Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Μάχη του Στάλινγκραντ[Σημ. 1] (ρωσ: Сталинградская битва, γερ: Schlacht von Stalingrad) εννοούμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ και του Κόκκινου Στρατού στην περιοχή του Στάλινγκραντ, από τις 17 Ιουλίου 1942 μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1943.
Μάχη του Στάλινγκραντ | |||
---|---|---|---|
Ανατολικό Μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου | |||
Το κέντρο της πόλης του Στάλινγκραντ μετά την απελευθέρωση | |||
Χρονολογία | 17 Ιουλίου 1942-2 Φεβρουαρίου 1943 | ||
Τόπος | Στάλινγκραντ, Σοβιετική Ένωση | ||
Έκβαση | Αποφασιστική Νίκη του Κόκκινου Στρατού
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
Απώλειες | |||
|
Αρχικά, ο Αδόλφος Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις που είχε στη Νότια Ρωσία (Ομάδα Στρατιών «Νότος») να επιτεθούν στον Καύκασο, με σκοπό να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές της περιοχής, οι οποίες θα επέτρεπαν στους Γερμανούς να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ωστόσο αποφάσισε να χωρίσει την Ομάδα Στρατιών «Νότος» στα δύο: Ομάδα Στρατιών «Α» και Ομάδα Στρατιών «Β»[4].
Σύμφωνα με το σχέδιο της Επιχείρησης «Κυανό» (ή «Μπλε»), η Ομάδα Στρατιών «Α», υπό τις διαταγές του Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, ανέλαβε την επιχείρηση στον Καύκασο, ενώ η Ομάδα Στρατιών «Β», υπό τις διαταγές του Στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, ανέλαβε την επίθεση στο Στάλινγκραντ. Η Ομάδα Στρατιών «Β» αποτελούνταν από την 6η Στρατιά του Φρίντριχ Πάουλους (συχνά λανθασμένα αναφέρεται ως «φον» Πάουλους) και την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ, καθώς και από συμμαχικές μονάδες[5].
Ο Χίτλερ ήθελε να καταλάβει το Στάλινγκραντ, καθώς ήταν βιομηχανικό κέντρο στην περιοχή του ποταμού Βόλγα και συγκοινωνιακός ποτάμιος κόμβος γιά μεταφορές από τις πετρελαιοφόρες πηγές του Καυκάσου προς τον Βορρά[3]. Η επίθεση των Γερμανών στην πόλη είχε και προπαγανδιστικό χαρακτήρα - η πόλη έφερε το όνομα του τότε Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν[3]. Γι' αυτό τον λόγο, εξάλλου, οι δύο ηγέτες διέταξαν τις δυνάμεις τους να κρατήσουν τις θέσεις τους «πάση θυσία»[3].
Η πρώτη φάση της μάχης (γερμανική επίθεση) ξεκινήσε στις 17 Ιουλίου 1942. Η 6η Στρατιά απώθησε τις σοβιετικές δυνάμεις στον ποταμό Ντον. Γι' αυτό τον λόγο, ο Χίτλερ αποφάσισε να αποσύρει την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων από το μέτωπο του Στάλινγκραντ[3]. Το χτύπημα της 6ης Στρατιάς δέχθηκε η 62η Στρατιά του Βασίλι Τσουϊκόφ. Στα τέλη Αυγούστου, η Λουφτβάφε μετέτρεψε σε ερείπια το 80% της πόλης[3].
Τον Νοέμβριο, το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Ωστόσο, στις 19 Νοεμβρίου, οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν (Επιχείρηση «Ουρανός») και περικύκλωσαν 250.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς[3]. Ο Κόκκινος Στρατός πρότεινε στον Πάουλους να παραδοθεί, αλλά ο Χίτλερ του το απαγόρευσε. Στα μέσα Δεκεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να περικυκλώσουν την Ομάδα Στρατιών «Α» (Επιχείρηση «Κρόνος»), ωστόσο, η αντίσταση της 6ης Στρατιάς καθήλωσε τους Σοβιετικούς και έδωσε την ευκαιρία στον φον Κλάιστ να υποχωρήσει[3].
Καθώς η μάχη του Στάλινγκραντ έβαινε στο τέλος της, ο Πάουλους έλαβε τον βαθμό του Στρατάρχη, πράγμα που ο ίδιος εξέλαβε ως προτροπή να αυτοκτονήσει, καθώς κανένας Γερμανός στρατάρχης δεν είχε ποτέ συλληφθεί αιχμάλωτος. Ωστόσο, στις 31 Ιανουαρίου, αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Κόκκινο Στρατό και οι τελευταίοι γερμανικοί θύλακες ακολούθησαν στις 2 Φεβρουαρίου. Μαζί του παραδόθηκαν 22 στρατηγοί και 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς[3]. Η μάχη του Στάλινγκραντ έληξε στις 2 Φεβρουαρίου 1943 με νίκη των Σοβιετικών και έδωσε την υπεροχή στον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος την κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου[3][6].
Στις 23 Αυγούστου 1939, η Σοβιετική Ένωση και η Ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν το σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ (γνωστό ως «Σύμφωνο μη Επίθεσης»). Το σύμφωνο υποχρέωνε τις δύο χώρες να μην επιτεθούν η μια στην άλλη. Ωστόσο, στις 22 Ιουνίου 1941, οι δυνάμεις του Τρίτου Ράιχ εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας[7]. Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πολωνία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία μέσα σε λίγους μήνες. Ενώ η Ομάδα Στρατιών «Βορράς» πολιορκούσε το Λένινγκραντ, η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» επιτέθηκε στη Μόσχα. Οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τη σοβιετική πρωτεύουσα και υπέστησαν σοβαρές απώλειες - όπως και οι Σοβιετικοί[8][9]. Εξαιτίας της γερμανικής ήττας στη Μόσχα, η τακτική του κεραυνοβόλου πόλεμου υπέστη καταστροφή[10]. Παράλληλα, η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ - οι ΗΠΑ και η Αγγλία κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία[10]. Η ήττα στη Μόσχα ανάγκασε τη γερμανική διοίκηση να αναθεωρήσει τα σχέδια για τη συνέχιση του πολέμου στη Σοβιετική Ένωση. Την περίοδο Δεκεμβρίου 1941 - Ιανουαρίου 1942, οι Γερμανοί έχασαν 3.000 άρματα μάχης και τους απέμειναν μόνο 4.000 άρματα μάχης[11].
Το 1942, η γερμανική πολεμική βιομηχανία αύξησε την παραγωγή αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και άλλων ειδών όπλων και με αυτό τον τρόπο κατάφερε να καλύψει, σε μεγάλο μέρος αλλά όχι απόλυτα, τις απώλειες που υπέστη στο Ανατολικό Μέτωπο. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η παραγωγή όπλων τα έτη 1941 και 1942[10]:
Στρατιωτικός εξοπλισμός | 1941 | 1942 |
---|---|---|
Μαχητικά αεροσκάφη | 9540 | 11408 |
Άρματα μάχης, αυτοκινούμενα πυροβόλα και πολιορκητικά όπλα | 3806 | 6189 |
Όπλα διαμετρήματος 75 mm και άνω | 7092 | 14316 |
Στις 5 Απριλίου 1942, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε την «Οδηγία 41», σύμφωνα με την οποία, οι γερμανικές δυνάμεις έπρεπε να επιτύχουν τους παρακάτω στόχους[12][13][14]:
Οι Γερμανοί κατέστρωσαν ένα σχέδιο, το οποίο χώρισαν σε τρία μέρη. Κατά την εκτέλεση του πρώτου μέρους, οι γερμανικές δυνάμεις στην Κριμαία και στο Χάρκοβο θα λάμβαναν πολεμοφόδια και θα ευθυγράμμιζαν τη γραμμή του μετώπου - αυτό θα επέτρεπε στη Βέρμαχτ να στείλει περισσότερες δυνάμεις για την εκτέλεση του κύριου μέρους της επιχείρησης «Κυανό» (γερ. Blau)[15]. Αργότερα, οι Γερμανοί θα επιτίθονταν στο Βορόνεζ και θα έστελναν ένα μέρος των στρατιωτών στον νότο, με σκοπό να περικυκλώσουν τις σοβιετικές δυνάμεις στον Ντον[15]. Μετά τη διάλυση των Σοβιετικών στον Ντον, οι Γερμανοί είχαν σκοπό να καταλάβουν το Στάλινγκραντ, την Νότιο Βόλγα και τον Καύκασο και να στείλουν ενισχύσεις στην Ομάδα Στρατιών «Βορράς» που πολιορκούσε το Λένινγκραντ[15].
Τον Μάρτιο του 1942, το Γενικό Επιτελείο της Σοβιετικής Ένωσης θεωρούσε ότι η Βέρμαχτ θα επιχειρούσε ένα νέο χτύπημα στο γερμανοσοβιετικό μέτωπο. Η πολεμική κατασκοπία ανέφερε ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν για μια επίθεση στα νότια της ΕΣΣΔ[15]. Ωστόσο, οι αναφορές της κατασκοπίας δεν ήταν πλήρεις, γι' αυτό και το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ θεωρούσε ότι η Βέρμαχτ θα κρατούσε τις κύριες δυνάμεις στην κεντρική κατεύθυνση (Μόσχα)[15].
Γι' αυτό τον λόγο, ο Κόκκινος Στρατός συγκέντρωσε τις στρατηγικές εφεδρείες του στις περιοχές Καλίνιν, Τούλα, Ταμπόφ, Μπορισογκλέμπσκ, Γκόρκι, Στάλινγκραντ και Σαράτοφ - το Γενικό Επιτελείο θεωρούσε ότι μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει στη νοτιοδυτική και δυτική κατεύθυνση του μετώπου[16]. Στις 8 Απριλίου 1942, ο Αρχιστράτηγος των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων, Ιωσήφ Στάλιν, διέταξε τους διοικητές μερικών μετώπων να επιτεθούν και να αναγκάσουν τη Βέρμαχτ να χρησιμοποιήσει όλες τις εφεδρείες της. Μ' αυτό τον τρόπο, ο Στάλιν ήθελε να εξασφαλίσει νίκη της ΕΣΣΔ στον πόλεμο το 1942[15].
Αργότερα, ωστόσο, η εκτέλεση αυτού του σχεδίου φάνηκε αδύνατη[15][17]. Ο Κόκκινος Στρατός είχε μεγάλα προβλήματα, όπως η έλλειψη έμπειρων διοικητών στα σώματα[Σημ. 2] και η δυσκολία διαμόρφωσης σωμάτων - η διαμόρφωση των σωμάτων μειωνόταν εξαιτίας του επιπέδου κατασκευής νέων ειδών οπλισμού[17].
Για να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της, η Βέρμαχτ έπρεπε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της νότιας πτέρυγας, η οποία θα βοηθούσε κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο Στάλινγκραντ[17]. Επίσης, όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός Αλεξάντερ Σαμσόνοφ, η Βέρμαχτ χρειαζόταν και τη συμμετοχή της 11ης Στρατιάς του στρατηγού Έριχ φον Μάνσταϊν, η οποία σταμάτησε την πορεία της εξαιτίας της σοβιετικής αντίστασης στην Κριμαία[17]. Για να πετύχει τον σκοπό της, η Βέρμαχτ έπρεπε να καταλάβει πάσει θυσία τη Σεβαστούπολη και τη Χερσόνησο Κερτς[18].
Στις 26 Δεκεμβρίου 1941, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Κερτς, ενώ στις 30 Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικοί εισήλθαν στη Θεοδοσία. Ωστόσο, οι δυνάμεις του Κριμαϊκού Μετώπου δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Χερσόνησο της Κριμαίας[19]. Οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν την αποτυχία του Κόκκινου Στρατού. Στις 15 Ιανουαρίου 1942, οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν τη Θεοδοσία. Επίσης, ανάγκασαν τους Σοβιετικούς να υποχωρήσουν στον Ισθμό Ακ-Μονάισκ, ο οποίος ήταν το πιο στενό σημείο της Χερσονήσου του Κερτς[17].
Ο Κόκκινος Στρατός μετέφερε αρκετές δυνάμεις στη Χερσόνησο του Κερτς, αλλά δεν κατάφερε να την ανακτήσει[17]. Η αποτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δυνάμεων του Κριμαϊκού Μετώπου[17]. Παράλληλα, στις 7 Ιανουαρίου ξεκίνησε η μάχη του Ντεμιάνσκ (περιφέρεια Νόβγκοροντ). Στις 25 Φεβρουαρίου, οι δυνάμεις του Βορειο-Δυτικού Μετώπου, υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Π. Α. Κούροτσκιν, κατάφεραν να περικυκλώσουν έξι γερμανικές μεραρχίες, οι οποίες διέθεταν 100.000 στρατιώτες[20].
Ωστόσο, οι Γερμανοί συνέχισαν την αντίσταση στο Ντεμιάνσκ χάρη στη βοήθεια της αεροπορίας, η οποία εφοδίαζε τακτικά τις περικυκλωμένες μεραρχίες[20]. Στις 23 Απριλίου, η 16η Στρατιά του στρατηγού Μπους επιτέθηκε «απ' έξω», απώθησε τους Σοβιετικούς και έφτασε στο Ντεμιάνσκ χάρη στον λεγόμενο «διάδρομο Ραμουσέφσκι» (αυτός ο διάδρομος λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του 1942)[20]. Οι Γερμανοί μπορούσαν να περικυκλώσουν από τα νότια και από τα βόρεια τις θέσεις των Σοβιετικών στους ποταμούς Σελίγκερ και Βελίκι Λούκι. Ο Κόκκινος Στρατός επιχείρησε αρκετές φορές να ανακαταλάβει την περιοχή, αλλά απέτυχε. Ωστόσο, η 16η Στρατιά υπέστη πολλές απώλειες και δεν κατάφερε να βοηθήσει τις δυνάμεις της Βέρμαχτ στο Ρζεφ και στη Βιάζμα, οι οποίες σχεδίαζαν να επιτεθούν στους ποταμούς Σελίγκερ και Βελίκι Λούκι (Πσκοβ)[20].
Στις 8 Μαΐου, η 11η Στρατιά του φον Μάνσταϊν, το 8ο Αεροπορικό Σώμα του Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν και οι δυνάμεις του 4ου Αεροπορικού Στόλου επιτέθηκαν στη Χερσόνησο του Κερτς[17][21]. Παράλληλα, οι Γερμανοί μετέφεραν με βάρκες μια μικρή δύναμη στον Κόλπο της Θεοδοσίας[17]. Στις 20 Μαΐου, οι Γερμανοί κατέλαβαν ολοκληρωτικά το Κερτς και αιχμαλώτισαν περισσότερους από 170.000 στρατιώτες και αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, περισσότερα από 3.000 πυροβόλα, 350 άρματα μάχης και μεγάλο αριθμό πολεμοφοδίων[21].
Ενώ αυτά διεξάγονταν στη Χερσόνησο του Κερτς, στις 12 Μαΐου, οι δυνάμεις του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου του στρατάρχη Σεμιόν Τιμοσένκο επιτέθηκαν στο Χάρκοβο, με σκοπό να απελευθερώσουν την πόλη (Επιχείρηση «Φρειδερίκος»)[21]. Αρχικά, οι Σοβιετικοί είχαν την υπεροχή, ωστόσο, η έλλειψη οργάνωσης της επίθεσης προκάλεσε αρκετά προβλήματα στον Κόκκινο Στρατό και στις 17 Μαΐου, η υπεροχή πέρασε στα χέρια των Γερμανών[21].
Οι Γερμανοί επιτέθηκαν από τα βόρεια και από τα νότια στις δυνάμεις του Νότιου Μετώπου, ωστόσο, το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ δεν διέταξε τις δυνάμεις του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου να σταματήσουν την επίθεση και δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα[21]. Οι λανθασμένες αποφάσεις της ηγεσίας του Κόκκινου Στρατού επέτρεψαν στους Γερμανούς να περικυκλώσουν τις δυνάμεις του Νότιου και του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου και να αιχμαλωτίστουν περισσότερους από 200.000 στρατιώτες και διοικητές του Κόκκινου Στρατού, περισσότερα από 1.000 άρματα μάχης και 2.000 πυροβόλα[21]. Μονάχα το 25% των δυνάμεων της 6ης και της 9ης Σοβιετικής Στρατιάς κατάφερε να ξεφύγει[21].
Η υπεροχή στον νότιο τομέα του γερμανοσοβιετικού μετώπου πέρασε στα χέρια της Βέρμαχτ[21]. Στα τέλη του Ιουνίου, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο Ντονμπάς[21]. Ταυτόχρονα, στις 28 Ιουνίου, η 2η Γερμανική Στρατιά, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων και η 2η Ουγγρική Στρατιά ενώθηκαν στην Ομάδα «Βάιχς» και επιτέθηκαν στην αριστερή πτέρυγα του Μετώπου Μπριάνσκ[17]. Σ' αυτό το σημείο, οι Σοβιετικοί είχαν σχεδόν τους διπλάσιους στρατιώτες και τα διπλάσια άρματα μάχης, είχαν, όμως, σχεδόν τον ίδιο αριθμό πυροβόλων[22].
