνημεία και μερικά αγγλικά. Τα κυριότερα αξιοθέατα είναι:
Τα Κύθηρα δεν περιλαμβάνουν καμία πόλη ή κωμόπολη αλλά μόνο χωριά. Ο μεγαλύτερος οικισμός είναι ο Ποταμός ενώ σημαντικά χωριά αποτελούν η Αγία Πελαγία, το Άνω Λιβάδι, ο Κάλαμος και τα Λογοθετιάνικα. Η πρωτεύουσα είναι μόλις ο τέταρτος μεγαλύτερος οικισμός στο νησί.
Κατάταξη | Οικισμός | Πληθυσμός (2011) |
---|---|---|
1 | Ποταμός | 476 |
2 | Αγία Πελαγία | 419 |
3 | Άνω Λιβάδι | 284 |
4 | Κύθηρα | 281 |
5 | Κάλαμος | 223 |
6 | Λογοθετιάνικα | 153 |
7 | Φράτσια | 148 |
8 | Καραβάς | 129 |
9 | Καρβουνάδες | 119 |
10 | Δρύμωνας | 86 |
Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τα Κύθηρα παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 2ος τόμος και ιδιαίτερα ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-222/3, που αποτελεί τον λιμενοδείκτη όλων των όρμων και λιμενικών εγκαταστάσεων της νήσου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.