Στρατάρχης του Γ΄ Ράιχ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιξ [α] (12 Νοεμβρίου 1881 – 27 Σεπτεμβρίου 1954, απαντάται και ως Μαξιμίλιαν φον Βάιχς) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, που κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε τον βαθμό του στρατάρχη. Ήταν γνωστός για τα βάρβαρα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Για παράδειγμα, για κάθε Γερμανό στρατιώτη ο οποίος τραυματιζόταν, είχε εκδώσει οδηγία να σκοτώνονται 100 ντόπιοι άντρες.[3]
Μαξιμίλιαν φον Βάιξ | |
---|---|
Ψευδώνυμο | «Αντιαεροπορικός Στρατηγός»[1] |
Γέννηση | 12 Νοεμβρίου 1881 Ντέσαου, Δουκάτο του Άνχαλτ, Γερμανικό Ράιχ |
Θάνατος | 27 Σεπτεμβρίου 1954 (ετών 72) Πύργος Ρέσμπεργκ στο Μπόρνχαϊμ–Ρέσμπεργκ, Δυτική Γερμανία |
Ενταφιασμός | Οικογενειακός τάφος των Βάιξ, Παλαιό Κοιμητήριο του Ρέσμπεργκ |
Χώρα | Γερμανικό Ράιχ Δημοκρατία της Βαϊμάρης Ναζιστική Γερμανία |
Κλάδος | Ράιχσχεερ (1900–1918) Ράιχσβερ (1919–1935) Βέρμαχτ (1935–1945) |
Εν ενεργεία | 1900–1945 |
Βαθμός | (Generalfeldmarschall) |
Διοικήσεις | XIII Σώμα Στρατού, 2η Στρατιά, Ομάδα Στρατιών «B», Ομάδα Στρατιών «F» |
Μάχες/πόλεμοι | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Εξέγερση του Ρουρ
|
Τιμές | Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Προτείνεται το λήμμα με τίτλο «Μαξιμίλιαν φον Βάιξ» να μετακινηθεί υπό τον τίτλο «Μαξιμίλιαν φον Βάικς». Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. → (μετονομασία) |
Γόνος παλιάς γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας, Βαυαρός στην καταγωγή και πιστός καθολικός, ο Βάιξ γεννήθηκε στο Ντέσαου. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε νεαρή ηλικία και ακολούθησε τη σταδιοδρομία του αξιωματικού του Ιππικού. Ήταν από τους ελάχιστους που επελέγησαν για επιτελική εκπαίδευση στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό και από τους ακόμη λιγότερους που κατάφεραν να την ολοκληρώσουν επιτυχώς.[4] Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε μέρος υπηρετώντας σε επιτελικές θέσεις μεγάλων σχηματισμών, τελειώνοντας τον πόλεμο ως πολυπαρασημοφορημένος λοχαγός του Γενικού Επιτελείου σε Σώμα Στρατού. Εξασφαλίζοντας την παραμονή του στον «Στρατό των 100.000 ανδρών» και των 4.000 αξιωματικών που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία, κατέλαβε κατά τη δεκαετία του 1920 επιτελικές θέσεις σε διάφορους σχηματισμούς Ιππικού. Από το 1928 και έπειτα κατέλαβε διοικητικές θέσεις. Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Βάιξ ήταν ήδη Συνταγματάρχης. Τα επόμενα χρόνια διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη των σχηματισμών τεθωρακισμένων της Βέρμαχτ.
Διοικητής Σώματος Στρατού όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βάιξ ηγήθηκε του Σώματός του στην Πολωνική Εκστρατεία, καταλαμβάνοντας το Λβοφ και λαμβάνοντας μέρος στην πολιορκία της Βαρσοβίας. Ως διοικητής της 2ης Στρατιάς ξεχώρισε στην εισβολή στη Γαλλία το 1940 και κέρδισε τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού. Επικεφαλής της ίδιας Στρατιάς κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1941. Για την αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων ανταρτών γρήγορα εξέδωσε σκληρές διαταγές αντιποίνων για εκτελέσεις αμάχων πολιτών. Κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση οι μονάδες του Βάιξ συνέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους, πριν σταματήσουν μπροστά από τη Μόσχα. Ως διάδοχος του Στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ ανέλαβε καθήκοντα διοικητή της Ομάδας Στρατιών «Β» τον Ιούλιο του 1942 και συνέδεσε το όνομά του με την καταστροφή της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ, λίγο μετά το πέρας της οποίας προήχθη σε στρατάρχη.
Μετά από ανενεργό παραμονή εβδομάδων στην εφεδρεία, ο Βάιξ ανέλαβε καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ομάδας Στρατιών «F» στα Βαλκάνια. Είχε μερική επιτυχία στον αφοπλισμό των ιταλικών στρατευμάτων, όταν τα τελευταία αποχώρησαν από τον πόλεμο το 1943 και στην ανελέητη καταπολέμηση των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων ανταρτών, τόσο με στρατιωτικά όσο και με διπλωματικά μέσα. Το 1944/45 επέβλεψε τις σκληρές μάχες με τους Σοβιετικούς και τους αντάρτες του Τίτο, ενώ οργάνωσε την τακτική υποχώρηση των μονάδων του μέσω των Βαλκανίων κόντρα στις εντολές του Χίτλερ, πριν συνταξιοδοτηθεί τον Μάρτιο του 1945.
Στις 2 Μαΐου 1945 περιήλθε σε αμερικανική αιχμαλωσία. Επρόκειτο να προσαχθεί για εκτελέσεις αμάχων και άλλα εγκλήματα πολέμου στη Νυρεμβέργη, αλλά οι Σύμμαχοι για λόγους υγείας διέκοψαν τις ποινικές διαδικασίες εναντίον του και τον απελευθέρωσαν το καλοκαίρι του 1949. Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην αφάνεια, πεθαίνοντας σε ηλικία 72 ετών το 1954, στην οικία των προγόνων του, στον Πύργο Ρέσμπεργκ στο Μπόρνχαϊμ–Ρέσμπεργκ κοντά στη Βόννη.
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιξ γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1881 στο Ντέσαου[5] και ήταν γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας των Βάιξ, της οποίας οι ρίζες έφταναν ως την εποχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με καταγωγή από την άνω Βαυαρία, ο δε κλάδος της οικογένειας του Βάιξ από το Πριγκηπάτο της Κολωνίας.[6] Ο πατέρας του, Όττο, ήταν Ίλαρχος (Λοχαγός του Ιππικού), Σταβλάρχης του Δούκα του Άνχαλτ, νυμφευμένος επίσης με ευγενή, την Αυγούστα Σοφία, Βαρώνη του Ρέντβιτς (Auguste Sophie, Freiin von Redwitz)[7] η οποία καταγόταν από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το Μόναχο.[8] Ο νεαρός Μαξιμίλιαν φοίτησε στο σχολείο του Ντέσαου ως το 1895.[9] Εκείνη τη χρονιά έμεινε ορφανός από πατέρα και μετοίκησε, όντας μοναχογιός,[10] με τη μητέρα του στο Μόναχο.[8] Εκεί φοίτησε στο Γυμνάσιο «Βίλχελμ» και πήρε το απολυτήριό του το 1900.[11] Ως Βαυαρός, ο Βάιξ ήταν καθολικός το θρήσκευμα. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος και αφοσιωμένος στην πίστη του, κάτι που τον χαρακτήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του.[12]
Μετά το Γυμνάσιο ο Βάιξ αποφάσισε να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του στρατιωτικού, κατόπιν δικής του επιθυμίας.[10] Λόγω της ευγενούς του καταγωγής και του επαγγέλματος του πατέρα του επέλεξε το Όπλο του Ιππικού, το κατεξοχήν όπλο των ευγενών, το οποίο στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό έχαιρε τεράστιας εκτίμησης και προσέδιδε κοινωνικό κύρος.[13] Με το υπόβαθρο που διέθετε, ο Βάιξ εισήλθε ως Δόκιμος Αξιωματικός (Fahnenjunker) στις 15 Ιουλίου 1900[5] στο Βασιλικό Βαυαρικό 2ο Σύνταγμα Βαρέος Ιππικού «Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας–Έστε» (Königlich Bayerisches 2. Schweres-Reiter-Regiment „Erzherzog Franz Ferdinand von Österreich-Este“) στο Λάντσχουτ.[9] Τόσο η έδρα του, η πόλη του Λάντσχουτ, όσο και η μακραίωνη στρατιωτική παράδοση του, η οποία χρονολογούνταν από το 1815, καθιστούσαν το Σύνταγμα του Βάιξ έναν πρώτης τάξης, ελιτίστικο σχηματισμό.[14] Εκεί απέκτησε το βαθμό του Λοχία (Unteroffizier) την 1η Δεκεμβρίου 1900 και έγινε Ανθυπασπιστής (Fähnrich) στις 8 Φεβρουαρίου 1901. Ολοκληρώνοντας με επιτυχία τη βασική του εκπαίδευση, ο Βάιξ στάλθηκε κατόπιν στην «Πολεμική Σχολή» Μονάχου (Kriegsschule München) τον Μάρτιο του 1901. Από εκεί αποφοίτησε το Φεβρουάριο του επόμενου έτους. Στις 9 Μαρτίου 1902, επέτειο της ενθρόνισης του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄, ορκίστηκε Ανθυπίλαρχος.[5]
Τα επόμενα χρόνια ο Βάιξ τα πέρασε υπηρετώντας στο Σύνταγμά του. Φαίνεται πως ήταν ξεχωριστός αξιωματικός, καθώς το Φεβρουάριο του 1906 έγινε Υπασπιστής του Συντάγματός του. Η θέση αυτή ήταν συνήθως προοίμιο της σταδιοδρομίας του αξιωματικού στο Γενικό Επιτελείο.[15] Οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν την ελίτ του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Στρατού. Απολάμβαναν υπεροχής έναντι των υπολοίπων αξιωματικών, όχι μόνο διότι δεν πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και επειδή είχαν ταχύτερη βαθμολογική ανέλιξη.[16] Από τον Οκτώβριο του 1908 ως τον Σεπτέμβριο του 1910 βρισκόταν με μετάθεση στη Στρατιωτική Σχολή Ιππικού.[5] Η είσοδος στις τάξεις των Αξιωματικών Επιτελείου, οι οποίοι έφεραν τη χαρακτηριστική κόκκινη ρίγα στα παντελόνια τους, θεωρούνταν δύσκολη· οι αξιωματικοί που επιλέγονταν αρχικά με αυστηρά κριτήρια έπρεπε να έχουν το ελάχιστο οκτώ χρόνια υπηρεσίας, να έχουν διακριθεί μέσω της υπηρεσίας τους αυτής και επιπλέον να έχουν καλή αξιολόγηση από τους ανωτέρους τους και κατόπιν να περάσουν μέσα από μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, κατά την οποία πολλοί αποτύγχαναν. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν μόλις το 2,25% του συνόλου του σώματος.[4]
Δίνοντας εξετάσεις γενικών γνώσεων, τον Οκτώβριο του 1910 ο Βάιξ κατόρθωσε να εισέλθει στη Βαυαρική Πολεμική Ακαδημία (Bayerische Kriegsakademie) στο Μόναχο, η οποία δεχόταν ετησίως μόλις 16 αξιωματικούς. Η εκπαίδευση κράτησε τρία χρόνια, με διδακτικές περιόδους από τον Οκτώβριο ώς τον Ιούνιο.[17] Ενώ φοιτούσε στην Πολεμική Ακαδημία, προήχθη σε Υπίλαρχο στις 3 Σεπτεμβρίου 1911. Αποφοιτώντας τον Σεπτέμβριο του 1913 επέστρεψε στο Σύνταγμά του. Εκεί έλαβε προαγωγή σε Ίλαρχο στις 22 Φεβρουαρίου 1914.[5]
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, ο Βάιξ κατείχε τη θέση του Αγγελιοφόρου της Βαυαρικής Μεραρχίας Ιππικού.[5] Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών του στη Νυρεμβέργη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ισχυρίστηκε πως αρνήθηκε να διατάξει την πυρπόληση ενός γαλλικού χωριού κατά το τέλος του 1914, θέλοντας να καταδείξει πως ήταν έντιμος και επαγγελματίας στρατιωτικός.[18] Με τη μεραρχία του έλαβε μέρος στις μάχες της γαλλικής ενδοχώρας στη Λοθαριγγία, το Υπρ και τη Φλάνδρα από τον Οκτώβριο του 1914 ως Υπασπιστής της 4ης Βαυαρικής Ταξιαρχίας Ιππικού.[11] Στις 5 Οκτωβρίου του απονεμήθηκε το πρώτο του πολεμικό παράσημο, ο Σιδηρούς Σταυρός Β΄ Τάξης.[19] Τον Μάιο του επόμενου έτους ακολούθησε ο διορισμός του στη θέση του Ib (Αξιωματικού Προμηθειών) της 5ης Βαυαρικής Μεραρχίας Πεζικού, με την οποία ανέλαβε δράση και πάλι στο Δυτικό Μέτωπο, στις μάχες χαρακωμάτων του Μάας, του Μοζέλλα, του Αρτουά, της Φλάνδρας, του Αράς και των Βοσγίων.[20] Στη θέση αυτή του απονεμήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1915 ο Σιδηρούς Σταυρός Α΄ Τάξης.[19]
Τον Δεκέμβριο του 1916 ο Βάιξ βρέθηκε με απόσπαση στην Ανώτατη Διοίκηση του Αποσπάσματος Στρατιών Α, θέση την οποία διατήρησε ως τον Απρίλιο του 1917. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έλαβε μία ακόμη απόσπαση για την αναπληρωματική Γενική Διοίκηση του II Βαυαρικού Σώματος Στρατού και από τον Απρίλιο ως τον Μάιο του 1918 στη Γενική Διοίκηση του XV Εφεδρικού Βαυαρικού Σώματος Στρατού. Εκεί έλαβε το δεύτερο υψηλότερο παράσημο (κατώτερο μόνο του Pour le mérite) της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, τον Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Πρωσικού Τάγματος του Οίκου των Χοεντσόλερν με διεμβολή Ξιφών, το οποίο του απονεμήθηκε στις 22 Απριλίου 1918. Τον Νοέμβριο του 1918 υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων και της Αντάντ. Τον Δεκέμβριο του 1918, με τον Γερμανικό Στρατό να επιστρέφει πίσω στη Γερμανία, ο Βάιξ έλαβε τη θέση του στο Γενικό Επιτελείο του ΙΙ Βαυαρικού Σώματος Στρατού.[21]
Εκτός από τις δύο τάξεις του Σιδηρού Σταυρού και το Τάγμα του Οίκου των Χοεντσόλερν, ο Βάιξ εξήλθε από τον πόλεμο και με αρκετά ακόμη παράσημα.[2] Ως επιτελικός αξιωματικός, ο Βάιξ είχε μάλλον περιορισμένες εμπειρίες από το πεδίο της μάχης. Χαρακτηριστικό είναι πως στα απομνημονεύματά του οι εμπειρίες που καταγράφονται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι περιορισμένες.[22] Αυτές μετά τον πόλεμο τις συνόψισε με τα λόγια «Έτσι γνώρισα ήδη τότε τη φρίκη του πολέμου […] ειδικά τις καταστροφές [από] τον σύγχρονο πόλεμο υλικών».[23]
Ο Βάιξ ανήκε, λόγω της υπηρεσίας του στις επιτελικές θέσεις, στους 4.000 αξιωματικούς που θα στελέχωναν τον νέο «Στρατό των 100.000 ανδρών» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως επέβαλε η συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία.[12] Οι θέσεις που έλαβε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, μέχρι την άνοδο των Ναζί και την επέκταση του Γερμανικού Στρατού ήταν συνηθισμένες. Τον Μάιο του 1919 ο Βάιξ εισήλθε στο επιτελείο της 23ης Ταξιαρχίας της Ράιχσβερ[Σημ. 2] με έδρα την πόλη του Βύρτσμπουργκ και τον Απρίλιο του 1920 σε αυτό της 3ης Μεραρχίας Ιππικού στο Κάσσελ.[19] Την ταραγμένη αυτή για τη Γερμανία εποχή συμμετείχε στην αιματηρή καταστολή της κομμουνιστικής εξέγερσης του Ρουρ (Μάρτιος / Απρίλιος 1920).[24] Μετά από 22 χρόνια υπηρεσίας, τον Απρίλιο του 1922, έλαβε για πρώτη φορά διοικητική θέση, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση μιας Ίλης του 18ου Συντάγματος Ιππικού στη Στουτγκάρδη–Κάνστατ. Εκεί έφθασε το βαθμό του Επίλαρχου στις 5 Φεβρουαρίου 1923.[19]
Αναγνωρίζοντας την πολυετή εμπειρία του στα διάφορα επιτελεία όπου υπηρέτησε, από τον Φεβρουάριο του 1925 οι ανώτεροί του τοποθέτησαν τον Βάιξ ως καθηγητή τακτικής στη Σχολή Πεζικού της Ράιχσβερ (Infanterieschule der Reichswehr), που τότε έδραζε προσωρινά στο Όρντρουφ της Θουριγγίας, ενώ την επόμενη χρονιά[19] μεταφέρθηκε στη Δρέσδη.[25] Οι Σχολές αυτές των διαφόρων όπλων (υπήρχαν επίσης η Σχολή Ιππικού στο Αννόβερο και του Πυροβολικού στο Γύτερμπογκ) συνέχιζαν την παράδοση του απαγορευμένου από τη συνθήκη των Βερσαλλιών Γενικού Επιτελείου του Αυτοκρατορικού Στρατού και της εκπαίδευσης που παρείχε.[26] Παραδόξως ο Βάιξ δίδαξε σε Σχολή του Πεζικού και όχι του Ιππικού, το οποίο ήταν το όπλο στο οποίο ανήκε. Στη Σχολή Πεζικού δίδασκε την ίδια περίοδο ο τότε Ταγματάρχης του Πυροβολικού (και μετέπειτα στρατάρχης) Γκέοργκ φον Κύχλερ, τον οποίο γνώρισε κατά πάσα πιθανότητα εκεί ο Βάιξ.[25]
Η μετάθεση του Βάιξ στη Σχολή Πεζικού είχε διάρκεια λίγους μήνες. Ήδη τον Οκτώβριο του 1925 αποσπάστηκε στο 18ο Σύνταγμα Ιππικού, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1927. Τον Οκτώβριο του 1927 εισήλθε εκ νέου στο επιτελείο του 18ου Συντάγματος Ιππικού. Από την 1η Φεβρουαρίου 1928 ο Βάιξ ανέλαβε ως αντισυνταγματάρχης τη διοίκηση του 18ου Συντάγματος Ιππικού. Τότε αποφάσισε να νυμφευθεί. Όλως περιέργως, την εποχή που κατά παράδοση οι αξιωματικοί νυμφεύονταν σε μικρότερη ηλικία και βαθμό, ο Βάιξ ήταν ήδη 46 ετών και εργένης, αποτελώντας έτσι μια «παραφωνία» στο σώμα των αξιωματικών.[27] Στις 18 Ιουλίου 1928[27] νυμφεύθηκε τη Μαργκαρέτε, βαρόνη φον Νίσεβαντ. Δεν απέκτησαν παιδιά.[19] Τον Μάρτιο του 1930 ονομάστηκε Επιτελάρχης της 1ης Μεραρχίας Ιππικού στη Φραγκφούρτη επί του Όντερ. Την 1η Νοεμβρίου 1930 έγινε συνταγματάρχης και τον Δεκέμβριο του 1932 εισήλθε στο επιτελείο της Διοίκησης Ομάδων 2 στο Κάσσελ,[19] μια θέση αρκετά σημαντική, καθώς η Διοίκηση Ομάδων (Gruppenkommando) αντιστοιχούσε σε Ομάδα Στρατιών εν καιρώ πολέμου, την εποχή που υπήρχαν μόνο δύο Διοικήσεις Ομάδων.[28] Ενόσω διατελούσε στη θέση αυτή, έγινε η κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί τον Ιανουάριο του 1933.
