βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 έως το 1973 From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κωνσταντίνος Β΄ (Αθήνα, 2 Ιουνίου 1940 – 10 Ιανουαρίου 2023) ήταν ο τελευταίος Βασιλιάς των Ελλήνων.
Κωνσταντίνος Β΄ | |
---|---|
Ο Κωνσταντίνος το 1987 | |
Περίοδος | 6 Μαρτίου 1964 – 1 Ιουνίου 1973 |
Στέψη | 6 Μαρτίου 1964 Παλαιά και Νέα Ανάκτορα, Αθήνα |
Προκάτοχος | Παύλος |
Διάδοχος | Κατάργηση της Μοναρχίας |
Περίοδος | 20 Φεβρουαρίου 1964 – 6 Μαρτίου 1964 |
Περίοδος | 6 Μαρτίου 1964 - 10 Ιανουαρίου 2023 |
Προκάτοχος | Παύλος |
Διάδοχος | Παύλος |
Γέννηση | 2 Ιουνίου 1940 Ανάκτορα Ψυχικού, Αθήνα |
Θάνατος | 10 Ιανουαρίου 2023 (82 ετών) Νοσοκομείο Υγεία, Αθήνα |
Τόπος ταφής | Βασιλικό Κοιμητήριο Τατοΐου |
Σύζυγος | Άννα-Μαρία της Ελλάδας (ν. 1964) |
Επίγονοι | Αλεξία Παύλος Νικόλαος Θεοδώρα Φίλιππος |
Οίκος | Γκλύξμπουργκ |
Πατέρας | Παύλος της Ελλάδας |
Μητέρα | Φρειδερίκη της Ελλάδας |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ολυμπιακό μετάλλιο | ||
---|---|---|
Ιστιοπλοΐα Ανδρών | ||
Χώρα συμμετοχής: Ελλάδα | ||
Χρυσό | Ρώμη 1960 | κατηγορία Ντράγκον |
Βασίλευσε από το 1964 έως το 1973, όταν επί του καθεστώτος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών καταργήθηκε η βασιλεία, απόφαση που επιβεβαιώθηκε με ένα νόθο δημοψήφισμα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διεξήχθη εκ νέου δημοψήφισμα το 1974, στο οποίο επικράτησε η αβασίλευτη δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος. Ο Κωνσταντίνος αναγνώρισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος,[1] αλλά τα χρόνια που ακολούθησαν αναμίχθηκε σε συνωμοτικές κινήσεις για την πραξικοπηματική ανατροπή του.[2]
Διαδέχτηκε τον πατέρα του Βασιλιά Παύλο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του τελευταίου. Μετά την επιβολή της χούντας, τον Απριλίο του 1967, όρκισε την κυβέρνηση των δικτατόρων. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους οργάνωσε αντικίνημα κατά της δικτατορίας το οποίο απέτυχε, οπότε διέφυγε με την οικογένειά του στο εξωτερικό, αρχικά στην Ιταλία και μετά στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εγκαταστάθηκε. Από το 2013 ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα όπου και πέθανε.[3]
Για χρόνια διαρκούσε η εκκρεμότητα με το ελληνικό κράτος για τη βασιλική περιουσία και την ελληνική υπηκοότητα. Το περιουσιακό ρυθμίστηκε με νόμο το 1992 που ακυρώθηκε το 1994 ενώ τότε τού αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα και τού ζητήθηκε ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα της Ελλάδας, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος, παραίτηση από κάθε είδους διεκδικήσεις και δήλωση επωνύμου προκειμένου να παραλάβει στοιχεία ταυτότητας.[4] Ο Κωνσταντίνος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά του ελληνικού κράτους ζητώντας αποζημίωση ύψους περίπου 500 εκατομμυρίων ευρώ για τη βασιλική περιουσία. Ύστερα από μακρά νομική μάχη, το ΕΔΑΔ επιδίκασε αποζημίωση σε αυτόν και στους άλλους δύο προσφεύγοντες 13,7 εκατομμύρια ευρώ.[5]
Ο Κωνσταντίνος ήταν χρυσός ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 στη Ρώμη, πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (1955-1964) και μέλος, αργότερα επίτιμο, της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1940 στα Ανάκτορα του Παλαιού Ψυχικού.[6] Γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Β΄, και η πριγκίπισσα της Ελλάδας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Φρειδερίκη.[7] Την ημέρα της γέννησής του ερρίφθησαν 101 κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβηττού, όπως συνηθιζόταν για να αναγγελθεί ότι ο νέος πρίγκιπας ήταν αγόρι.[8]
Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Είχε δύο αδελφές, τη Σοφία και την Ειρήνη. Η Σοφία ήταν βασίλισσα της Ισπανίας από το 1975 μέχρι την παραίτηση του συζύγου της βασιλιά Χουάν Κάρλος Α΄ της Ισπανίας το 2014 και την άνοδο του υιού της Φιλίππου ΣΤ΄ στον ισπανικό θρόνο.
Ήταν μόλις λίγων μηνών όταν η Φασιστική Ιταλία εισέβαλε στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, ξεκινώντας τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Η ήττα των Ιταλών ανάγκασε τη ναζιστική Γερμανία να παρέμβει. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα στις 6 Απριλίου 1941. Στις 22 Απριλίου η πριγκίπισσα Φρειδερίκη και τα δύο παιδιά της κατέφυγαν στην Κρήτη με ένα βρετανικό αεροσκάφος Sunderland μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Την επόμενη μέρα τούς ακολούθησαν ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Παύλος. Ωστόσο, η επικείμενη γερμανική εισβολή στην Κρήτη ανάγκασε τον Κωνσταντίνο και την οικογένειά του να εγκαταλείψουν το νησί και να μεταβούν στην Αίγυπτο στις 30 Απριλίου. Στην Αλεξάνδρεια έγιναν δεκτοί από την ελληνική διασπορά, η οποία τους παρείχε κατάλυμα, χρήματα και ρούχα.[9] Η παρουσία της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και κυβέρνησης άρχισε να ανησυχεί τον βασιλιά Φαρούκ Α' της Αιγύπτου και τους φιλοϊταλούς υπουργούς του. Έπρεπε λοιπόν να αναζητήσουν ένα καινούργιο καταφύγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα τους ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ' του Ηνωμένου Βασιλείου αντιτάχθηκε στην παρουσία της Φρειδερίκης και των παιδιών της στη Βρετανία. Αποφασίστηκε ότι ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Παύλος μπορούσαν να εγκατασταθούν στο Λονδίνο, όπου δημιουργήθηκε μια εξόριστη κυβέρνηση, ενώ οι υπόλοιποι της οικογένειας θα μπορούσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στην τότε Ένωση της Νότιας Αφρικής.