Στις 28 Ιουνίου, όπως προαναφέρθηκε, η Ομάδα «Βάιχς» επιτέθηκε στην αριστερή πτέρυγα του Μετώπου Μπριάνσκ[23]. Στην περιοχή βρίσκονταν οι δυνάμεις του Μετώπου Βορόνεζ του στρατηγού Βατούτιν, οι δυνάμεις του Νοτίου Μετώπου του στρατηγού Μαλινόφσκι, οι δυνάμεις του Μετώπου Μπριάνσκ του στρατηγού Γκόλικοφ και οι δυνάμεις του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου του στρατάρχη Τιμοσένκο[23]. Οι Γερμανοί διέλυσαν τη σοβιετική αντίσταση στο Κουρσκ και μέσα σε 7 μέρες διένυσαν την απόσταση των 150-170 χιλιομέτρων[21][23]. Στις 5 Ιουλίου, οι Γερμανοί κατέλαβαν το Βορόνεζ. Κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας σύγκρουσης, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν 88.000 Σοβιετικούς στρατιώτες[23]. Ο Κόκκινος Στρατός έχασε 1007 άρματα μάχης και 1688 πυροβόλα[23]. Παράλληλα, η Σεβαστούπολη έπεσε στα χέρια των Γερμανών[24].
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης, η αριστερή πτέρυγα των δυνάμεων της Βέρμαχτ άνοιξε. Η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί και διέταξε το Μέτωπο του Μπριάνσκ (7 σώματα αρμάτων μάχης) να επιτεθεί[23]. Ωστόσο, το Μέτωπο του Μπριάνσκ δεν έλαβε βοήθεια από την αεροπορία, γι' αυτό και η γερμανική αεροπορία κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των αρμάτων μάχης των Σοβιετικών[23].
Παρά τη νίκη τους στο Βορόνεζ, οι Γερμανοί απέτυχαν να επεκτείνουν τη βόρεια πτέρυγα της επίθεσης τους εξαιτίας της αντίστασης των σοβιετικών εφεδρειών[23]. Στο κέντρο, η 6η Στρατιά του Πάουλους και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων, στις 10 Ιουλίου, κατέλαβαν την Καντεμίροφκα και έχτισαν γέφυρες στην ανατολική ακτή του ποταμού Ντον[21]. Τότε, οι Γερμανοί επιτέθηκαν από τη νοτιοανατολική κατεύθυνση και βρέθηκαν στον διάδρομο μεταξύ του Ντον και του Βορείου Ντονέτς. Σε λιγότερο από ένα μήνα, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων έφθασε βορείως του Ροστόφ (μέσω του Ντον) και η 6η Στρατιά έφτασε κοντά στο Στάλινγκραντ[21].
Όσον αφορά τη νότια πτέρυγα της γερμανικής επίθεσης, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων έφθασε στο Μίλλεροβο και στις 25 Ιουλίου (μια εβδομάδα μετά την αρχή των συγκρούσεων στο Στάλινγκραντ) βρέθηκε στον Ντον - μεταξύ του Νοβοτσερκάσσκ και της Τσιμλιάνσκα[21]. Η 17η Στρατιά ξεκίνησε την επίθεση της από την περιοχή του Στάλινο, στις αρχές Ιουλίου. Στις 17 Ιουλίου, η αριστερή πτέρυγα της 17ης Στρατιάς κατέλαβε το Βοροσιλοβγκράντ, ενώ η δεξιά πτέρυγα βρέθηκε στον Ντον απ' όλες τις πλευρές του Ροστόφ[21].
Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Βορόνεζ[Σημ. 3], οι Σοβιετικοί έχασαν 568.000 στρατιώτες (αρκετοί απ' αυτούς αιχμαλωτίστηκαν), 2436 άρματα μάχης, 13.176 πυροβόλα και 783 αεροσκάφη[23][25]. Από την άλλη πλευρά, οι Γερμανοί έχασαν περίπου 60-70 χιλιάδες στρατιώτες[26]. Στις 17 Ιουλίου, το Γενικό Επιτελείο του Τρίτου Ράιχ αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της επιχείρησης «Κυανό»[21]. Μ' αυτό τον τρόπο ξεκίνησε μια από τις μεγαλύτερες μάχες στην ιστορία, η μάχη του Στάλινγκραντ[17].
Όπως προαναφέρθηκε, ο Χίτλερ αποφάσισε να χωρίσει την Ομάδα Στρατιών «Νότος» σε δύο ομάδες: Ομάδα Στρατιών «Α» και Ομάδα Στρατιών «Β». Η Ομάδα Στρατιών «Α», υπό την ηγεσία του Βίλχελμ Λιστ, ανέλαβε την επίθεση στον Καύκασο (μάχη του Καυκάσου) και είχε στη διάθεση της 167.000 στρατιώτες, 1130 άρματα μάχης, 4540 πυροβόλα και 1000 αεροσκάφη[27]. Η Ομάδα Στρατιών «Β», υπό τις διαταγές του Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, είχε στη διάθεση της 270.000 στρατιώτες, 3000 πυροβόλα όπλα, 500 άρματα μάχης και 1200 αεροσκάφη[1][5]. Η Ομάδα Στρατιών «Β» αποτελούνταν κυρίως από την 6η Στρατιά του Πάουλους και την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ. Στο Στάλινγκραντ, μαζί με τις γερμανικές στρατιές, θα πολεμούσε η 8η Ιταλική Στρατιά, η 2η Ουγγρική Στρατιά, η 3η και η 4η Ρουμάνικη Στρατιά και το 369ο Κροατικό Σύνταγμα Πεζικού. Σύμφωνα με τον Χανς Ντερ (Hans Doerr), οι δύο ομάδες στρατιών ξεκινούσαν τις συγκρούσεις στο Στάλινγκραντ και στον Καύκασο με 6 μεραρχίες λιγότερες απ' όσες είχαν στην αρχή της καλοκαιρινής εκστρατείας - αυτές οι απώλειες δεν είχαν καλυφθεί[28].
Μετά τις ήττες στο Χάρκοβο και στο Βορόνεζ, το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ διέταξε τη δημιουργία του Μετώπου του Στάλινγκραντ, στις 12 Ιουλίου 1942. Το Μέτωπο του Στάλινγκραντ δημιουργήθηκε στη βάση του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου[29]. Από το Νοτιο-Δυτικό Μέτωπο, το Μέτωπο του Στάλινγκραντ έλαβε την 21η και την 8η Στρατιά, ενώ από τις εφεδρείες του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ έλαβε την 62η, την 63η και την 64η Στρατιά[29]. Αργότερα, στο Μέτωπο του Στάλινγκραντ συμπεριλήφθησαν η 24η, η 28η, η 38η, η 51η, η 57η και η 66η Στρατιά (πεζικό)[29]. Επίσης, στο Μέτωπο συμπεριελήφθησαν η 1η και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων, η 1η Στρατιά Φρουρών και η 16η Αεροπορική Στρατιά[29].
Όσον αφορά τους αριθμούς, ο Κόκκινος Στρατός παρέταξε στο Στάλινγκραντ 187.000 στρατιώτες, 2200 πυροβόλα, 400 άρματα μάχης και 454 αεροσκάφη[1]. Την ηγεσία των σοβιετικών δυνάμεων ανέλαβε ο στρατάρχης Σεμιόν Τιμοσένκο[29].
Στις 26 Μαΐου 1942, ενώ μαίνονταν οι μάχες στην Κριμαία και στο Χάρκοβο, η Σοβιετική Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία υπέγραψαν συμφωνία συμμαχίας κατά της Ναζιστικής Γερμανίας και των Ευρωπαίων Συμμάχων της[30]. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να πολεμήσουν στο Στάλινγκραντ, χωρίς τη στήριξη των Αγγλοαμερικανών[31]. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ επισκέφθηκε τη Μόσχα, στα μέσα Ιουλίου 1942, για να δηλώσει στον Στάλιν ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ δεν θα άνοιγαν δεύτερο μέτωπο[32]. Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Αγγλοαμερικανοί σκόπευαν να συμμαχήσουν με το Τρίτο Ράιχ για να καταλάβουν τις πετρελαιοφόρες πηγές του Καυκάσου - αν και δεν είχαν σχέδιο σε περίπτωση νίκης της ΕΣΣΔ[31][33].
Το Στάλινγκραντ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν ξεκίνησε η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η πόλη έγινε ένα από τα μεγαλύτερα οπλοστάσια της νοτιοανατολικής ΕΣΣΔ[34]. Τα εργοστάσια της πόλης κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν άρματα μάχης και άλλα πολεμικά όπλα[34]. Πριν την αρχή της μάχης, στο Στάλινγκραντ κατοικούσαν 445.000 άνθρωποι (από τους οποίους εργάζονταν οι 325.000) και υπήρχαν 126 εργοστάσια[34][35]. Το εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων της πόλης παρήγαγε τους μισούς γεωργικούς ελκυστήρες(τρακτέρ) της ΕΣΣΔ[35]. Το εργοστάσιο «Κόκκινος Οκτώβρης» (Κράσνι Οκτιάμπρ) παρήγαγε 775,8 τόνους χάλυβα ετησίως και 584.300 τόνους εξελασμένου χάλυβα.[35].
Ο Σιμιόν Τιμοσένκο εξέδωσε την «Οδηγία 0023», σύμφωνα με ην οποία η 38η και η 63η Στρατιά θα παρατάσσοντο στον Ντον, ενώ η 62η και 64η Στρατιά θα αναλάμβαναν την άμυνα της πόλης από τα δυτικά - η 21η Στρατιά μετέτρεψε τα εναπομείναντα σώματα της σε 4 ταξιαρχίες πεζικού[36].
Αναλυτικά, το Γενικό Επιτελείο, στις 17 Ιουλίου 1942, διέταξε την 63η στρατιά του αντιστράτηγου Βασίλι Κουζνετσόφ να παρατάξει τις δυνάμεις της (έξι μεραρχίες πεζικού, τρεις ταξιαρχίες τεθωρακισμένων και δύο τάγματα τεθωρακισμένων) σε ένα μέτωπο 250 χιλιομέτρων[35]. Σκοπός της 63ης Στρατιάς ήταν να μην αφήσει τον αντίπαλο να περάσει τον Ντον, ενώ ειδικά τάγματα και κατάσκοποι ανέλαβαν να επιτίθονται στην ανατολική ακτή του ποταμού[35]. Ο Κουζνετσόφ τοποθέτησε τις κύριες δυνάμεις του στο κέντρο, για να προστατεύσει τον σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος οδηγούσε στα βορειοδυτικά του Στάλινγκραντ[35]. Η 38η Στρατιά του υποστράτηγου Κ. Μοσκαλένκο ανέλαβε την άμυνα ενός μετώπου 60 χιλιομέτρων από τη Μεντβέντιτσα μέχρι την Κλέτσκαγια - η 38η Στρατιά ανέλαβε να εμποδίσει τους Γερμανούς να περάσουν στην αριστερή ακτή του ποταμού και να δυναμώσουν την άμυνα στη δεξιά ακτή του ποταμού[35]. Μερικές μεραρχίες αποσύρθηκαν για να ξεκουραστούν και να λάβουν νέες δυνάμεις. Ο Μοσκαλένκο παρέταξε τις κύριες δυνάμεις στη δεξιά πτέρυγα της 38ης Στρατιάς[35].
Οι κύριες δυνάμεις του Μετώπου του Στάλινγκραντ ήταν η 62η και η 64η Στρατιά. Η 62η Στρατιά (έξι μεραρχίες πεζικού, τέσσερα τάγματα μαθητευόμενων των στρατιωτικών σχολών και έξι τάγματα τεθωρακισμένων), υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Β. Κολπάκτσιν, παρέταξε τις κύριες δυνάμεις της στη δυτική ακτή του ποταμού Ντον (από την Κλέτσκαγια ως το Σουροβίκινο), ενώ μερικά σώματα ανέλαβαν να αμυνθούν στους ποταμούς Τσουτσκάν και Τσιρ[35]. Η 64η Στρατιά του Τσουϊκόφ (τέσσερις μεραρχίες πεζικού, δύο ταξιαρχίες πεζικού και τέσσερα τάγματα μαθητευόμενων των στρατιωτικών σχολών) ανέλαβε την άμυνα του μετώπου Σουρόφτσκινο-Βέρχνε Κουρμογιάρσκαγια και το πέρασμα του ποταμού Τσιμλ[35]. Ο Τσουϊκόφ παρέταξε τις κύριες δυνάμεις του στη δεξιά πτέρυγα, για να προστατεύσει τους δρόμους που οδηγούσαν στο Στάλινγκραντ από τα δυτικά[35].
Σύμφωνα με αναφορά του Επιτελείου της 62ης Στρατιάς, το βράδυ της 16ης Ιουλίου, γερμανικά σώματα πέρασαν τον ποταμό Τσιρ και επιτέθηκαν στις σοβιετικές δυνάμεις[34]. Στις 17 Ιουλίου, σώματα της 192ης μεραρχίας πεζικού του συνταγματάρχη Α. Σ. Ζαχάρτσενκο συγκρούστηκαν με τις χιτλερικές δυνάμεις στο χωριό Πρόνιν - μετά από σκληρές συγκρούσεις, τα σώματα αυτά υποχώρησαν στη γραμμή της άμυνας των κύριων δυνάμεων της μεραρχίας[34]. Στις 18 Ιουλίου, όπως αναφέρει το ημερολόγιο του Φραντς Χάλντερ, ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του να περάσουν με ευρύ μέτωπο τον ποταμό Ντον, από τα νότια και τα ανατολικά του Ντόντς και να ξεκινήσουν την επίθεση στο Στάλινγκραντ[37].
Στις 19 Ιουλίου, η μεραρχία «Μεγάλη Γερμανία» έφτιαξε προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ντόνετς για να σταματήσει τις σοβιετικές δυνάμεις που κινήθηκαν από τον Καύκασο. Η 6η Στρατιά του Πάουλους συνέχισε να κινείται νοτίως του Ντον στην νοτιοανατολική κατεύθυνση, ενώ οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν στις γερμανικές δυνάμεις στο Βορόνεζ. Αν και οι επιθέσεις στο Βορόνεζ και βορείως της πόλης ήταν χαμηλής ισχύος, οι Σοβιετικοί αύξησαν τον αριθμό σιδηροδρομικών μεταφορών[38].. Ο ρυθμός επεκτατικότητας των γερμανικών δυνάμεων μειώθηκε από τα 30 χιλιόμετρα στα 12-15 χιλιόμετρα ανά μέρα[34].
Τις επόμενες 3 μέρες, η 6η Στρατιά του Πάουλους συνέχισε ενεργώς να κινείται προς το Στάλινγκραντ, όπου οι Σοβιετικοί μετέφεραν τις δυνάμεις τους μέσω σιδηρόδρομων[39].. Αν και οι Γερμανοί επιτέθηκαν επιτυχώς στον Κάτω Ντον και στο Ταγκανρόκ[40], στα βορειοδυτικά του Βορόνεζ συνεχίζονταν οι σκληρές μάχες[39]. Η αριστερή πτέρυγα της 6ης Στρατιάς, όπου πολεμούσαν το 8ο και το 17ο σώμα, τεντώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά μήκος της δεξιάς ακτής του Ντον - γι' αυτό τον λόγο, το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ αποφάσισε την απόσπαση του 14ου και του 24ου Σώματος Τεθωρακισμένων στην Ομάδα Στρατιών «Β»[34].
Στις 23 Ιουλίου, ο Χίτλερ υπέγραψε την «Οδηγία 45», η οποία ανέφερε τα παρακάτω[41]:
Ο Φραντς Χάλντερ αναφέρει: «Προειδοποίησα τον Φύρερ ότι οι δυνάμεις μας σε σημαντικά στρατηγικά σημεία είναι αποδυναμωμένες..η υποεκτίμηση των δυνατοτήτων του εχθρού έχει πάρει επικίνδυνο χαρακτήρα. Δεν υπάρχει καν σοβαρή δουλειά. Η συναισθηματική αντίδραση σε διάφορες τυχαίες εντυπώσεις δεν επιτρέπει τη σωστή αξιολόγηση της εργασίας της κυβερνητικής μηχανής - αυτό είναι χαρακτηριστικό της σημερινής λεγόμενης εξουσίας»[42].
Την ίδια μέρα, το Γενικό Επιτελείο της Σοβιετικής Ένωσης ανακάλεσε τον Σιμιόν Τιμοσένκο από τη θέση του Διοικητή του Μετώπου του Στάλινγκραντ και τον αντεκατέστηκε με τον αντιστράτηγο Βασίλι Γκόρντοφ. Οι λόγοι που οδήγησαν το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ να αλλάξει τον διοικητή του Μετώπου του Στάλινγκραντ ήταν: η αποτυχία στο Χάρκοβο τον Μάιο του 1942, η μετέπειτα υποχώρηση και η περικύκλωση στο Μίλλεροβο[43].
Τα ξημερώματα της 23ης Ιουλίου, η βόρεια πτέρυγα της 6ης Στρατιάς επιτέθηκε στη δεξιά πτέρυγα της 62ης Στρατιάς[44][45]. Μέχρι το τέλος της ημέρας, δύο μεραρχίες και άλλα σώματα της 62ης Στρατιάς περικυκλώθηκαν. Οι λόγοι της περικύκλωσης ήταν η μαζική χρήση αρμάτων μάχης, πυροβόλων και αεροπορικών επιθέσεων από τους Γερμανούς, καθώς επίσης και η έλλειψη πληροφοριών της σοβιετικής κατασκοπίας[44].