Την 1η Φεβρουαρίου 1933, δύο μόλις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Χίτλερ στην Καγκελαρία του Ράιχ, ο Βάιξ ανέλαβε τη θέση του Αρχηγού του Πεζικού ΙΙΙ.[8] Στρατηγοί της ηλικίας του ήταν γενικά ικανοποιημένοι από την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών και ο Βάιξ δεν αποτελούσε εξαίρεση. «Η υποδούλωση μέσω της Συνθήκης των Βερσαλλιών», έγραφε αργότερα, «διχόνοια των πολιτικών κομμάτων, μόνιμη εναλλαγή καθεστώτων, οικονομικές κρίσεις, [που είχαν] ως συνέπεια την αύξηση [της επιρροής] του κομμουνισμού, μας κατέστησαν ευάλωτους στις υποσχέσεις των εθνικοσοσιαλιστών» με απολογητικό τόνο.[29] Ο Βάιξ ήταν μάλλον επιφυλακτικός απέναντι στον Χίτλερ και το καθεστώς του. Η θρησκευτικότητά του, η αριστοκρατική του καταγωγή και η προσπάθειά του να διατηρηθεί η απολιτική φύση του στρατεύματος τον έκαναν να τηρεί τις αποστάσεις του, χωρίς να απορρίψει το νέο καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, η σχεδιαζόμενη επέκταση των ενόπλων δυνάμεων, η κρατική σταθερότητα και η αποκατάσταση του γερμανικού κύρους ήταν αρκετά για να διαμορφώσουν μια ανεκτική στάση απέναντι σε πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του «κινήματος».[27][30] Έτσι τον Μάρτιο του 1933 ο Βάιξ αντέδρασε στην ενασχόληση του Ράιχσταγκ με την τοποθεσία της στρατιωτικής εκκλησίας στο Πότσδαμ.[8]
Την 1η Απριλίου 1933 ο Βάιξ εισήλθε στις τάξεις των ανώτατων αξιωματικών της Ράιχσβερ με την προαγωγή του στον βαθμό του υποστράτηγου, ενώ τον Οκτώβριο του 1933 μετατέθηκε στο Επιτελείο της 3ης Μεραρχίας Ιππικού στη Βαϊμάρη, τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε επισήμως τον ίδιο Δεκέμβριο.[19] Στο μεταξύ, στο Βερολίνο δρομολογούνταν οι εξελίξεις για την επέκταση του Στρατού. Ο νέος Υπουργός Άμυνας, Αρχιστράτηγος Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ συνέδεσε το όνομά του με την προσπάθεια αυτή. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1934 δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις για τον τριπλασιασμό του στρατιωτικού προσωπικού, προς όφελος των παλαιών στρατιωτικών, οι οποίοι είδαν τη σταδιοδρομία τους να απογειώνεται, αν διέθεταν την πολιτική ευελιξία να αποφύγουν τις εκάστοτε διώξεις που εξαπέλυε εναντίον εν δυνάμει εμποδίων του το καθεστώς. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε μια στροφή στο μέχρι τότε δόγμα, με την καθιέρωση ρηξικέλευθων όπλων όπως τα Τεθωρακισμένα και η Αεροπορία. Υπερνικώντας τις αντιρρήσεις των συντηρητικών αξιωματικών, όπως του Βέρνερ Φράιχερ φον Φριτς και του Λούντβιχ Μπεκ, ο Μπλόμπεργκ διέταξε τη μετατροπή των τριών μεραρχιών Ιππικού σε Μεραρχίες Πάντσερ (Τεθωρακισμένων).[31]
Ο Βάιξ φαίνεται πως πέτυχε ικανοποιητικά αποτελέσματα στη νέα αποστολή του, καθώς στην ιστορία της 1ης Μεραρχίας Πάντσερ αναφέρεται πως ο Βάιξ αφιερώθηκε «με μετριοπάθεια […] και σιγουριά»,[32] σε αυτήν, παρά το γεγονός πως για αυτόν ήταν μια οδυνηρή διαδικασία η διάλυση μιας μονάδας του Όπλου του.[23] Ο Χάιντς Γκουντέριαν, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ, ανέφερε αργότερα πως είχε τον Βάιξ, τον οποίο γνώριζε, «σε υψηλή εκτίμηση, τόσο ως στρατιώτη όσο και άνθρωπο».[33] Στις 20 Απριλίου 1935, την ημέρα των 46ων γενεθλίων του Χίτλερ, ο Βάιξ προήχθη σε αντιστράτηγο.[19] Επισήμως οι τρεις μεραρχίες Πάντσερ δημιουργήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1935.[34] Διατηρώντας τη θέση του αυτή, από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1936[19] ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωματικού διοικητή του VII Σώματος Στρατού με έδρα το Μόναχο, αναπληρώνοντας τον Βάλτερ φον Ράιχεναου, που βρισκόταν σε αποστολή στην Κίνα.[27]
Στις 2 Οκτωβρίου 1936 ο Βάιξ προήχθη στον επόμενο βαθμό του, αυτόν του Στρατηγού του Ιππικού (General der Kavallerie). Ενώ η κύρια ενασχόλησή του ήταν αυτή της ανάπτυξης των μηχανοκίνητων σχηματισμών, ο Βάιξ δεν προήχθη στον νεοσύστατο βαθμό του Στρατηγού των Τεθωρακισμένων αλλά, επιθυμώντας να διατηρήσει τους δεσμούς του με το αγαπημένο του Όπλο, προτίμησε να προαχθεί σε Στρατηγό του Ιππικού, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.[35] Την 1η Οκτωβρίου 1937 ονομάστηκε Διοικών Στρατηγός του XIII Σώματος Στρατού στη Νυρεμβέργη.[32] Στη θέση αυτή ο Βάιξ κατάφερε να εδραιώσει την αξιοπιστία του, ανεβαίνοντας στην εκτίμηση των Ναζί. Η πόλη της Νυρεμβέργης ήταν επίσης η έδρα του Γιούλιους Στράιχερ, αντισημίτη και δημαγωγού πολιτικού, γνωστού και για το αντιχριστιανικό κήρυγμα που εξαπέλυε από την προπαγανδιστική εφημερίδα του «Der Stürmer».[36] Ο Βάιξ κατόρθωσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην συγκρουστεί με τον Στράιχερ. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στη διπλωματικότητα και την ευφυΐα του.[32] Ωστόσο δεν κατάφερε να αποφύγει τις διαφωνίες με τον θερμόαιμο Γκάουλαϊτερ. Αυτό σε συνδυασμό με την αφοσίωσή του στον Καθολικισμό προκάλεσαν τις υποψίες υψηλόβαθμων Ναζί.[37] Ευτυχώς για τον ίδιο, η ενασχόλησή του με τη διοργάνωση των Κομματικών Συνεδρίων της Νυρεμβέργης ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον Χίτλερ. Ο Βάιξ αποκαλούσε εκεί τον εαυτό του «ένα σταυροδρόμι μεταξύ υπαξιωματικού επιδείξεων και σκηνοθέτη». Η επιτυχία του συνεδρίου εξασφάλισε τη θέση του Βάιξ και απέτρεψε την εκδίωξή του με το κύμα συνταξιοδοτήσεων της επόμενης χρονιάς.[27]
Το επόμενο έτος ξεκίνησε με το σκάνδαλο Φριτς-Μπλόμπεργκ, που οδήγησε στην έξοδο του Στρατάρχη Μπλόμπεργκ και του Αρχιστράτηγου Φριτς από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο νέος Ανώτατος Διοικητής του Στρατού Βάλτερ φον Μπράουχιτς «εκκαθάρισε» το στράτευμα, συνταξιοδοτώντας αντιδραστικούς αξιωματικούς και προετοιμάζοντας το έδαφος για την εφαρμογή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του Χίτλερ.[38] Παρά την αναταραχή που προκάλεσε η αποπομπή των Μπλόμπεργκ και Φριτς, ο Χίτλερ κατάφερε να καθησυχάσει προσωπικά τους στρατηγούς του.[39] Τον ίδιο Μάρτιο ο Βάιξ εισήλθε με το Σώμα Στρατού του στην Αυστρία, καταλαμβάνοντάς την αναίμακτα και ενσωματώνοντάς την στο Γερμανικό Ράιχ (Άνσλους - η προσάρτηση της Αυστρίας).[25] Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν ιδιαίτερα χαρμόσυνη και ο Βάιξ έγραφε πως «ποτέ ξανά δεν είχα ζήσει τέτοια χαρά».[40]
Η επιτυχία του Άνσλους κατόρθωσε να επισκιάσει την κρίση των προηγούμενων μηνών. Με αναπτερωμένη πλέον αισιοδοξία ο Χίτλερ στράφηκε προς την Τσεχοσλοβακία, αποσκοπώντας να ενσωματώσει στη Γερμανία τα 2,9 εκατομμύρια Γερμανών που κατοικούσαν στη Σουδητία (Sudetendeutsche). Το κράτος της Τσεχοσλοβακίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση. Μετά τη δολοφονία δύο Γερμανών Σουδητών, οι Τσεχοσλοβάκοι, που σε καιρό ειρήνης διέθεταν στρατό 200.000 ανδρών και 50.000 εφέδρων, προέβησαν σε δύο επιστρατεύσεις, μια μερική τον Μάιο και μια γενική τον Σεπτέμβριο του 1938, φτάνοντας έτσι σε σχηματισμό στρατού 380.000 και 1,5 εκατομμυρίου ανδρών αντίστοιχα. Οι εξελίξεις αυτές θορύβησαν τη διεθνή διπλωματία, αφού υπήρχε (από το 1935) σύμφωνο στρατιωτικής υποστήριξης της Τσεχοσλοβακίας και από τη Γαλλία και από τη Ρωσία, θορύβησε όμως κυρίως υψηλόβαθμους Γερμανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι διέβλεπαν έναν νέο πανευρωπαϊκό πόλεμο προ των πυλών, τον οποίο η Γερμανία φοβόταν πως θα έχανε. Ο Μπεκ προσπάθησε να παρακινήσει τους συναδέλφους του να αντιδράσουν με μια σειρά συναντήσεων και υπομνημάτων.[41] Στις συζητήσεις αυτές συμμετείχε και ο Βάιξ.[42] Τελικώς ο Μπεκ βρέθηκε χωρίς συμμάχους και τον Αύγουστο υπέβαλε την παραίτησή του. Οι εναπομείναντες στρατηγοί προσπάθησαν να οργανώσουν πραξικόπημα, σε περίπτωση που η σχεδιαζόμενη στρατιωτική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία (Περίπτωση «Πράσινο») λάμβανε χώρα και προκαλούσε νέο πόλεμο.[43] Ο Βάιξ ήταν ωστόσο απρόθυμος να συμμετέχει σε κάτι τέτοιο, παρουσιάζοντας μια ιδιότυπη στάση έναντι της αντίστασης, γράφοντας πως στρατιωτικά κινήματα συνέβαιναν μέχρι τότε «μόνο στους λαούς των Βαλκανίων και σε λατινοαμερικανικά κράτη, οδηγώντας τα σε διαρκείς αναταραχές».[44]
Το πραξικόπημα ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, καθώς με τη Συμφωνία του Μονάχου της 30ής Σεπτεμβρίου 1938 οι ισχυρές Ευρωπαϊκές δυνάμεις Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία δέχτηκαν το αίτημα του Χίτλερ για "δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Σουδητών" και απέδωσαν τη Σουδητία στη Γερμανία, ενώ ό,τι είχε απομείνει από την Τσεχοσλοβακία ανακηρύχθηκε «προτεκτοράτο» της Ναζιστικής Γερμανίας τον επόμενο Μάρτιο.[45] Το XIII Σώμα Στρατού του Βάιξ ήταν από αυτά που έλαβαν μέρος στην κατάληψη της Σουδητίας το φθινόπωρο του 1938.[25] Η διπλωματική επιτυχία του Χίτλερ στο Μόναχο αποδυνάμωσε κι άλλο τους κύκλους των σκεπτικιστών. Ο ίδιος ο Βάιξ δήλωσε «βαθύτατα εντυπωσιασμένος από αυτόν τον θρίαμβο».[46]
Τον ίδιο Νοέμβριο ξέσπασε στη Γερμανία ένα εκτεταμένο πογκρόμ κατά του εβραϊκού πληθυσμού, με κορύφωση τη νύχτα της 9ης προς την 10η Νοεμβρίου 1938, επονομαζόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες, όπως και οι δολοφονίες Εβραίων αποτέλεσαν κοινό τόπο. Ο Βάιξ δήλωσε συγκλονισμένος από τις εξελίξεις, απέφυγε όμως να κατηγορήσει τον Χίτλερ, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον Υπουργό Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς. Αιτήθηκε επίσης άμεση διερεύνηση των καταστροφών και απηύθυνε επίσημο διάγγελμα στους ηγέτες των SA που θεωρούσε πως ευθύνονταν.[46]
Τον Μάρτιο του 1939 το XIII Σώμα Στρατού έλαβε μέρος στην κατάληψη της Τσεχίας.[25] Στη συνέχεια ξεκίνησε την προετοιμασία του για την επικείμενη εισβολή στην Πολωνία. «Τυφλωμένος από τις επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής», ο Βάιξ αγνοούσε πως η εποχή των αναίμακτων επεκτάσεων της Γερμανίας είχε λάβει τέλος.[47]
Για την Πολωνική εκστρατεία το XIII Σώμα Στρατού του Βάιξ υπήχθη στην 8η Στρατιά του Στρατηγού του Πεζικού Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς,[32] ίσως την πιο αδύναμη από τις γερμανικές Στρατιές που συμμετείχαν στην εκστρατεία.[48] Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, μετά από σκηνοθετημένα επεισόδια που λειτούργησαν ως πρόφαση, τα γερμανικά στρατεύματα παραβίασαν τη γερμανοπολωνική μεθόριο, σηματοδοτώντας την επίσημη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[49] Με κύρια αποστολή να προστατεύει την 10η Στρατιά του Στρατηγού Βάλτερ φον Ράιχεναου κατά την προέλασή της, η 8η Στρατιά επικέντρωσε τις επιθετικές της προσπάθειες στην κεντρική Σιλεσία.[48]
Ο Βάιξ διέθετε για την αποστολή του Σώματός του δύο Μεραρχίες Πεζικού (10η και 17η), καθώς και το Σύνταγμα SS «Leibstandarte SS Adolf Hitler».[50] Αντιμετωπίζοντας μόνο μία πολωνική μεραρχία, οι μονάδες της 8ης Στρατιάς εισέβαλαν εύκολα στη Σιλεσία.[48] Το XIII Σώμα Στρατού επιτέθηκε κατά της ισχυρής αμυντικής γραμμής επί του ποταμού Βάρτε[51] και κατάφερε να διασχίσει τον ποταμό στις 6 Σεπτεμβρίου, έχοντας εγκαταστήσει προγεφυρώματα την προηγούμενη ημέρα.[48] Ο Βάιξ ήταν κατενθουσιασμένος από την επιτυχία του αυτή και έγραφε στον κουνιάδο του, πως η διάβαση του ποταμού ήταν κάτι που «δεν θεωρούσα δυνατό βασιζόμενος στις εμπειρίες μου από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» και τόνιζε με αισιοδοξία: «Η εκστρατεία σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων είναι θαυμάσια!».[52]
Τις επόμενες μέρες η 8η Στρατιά συνέχισε να προελαύνει, αξιοποιώντας τα προγεφυρώματα στον Βάρτε που εξασφάλισε το Σώμα του Βάιξ. Στις 8 Σεπτεμβρίου η 8η Στρατιά περικύκλωσε το Λοτζ και χωρίς να καταλάβει την πόλη συνέχισε την πορεία της.[53] Βάσει σχεδίου η πόλη καταλήφθηκε στις 9 του μήνα[54] και ο Βάιξ εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Grand Hotel της πόλης. Στο ημερολόγιό του άφησε να έρθει στην επιφάνεια η αριστοκρατική του περιφρόνηση για την πόλη, την οποία χαρακτήριζε «εξαιρετικά απαίσια βιομηχανική πόλη χωρίς αρχιτεκτονική γοητεία».[55]
Ο Βάιξ αγνοούσε κατά την κατάληψη, πως είχε σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει. Την ίδια ημέρα ο Μπλάσκοβιτς ήλπιζε πως θα μπορούσε να φτάσει στην πολωνική γραμμή άμυνας στον ποταμό Μπζούρα. Γνώριζε πως στην περιοχή επιχειρήσεών του αντιμετώπιζε υπέρτερες δυνάμεις, ωστόσο η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση είχε υποτιμήσει κατά πολύ την ισχύ τους.[56] Οι 150.000 περίπου στρατιώτες των Στρατιών «Πομόρζε» και «Πόζναν», η τελευταία υπό την ηγεσία του Στρατηγού Ταντέους Κουρτσέμπα, είχαν προσπεραστεί από τα γερμανικά τεθωρακισμένα[57] και υπερείχαν αριθμητικά έναντι της 8ης Στρατιάς σε αναλογία 2:1.[56] Ο Κουρτσέμπα επέμενε σθεναρά στην ιδέα αντεπίθεσης, αλλά αδυνατούσε να λάβει οριστική έγκριση από το Γενικό Επιτελείο λόγω δυσχερειών στις τηλεπικοινωνίες, λαμβάνοντας έτσι την πρωτοβουλία να εξαπολύσει την επίθεσή του στις 9 Σεπτεμβρίου. Η Στρατιά του Πόζναν θα κατευθυνόταν προς το Λοτζ, ενώ η Στρατιά του Πομόρζε θα κατευθυνόταν στα ανατολικά για να άρει την πολιορκία της Βαρσοβίας.[58]
Απολαμβάνοντας υπεροχή σε υποστήριξη του πυροβολικού, οι Πολωνοί επιτέθηκαν από τον Μπζούρα και αιφνιδίασαν πλήρως την 30ή Μεραρχία Πεζικού, αναγκάζοντάς την σε άτακτη υποχώρηση.[59] Η πολωνική επίθεση κατάφερε πράγματι να κερδίσει έδαφος και κατευθύνθηκε προς το Λοτζ. Καθώς το XIII Σώμα Στρατού κατευθυνόταν προς τη Βαρσοβία, το Λοτζ ήταν εντελώς ανυπεράσπιστο. Έτσι ο Βάιξ αναγκάστηκε να διατάξει τις μεραρχίες του να γυρίσουν πίσω και να υπερασπιστούν την πόλη.[60] Εν τω μεταξύ η αντεπίθεση του 23ου Συντάγματος Πάντσερ στις 11 Σεπτεμβρίου στα νοτιοδυτικά απέτυχε λόγω της ισχυρής αντιαρματικής άμυνας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Χίτλερ επέλεξε να επισκεφθεί τον Μπλάσκοβιτς, περνώντας και από το αρχηγείο του XIII Σώματος Στρατού.[61]
Σύντομα οι Γερμανοί ανέκτησαν και πάλι την πρωτοβουλία στις επιχειρήσεις, καθώς δέσμευσαν την 10η Στρατιά και μονάδες του 4ου Αεροπορικού Στόλου του Στρατηγού των Ιπταμένων Αλεξάντερ Λερ. Έχοντας την απόλυτη κυριαρχία στους αιθέρες, κατάφεραν να την αποκτήσουν και στην ξηρά. Μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου οι πολωνικές επιθέσεις σταμάτησαν ολοκληρωτικά.[56] Πιεζόμενοι από συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις μεταξύ του Μπζούρα και του Βιστούλα, 170.000 περίπου Πολωνοί κατέθεσαν τα όπλα.[62]
Το XIII Σώμα Στρατού συνέχισε κατόπιν την πορεία του προς τη Βαρσοβία. Η πολωνική πρωτεύουσα περικυκλώθηκε από όλες τις πλευρές, αλλά οι 58.000 περίπου[63] υπερασπιστές της συνέχιζαν να αντιστέκονται. Οι Γερμανοί απάντησαν με καταστροφικούς βομβαρδισμούς, καταστρέφοντας περίπου το 20% της πόλης.[64] Οι επιθέσεις του πεζικού XIII Σώματος Στρατού καθηλώθηκαν σύντομα και ο Βάιξ εξέφρασε την ανησυχία του για την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο ημερολόγιό του. Ήταν πια προφανές πως για την κατάληψη της πόλης, οι Γερμανοί θα έπρεπε να υποστούν τεράστιες απώλειες σε μάχες εκ του σύνεγγυς στο εσωτερικό της πόλης.[63]
Έχοντας αντιληφθεί πλέον το μάταιο της αντίστασης, ο διοικητής της πόλης Γιούλιους Ρόμελ αποφάσισε να παραδώσει την πόλη. Ήδη η Βαρσοβία είχε σχεδόν ισοπεδωθεί.[65] Στις 27 Σεπτεμβρίου η παράδοση υπεγράφη. Η Πολωνική Εκστρατεία είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της.[66] Στο ημερολόγιό του ο Βάιξ αποτύπωσε τον θαυμασμό του για την εγκαρτέρηση των Πολωνών που βάδιζαν στην αιχμαλωσία.[63][67]
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ο Βάιξ ήρθε αντιμέτωπος με πολυάριθμα εγκλήματα πολέμου στην περιοχή ευθύνης του Σώματός του. Ο ίδιος ήταν σε κάποιο βαθμό αντισημίτης και εκφραζόταν με υποτιμητικά λόγια για τους Εβραίους του Λοτζ, επικρίνοντας κυρίως τις συνθήκες υγιεινής στις οποίες ζούσαν. Έτσι έλαβε την απόφαση να αποκλείσει την πρόσβαση των στρατιωτών του στην εβραϊκή συνοικία, προειδοποιώντας παράλληλα τους στρατιώτες του να μην προβούν σε αυθαιρεσίες. Όταν ένας Ανθυπολοχαγός της Στρατονομίας πυροβόλησε έναν Εβραίο, ο Βάιξ διέταξε να περάσει από στρατοδικείο, αποσκοπώντας όπως έγραφε αργότερα, να παραδειγματίσει τους στρατιώτες του. Η δίκη ανακλήθηκε άνωθεν και ανατέθηκε σε άλλο είδος δικαστηρίου, πέρα από την εξουσία του Βάιξ, αθωώνοντας τον κατηγορούμενο.[68] Αλλά και η Leibstandarte SS Adolf Hitler που υπαγόταν στο XIII Σώμα Στρατού, προέβη σε εκτεταμένες σφαγές του εβραϊκού πληθυσμού της Πολωνίας. Όποια προσπάθεια να καταδικαστούν οι ένοχοι έμενε άκαρπη, καθώς με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο οι Ναζί κατάφερναν να αποτρέπουν τις εκδικάσεις των υποθέσεων ή τουλάχιστον να επιβάλλουν εξαιρετικά ελαφριές ποινές.[69]
Μετά από συζητήσεις με τον Βάιξ, τον Ράιχεναου και τον Φέντορ φον Μποκ, ο Γκύντερ φον Κλούγκε διαμαρτυρήθηκε στον Ανώτατο Διοικητή της κατεχόμενης Πολωνίας, Αρχιστράτηγο Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς. Η Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων (Oberkommando der Wehrmacht, OKW) κώφευε.[70] Ο ηγέτης των SS, Χάινριχ Χίμλερ, ανέλαβε να πείσει με ομιλία του τους στρατηγούς στο αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών «Α» στο Κόμπλεντς στις 13 Μαρτίου 1940. Υπεραμύνθηκε της πολιτικής που ακολουθούσε ως τότε και αποκάλεσε τις εκτελέσεις «πολύ σκληρές — αλλά απαιραίτητες». Ο Βάιξ δεν φαινόταν να πείθεται.[71] Εν όψει της εκστρατείας στη Δύση το θέμα έληξε. Πολλοί από τους στρατηγούς που διαμαρτύρονταν θα έφταναν να διαπράξουν οι ίδιοι ακρότητες στην εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης έναν χρόνο αργότερα.