Έφτασαν στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής στις 8 Ιουλίου με το ολλανδικό ατμόπλοιο Nieuw Amsterdam. Ο πρίγκιπας Παύλος έφυγε για την Αγγλία με τον αδελφό του και ο Κωνσταντίνος ελάχιστα είδε τον πατέρα του τα επόμενα τρία χρόνια.[9] Εγκαταστάθηκαν στο Κέιπ Τάουν, όπου γεννήθηκε η πριγκίπισσα Ειρήνη, το 1942.[10] Μετακόμισαν στη συνέχεια αρκετές φορές μέχρι που εγκαταστάθηκαν στη Βίλλα Ειρήνη στην Πρετόρια με τον πρωθυπουργό Γιαν Σματς, ο οποίος έγινε γρήγορα στενός φίλος των εξόριστων Ελλήνων.[9] Από τις αρχές του 1944, η οικογένεια εγκαταστάθηκε ξανά στην Αίγυπτο. Τον Ιανουάριο του 1944, η Φρειδερίκη επανενώθηκε με τον σύζυγό της στο Κάιρο και τα παιδιά με τους γονείς τους τον Μάρτιο του ίδιου έτους. Η οικογένεια συνήψε φιλικές σχέσεις με αρκετές αιγυπτιακές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένης της βασίλισσας Φαρίντα.[9]
Μετά το πέρας του πολέμου, η ασταθής κατάσταση στην Ελλάδα και η πόλωση μεταξύ κομμουνιστών και αστών επέτρεψαν στους μοναρχικούς να επιστρέψουν στην εξουσία μετά τις βουλευτικές εκλογές 1946. Αφού έγινε πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης διοργάνωσε δημοψήφισμα την 1η Σεπτεμβρίου 1946 με στόχο την παλινόρθωση της μοναρχίας. Η πλειοψηφία στο δημοψήφισμα ήταν υπέρ της επανόδου του Γεωργίου Β'. Η βασιλική οικογένεια ενώθηκε ξανά στην Ελευσίνα. Ο Κωνσταντίνος και οι αδελφές του έφτασαν στην Ελλάδα λίγες ημέρες αργότερα. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε ο μικρός Κωνσταντίνος καθώς πλησίαζαν στο λιμάνι του Πειραιά ήταν η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Στην πρόσοψη του κτιρίου υπήρχε το στέμμα και, σύμφωνα με τις διηγήσεις της εποχής, νόμιζε ότι εκεί ήταν τα ανάκτορα.[11]
Εν μέσω του εμφυλίου πολέμου, την 1η Απριλίου 1947, πέθανε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β'. Έτσι, ο πατέρας του Κωνσταντίνου ανέβηκε στο θρόνο ως βασιλιάς Παύλος Α' και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έγινε διάδοχος σε ηλικία έξι ετών.[12] Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του από το Ψυχικό στα Ανάκτορα του Τατοΐου.
Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του πατέρα του δεν έφεραν μεγάλες ανατροπές στην καθημερινότητα του πρίγκιπα. Ο Κωνσταντίνος και οι αδερφές του ανατράφηκαν σχετικά απλά και η επικοινωνία ήταν στο επίκεντρο της παιδαγωγικής των γονιών τους, οι οποίοι περνούσαν όσο χρόνο μπορούσαν με τα παιδιά τους.[9] Υπό την επίβλεψη βρετανών γκουβερναντών και δασκάλων, τα παιδιά μιλούσαν ελληνικά και αγγλικά. Μέχρι τα εννιά του χρόνια, ο Κωνσταντίνος συνέχισε να εκπαιδεύεται με τη Σοφία, την Ειρήνη και άλλα παιδιά της ανώτερης αστικής τάξης της Αθήνας στη βίλα στο Ψυχικό. Μετά από αυτή την ηλικία, ο Παύλος άρχισε να προετοιμάζει τον γιο του για τον θρόνο. Πήγε σχολείο στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων,το πρώτο ελληνικό οικοτροφείο δυτικοευρωπαϊκού τύπου που ιδρύθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί το σχολικό έτος 1949-1950 ακριβώς για να αποκτήσει ο Διάδοχος κατάλληλη ελληνική διαπαιδαγώγηση.[11]
Από το 1955 ο Κωνσταντίνος υπηρέτησε και στους τρεις κλάδους των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, παρακολουθώντας τις απαραίτητες στρατιωτικές σχολές. Γράφτηκε επίσης τη Σχολή Ειδικών Όπλων Αεροπορίας του ΝΑΤΟ στη Γερμανία, καθώς και στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή.
Το 1955 έλαβε τον τίτλο του Δούκα της Σπάρτης.[13]
Το 1958, ο Βασιλιάς Παύλος χάρισε στον γιό του ως χριστουγεννιάτικο δώρο ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος κλάσης Lightning. Στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 στη Ρώμη Συμμετείχε με ιστιοπλοϊκό σκάφος κλάσης Dragon. Στην έναρξη των Αγώνων ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας.[14] Κέρδισε ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην Ιστιοπλοΐα (κλάση Dragon), το οποίο ήταν το πρώτο ελληνικό χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα μετά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης του 1912.[14] Ο Κωνσταντίνος ήταν ο τιμονιέρης του σκάφους «Νηρεύς» και τα άλλα μέλη της ομάδας ήταν ο Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και ο Γεώργιος Ζαΐμης.[15]
Ήταν επίσης κολυμβητής, σκοπευτής, ιππέας, είχε μαύρη ζώνη στο καράτε και ενδιαφερόταν για το σκουός, τα αγωνίσματα στίβου και για ομοδικά αγωνίσματα όπως το μπάσκετ και το χόκεϋ.[16] Συμμετείχε στα Πανελλήνια πρωταθλήματα τοιχοσφαίρισης με πολλές δεύτερες και τρίτες νίκες στο διπλό.[17]
Το 1964, η υγεία του Παύλου Α' επιδεινώθηκε ραγδαία. Διαγνώστηκε με καρκίνο στο στομάχι και υποβλήθηκε σε επέμβαση για έλκος τον Φεβρουάριο. Λόγω της βεβαρυμένης υγείας του, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μετέφερε τις εξουσίες του στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος έγινε αντιβασιλέας της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στην υπογραφή διαταγμάτων και νομοθετημάτων, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών.[18] Στις 6 Μαρτίου 1964, ο Παύλος πέθανε και ο 24χρονος Κωνσταντίνος τον διαδέχθηκε ως Βασιλιάς των Ελλήνων.[19]
Ο μέχρι τότε διάδοχος είχε δημιουργήσει ένα εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα για το πρόσωπό του.[20] Η ανανέωση που φαινόταν να φέρνει στα ανάκτορα σε συνδυασμό με την επιτυχία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης είχαν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες για τον νέο μονάρχη.[20] Ο νέος Βασιλιάς ανέβηκε στο θρόνο ως Κωνσταντίνος Β'.[21] Την ίδια ημέρα, ορκίστηκε ενώπιον της Βουλής και τοποθετήθηκε ως αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων.[21][22] Στην ορκωμοσία του απηύθυνε διάγγελμα στον Ελληνικό λαό: «Υπόσχομαι να υπηρετήσω την πατρίδα αφοσιωμένος ολοψύχως και με όλας μου τας δυνάμεις φρουρός άγρυπνος των ελεύθερων θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος».[11]