Το βράδυ της ίδιας ημέρας διεξήχθη συζήτηση μεταξύ του Στάλιν και του Γκόρντοφ. Ο Γκόρντοφ έδωσε αναφορά στον Στάλιν για την κατάσταση που επικρατούσε στη δεξιά πτέρυγα της 62ης Στρατιάς. Αξιοσημείωτη είναι η απάντηση του Στάλιν: «Τώρα, η δεξιά πτέρυγα του μετώπου είναι η πιο αποφασιστική..αν ο εχθρός κάμψει την αντίσταση μας θα καταλάβει τους σιδηρόδρομους και θα αποκόψει κάθε σύνδεση σας με τον βορρά..Επίσης, απαιτώ να μείνει στα χέρια μας η αμυντική γραμμή στα δυτικά του Ντον - από την Κλέτσκαγια μέχρι τη Νίζνε Καλίνοφκα - πάσει θυσία..Επίσης, απορώ με το γεγονός ότι έχοντας 900 άρματα μάχης υποχωρούμε απέναντι στον εχθρό που έχει 50 άρματα μάχης. Ντροπή!»[46]
Στις 23 Ιουλίου, ως εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου, στο Μέτωπο του Στάλινγκραντ έφθασε ο Αλεξάντερ Βασιλέφσκι, ο οποίος πρότεινε στους διοικητές να οργανώσουν αντεπίθεση στη βόρεια πτέρυγα της 6ης Στρατιάς, χρησιμοποιώντας την 1η και την 4η Σοβιετική Στρατιά Τεθωρακισμένων[47]. Όσον αφορά τους Γερμανούς, στις 23 Ιουλίου, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ μετέδωσε το 24ο Σώμα Τεθωρακισμένων στην Ομάδα Στρατιών «Β», το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων στην στην Ομάδα Στρατιών «Α» και την επίλεκτη μεραρχία «Μείζων Γερμανία» στα δυτικά[48].
Στις 24 Ιουλίου, όπως αναφέρει ο Χάλντερ, συνεχίζονταν σκληρές μάχες στα ανατολικά του Ροστόφ και στο Βορόνεζ - στις μάχες που διεξήχθησαν στο Βορόνεζ καταστράφηκε μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης. Επίσης, οι Γερμανοί επιχείρησαν να περάσουν τη νότια ακτή του ποταμού[49]. Στις 25 Ιουλίου, η Ομάδα Στρατιών «Α» είχε πετύχει νίκες στις συγκρούσεις στον Κάτω Ντον, ενώ η επίθεση στο Τσιμλιάνσκ συνάντησε σθεναρή αντίσταση[50]. Παράλληλα, οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν την έλλειψη καυσίμων και είχαν ακυρώσει μια επίθεση στα βόρεια της ΕΣΣΔ[50].
Την ίδια ημέρα, το 51ο Σώμα της 6ης Στρατιάς επιτέθηκε στις δυνάμεις της 64ης Στρατιάς στον ποταμό Τσιμλ, ενώ αργότερα η νότια πτέρυγα της 6ης Στρατιάς κινήθηκε στο Καλάτς για να επιτεθεί στη δεξιά πτέρυγα της 64ης Στρατιάς[47]. Τα ξημερήματα της 26ης Ιουλίου, στο Καλάτς, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων αντεπιτέθηκε, ωστόσο, δεν πέτυχε κάτι σημαντικό - τα σοβιετικά άρματα μάχης προχωρούσαν χωρίς τη βοήθεια του πυροβολικού και της αεροπορίας και καταστράφηκαν εύκολα από τη γερμανική αεροπορία και το γερμανικό πυροβολικό[47].
Η δεύτερη αντεπίθεση πραγματοποιήθηκε στη δυτική κατεύθυνση από τις δυνάμεις της 4ης Σοβιετικής Στρατιάς Τεθωρακισμένων του υποστράτηγου Β. Κριουτσένκιν, οι οποίες απελευθέρωσαν τις μονάδες της 62ης Στρατιάς που αμύνονταν περικυκλώμενες στη Βέρχνε Μπουζίνοφκα[47]. Παρ' ολ' αυτά, στη νοτιοδυτική κατεύθυνση, η σοβιετική άμυνα παρέμεινε αδύναμη, ενώ στο Τσιμλιάνσκ, οι Γερμανοί κατάφεραν να προωθηθούν χάρη στην αντεπίθεση της 9ης μεραρχίας τεθωρακισμένων[51]. Την ίδια μέρα, ο ταγματάρχης Κίλμανσεγκ έδωσε αναφορά στον Φύρερ για την έλλειψη καυσίμων και αυτοκινήτων που αντιμετώπισε η Ομάδα Στρατιών «Α»[51].
Στις 27 Ιουλίου, η 6η Στρατιά του Πάουλους συνέχισε την προώθηση προς την κατεύθυνση του Στάλινγκραντ. Οι Σοβιετικοί είχαν παρατάξει τις κύριες δυνάμεις τους στο κέντρο (με μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης), γι' αυτό και οι Γερμανοί κατάφεραν να προωθηθούν μόνο στα άκρα[52]. Την επόμενη μέρα, ο Στάλιν εξέδωσε τη γνωστή «Διαταγή 227», στην οποία διατάσσει τα σοβιετικά στρατεύματα στην πόλη του Στάλινγκραντ να μην υποχωρήσουν - γι' αυτό και η διαταγή έγινε γνωστή ως διαταγή «Ούτε ένα βήμα πίσω!» (ρωσ. «Ни шагу назад!»)[53].
Παράλληλα με την έκδοση της διαταγής, οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν αρκετές φορές, κάνοντας μεγάλη χρήση αρμάτων μάχης (ο Χάλντερ αναφέρει ότι οι Σοβιετικοί χρησιμοποίησαν 9 ταξιαρχίες τεθωρακισμένων), ωστόσο, απέτυχαν[54]. Από την άλλη πλευρά, η 6η Στρατιά του Πάουλους αντιμετώπιζε έλλειψη καυσίμων και πολεμοφοδίων, ενώ οι δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων έμειναν καθηλωμένες στο Τσιμλιάνσκ[54]. Τις επόμενες μέρες διεξήχθησαν σκληρές μάχες στο Καλάτς και στα δυτικά του Στάλινγκραντ - παράλληλα, η Ομάδα Στρατιών «Α» ανάγκασε τους Σοβιετικούς σε υποχώρηση και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων βρέθηκε κοντά στην Προλετάρσκαγια[55].
Στις 30 Ιουλίου, στο μέτωπο της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο», οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν με τις δυνάμεις του Δυτικού Μετώπου (ένα σώμα ιππικού και δύο σώματα τεθωρακισμένων) στις γερμανικές θέσεις στην περιοχή Πογκορέλοε Γκοροντίσσε και κατάφεραν να προωθηθούν 15-30 χιλιόμετρα προς τον σταθμό Σιτσιόφκα[56]. Στις 31 Ιουλίου διεξήχθη η προγραμματισμένη μεταφορά της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ από την Ομάδα Στρατιών «Α» στην Ομάδα Στρατιών «Β» και ξεκίνησε την επίθεση στο Στάλινγκραντ από τα νοτιοδυτικά[57].
Την ίδια μέρα, το Μέτωπο του Βόρειου Καυκάσου μετέδωσε στο Μέτωπο του Στάλινγκραντ την 51η Στρατιά του υποστράτηγου Τ. Κολομίιτς[47]. Στις 1 Αυγούστου, μετά από διαταγή του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ, η 57η Στρατιά του υποστράτηγου Φ. Τολμπούχιν παρέταξε τις δυνάμεις της στα νοτιοδυτικά του Ντον[47]. Ο Ντερ αναφέρει το σχέδιο της 6ης Στρατιάς και της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων: η πρώτη ανέλαβε την επίθεση από τα βόρεια και η δεύτερη από τα νότια προς την κατεύθυνση του Βόλγα. Όταν θα καταλάμβαναν τον ποταμό, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων θα κινούνταν στα αριστερά και η 6η Στρατιά στα δεξιά, με σκοπό να περικυκλώσουν την πόλη και τους αμυνόμενους[58].
Στις 2 Αυγούστου, το 22ο Σώμα Τεθωρακισμένων (4 ταξιαρχίες τεθωρακισμένων) επιχείρησαν επίθεση, ωστόσο, κατάφεραν να προωθηθούν μονάχα 2-3 χιλιόμετρα[59]. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα άρματα μάχης πολέμησαν με τη βοήθεια του πεζικού και του πυροβολικού - αν και οι μονάδες πεζικού δεν ήταν κατάλληλα οργανωμένες[60]. Στις 5 Αυγούστου, το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ χώρισε τις δυνάμεις που πολεμούσαν στο μέτωπο των 800 χιλιομέτρων σε δύο μέτωπα: στο Μέτωπο του Στάλινγκραντ του αντιστράτηγου Γκόρντοφ (21η, 62η και 63η Στρατιά Πεζικού, 4η Σοβιετική Στρατιά Τεθωρακισμένων, 16η Στρατιά Αεροπορίας και 28ο Σώμα Τεθωρακισμένων) και στο Νοτιο-Ανατολικό Μέτωπο του αρχιστρατήγου Γερεμένκο (51η, 57η και 64η Στρατιά Πεζικού, 8η Στρατιά Αεροπορίας και 13ο Σώμα Τεθωρακισμένων)[61].
Η επόμενη σειρά των σοβιετικών αντεπιθέσεων σημειώθηκε στις 5-8 Αυγούστου. Ωστόσο, η κατάσταση στα σώματα τεθωρακισμένων ήταν πολύ κακή: η 182η ταξιαρχία τεθωρακισμένων είχε 9 αρμάτα μάχης, ενώ η 173η ταξιαρχία τεθωρακισμένων είχε 11 άρματα μάχης[60] - η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων είχε συνολικά 123 άρματα μάχης[60]. Ο Πάουλους ανέφερε, στις 5 Αυγούστου, ότι οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν από τα νότια, κατά του 14ου Σώματος[62]. Ο Χάλντερ αναφέρει ότι διέταξε τον Μαξιμίλιαν φον Βάιχς να ξεκινήσει την επίθεση στις 7 Αυγούστου, χρησιμοποιώντας την 6η Στρατιά του φον Πάουλους[62].
Στις 7 Αυγούστου, η 6η Στρατία του Πάουλους πέρασε στην επίθεση, έχοντας λύσει το πρόβλημα με την έλλειψη πολεμοφοδίων[63]. Η επίθεση τον Πάουλους, η οποία είχε στόχο την περικύκλωση των σοβιετικών δυνάμεων, έληξε επιτυχώς στο δεύτερο μισό της ημέρας - ο Χάλντερ αναφέρει ότι στη μάχη καταστράφηκαν 8 μεραρχίες πεζικού και 10 ταξιαρχίες τεθωρακισμένων[64]. Την ίδια μέρα, οι Σοβιετικοί επιχείρησαν αντεπίθεση με τις δυνάμεις που βρίσκονταν στην αριστερή πτέρυγα της 64ης Στρατιάς[61]. Ο Γερεμένκο αναφέρει: «μέσα σε μια μέρα [7 Αυγούστου] αναγκαστήκαμε να συγκεντρώσουμε όλες τις εφεδρείες που είχαμε στη διάθεση μας...για να δυναμωθεί η αριστερή πτέρυγα της 64ης Στρατιάς, κάτι που θα επέτρεπε την αντεπίθεση»[65]. Οι Γερμανοί, χάρη στην επίθεση της 6ης Στρατιάς, βρέθηκαν σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την πόλη του Στάλινγκραντ[35].
Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης της 64ης Στρατιάς, οι Σοβιετικοί ανάγκασαν τους Γερμανούς να υποχωρήσουν και να περάσουν στην άμυνα[61] - ο Χάλντερ αναφέρει ότι στις 9 Αυγούστου, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ πέρασε στην άμυνα[66]. Ωστόσο, η 6η Στρατιά του Πάουλους κατάφερε να περικυκλώσει το 14ο και 24ο Σώμα Τεθωρακισμένων στο Καλάτς, καθώς επίσης και τις δυνάμεις της 62ης Στρατιάς που αμύνονταν στη δυτική ακτή του ποταμού Ντον[66] - ο στρατιωτικός ιστορικός Αλεξέι Ισάγιεφ αναφέρει ότι 28.000 στρατιώτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι, μαζί με 67 αντιαρματικά όπλα, 51 άρματα μάχης (Τ-34 και Τ-60) και 354 αυτοκίνητα[67].
Αυτός ο ελιγμός επέτρεψε στους Γερμανούς να βρεθούν βορείως και νοτίως του σιδηρόδρομου που οδηγούσε στο Στάλινγκραντ. Οι περικυκλωμένες σοβιετικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε διάφορες ομάδες - ο Ισάεφ κάνει λόγο για δύο ομάδες: η πρώτη αποτελούνταν από την 33η Μεραρχία Φρουρών και την 181η Μεραρχία Πεζικού και η δεύτερη από την 147η και την 229η μεραρχία πεζικού[68]. Η πρώτη ομάδα έλαβε διαταγή να κινηθεί στα βόρεια, ενώ η δεύτερη ομάδα έλαβε διαταγή να υποχωρήσει στα ανατολικά και νοτιοανατολικά προς τη σιδηροδρομική γέφυρα του Ντον[69].
Η 33η Μεραρχία Φρουρών του Α. Ουτβένκο υποχώρησε προς τα ανατολικά, ωστόσο, οι Γερμανοί κατάφεραν να μεταφέρουν μερικά σώματα πεζικού ακόμα πιο ανατολικά και περικύκλωσαν για ακόμα μια φορά τη μεραρχία[70]. Η 33η Μεραρχία Φρουρών είχε τεράστια προβλήματα εφοδιασμού και δεν έλαβε υποστήριξη από την αεροπορία και το πυροβολικό. Γι' αυτό και η τελευταία της μάχη δόθηκε στις 10 Αυγούστου. Ο διοικητής της μεραρχίας ανέφερε: «Πολεμήσαμε ως το τέλος..μερικοί διοικητές αυτοκτόνησαν..σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι στρατιώτες»[70]. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη ομάδα προσπάθησε να φθάσει στα βόρεια. Ωστόσο, βρέθηκε και πάλι περικυκλώμενη και έδωσε αποφασιστική μάχη στις 10 Αυγούστου - η δεύτερη ομάδα έχασε και αυτή πολλές δυνάμεις στη μάχη και ο διοικητής της 229ης μεραρχίας πεζικού, Φ. Σάζιν, σκοτώθηκε[71]. Παράλληλα, η 112η μεραρχία πεζικού που πολεμούσε στον Ντον διαλύθηκε μετά από επίθεση των γερμανικών δυνάμεων[71].
Σύμφωνα με αναφορά της 12ης Ιουλίου για την κατάσταση στο μέτωπο των Ομάδων Στρατιών «Α» και «Β», οι Γερμανοί κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν 35.000 στρατιώτες, 270 άρματα μάχης και 560 πυροβόλα[72]. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί, νοτίως του Έλτς, πέρασαν στην αντεπίθεση με 100 άρματα μάχης και πεζικό, ενώ ανατολικά και δυτικά της Σβομπόντα, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε δύο κατοικημένες περιοχές - παρ' ολ' αυτά, η σοβιετική αντεπίθεση στη δεξιά πτέρυγα έληξε με αποτυχία[73]. Στις 13 Αυγούστου, ο Γερεμένκο ανέλαβε την ηγεσία του Μετώπου του Στάλινγκραντ, ενώ ο Γκόρντοφ διορίστηκε υποδιοικητής - αργότερα, όμως, επέστρεψε στη Μόσχα[72].
Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η προετοιμασία της Ομάδας Στρατιών «Β» για τη συνέχιση της επίθεσης, ενώ στο Βορόνεζ αποκρούστηκε νέα αντεπίθεση των Σοβιετικών[74]. Στις 15 Αυγούστου, ο Στάλιν εξέδωσε την «Οδηγία 170569», στην οποία ανέφερε: «σύμφωνα με τις αναφορές του Μετώπου του Στάλινγκραντ, η 147, η 181η και η 229η μεραρχία πεζικού της 62ης Στρατιάς συνεχίζουν την αντίσταση και είναι ακόμα περικυκλωμένες..παρά τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου [Στάφκα], οι περικυκλωμένες δυνάμεις δεν έχουν λάβει την κατάλληλη στήριξη..οι Γερμανοί δεν αφήνουν ποτέ τις περικυκλωμένες δυνάμεις τους και προσπαθούν πάσει θυσία να λύσουν την περικύκλωση..φαίνεται πως η σοβιετική διοίκηση δεν ενδιαφέρεται και τόσο..αυτό προκαλεί σημάδι ντροπής στη σοβιετική διοίκηση..το μέτωπο του Στάλινγκραντ έχει όλα τα μέσα για να σώσει τις περικυκλωμένες δυνάμεις του»[75]. Ο Ισάεφ, ωστόσο, δηλώνει ότι παρά τις δηλώσεις του Στάλιν, το μέτωπο δεν είχε τα κατάλληλα μέσα - η 4η Σοβιετική Στρατιά Τεθωρακισμένων μπορούσε να παρατάξει μονάχα 2 μεραρχίες πεζικού[75]. Επίσης, τα γερμανικά άρματα μάχης και αεροσκάφη ήταν καλύτερα από τα ανάλογα σοβιετικά[76].
Μετά τη διάλυση των δυνάμεων της 62ης Στρατιάς, ο Πάουλους συνέχισε την επίθεση στα βόρεια, καθώς εκεί υπήρχε στρατηγικής σημασίας προγεφύρωμα[77]. Πριν την επίθεση, η 6η Στρατιά του Πάουλους μετέδωσε το 24ο Σώμα Τεθωρακισμένων στη 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ, ώστε η τελευταία να επιτεθεί στα νοτιοανατολικά - η 6η Στρατιά ανέλαβε την επίθεση στο προγεφύρωμα του Σιροτίνσκι[78]. Οι Σοβιετικοί είχαν στη διάθεση τους 42.234 στρατιώτες (6 μεραρχίες πεζικού) και τα 36 άρματα μάχης της 182ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων (Τ-34, Τ-60 και Τ-70)[79]. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν με τις δυνάμεις του 14ου Σώματος Τεθωρακισμένων, του 8ου και του 11ου σώματος πεζικού[79].