Στην Πολωνική Εκστρατεία ο Βάιξ αναδείχθηκε ικανός ως στρατιωτικός ηγέτης και επέδειξε προσωπική γενναιότητα. Έτσι του ανατέθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1939 η ηγεσία της 2ης Στρατιάς εν όψει της εισβολής στη Δύση.[25]
Η 2η Στρατιά δεν έλαβε μέρος στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ευρισκόμενη στην εφεδρεία της Ομάδας Στρατιών «Α».[72] Μετά την περικύκλωση της Δουνκέρκης από τους μηχανοκίνητους σχηματισμούς κι ενώ η μάχη είχε κριθεί, η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων κηρύχθηκε στις 4 Ιουνίου.[72] Η Κόκκινη Περίπτωση, όπως ονομαζόταν η επιχείρηση, είχε ως σκοπό να περικυκλώσει ό,τι είχε απομείνει από τις συμμαχικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Γαλλίας, από τη Γραμμή Μαζινό ως την Ελβετία.[73] Η 2η Στρατιά επιτέθηκε στις 9 Ιουνίου και αντιμετώπισε ισχυρή αντίσταση, κατορθώνοντας παρ' όλα αυτά να διαρρήξει την εχθρική άμυνα στον ποταμό Αιν.[74]
Για τις επιτυχίες στη Γαλλία της Στρατιάς που διοικούσε, ο Βάιξ παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 29 Ιουνίου 1940.[19] Στις 19 Ιουλίου 1940, στο κύμα προαγωγών στο Ράιχσταγκ,[75] μαζί με πολλούς άλλους συνάδελφούς του, προήχθη σε αρχιστράτηγο.[76] Μετά την επιτυχία στη Γαλλία, ο Βάιξ στάλθηκε στο Μόναχο, για να επιβλέψει την εκπαίδευση των καινούριων γερμανικών μεραρχιών.[32]
Η εισβολή στα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας την άνοιξη του 1941 ήταν μια επιχείρηση που δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητη από τη γερμανική ηγεσία. Για την προστασία της νότιας πτέρυγας ενόψει της σχεδιαζόμενης εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, η κατάληψη της Ελλάδας και η εκδίωξη της Βρετανικής στρατιωτικής δύναμης από εκεί κρίθηκε απαραίτητη.[77] Αμφιταλαντευόμενος, ο ηγεμόνας της Γιουγκοσλαβίας Πρίγκηπας Παύλος πείστηκε τελικά να προσχωρήσει στις δυνάμεις του Άξονα στις 25 Μαρτίου 1941. Την επόμενη ημέρα η κυβέρνησή του ανατράπηκε με πραξικόπημα. Παρά τις διαβεβαιώσεις πως η χώρα δεν θα στρεφόταν εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος πως το νέο καθεστώς σύντομα θα έπαιρνε το μέρος των Συμμάχων. Για τον λόγο αυτό ανακοίνωσε στις 27 Απριλίου την απόφασή του να «καταστρέψει τη Γιουγκοσλαβία ως στρατιωτική δύναμη και ανεξάρτητο κράτος».[78]
Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία έγιναν βιαστικά, λόγω έλλειψης χρόνου και της επιθυμίας του Χίτλερ να μην διαταραχθεί το χρονοδιάγραμμα της Επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα».[79] Ο Βάιξ και το επιτελείο του στάλθηκαν εσπευσμένα στο Γκρατς της Αυστρίας για να διευθύνουν τις επιχειρήσεις.[72] Στη δεύτερη Στρατιά υπήχθησαν το XLIX Ορεινό Σώμα Στρατού, το LI και το LII Σώμα Στρατού και το XLVI Σώμα Πάντσερ.[80] Το σχέδιο της OKW προέβλεπε την κύρια επίθεση της 2ης Στρατιάς στις 10 Απριλίου με κατεύθυνση το Βελιγράδι, μεταξύ των ποταμών Δράβου και Σάβου, που θεωρούνταν κατάλληλη περιοχή για την ανάπτυξη των μηχανοκίνητων σχηματισμών της 2ης Στρατιάς. Το XLVI Σώμα Πάντσερ ξεκίνησε στις 6 Απριλίου για να εξασφαλίσει, σε συνεργασία με την Ομάδα Πάντσερ 1, τις γέφυρες για τη διάβαση του πεζικού.[81]
Στις 6 Απριλίου, μονάδες του 4ου Αεροπορικού Στόλου βομβάρδισαν το Βελιγράδι και κατέστρεψαν στόχους εδάφους.[82] Ο Βάιξ αντιμετώπιζε ιδιαίτερες δυσχέρειες με τις κινήσεις των μονάδων του, καθώς οι περισσότερες μονάδες έπρεπε να μεταφερθούν στη γραμμή εκκίνησης από τη Γαλλία και την ανατολική Πολωνία. Στις 6 Απριλίου μόνο το XLVI Σώμα Πάντσερ ήταν πλήρως προετοιμασμένο να επιτεθεί.[83] Οι πρώτες επιθέσεις ήταν μικρής κλίμακας, αλλά ενθάρρυναν τους επιτιθέμενους. Όταν η κύρια επίθεση εξαπολύθηκε στις 10 Απριλίου, οι Κροάτες στρατιώτες που ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν για τη Σερβία άρχισαν να λιποτακτούν μαζικά και η αντίσταση κατέρρευσε.[84] Αντιμετωπίζοντας ως επί το πλείστον αμελητέα αντίσταση, οι μονάδες της 2ης Στρατιάς κατευθύνθηκαν προς το Βελιγράδι. Είναι χαρακτηριστικό πως οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στην κίνηση των μονάδων οφείλονταν περισσότερο στην κακή κατάσταση του οδικού δικτύου παρά στην εχθρική αντίσταση.[80]
Στις 11 Απριλίου κατελήφθη το Ζάγκρεμπ (Άγκραμ) από μονάδες της 14ης Μεραρχίας Πάντσερ. Οι μονάδες αυτές έγιναν πανηγυρικά δεκτές από φιλογερμανικά πλήθη.[85] Την ίδια ημέρα το XLIX Ορεινό Σώμα Στρατού κατέλαβε το Τσέλιε (στη σημερινή Σλοβενία).[86] Κατόπιν ο Βάιξ μετακίνησε το αρχηγείο του στην πόλη[80] το απόγευμα της 13ης Απριλίου.[87] Οι μηχανοκίνητοι σχηματισμοί της 2ης Στρατιάς και της Ομάδας Πάντσερ 1 κινήθηκαν κατά του Βελιγραδίου και το κατέλαβαν στις 13 Απριλίου.[88] Στα ανατολικά, το Σεράγεβο κατελήφθη στις 15 Απριλίου. Από την πόλη και τις γύρω περιοχές πιάστηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης πάνω από 80.000 αιχμάλωτοι. Η Γιουγκοσλαβική 2η Στρατιά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Οι μονάδες Πάντσερ της 2ης Στρατιάς συνέχισαν στα νότια, για να καταδιώξουν τις εναπομείνασες γιουγκοσλαβικές δυνάμεις που υποχωρούσαν.[89]
Στις 14 Απριλίου η γιουγκοσλαβική ηγεσία έλαβε την απόφαση να συνθηκολογήσει. Η OKW επιφόρτισε τον Βάιξ να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων. Στις 15 Απριλίου ο Βάιξ έφτασε στο Βελιγράδι. Δύο ημέρες αργότερα υπεγράφη επίσημα η παράδοση, μόλις 12 ημέρες μετά την έναρξη της εκστρατείας.[90] Η εισβολή στη Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε τακτική και στρατηγική επιτυχία των Γερμανών, οι οποίοι αιχμαλώτισαν 254.000 στρατιώτες (πολλοί από αυτούς απελευθερώθηκαν γρήγορα, καθώς είχαν εξαναγκαστεί να πολεμήσουν με το Γιουγκοσλαβικό Στρατό) με κόστος 151 νεκρών, 392 τραυματιών και 15 αγνοουμένων.[91]
Η ήττα του τακτικού στρατού στα πεδία των μαχών έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων που μάχονταν κατά της γερμανικής κατοχής,[92] αλλά και των Κροατών Ουστάσα.[93] Η δράση των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων (ανταρτών) υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, τόσο που ανάγκασε τον Βάιξ να προχωρήσει σε έκδοση αυστηρών διαταγών για την καταπολέμηση του κινδύνου.[94] Καθώς η Βέρμαχτ ουδέποτε ανέπτυξε μια συγκροτημένη πολιτική στο θέμα της αντιμετώπισης των αντάρτικων ομάδων, ιδιαίτερα σε αυτό το πρώιμο στάδιο του πολέμου, εφαρμόσθηκε η μέθοδος των μαζικών εκτελέσεων αμάχων εν είδει αντιποίνων (Sühnemaßnahmen, μέτρα αντιποίνων) για τη δράση των ανταρτών.[95] Τέτοιες μέθοδοι είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, όπως π.χ. στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και στο Βέλγιο το 1914, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή.[95]
Ο Βάιξ υπήρξε ο εμπνευστής της διαταγής της 28ης Απριλίου 1941, με την οποία νομιμοποιούνταν τα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού για την πάταξη της αντίστασης. Επειδή μετά την ανακωχή της Γιουγκοσλαβίας η ένοπλη αντίσταση θεωρούνταν παράνομη σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, ο Βάιξ αποφάσισε να κινηθεί έξω από τα πλαίσιά του.[96] Σύμφωνα με κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα της διαταγής:[97]
Όταν σε κάποια περιοχή εμφανίζεται μια ένοπλη συμμορία [ενν. ομάδα ανταρτών] […] θα τουφεκίζονται όλοι οι άνδρες που είναι ικανοί να φέρουν όπλο και βρίσκονται κοντά στους συμμορίτες, επίσης και όταν δεν είναι σε θέση να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν έχουν σχέση με τους συμμορίτες. […] Όλοι οι εκτελεσθέντες θα πρέπει να απαγχονίζονται. […] Τα πτώματά τους πρέπει να αφήνονται στην κρεμάλα. Συλλήψεις έπειτα από επιθέσεις συνιστούν λάθος και αποκλείονται.