Η διαδοχή του Κωνσταντίνου συνέπεσε με την πρόσφατη εκλογή του κεντρώου Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, η οποία έβαλε τέλος σε 11 χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης από την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση. Υπήρχε η ελπίδα ότι ο νέος Βασιλιάς και ο νέος πρωθυπουργός θα κατόρθωναν να ξεπεράσουν τις έριδες του παρελθόντος.[21]
Ο πρώτος καιρός της συνύπαρξης Βασιλιά - Παπανδρέου υπήρξε ήρεμος. Ο Παπανδρέου, μάλιστα, δέχτηκε να τοποθετηθεί στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στην αρχηγία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς και Ιωάννης Γεννηματάς αντίστοιχα, οι οποίοι ήταν φίλα προσκείμενοι στο παλάτι.[23] Το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με τη διαμάχη για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ. Ο Παπανδρέου, μεσούσης της κρίσης που είχε προκύψει από την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και έχοντας κερδίσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αποφασίζει να αντικαταστήσει τον Γεννηματά, ο διορισμός του οποίου στην ηγεσία του στρατού είχε προκαλέσει εσωκομματικές αντιδράσεις.[24] Ο Βασιλιάς, έχοντας ενημερωθεί από τον Γεννηματά, διαμαρτυρήθηκε για την επικείμενη αλλαγή και ο Παπανδρέου υπαναχώρησε.[24] Όμως, παράλληλα ο Παπανδρέου θέλησε να αντικαταστήσει και τον Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο. Ο Γαρουφαλιάς, σε συνεννόηση με το παλάτι, αρνήθηκε να παραιτηθεί.[24]
Ο Βασιλιάς, επίσης, αρνιόταν να διορίσει νέο υπουργό, εξαιτίας, κατά τον ίδιο, της φημολογούμενης εμπλοκής του γιου του, Ανδρέα Παπανδρέου, στην Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ που εκδίκαζε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.[22][25][26] Περιορίστηκε, απλώς, να αντιπροτείνει η ανάκριση για τον ΑΣΠΙΔΑ να μεταφερθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και μόνο τότε ο Παπανδρέου να αναλάβει το Υπουργείο Άμυνας. Ο πρωθυπουργός όμως αρνήθηκε.[11]
Τις επόμενες μέρες, ο Κωνσταντίνος έστειλε τρεις επιστολές προς τον Γεώργιο Παπανδρέου μεταξύ 8 και 14 Ιουλίου με ύφος επιτιμητικό και σε ορισμένα σημεία προσβλητικό.[11] Το διάστημα εκείνο βρισκόταν στο ανάκτορο Μον Ρεπό, στην Κέρκυρα, όπου επρόκειτο να γεννήσει η Βασίλισσα Άννα Μαρία το πρώτο τους παιδί, την Αλεξία. Μετά την τελευταία τους προγραμματισμένη συνάντηση εκεί, ο Παπανδρέου, θεωρώντας ότι είναι απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμεί («πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν»), παραιτήθηκε στις 15 Ιουλίου 1965.[27][28] Μετά την παραίτηση, τουλάχιστον 39 βουλευτές αποχώρησαν από την Ένωση Κέντρου.[26] Κατά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και οι δύο πλευρές επέδειξαν αδικαιολόγητη αδιαλλαξία.[29]
Ο Κωνσταντίνος διόρισε νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, Πρόεδρο της Βουλής, που συγκροτήθηκε από αποστάτες δυσαρεστημένους με τους Παπανδρέου.[27] Σύντομα, χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την απόφαση του Κωνσταντίνου, με πρωτοφανείς διαδηλώσεις που οδήγησαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία των πόλεων.[28] Η κυβέρνηση του Νόβα δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο και παραιτήθηκε στις 5 Αυγούστου. Τα δύο μεγάλα κόμματα, ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου, ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να προκηρύξει εκλογές, αλλά ο βασιλιάς συνέχισε να διορίζει ασταθείς κυβερνήσεις. Το τέλος της κρίσης φαινόταν ορατό όταν στις 20 Δεκεμβρίου 1966, ο Παπανδρέου, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατέληξαν σε ψήφισμα: θα γίνονταν εκλογές υπό ένα απλό σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης και ανεξαρτήτου αποτελέσματος, η δομή της διοίκησης του στρατού δεν θα αλλοιωνόταν.[30] Οι εκλογές αυτές ορίστηκαν για την 28η Μαΐου 1967 και αναμενόταν να οδηγήσουν στη νίκη της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου.[31]
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος σχεδίαζε δικό του πραξικόπημα με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης και την επιβολή δικτατορίας.[32][33][34][35] Η ιδέα για την βασιλική εκτροπή είχε αρχίσει να εκκολάπτεται ήδη από τον Ιούλιο του 1965.[35] Οι πολιτικές, όμως, εξελίξεις πάγωσαν προσωρινά το σενάριο αυτό, το οποίο άρχισε να αναθερμένεται στις αρχές του 1967. Μάλιστα για τον σκοπό αυτό ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος βολιδοσκόπησε και τον πρέσβη των ΗΠΑ, Τάλμποτ, ο οποίος, ωστόσο, απέφυγε κατά τις συναντήσεις του να δεσμευτεί για την υποστήριξη των ΗΠΑ σε μία μελλοντική εκτροπή.[34][36] Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου φαίνεται να αιφνιδίασε τον ίδιο τον Βασιλιά όπως και τον πρέσβη των ΗΠΑ, ο οποίος αρχικά νόμιζε ότι το πραξικόπημα ήταν οργανωμένο από τον νεαρό Βασιλιά.[37] Οι Μακαρέζος και Παττακός έχουν υποστηρίξει ότι ο αρχηγός του Στρατού, Γρηγόριος Σπαντιδάκης, είχε καταστρώσει σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης ύστερα από εντολή του παλατιού, πληροφορία την οποία ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έχει διαψεύσει.[38] Ο ιστορικός συγγραφέας Σόλων Γρηγοριάδης υποστηρίζει ότι ο Βασιλιάς δεν προετοίμαζε τέτοιο πραξικόπημα.[39]
Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 2.30 π.μ. ο απόστρατος υποναύαρχος Αθανάσιος Σπανίδης ενημέρωσε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο για ύποπτες κινήσεις στρατευμάτων και εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε τον Βασιλιά ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Παράλληλα την ίδια ώρα δυνάμεις πεζικού και τεθωρακισμένων είχαν περικυκλώσει τα ανάκτορα του Τατοΐου απομονώνοντας τον Βασιλιά.[40] Οι πραξικοπηματίες είχαν ήδη συλλάβει τον πιο στενό σύμβουλο του Βασιλιά, Μιχαήλ Αρναούτη καθώς και τον αρχηγό του στρατού, Γρηγόριο Σπαντιδάκη. Στις 5.30 το πρωί ο βασιλιάς δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι οποίοι επιχείρησαν να τον πείσουν να συνεργαστεί. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να συνομιλήσει μαζί τους ζητώντας να συναντηθεί ο ίδιος με τον Σπαντιδάκη, ο οποίος και κατέφθασε στα ανάκτορα.[41] Στις 12 το πρωί, ο Βασιλιάς μετέβη στο Πεντάγωνο, όπου συνομίλησε με τον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον υπασπιστή του, Μιχάλη Αρναούτη και με άλλους ανώτατους αξιωματικούς.[42] Ο Κωνσταντίνος μνημονεύει στην αυτοβιογραφία του ότι τότε, στην ιδιωτική συζήτησή του με τον Διοικητή των Καταδρομών ταξίαρχο Δημήτριο Ζαφειρόπουλο, του ζήτησε να επιχειρήσει να καταλάβει με τους λοκατζήδες το Πεντάγωνο.[43] Ο Ζαφειρόπουλος όμως συνελήφθη αμέσως από τους πραξικοπηματίες.[43]
Τέλικά, στις πέντε το απόγευμα, ο βασιλιάς υπαναχώρησε στις πιέσεις των συνταγματαρχών και δέχτηκε να ορκίσει κυβέρνηση.[40]
Η απόφασή του αυτή έχει επικριθεί καθώς έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχόμενη άρνησή του να συναινέσει, θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα νομιμοποίησης στους Συνταγματάρχες.[44][45] Ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ανέφερε ότι προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά τη φωτογράφιση της «επαναστατικής» κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως.[20]
Οι πραξικοπηματίες είχαν την πρόθεση να οριστεί πρόεδρος της κυβέρνησης ο τότε Αρχηγός του ΓΕΣ Γρηγόριος Σπαντιδάκης αλλά ο Κωνσταντίνος έθεσε τον όρο να μην είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης στρατιωτικός και πρότεινε για πρωθυπουργό τον συντηρητικό πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια, πιστό στα Ανάκτορα.[46][47] Οι συνταγματάρχες δέχτηκαν γνωρίζοντας ότι αυτοί θα κυβερνούν ουσιαστικά ούτως ή άλλως. Τελικά ο Σπαντιδάκης, υποστηρικτής του Βασιλιά, ανέλαβε την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ενώ διατηρήθηκε στο στράτευμα πληθώρα φιλοβασιλικών αξιωματικών.[33]
Τον Νοέμβριο του 1967 στη θέση του υπουργού εξωτερικών διορίστηκε ο Παναγιώτης Πιπινέλης, ακραιφνής βασιλικός που λειτούργησε καθ' όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ως σύνδεσμος του Βασιλιά με τους συνταγματάρχες.[48] Ωστόσο, ο Βασιλιάς είχε αναγκαστεί, ύστερα από πιέσεις, να απομακρύνει από το περιβάλλον του, τον Αρναούτη, ενώ είχε αρνηθεί να υποκύψει στις πιέσεις να διορίσει προσωπικό γραμματέα του τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, αδελφό του συνταγματάρχη Γεωργίου.[49]
Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου της Χούντας. Για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄, ο οποίος παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν αρνιόταν κατηγορηματικά να παραιτηθεί. Τελικά η Χούντα αποφάσισε την κατάργηση του Αρχιεπισκόπου με αναγκαστικό νόμο και την εκλογή του αρχιμανδρίτη των ανακτόρων, Ιερώνυμου Κοτσώνη, σε νέο Αρχιεπίσκοπο.[50] Αν και η επιλογή απομάκρυνσης του Αρχιεπισκόπου ήταν απόφαση της Χούντας, το πρόσωπο που επελέγη για να τον αντικαταστήσει φαίνεται να ήταν επιλογή του ίδιου του Βασιλιά και των ανακτόρων.[51] Μάλιστα τη χειροτονία του Ιερωνύμου σε επίσκοπο παρακολούθησαν τόσο ο βασιλιάς όσο και η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη.[51] Μετά την φυγή του Βασιλιά Κωνσταντίνου στο εξωτερικό, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ διατήρησε μαζί του τακτική επικοινωνία και ήταν ένας από τους βασικούς ενδιάμεσους μεταξύ του Παπαδόπουλου και του ίδιου του Βασιλιά.[52]
Η ανάρρηση του Ιερώνυμου Κοτσώνη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτέλεσε την πρώτη και κυριότερη φάση του πραξικοπήματος στην Εκκλησία της Ελλάδος, στο οποίο συνέβαλε ο Κωνσταντίνος.[53]
Ο Κωνσταντίνος ήδη από το καλοκαίρι του 1967 ξεκίνησε να οργανώνει κίνημα εναντίον της κυβέρνησης των συνταγματαρχών.[54] Σύμφωνα με το σχέδιο ο Κωνσταντίνος θα μετέβαινε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο αρχηγός του Γ΄ Σώματος Στρατού ήταν βασιλικός, και από εκεί θα απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό.[54]
Στις 13 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, αποπειράθηκε να ανατρέψει την κυβέρνηση των Συνταγμαρχών οργανώνοντας το λεγόμενο Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου. Στην αρχή μετέβη από την αεροπορική βάση Τατοΐου στην Λάρισα. Εκεί προσπάθησε να μεταδώσει ραδιοφωνικώς διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, το οποίο, όμως, μεταδόθηκε μόνο σε περιορισμένο αριθμό ακροατών.[54] Εν συνεχεία αναχώρησε για την Καβάλα.[55] Αν και απολάμβανε την υποστήριξη Πολεμικού Ναυτικού και του μεγαλύτερου όγκου της Πολεμικής Αεροπορίας, το Γ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη δεν προσχώρησε στο κίνημά του καθώς οι αξιωματικοί που τον υποστήριζαν είχαν συλληφθεί.[56] Ειδικότερα, ο αρχηγός του Γ΄ Σώματος Στρατού Περίδης, και ο αρχηγός των τεθωρακισμένων, Ερσελμαν, συνελλήφθησαν ενώ ο κακός συντονισμός των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων έγινε γρήγορα αντιληπτός.[54] Οι αξιωματικοί κατωτέρων βαθμών που υποστήριζαν την δικτατορία εξουδετέρωσαν τους φιλοβασιλικούς στρατηγούς και ο Βασιλιάς δεν συνέχισε το εγχείρημα για να αποφύγει το ενδεχόμενο αιματοχυσίας.[57] Μπροστά στο αδιέξοδο, την επόμενη κιόλας μέρα ο Κωνσταντίνος μαζί με την οικογένειά του, τον πρωθυπουργό Κόλλια και τον αρχηγό της Αεροπορίας, Γεώργιο Αντωνάκο, αναχώρησε από την Καβάλα με προορισμό τη Ρώμη.[58] Το σχέδιο ανατροπής της Χούντας είχε οργανωθεί με προχειρότητα ενώ το περιεχόμενο αυτού φαίνεται να είχε διαρρεύσει στους συνταγματάρχες.[20][58] Αμέσως μετά ο Παπαδόπουλος ανέλαβε Πρωθυπουργός, διορίζοντας το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη Αντιβασιλέα.