Οι Γερμανοί πέρασαν στην επίθεση στις 15 Αυγούστου. Μετά από δίωρη επίθεση του πυροβολικού και της αεροπορίας, οι δυνάμεις της 6ης Στρατιάς επιχείρησαν δύο ταυτόχρονες επιθέσεις: στο προγεφύρωμα του Σιροτίνσκι (με πέντε μεραρχίες) και στη Τρεχοστρόφσκαγια (με τρεις μεραρχίες)[79]. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 20 Αυγούστου και είχαν το ίδιο σενάριο με τις τελευταίες μάχες της 62ης Στρατιάς. Αυτές οι μάχες ήταν αιματηρές και μετά τις 20 Αυγούστου, οι Σοβιετικοί είχαν στη διάθεση τους 7551 στρατιώτες[80]. Μετά τις μάχες αυτές, η 6η Στρατιά του Πάουλους βρέθηκε σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από το Στάλινγκραντ[80]. Μ' αυτό τον τρόπο ξεκίνησε η πολιορκία του Στάλινγκραντ.
Στις 23 Αυγούστου, ο Πάουλους πέρασε ξαφνικά τον Ντον (με τις δυνάμεις του 14ου Σώματος Τεθωρακισμένων) και έφθασε στον Βόλγα, βορείως του Στάλινγκραντ[81]. Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος του Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν έριξε στην πόλη περισσότερες από 2.000 βόμβες και μετέτρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης σε ερείπια[82][83]. Ωστόσο, αυτή η επίθεση δεν έκαμψε την αντίσταση του Κόκκινου Στρατού. Ο Σαμσόνοφ αναφέρει ότι 105 σοβιετικά αεροσκάφη, σε συνεργασία με το πυροβολικό, κατάφεραν να καταστρέψουν 120 γερμανικά αεροσκάφη[84].
Επίσης, η αεροπορική επίθεση των Γερμανών είχε ως αποτέλεσμα να καεί ο Βόλγας - ο Γερεμένκο αναφέρει στα απομνημονεύματα του: «από την περιοχή, όπου βρίσκονταν οι αποθήκες πετρελαίου, η φωτιά κατέβηκε στον Βόλγα, έκαψε την επιφάνεια του ποταμού, τα πλοία που βρίσκονταν εκεί..»[85]. Παράλληλα, οι δυνάμεις του 14ου Σώματος Τεθωρακισμένων βρέθηκαν στη βιομηχανική περιοχή και επιτέθηκαν στο εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων. Αυτή η επίθεση ήταν αιτία δημιουργίας ενός διαδρόμου 8 χιλιομέτρων, όπου οι Γερμανοί μετέφεραν μερικά σώματα πεζικού και μοίρασαν το Μέτωπο του Στάλινγκραντ σε δύο μέρη: οι δυνάμεις που αμύνονταν στα βόρεια της πόλης δεν μπορούσαν να συνδεθούν μ' αυτές που πολεμούσαν στα νότια[84].
Η πρώτη αντίδραση του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ έγινε η «Οδηγία 170582» του Στάλιν, στην οποία λέγονται τα εξής: «Ο αντίπαλος έσπασε το μέτωπο μας με λίγες δυνάμεις. Έχετε αρκετές δυνάμεις για να διαλύσετε τον αντίπαλο. Συγκεντρώστε όλη την αεροπορία των μετώπων [Μέτωπο του Στάλινγκραντ και Νοτιο-Ανατολικό Μέτωπο] και επιτεθείτε στον αντίπαλο. Κάντε χρήση θωρακισμένων τρένων σε όλους τους σιδηρόδρομους του Στάλινγκραντ. Πολεμήστε όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύχτα. Δεν πρέπει να πανικοβληθείτε. Να είστε σίγουροι για τη νίκη»[86][87]. Την επόμενη μέρα, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ διέλυσε τις δυνάμεις των Σοβιετικών που βρέθηκαν μπροστά της και ετοιμάστηκε για επίθεση στα βόρεια. Το 14ο Σώμα δέχθηκε επίθεση από τους Σοβιετικούς, την οποία απέκρουσε χάρη στις νέες δυνάμεις που στάλθηκαν στην περιοχή - η αριστερή πτέρυγα των Γερμανών δέχθηκε επίσης δυνατή επίθεση από τον Κόκκινο Στρατό[88].
Την ίδια μέρα [24 Αυγούστου], ο Στάλιν διέταξε τον Βασιλέφσκι «να κλείσει τρύπες, στις οποίες οι Γερμανοί μετέφεραν τις δυνάμεις τους», καθώς επίσης και να κρατήσει τις θέσεις του και να αντεπιτίθεται[89]. Στις 25 Αυγούστου, η Επιτροπή Αμύνης του Στάλινγκραντ ανακοίνωσε ότι η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας[90]. Την ίδια μέρα, ο Χέρμαν Χοτ βρέθηκε απέναντι από μια καλά αμυνόμενη θέση των Σοβιετικών, ενώ οι δυνάμεις του Φρίντριχ Πάουλους δεν κατάφεραν να προωθηθούν[91]. Οι αντεπιθέσεις των Σοβιετικών προκάλεσαν αρκετά προβλήματα στους Γερμανούς - ο Χάλντερ αναφέρει: «Οι μεραρχίες μας δεν είναι τόσο δυνατές. Η διοίκηση φαίνεται νευρική. Ο Βίττερσγκεϊμ [διοικητής του 14ου Σώματος Τεθωρακισμένων] θέλει να υποχωρήσει. Ο Πάουλους αρνείται»[92]. Οι σοβιετικές αντεπιθέσεις προκάλεσαν μικρή κρίση στα ιταλικά σώματα - οι Σοβιετικοί κατάφεραν να διεισδύσουν στις γραμμές των Ιταλών[92].
Στις 27 Αυγούστου, οι δυνάμεις των Γερμανών, οι οποίες πολεμούσαν προηγουμένως στο Βορόνεζ, κινήθηκαν στο Στάλινγκραντ. Μέσα σε δύο νύχτες (27-28 Αυγούστου), η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων ανασυντάχθηκε και μετέφερε το 48ο Σώμα Τεθωρακισμένων στην περιοχή του Αμπγκανέροβο[93]. Ο Σουμίλοφ, διοικητής της 64ης Στρατιάς, διέταξε την αλλαγή της αμυντικής θέσης, ωστόσο, αυτή η διαταγή δεν έφτασε στα σώματα της στρατιάς[93]. Σωτήρια αναδείχθηκε η αντίσταση της 126ης μεραρχίας πεζικού[93]. Στις 29 Αυγούστου, οι δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων επιτέθηκαν στην 126η μεραρχία, η οποία κατάφερε να απωθήσει δύο επιθέσεις των Γερμανών. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της τρίτης επίθεσης, εκατό γερμανικά άρματα μάχης κατέστρεψαν τις δυνάμεις της 126ης μεραρχίας - παρ' ολ' αυτά, η 64η Στρατιά κατάφερε να μεταφέρει τις δυνάμεις της στη νέα αμυντική θέση στον ποταμό Τσερβλέναγια[93].
Στις 30 Αυγούστου, οι δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ έφτασαν στην περιοχή Γκαβρίλοφκα και μ' αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ο κίνδυνος διάλυσης της 62ης και της 64ης Στρατιάς - η πρώτη αμύνονταν κοντά στο Καλάτς, ενώ η δεύτερη στα νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ[93]. Την επόμενη μέρα, η 24η Μεραρχία Τεθωρακισμένων των Γερμανών έφθασε δυτικά του Μπασάργκινο (στις 1 Σεπτεμβρίου, εκεί βρέθηκε και η 20η Ρουμανική Μεραρχία), γεγονός που επέτρεψε την ελευθερία κινήσεων στις δυνάμεις της νότιας πτέρυγας της 6ης Στρατιάς που πολεμούσαν στον σιδηρόδρομο Καλάτς-Στάλινγκραντ[94]. Στις 1 Σεπτεμβρίου, ο Γερεμένκο διέταξε τις δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας της 62ης Στρατιάς και όλες τις δυνάμεις της 64ης Στρατιάς να υποχωρήσουν στις εσωτερικές αμυντικές θέσεις[95].
Νωρίτερα, στις 26 Αυγούστου, ο στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ διορίστηκε - από την Κρατική Επιτροπή Αμύνης της ΕΣΣΔ - Αντικαταστάτης του Ανώτατου Διοικητή [Αρχιστράτηγου] του Κόκκινου Στρατού και στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου στο μέτωπο του Στάλινγκραντ[96]. Επίσης, το Γενικό Επιτελείο έστειλε (ως ενισχύσεις) την 1η Στρατιά Φρουρών του Μοσκαλένκο, την 66η Στρατιά του Μαλινόφσκι και την 24η Στρατιά του Κοζλόφ[96]. Αυτές οι ενισχύσεις έλαβαν διαταγή «να επιχειρήσουν αντεπίθεση κατά των γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν στον Βόλγα και να ενωθούν με την 62η Στρατιά» - η αρχική ημερομηνία της αντεπίθεσης ήταν η 2η Σεπτεμβρίου, ωστόσο, ο Ζούκοφ διέταξε την αλλαγή της ημερομηνίας: η 1η Στρατιά Φρουρών έλαβε διαταγή να αντεπιτεθεί στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ οι άλλες δύο στρατιές έλαβαν διαταγή να αντεπιτεθούν στις 5 Σεπτεμβρίου[96].
Ωστόσο, οι Σοβιετικοί δεν πέτυχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς είχαν έλλειψη οπλισμού - η 1η Στρατιά Φρουρών ξεκίνησε την αντεπίθεση χωρίς μονάδα πυροβολικού και αντιαεροπορικής άμυνας[96]. Στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Στάλιν διόρισε τον Ν. Κριλόφ στη θέση του διοικητή της 62ης Στρατιάς - ο Στάλιν θεωρούσε τον Α. Λοπάτιν [προηγούμενο διοικητή] υπαίτιο για την προώθηση των Γερμανών στον Βόλγα[96]. Την ίδια μέρα, το 51ο Σώμα επιτέθηκε στην πόλη και το 48ο Σώμα Τεθωρακισμένων επιτέθηκε στο Βοροπόνοβο, δυτικώς του Στάλινγκραντ[97]. Το μοναδικό πράγμα που κατάφεραν οι Σοβιετικοί με αυτή την αντεπίθεση ήταν να χαλαρώσει η γερμανική πίεση στην πόλη[96]. Στις 7 Σεπτεμβρίου, η 6η Στρατιά διέλυσε την άμυνα της 62ης Στρατιάς στην περιοχή του Γκουμράκ[96]. Την ίδια μέρα, την διοίκηση της 62ης Στρατιάς ανέλαβε ο Βασίλι Τσουϊκόφ[96]. Την επόμενη μέρα, οι δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων συναντήθηκαν με τις δυνάμεις της 6ης Στρατιάς στην περιοχή Γιάμπλοτσνογια και κινήθηκαν στην Κουπορόσναγια[96].
Στις 11 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πεστσάνκα και στην Ζιλιόναγια Πολιάνα στα νότια του Στάλινγκραντ - παράλληλα, η 62η Στρατιά βρέθηκε μόνη στο Στάλινγκραντ[96]. Στις 12 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Γενικού Επιτελείου της Βέρμαχτ, ο Χίτλερ διέταξε τους στρατηγούς του να καταλάβουν όσον το δυνατό πιο γρήγορα το Στάλινγκραντ[98]. Κατά τον Χάλντερ, το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ θεωρούσε ότι οι κατάλληλες μέρες για επίθεση είναι η 14η ή η 15η Σεπτεμβρίου - η επίθεση έπρεπε να διαρκέσει 10 ημέρες, ενώ μετά θα διεξάγονταν ανασυγκρότηση των δυνάμεων για 14 ημέρες. Οι ημερομηνίες που έθεσε η Βέρμαχτ για τη λήξη της επίθεσης ήταν τρεις: η 26η Σεπτεμβρίου, η 1η Οκτωβρίου και 2η Οκτωβρίου[99]. Παράλληλα, το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ (κυρίως ο Ζούκοφ, ο Βασιλέφσκι και ο Στάλιν) ετοίμαζαν σχέδια για μια μελλοντική αντεπίθεση[100].
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι οι πρώτες μάχες στους δρόμους της πόλης ξεκίνησαν στις 13 Σεπτεμβρίου[101]. Οι Γερμανοί βρέθηκαν στην περιοχή των εργοστάσιων «Οδοφράγματα» και «Κόκκινης Οκτώβρης» - παράλληλα, το 51ο Σώμα προωθήθηκε κατά 3 χιλιόμετρα και κατέλαβε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς Γκοροντίσσε και Αλεξάντροφκα (χάρη σ' αυτό βρέθηκε στο Αβιογκοροντόκ), ενώ ο Τσουϊκόφ μετέφερε τις δυνάμεις του από το Μαμάεφ-Κουργκάν στον ποταμό Τσαρίτσα[102]. Το Μέτωπο του Στάλινγκραντ αμύνονταν στη γραμμή Πάβλοσκ-Πάνσινο-Σαμοφάλοφκα-Ερζόφκα, ενώ το Νοτιο-Ανατολικό Μέτωπο αμύνονταν στη γραμμή Στάλινγκραντ-Ιβάνοφκα-Μάλιι Τσαπούρνικ-Σάρπα-Τσάτσα-Μπαρμάντσκ-Ελίστα[101]. Τα δύο μέτωπα είχαν πολλά σώματα, τα οποία όμως δεν ήταν κατάλληλα οπλισμένα[103]. Τα χερσαία σώματα θα λάμβαναν βοήθεια την 8η και την 16η Αεροπορική Στρατιά, καθώς και από τον στολίσκο του Βόλγα[101]. Ωστόσο, τα δύο μέτωπα είχαν λίγες εφεδρείες: το Μέτωπο του Στάλινγκραντ είχε στις εφεδρείες του 2 μεραρχίες πεζικού, 1 σώμα ιππικού και 3 ταξιαρχίες πεζικού, ενώ το Νοτιο-Ανατολικό Μέτωπο είχε στις εφεδρείες του 1 μεραρχία πεζικού, 1 σώμα τεθωρακισμένων και 5 ταξιαρχίες τεθωρακισμένων[101]. Τα δύο μέτωπα έλαβαν διαταγή να σταματήσουν τον εχθρό και να τον αναγκάσουν να δώσει σκληρές μάχες, κάτι που επέτρεπε μια μελλοντική αντεπίθεση με σκοπό την απόλυτη διάλυση των δυνάμεων του εχθρού[101].
Από την άλλη πλευρά, η Ομάδα Στρατιών «Β» είχε αυξήσει τον αριθμό των μεραρχιών της: τον Ιούλιο είχε 42 μεραρχίες, στα τέλη του Αυγούστου είχε 69 μεραρχίες ενώ στα τέλη του Σεπτέμβρη διέθετε 81 μεραρχίες[101]. Αυτή η ενίσχυση εξηγείται με τη μεταφορά δυνάμεων από τη σύνθεση της Ομάδας Στρατιών «Α» - μονάδα την περίοδο 1-13 Σεπτεμβρίου, η Ομάδα Στρατιών «Β» έλαβε 9 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία[101]. Οι Γερμανοί μετέφεραν στο Στάλινγκραντ δυνάμεις από τη Ρουμανία και την Ιταλία, τις οποίες τοποθέτησαν στα παθητικά σημεία του μετώπου - οι γερμανικές δυνάμεις κινούνταν κυρίως στο Στάλινγκραντ[101]. Απέναντι στους Σοβιετικούς, λίγο πριν την πολιορκία της πόλης, βρέθηκαν η 8η Ιταλική Στρατιά, η 4η Γερμανική Στρατιά Τεθωρακισμένων και η 6η Γερμανική Στρατιά - αυτές οι στρατιές είχαν στη διάθεση τους 47 μεραρχίες και τρεις ταξιαρχίες[101]. Στις 13 Σεπτεμβρίου, οι Σοβιετικοί διέθεταν 590.000 στρατιώτες, 7.000 πυροβόλα, 600 άρματα μάχης και 389 αεροσκάφη, ενώ οι Γερμανοί διέθεταν 590.000 στρατιώτες, 10.000 πυροβόλα, 1000 άρματα μάχης και 1000 αεροσκάφη[104].
Η πρώτη πολιορκία του Στάλινγκραντ ξεκίνησε στις 06:30 της 14ης Σεπτεμβρίου[105] - ο Σαμσόνοφ αναφέρει: «η 14η Σεπτεμβρίου συμπεριλήφθη στην ηρωϊκή εποποιία του Στάλινγκραντ ως μια από τις κρισιμότερες μέρες για την άμυνα της πόλης»[101]. Το 51ο Σώμα της 6ης Στρατιάς επιτέθηκε με στόχο το κέντρο της πόλης του Στάλινγκραντ, με κύρια δυνάμη την 71η μεραρχία πεζικού. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί ετοιμάζονταν για αντεπίθεση, η οποία δεν διεξήχθη - ο Τσουϊκόφ αναφέρει στα απομνημονεύματα του: «Πάνω απ' όλα θέλαμε να προστατεύσουμε τις διαβάσεις από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Γι' αυτό αποφασίσαμε να περάσουμε στην άμυνα στη δεξιά και στην αριστερά πτέρυγα και να επιτεθούμε στο κέντρο, με σκοπό να καταλάβουμε τη διάβαση του Ραζγκουλιάεφκα και τον σιδηρόδρομο που οδηγά από τη διάβαση στο Γκουμράκ. Αυτό θα μας επέτρεπε να ισιώσουμε το μέτωπο στο κέντρο και να καταλάβουμε μετέπειτα τους σταθμούς Γκοροντίσσε και Αλεξάντροφκα..στις 13 Σεπτεμβρίου ανασυνταχθήκαμε και ετοιμάστηκαμε για επίθεση στις 14 Σεπτεμβρίου, αλλά ο εχθρός μας πρόλαβε»[106].