Η διαταγή αυτή, πέραν της ιδιαίτερης σκληρότητάς της, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν από τις πρώτες του είδους της στην κατεχόμενη Ευρώπη.[95] Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή ο Βάιξ ενήργησε με αποκλειστικά δική του βούληση και όχι κατόπιν ανωτέρας βίας.[98] Το πνεύμα της διαταγής του Βάιξ διέπνεε και τις επακόλουθες κατευθυντήριες οδηγίες που εφαρμόστηκαν ανεπιτυχώς σε όλα σχεδόν τα κατεχόμενα εδάφη. Μια πιο «βελτιωμένη» εκδοχή ήταν η λεγόμενη «Διαταγή Κάιτελ», σύμφωνα με την οποία για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη — ως αποτέλεσμα δραστηριότητας των ανταρτών — να τουφεκίζονται 100 όμηροι πολίτες και για κάθε τραυματία 50.[99]
Ενώ στα μετόπισθεν εκτυλίσσονταν αυτά, οι μάχιμες μονάδες της 2ης Στρατιάς άρχισαν να αποχωρούν από τη Γιουγκοσλαβία και κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά, για να λάβουν μέρος στην εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Απασχολημένος με τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, ο Βάιξ δεν ήταν τόσο ενημερωμένος όσο άλλοι συνάδελφοί του που θα μετείχαν στην εκστρατεία.[100] Η ανακοίνωση πως ο Χίτλερ σχεδίαζε εκστρατεία κατά της ως τότε συμμάχου Σοβιετικής Ένωσης, φαίνεται πως προκάλεσε έκπληξη στον Βάιξ, που πίστευε πως ο Χίτλερ δεν θα επεδίωκε μιας τέτοιας κλίμακας εκστρατεία, προτού συνάψει ειρήνη με τη Μεγάλη Βρετανία.[101]
Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε τα χαράματα της 22ης Ιουνίου 1941. Εκείνη την περίοδο πολλά τμήματα της 2ης Στρατιάς βρίσκονταν ακόμη καθʼ οδόν προς την Ανατολική Πολωνία και για τον λόγο αυτό τα στρατεύματα του Βάιξ δεν έλαβαν μέρος στις αρχικές επιθέσεις. Στις 27 Ιουνίου η 2η Στρατιά τέθηκε στην εφεδρεία της Ομάδας Στρατιών «Βορράς» του Στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ. Τρεις ημέρες αργότερα σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή, καθώς οι μονάδες πεζικού της 4ης Στρατιάς μεταφέρθηκαν στη 2η (η 4η απορρόφησε τις Ομάδες Πάντσερ 3 και 4).[88] Στις τεράστιες κυκλωτικές κινήσεις των πρώτων μηνών της επιχείρησης, οι νεοαποκτηθέντες σχηματισμοί της 2η Στρατιάς συνεισέφεραν, μαζί με τους στρατιώτες της 9ης Στρατιάς, στην περικύκλωση σοβιετικών μονάδων στον θύλακα του Μπιάλιστοκ μέχρι τις 9 Ιουλίου, συλλαμβάνοντας 290.000 αιχμαλώτους.[88] Την επόμενη ημέρα τμήματά της 2ης Στρατιάς έφτασαν στον ποταμό Μπερεζίνα.[76] Ως το τέλος του Ιουλίου η 2η Στρατιά ασχολήθηκε αφενός με τη διεύρυνση του προγεφυρώματός της ανατολικά του ποταμού και αφετέρου στην εκκαθάριση του θύλακα του Σμολένσκ (300.000 αιχμάλωτοι).[102]
Τον Αύγουστο η Στρατιά του Βάιξ επιτέθηκε εναντίον του σοβιετικού Κεντρικού Μετώπου στο Γκομέλ. Από κοινού με την Ομάδα Πάντσερ 2 συνέλαβε 84.000 αιχμαλώτους μέχρι τις 24 Αυγούστου.[88] Στις 25 Αυγούστου ήρθε η απόφαση της OKW να αποσπάσει δυνάμεις της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» και να τις στείλει στις μάχες που μαίνονταν στην Ουκρανία, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών έμπειρων στρατηγών.[103] Μαζί με την Ομάδα Πάντσερ 2 και την 6η Στρατιά, η 2η Στρατιά του Βάιξ κατάφερε, σε μία από τις μεγαλύτερες μάχες περικύκλωσης της ιστορίας, να παγιδεύσει πάνω από 600.000 Σοβιετικούς στρατιώτες σε έναν γιγαντιαίο θύλακο γύρω από το Κίεβο. Και αυτή η μάχη έληξε με επιτυχία για τις γερμανικές δυνάμεις στις 24 Σεπτεμβρίου.[76] Από τις 30 Σεπτεμβρίου ως τις 17 Οκτωβρίου η 2η Στρατιά και η Ομάδα Πάντσερ 2 κατάφεραν να εξουδετερώσουν 3 σοβιετικές στρατιές στο Μπριάνσκ.[88] Η μάχη δεν είχε τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων μαχών κύκλωσης, ούτε λογίζεται ως μεγάλη επιτυχία, καθώς πολλοί στρατιώτες κατάφεραν να διασπάσουν την περικύκλωση ή κατέφυγαν στα πυκνά δάση της περιοχής, αναλαμβάνοντας αργότερα δράση ως αντάρτες.[104]
Ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά σφάλματα της εκστρατείας ήταν η επιμονή του Χίτλερ στην κατάληψη της Μόσχας από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο». Ήδη ο δριμύς ρωσικός χειμώνας άρχισε να κάνει την εμφάνισή του και η 2η Στρατιά αναγκάστηκε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις χωρίς τα απαραίτητα εφόδια για τις συνθήκες αυτές. Ο Βάιξ εξέφρασε ανοιχτά τις αμφιβολίες του για την επιτυχία της επιχείρησης και προειδοποίησε πως με τις συνθήκες ψύχους που επικρατούσαν θα ήταν αδύνατο να κατασκευαστεί και να κρατηθεί μια ισχυρή αμυντική γραμμή, αν κρινόταν απαραίτητο από τις εξελίξεις.[105] Η αποστολή που ανατέθηκε στη 2η Στρατιά ήταν η φύλαξη της νότιας πλευράς της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» στην επιθετική της προσπάθεια, της γραμμής Ορέλ — Κουρσκ.[106] Ο Βάιξ δεν ήταν παρών στο πεδίο των μαχών κατά τη συντριβή της 4ης Στρατιάς στις πύλες της Μόσχας και την πρώτη ήττα της Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση, καθώς λόγω ασθένειας είχε ζητήσει και είχε λάβει αναρρωτική άδεια. Στις 26 Νοεμβρίου 1942 παρέδωσε τη διοίκηση στον Στρατηγό των Τεθωρακισμένων Ρούντολφ Σμιτ.[107]
Κατά τους πρώτους μήνες της επιχείρησης, ο Βάιξ και άλλοι διοικητές της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» (φον Μποκ, φον Κλούγκε και Γκουντέριαν) φέρεται πως προσπάθησαν να αποφύγουν την υλοποίηση της λεγόμενης «Διαταγής των Κομισαρίων» που διέταζε την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες των αιχμάλωτων Σοβιετικών πολιτικών επιτρόπων (κομισαρίων).[108] Οι στρατιώτες της Ομάδας «Κέντρο» ενεπλάκησαν όμως και σε άλλα εγκλήματα πολέμου, συμμετέχοντας σε μαζικές εκτελέσεις Εβραίων κοντά στο Μινσκ τον Ιούλιο του 1941. Αυτή την περίοδο οι εκτελέσεις έφταναν ως και τις 200 την ημέρα και η 2η Στρατιά είχε το αρχηγείο της στην πόλη,[109] οπότε θεωρείται απίθανο ο Βάιξ να μην είχε λάβει γνώση των περιστατικών. Σε ανάκρισή του από αμερικανικά στρατεύματα το 1945 ανέφερε πως είχε ακούσει φήμες για μαζική εξόντωση Εβραίων στην Πολωνία. Ρωτώντας τον Χάινριχ Χίμλερ έλαβε την απάντηση «Δεν είναι φήμες, είναι η αλήθεια». Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να απέκτησε ο Βάιξ επισήμως γνώση του Ολοκαυτώματος.[110]
Το θέρος, λόγω του μεγάλου αριθμού των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού που κατάφερναν να αποφύγουν την αιχμαλωσία, διατάχθηκε από τον Βάιξ στις 18 Αυγούστου να μην τουφεκίζονται αφού συλλαμβάνονταν, όπως έκαναν πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, αλλά να τυγχάνουν μεταχείρισης κανονικών αιχμαλώτων πολέμου και να οδηγούνται σε στρατόπεδα στα μετόπισθεν.[111] Η στάση του απέναντι στους «κανονικούς» αιχμαλώτους πολέμου ήταν ήπια. Επέστησε την προσοχή των υφιστάμενων διοικητών των Σωμάτων Στρατού στον επαρκή ανεφοδιασμό για τη συντήρησή τους. Για τις περιπτώσεις κακομεταχείρισης, οι υπαίτιοι όφειλαν να περνούν από στρατοδικείο προς «διαφύλαξη της τιμής» των γερμανικών στρατευμάτων. Μεταξύ άλλων αναφερόταν στη διαταγή ότι περιστατικά ωμοτήτων θα μπορούσαν να δώσουν τροφή για προπαγάνδα στους Σοβιετικούς, με αποτέλεσμα την αύξηση των απωλειών της Βέρμαχτ, στην προσπάθεια των Σοβιετικών στρατιωτών να αποφύγουν την αιχμαλωσία.[112]
Σε αντίθεση με τις διαταγές του στα Βαλκάνια, ο Βάιξ υιοθέτησε αρχικά μια ελαφρώς ηπιότερη στάση προς τον πληθυσμό. Σύμφωνα με τις οδηγίες του αρχηγείου της 2ης Στρατιάς, οι ομάδες των ανταρτών αποτελούνταν από μονάδες που οργανώνονταν από κομμουνιστές και όχι ένα λαϊκό κίνημα κατά των κατακτητών. Για το λόγο αυτό τα συλλογικά αντίποινα έπρεπε, σύμφωνα με τη διαταγή, να αποτελούν την «εξαίρεση» και να εφαρμόζονται σε ειδικές περιπτώσεις. Εν γένει τονίστηκε η ανάγκη της καταπολέμησης των ίδιων των ανταρτών («να τουφεκίζονται ως άτακτοι [Freischärler], άσχετα με το αν φορούν στολή του Κόκκινου Στρατού ή όχι») και όχι των αμάχων.[113] Η προσπάθεια αυτή έμελλε να είναι βραχύβια. Ήδη ένα μήνα μετά την έκδοση της διαταγής (Νοέμβριος 1941) η 2η Στρατιά επέστρεψε στην τακτική των αντιποίνων επί των πολιτών.[114]
Στο θέμα των εκατοντάδων χιλιάδων αιχμαλώτων πολέμου και των τραυματιών που έπρεπε να περιθάλψει η 2η Στρατιά και οι διοικητές του εδάφους των μετόπισθεν, ο Βάιξ προτίμησε να επιλέξει την επίσημη γραμμή της OKW, διατάζοντας να χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό σε «μέγιστη έκταση» σοβιετικό (μόνο) ιατρικό προσωπικό.[115] Σε ότι αφορά τις διαταγές, αυτές της 2ης Στρατιά ήταν σαφώς πιο ήπιες από άλλων μονάδων, όπως αυτών του Αρχιστράτηγου Χέπνερ ή του Γκουντέριαν, που απαγόρευαν αυστηρά την οποιαδήποτε περίθαλψη ή και τη μεταφορά Σοβιετικών τραυματιών εις βάρος ακόμη και ενός Γερμανού στρατιώτη.[116]
Όταν ο Βάιξ επέστρεψε στο μέτωπο από την άδειά του στις 15 Ιανουαρίου 1942,[108] η 2η Στρατιά βρισκόταν ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση: Οι επιθέσεις του σοβιετικού Μετώπου «Βορονέζ» είχαν σταματηθεί και η 2η Στρατιά κρατούσε μια συμπαγή γραμμή, έχοντας ακόμη υπό τον έλεγχό της το Κουρσκ και το Ορέλ.[117] Την ίδια ημέρα ο Χίτλερ αποφάσισε να διαθέσει τη 2η Στρατιά για τις επιχειρήσεις στο νότο.[108] Μέχρι το τέλος του χειμώνα οι δυνάμεις του Βάιξ ενεπλάκησαν σε σκληρές μάχες κοντά στο Στσίγκρι και συνέβαλαν στην απόκρουση της σοβιετικής επίθεσης μέχρι την άνοιξη.[108] Πίσω από το μέτωπο της 2ης Στρατιάς, το κίνημα των παρτιζάνων είχε επεκταθεί ανεξέλεγκτα.[118] Για τον λόγο αυτό ο Βάιξ αναγκάστηκε να ζητήσει την ενίσχυση της στρατιάς του από τον Μποκ με μονάδες που θα ασχολούνταν με την καταπολέμηση των παρτιζάνων, στηρίζοντας με επιμονή τη σχετική έκθεση του επικεφαλής αξιωματικού των προμηθειών του, αλλά και με δικές του κινήσεις.[119]
Για τη σχεδιαζόμενη θερινή επίθεση στο νότιο τομέα του Μετώπου (Επιχείρηση «Κυανό»), ο Βάιξ ανέλαβε την ηγεσία της 2ης και 4ης Ομάδας Πάντσερ και της 2ης Ουγγρικής Στρατιάς ως Ομάδα Στρατού Βάιξ (Armeegruppe Weichs) με στόχο την πόλη του Βορονέζ.[120] Ο στόχος της Επιχείρησης «Κυανό» ήταν σε γενικές γραμμές η κατάληψη των πολύτιμων για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια πετρελαιοπηγών του Καυκάσου. Η προσπάθεια της Ομάδας Στρατού Βάιξ στόχευε στην προστασία της βόρειας πλευράς της επιχείρησης από σοβιετικές επιθέσεις. Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να φτάσει μέχρι την πόλη του Στάλινγκραντ στον Βόλγα.[121]
Τον Ιούνιο οι βροχοπτώσεις στον τομέα που δρούσε η Ομάδα Στρατιών «Νότος» εμπόδιζαν τη διεξαγωγή της επιχείρησης για εβδομάδες. Στις 19 Ιουνίου ο Ταγματάρχης Γιοάχιμ Ράιχελ προσγειώθηκε κατά λάθος με το αεροπλάνο του πίσω από τις Σοβιετικές γραμμές, έχοντας μαζί του το επιχειρησιακό σχέδιο, παρά τη ρητή απαγόρευση του Χίτλερ. Το πτώμα του ανακαλύφθηκε λίγες μέρες αργότερα χωρίς τα έγγραφα. Για τον λόγο αυτό η OKW προσπάθησε να επισπεύσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εφαρμογή της επιχείρησης. Παρά τις συνεχιζόμενες βροχοπτώσεις ο Βάιξ ήταν της άποψης πως η επιχείρηση έπρεπε να ξεκινήσει, πράγμα που εξέφρασε στον Μποκ, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε στις 26 Ιουνίου για να ζητήσει την άποψή του για το ζήτημα. Αντίθετα ο Αρχιστράτηγος Φρίντριχ Πάουλους, διοικητής της 6ης Στρατιάς που συνόδευε την Ομάδα Στρατού Βάιξ στην πολεμική προσπάθεια, εξέφρασε αντιρρήσεις. Ο Μποκ τακτοποίησε το ζήτημα δίνοντας σήμα για την έναρξη της επιχείρησης μόνο στον Βάιξ στις 27 Ιουνίου.[122] Εν μέσω της αναζήτησης ευθυνών για την υπόθεση Ράιχελ, ξεκίνησε και η 6η Στρατιά στις 28 Ιουνίου.[123]
Τα χαράματα της 28ης Ιουνίου, με συννεφιά, η 4η Στρατιά Πάντσερ ξεκίνησε την επίθεσή της. Ο Βάιξ ήταν παρών στη γραμμή εκκίνησης ανατολικά του Σίγκρι, παρατηρώντας το πυροβολικό και τα παρατεταγμένα τεθωρακισμένα του με κιάλια. Μετά από φραγμό πυροβολικού μισής ώρας τα πάντσερ ξεκίνησαν. Η απάντηση του εχθρικού πυροβολικού ήταν ισχνή.[124] Οι Σοβιετικοί, έχοντας αποκομίσει οδυνηρή εμπειρία από την τακτική που ακολούθησαν το προηγούμενο καλοκαίρι, προτίμησαν να επιτρέψουν την υποχώρηση μονάδων που κινδύνευαν να περικυκλωθούν. Έτσι οι προσδοκίες του Χίτλερ για τη σύλληψη μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων κοντά στον Ντον δεν ευοδώθηκαν. Στη συνέχεια ο Μποκ δέσμευσε την 2η Στρατιά στο Βορονέζ, καθυστερώντας την επιχείρηση «Κυανό». Σκόπευε να εξασφαλίσει την αριστερή πλευρά του πριν συνεχίσει τις επιχειρήσεις στα νότια. Παρά τη διαταγή του Χίτλερ για απαγκίστρωση, ο Μποκ επέμεινε.[125] Αυτό επέτρεψε σε χιλιάδες Σοβιετικούς στρατιώτες να ξεφύγουν από την περικύκλωση, κάτι που δεν ευχαρίστησε καθόλου τον Χίτλερ.[126]
Παρά τις διαμαρτυρίες του Μποκ,[121] λόγω της αποτυχίας της αρχικής επίθεσης, ο Χίτλερ αποφάσισε και επέβαλλε τον χωρισμό της Ομάδας Στρατιών του Μποκ στις Ομάδες Στρατιών «Α» και «Β» στις 7 Ιουλίου.[127] Η πρώτη, υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, θα προέλαυνε προς τον Καύκασο και για τον λόγο αυτό δόθηκαν σε αυτήν οι περισσότερες δυνάμεις, ενώ η Ομάδα Στρατιών «Β» θα συνέχιζε προς το Στάλινγκραντ. Η διάσπαση της Ομάδας Στρατιών «Νότος» εκτιμάται πως ήταν μεγάλο στρατηγικό σφάλμα που αφαίρεσε κάθε δυνατότητα επιτυχίας και από τις δύο Ομάδες Στρατιών λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων.[127]
Το απόγευμα της 13ης Ιουλίου ο Βίλχελμ Κάιτελ τηλεφώνησε στον Μποκ και τον ενημέρωσε πως επρόκειτο να αντικατασταθεί από τον Βάιξ στη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών «Β». Ακολουθώντας τη συμβουλή του Κάιτελ, ο Μποκ ζήτησε την αντικατάστασή του για λόγους υγείας[128] δύο ημέρες αργότερα.[129] Ο Βάιξ είχε πλέον στα χέρια του τη διοίκηση του μεγαλύτερου δυνατού σχηματισμού που μπορούσε να έχει ένας Γερμανός στρατιωτικός της εποχής. Με στόχο το Στάλινγκραντ, ο Βάιξ θα συνέδεε το όνομά του με μία από τις μεγαλύτερες και ίσως την πιο καθοριστική ήττα της Βέρμαχτ στον πόλεμο.