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Κωνσταντίνος ήλπιζε σε επέμβαση των ΗΠΑ καθώς και ότι στόχευε περισσότερο σε μία δήλωση προθέσεων και όχι σε ένα κίνημα με την κλασσική έννοια.[59][60]
Από την κατάθεση του Στρατηγού Γ. Περίδη ενώπιον του τακτικού ανακριτή φαίνεται ότι μεταξύ των ηγετών του πραξικοπήματος είχε γίνει ήδη πρίν από το αντικίνημα συζήτηση αν ο Κωνσταντίνος θα έρπεπε να φονευθεί. "Μετὰ τὴν 13ην Δεκεμβρίου 1967 ὅτε μετέχθην κρατούμενος εἰς δωμάτιόν τι τοῦ ΓΕΣ μὲ ἐπεσκέφθη ὁ ἄλλοτε καὶ ἐπὶ δύο φορὰς ὑφιστάμενός μου τότε Ἀντ/χης Ἰωαννίδης Δημήτριος, ὁ ὁποῖος εἰς γενικὴν συζήτησιν μοῦ ἀνέφερε ὅτι οὖτος προέβλεψε τὴν ἀντίδρασιν τοῦ Βασιλέως πρὸς ἀνατροπήν των, εἶχε δὲ προειδοποιήσει τοὺς λοιποὺς κινηματίας διὰ τῶν λέξεων "Βασιλιᾶς πληγωμένος καὶ ταπεινωμένος εἶναι ἀετὸς πληγωμένος καὶ θὰ κτυπήση. Μόνον Βασιλιᾶς σκοτωμένος ἑδραίωνε τὴν ἐπανάστασιν".» [39]
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στην Ρώμη και εν συνεχεία στο Λονδίνο. Αν και λόγω του κινήματος είχε υπάρξει ρήξη με το καθεστώς της Χούντας, ο Κωνσταντίνος συνέχισε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση μέχρι και το 1973 και να εμφανίζεται στο εξωτερικό ως αρχηγός του ελληνικού κράτους.[61] Ο ίδιος επιθυμούσε τον ταχύτερο εκδημοκρατισμό της Ελλάδας για να μπορεί να διαφύγει από το καθεστώς της αιχμαλωσίας του.[62] Τον Σεπτέμβριο του 1968 ο Υφυπουργός Προεδρίας της Χούντας Κ. Βοβολίνης επισκέφθηκε τον Κωνσταντίνο στην Ρώμη και συζήτησε μαζί του. Ο βασιλιάς επέμεινε στον όρο που είχε θέσει και παλαιότερα. Θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο εάν η Κυβέρνηση ανήγγειλε τον χρόνο διενέργειας των εκλογών σύμφωνα με τις διατάξεις του υπό ψήφιση Συντάγματος.[63]
Τον ίδιο μήνα ο Κωνσταντίνος επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, όπου και πραγματοποίησε συνάντηση με τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον.[64] Στη συνάντηση αυτή επιχείρησε να αποσπάσει την στήριξη των ΗΠΑ για στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα.[49]
Ο Βασιλιάς επιχείρησε να έρθει σε επαφή με Έλληνες πολιτικούς και κυρίως με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο τελικώς και συνάντησε στα τέλη του 1968 για να συζητήσουν για την προοπτική να τεθεί ο Καραμανλής επικεφαλής κυβερνητικού σχήματος στο εξωτερικό.[65] Η συζήτηση δεν είχε αποτέλεσμα.
Τον Απρίλιο του 1969 με την ιδιότητα του αρχηγού κράτους μετέβη στην Ουάσιγκτον για την κηδεία του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και με την ευκαιρία της μετάβασής του συναντήθηκε με πληθώρα Αμερικανών πολιτικών και διπλωματών.[66] Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν κατόρθωσε να συναντηθεί με τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης αλλά μόνο με τον υπουργό Εξωτερικών, Κίσινγκερ, σε αντίθεση με τον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Παττακό, ο οποίος είχε συνομιλίες με όλους τους προαναφερθέντες.[67] Σε συνάντηση του με τον Παττακό, ο Κωνσταντίνος φαίνεται να ζήτησε να συναντηθεί με τον ίδιο τον Παπαδόπουλο.[68]
Η ιστορικός Κωνσταντίνα Μπότσιου υποστηρίζει ότι ο Κωνσταντίνος έδειχνε να αντιμετωπίζει ως απειλητική για το μέλλον του Στέμματος τη δυνητική απήχηση μίας «λύσης Καραμανλή»» ενώ φαίνεται να επιδίωκε την γρήγορη επιστροφή του στην Ελλάδα δίχως να θέτει όρους στο στρατιωτικό καθεστώς.[48] Κατά τους αμερικανικούς διπλωματικούς κύκλους ο Κωνσταντίνος αποτελούσε «αμελητέο παράγοντα στις επικείμενες εξελίξεις».[48]
Τον Μάϊο του 1973 ανώτεροι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού οργάνωσαν το Κίνημα του Ναυτικού. Ο Κωνσταντίνος ήταν ενήμερος για την κίνηση στο Πολεμικό Ναυτικό αλλά δεν θέλησε να αναμειχθεί.[69] Αντίθετα σύστησε την αναβολή αυτής.[69] Παρ' όλα αυτά η εκδήλωση του κινήματος έδωσε την αφορμή στον Γεώργιο Παπαδόπουλο για την έκδοση την 1η Ιουνίου μιας συντακτικής πράξης με την οποία καταργήθηκε η βασιλεία και προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την έγκριση όχι της αλλαγής πολιτεύματος, αλλά ενός νέου Συντάγματος, το οποίο περιέγραφε την Ελλάδα ως προεδρική και ταυτόχρονα κοινοβουλευτική δημοκρατία.[70] Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε στις 29 Ιουλίου, και το αποτέλεσμα του οποίου δεν αναγνωρίστηκε από κανένα κόμμα, το ΝΑΙ συγκέντρωσε το 78,43% των ψήφων έναντι 21,57& του ΟΧΙ.[70]
Ο πολιτικός κόσμος της χώρας δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.[71] Αρκετοί, μεταξύ των οποίων και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αναγνώρισαν την ανάγκη διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.[71][70]
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος μίσθωσε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να τον δει και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές.[72]
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επαναφέρθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εξαιρουμένων των διατάξεων για τη μορφή του πολιτεύματος. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Ο ίδιος ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, που παραδοσιακά στήριζε τη μοναρχία, δεν έκανε καμία κίνηση υπέρ του Κωνσταντίνου. Συμφωνήθηκε οι πολιτικές παρατάξεις να μην λάβουν μέρος στην εκστρατεία του δημοψηφίσματος και οι δύο αντίθετες παρατάξεις να εκπροσωπηθούν από ιδιώτες.[73] Ο τέως βασιλιάς, συνυπυλογίζοντας την αρνητική στάση απέναντί του αρχικά της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και στη συνέχεια της κυβέρνησης Καραμανλή, επέλεξε να μην επιστρέψει στην χώρα.[74][73] Στις 26 Νοεμβρίου μεταδόθηκε μαγνητοφωνημένο μήνυμά του και στις 6 Δεκεμβρίου τηλεοπτικό μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό.[74] Στο τηλεοπτικό μήνυμα δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όποιο και αν είναι αυτό.[74]
Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, οι Έλληνες πολίτες τάχθηκαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας με 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος με δήλωσή του αποδέχτηκε το αποτέλεσμα.[75]
Στον ελληνικό δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφερόταν κατά κύριο λόγο ως τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος ή ως Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο Λονδίνο, όπου και διέμεινε για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες της ζωής του.