Την πρώτη μέρα της πολιορκίας, η 295η μεραρχία πεζικού έφθασε στο Μαμάεφ-Κουργκάν, ενώ η 71η μεραρχία πεζικού κατέλαβε τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό με μεγάλες απώλειες[101]. Το απόγευμα, η 13η Μεραχία Φρουρών του Α. Ροντίμτσεφ πέρασε τον Βόλγα και απέκρουσε την γερμανική επίθεση[107]. Το δεύτερο μισό της ημέρας, οι Γερμανοί βρέθηκαν στο Στάλινγκραντ από διάφορα σημεία: από το χωριό Κουροπόσνοι, από το Νταρ-Γκορά, από τον ποταμό Τσαρίτσα και από την περιοχή του Αβιογκοροντόκ[101]. Η προώθηση των Γερμανών στο κέντρο είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει τη γραμμή μεταξύ της 62ης και της 64ς Στρατιάς - ο στρατηγός Ι. Μορόζοφ καταγράφει στα απομνημονεύματα του: «αφού ανάγκασε σε υποχώρηση την αριστερή πτέρυγα της 62ης Στρατιάς [μεραρχία Φρουρών του στρατηγού Γκλαζκόφ] και τη δεξιά πτέρυγα της 64ης Στρατιάς [μεραρχία Φρουρών του συνταγματάρχη Ντενισένκο], ο εχθρός κατέλαβε το Κουπορόσνι, ένα εργοστάσιο και βρέθηκε στον Βόλγα..ο εχθρός πίεζε την 64η Στρατιά στα νότια, ενώ την αριστερή πτέρυγα της 62ης Στρατιάς στην περιοχή του ποταμού Τσαρίτσα»[108].
Τη νύχτα της 14ης προς 15 Σεπτεμβρίου, η 13η Μεραρχία Φρουρών ξεκίνησε το πέρασμα του Βόλγα - οι συνθήκες της μεταφοράς από τη μια πλευρά του ποταμού στην άλλη ήταν πολύ δύσκολες, όπως αναφέρει ο συνταγματάρχης Ι. Σαμτσούκ: «τη νύχτα φαινόταν καθάρα η καμμένη πόλη..χάρη σε σκληρές μάχες, οι οποίες αρκετές φορές μετατρέπονταν σε μάχες σώμα με σώμα, οι στρατιώτες της εμπροσθοφυλακής απομάκρυναν τον εχθρό από την παράκτια λωρίδα και κατέλαβαν ένα μικρό προγεφύρωμα, βορείως του κεντρικού σημείου διέλευσης»[109]. Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί επιτέθηκαν σε δύο κατευθύνσεις: στο Μαμάεφ-Κουργκάν και στο Μίνιν (στο κέντρο και στην αριστερή πτέρυγα της 62ης Στρατιάς)[101]. Οι γερμανικές χερσαίες δυνάμεις έλαβαν τη βοήθεια της αεροπορίας, η οποία βομβάρδιζε συνέχεια τις θέσεις των Σοβιετικών - ο Τσουϊκόφ αναφέρει: «οι δυνάμεις του Ροντίμτσεφ δεν πρόλαβαν να μελετήσουν τις νέες θέσεις καθώς δέχθηκαν την επίθεση του εχθρού..η εχθρική αεροπορία κατέστρεφε ότι υπήρχε στους δρόμους»[110]. Οι πιο σκληρές μάχες, σύμφωνα με τον Τσουϊκόφ, διεξήχθησαν στον σταθμό του Μίνιν, ο οποίος τέσσερις φορές περνούσε από τα χέρια του ενός αντιπάλου στα χέρια του άλλου[110]. Ωστόσο, μερικές σοβιετικές δυνάμεις υπέστησαν σοβαρές απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν[110].
Στις 16 Σεπτεμβρίου, τα σώματα της 13ης Μεραρχίας Φρουρών πέρασαν τον ποταμό Βόλγα (στην αριστερή ακτή του ποταμού έμεινε μόνο το πυροβολικό), επιτέθηκαν στις γερμανικές δυνάμεις και τις ανάγκασαν να υποχωρήσουν από το κεντρικό προγεφύρωμα, από μερικούς δρόμους και τετράγωνα, από τον σιδηρόδρομο και από το Μαμάεφ-Κουργκάν[111]. Παρά τις επιτυχίες αυτές, η 13η Μεραρχία Φρουρών υπέστη σοβαρές απώλειες - στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Τσουϊκόφ [σε αναφορά του] δήλωσε ότι οι εφεδρείες είχαν καταστραφεί και πως οι Σοβιετικοί χρειάζονταν νέες δυνάμεις[112]. Στις 17 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί διέλυσαν τη δεξιά πτέρυγα της 42ης ταξιαρχίας του Μπατράκοφ και βρέθηκαν στην οπισθοφυλακή της ταξιαρχίας, με αποτέλεσμα να την περικυκλώσουν[101]. Ωστόσο, το βράδυ, οι στρατιώτες της ταξιαρχίας κατάφεραν να λύσουν την περικύκλωση και παρατάχθηκαν στη βόρεια ακτή του ποταμού Τσαρίτσα[101].
Παρ' ολ' αυτά, οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν επίσης προβλήματα. Ο Βίλχελμ Άνταμ, υπασπιστής του Πάουλους, αναφέρει: «..διεξήχθη σκληρή μάχη στον σιδηροδρομικό σταθμό Στάλινγκραντ-1 και στο Μαμάεφ-Κουργκάν - μονάχα στις 14 Σεπτεμβρίου, ο σταθμός πέρασε 5 φορές από τα χέρια τους ενός στα χέρια του άλλου. Από το Μαμάεφ-Κουργκάν έβλεπες όλη την πόλη..εννοείται ότι οι Ρώσοι δεν θα σταματούσαν τις προσπάθειες να ανακατακτήσουν το Μαμάεφ-Κουργκάν. Στις 16 Σεπτεμβρίου το κατάφεραν..παρά τις μεγάλες απώλειες, μέσα σε 10 μέρες, καταφέραμε να κατακτήσουμε το 1/2 του λόφου»[113]. Το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου, στον Βόλγα μεταφέρθηκαν η 92η και η 137η ταξιαρχία πεζικού - η τελευταία παρατάχθηκε στην περιοχή του εργοστάσιου «Κόκκινος Οκτώβρης»[112].
Τότε, ο διοικητής του μετώπου ξεκίνησε τα σχέδια για μια μεγάλη αντεπίθεση στις πτέρυγες των Γερμανών. Στις 18 Σεπτεμβρίου (στις 6 το απόγευμα), ο Τσουϊκόφ έλαβε την ακόλουθη διαταγή: «με μια ομάδα από 3 μεραρχίες πεζικού και 1 ταξιαρχία τεθωρακισμένων να επιτεθεί στα βορειοδυτικά προάστια του Στάλινγκραντ, με σκοπό την κατάληψη τους»[114]. Για να πραγματοποιηθεί η αντεπίθεση, η 62η Στρατιά έλαβε την 95η μεραρχία πεζικού του συνταγματάρχη Γκορπανόφ - ο Ισάεφ αναφέρει ότι αρχικά, αυτή η μεραρχία προγραμματιζόταν να ενωθεί με τη βόρεια ομάδα (η βόρεια ομάδα και η 62η Στρατιά πολεμούσαν δίπλα)[115]. Τότε, ο Τσουϊκόφ έλαβε διαταγή από τον Γερεμένκο να βοηθήσει τη βόρεια ομάδα, καθώς ετοίμαζε αντεπίθεση (παράλληλα, οι Γερμανοί μετέφεραν νέες εφεδρείες στην περιοχή) - νωρίτερα, ο Τσουϊκόφ έλαβε διαταγή να επιτεθεί στις αποδυναμωμένες εφεδρείες των Γερμανών[116].
Η βόρεια ομάδα είχε στη διάθεση της την 95η μεραρχία πεζικού, ένα σώμα της 13ης Μεραρχία Φρουρών και την 137η ταξιαρχία τεθωρακισμένων. Ο Τσουϊκόφ έστειλε την 42η μεραρχία πεζικού και τα κατάλοιπα της 244ης μεραρχίας[117]. Η αρχή της επίθεσης ήταν προγραμματισμένη για τις 12:00 της 19ης Σεπτεμβρίου. Η 95η μεραρχία θα ξεκινούσε την επίθεση, αφού διέσχιζε πρώτα 40 χιλιόμετρα από τον σταθμό Ζαπλιάβνοε (ανατολικά του Στάλινγκραντ). Στις 05:00 της 19ης Σεπτεμβρίου, το 90ο και το 161ο σώμα πεζικού της 95ης μεραρχίας πέρασαν τον Βόλγα, μπροστά από το πυροβολικό και την οπισθοφυλακή[118]. Στις 12:00, οι Σοβιετικοί βρέθηκαν στην κορυφή του Μαμάεφ-Κουργκάν, αλλά δέχθηκαν επίθεση από το γερμανικό πυροβολικό[118]. Παρ' ολ' αυτά, η κορυφή πέρασε στα χέρια των Σοβιετικών, οι οποίοι, όμως, είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες[118].
Παράλληλα, η 92η ταξιαρχία των Σοβιετικών έσπευσε να βοηθήσει τους στρατιώτες που πολεμούσαν στον σταθμό Στάλινγκραντ-2 και στην διπλανή αποθήκη πολεμοφόδιων. Οι Γερμανοί μετέφεραν στην περιοχή μονάδες του πυροβολικού και αρκετά άρματα μάχης, ενώ τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε βομβάρδισαν και έκαψαν την αποθήκη σιτήρων[98]. Στις 20 Σεπτεμβρίου, η αντεπίθεση των Σοβιετικών στην κορυφή του Μαμάεφ-Κουργκάν συνεχίστηκε. Ωστόσο, λόγω της απουσίας του πυροβολικού, η αντεπίθεση δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα - παράλληλα, οι Γερμανοί μετέφεραν ενισχύσεις στην περιοχή[118]. Στην περιοχή του σταθμού Στάλινγκραντ-1, ο οποίος καταστράφηκε μετά από βομβαρδισμό της γερμανικής αεροπορίας, οι Σοβιετικοί κατέλαβαν το άλσος της Κομμουνιστίτσκαγια και ετοίμασαν την άμυνα τους[101]. Την ίδια μέρα, το Στρατιωτικό Σοβιέτ του Μετώπου του Στάλινγκραντ και του Νοτιο-Ανατολικού Μετώπου εξέδωσαν διαταγή, στην οποία αναφέροταν το εξής: «μέσα σε 2 μήνες, οι στρατιώτες μας απώθησαν 100 εχθρικές επιθέσεις..η κοινή αποστολή όλων των στρατιωτών είναι η εξής - να διαλύσουν τον εχθρό στο Στάλινγκραντ και να καθαρίσουν τη χώρα μας από τους αιματηρούς κατακτητές»[101]. Επίσης, η «Πράβντα» εξέδωσε άρθρο, το οποίο αναφέρει τα εξής: «Στη μάχη για το Στάλινγκραντ, ο λαός μας εργάζεται και θα συνεχίζει να εργάζεται με αυξανόμενη ενέργεια για να βοηθήσει τους δοξασμένους αμυνόμενους του Στάλινγκραντ»[119].
Στις 21 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί απώθησαν την επίθεση της 62ης Στρατιάς στη βιομηχανική περιοχή και την επίθεση της 64ης Στρατιάς νοτίως του Κοπορόσνογιε[101]. Τότε, οι Γερμανοί πέρασαν στην επίθεση [με τη χρήση 100 αρμάτων μάχης] κατά της 13ης Μεραρχίας Φρουρών, της 42ης και της 92ης ταξιαρχίας πεζικού[101]. Οι Γερμανοί σκόπευαν να περάσουν τον Βόλγα και να διαλύσουν τις δυνάμεις της 62ης Στρατιάς στο κέντρο της πόλης[101]. Το απόγευμα, τα σώματα της γερμανικής εμπροσθοφυλακής προωθήθηκαν στην Μοσχοβίτικη οδό και βρέθηκαν μπροστά από την κεντρική διάβαση [εκεί αμύνονταν η 42η και η 92η ταξιαρχία][101] - στην αναφορά της 62ης Στρατιάς γράφτηκαν τα εξής: «ο εχθρός κατάφερε να απομονώσει την 92η ταξιαρχία από την 13η Μεραρχία Φρουρών, παραβιάζοντας την κεντρική διάβαση..ο στρατός συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις του εχθρού, ο οποίος κατέλαβε το κέντρο της πόλης»[120]. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις θέσεις του 34ου και του 42ου συντάγματος της 13ης Μεραρχίας Φρουρών[101]. Το πρώτο μισό της ημέρας, οι Σοβιετικοί απώθησαν 12 επιθέσεις, ωστόσο, στο δεύτερο μισό της ημέρας, οι Γερμανοί κατάφεραν να προωθηθούν στην περιοχή του Ντόλγκι[101].
Παράλληλα, άλλη γερμανική ομάδα κατέλαβε την πλατεία της 9ης Ιανουαρίου και απείλησε την αριστερή πτέρυγα του 34ου συντάγματος[101]. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο διοικητικό επιτελείο - σε αναφορά του συντάγματος δηλώνεται το εξής: «ο αντίπαλος επιτείθεται με χειροβομβίδες στο ΔΕ..όλοι συμμετείχαν σε μια άνιση μάχη..ο κομισσάριος του συντάγματος, σύντροφος Ντανίλοφ, τραυματίστηκε σοβαρά»[121]. Ο Σαμσόνοφ παραθέτει στο βιβλίο του τη διαταγή του επιτελείου της 62ης Στρατιάς για τη διεξαγωγή μαχών με τους Γερμανούς στα σπίτια του Στάλινγκραντ: στη διαταγή αναφέρονταν ότι «οι Σοβιετικοί πρέπει να επιτίθονται στα παράθυρα, στις πόρτες και στα παράθυρα», ενώ επίσης αναφέρονταν ο τρόπος συνεργασίας με την αεροπορία και η δημιουργία ειδικών σωμάτων[101][122]. Τη νύχτα της 22ης προς 23 Σεπτεμβρίου, στη δεξιά ακτή του Βόλγα μεταφέρθηκε η 284η μεραρχία του συνταγματάρχη Ν. Μπατιούκ (σ' αυτή τη μεραρχία πολεμούσε ο γνωστός ελεύθερος σκοπευτής Βασίλι Ζάιτσεφ)[101] Παρά τις επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας, ο Μπατιούκ ανάγκασε τους Γερμανούς σε υποχώρηση από τις περιοχές Ντόλγκι και Κρουτόι[123]. Από τις 23 Σεπτεμβρίου, η 95η και η 284η μεραρχία προσπαθούσε να διώξει τους Γερμανούς από την περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού[101].
Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ απέλυσε τον διευθυντή του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βέρμαχτ, Φραντς Χάλντερ[124]. Την περίοδο 13-26 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί έχασαν 6.000 στρατιώτες, 170 άρματα μάχης, 100 πυροβόλα και 200 αεροσκάφη[125], ωστόσο, δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους[101]. Ο Ισάεφ αναφέρει ότι η 62η Στρατιά, στις 25 Σεπτεμβρίου, είχε 51.126 στρατιώτες[126][127]. Η 26η Σεπτεμβρίου έγινε η πρώτη μέρα, κατά την οποία δεν σημειώθηκαν απόπειρες σοβιετικής αντεπίθεσης, ωστόσο, και οι δύο πλευρές ετοιμάζονταν για μια νέα φάση της μάχης[128].
Στις 27 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία της πόλης[129]. Νωρίτερα, ο Χίτλερ απαίτησε από τον Πάουλους να καταλάβει όσον το δυνατό συντομότερα το Στάλινγκραντ, λέγοντας ότι οι σοβιετικές εφεδρείες είχαν δεχθεί ισχυρό πλήγμα και πως δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα[130]. Εξαιτίας των απώλειων που υπέστη τις προηγούμενες μέρες, ο Πάουλους δεν μπορούσε να επιχειρήσει επιθέσεις σε όλα τα σημεία του μετώπου. Γι' αυτό, μετά την ανασύνταξη των στρατευμάτων, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και αποφάσισε να επιτεθεί στα βορειοδυτικά του Στάλινγκραντ[130]. Ωστόσο, ο Τσουϊκόφ έμαθε τα σχέδια των Γερμανών και στις 05:00 διεξήχθη επίθεση πυροβολικού με τη συμμετοχή του 23ου σώματος τεθωρακισμένων[131].