Με την 2η και 6η Στρατιά, όπως και την 2η Ουγγρική, την 8η Ιταλική και την 3η Ρουμανική Στρατιά, η Ομάδα Στρατιών «Β» ξεκίνησε για το Στάλινγκραντ τον Ιούλιο του 1942.[130] Η 6η Στρατιά ισχυροποιήθηκε σημαντικά, λαμβάνοντας μονάδες της 4ης Στρατιάς Πάντσερ και την επίσημη διαταγή στις 23 Ιουλίου για την κατάληψη του Στάλινγκραντ. Λόγω της προτεραιότητας που δινόταν στην Ομάδα Στρατιών «Α», η Ομάδα Στρατιών «Β» αναγκάστηκε να της δώσει το 50% των μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων της. Όπως ήταν επόμενο, η 6η Στρατιά καίτοι η ισχυρότερη των σχηματισμών της Ομάδας Στρατιών «Β», αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με τον ανεφοδιασμό της. Το XIV Σώμα Στρατού κατάφερε να φτάσει στο Τσιρ στις 21 Ιουλίου, περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά του Στάλινγκραντ, πριν αναγκαστεί να σταματήσει λόγω έλλειψης καυσίμων. Μέχρι τις 25 του μήνα η 6η Στρατιά είχε καταφέρει να εκδιώξει τον κύριο όγκο των σοβιετικών δυνάμεων από τον Ντον, εκτός τριών προγεφυρωμάτων στον Ντον, που οι Σοβιετικοί κατάφεραν να διατηρήσουν. Την ίδια ημέρα η 6η Στρατιά σταμάτησε ξανά, ελλείψει καυσίμων και πυρομαχικών.[131] Στις 7 Αυγούστου 50.000 Σοβιετικοί στρατιώτες περικυκλώθηκαν υπερασπιζόμενοι το προγεφύρωμα δυτικά του Καλάτς. Η επίθεση σε αυτό, στα βόρεια της πόλης, ήταν λιγότερο επιτυχημένη, καθώς οι Σοβιετικοί αποσύρθηκαν εγκαίρως πριν περικυκλωθούν. Στις 18 Αυγούστου η 6η Στρατιά απείχε πλέον λιγότερο από 35 μίλια από το Στάλινγκραντ. Λόγω του ότι το γερμανικό πεζικό είχε πλέον εξαντληθεί, το XIV Σώμα Στρατού προσπάθησε να διαπεράσει τη σοβιετική άμυνα προς το Στάλινγκραντ, αλλά στην πορεία αποκόπηκε από υπέρτερες δυνάμεις και εξαναγκάστηκε σε άμυνα. Τις επόμενες ημέρες οι Σοβιετικοί εξαπέλυαν ανεπιτυχώς αντεπιθέσεις για να αποκρούσουν τους Γερμανούς, οι οποίοι σταδιακά έχαναν την ισχύ τους. Εν τω μεταξύ η 4η Στρατιά Πάντσερ πλησίαζε το Στάλινγκραντ από τα νότια και η πόλη κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας στις 25 Αυγούστου.[132] Τον επόμενο μήνα οι μονάδες της 6ης Στρατιάς ενεπλάκησαν σε μάχες σώμα με σώμα στην πόλη.[133] Επιθυμώντας να επιτεθεί κατά των Σοβιετικών πριν να προλάβουν να ολοκληρώσουν την ανασύνταξή τους, ο Βάιξ διέταξε τον Πάουλους να καταλάβει την πόλη στις 2 Σεπτεμβρίου. Ο Πάουλους καθυστέρησε για πέντε ολόκληρες ημέρες και οι Σοβιετικοί ήταν πια έτοιμοι να δώσουν μάχη για κάθε κτίριο της πόλης.[134] Στη διάρκεια των μαχών, η συνήθεια του Βάιξ να χρησιμοποιεί επιτυχώς αντιαεροπορικό πυροβολικό εναντίον στόχων εδάφους, του χάρισε το προσωνύμιο «Αντιαεροπορικός Στρατηγός».[1]
Ο Βάιξ άρχισε σύντομα να ανησυχεί για τα εκτεθειμένα πλευρά του. Με την 6η Στρατιά να πολεμά στην πόλη, η υπεράσπιση των πλευρών της Ομάδας Στρατιών «Β» είχε ανατεθεί στις αναξιόπιστες δυνάμεις των συμμάχων του Άξονα. Απευθύνθηκε για στήριξη στην OKW, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς εκτιμάται πως το τμήμα της αντικατασκοπείας του Ανατολικού Μετώπου θεωρούσε πως ο πιθανότερος τομέας για την εκδήλωση της επόμενης σοβιετικής επίθεσης ήταν η ομάδα Στρατιών «Κέντρο», θεωρώντας την επίθεση εναντίον της Ομάδας Στρατιών «Β» επίσης πιθανή, αλλά δευτερεύουσας σημασίας.[135] Για τον Βάιξ η αποστολή του παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες, διότι υπολόγιζε πως οι Σοβιετικοί ετοίμαζαν μεγάλης κλίμακας επίθεση στον τομέα του και χωρίς να είναι σε θέσει να προβλέψει πού ακριβώς θα εκδηλωνόταν, δίσταζε να πάρει μονάδες από την 4η Στρατιά Πάντσερ. Έλαβε ωστόσο την απόφαση να δεσμεύσει την 22η Μεραρχία Πάντσερ και τη ρουμανική 1η Μεραρχία Τεθωρακισμένων με την ονομασία XXXXVIII Σώμα Πάντσερ υπό τον Αντιστράτηγο Φέρντιναντ Χάιμ.[136] Οι αναφορές για συγκεντρώσεις εχθρικών στρατευμάτων διαδέχονταν η μία την άλλη, φανερώνοντας πως οι Σοβιετικοί σκόπευαν να επιτεθούν τόσο στην 4η Στρατιά Πάντσερ στα νότια όσο και στην 3η Ρουμανική Στρατιά από το Καλάτς. Ούτε αυτό είχε σημαντική επίδραση στις εκτιμήσεις της αντικατασκοπείας, η οποία επέμενε στη θέση πως η Ομάδα Στρατιών «Β» δεν διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο.[137]
Οι φόβοι του Βάιξ βγήκαν αληθινοί το πρωί της 19ης Νοεμβρίου, όταν σοβιετικά τεθωρακισμένα επιτέθηκαν μετά από σφοδρό μπαράζ πυροβολικού εναντίον της 3ης Ρουμανικής Στρατιάς, που ελλείψει αντιαρματικών όπλων διαλύθηκε με την πρώτη επίθεση.[138] Ο Χοτ παραπονέθηκε πως οι Ρουμάνοι υποχωρούσαν άτακτα και πρότεινε να αποσύρει το VII Ρουμανικό Σώμα Στρατού. Ο Βάιξ αρνήθηκε, λέγοντας πως εάν οι Ρουμάνοι υποχωρούσαν «τότε δεν θα μπορούσαν να σταματηθούν». Τα μεσάνυχτα ο Βάιξ έδωσε εντολή στον Πάουλους να σταματήσει τις επιχειρήσεις μέσα στην πόλη και να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις στα βόρεια.[138] Στις 20 Νοεμβρίου ο Πάουλους κατάφερε να σταματήσει προσωρινά τη Σοβιετική προέλαση στον τομέα της 6ης Στρατιάς. Στην εξωτερική επίθεση η μεραρχία του Ρουμάνου Στρατηγού Μιχαΐλ Λάσκαρ προέβαλε αξιόλογη αντίσταση, μαζί με το XXXXVIII Σώμα Πάντσερ. Η υπεροχή των Σοβιετικών ήταν τέτοια, που οι δύο σχηματισμοί περικυκλώθηκαν και το XXXXVIII Σώμα Πάντσερ μόλις που κατάφερε να γλιτώσει την περικύκλωση υποχωρώντας. Χωρίς άλλες δυνάμεις για να σταματήσει τους Σοβιετικούς, ο Βάιξ υποστήριξε πως η 6η Στρατιά έπρεπε να παραιτηθεί από την προσπάθειά της να κατακτήσει την πόλη και να υποχωρήσει προτού περικυκλωθεί. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Στις 22 Νοεμβρίου οι Σοβιετικές στρατιές συναντήθηκαν στο Καλάτς, πίσω από την 6η Στρατιά, περικυκλώνοντας 230.000 άνδρες.[139]
Μέσα στον θύλακο οι διοικητές των Σωμάτων της 6ης Στρατιάς πίεζαν επίμονα τον Πάουλους να διασπάσει τον κλοιό, δρώντας ενάντια στις διαταγές. Επιστρατεύτηκαν ιστορικά παραδείγματα, σύγκριση του Πάουλους με τον «μέντορά» του, Στρατάρχη Βάλτερ φον Ράιχεναου, ο προσωπικός του φίλος, Στρατηγός του Μηχανικού Έρβιν Γιένεκε και πολλοί ακόμη σώφρονες αξιωματικοί, χωρίς αποτέλεσμα. Ο διοικών στρατηγός του LI Σώματος Στρατού, Στρατηγός του Πυροβολικού Βάλτερ φον Ζάιντλιτς-Κούρτσμπαχ έστειλε μήνυμα στον Βάιξ με δική του πρωτοβουλία, ότι η ανενεργός παραμονή ήταν «έγκλημα από στρατιωτικής πλευράς καθώς και έγκλημα από πλευράς ευθύνης έναντι του γερμανικού λαού».[140]
Ο Βάιξ δεν απάντησε.[140] Εκτιμάται πως ο Χίτλερ δεν του έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη, καθώς διέταξε τη σύσταση της Ομάδας Στρατιών «Ντον» υπό τον Έριχ φον Μάνσταϊν, που θα αναλάμβανε τον έλεγχο των επιχειρήσεων. Η δικαιοδοσία της Ομάδας Στρατιών «Β» περιορίστηκε με αυτόν τον τρόπο στον έλεγχο των εδαφών βορείως του Στάλινγκραντ, με τον Βάιξ να έχει υπό τις διαταγές του την 2η Στρατιά και την 8η Ιταλική Στρατιά.[139]
Η Ομάδα Στρατιών «Β» ήταν πλέον εξαιρετικά αδύναμη για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις. Κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικοί περιορίστηκαν στη συγκέντρωση στρατευμάτων απέναντι από την Ομάδα Στρατιών «Β». Η 3η Στρατιά Τεθωρακισμένων και η 40ή Στρατιά των Σοβιετικών ξεπέρασαν, νικώντας εύκολα, την αντίσταση της 2ης ουγγρικής Στρατιάς. Ο Βάιξ προειδοποίησε τον Χίτλερ στις 12 Ιανουαρίου[141] πως δεν διέθετε πλέον τίποτα για να αποκαταστήσει το συμπαγές του μετώπου. Επιπλέον του εξέφρασε φόβους για τη θέση της 2ης Στρατιάς στο Βορονέζ, που θεωρούσε πως ήταν πρόσφορη για περικύκλωση από τους Σοβιετικούς. Μέχρι τις 21 Ιανουαρίου η Ομάδα Στρατιών «Β» είχε κενό πάνω από 350 χιλιόμετρα στον τομέα της.[142] Ο Χίτλερ ενέκρινε την υποχώρηση της 2ης Στρατιάς στον ποταμό Τιμ, με τον όρο πως θα πραγματοποιούνταν σταδιακά, ώστε να μην υπάρξουν απώλειες σε δυσαναπλήρωτο εξοπλισμό.[143]
Οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν στη 2η Στρατιά στις 25 Ιανουαρίου, την ώρα που τα στρατεύματά της προσπαθούσαν να απαγκιστρωθούν από τον Ντον και να υποχωρήσουν. Μέχρι τις 27 Ιανουαρίου δύο από τα τρία Σώματα Στρατού που έλεγχε η 2η Στρατιά είχαν περικυκλωθεί. Το τρίτο υποχωρούσε με μεγάλες απώλειες και στον Βάιξ είχε απομείνει μόνο μία αδύναμη μεραρχία Πάντσερ για να εμποδίσει τους Σοβιετικούς να επιτεθούν από τα βόρεια.[144] Η 2η Στρατιά κατάφερε να διασπάσει την περικύκλωση, κατόπιν καθοδήγησης από τον ίδιο τον διοικητή της, Στρατηγό Χανς φον Ζάλμουτ, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες σε πορεία σχεδόν 190 χιλιομέτρων.[141]
Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ προήγαγε τον Βάιξ σε στρατάρχη, μαζί με τον Πάουλους, τον Έβαλντ φον Κλάιστ και τον Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν.[37] Αυτό συνεπαγόταν αυτόματα και τον διπλασιασμό του μισθού που λάμβανε ως Αρχιστράτηγος από το 1940 (2.000 ℛℳ [Μάρκα του Ράιχ]) σε 4.000 ℛℳ.[145] Την αμέσως επόμενη ημέρα ο Πάουλους, ο νεότερος μέχρι τότε σε ηλικία στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού, παραδόθηκε με ό,τι είχε απομείνει από την 6η Στρατιά στους Σοβιετικούς, παρά την υπενθύμιση του Χίτλερ πως «κανένας Γερμανός στρατάρχης δεν έχει συλληφθεί ζωντανός ως σήμερα». Ο Χίτλερ νιώθοντας προδομένος, δήλωσε με πικρία στη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου: «[Ο Πάουλους] είναι ο τελευταίος άνθρωπος σε αυτόν τον πόλεμο που προάγω σε στρατάρχη!».[146]
Η απόφαση της STAVKA να προωθήσει τις δυνάμεις της προς τα δυτικά, βρήκε την Ομάδα Στρατιών «Β» εντελώς απροετοίμαστη. Οι περισσότερες μεραρχίες που διέθετε τότε ο Βάιξ περιορίζονταν σε σημαντικά αποδυναμωμένες Μεραρχίες Πεζικού, σε αναξιόπιστες ουγγρικές και ιταλικές δυνάμεις, αλλά και σε επίλεκτες γερμανικές μεραρχίες όπως η Großdeutschland και μεραρχίες των Waffen-SS, οι τελευταίες υπό την ηγεσία του Στρατηγού των Ορεινών Στρατευμάτων Χούμπερτ Λαντς με την ονομασία Απόσπασμα Στρατιάς Λαντς (Armeeabteilung Lanz).[147] Η πόλη του Χάρκοβο, συγκοινωνιακός κόμβος ζωτικής σημασίας, κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Σοβιετικών. Παρά την υπεροχή των τελευταίων σε έμψυχο και άψυχο υλικό, ο Χίτλερ επέμεινε όχι μόνο στη διατήρηση της γερμανικής κυριαρχίας στην πόλη, αλλά διέταξε και αντεπίθεση από τις μονάδες των SS. Ο Λαντς διαμαρτυρήθηκε ανεπιτυχώς στον προϊστάμενό του για το παράλογο της διαταγής. Ο Βάιξ ήταν απρόθυμος να επιβαρύνει τη θέση του με μια πρωτοβουλία υποχώρησης. Έδωσε όμως άδεια στον Λαντς να παρουσιάσει τα σχέδιά του στον Χίτλερ στις 6 Φεβρουαρίου. Ο Λαντς τελικά δεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ και επέστρεψε άπραγος.[148] Ο Βάιξ δεσμεύτηκε «προσωπικά» στον Χίτλερ για τη διεξαγωγή της επιχείρησης, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του διοικητή των δυνάμεων των SS Πάουλ Χάουσερ.[149] Οι στρατηγοί κατάφεραν τελικά να πείσουν την OKH να επιτρέψει την υποχώρηση των SS. Στις 9 Φεβρουαρίου ο Βάιξ ενέκρινε την υποχώρηση της μεραρχίας των SS Das Reich πίσω από τον Ντονέτς. Θεώρησε ακόμη απαραίτητο να εκθέσει την κατάσταση και να δικαιολογήσει την κίνησή του με επιστολή προς τον Χίτλερ.[150]
Την αμέσως επόμενη ημέρα ο Χίτλερ ανανέωσε τη διαταγή του για επίθεση στο Χάρκοβο, καθώς οι Ρώσοι απειλούσαν το πλευρό της Ομάδας Στρατιών του Μάνσταϊν.[151] Επιθυμώντας την αναδιάταξη των δυνάμεων του, ο Χίτλερ διέταξε τη διάλυση της Ομάδας Στρατιών «Β» στις 12 Φεβρουαρίου.[152] Λίγο καιρό πριν αποφασιστεί η διάλυση της Ομάδας Στρατιών του, τον Φεβρουάριο του 1943, ο Βάιξ απέδιδε ευθύνη για τη δυσχερή της κατάσταση στον Χίτλερ και τις περιοριστικές του διαταγές, που σύμφωνα με τα λεγόμενά του απαγόρευαν τις πρωτοβουλίες. «Είμαι αιχμάλωτος της OKW!» εμπιστεύθηκε στον Στρατηγό των Τεθωρακισμένων Βάλτερ Νέρινγκ.[153] Οι μονάδες της πρώην Ομάδας Στρατιών διαμοιράστηκαν στις Ομάδες Στρατιών «Κέντρο» και «Ντον».[141] Το αρχηγείο της υπολειπόμενης Ομάδας Στρατιών «Β» του Βάιξ παρέμεινε στο μέτωπο για τους επόμενους μήνες,[10] διατηρώντας ορισμένες μονάδες υπό έλεγχο. Ο Βάιξ έμεινε στο περιθώριο των εξελίξεων μέχρι τον Ιούλιο του 1943. Με αφορμή μια διαταγή του Βάιξ για «σύμπτυξη της γραμμής του μετώπου» (ευφημισμός για την υποχώρηση) ο Στρατάρχης απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και τέθηκε στη λεγόμενη «Εφεδρεία του Φύρερ» (Führerreserve).[37]
Ενώ ο Βάιξ βρισκόταν ανενεργός στην εφεδρεία, μια σειρά σημαντικών γεγονότων έμελλε να επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις στον νότιο τομέα του μετώπου, αλλά και τη σταδιοδρομία του Βάιξ. Εν όψει της επικείμενης συμμαχικής απόβασης στη Σικελία, το καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι κατέρρευσε στις 25 Ιουλίου 1943. Παρά τις διαβεβαιώσεις του διαδόχου του Μουσολίνι, Στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο πως η Ιταλία θα συνέχιζε να μάχεται στο πλευρό του Άξονα, οι Γερμανοί ήταν πεπεισμένοι πως η αποσκίρτηση των Ιταλών από την πλευρά τους ήταν θέμα χρόνου.[154] Η εν λόγω απόβαση έκανε τη γερμανική ηγεσία να φοβάται πως οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν μια ακόμη απόβαση στα Βαλκάνια – στην Πελοπόννησο ή την Αδριατική. Για την αντιμετώπιση του ενδεχόμενου κινδύνου, στις 26 Ιουλίου αποφασίστηκε με ειδική οδηγία η συγκέντωση της διοικητικής ισχύος στα χέρια του Μαξιμίλιαν φον Βάιξ.[155] Ανακλήθηκε από την Εφεδρεία του Φύρερ και ανέλαβε καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή της Ομάδας Στρατιών «F» με έδρα το Βελιγράδι και από τις 25 Αυγούστου 1943 παράλληλα Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Oberbefehlshaber Südost)[156], αντικαθιστώντας στη θέση του Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης τον Πτέραρχο Λερ, η δικαιοδοσία του οποίου περιορίστηκε στην Ελλάδα. Η Ομάδα Στρατιών «Ε» που διοικούσε, υπήχθη παραδόξως στην Ομάδα Στρατιών «F».[157] Εκτός από την Ομάδα Στρατιών «E», στην Ομάδα Στρατιών «F» υπαγόταν επίσης η 2η Στρατιά Πάντσερ του Στρατηγού Λόταρ Ρέντουλιτς στην Κροατία.[158]
Τα προβλήματα που καλούνταν να αντιμετωπίσει ήταν πολλά και άμεσα. Αρχικά η αποχώρηση των Ιταλών, αλλά και η αντιμετώπιση των ανταρτών στη Γιουγκοσλαβία, όπου η κατάσταση ήταν χειρότερη από όταν ο Βάιξ είχε εγκαταλείψει την περιοχή δύο χρόνια νωρίτερα.[158] Ο Βάιξ ξεκίνησε τα νέα του καθήκοντα με μια επιθεώρηση της περιοχής ευθύνης του, διάρκειας δύο εβδομάδων στις αρχές Αυγούστου.[158] Ο Λαντς, του οποίου είχε διακοπεί η σταδιοδρομία στο ανατολικό μέτωπο μετά την κρίση του Χάρκοβο, βρέθηκε υπό τις διαταγές του Βάιξ. Με τον προϊστάμενό του συναντήθηκε το απόγευμα της 6ης Αυγούστου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στην Αθήνα, μετά από την επιστροφή του τελευταίου από τη Ρόδο. Την επόμενη ημέρα ο Βάιξ ταξίδεψε στα Ιωάννινα μαζί με τον Λαντς, και ακολούθως την 8η Αυγούστου 1943 συναντήθηκαν με τον Λερ στη Θεσσαλονίκη.[159]
Όταν το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί έμαθαν πως η ιταλική ηγεσία διαπραγματευόταν την παράδοση της Ιταλίας στους Συμμάχους, οι Ομάδες Στρατιών «F» και «E» αντέδρασαν αστραπιαία.[160] Οι αντιδράσεις των Ιταλών στρατιωτών ήταν κατά βάση θετικές στο να παραδοθούν και πολλοί από αυτούς κατέστησαν σαφές στους Γερμανούς πως δεν είχαν πρόθεση να συνεχίσουν τον πόλεμο. Σε πολλές κατεχόμενες από τους Ιταλούς περιοχές στην Ελλάδα, οι Ιταλοί πανηγύριζαν για τη λήξη -για αυτούς- του πολέμου και πωλούσαν τα όπλα τους στον πληθυσμό.[161] Σε άλλες περιοχές προσχωρούσαν μαζικά στους αντάρτες.[155]
Στην Αθήνα ο Λαντς, διοικητής του XXII Ορεινού Σώματος Στρατού πλέον, κατέβαλε προσπάθειες να διευθετηθεί το θέμα του αφοπλισμού ειρηνικά, έχοντας επίγνωση πως οι γερμανικές μονάδες ήταν για την ώρα αριθμητικά κατώτερες.[162] Ο Στρατηγός Κάρλο Βεκκιαρέλι, ανώτατος διοικητής της 11ης Ιταλικής Στρατιάς (en),[154] πρότεινε να γίνει ο αφοπλισμός σταδιακά και με αξιοπρεπείς όρους: με παραμονή των Ιταλών στις θέσεις τους για δύο εβδομάδες και κατόπιν μετακίνησή τους στα ιταλογερμανικά σύνορα, όπου και θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Η πρότασή του όμως απορρίφθηκε από τον Βάιξ με την αιτιολογία πως ήταν ανεπαρκής. Ο Βάιξ επέμεινε στην εκτέλεση της επιχείρησης «Άξονας» για τον αφοπλισμό των Ιταλών αναγκαστικά και επιτόπου.[163] Στις 10 Σεπτεμβρίου έλαβε και συγκεκριμένα μέτρα για τους Ιταλούς που θα επέλεγαν να παραδοθούν, αντί να συνεχίσουν να πολεμούν στο πλευρό της Βέρμαχτ· θα παραπλανούνταν ώστε να τους δοθεί η εντύπωση πως θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους και στη συνέχεια θα μεταφέρονταν μέσω Βελιγραδίου και Ζάγκρεμπ σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στη Γερμανία.[164]