Αναφέρεται ότι τα πρώτα χρόνια μετά την κατάργηση της μοναρχίας και την κατ' επέκταση διακοπή της βασιλικής επιχορήγησης που λάμβανε, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, τα οποία ξεπέρασε από την πώληση ακινήτων που είχε κληρονομήσει από την μητέρα του Φρειδερίκη στη Γερμανία καθώς και από την ακίνητη και κινητή περιουσία που κληρονόμησε η σύζυγός του, Άννα - Μαρία, μετά τον θάνατο του πατέρα της.[61]
Βάσει των αρχείων Κωνσταντίνου Καραμανλή προκύπτει ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος την περίοδο 1975 - 1978 συνωμοτούσε προκειμένου να ανατρέψει την εκλεγμένη κυβέρνηση.[76] Σύμφωνα με ενημερωτικά σημειώματα προς τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, ο τέως βασιλιάς, μέσω του υπασπιστή του Μιχάλη Αρναούτη, επιχείρησε αρκετές φορές να μυήσει αξιωματικούς των σωμάτων στρατού προκειμένου να προχωρήσουν σε πραξικόπημα ανατροπής του πρωθυπουργού και επαναφοράς του τέως βασιλιά στον θρόνο.[76] Τις πληροφορίες αυτές φαίνεται να επιβεβαίωσε και η βρετανική κυβέρνηση, η οποία είχε παγιδεύσει την κατοικία του Κωνσταντίνου μαγνητοφωνώντας συνομιλίες του ή υποκλέποντας τηλεφωνικές επικοινωνίες του. Η κυβέρνηση Καραμανλή διαμαρτυρήθηκε στην βρετανική κυβέρνηση ζητώντας να γίνει διάβημα προς τον τέως βασιλιά, κάτι το οποίο η τελευταία αρνήθηκε να πράξει λόγω των προσωπικών δεσμών του Κωνσταντίνου με την βρετανική βασιλική οικογένεια. Εντούτοις, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζέιμς Κάλαχαν φέρεται να προχώρησε σε συστάσεις προς τον ίδιο τον τέως βασιλιά κατά τη διάρκεια προσωπικής τους συνάντησης. Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε δύο εκπροσώπους για να τον πείσουν να σταματήσει τις όποιες συνωμοτικές ενέργειες.[76] Ο ίδιος, πάντως, ο τέως βασιλιάς, σύμφωνα πάντα με τα έγγραφα του αρχείου Καραμανλή, κατά την συνάντηση με τους απεσταλμένους της κυβέρνησης Καραμανλή αρνήθηκε ότι σχεδίαζε οποιοδήποτε πραξικόπημα.[76] Ο Μαρκεζίνης αναφέρει ότι αν και αρχικά αποδέχθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με την πάροδο του χρόνου άρχισε να αποβλέπει στην παλινόρθωση της βασιλείας.[77]
Το 1981, ύστερα από ειδική άδεια της κυβέρνησης, πραγματοποίησε την πρώτη του ολιγόωρη επίσκεψη στην Ελλάδα μετά την φυγή του το 1967 για να παρακολουθήσει την νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, Φρειδερίκης.[78]
Το 1993 επισκέφθηκε με την οικογένειά του την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας του στα ελληνικά νησιά, το σκάφος του βρισκόταν υπό την επιτήρηση πολεμικών σκαφών.[80] Η βόλτα του στη Λακωνία και εν γένει το ταξίδι του στην Ελλάδα προκάλεσε αντιδράσεις και έχει χαρακτηριστεί ως αποτυχημένο καθώς δημιούργησε προστριβές για το ζήτημα της βασιλικής περιουσίας ενώ υποστηρίζεται ότι αποτέλεσε και τον βασικό λόγο που η κυβέρνηση Παπανδρέου προχώρησε στην ψήφιση του ν. 2215/1994, με την οποία του αφαιρέθηκε η ιδιοκτησία της βασιλικής περιουσίας, η ιθαγένεια και το ελληνικό διαβατήριο.[80][81]
Τον Ιανουάριο του 2007 ο οίκος Christie’s δημοπράτησε 850 αντικείμενα, μεταξύ των οποίων πίνακες ζωγραφικής, αντικείμενα Faberge και έπιπλα από τη συλλογή του Γεωργίου Α΄. Η δημοπράτηση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις καθώς θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν πολιτιστική κληρονομιά του ελληνικού κράτους.[82] Ο τέως βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι αυτά είχαν ήδη πουληθεί από το 1991, αν και υποστηρίχθηκε ότι πωλητής των αντικειμένων ήταν ο ίδιος.[83]
Μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας από την Χούντα των Συνταγματαρχών το 1973, εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα 225/1973, με το οποίο η βασιλική περιουσία περνούσε στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Για τις ανάγκες της απαλλοτρίωσης αυτής η Χούντα είχε καταθέσει 120 εκατομμύρια δραχμές αλλά τα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας αρνήθηκαν να εισπράξουν το ποσό.[84]
Μετά την πτώση της δικτατορίας, η κυβέρνηση Καραμανλή, με το ν.δ. 72/1974, ανέθεσε την διαχείριση της περιουσίας σε μία επταμελή επιτροπή, η οποία συνέχισε να διοικεί την περιουσία και μέχρι την δεκαετία του 1980, οπότε και μεταβίβασε τα καθήκοντά της στον διαχειριστή της βασιλικής περιουσίας, ναύαρχο Μάριο Σταυρίδη.[84] Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ υπήρξαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης Παπανδρέου και της τέως βασιλικής οικογένειας χωρίς, όμως, αποτέλεσμα.[80]
Το 1991 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προχώρησε σε συμφωνία με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο σχετικά με την κινητή και ακίνητη βασιλική περιουσία.[61] Με την συμφωνία αυτή, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2086/1992, το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης βασιλικής περιουσίας στην Ελλάδα εκχωρήθηκε σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση στον βασιλιά των ανακτόρων του Τατοΐου και 4.000 στρεμάτων του κτήματος, την περάτωση των φορολογικών εκκρεμοτήτων και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.[61][80] Η σύμβαση δεν αφορούσε το Μον Ρεπό και το Πολυδένδρι, για τα οποία δεν υπήρχε καμία αναφορά.[85] Ήδη τον Φεβρουάριο του 1991 ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, με την άδεια της κυβέρνησης, είχε εξάγει στην Μεγάλη Βρετανία εννέα κοντέινερ με αντικείμενα από το Τατόι, μέρος των οποίων πουλήθηκε τα μετέπειτα χρόνια σε συλλέκτες και σε οίκους δημοπρασιών.[86] Η μεταφορά των αντικειμένων αυτή χαρακτηρίστηκε από τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη ως παράνομη καθώς τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα αποτελούσαν εθνική περιουσία.[77] Ο νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη προκάλεσε την κατακραυγή της κοινής γνώμης και της αντιπολίτευσης και έχει κατακριθεί ως σκανδαλωδώς ευνοϊκός για τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο.[61][82][83]
Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ακίνητη ιδιοκτησία του στην Ελλάδα καθώς και την ελληνική ιθαγένεια θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα της Χούντας των Συνταγματαρχών.[4] Ο συγκεκριμένος νόμος αναγνώριζε ότι η απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας από τη Χούντα ήταν εξ αρχής νόμιμη και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, ενώ αποκαλούσε τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ως Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ ζητώντας παράλληλα από τα μέλη της οικογένειας να δηλώσουν ένα επίθετο στα ληξιαρχεία ως όρο για την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας. Ο νόμος αυτός έχει κατακριθεί για διάφορες νομικές αστοχίες.[85]
Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε αρχικά στα πολιτικά δικαστήρια και εν συνεχεία στο Συμβούλιο της Επικρατείας.[4] Αν και αρχικά ο Άρειος Πάγος, με την υπ' αριθ. 1/1996 απόφαση της Ολομέλειας του, τον δικαίωσε κρίνοντας τον νόμο ως αντισυνταγματικό, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με διάφορες αποφάσεις της έκρινε τις διατάξεις του νόμου συνταγματικές.[87] Η διαφωνία μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων οδηγήθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο συντάχθηκε με την άποψη του ΣτΕ περί συνταγματικότητας του νόμου επιλύοντας το ανακύπτον ζήτημα.[4]
Στις 21 Οκτωβρίου 1994 ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος και οκτώ μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο ισχυριζόμενοι ότι παραβιάστηκε το ιδιοκτησιακό τους δικαίωμα με το να αφαιρεθεί η περιουσία χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, ότι είχαν παραβιαστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την εφαρμογή του ν. 2215/1994, και τις προϋποθέσεις που αυτός έθετε για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητά τους από το άρθρο 8 του προαναφερθέντος νόμου που επέβαλε την χρήση του επιθέτου «Γλύξμπουργκ» καθώς και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη από το άρθρο 6 του ίδιου νόμου.[88] Την προσφυγή της τέως βασιλικής οικογένειας υπέγραφαν μεταξύ άλλων η Ρόζαλιν Χίγκινς, καθηγήτρια του LSE και μετέπειτα πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ο George Vedel, μέλος του Γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ το κύριο έργο της υπεράσπισης είχαν αναλάβει οι λόρδος Λέστερ και Nathene - Arnaouti συνεπικουρούμενοι από τους δικηγόρους Μπράβο και Απόστολο Γεωργιάδη.
Τον Οκτώβριο του 1998 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ως παραδεκτό λόγο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής απορρίπτοντας ως απαράδεκτα τα υπόλοιπα αιτήματά της.[89] Παράλληλα η Επιτροπή απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή για τους περισσότερους αιτούντες πλην του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, της πριγκίπισσας Ειρήνης και της πριγκίπισσας Αικατερίνης. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ενώπιον του οποίου οι εκπρόσωπο του ελληνικού δημοσίου υποστήριξαν ότι , μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ποτέ καταβάλλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας, και ότι μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων ήταν δασικά και ως τέτοια είχαν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.[90][91][92]
Το ΕΔΔΑ, τον Νοέμβριο του 2002, καταδίκασε το ελληνικό κράτος για την παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου επιδικάζοντας στους προσφεύγοντες το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων 11 εκατομμύρια στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο.[93][94] Να σημειωθεί ότι η τέως βασιλική οικογένεια είχε προσφύγει ζητώντας σχεδόν 500 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση.[95]
Το ποσό εισπράχθηκε από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών ως κατά τόπο αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα - Μαρία» με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι σήμερα όμως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έχουν γίνει γνωστές.[90]
Το 1994 η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ψήφισε τον νόμο 2215/1994, με τον οποίο αφαιρούσε το ελληνικό διαβατήριο και την ιθαγένεια του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου και των μελών της οικογένειάς του.[95] Παράλληλα θεσπιζόταν ειδική διαδικασία απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας υπό την προϋπόθεση ότι αυτός, και τα μέλη της οικογένειάς του, θα αναγνώριζαν ανεπιφύλακτα το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ότι θα παραιτούνταν από την κατοχή οποιουδήποτε τίτλου και ότι θα δήλωναν ονοματεπώνυμο και όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνταν για την εγγραφή τους στο δημοτολόγιο.[96] Στον ίδιο νόμο ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος αναφερόταν ως «Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ».[97] Ο ίδιος αρνήθηκε να επιλέξει επίθετο με την αιτιολογία ότι ποτέ δεν είχε ενώ απέρριπτε και το επίθετο «Γλύξμπουργκ».[98] Επιφύλασσε, δε, για τον εαυτό του τον τίτλο του "Βασιλιά" και για τα παιδιά του τον τίτλο του πρίγκιπα.[99]
Για το ζήτημα του επιθέτου ο ίδιος και τα μέλη του προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ισχυριζόμενοι ότι με τον ν. 2215/1994 τους επιβαλλόταν η χρήση του επιθέτου «Γλύξμπουργκ» καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση η απαίτηση του νόμου να δηλώσουν επίθετο αποτελούσε αδικαιολόγητη ανάμιξη στον ιδιωτικό τους βίο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε, κατά πλειοψηφία, το συγκεκριμένο σκέλος της προσφυγής ως αβάσιμο.[89]
Ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του διέθεταν διπλωματικά διαβατήρια της Δανίας ως απόγονοι του Δανού βασιλιά Χριστιανού Θ΄ και ο ίδιος ταξίδευε με το ονοματεπώνυμο "Constantine de Grecia".[98][100]
Μεταξύ μελών βασιλικών οικογενειών αποκαλείτο "Μεγαλειότατος" μια προσφώνηση με την οποία φαίνεται ότι και ο ίδιος ήθελε να του απευθύνονται.[98][99] Αντίστοιχα, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, η Διεθνής Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία και η Διεθνής Ένωση Μοντέρνου Πεντάθλου, τον αποκαλούσαν "Βασιλιά Κωνσταντίνο" και τον προσφωνούσαν ως Μεγαλειότατο (His Majesty).[101][102][103]
Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1964 εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν το γάμο του πιο νέου βασιλικού ζεύγους στον κόσμο: του 24χρονου Κωνσταντίνου και της 18χρονης Άννας-Μαρίας. Παρουσία όλης της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ευλόγησε τις βέρες των νεονύμφων προτού τις περάσει στα δάκτυλά τους η Φρειδερίκη, ενώ σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου δύο πρίγκιπες κρατούσαν τα αδαμαντοστόλιστα στέμματα πάνω από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία.[104] Ερρίφθησαν από τον Λυκαβηττό 101 κανονιοβολισμοί και ακολούθησε πομπή με τους νεόνυμφους στο κέντρο της Αθήνας.[105][106]
Το βασιλικό ζευγάρι απέκτησε δυο κόρες και τρεις γιους:
Ο Κωνσταντίνος είχε συγγενικούς δεσμούς με αρκετές βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης. Ήταν δεύτερος εξάδελφος του Καρόλου Γ' του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς κοινός προπάππος τους ήταν ο Γεώργιος Α' της Ελλάδος. Ο Χάραλντ Ε΄ της Νορβηγίας και ο Κάρολος ΙΣΤ΄ Γουσταύος της Σουηδίας ήταν τρίτα ξαδέλφια του. Ο Κωνσταντίνος Β΄ ήταν επίσης θείος του Βασιλιά Φιλίππου ΣΤ' της Ισπανίας, ο οποίος είναι γιος της αδελφής του, Βασίλισσας Σοφίας. Επιπλέον, η Βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας είναι αδελφή της συζύγου του, της Άννας-Μαρίας .[109][110][111]
Ο Κωνσταντίνος ήταν και ένας από τους αναδόχους του Διαδόχου του Βρετανικού Θρόνου, του Ουίλιαμ, Πρίγκιπα της Ουαλίας. Η βάπτιση έγινε στις 4 Αυγούστου του 1982 στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.[112]
Το 2013 επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε σε εξοχική κατοικία στο Πόρτο Χέλι.[113][114]
To 2015 κυκλοφόρησε με την Εφημερίδα «Το Βήμα» η αυτοβιογραφία του.[115]
Το 2022, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.[116]
Ο Κωνσταντίνος απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 82 ετών, στο Νοσοκομείο Υγεία της Αθήνας όπου νοσηλευόταν, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας.[117]
Με απόφαση της κυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος κηδεύτηκε ως ιδιώτης και χωρίς τιμές αρχηγού κράτους στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών ενώ η ταφή του έγινε δίπλα στους γονείς του στο βασιλικό κοιμητήριο Τατοΐου.[118][119][120]
Με απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής οι σημαίες στο Παναθηναϊκό Στάδιο και στα γραφεία των επιτροπών αυτών κυμάτιζαν μεσίστιες μέχρι και την κηδεία του ενώ το ίδιο συνέβη και στα βασιλικά ανάκτορα της Κοπεγχάγης με απόφαση της βασίλισσας Μαργαρίτας Β΄.[121][122][123]
Την ημέρα της κηδείας, στις 16 Ιανουαρίου, χιλιάδες πολίτες προσκύνησαν την σορό του Κωνσταντίνου στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου στην πλατεία Μητροπόλεως, με το φέρετρο να είναι καλυμμένο με την ελληνική σημαία.[124][125] Ακολούθησε η Νεκρώσιμος Ακολουθία στον κυρίως Μητροπολιτικό ναό χoροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Β΄ και παρουσία 12 Μητροπολιτών της Ιεράς Συνόδου. Μετά το πέρας της ακολουθίας εκφώνησε επικήδειο λόγο ο γιος του Κωνσταντίνου Β' Παύλος.[124][125]
Η κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από τον αντιπρόεδρό της Παναγιώτη Πικραμμένο και την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή εκπροσώπησε ο πρόεδρός της Σπύρος Καπράλος.
Στην κηδεία παρέστησαν πολλά μέλη βασιλικών δυναστειών. Συγκεκριμένα, από την Βασιλική Οικογένεια της Ισπανίας οι Βασιλείς Φίλιππος ΣΤ΄και Λετίθια, οι πρώην Βασιλείς Χουαν Κάρλος και Σοφία και οι ινφάντες Κριστίνα και Έλενα. Από την Δανική Βασιλική Οικογένεια, η Βασίλισσα Μαργαρίτα Β΄, η αδελφή της πριγκίπισσα Βενεδίκτη , ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Φρειδερίκος και ο Πρίγκιπας Ιωακείμ. Από την Βασιλική Οικογένεια της Σουηδίας οι Βασιλείς Κάρολος ΙΣΤ΄ Γουσταύος και Σίλβια. Από την Βρετανική Βασιλική Οικογένεια, η Βασιλική πριγκίπισσα Άννα και η Λαίδη Γαβριέλλα Κίνγκστον, από την Νορβηγική Βασιλική Οικογένεια ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Χάακον με την σύζυγό του Μέτε-Μάριτ ενώ από την Βασιλική Οικογένεια της Ολλανδίας, οι Βασιλείς Γουλιέλμος-Αλέξανδρος και Μαξίμη με την πρώην Βασίλισσα Βεατρίκη. Παρέστησαν επίσης ο Μέγας Δούκας Ερρίκος του Λουξεμβούργου, οι Βασιλείς του Βελγίου Φίλιππος και Ματθίλδη, η Βασίλισσα Νουρ της Ιορδανίας με την πριγκίπισσα της Ιορδανίας Σαρβάθ, ο πρίγκιπας Αλβέρτος Β του Μονακό, η Μαρία Βλαδιμίροβνα της Ρωσίας, ο Συμεών Β της Βουλγαρίας, ο Αλέξανδρος Καρατζόρτζεβιτς και η Κατερίνα της Σερβίας, η τελευταία Αυτοκράτειρα του Ιράν Φαράχ Παχλαβί και ο πρίγκιπας Ράντου της Ρουμανίας.[126][127]
Παρόντες στην κηδεία ήταν 8 βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου: 7 βουλευτές της ΝΔ- ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης και οι Γιώργος Κουμουτσάκος, Μιλτιάδης Χρυσόμαλλης, Περικλής Μαντάς, Θανάσης Δαβάκης και Δημήτρης Βαρτζόπουλος-και ο ανεξάρτητος βουλευτής Κωνσταντίνος Μπογδάνος (Πατρι.Δ.Α.). Παρέστησαν επίσης η ευρωβουλευτής της ΝΔ και του ΕΛΚ Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, οι πρώην βουλευτές Νίκος Νικολόπουλος, Γιώργος Καλαϊτζής και Δημήτρης Καμμένος, ο γνωστός δικηγόρος Αλέξανδρος Λυκουρέζος, η πρέσβης καλής θελήσεως της UNESCO Μαριάννα Βαρδινογιάννη και άλλα δημόσια πρόσωπα.[128][129][130]
Ο Κωνσταντίνος υπήρξε πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής από το 1955 έως το 1964, μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής από το 1963 έως και το 1974 και εν συνεχεία επίτιμο μέλος αυτής, επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας καθώς και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας μαζί με τον Βασιλιά της Νορβηγίας, Χάραλντ Ε΄.[14][131][132][133]
Από το 1994 ήταν πάτρονας της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου ("Union Internationale de Pentathlon Moderne" ).[134][135]
Επιπλέον, ήταν πάτρονας και πρόεδρος του εκπαιδευτικού οργανισμού Round Square, ενός δικτύου 230 ιδιωτικών σχολείων σε 50 χώρες του κόσμου, και πάτρονας του Gstaad Yacht Club, ενός Ιστιοπλοϊκού Ομίλου που εδρεύει στην Ελβετία.[136][137][138]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.