Μετά από μια ώρα, η 137η ταξιαρχία τεθωρακισμένων και το 269ο σύνταγμα της NKVD πέρασαν στην επίθεση, αλλά ταυτόχρονα, η γερμανική αεροπορία επιτέθηκε στο σοβιετικό πυροβολικό[131]. Στις 08:00 ξεκίνησε η επίθεση της 24ης μεραρχίας τεθωρακισμένων[131]. Το κύριο χτύπημα εκείνης της επίθεσης δέχθηκαν η 9η και η 38η μεραρχία πεζικού των Σοβιετικών. Αρχικά, οι Γερμανοί διέλυσαν τις δυνάμεις της 38ης μεραρχίας και μετά περικύκλωσαν τις δυνάμεις της 9ης μεραρχίας[131]. Αργότερα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις δυνάμεις της 189ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων που βρίσκονταν βόρεια - για να μην περικυκλωθεί, η 189η ταξιαρχία τεθωρακισμένων υποχώρησε στους οικισμούς Κόκκινος Οκτώβρης και Οδοφράγματα[131].
Οι Σοβιετικοί μετέφεραν 12 άρματα μάχης τύπου Τ-34 στον οικισμό Κόκκινος Οκτώβρης και πέρασαν στην αντεπίθεση στις 14:30[132]. Παράλληλα, η διοίκηση της 92ης ταξιαρχίας πεζικού [η οποία πολεμούσε στους δρόμους της πόλης] έχασε τον έλεγχο και με απόφαση της NKVD, ο διοικητής της 92ης ταξιαρχίας πεζικού, Ταράσοφ, μαζί με τον βοηθό του, Αντρέεφ, εκτελέστηκαν[133]. Η 28η Σεπτεμβρίου αποτέλεσε ακόμα μια πολύ σημαντική μέρα για την άμυνα της πόλης. Εκείνη την ημέρα, το Γενικό Επιτελείο διέταξε τη δημιουργία του Μετώπου του Στάλινγκραντ από τις δυνάμεις του πρώην Νοτιο-Ανατολικού Μετώπου, υπό τις διαταγές του Γερεμένκο, καθώς επίσης και τη δημιουργία του Μετώπου του Ντον από τις δυνάμεις του πρώην Μετώπου του Στάλινγκραντ, υπό τις διαταγές του Ροκοσόφσκι[134] - σύμφωνα με τον Ισάεφ, ο Ροκοσόφσκι ανέλαβε τον σχεδιασμό των επιθέσεων, ενώ ο Γερεμένκο ανέλαβε τον σχεδιασμό της άμυνας της πόλης[135].
Την ίδια μέρα, το πολιορκητικό σώμα του Γιάκοβ Πάβλοφ κατέλαβε ένα σπίτι στην οδό της 9ης Ιανουαρίου, το οποίο έγινε ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της μάχης[136]. Το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησε μια από τις μεγαλύτερες [σε διάρκεια] αεροπορικές επιθέσεις στην ιστορία της μάχης - η επίθεση ξεκίνησε στις 20:00 της 28ης Σεπτεμβρίου και έληξε στις 06:00 της επόμενης μέρας[137]. Σύμφωνα με τους αμυνόμενους Σοβιετικούς, οι Γερμανοί πέταξαν περίπου 1700 βόμβες[137]. Δύο ώρες μετά τη λήξη της επίθεσης, το 51ο Σώμα επιτέθηκε στην περιοχή Ορλόφκα από τα νοτιοδυτικά και το 14ο Σώμα Τεθωρακισμένων επιτέθηκε στην περιοχή από τα βορειοανατολικά - στην επίθεση συμμετείχαν και δυνάμεις της 16ης μεραρχίας τεθωρακισμένων των Γερμανών[137]. Οι αναφορές της 16ης μεραρχίας τεθωρακισμένων δηλώνουν ότι «οι Σοβιετικοί κατάφεραν να κρατηθούν στις θέσεις τους, παρά την επίθεση της αεροπορίας και του πυροβολικού. Το μεσημέρι, η επίθεση μας είχε απωθηθεί»[138]. Παρ' ολ' αυτά, η επίθεση του 51ου Σώματος έληξε με επιτυχία - το 1ο Τάγμα της 115ης ταξιαρχίας πεζικού του Αντριουσένκο και η 2η ταξιαρχία πεζικού υπέστησαν μεγάλες απώλειες[139].
Στις 30 Σεπτεμβρίου, το 3ο Τάγμα της 115ης ταξιαρχίας και μερικές δυνάμεις της 2ης ταξιαρχίας περικυκλώθηκαν[139]. Επίσης, έληξε η συμμετοχή της 27ης, της 137ης και της 189ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων, καθώς και της 9ης και της 38ης ταξιαρχίας πεζικού - τις θέσεις των δυνάμεων αυτών έλαβε η 42η και η 92η ταξιαρχία πεζικού[139]. Η αρχή μιας νέας πολιορκίας ανάγκασε τους Σοβιετικούς να επιχειρήσουν αντεπίθεση στα βόρεια της πόλης, η οποία όμως έληξε με αποτυχία[140]. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν στις θέσεις των Ρουμάνων στα νότια της πόλης. Στις 29 Σεπτεμβρίου, δυνάμεις της 51ης Στρατιάς του υποστράτηγου Τ. Κολομίιτς διέλυσαν μερικά ρουμανικά συντάγματα και κατέλαβαν την περιοχή Σάντοβογιε (20-25 χιλιόμετρα από το μέτωπο)[141]. Παράλληλα, η 57η Στρατιά του υποστράτηγου Τολμπούχιν επιτέθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάρπα-Τσάτσα-Μπαρμάντσακ και μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου κατάφερε να απωθήσει γερμανικές αντεπιθέσεις και να καταλάβει τις κατοικημένες περιοχές Τσάτσα, Σέμκιν και Ντούμποβι Οβράγκ[141]. Αυτές οι επιθέσεις ανάγκασαν τους Γερμανούς να μεταφέρουν νέες δυνάμεις στο νότιο τομέα του μετώπου[141]. Σύμφωνα με τον Ισάεφ, την περίοδο 26-30 Σεπτεμβρίου, οι Σοβιετικοί υπέστησαν αρκετά μεγάλες απώλειες: 3767 νεκροί, 10.217 τραυματίες και 2189 αγνοούμενους (συνολικά 16.174 στρατιώτες)[142]. Η 62η Στρατιά, στις 1 Οκτωβρίου, είχε στη διάθεση της 7 μεραρχίες πεζικού, 6 ταξιαρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία τεθωρακισμένων και ένα σύνταγμα της NKVD - συνολικά, 40.598 στρατιώτες[143].
Στις 2 Οκτωβρίου, ο Τσουϊκόφ επιχείρησε αντεπίθεση στους εργατικούς οικισμούς και δυσκόλεψε την επέκταση των Γερμανών[144]. Παράλληλα, το επιτελείο του Τσουϊκόφ βρισκόνταν κοντά στις δεξαμενές πετρελαίου. Η γερμανική αεροπορία βομβάρδισε την περιοχή και το πετρέλαιο έφθασε κοντά στο επιτελείο του Τσουϊκόφ - όταν το Επιτελείο του Μετώπου του Στάλινγκραντ έστειλε γράμμα για να μάθει που βρίσκεται ο Τσουϊκόφ, ο τελευταίος απάντησε: «Είμαστε εκεί όπου υπάρχει περισσότερος καπνός και φωτιά»[145]. Σύμφωνα με τον Μπίβορ, ο Τσουϊκόφ δεν ήταν σίγουρος αν οι Ρώσοι στρατιώτες μπορούσαν να κρατήσουν υπό την κατοχή τους το κομμάτι γης στη δυτική ακτή του Βόλγα - εκείνες τις μέρες, από στόμα σε στόμα διαδόθηκε η φράση «Δεν υπάρχει γη για μας πέρα από τον Βόλγα» (ρωσ. За Волгой для нас земли нет)[145]. Εκείνες τις μέρες, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το Μαμάεφ-Κουργκάν, απ' όπου παρακολουθούσαν τις μεταφορές νέων σοβιετικών δυνάμεων στον Βόλγα - η μεταφορά νέων δυνάμεων διεξάγονταν πλέον τη νύχτα υπό τα πυρά του γερμανικού πυροβολικού[141].
Παράλληλα, ο Πάουλους συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και επιχείρησε επίθεση στην περιοχή του εργοστάσιου γεωργικών ελκυστήρων - ο Σαμσόνοφ αναφέρει ότι στις 29 Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί μετέφεραν στην περιοχή 100 αεροσκάφη[146]. Στις 3 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί συνέχισαν την επίθεση, ωστόσο, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να τις απωθήσουν - στα βόρεια και στα βορειοδυτικά του εργαστηρίου αμύνονταν η 124η και η 149η ταξιαρχία πεζικού και το 282ο σύνταγμα πεζικού της 10ης μεραρχίας, υπό τη διοίκηση του Σ. Γκόροχοφ, ενώ στα δυτικά αμύνονταν η 112η μεραρχία πεζικού[146]. Η 308η μεραρχία του Γκούρτιεφ αμύνονταν στην περιοχή του οικισμού «Οδοφράγματα» και στο εργοστάσιο «Σιλικάτ», ωστόσο, το απόγευμα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στον σιδηρόδρο νοτίως της πλατείας Νιζνεουντίσκαγια, ενώ η αριστερή πτέρυγα της μεραρχίας παρατάχθηκε στην πλατεία Βιννίτσκαγια[146]. Στον οικισμό «Κόκκινος Οκτώβρης» αμύνονταν η 193η μεραρχία - ο Σαμσόνοφ αναφέρει ότι οι μάχες ήταν τόσο σκληρές, με αποτέλεσμα τα συντάγματα της μεραρχίας να έχουν στη διάθεση τους 100-150 τουφέκια[146]. Μαζί με την 193η μεραρχία, στον οικισμό «Κόκκινος Οκτώβρης» πολεμούσε και η 39η Μεραρχία Φρουρών[146]. Η διοίκηση της 6ης Στρατιάς του Πάουλους μετέφερε στην περιοχή περισσότερες δυνάμεις - ο Τσουϊκόφ αναφέρει στα απομνημονεύματα του: «είναι ξεκάθαρο ότι ο αντίπαλος σκόπευε πάσει θυσία να κατακτήσει την περιοχή του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων (Τράκτορνι Ζαβόντ)..στις 4 Οκτωβρίου μάθαμε ότι ο αντίπαλος συγκέντρωσε στην περιοχή 5 μεραρχίες - 3 μεραρχίες πεζικού και 2 μεραρχίες τεθωρακισμένων..η επίθεση του αντίπαλου στην Ορλόφκα είχε σκοπό να μην προσέξουμε την προετοιμασία και την επίθεση στην περιοχή των εργοστασίων»[147].
Για να αιφνιδιάσει τους Γερμανούς, το επιτελείο του μετώπου αποφάσισε να μεταφέρει από τον Βόλγα στο Στάλινγκραντ την 37η Μεραρχία Φρουρών του υποστράτηγου Ζέλουντεφ και να την παρατάξει στη δεξιά πτέρυγα της 308ης μεραρχίας πεζικού - παράλληλα, η 62η Στρατιά έλαβε την 84η ταξιαρχία τεθωρακισμένων[146]. Σύμφωνα με τον Τσουϊκόφ, τα συντάγματα της 37ης Μεραρχίας Φρουρών πέρασαν τον ποταμό Βόλγα τη νύχτα της 3ης Οκτωβρίου προς 4 Οκτωβρίου, χωρίς να έχουν αντιαρματικό πυροβολικό[148]. Μόλις πέρασαν τον ποταμό, οι δυνάμεις της 37ης Μεραρχίας Φρουρών συγκρούστηκαν με τα γερμανικά άρματα μάχης και κατάφεραν με μικρές ομάδες (ο Σαμσόνοφ αναφέρει το παράδειγμα μιας ομάδας από 15 στρατιώτες) να απελευθερώσουν μερικά σπίτια και να τα μετατρέψουν σε αδιαπέραστα οχυρά[146]. Μ' αυτό τον τρόπο, η 37η φρουαρχική μεραρχία κατέλαβε τις θέσεις κοντά στο εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων, αν και οι Γερμανοί κατάφεραν (με μεγάλες απώλειες) να καταλάβουν το εργοστάσιο «Σιλικάντ»[149]. Επίσης, οι Γερμανοί περικύκλωσαν την 2η και την 115η ταξιαρχία πεζικού, στα νοτιοανατολικά και στα βορειοδυτικά της Ορλόφκα[150].
Στις 5 Οκτωβρίου, ο Στάλιν έστειλε το πάρακατω μήνυμα στον Γερεμένκο: «Ο αντίπαλος μπορεί να περικυκλώσει την 62η, την 64η και άλλες στρατιές αν καταλάβει το κέντρο και περάσει τον Βόλγα. Ο εχθρός μπορεί να το κάνει αυτό καθώς κατέχει διασταυρώσεις και στα βόρεια, και στο κέντρο και στα νότια του Στάλινγκραντ. Για να αποτραπεί αυτή η πιθανότητα, πρέπει να απωθήσετε τον αντίπαλο και να καταλάβετε τα σπίτια και τους δρόμους που πήρε από Εσάς. Για να γίνει αυτό πρέπει να μετατρέψετε το κάθε σπίτι και την κάθε γειτονιά σε οχυρά..απαιτώ από Εσάς να λάβετε όλα τα κατάλληλα μέτρα για την άμυνα του Στάλινγκραντ. Το Στάλινγκραντ δεν πρέπει να παραδοθεί στον αντίπαλο, ενώ οι περιοχές που κατέλαβε πρέπει να απελευθερωθούν»[151]. Ο Τσουϊκόφ αναφέρει ότι η 62η Στρατιά χρειάζονταν έστω και μια μέρα ξεκούρασης, ενώ ο Γερεμένκο απαιτούσε τη διεξαγωγή αντεπίθεσης - ο Τσουϊκόφ αναφέρει: «Ο Διοικητής του Μετώπου [Γερεμένκο] απαιτούσε τη διεξαγωγή αντεπίθεσης το πρωί της 5ης Οκτωβρίου. Αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό, λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων»[152]. Παράλληλα, τα ελαφρά άρματα μάχης της 84ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων πέρασαν τον Βόλγα[146], ενώ το επιτελείο της 62ης Στρατιάς απαίτησε και την μετάδοση των εργατικών σωμάτων υπό τις διαταγές του Τσουϊκόφ[153]. Στις 5 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί συνέχισαν τις επιθέσεις τους στα μέτωπα της 284ης, της 95ης, της 193ης μεραρχίας και της 39ης Μεραρχίας Φρουρών - αυτές οι επιθέσεις έληξαν με αποτυχία[154].
Το βράδυ της 5ης Οκτωβρίου, το επιτελείο της 62ης Στρατιάς μεταφέρθηκε 500 χιλιόμετρα μακριά από το εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων[146]. Στις 6 Οκτωβρίου, η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε συνεχώς τις θέσεις των Σοβιετικών - εξαιτίας των επιθέσεων αυτών, ολόκληρο το επιτελείο του 339ου Συντάγματος πεζικού σκοτώθηκε[146]. Στις 7 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί (με 2 μεραρχίες πεζικού και 50 άρματα μάχης) επιτέθηκαν στο εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων, όπου αμύνονταν η 37η Μεραρχία Φρουρών. Παρά τις αρχικές αποτυχίες, οι Γερμανοί κατάφεραν να κατακτήσουν ένα μέρος του οικισμού του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων[146]. Όταν, όμως, επιχείρησαν να επιτεθούν στη σιδηροδρομική γέφυρα μέσω της Μετσέτκα, υπέστησαν μεγάλες απώλειες[146]. Η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε τις θέσεις των Σοβιετικών στον οικισμό «Κόκκινος Οκτώβρης» και έριχνε φυλλάδια, ζητώντας από τους Σοβιετικούς να παραδοθούν - οι τελευταίοι αρνήθηκαν[146]. Το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου, η 37η Μεραρχία Φρουρών, η 95η και η 193η μεραρχία, καθώς και η ομάδα του συνταγματάρχη Γκόροχοφ σταμάτησαν την γερμανική προώθηση στους οικισμούς «Κόκκινος Οκτώβρης», «Οδοφράγματα» και στην περιοχή του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων[146]. Το πρωί της 8ης Οκτωβρίου, από τον κλοιό της περικύκλωσης στην Ορλόφκα βγήκαν 220 στρατιώτες[150]>. Εκείνη την ημέρα, εξαιτίας των μεγάλων απώλειων, ο Πάουλους αποφάσισε να σταματήσει την επίθεση[155].
Στις 4-6 Οκτωβρίου, στο Στάλινγκραντ έφθασαν οι στρατηγοί Ζούκοφ και Βασιλέφσκι για να μεταφέρουν τις διαταγές του Στάλιν περί αντεπίθεσης (εννοείται η επιχείρηση «Ουρανός»), καθώς επίσης και τη διαταγή για ανασύνταξη των σωμάτων[156]. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν αρκετά μεγάλες: σύμφωνα με τα αρχεία του Υπουργείου Αμύνης της ΕΣΣΔ, απέναντι στην 62η Στρατιά πολεμούσαν 8 γερμανικές μεραρχίες - στα τέλη του Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί διέθεταν 10 μεραρχίες κατά της 62ης Στρατιάς[157]. Στις 10 Οκτωβρίου, η 62η Στρατιά είχε στη διάθεση της 44.017 στρατιώτες[158]. Σύμφωνα με αρχεία, η 6η Στρατιά του Πάουλους είχε στη διάθεση της 60.000 στρατιώτες, 2.300 πυροβόλα, 200 άρματα μάχης και 900 αεροσκάφη, ενώ η 62η Στρατιά είχε 44.000 στρατιώτες, 1.400 πυροβόλα, 80 άρματα μάχης και 200 αεροσκάφη[159].