Σε ορισμένες περιοχές στα Βαλκάνια, οι Ιταλοί αφοπλίστηκαν χωρίς εντάσεις. Αλλού προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Οι ιταλικές μονάδες που προσχωρούσαν στους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους στην Κροατία, δέχονταν επίθεση από το πεζικό και την αεροπορία των Γερμανών. Οι Παρτιζάνοι από την πλευρά τους εκμεταλλεύθηκαν τη σύγχυση και απέκτησαν μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και εφοδίων. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι Ιταλοί προτίμησαν να μην συνεχίσουν τον πόλεμο και όσοι παραδόθηκαν τέθηκαν υπό κράτηση. Στη Ρόδο ξέσπασαν μάχες για τον έλεγχο του νησιού μεταξύ των Γερμανών και των Ιταλών, αλλά και των Βρετανών που είχαν φθάσει στο νησί.[155] Σε απάντηση για τη συνεχιζόμενη αντίσταση στην Κεφαλονιά, ο Χίτλερ διέταξε στις 18 Σεπτεμβρίου τον Βάιξ να «μην συλλάβει αιχμαλώτους». Ακολούθως το αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών «F» διέταξε να υποβάλλεται αναφορά με τα ονόματα των εκτελεσθέντων Ιταλών. Έχοντας επίγνωση της μυστικότητας της διαταγής και της παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου που συνιστούσε η εφαρμογή της, ο Βάιξ δεν καταχώρησε τίποτα στο πολεμικό ημερολόγιο της Ομάδας Στρατιών.[160]
Μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου η Κεφαλονιά βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Περίπου 5.000 αξιωματικοί και στρατιώτες της μεραρχίας «Άκουι» που υπερασπίστηκαν το νησί εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, τόσο κατά την κατάληψη του νησιού, όσο και κατά τις μέρες που την ακολούθησαν. Ο Λαντς υπέβαλε σκόπιμα ερώτημα στον Λερ, προϊστάμενό του στην Ομάδα Στρατιών «E», προκειμένου να αποφασίσει αν η διαταγή του Χίτλερ ίσχυε και για τους υπόλοιπους 5.000 Ιταλούς που βρίσκονταν υπό γερμανική αιχμαλωσία. Ούτε ο Λερ, ούτε ο Βάιξ θέλησαν να λάβουν τέτοια απόφαση. Ο Βάιξ διαβίβασε την ερώτηση του Λαντς στην OKW και έλαβε την απάντηση, πως οι αιχμάλωτοι επρόκειτο να λάβουν μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου.[165] Από αυτούς, περίπου 500 πνίγηκαν κατά τη μεταφορά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, όταν ναυάγησε το πλοίο που τους μετέφερε.[166] Και στην Κροατία την ίδια μοίρα είχαν οι άνδρες της μεραρχίας «Μπέργκαμο», που υπερασπίστηκαν το Σπλιτ.[167] Παρά τις σφαγές που διαπράχθηκαν, ο Βάιξ θεώρησε πρέπον να εκφράσει την αναγνώρισή του στους στρατιώτες του για το επίτευγμά τους να καταβάλουν την αντίσταση ισχυρότερων μονάδων: «Το στρατιωτικό πνεύμα θριάμβευσε πάνω στους πολλούς!» ανέφερε χαρακτηριστικά.[168] Πράγματι, αν και αριθμητικά κατώτεροι και χωρίς μηχανοκίνητα μέσα, οι άνδρες του Βάιξ κατόρθωσαν να αφοπλίσουν τους Ιταλούς στρατιώτες.[167]
Η αποσκίρτηση των Ιταλών πολλαπλασίασε τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Βάιξ. Έπρεπε πλέον να κρατήσει μια τεράστια περιοχή με ανεπαρκείς δυνάμεις. Ο Βάιξ είχε στη διάθεσή του 600.000 άνδρες.[155] Παρά τον φαινομενικά μεγάλο αριθμό τους, οι περισσότεροι ήταν ελλιπώς εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι και -αναλογικά με τα μάχιμα στρατεύματα σε άλλα μέτωπα- μεγαλύτερης ηλικίας. Λόγω έλλειψης δυνάμεων και εξοπλισμού, πολλές ορεινές περιοχές παρέμειναν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Ακόμη και έτσι ο Βάιξ ήταν σε θέση να εξασφαλίσει, πως τα κρίσιμα για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια αποθέματα μετάλλων από τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα θα συνέχιζαν να είναι διαθέσιμα στο Ράιχ.[167] Με αυτό το σκεπτικό απορρίφθηκαν προτάσεις για την εγκατάλειψη της νότιας Ελλάδας.[155]
Ο ανώτατος διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στην Ιταλία, Στρατάρχης της Luftwaffe Άλμπερτ Κέσελρινγκ, διέθεσε στον Βάιξ αιχμαλωτισμένα τεθωρακισμένα που διέθετε, άχρηστα εναντίον των συμμαχικών αρμάτων αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικά κατά των Παρτιζάνων, που διέθεταν λιγοστά μέσα για να τα αντιμετωπίσουν.[155] Πέρα από την ενίσχυση αυτή, το 1943 ο Βάιξ επέβλεψε την ανάπτυξη νέων τακτικών μάχης κατά των αντάρτικων ομάδων, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι βασίζονταν περισσότερο στον αιφνιδιασμό, τις ενέδρες και την ευελιξία, παρά στον αριθμό. Ο Βάιξ επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη μικρών και ευκίνητων ομάδων μεγέθους λόχου, από σκληραγωγημένους βετεράνους που ήταν σε θέση να καταδιώκουν τους Παρτιζάνους όπου και όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Οι σχηματισμοί αυτοί έλαβαν την ονομασία Jagdkommandos (αποσπάσματα καταδίωξης) και αποδείχθηκαν αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των ανταρτών.[155]
Τον Οκτώβριο του 1943 ο Βάιξ κατέληξε όψιμα στο συμπέρασμα, πως οι Έλληνες αντάρτες δεν μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για τους Γερμανούς, αφενός διότι οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς τους δεν ήταν σε θέση να προξενήσουν μεγάλα προβλήματα και αφετέρου επειδή οι περισσότερες ομάδες ήταν απασχολημένες στο να πολεμούν μεταξύ τους,[169] αν και αναγνώριζε πως οι πράξεις σαμποτάζ που ενίοτε σημειώνονταν προϋπέθεταν κάποιον βαθμό συνεργασίας.[170] Αντιθέτως οι Παρτιζάνοι του Τίτο αποτελούσαν ισχυρό και επικίνδυνο αντίπαλο. Κατά το τέλος του 1943 οι Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι αριθμούσαν περίπου 145.000 και ο αριθμός τους αυξανόταν συνεχώς. Από αυτούς περίπου 90.000 βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Τίτο.[155] Εξαιτίας αυτού ο Βάιξ ζήτησε από την OKW άδεια να διεξαγάγει μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση κατά των Παρτιζάνων στη Γιουγκοσλαβία, πριν την έλευση του χειμώνα.[169] Η Γερμανική Αντικατασκοπεία (Άμπβερ) κατάφερε να υποκλέψει μήνυμα του Τίτο στις 4 Νοεμβρίου 1943, στο οποίο ο κομμουνιστής ηγέτης εξέφραζε την πρόθεσή του να επιτεθεί με ισχυρές δυνάμεις στη Σερβία. Επιπλεόν πολλοί πρώην υποστηρικτές των κρατών–μαριονετών που είχαν ιδρύσει οι Γερμανοί στη Γιουγκοσλαβία προσχωρούσαν στους Παρτιζάνους. Ο Βάιξ εξέφραζε ιδιαίτερη δυσπιστία και στην ικανότητα του Άντε Πάβελιτς, Πογκλάβνικ (ηγέτη) του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (NDH), να καταπολεμήσει το αντάρτικο κίνημα με δικές του δυνάμεις. Έτσι αποφάσισε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στη χώρα.[171]
Για τον χειμώνα του 1943/44 ο Βάιξ οργάνωσε μια σειρά επιχειρήσεων, με σκοπό να παγιδεύσει μεγάλα τμήματα των αντάρτικων δυνάμεων του Τίτο σε θυλάκους στη Βοσνία. Αρχικά οι δυνάμεις του Βάιξ με την επιχείρηση «Αετός» (Operation Adler) θα εκκαθάριζαν την ακτογραμμή της ανατολικής Κροατίας και έπειτα με την επιχείρηση «Σφαιρικός Κεραυνός» (Operation Kugelblitz) σκόπευαν να περικυκλώσουν τους Παρτιζάνους στην Ανατολική Βοσνία.[172] Λόγω αντίξοων καιρικών συνθηκών η έναρξη των επιχειρήσεων έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου, με καθυστέρηση περίπου μισού μήνα. Οι μάχες που ξέσπασαν ήταν ιδιαίτερα σφοδρές και τελικά οι Γερμανοί κατάφεραν να ολοκληρώσουν την περικύκλωση. Οι Παρτιζάνοι όμως κατάφεραν να περάσουν μέσα από τις γερμανικές γραμμές χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και διέφυγαν προς τα βόρεια. Προκειμένου να τους αναγκάσει να πολεμήσουν ανοιχτά, ο Βάιξ εξαπέλυσε επιπλέον την επιχείρηση «Χιονοθύελλα» (Operation Schneesturm), χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, μεταξύ 21 και 29 Δεκεμβρίου 1943. Στις 2 Ιανουαρίου 1944 μονάδες των SS και της 1ης Ορεινής Μεραρχίας συνέχισαν την καταδίωξη των Παρτιζάνων στο Μαυροβούνιο με την επιχείρηση «Θρόισμα του δάσους» (Operation Waldrausch). Και αυτή τη φορά οι Παρτιζάνοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν.[173] Μία ακόμη επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Φθινοπωρινή καταιγίδα» (Operation Herbstgewitter) είχε ως στόχο την εκκαθάριση των ακτών της Αδριατικής και την παρεμπόδιση της προμήθειας πολεμικού υλικού στους Παρτιζάνους από τα λιμάνια της Ιταλίας.[155] Συνολικά στις επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του χειμώνα υπολογίζεται πως σκοτώθηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι. Οι Γερμανοί είχαν και αυτοί υψηλές απώλειες, αν και αρκετά χαμηλότερες από αυτές των αντιπάλων τους.[172]
Στην Ελλάδα λόγω της προαναφερθείσας εκτίμησης του Βάιξ για την αποτελεσματικότητα του αντάρτικου κινήματος, οι επιχειρήσεις ήταν σχετικά περιορισμένες. Οι κυριότερες επιχειρήσεις της περιόδου έλαβαν χώρα στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, καθώς δεν κατάφεραν πάλι να αναγκάσουν τους αντάρτες να δώσουν μάχη. Κατά τη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση «Πάνθηρ» (Operation Panther) σύμφωνα με γερμανικές αναφορές καταμετρήθηκαν περίπου 1400 νεκροί εχθροί και περιήλθε στην κατοχή των Γερμανών ένας αριθμός πυροβόλων και όπλων πεζικού.[155]
Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων του χειμώνα, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να περάσουν στην άμυνα. Οι επιχειρήσεις των προηγούμενων μηνών δεν είχαν ωφελήσει ιδιαίτερα. Όπως ισχυρίζονταν οι Γιουγκοσλάβοι μετά τον πόλεμο, «η μισή χώρα ήταν απελευθερωμένο έδαφος».[174] Μία ακόμη επιχείρηση κατά των Παρτιζάνων έλαβε χώρα από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο του 1944.[174] Με την επιχείρηση «Άλμα του ίππου»[175] (Rösselsprung) ο Βάιξ θέλησε να ανακτήσει την επιθετική πρωτοβουλία και να καταφέρει καίριο πλήγμα στους Παρτιζάνους, με κύριο στόχο να συλλάβει τον ίδιο τον Τίτο. Η φιλόδοξη αυτή επιχείρηση ξεκίνησε στις 25 Μαΐου υπό τις διαταγές του Ρέντουλιτς,[174] με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών στο αρχηγείο του Τίτο στο Ντρβαρ και παράλληλη κίνηση χερσαίων δυνάμεων. Ο Τίτο κατάφερε να αποδράσει, αλλά η επιχείρηση κλόνισε το κίνημα για λίγο καιρό, καθώς το σημαντικό κέντρο επικοινωνίας και συντονισμού καταστράφηκε και ο ίδιος ο Τίτο αναγκάστηκε να διαφύγει στη νήσο Βις, που βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή, αφήνοντας πάνω από 6.000 νεκρούς Παρτιζάνους και πολύτιμα λάφυρα στους Γερμανούς.[155] Ο Τίτο αναγκάστηκε να διακόψει τις επιχειρήσεις του την άνοιξη. Το καλοκαίρι όμως έκανε μια ακόμη απόπειρα να εισβάλει στη Σερβία. Μέχρι τότε είχε καταφέρει να ανακάμψει από τις απώλειες του χειμώνα, ενώ λόγω της ιταλικής αποσκίρτησης και του εφοδιασμού από τους Βρετανούς, είχε καταφέρει να δημιουργήσει έναν αξιόμαχο και οργανωμένο λαϊκό στρατό. Για να εμποδίσει τις κινήσεις του, ο Βάιξ διέταξε στις 31 Ιουλίου 1944 την επιχείρηση «Πνεύμα του Βουνού» (Operation Berggeist) που θα ξεκινούσε στις αρχές Αυγούστου. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εισχώρηση των Παρτιζάνων στο Νις και τη νότια Σερβία, ούτε κατάφεραν να ενθυλακώσουν τους Παρτιζάνους. Πριν την ολοκλήρωση της επιχείρησης, οι περισσότερες μονάδες αποσύρθηκαν λόγω των σοβαρών εξελίξεων στη Ρουμανία (βλ. παρακάτω).[176]
Υπό τις διαταγές του Βάιξ συνεχίστηκαν και οι επιχειρήσεις αντιποίνων. Η ισχύουσα Διαταγή Κάιτελ εφαρμοζόταν ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία του Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Υπήρξαν όμως περιπτώσεις που παρενέβαινε ο ίδιος σε ειδικές περιπτώσεις. Ένα από τα γνωστότερα περιστατικά σημειώθηκε στην Κροατία. Κατά τα τέλη Δεκεμβρίου το αρχηγείο της 29ης Μεραρχίας των Παρτιζάνων αποφάσισε να εκτελέσει στο Στόλακ, κοντά στο Μόσταρ, τους 29 Γερμανούς αιχμαλώτους που είχε συλλάβει (3 αξιωματικοί και 26 υπαξιωματικοί και στρατιώτες). Μεταξύ τους βρισκόταν και ο κάτοχος των Φύλλων Δρυός στον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, Σμηναγός Γιοάχιμ Κίρσνερ, που είχε καταρριφθεί στις 17 Δεκεμβρίου πάνω από το Μέτκοβιτς. Το πτώμα του βρέθηκε κακοποιημένο, με κομμένο λαιμό και χωρίς μάτια. Εξαγριωμένος ο Βάιξ, αιτήθηκε στην OKW να εκτελέσει σε κοινή θέα όλους τους αιχμαλώτους που είχαν συλλάβει τα στρατεύματά του στη νήσο Κορτσούλα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Φθινοπωρινή καταιγίδα» (220 άτομα). Ο Χίτλερ συναίνεσε και οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν.[177] Από την άλλη πλευρά ο Βάιξ αγνόησε τις διαμαρτυρίες του Πληρεξούσιου Στρατηγού στην Κροατία, Έντμουντ Γκλάιζε φον Χόρστεναου, για τις θηριωδίες που διέπρατταν οι άνδρες της 1ης Μεραρχίας Κοζάκων κατά του άμαχου πληθυσμού.[178]
Ο Βάιξ εκδήλωσε και τον σκεπτικισμό του σχετικά με την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων αντιποίνων που εφαρμόζονταν σε ευρεία κλίμακα. Μαζί με τον Χέρμαν Νόιμπαχερ, απεσταλμένο του Ράιχ στα Βαλκάνια, πραγματοποίησε συζητήσεις για μια πιο ήπια εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής.[179] Μαζί του συντάχθηκε και ο Λερ, που μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων αντικατέστησε τη «Διαταγή Κάιτελ» στις 22 Δεκεμβρίου με δική του, διατυπωμένη έτσι ώστε να εξασφαλίζει (θεωρητικά) πως δεν θα έπεφταν αθώοι άμαχοι θύματα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.[180] Μαζί με την ωμή βία, ο Βάιξ χρησιμοποίησε με μεγάλη επιτυχία και τον προσεταιρισμό των Παρτιζάνων, εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές διαφορές τους. Στη Γιουγκοσλαβία κατάφερε να κλείσει συμφωνία με τους Τσέτνικς του Ντράζα Μιχαΐλοβιτς, ενώ στην Ελλάδα δέχτηκε την ανακωχή που προσέφερε ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα.[181] Με την πολιτική αυτή ο Βάιξ είχε κατορθώσει να επιβάλλει μία -αν και εξαιρετικά ασταθή- γερμανική κυριαρχία στα ταραγμένα Βαλκάνια. Όπως παρατήρησε ο Αμερικανός ιστορικός Σάμιουελ Μίτσαμ, «ήταν ασφαλώς πιο επιτυχημένος στα Βαλκάνια παρά ως διοικητής Ομάδας Στρατιών στη Ρωσία».[182]
Η άνοιξη του 1944 έφερε στο προσκήνιο νέες ρωγμές της Γερμανίας με τους συμμάχους της. Οι ήττες στο Ανατολικό Μέτωπο και η πίεση των Συμμάχων ήταν ασφυκτική. Καθώς δεν φαινόταν πια πιθανή μια νίκη της Γερμανίας, οι χώρες—σύμμαχοί της προσπαθούσαν εξερχόμενες από τον πόλεμο να ελαχιστοποιήσουν τις καταστροφές στη χώρα τους από την επερχόμενη ήττα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Ουγγαρία, όπου ο Χίτλερ πίστευε πως μια αποσκίρτηση τύπου Ιταλίας ήταν αρκετά πιθανή, δεδομένης της αναξιοπιστίας του ηγέτη της, Ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ. Έλαβε έτσι την απόφαση να επέμβει στρατιωτικά και να θέσει τον στρατό υπό τον έλεγχό του. Την αποστολή αυτή με την κωδική ονομασία Επιχείρηση «Μαργαρίτα» (Operation Margarethe) ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο Βάιξ, ως Ανώτατος Διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η επιχείρηση θα λάμβανε χώρα κατά τις αρχές Μαρτίου 1944.[183]
Επηρεασμένος ίσως από την εμπειρία του στην Ιταλία, ο Βάιξ έκανε απαισιόδοξες προβλέψεις για τα αποτελέσματα της επιχείρησης. Στις 8 Μαρτίου σημείωσε στο ημερολόγιό του πως οι Ούγγροι «θα πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο άνδρα για την ελευθερία της πατρίδας τους» και έκανε λόγο για μια «γενική εξέγερση», την οποία θα υποκινούσαν Εβραίοι και κομμουνιστές και που θα έπρεπε να αναμένουν τα γερμανικά στρατεύματα.[184] Στις 18 Μαρτίου ο Χόρτυ αρνήθηκε καταρχήν, αλλά σύντομα υπέκυψε στις απαιτήσεις του Χίτλερ και δέχτηκε την εγκατάσταση φιλογερμανικής κυβέρνησης στη χώρα και την είσοδο στρατευμάτων της Βέρμαχτ.[183]
Στις 4 π.μ. της επόμενης ημέρας τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο ουγγρικό έδαφος. Ο Βάιξ ήταν περιχαρής για τη διάψευση των εκτιμήσεών του. «Πουθενά αντίσταση», έγραψε στο ημερολόγιό του. Σε πολλές περιπτώσεις οι Γερμανοί έτυχαν ακόμη και πανηγυρικής υποδοχής από στρατιώτες και πληθυσμό. Αμέσως ξεκίνησαν οι συλλήψεις των «ανεπιθύμητων στοιχείων» και παράλληλα η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, ιδίως των πολύτιμων για τη γερμανική προσπάθεια πετρελαιοπηγών.[184] Ακολούθως ο Βάιξ επέστρεψε στα Βαλκάνια.