Στις 10 Οκτωβρίου, ο Ροκοσόφσκι έλαβε διαταγή από το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ να ετοιμάσει τις εφεδρείες για τη μελλοντική αντεπίθεση[160]. Στις 11 Οκτωβρίου, η 45η μεραρχία του Β. Σόκολοφ παρέταξε τις δυνάμεις του στα νησιά Ζαϊτσέφσκι, Γκολόντνι και Σαρπίνσκι (αυτά τα νησιά βρίσκονται στον Βόλγα)[161]. Την ίδια μέρα, η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε τις θέσεις των Σοβιετικών - παράλληλα, οι σοβιετικές υπηρεσίες είχαν στην οπισθοφυλακή των Γερμανών περίπου 300 κατασκόπους[162]. Στις 12 και στις 13 Οκτωβρίου, η 37η Μεραρχία Φρουρών και η 95η μεραρχία πεζικού πέρασαν στην αντεπίθεση στα δυτικά του οικισμού του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων, με σκοπό να σταματήσουν την προετοιμασία της νέας γερμανικής επίθεσης. Οι Γερμανοί αντιστάθηκαν σθεναρά, με αποτέλεσμα η 37η Μεραρχία Φρουρών να προωθηθεί κατά 300 μέτρα, ενώ η 95η μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί κατά 200 μέτρα[163]. Ωστόσο, οι Γερμανοί [χάρη στην αεροπορία] κατάφεραν να ανακαταλάβουν αμέσως την περιοχή[164].
Στις 14 Οκτωβρίου, η γερμανική διοίκηση εξέδωσε την διαταγή Νο. 1 του Χίτλερ. Στο έγγραφο αυτό, ο Χίτλερ αξιολόγησε τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής και της φθινοπωρινής επίθεσης και παρέθεσε τους στόχους της χειμερινής εκστρατείας: «η καλοκαιρινή και η φθινοπωρινή εκστρατεία, πλην των μαχών που συνεχίζονται και των συγκρούσεων που φέρουν χαρακτήρα τοπικής μάχης, ολοκληρώθηκε..η κεντρική Ρωσία έχει αποκοπεί από τις περιοχές του Καυκάσου, οι οποίες έχουν τεράστια σημασία για τη συνέχιση του πολέμου...στα άλλα μέρη του μετώπου, καταφέραμε να απωθήσουμε τις επιθέσεις των Ρώσων με λίγες απώλειες, ενώ αυτοί υπέστησαν μεγάλες ανθρώπινες απώλειες»[165]. Ωστόσο, ο Χίτλερ διέταξε τους διοικητές των μετώπων να περάσουν στη στρατηγική άμυνα σε όλες τις περιοχές, πλην του Στάλινγκραντ[166]. Την ίδια μέρα, ο Πάουλους ξεκίνησε [με 3 μεραρχίες πεζικού και 2 μεραρχίες τεθωρακισμένων] επίθεση στην περιοχή του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων, με σκοπό να βγει στον Βόλγα[146] - σύμφωνα με τον Μπίβορ, στην επίθεση συμμετείχε και ο 4ος Αεροπορικός Στόλος του φον Ρίχτχοφεν[167].
Στα έγγραφα της 6ης Στρατιάς αναφέρεται ότι «η νότια πτέρυγα των Γερμανών επιτέθηκε στα βόρεια προάστια του Στάλινγκραντ και [μέχρι το μεσημέρι] κατάφερε να καταλάβει τον νοτιοδυτικό τομέα του μεγάλου εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων. Επίσης, οι στρατιώτες μας κατάφεραν να προωθηθούν στο κέντρο του δυτικού τομέα»[168]. Το χτύπημα των Γερμανών δέχτηκαν η 37η Μεραρχία Φρουρών, η 95η και η 112η μεραρχία. Μέχρι το τέλος της ημέρας, το εργοστάσιο γεωργικών ελκυστήρων πέρασε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι έφθασαν στον Βόλγα, έχοντας, όμως, υποστεί μεγάλες απώλειες[168]. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν από την περιοχή Λατασσάνκα και έφθασαν στο στόμιο του ποταμού Μόκραγια Μετσέτκα, με αποτέλεσμα να αποκλείσουν τη βόρεια ομάδα της 62ης Στρατιάς από τις διαβάσεις - η 115η, η 124η και η 149η μεραρχία, καθώς και στρατιώτες της 2ης και της 112ης μεραρχίας (αυτή η ομάδα ονομάστηκε «ομάδα Γκόροχοφ») βρέθηκαν περικυκλωμένες[169]. Αυτό επέτρεψε στους Γερμανούς να επιτεθούν στην οπισθοφυλακή της 308ης μεραρχίας και στο διοικητικό κέντρο της 62ης Στρατιάς - σύμφωνα με το ημερολογίο της 62ης Στρατιάς, «η 95η Μεραρχία και η 37η Μεραρχία Φρουρών δεν είναι πλέον αξιόμαχες»[170].
Παράλληλα, η 64η Στρατιά παρέδωσε την 138η μεραρχία του συνταγματάρχη Ι. Λιούντνικοφ στην 62η Στρατιά[146]. Το 51ο Σώμα των Γερμανών, σε συνεργασία με την 305η μεραρχία πεζικού, επιτέθηκαν, ωστόσο, εξαιτίας της έλλειψης συνεργασίας πεζικού και αρμάτων μάχης, καθώς και λόγω της σθεναρής άμυνας των Σοβιετικών, η επίθεση έληξε με αποτυχία - στις αναφορές του, το 51ο Σώμα δηλώνει ότι στις 16 Οκτωβρίου, η επίθεση σταμάτησε, καθώς οι στρατιώτες δεν είχαν αρκετά πολεμοφόδια[171]. Η κατάσταση αυτή επέτρεψε στην 138η μεραρχία να φθάσει στην πόλη. Μετά, ο Λιούντνικοφ έλαβε διαταγή από το επιτελείο της 62ης Στρατιάς να μην επιτρέψει στους Γερμανούς να καταλάβουν τη Λεωφόρο Λένιν και το εργοστάσιο «Οδοφράγματα»[171]. Ωστόσο, η 138η μεραρχία δεν κατάφερε να καταλάβει τον σιδηροδρομικό σταθμό και το χωριό Σκουλπτούρνι, με αποτέλεσμα [όπως αναφέρεται σε διαταγή του Τσουϊκόφ] να εμφανιστεί ένα κενό μεταξύ της μεραρχίας του Λιούντνικοφ και της δεξιάς πτέρυγας της 308ης μεραρχίας[172].
Αργότερα [στις 16 Οκτωβρίου], ο Τσουϊκόφ, εξαιτίας της προώθησης των Γερμανών στην περιοχή του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων και στον Βόλγα, μετέφερε μερικές δυνάμεις της 300ης μεραρχίας (10.000 στρατιώτες) στα νησιά Ζαϊτσέφσκι και Σπόρνι[173]. Στις 17 Οκτωβρίου, δύο συντάγματα της 138ης μεραρχίας του Λιούντνικοφ πέρασαν τον Βόλγα και συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς στην περιοχή του εργοστάσιου «Οδοφράγματα»[174]. Παράλληλα, η «ομάδα Γκόροχοφ» πέρασε σε μια κυκλική άμυνα στην περιοχή Σπαρτάνοφκα-Ρίνοκ[174]. Αρχικά, το γερμανικό πεζικό κατάφερε να καταλάβει ένα μέρος του χωριού Ρίνοκ, ωστόσο, στο τέλος της ημέρας, οι Σοβιετικοί ανέκτησαν το χωριό - σύμφωνα με τον Σαμσόνοφ, η «ομάδα Γκόροχοφ» [μέσα σε 2 μέρες] κατέστρεψε 58 γερμανικά μάχης και σκότωσε 2.000 Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς[175]. Ο Σαμσόνοφ αναφέρει ότι οι Σοβιετικοί υπέστησαν σοβαρές απώλειες, οι οποίες ανάγκασαν τη σοβιετική διοίκηση να ρίχνει στη μάχη τους εργάτες και όλους τους ανθρώπους που μπορούσαν να πολεμήσουν[146]. Στις 18 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί συνέχισαν την επίθεση στο εργοστάσιο «Οδοφράγματα», με αποτέλεσμα να βρεθούν στον δυτικό τομέα του εργοστασίου[176]. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν να καταλάβουν εντελώς το εργοστάσιο και να βγούν στον Βόλγα, ωστόσο, οι σοβιετικές μεραρχίες (37η Φρουρών, 138η, 193η και 308η μεραρχίες πεζικού) απώθησαν τις επιθέσεις αυτές[176].
Στις 19 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί είχαν στην κατοχή τους το Μαμάεφ Κουργκάν, τους δρόμους του εργοστασίου γεωργικών ελκυστήρων που οδηγούσαν στον Βόλγα και το στόμιο του ποταμού Τσαρίτσα[177]. Παρά τις επιτυχίες αυτές, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν κουραστεί και το ηθικό τους είχε πέσει - αυτό φαίνεται από τα γράμματα των Γερμανών στρατιωτών, τα οποία παρατίθονται στο βιβλίο «Στάλινγκραντ» του Έντονι Μπίβορ[Σημ. 4]. Ο Ισάεφ κάνει αναφορά στην κατάσταση της «ομάδας Γκόροχοφ», λέγοντας πως [στις 19 Οκτωβρίου] ο Γκόροχοφ είχε στη διάθεση του 3953 στρατιώτες (2640 απ' αυτούς άνηκαν στην 124η ταξιαρχία πεζικού) και λίγα κανόνια - ο εφοδιασμός της «ομάδας Γκόροχοφ» ανατέθηκε στον στολίσκο του Βόλγα[173]. Όσον αφορά γενικά την 62η Στρατιά, ο Ισάεφ αναφέρει ότι, μετά την τρίτη πολιορκία της πόλης από τους Γερμανούς, ο Τσουϊκόφ είχε στη διάθεση του 35.376 στρατιώτες[179].
Τον Οκτώβριο, οι στρατιώτες της 308ης μεραρχίας του συνταγματάρχη Λ. Ν. Γκούρτιεφ (από τη Σιβηρία) απώθησαν περίπου 100 επιθέσεις του γερμανικού πεζικού και των γερμανικών αρμάτων μάχης στην περιοχή των εργοστασίων «Οδοφράγματα» και «Κόκκινης Οκτώβρης»[146]. Λόγω της εμφάνισης της 138ης μεραρχίας του Λιούντνικοφ, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στην περιοχή του εργοστασίου «Οδοφράγματα» τέσσερις μεραρχίες πεζικού και μια μεραρχία τεθωρακισμένων[180]. Παράλληλα, χάρη στην καλή κατάσταση της σοβιετικής οπισθοφυλακής, στο Στάλινγκραντ άρχισαν να καταφθάνουν νέες δυνάμεις[146] - το Μέτωπο του Στάλινγκραντ έλαβε ένα σώμα πεζικού, δύο μεραρχίες πεζικού και δύο μεραρχίες ιππικού, ενώ το Μέτωπο του Ντον έλαβε 7 μεραρχίες πεζικού[181]. Στις 21 Οκτωβρίου, η γερμανική αεροπορία επιχείρησε 2000 πτήσεις και προσπάθησε να βοηθήσει τις γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή των εργοστασίων[181].
Στις 22 Οκτωβρίου, ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Κονσταντίν Ροκοσόφσκι εξέδωσαν διάταγμα για τη δημιουργία του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου, με διοικητή τον Νικολάι Βατούτιν - το Νοτιο-Δυτικό Μέτωπο θα αποτελείτο από την 21η και την 63η Στρατιά Πεζικού, καθώς και από την 5η Στρατιά Τεθωρακισμένων[182]. Σύμφωνα με τον Αλεξέι Ισάεφ, η αναδημιουργία του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου αποτελεί απόδειξη της προετοιμασίας της επιχείρησης «Ουρανός»[183]. Παράλληλα, οι Γερμανοί κατέλαβαν αρκετούς δρόμους στο Στάλινγκραντ, αναγκάζοντας τους στρατιώτες της 62ης Στρατιάς να χρησιμοποιούν φλογοβόλα[184]. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν από το εργοστάσιο «Οδοφράγματα» στο εργοστάσιο «Κόκκινης Οκτώβρης». Αυτή η επίθεση είχε καλά αποτελέσματα για τους Γερμανούς, καθώς κατάφεραν να καταλάβουν ένα μέρος του εργοστασίου και να βρεθούν σε απόσταση 300 μέτρων από τον Βόλγα[185]. Στις 24 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί (μετά από επιθέσεις στα εργοστάσια «Κόκκινος Οκτώβρης» και «Οδοφράγματα», καθώς στο χωριό Σπαρτάνοφκα) κατέλαβαν τον κεντρικό και νοτιοδυτικό τομέα του εργοστασίου «Οδοφράγματα», ενώ επίσης κατέλαβαν τον βορειοδυτικό τομέα του εργοστασίου «Κόκκινος Οκτώβρης»[186].
Στις 25 Οκτωβρίου, το Νοτιο-Δυτικό Μέτωπο έλαβε την 226η, την 277η, την 293η και την 333η μεραρχία πεζικού, καθώς επίσης και το 4ο Σώμα Τεθωρακισμένων, το 3ο Σώμα Ιππικού των Φρουρών και μερικές μονάδες πυροβολικού από το Μέτωπο του Ντον[183]. Επίσης, εκείνη την ημέρα (στις 09:20), μερικές μονάδες της 64ης Στρατιάς πέρασαν στην αντεπίθεση στις περιοχές Κουπορόσναγια και Ζιλιόναγια Παλιάνα (μαζί με πεζοναύτες) και κατάφεραν να καταλάβουν δύο χαρακώματα των Γερμανών[187]. Την επόμενη μέρα, η 149η ταξιαρχία του Μπολβίνοφ επιτέθηκε στην Σπαρτάνοφκα και κατάφερε να ανακαταλάβει την περιοχή - σύμφωνα με τα αρχεία, ο διοικητής της 8ης Αεροπορικής Στρατιάς, Τ. Χριούκιν, απαίτησε από τα εργοστάσια της πόλης να ετοιμάσουν 400 ελκυστήρες-έλκηθρα, καθώς επίσης και 100 ερπυστριοφόρα τρακτέρ[188]. Στις 27 Οκτωβρίου, το Γενικό Επιτελείο της ΕΣΣΔ παρέδωσε την 45η μεραρχία πεζικού του συνταγματάρχη Β. Σόκολοφ και μερικά άρματα μάχης στην 62η Στρατιά. Τη νύχτα, στην πόλη μεταφέρθηκαν 2 τάγματα της μεραρχίας, τα οποία αντιμετώπισαν τους Γερμανούς στα εργοστάσια «Οδοφράγματα» και «Κόκκινος Οκτώβρης» - τα τάγματα αντιμετώπισαν την επίθεση του γερμανικού πεζικού (μαζί με 35 άρματα) και έχασαν τους μισούς στρατιώτες, ωστόσο, κατάφεραν να σταματήσουν την προώθηση των Γερμανών στον Βόλγα[189]. Την ίδια μέρα, οι μονάδες του Μετώπου του Ντον αντιμετώπισαν την γερμανική επίθεση στην περιοχή Κλέτσκαγια[190].
Στις 28 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το Νάλτσικ, καθώς επίσης (παρά τις μεγάλες απώλειες) κατάφεραν να προωθηθούν κατά 200-300 μέτρα και να καταλάβουν τον βορειοδυτικό τομέα του εργοστασίου «Κόκκινος Οκτώβρης» - παρ' ολ' αυτά, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους στα δυτικά του Βόλγα, μετά από αντεπίθεση του σοβιετικού πυροβολικού και των σοβιετικών αρμάτων μάχης[191]. Εκείνη την ημέρα, η 64η Στρατιά κατέλαβε την περιοχή Κουπορόσναγια - παράλληλα, οι Γερμανοί κατέλαβαν τη βάση του ανταρτικού κινήματος «Θάνατος στους φασίστες», στην αριστερή ακτή του ποταμού Ντον[192]. Στις 29 Οκτωβρίου έληξε η επιχείρηση της 8ης Αεροπορικής Στρατιάς, η οποία είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν 20 γερμανικά αεροσκάφη, 5 τρένα και 30 αυτοκίνητα, αναγκάζοντας τη γερμανική αεροπορία να υποχωρήσει στα αεροδρόμια της οπισθοφυλακής[193]. Εκείνη την ημέρα, ο Γερεμένκο μετέφερε στην περιοχή του εργοστασίου «Κόκκινος Οκτώβρης» την 45η μεραρχία, με μερικά άρματα μάχης της 235ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων[146]. Παράλληλα, εκείνες τις ημέρες, στους δρόμους του Στάλινγκραντ βρέθηκε η πάρακάτω ανακοίνωση: «Σύμφωνα με διάταγμα της γερμανικής διοίκησης, όλος ο αρτιμελής πληθυσμός ηλικίας 13 ετών και άνω υποχρεώνεται να εγγραφεί (μέχρι τις 1 Νοεμβρίου) στην Κομμαντατούρα για να σταλθεί σε εργασία. Όποιος δεν τηρήσει το διάταγμα, θα μεταφερθεί μετά βίας στον τόπο εργασίας»[194].