Διάταξη Μάχης του Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ομάδας Στρατιών «F», 15 Ιουλίου 1944[185] |
---|
Ομάδα Στρατιών «F» (Στρατάρχης Μαξιμίλιαν φον Βάιξ) Επιτελάρχης: Αντιστράτηγος Άουγκουστ Βίντερ[186]
|
Με την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944, την κολοσσιαία Επιχείρηση Μπαγκρατιόν κατά της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» στη Λευκορωσία από τους Σοβιετικούς περίπου δύο εβδομάδες αργότερα, στις 21 Ιουνίου και με τις μάχες στην Ιταλία να μαίνονται, η OKW εκτίμησε πως ήταν υπαρκτή, αν και ισχνή, η πιθανότητα απόβασης και στην Πελοπόννησο.[187] Το νοτιανατολικό μέτωπο, αν και απείχε από το να θεωρείται «ισότιμο» από άποψης κρισιμότητας σε σχέση με το Ανατολικό ή το Δυτικό, δέσμευε ακόμη 600.000 μάχιμους άνδρες, που η OKW θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε άλλα, μάχιμα μέτωπα.[155] Η αποδέσμευσή τους όμως δεν ήταν δυνατή για στρατηγικούς λόγους: αφενός διότι οι Σύμμαχοι θα αποκτούσαν ακόμη περισσότερο έδαφος και νέες επιχειρησιακές βάσεις, αφετέρου γιατί σε περίπτωση απόσυρσης των Γερμανών οι βαλκάνιοι σύμμαχοί τους θα κλονίζονταν και υπήρχε το ενδεχόμενο η Τουρκία να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της και να στραφεί κατά της Γερμανίας.[188]
Στις 2 Αυγούστου 1944 η Τουρκία διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Γ΄ Ράιχ. Η παρουσία του Κόκκινου Στρατού στα σύνορα της Ρουμανίας δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη στρατηγική θέση των Γερμανών. Σύντομα και η Βουλγαρία άρχισε τις προσπάθειές της για έξοδο από τον πόλεμο. Ο Βάιξ παρακολουθούσε απλώς, ανήμπορος να αντιδράσει· δεν διέθετε τα απαραίτητα στρατεύματα για να επέμβει και η προσπάθεια των Γερμανών να εξοπλίσουν τους Βούλγαρους με σύγχρονο πολεμικό υλικό στράφηκε εναντίον τους. Λίγο καιρό αργότερα, στις 17 Αυγούστου, το βουλγαρικό Κοινοβούλιο ανακοίνωσε χαρακτηριστικά πως ήταν αποφασισμένο «να αφαιρέσει όλα τα εμπόδια στον δρόμο για την ειρήνη». Η εκτίμηση του Βάιξ ήταν πως σε περίπτωση που η Βουλγαρία αποχωρούσε, θα ήταν υποχρεωμένος να αποσύρει την Ομάδα Στρατιών «Ε» από την Ελλάδα.[189]
Οι υπολογισμοί του Βάιξ για την ήδη δύσκολη κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπίσει, ανατράπηκαν από τις εξελίξεις στη Ρουμανία. Ο Βάιξ θεωρούσε πως ο έλεγχος της χώρας ήταν δεδομένος,[190] αλλά στις 20 Αυγούστου οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν στην Ομάδα Στρατιών «Νότια Ουκρανία» του Αρχιστράτηγου Γιοχάνες Φρίσνερ. Μέχρι το τέλος του μήνα πάνω από 250.000 Γερμανοί στρατιώτες είχαν χαθεί.[191] Στις 23 Αυγούστου η Ρουμανία εγκατέλειψε τον πόλεμο. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο Βάιξ βρισκόταν στο Λημέρι του λύκου στο Ράστενμπουργκ. Για να προλάβει τις εξελίξεις, ο Χίτλερ διέταξε τον Βάιξ να προετοιμάσει τις δυνάμεις του για αποχώρηση από την Πελοπόννησο, σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας των Συμμάχων και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που είχε στην Ελλάδα γύρω από την ζωτικής σημασίας σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης – Βελιγραδίου.[192]
Ο Βάιξ ξεκίνησε τις προετοιμασίες του για την υποχώρηση, αποσύροντας το μη μάχιμο προσωπικό του, που ξεπερνούσε τις 300.000 άνδρες και γυναίκες, ώστε να μην παρακωλύεται στο μέλλον η κίνηση των μονάδων του.[192] Τον Αύγουστο του 1944 η ισχύς της Ομάδας Στρατιών «F» ήταν περίπου 600.000 άνδρες σε 38 μεραρχίες. Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό, στην πραγματικότητα μόνο 22 από αυτές ήταν γερμανικές, 7 εκ των οποίων «Ταξιαρχίες Φρουρίων» (Festungsbrigaden) αμφίβολης μαχητικής αξίας. Επιπλέον 90.000 άνδρες βρίσκονταν στα ελληνικά νησιά, ελλιπώς εξοπλισμένοι και με εξαιρετικά χαμηλή δυνατότητα κίνησης. Στις τάξεις των Γερμανών υπήρχαν ακόμη αναξιόπιστοι σχηματισμοί συμμάχων του άξονα και μη–γερμανών «βοηθητικών» και «εθελοντών».[193] Στην Κροατία η 2η Στρατιά Πάντσερ διέθετε ελάχιστα άρματα, εντελώς ακατάλληλα για χρήση ενάντια στους Σοβιετικούς.[181]
Ο Βάιξ κινήθηκε γρήγορα για να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες της αποχώρησης της Βουλγαρίας. Έστειλε την 1η Ορεινή Μεραρχία στο Νις και δύο ακόμη (μία των SS και μια Πεδινή της Luftwaffe) στη Βουλγαρική ζώνη κατοχής, ώστε να εξασφαλίσει τον σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο στα Σκόπια. Επίσης ανέθεσε την προστασία του Βελιγραδίου στον πρώην επικεφαλής της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Βουλγαρία, Στρατηγό του Πεζικού Βίλι Σνέκενμπουργκερ και το πρόχειρα δημιουργημένο Σώμα Βελιγραδίου.[194] Την 1η Σεπτεμβρίου οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν την επιχείρηση «Εβδομάδα του Αρουραίου» (Operation Ratweek), αποσκοπώντας στην καταστροφή των διαβάσεων από και προς την Ελλάδα, εμποδίζοντας τη γερμανική υποχώρηση και βοηθώντας τους Παρτιζάνους του Τίτο. Οι καταστροφές των γεφυρών και η επιδείνωση του ήδη ακατάλληλου δικτύου συγκοινωνιών κατάφεραν να προκαλέσουν συμφόρηση στην κίνηση των γερμανικών μονάδων. Αντίθετα, όπως παρατήρησε με έκπληξη ο Βάιξ, οι Σύμμαχοι δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να παρεμποδίσουν την εκκένωση των νησιών, τουλάχιστον για τις δύο πρώτες εβδομάδες.[195]
Σύντομα και η Βουλγαρία αποχώρησε από τον πόλεμο. Έχοντας αποτύχει να έρθουν σε συμφωνία με τον Κόκκινο Στρατό, παρά τις κινήσεις «καλής θέλησης», όπως η εκδίωξη της γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής από τη Βουλγαρία και η σύλληψη των στρατιωτών της Βέρμαχτ που υποχωρούσαν από τη Ρουμανία, οι Σοβιετικοί επικαλέστηκαν ως πρόσχημα την ύπαρξη γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο ουδέτερο έδαφος της Βουλγαρίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου η Σοβιετική Ένωση της κήρυξε τον πόλεμο και τρεις ημέρες αργότερα μονάδες του Τρίτου Ουκρανικού Μετώπου εισέβαλαν στη χώρα, αναγκάζοντας τους Βούλγαρους να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία. Ο Βάιξ αντέδρασε άμεσα και οι Γερμανοί αφόπλισαν χωρίς μεγάλη δυσκολία τις βουλγαρικές μονάδες στα Σκόπια.[196]
Οι τελευταίες εξελίξεις άφησαν στην Ομάδα Στρατιών «F» ένα κενό 700 χιλιομέτρων, στο οποίο ο Βάιξ δεν διέθετε καν μέτωπο. Ο Βάιξ ανέθεσε στον Λερ τον έλεγχο των πρώην κατεχόμενων από τη Βουλγαρία περιοχών και την αποστολή να εξασφαλίσει τις διόδους προς βορρά για τη δυνατότητα διεξαγωγής της εκκένωσης της Ελλάδας, ενώ ανέθεσε και την κάλυψη του υπόλοιπου κενού 400 χιλιομέτρων στον Στρατιωτικό Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Στρατηγό του Πεζικού Χανς Φέλμπερ.[197] Για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Σοβιετικών στα βόρεια, έστειλε τμήματα μεραρχιών στην Τιμισοάρα εν είδει οπισθοφυλακής. Για την ώρα πίστευε πως δεν θα χρειαζόταν να δεσμεύσει ισχυρότερες δυνάμεις, καθώς όπως υπέθεσε σωστά, οι Σοβιετικοί τελικά προσπέρασαν τα Βαλκάνια και κατευθύνθηκαν προς την Ουγγαρία.[198]
Η εκκένωση των νησιών συνεχίστηκε χωρίς σημαντικές παρενοχλήσεις από τους Συμμάχους, αλλά οι άνδρες που έφταναν στην ενδοχώρα δεν ήταν δυνατόν να εξοπλιστούν. Το σύνολο των αεροπορικών δυνάμεων που διέθετε εκεί ο Βάιξ είχε δεσμευθεί για την εκκένωση των νησιών. Οι εκκλήσεις του Λερ να χρησιμοποιηθούν οι πενιχρές αεροπορικές δυνάμεις στη Μακεδονία δεν εισακούστηκαν.[198] Ο Βάιξ σημείωνε με έκπληξη πως οι Σύμμαχοι προσπαθούσαν να «χτίσουν χρυσές γέφυρες» για τα στρατεύματά του. Στις 15 Σεπτεμβρίου όμως ισχυρές επιδρομές στα αεροδρόμια της Αθήνας κατέστρεψαν μεγάλο αριθμό μεταγωγικών Ju-52 και την επόμενη μέρα άρχισε να κινητοποιείται και ο συμμαχικός στόλος στη Μεσόγειο.[195]
Τα πρώτα ανησυχητικά δείγματα ήρθαν στις 21 Σεπτεμβρίου. Αεροπορικές αναγνωρίσεις έδειξαν μεγάλη συγκέντρωση Σοβιετικών στρατευμάτων εκατέρωθεν του Δούναβη και παράλληλη αύξηση στον αριθμό των εχθρικών αεροσκαφών. Ακόμη και οι Βούλγαροι κήρυξαν γενική επιστράτευση, παρά τις προσδοκίες των Γερμανών πως μετά τη σοβιετική εισβολή ο στρατός τους θα διαλυόταν. Ο Βάιξ επέστησε την προσοχή για επερχόμενη Σοβιετική επίθεση, αλλά ήταν αναποφάσιστος για το πότε έπρεπε να διακόψει τις πτήσεις από και προς τα νησιά για να ενισχύσει το μέτωπο στη Μακεδονία. Θεωρούσε πως θα έπρεπε να εξαντλήσει τα περιθώρια αναμονής, για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερους άνδρες, που όμως δεν είχαν επαρκή μέσα για την κίνησή τους, ούτε βαρύ οπλισμό. Οι κινήσεις των Σοβιετικών δεν έδειχναν κάτι οριστικό, αλλά παρέμειναν ανησυχητικές. Ο Λερ είχε εν τω μεταξύ αποσύρει τις δυνάμεις του στον Ισθμό της Κορίνθου και οι πτήσεις στα νησιά συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Παράλληλα οι Παρτιζάνοι κατέστρεφαν τις γερμανικές τηλεπικοινωνίες και δυσχέραιναν την κίνηση των μονάδων, ενώ και η αμυντική γραμμή στα ανατολικά ήταν ασυνεχής και ισχνή. Παράλληλα οι Σοβιετικοί ετοίμαζαν την επόμενη κίνησή τους.[199]
Ενώ οι περισσότεροι σχηματισμοί του Κόκκινου Στρατού έδιναν μάχες στην Ουγγαρία, το Τρίτο Ουκρανικό Μέτωπο πέρασε στην επίθεση στις 22 Σεπτεμβρίου, προτού ακόμη ολοκληρωθεί η ανασύνταξή του. Οι Γερμανοί διατηρούσαν μια συνεχή αμυντική γραμμή κατά μήκος της καμπής του Δούναβη ανατολικά του Τούρνου Σεβερίν, που στη συνέχεια εκτεινόταν δυτικά του Μπορ κατά μήκος του οδικού δικτύου, και μία ακόμη grammöh στη Ντέμιρ Κάπιγια στα βόρεια. Οι Σοβιετικοί επιτέθηκαν δυτικά του Τούρνου Σεβερίν και μέχρι ο Βάιξ να αποφασίσει να διαθέσει την αξιόμαχη 1η Ορεινή Μεραρχία για να εκκαθαρίσει την καμπή του ποταμού, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη περάσει μία ολόκληρη μεραρχία στη νότια όχθη του ποταμού, στη γερμανική πλευρά. Τα χαράματα της 27ης Σεπτεμβρίου ο Βάιξ έλαβε μια αναφορά που τον πληροφορούσε πως εχθρικές δυνάμεις κινούνταν προς τα δυτικά από την Τιμισοάρα. Ανάμεσα στην Τιμισοάρα και τη Ντέμιρ Κάπιγια ο Βάιξ δεν είχε κανέναν σχηματισμό. Ο στόχος των Σοβιετικών ήταν ξεκάθαρος για τον Βάιξ: συνειδητοποίησε πως οι σοβιετικές αιχμές είχαν εκτοξεύσει την επίθεση για να περικυκλώσουν τις γερμανικές μονάδες γύρω από το Βελιγράδι. Η πρόβλεψή του πως οι Σοβιετικοί θα αγνοούσαν τα Βαλκάνια λόγω των επιχειρήσεων στην Ουγγαρία είχε αποτύχει. Παρά την απειλή της περικύκλωσης, ο Βάιξ και το επιτελείο του διατήρησαν την ψυχραιμία τους, καθώς η 1η Ορεινή Μεραρχία σημείωνε πρόοδο. Στις 29 οριστικοποίησε την άποψή του για το εχθρικό σχέδιο περικύκλωσης και διέταξε τη μεταφορά από αέρος μιας μεραρχίας Ελαφρού Πεζικού (Jäger) από την Ελλάδα.[200]
Τις επόμενες ημέρες οι μάχες συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και η αριθμητική υπεροχή των Σοβιετικών τους έδινε πλεονέκτημα. Στις 2 Οκτωβρίου το Τμήμα Επιχειρήσεων της OKW ζήτησε από τον Βάιξ να θέσει μια ημερομηνία για την εκκένωση της Ελλάδας. Μετά από συζητήσεις με τον Λερ κατέληξε ότι θα μπορούσε να κινηθεί στις 10 Οκτωβρίου. Πρότεινε ακόμη -και έλαβε τη συγκατάθεση του Χίτλερ- να συνεχιστούν οι πτήσεις στα νησιά όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες, δηλαδή τα αποθέματα καυσίμων και η διαθεσιμότητα των αεροδρομίων.[201]
Την επόμενη μέρα, 3 Οκτωβρίου επισκευάστηκαν οι γέφυρες στο Κράλιεβο και τη Μιτρόβιτσα, επιτρέποντας ξανά τη μετακίνηση των μονάδων μέσω σιδηροδρόμου.[201] Την ίδια μέρα ο Χίτλερ έδωσε την τελική άδεια για την υποχώρηση από την Ελλάδα.[202] Στις 4 Οκτωβρίου Σοβιετικοί στρατιώτες έφτασαν στο Πάντσεβο, αναγκάζοντας τον Βάιξ να μεταφέρει το αρχηγείο του στο Βούκοβαρ. Μέχρι τις 6 του μήνα οι γερμανικές δυνάμεις στο Βελιγράδι είχαν απωθηθεί σε ένα μικρό προγεφύρωμα στον ποταμό Σάβο απέναντι από την πόλη. Η αποχώρηση της Σοβιετικής 46ης Στρατιάς στην Ουγγαρία βελτίωσε την κατάσταση ελάχιστα για τους Γερμανούς. Η 1η Ορεινή Μεραρχία δεχόταν επιθέσεις στα μετόπισθέν της από Παρτιζάνους και μονάδες του Κόκκινους Στρατού. Στις 8 Οκτωβρίου οι Σοβιετικοί κατάφεραν να περάσουν ένα ολόκληρο μηχανοκίνητο σώμα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς. Μέχρι το τέλος της ημέρας το μηχανοκίνητο σώμα είχε περάσει το Μπορ και απέκοψε το Βελιγράδι από τα νότια, κάνοντας την εμφάνισή του στην κοιλάδα του ποταμού Μοράβα. Μαζί με τον Κόκκινο Στρατό επιτίθεντο και οι Βούλγαροι.[201]
Η 1η Ορεινή Μεραρχία μετά από τις εξελίξεις αποκόπηκε ολοκληρωτικά. Ο διοικητής της, Βάλτερ Στέττνερ, επιθυμούσε να την αποσύρει πίσω από τον Μοράβα και να οργανώσει μια νέα γραμμή άμυνας, αλλά προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των προϊσταμένων του.[203] Ο Βάιξ σχεδίαζε να συγκεντρώσει τις διαθέσιμες δυνάμεις του και να χρησιμοποιήσει το Απόσπασμα Στρατιάς «Σερβία» (Armeeabteilung Serbien) του Φέλμπερ για να επιτεθεί ανατολικά του Μοράβα και να αποκαταστήσει την επαφή με την 1η Ορεινή Μεραρχία. Αλλά με τους Σοβιετικούς να έχουν περάσει από τον ποταμό ένα μηχανοκίνητο Σώμα Στρατού, το σχέδιο αυτό του Βάιξ ήταν πλέον μη πραγματοποιήσιμο. Ο Βάιξ ενοποίησε τους σχηματισμούς που ήταν παγιδευμένοι στην κοιλάδα του Μοράβα με την ονομασία «Ομάδα Μάχης Στέττνερ» και διέταξε τον διοικητή της να υποχωρήσει πίσω από τον Σάβα.[204]