Στις 31 Οκτωβρίου, η 97η μεραρχία της 64ης Στρατιάς κατέλαβε την πρώτη αμυντική γραμμή στα νότια του άλσους «Τσεκούρι»[195]. Παράλληλα, η 39η Μεραρχία Φρουρών και η 45η Μεραρχία της 62ης Στρατιάς αντεπιτέθηκαν στην περιοχή του εργοστασίου «Κόκκινος Οκτώβρης», το οποίο κατάφεραν να ανακαταλάβουν - οι Γερμανοί προσπάθησαν να ανακατακτήσουν το χαμένο έδαφος, ωστόσο, απέτυχαν[196]. Εκείνη την περίοδο, οι Γερμανοί κατείχαν 6 από τις 7 ζώνες της πόλης (από τις έξι, μονάχα μια βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των Γερμανών)[196]. Η τελευταία γερμανική επίθεση (με τη συμμετοχή της 79ης μεραρχίας) απεκρούστηκε στις 1 Νοεμβρίου χάρη στα πυρά του πυροβολικού από την ανατολική ακτή του Βόλγα - το επιτελείο της 6ης Στρατιάς ανέφερε: «Ο μαζικός βομβαρδισμός, τον οποίο ξεκίνησε ο εχθρός, αποδυνάμωσε πολύ την επίθεση μας»[197]. Οι πιο σκληρές μάχες της ημέρας σημειώθηκαν στις οδούς Μεζένσκαγια και Ουμάνσκαγια - οι Σοβιετικοί απωθούσαν τις επιθέσεις του γερμανικού πεζικού και των γερμανικών αρμάτων μάχης[198]. Επίσης, το Μέτωπο του Στάλινγκραντ προσπάθησε να περάσει την γερμανική άμυνα στα νοτιοδυτικά του χωριού Κουπορόσνογιε, ωστόσο, η προσπάθεια αυτή έληξε με αποτυχία[198]. Εκείνη την περίοδο (1-4 Νοεμβρίου), στο Στάλινγκραντ βρέθηκαν οι εκπρόσωποι του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ, Γκεόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντερ Βασιλέφσκι, για να εξετάσουν (μαζί με τους διοικητές του Νοτιο-Δυτικού Μετώπου και του Μετώπου του Ντον) την ετοιμότητα των στρατιωτών εν όψει της αντεπίθεσης[199].
Στις 2 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί, έχοντας 7 συντάγματα πεζικού (μαζί με αεροπορία, πυροβολικό και άρματα μάχης), επιτέθηκαν στο μέτωπο της 62ης Στρατιάς. Οι Γερμανοί απέτυχαν να προωθηθούν στον Βόλγα μέσω του εργοστασίου «Οδοφράγματα», γι' αυτό και προσπάθησαν να επεκταθούν βορείως του εργοστασίου, στην περιοχή του χωριού Σπαρτάνοφκα - παρ' ολ' αυτά, η επίθεση αυτή έληξε χωρίς επιτυχία, χάρη στην αντίσταση της περικυκλωμένης «ομάδας Γκόροχοφ» και του σοβιετικού πυροβολικού[200]. Εκείνη την ημέρα εκδόθηκε το διάταγμα για την ίδρυση κρατικής επιτροπής, η οποία θα αναλάμβανε την έρευνα και την αποκάλυψη των εγκλημάτων των Γερμανών στο έδαφος της ΕΣΣΔ[200]. Στις 3 Νοεμβρίου, οι στρατιώτες της 13ης Μεραρχίας Φρουρών επιτέθηκαν και κατέλαβαν σημαντικά αμυντικά σημεία των Γερμανών στο κέντρο του Στάλινγκραντ - παράλληλα, η 64η Στρατιά πέρασε στην άμυνα, μετά τις επιθέσεις που ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου[201]. Στις 4 Νοεμβρίου, η 64η Στρατιά μετέφερε αρκετές δυνάμεις στην αριστερή πτέρυγα, για να ενωθεί με την 57η Στρατιά - παράλληλα, οι Σοβιετικοί κατάσκοποι ανέφεραν ότι ο Πάουλους συγκεντρώνει νέες δυνάμεις στο Στάλινγκραντ[202][203].
Στις 5 Νοεμβρίου, το Σοβιέτ Αντιπροσώπων των Εργαζομένων γιόρτασε την 25η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης σε ένα από τα ναυπηγεία της πόλης. Ο στρατηγός Σουμίλοφ, διοικητής της 64ης Στρατιάς, κατά τη διάρκεια του λόγου του, τόνισε τη βοήθεια των πολιτών στην άμυνα του Στάλινγκραντ[204]. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε επιστολή του, έγραψε: «Επιτρέψτε μου να Σας εκφράσω, Κύριε Στάλιν, τα συγχαρητήρια μας για τη δοξασμένη, για αιώνες, άμυνα του Στάλινγκραντ και για την αποφασιστική αποτυχία της δεύτερης εκστρατείας του Χίτλερ στη Ρωσία»[205]. Την επόμενη μέρα, οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ έλαβαν νέες μεραρχίες, ενώ οι Γερμανοί ετοίμαζαν αντιαρματικά και αντιπεζικά εμπόδια[206]. Στις 7 Νοεμβρίου, ο Κομισάριος Αμύνης της ΕΣΣΔ εξέδωσε τη Διαταγή 345, στην οποία περιέγραψε την πορεία του Κόκκινου Στρατού το 1942, ενώ επίσης απαίτησε την «εκκαθάριση της σοβιετικής γης από τη χιτλερική βρώμα»[207]. Εκείνη την ημέρα, οι Γερμανοί προσπάθησαν να διαλύσουν τη σοβιετική άμυνα στα εργοστάσια «Κόκκινος Οκτώβρης» και «Οδοφράγματα», ωστόσο, η 95η μεραρχία των Σοβιετικών απώθησε τις γερμανικές επιθέσεις[208]. Στις 8 Νοεμβρίου, η μεραρχία του Λιούντνικοφ σταμάτησε επίθεση των γερμανικών αρμάτων μάχης και των γρεναδιέρων[209], αλλά, στις 9 Νοεμβρίου, η κατάσταση στο μέτωπο του Στάλινγκραντ χειροτέρευσε για τους Σοβιετικούς, καθώς ο Βόλγας πάγωσε - αυτό προκάλεσε προβλήματα στον εφοδιασμό των σοβιετικών μονάδων και στη μεταφορά των τραυματιών[210]. Στις 10 Νοεμβρίου, στο επιτελείο της 57ης Στρατιάς διεξήχθη συνεδρία μεταξύ του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ και της διοίκησης του Μετώπου του Στάλινγκραντ - εκεί συζητήθηκαν οι τελευταίες λεπτομέρειες της επιχείρησης «Ουρανός». Επίσης, εκείνη την μέρα έγινε γνωστό ότι τέθηκαν ξανά σε λειτουργία οι διαβάσεις στον Βόλγα[211].
Στις 8 Νοεμβρίου, ο Χίτλερ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ενώπιον των βετεράνων του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, δήλωσε ότι στο Στάλινγκραντ έχουν μείνει λίγες εστίες αντίστασης[212]. Στις 11 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί επιχείρησαν μια τέταρτη πολιορκία, έχοντας στη διάθεση τους πέντε μεραρχίες πεζικού και δύο μεραρχίες τεθωρακισμένων, καθώς επίσης και ειδικές δυνάμεις που έφθασαν αεροπορικώς στο Στάλινγκραντ[213]. Από την άλλη πλευρά, η 62η Στρατιά είχε στη διάθεση της 47.000 στρατιώτες, 800 πυροβόλα και μονάχα 19 άρματα μάχης[214]. Στο τέλος της ημέρας, οι Γερμανοί κατάφεραν να διαλύσουν την αντίσταση του 241ου συντάγματος πεζικού της 95ης μεραρχίας και να καταλάβουν τον νότιο τομέα του εργοστάσιου «Οδοφράγματα» - παράλληλα, η 62η Στρατιά χωρίστηκε στα τρία, με αποτέλεσμα η 138η μεραρχία του Λιούντνικοφ να βρεθεί περικυκλωμένη από 3 μεραρχίες των Γερμανών[215]. Στις 12 Νοεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι, οι Γερμανοί επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο (500-700 χιλιόμετρα), ωστόσο, οι Σοβιετικοί απώθησαν τις γερμανικές επιθέσεις στην Μεζένσκαγια και στο εργοστάσιο «Κόκκινος Οκτώβρης» - μαζί με τους στρατιώτες, στην άμυνα του Στάλινγκραντ συμμετείχαν 75.000 εργάτες, μηχανικοί, γεωργοί, καθώς και αρκετοί νεαροί[216]. Παράλληλα, ο Στάλιν έδωσε στον Ζούκοφ εξηγήσεις για τον ρόλο της αεροπορίας στην αντεπίθεση, δηλώνοντας πως «η αντεπίθεση θα πετύχει μόνο αν έχουμε την υπεροχή στον αέρα»[217].
Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί κατάφεραν να προωθηθούν μονάχα 400 μέτρα στην περιοχή Μεζένσκαγια, ενώ στα άλλα σημεία του μετώπου, οι Σοβιετικοί απώθησαν τις γερμανικές επιθέσεις[218]. Την ίδια ώρα, όπως αναφέρει ο Μπίβορ, το Κρεμλίνο συγκέντρωνε πληροφορίες για την ψυχολογική κατάσταση της 6ης Στρατιάς του Πάουλους - σύμφωνα με τον Μπίβορ, ο Στάλιν ήταν πολύ χαρούμενος όταν έβλεπε τις αναφορές των Γερμανών διοικητών, οι οποίοι έλεγαν ότι «για να ανεβεί το ηθικό των στρατιωτών, οι οποίοι έπεσαν σε απάθεια, έπρεπε να εφαρμοστούν διάφορα μέτρα. Για παράδειγμα, ο στρατιώτης που βρέθηκε να κοιμάται εν ώρα υπηρεσίας θα εκτελείται επί τόπου»[219]. Στις 14 Νοεμβρίου, η 62η Στρατιά αντιστέκοταν σε 3 σημεία: στην περιοχή Ρίνοκ-Σπαρτάνοφκα (ομάδα Γκόροχοφ), στον ανατολικό τομέα του εργοστασίου «Οδοφράγματα» (138η μεραρχία του Λιούντνικοφ), ενώ οι κύριες δυνάμεις της στρατιάς αμύνονταν από την περιοχή του εργοστασίου «Κόκκινος Οκτώβρης» μέχρι την αριστερή ακτή του Βόλγα - γενικά, οι Γερμανοί είχαν φέρει τους Σοβιετικούς στις ακτές του Βόλγα, ωστόσο, δεν είχαν τις δυνάμεις να περάσουν τελείως τον ποταμό και να εισέλθουν στην πόλη[220]. Εκείνη την ημέρα, η εφημερίδα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας έγραφε τα εξής: «η μάχη παγκόσμιας σημασίας, η οποία διεξάγεται στο Στάλινγκραντ, μετατράπηκε σε σημαντική, αποφασιστική μάχη. Οι συμμετέχοντες της μάχης του Στάλινγκραντ ξέρουν μονάχα μερικές από τις τρομακτικές λεπτομέρειες, χωρίς να μπορούν να αξιολογήσουν την κατάσταση και να δηλώσουν πως θα λήξει η μάχη....το Στάλινγκραντ είναι η πρώτη μεγάλη πόλη, οι υπερασπιστές της οποίας πολεμάνε μέχρι να καταρρεύσει και ο τελευταίος τοίχος. Οι Βρυξέλλες και το Παρίσι παραδόθηκαν. Ακόμα και η Βαρσοβία δέχθηκε να παραδοθεί. Αλλά, αυτός ο αντίπαλος δεν λυπάται την πόλη του. Η επίθεση μας, αν και έχουμε περισσότερες δυνάμεις, δεν είναι επιτυχής»[221].
Στις 15 Νοεμβρίου, ο Πάουλους έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα από τον Χίτλερ: «από την έμπειρη διοίκηση της 6ης Στρατιάς και των στρατηγών της, εγώ περιμένω, πως με τη συγκέντρωση των δυνάμεων μας θα φθάσουμε στις ακτές του Βόλγα, σε όλο το μήκος του Στάλινγκραντ»[222]. Παράλληλα, όμως, οι Σοβιετικοί (62η και 64η Στρατιά) κατάφεραν να σταματήσουν τις επιθέσεις των Γερμανών στην Μεζένσκαγια και στο Κουπορόσνογιε[222]. Στις 16 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί ανάγκασαν τους Σοβιετικούς να υποχωρήσουν από το εργοστάσιο «Οδοφράγματα» και κατάφεραν να βγουν στον ποταμό Βόλγα από τα βορειοανατολικά της οδού Μεζένσκαγια[223]. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί πέταξαν τέσσερα πακέτα πολεμοφοδίων και τέσσερα πακέτα τροφίμων στο «νησί Λιούντνικοφ»[224]. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στα χωριά Ρίνοκ και Σπαρτάνοφκα, όπου αμύνονταν η 124η και η 149η ταξιαρχία. Παράλληλα, ο Στάλιν έλαβε την αναφορά των εκπροσώπων του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ, Αλεξάντερ Βασιλέφσκι και Νικολάι Βόρονοφ για την ετοιμότητα του Μετώπου του Στάλινγκραντ να περάσει στην αντεπίθεση - από την άλλη, ο Πάουλους έλαβε διαταγή από τον Χίτλερ να καταλάβει τουλάχιστον το εργοστάσιο πυροβολικών και τις πηγές μεταλλουργίας του Στάλινγκραντ[225]. Στις 18 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην περιοχή του εργοστασίου «Οδοφράγματα», καθώς επίσης και στα χωριά Ρίνοκ και Σπαρτάνοφκα. Αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης ήταν η αποδυνάμωση της αριστερής πτέρυγας της μεραρχίας του Λιούντνικοφ. Ωστόσο, η «ομάδα Γκόροχοφ» αντεπιτέθηκε και κατάφερε να διώξει τους Γερμανούς από το Ρίνοκ[226]. Σύμφωνα με αρχεία του Γενικού Επιτελείου της ΕΣΣΔ, κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της μάχης του Στάλινγκραντ, ο Κόκκινος Στρατός έχασε 323.800 στρατιώτες[227]. Από την άλλη, οι Γερμανοί έχασαν περίπου 700.000 στρατιώτες, 1000 άρματα μάχης, 2000 πυροβόλα και 1400 αεροσκάφη[228]. Η γερμανική επίθεση είχε αποδυναμωθεί, ενώ οι Σοβιετικοί ήταν έτοιμοι να περάσουν στην αντεπίθεση - η επιχείρηση «Ουρανός» σήμαινε την έναρξη της δεύτερης φάσης της μάχης του Στάλινγκραντ και αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του Ανατολικού Μετώπου και γενικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού άρχισε να σχεδιάζει την αντεπίθεση τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τον Γκεόργκι Ζούκοφ, ο ίδιος και ο Βασιλέφσκι έλαβαν διαταγή από τον Στάλιν (στις 12 Σεπτεμβρίου) να ετοιμάσουν το σχέδιο της μελλοντικής αντεπίθεσης[229]. Την επόμενη μέρα, ο Ζούκοφ και ο Βασιλέφσκι πρότειναν να κρατήσουν άμυνα στο Στάλινγκραντ μέχρι να κουραστούν οι Γερμανοί και μετά να περάσουν σε αντεπίθεση, η οποία θα άλλαζε τα δεδομένα στον νότιο τομέα του γερμανοσοβιετικού μετώπου υπέρ των Σοβιετικών[229]. Στην αυτοβιογραφία του, «Αναμνήσεις και σκέψεις», ο Ζούκοφ γράφει πως οι Σοβιετικοί θα επιχειρούσαν το κύριο χτύπημα στα άκρα της εχθρικής παράταξης, όπου αμύνονταν οι Ρουμάνοι[230]. Στο ίδιο βιβλίο, ο Ζούκοφ αναφέρει πως οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να αποπροσανατολίσουν τους Γερμανούς, έτσι ώστε οι τελευταίοι να θεωρήσουν πως η σοβιετική αντεπίθεση θα διεξαχθεί στο μέτωπο της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο». Οι Γερμανοί πείστηκαν και έστειλαν στις περιοχές Σμολένσκ και Βίτεμπσκ φρέσκες μεραρχίες από τη Γαλλία και τη Γερμανία - συνολικά, η Βέρμαχτ έστειλε 12 μεραρχίες στο μέτωπο της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο», χωρίς να έχει ιδέα για τη συγκέντρωση 10 στρατιών πεζικού, μιας στρατιάς τεθωρακισμένων και τεσσάρων αεροπορικών στόλων στην περιοχή του Στάλινγκραντ[231].
Οι Σοβιετικοί συγκέντρωσαν στην περιοχή του Στάλινγκραντ τρία μέτωπα, τα οποία θα περνούσαν στην αντεπίθεση: το Νοτιο-Δυτικό Μέτωπο (1η Στρατιά Φρουρών, 21η Στρατιά, 5η Στρατιά Τεθωρακισμένων, 2ος και 17ος Αεροπορικός Στόλος), το Μέτωπο του Στάλινγκραντ (28η, 51η, 57η, 62η και 64η Στρατιά Πεζικού, 8ος Αεροπορικός Στόλος) και το Μέτωπο του Ντον (24η, 65η και 66η Στρατιά Πεζικού, 16ος Αεροπορικός Στόλος)[232]. Στην άλλη άκρη, οι Δυνάμεις του Άξονα είχαν παρατάξει την 8η Ιταλική Στρατιά, την 3η και την 4η Ρουμανική Στρατιά, την 6η Στρατιά του Πάουλους και την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Χέρμαν Χοτ - αυτές οι στρατιές αποτελούσαν την Ομάδα Στρατιών «Β»[232]. Οι Σοβιετικοί συγκέντρωσαν για την αντεπίθεση 1.103.000 στρατιώτες, 15.501 πυροβόλα, 1463 άρματα μάχης και 1350 μαχητικά αεροσκάφη - από την άλλη, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν 1.011.500 στρατιώτες, 10.290 πυροβόλα, 675 άρματα μάχης και 1216 μαχητικά αεροσκάφη[232][233].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.