Η Ομάδα Μάχης Στέττνερ, ενισχυμένη αριθμητικά, αλλά όχι ουσιαστικά, από ένα συνονθύλευμα γερμανικών μονάδων που έφθανε τους 20.000 άνδρες, προχώρησε προς το Βελιγράδι με σκοπό να απελευθερώσει τα στρατεύματα που μάχονταν εκεί και κατόπιν να περάσει τον ποταμό Σάβα. Στις 15 Οκτωβρίου Σοβιετικοί στρατιώτες μαζί με Παρτιζάνους του Τίτο κατέλαβαν το Βελιγράδι. Ήταν προφανές πως το σχέδιο του Βάιξ δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας, αλλά ο Στέττνερ αποφάσισε να συνεχίσει, παρά τις διαμαρτυρίες των συνεργατών του, που πίστευαν πως έπρεπε να διασπάσει την περικύκλωση στα δυτικά, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Με τις επικοινωνίες να έχουν διακοπεί ολοκληρωτικά όταν οι Γερμανοί αποδεκατίστηκαν έξω από το Βελιγράδι, ο Στέττνερ έδωσε το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου διαταγή στους στρατιώτες του να καταστρέψουν τον βαρύ εξοπλισμό τους και να διασπάσουν την περικύκλωση. Ο ίδιος κηρύχθηκε αγνοούμενος κατά την προσπάθεια αυτή, αφού από τις 18 Οκτωβρίου χάνονται τα ίχνη του.[205]
Ο Βάιξ συνέχιζε να μην έχει νέα από την πρόοδο της Ομάδας Μάχης Στέττνερ. Στο προσωπικό του ημερολόγιο στις 18 Οκτωβρίου σημείωσε πως θεωρούσε την Ομάδα χαμένη και έδωσε ετεροχρονισμένα τη διαταγή εκκένωσης του Βελιγραδίου.[206] Προς έκπληξή του, περίπου οι μισοί από τους στρατιώτες της Ομάδας του Στέττνερ κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να φτάσουν στις φίλιες γραμμές.[207]
Η απώλεια του Βελιγραδίου απέκλεισε και την ταχύτερη δυνατή μεταφορά της Ομάδας Στρατιών «Ε» από την Ελλάδα και επέβαλε τη μετακίνηση της οδού υποχώρησης στη Βοσνία και την Κροατία.[207] Η μόνη θετική για τους Γερμανούς εξέλιξη των ημερών ήταν η υποχώρηση των Σοβιετικών μονάδων από τη Σερβία, σε συνεννόηση με τον Τίτο. Έτσι η σοβιετική ηγεσία έδωσε παράταση ζωής στις Ομάδες Στρατιών «E» και «F». Ως προσωρινή λύση ο Βάιξ διέθεσε την 2η Στρατιά Πάντσερ για να καλύψει το κενό στα ανατολικά. Οι υπόλοιπες γερμανικές μονάδες συνέδραμαν στην οχύρωση της αμυντικής γραμμής με την ονομασία «Μέτωπο του Σίρμιο».[208]
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1944 η OKW ανέθεσε στον Βάιξ την ευθύνη για τις περιοχές στα νότια, που κατείχε ως τότε η Ομάδα Στρατιών «Νότος» του Αρχιστράτηγου Φρίσνερ, επεκτείνοντας προς τον νότο το όριο μεταξύ των Ομάδων Στρατιών. Για την ώρα ο Βάιξ δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να αντιμετωπίσει τις σοβιετικές επιθέσεις. Η 2η Στρατιά Πάντσερ επρόκειτο να λάβει ενισχύσεις από την Ιταλία, αλλά αντιμετώπιζε ήδη προβλήματα από τους Παρτιζάνους. Η Ομάδα Στρατιών «Ε» που αντιμετώπιζε εχθρικές επιθέσεις στα Σκόπια, αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Ο Βάιξ ήρθε σε διάσταση απόψεων για τη χρήση της 2ης Στρατιάς Πάντσερ και επιθυμούσε να την κρατήσει στο Ζάγκρεμπ, πιστεύοντας πως επρόκειτο να απειληθεί σύντομα. Με διαταγή όμως του Χίτλερ, η 2η Στρατιά Πάντσερ πέρασε στην ευθύνη του Φρίσνερ.[209]
Τους μήνες που ακολούθησαν το βάρος των επιχειρήσεων πέρασε στον Λερ και σημειώθηκε υποχώρηση της Ομάδας Στρατιών «Ε» που είχε στην ευθύνη του. Τον Ιανουάριο του 1945 στο Βερολίνο ο Βάιξ προτάθηκε για την ανάληψη μιας καινούριας θέσης. Ο Επιτελάρχης των Ενόπλων Δυνάμεων Γκουντέριαν, παλιός φίλος του Βάιξ, αιτήθηκε τη δημιουργία μιας νέας Ομάδας Στρατιών στον ποταμό Βιστούλα, που θα αναλάμβανε την άμυνα της περιοχής.[210] Μετά την παραχώρηση της κυριότητας της Βοσνίας και της Κροατίας στην Ομάδα Στρατιών «E», η Ομάδα Στρατιών «F» φαινόταν πως είχε εξαντλήσει τη χρησιμότητά της.[211] Ο Γκουντέριαν είχε διαπιστώσει την περίσσεια επιτελείων Ομάδων Στρατιών στα Βαλκάνια και ήταν της άποψης, πως ένα από τα δύο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αρχηγείο της νέας Ομάδας Στρατιών. Ο Γκουντέριαν έγραφε μετά τον πόλεμο για τον Βάιξ πως «ήταν ο άνδρας που θα μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο μία τόσο δύσκολη κατάσταση, αν κάποιος μπορούσε ακόμη». Ο Γιοντλ συμφώνησε να στηρίξει την πρότασή του στη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου. Η απάντηση του Χίτλερ ήταν κατηγορηματική. Ο Φύρερ θεωρούσε τον εξηντατριάχρονο πια Στρατάρχη Βάιξ «πολύ κουρασμένο» και εξέφρασε αμφιβολίες για τις ικανότητές του να αναλάβει τη θέση. Ο Γιοντλ τότε συνέδραμε τον Χίτλερ, φέρνοντας ως επιχείρημα τη βαθιά θρησκευτικότητα του καθολικού Βάιξ. Έτσι αποφασίστηκε ο διορισμός του Χάινριχ Χίμλερ στην ηγεσία της Ομάδας Στρατιών. Ο Γκουντέριαν θεωρούσε την ιδέα «ηλιθιότητα», καθώς ο Χίμλερ απεδείχθη εντελώς ακατάλληλος για να διοικήσει στρατεύματα στο πεδίο της μάχης. Ακόμη και οι προσπάθειές του να αποσπάσει μέλη από το επιτελείο του Βάιξ για να στελεχώσει το αρχηγείο της Ομάδας Στρατιών ναυάγησαν. Ο Βάιξ τελικά παρέμεινε στα Βαλκάνια.[210]
Στις 5 Φεβρουαρίου 1945 ο Βάιξ έλαβε (κατά τον Σάμιουελ Μίτσαμ ως «βραβείο παρηγοριάς»)[212] ως ο 731ος στρατιωτικός της Βέρμαχτ τα Φύλλα Δρυός στον Σταυρό των Ιπποτών.[2] Στις 25 Μαρτίου 1945 παρέδωσε την ηγεσία του Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον Αλεξάντερ Λερ[179] και συνταξιοδοτήθηκε. Ταυτόχρονα τέθηκε εκ νέου στην «Εφεδρεία του Φύρερ».[19]
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιξ συνελήφθη αιχμάλωτος από αμερικανικά στρατεύματα στο Έτταλ της Βαυαρίας στις 2 Μαΐου 1945.[213] Ο Τσαρλς Φ. Μάρσαλ (Charles F. Marshall), γερμανικής καταγωγής αξιωματικός του Αμερικανικού Στρατού, κλήθηκε να ανακρίνει τον Βάιξ μετά την αιχμαλωσία του. Μετά τον πόλεμο κατέγραψε τις εντυπώσεις του: «Ο Στρατάρχης Βαρώνος φον Βάιξ ήταν εξηντατεσσάρων, ένας αρκετά ψηλός άνδρας με σκούρα γκρι μαλλιά και χοντρά γυαλιά. Ήταν βραχνός, ρευματοπαθής και -όπως παρατήρησα- λιγάκι αφηρημένος».[214] Κατά τη συνήθη του τακτική ο Μάρσαλ προσέφερε ένα τσιγάρο και μια καρέκλα στον Βάιξ. Ο ταγματάρχης υπασπιστής του Βάιξ διέκοπτε συνεχώς την ανάκριση, όταν θεωρούσε πως οι ερωτήσεις ήταν ακατάλληλες. Χρειάστηκαν οι απειλές του Μάρσαλ και τα λόγια του Βάιξ «το παιχνίδι τελείωσε», ώστε να συνεχιστεί η ανάκριση ομαλά. Στη συνέχεια η συζήτηση έγινε στη Σουαβική διάλεκτο, «προς μεγάλη ευχαρίστηση» του Βάιξ. Η χαλαρότητα επέτρεψε στον Βάιξ να πει στον Μάρσαλ ένα σύντομο αστείο, που ο τελευταίος ομολόγησε πως βρήκε πετυχημένο.[215]
Η συζήτηση δεν περιστράφηκε μόνο γύρω από ανώδυνα θέματα. Ο Βάιξ πίστευε πως οι ΗΠΑ θα συμμαχούσαν με τη Γερμανία για να αντιμετωπίσουν τη Σοβιετική Ένωση («τον Μπολσεβικισμό») και προέβλεψε -ορθά, όπως έδειξε το μέλλον- πως η συμμαχία ΗΠΑ–ΕΣΣΔ θα ήταν βραχύβια. Εξέφρασε επίσης τον θαυμασμό του για τις δυνατότητες του Αμερικανικού Στρατού στις μηχανοκίνητες μετακινήσεις και την ικανότητα να ανεφοδιάζονται οι μονάδες του με τρόφιμα από την άλλα άκρη του Ατλαντικού.[215] Του προσφέρθηκε γεύμα στην καντίνα των στρατιωτών, το οποίο ο Βάιξ και ο υπασπιστής του φαίνεται να απόλαυσαν. Όταν ρωτήθηκε από τον Μάρσαλ για τις εκτελέσεις ομήρων, απάντησε δυσαρεστημένος:[216]
Μια πόλη έχει παραδοθεί. Έχεις στρατεύματα μέσα της, και τη νύχτα κάποιοι πυροβολούνται ή μαχαιρώνονται στην πλάτη. Παίρνεις ομήρους και προειδοποιείς τον πληθυσμό πως το επόμενο τέτοιο περιστατικό θα οδηγήσει στην εκτέλεση των ομήρων. Τότε, παρά την προειδοποίηση και θυμηθείτε, η πόλη έχει παραδοθεί, έχετε επανάληψη των πυροβολισμών και των μαχαιρωμάτων. Τι θα κάνατε τότε;
Ο Βάιξ δικαιολογούσε τις εκτελέσεις χιλιάδων πολιτών από το 1941 με το σκεπτικό αυτό. Ο Μάρσαλ δήλωσε αργότερα πως βρέθηκε σε δύσκολη θέση από αυτή την ερώτηση, στην οποία απάντησε πως «Δε μας πληρώνουν αρκετά εμάς τους λοχαγούς για να απαντάμε σε ακανθώδη προβλήματα σαν αυτό». Ο Βάιξ στην απάντηση αυτή αποκρίθηκε σκυθρωπά: «Ναι, οι στρατάρχες πληρώνονται περισσότερο, αλλά ούτε και αυτοί έχουν τις απαντήσεις».[216]
Τα επόμενα χρόνια ο Βάιξ κρατήθηκε σε διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων στη Γερμανία, κάτω από σκληρές συνθήκες. Ο Μάρσαλ τον συνάντησε ξανά το 1946, όταν κρατείτο στο Στρατόπεδο Αιχμαλώτων Πολέμου στο Λούντβιγκσμπουργκ, κοντά στη Στουτγκάρδη. Βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, αξύριστος, με σπυριά στο πρόσωπο, με πρησμένα άνω και κάτω άκρα, φορώντας λιτή φορεσιά. Είχε επίσης κακή ψυχολογική κατάσταση λόγω της πιθανότητας έκδοσής του στη Γιουγκοσλαβία, όπου ήταν πεπεισμένος πως θα τον εκτελούσαν. Παρά την κατάστασή του, ο Βάιξ αρνήθηκε να παραπονεθεί στον διοικητή του στρατοπέδου, αναγκάζοντας τον Μάρσαλ να παρέμβει για να του παρασχεθεί ιατρική περίθαλψη.[217]
Οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να προσάγουν τον Βάιξ στη Δίκη των Ομήρων στη Νυρεμβέργη στις αρχές του 1947, για τις εκτελέσεις αμάχων στον νοτιοανατολικό χώρο. Όμως οι συνθήκες κράτησης του Βάιξ είχαν επιπτώσεις και κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών του ο υπόδικος πρώην στρατάρχης ασθένησε από νευρίτιδα και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για εννιά μήνες στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Έρλανγκεν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Σύμμαχοι απάλλαξαν τον Βάιξ από τη δίκη για λόγους υγείας. Παρ' όλα αυτά έστειλαν έγγραφα σχετικά με την περίπτωσή του στο βαυαρικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, σε περίπτωση που στο μέλλον οι Γερμανοί αποφάσιζαν να τον προσάγουν σε δίκη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Ιούλιο του 1949 (κατ' άλλους στις 15 Ιουνίου[218]), ο Βάιξ αποσύρθηκε στον οικογενειακό Πύργο Ρέσμπεργκ στο χωριό Ρέσμπεργκ (τμήμα της κωμόπολης του Μπόρνχαϊμ) κοντά στη Βόννη.[219] Ο πύργος είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου, έτσι ο Βάιξ με τη σύζυγό του έμεναν σε ξύλινη καλύβα στο πάρκο του πύργου.[220] Εκεί πέθανε ο Βάιξ στις 27 Σεπτεμβρίου 1954 μετά από μακρά ασθένεια.[218] Ήταν από τους ελάχιστους στρατάρχες του Χίτλερ που πέθανε χωρίς να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.[212] Τάφηκε σε οικογενειακό τάφο στο Παλαιό Κοιμητήριο του χωριού Ρέσμπεργκ. Στον περίβολο του Πύργου Ρέσμπεργκ βρίσκεται σήμερα πλάκα αφιερωμένη στη μνήμη του.[220]
Ο Βάιξ εμφανίζεται ως «Στρατιώτης της παλιάς σχολής»[9][11], χαρακτηριστικό που συνάγεται από τα βιογραφικά του σημειώματα. Υπάρχει το ερώτημα για το πώς ακριβώς αντιμετώπιζε ο ίδιος το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ένα ακραίο και ριζοσπαστικό κίνημα, όντας συντηρητικός και θρήσκος ευγενής. Η ισορροπία της σχέσης του Βάιξ με το ναζιστικό καθεστώς ήταν αμφιταλαντευόμενη. Υπήρχαν στοιχεία της ναζιστικής πολιτικής που τον απομάκρυναν, και άλλα που ενέκρινε. Στα πρώτα χρόνια του καθεστώτος, ο Χίτλερ του ενέπνευσε την ελπίδα για μια νέα, ξανά ισχυρή Γερμανία.[29] Η θρησκευτικότητά του τον κρατούσε σε μια απόσταση από το καθεστώς, αλλά διατήρησε την πίστη του στον «Φύρερ» μέχρι το τέλος.[221]
Σε ότι αφορά τη στάση του στην απόπειρα της 20ής Ιουλίου και το πραξικόπημα ενάντια στο καθεστώς, το προσωπικό του ημερολόγιο δείχνει πως απέρριπτε ολοκληρωτικά την ιδέα. «Μια ανόητη σκέψη, πως θα μπορούσε να επέλθει ειρήνη μέσα από τέτοια μέτρα. Ένα πισώπλατο χτύπημα όπως το 1918, μα χειρότερο, καθώς έρχεται από μια πλευρά, απ' όπου κάποιος θα περίμενε το αντίθετο», «μια όχι απλά εγκληματική, αλλά ακόμη τρομακτικά ανόητη ιδέα», σημείωνε ήδη τις δύο ημέρες που ακολούθησαν.[222]
Η αντιμετώπιση του Βάιξ από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς δεν ήταν όμοια ανταποδοτική. Ήδη από τον καιρό που σημειώθηκαν τριβές μεταξύ του Βάιξ και του Στράιχερ, αντιμετωπιζόταν ως πιστός καθολικός με καχυποψία από το NSDAP.[37] Ο Χίτλερ, με πρόφαση τη θρησκευτικότητα του Βάιξ, έδειξε τουλάχιστον προς το τέλος του πολέμου πως δεν του έτρεφε συμπάθεια.[210] Ανάμεσα στα άλλα τον χαρακτήριζε «πολύ ήσυχο άνδρα» με υποτιμητική διάθεση.[158] Η περιφρόνηση αυτή εκφράστηκε και με έναν ακόμη τρόπο: σε αντίθεση με άλλους συνομηλίκους, αλλά και νεότερους συναδέλφους του στρατάρχες (ενίοτε και αρχιστράτηγους)· ο Βάιξ δεν έλαβε καμία από τις συνηθισμένες «δωρεές» (Dotationen) των χιλιάδων μάρκων, με τις οποίες ο Χίτλερ χρημάτιζε τους ανώτατους αξιωματικούς του Γ΄ Ράιχ.[223]
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Βάιξ είχε κερδίσει τον σεβασμό και τον θαυμασμό συναδέλφων του. Η μη ελκυστική εξωτερική του εμφάνιση, που δεν παρέπεμπε σε στρατιωτικό,[224] δεν φαίνεται να επηρέασε τους υπόλοιπους στρατιωτικούς που τον ανέδειξαν βαθμολογικά μέσα από τις κρίσεις. Ιδιαίτερα ο Γκουντέριαν στα απομνημονεύματά του εκφράζεται πολλές φορές με καλά λόγια για τον Βάιξ: «τζέντλεμαν», «έξυπνος όσο τίμιος και γενναίος».[210] Ο ιστορικός Σάμιουελ Μίτσαμ έχει διατυπώσει την άποψη πως ο Βάιξ ήταν κατάλληλος και αξιόπιστος για διοίκηση Σώματος και Στρατιάς, αλλά η Ομάδα Στρατιών πίστευε πως ήταν πάνω από τις ικανότητές του, χαρακτηρίζοντάς τον «σταθερό και ικανό — αλλά σίγουρα όχι εξαιρετικό — επαγγελματία στρατιώτη».[221]
Ο Βάιξ συνέδεσε το όνομά του με το Στάλινγκραντ και την απώλεια των Βαλκανίων, όπως και με τα μέτρα αντιποίνων στα Βαλκάνια. Λόγω ίσως της απουσίας μιας κάθειρξης στο ποινικό του μητρώο, το όνομά του δεν φαίνεται να θεωρείται «σπιλωμένο» εντός της Γερμανίας σήμερα. Για παράδειγμα, στις 12 Νοεμβρίου 1981 ο Αντισυνταγματάρχης της Bundeswehr Έμπερχαρντ Μέσελ (Eberhard Möschel) εκφώνησε στο Ρέσμπεργκ λόγο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Βάιξ.[225]
Παρά τον σημαντικό ρόλο του στον πόλεμο και τις υψηλές θέσεις που κατείχε, δεν έχει εκδοθεί ακόμη κάποια πλήρης βιογραφία του Βάιξ. Λεπτομέρεις του βίου και της στρατιωτικής του ηγεσίας έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορες βιογραφικές συλλογές και ιστορικές μονογραφίες. Πεθαίνοντας ο Βάιξ άφησε πίσω του τα απομνημονεύματά του, που ξεκινούν από το 1933[226], καθώς και το προσωπικό του ημερολόγιο. Και τα δύο είναι διαθέσιμα στους ερευνητές από το Στρατιωτικό Ομοσπονδιακό Αρχείο (Bundesarchiv–Militärarchiv) στο Φράιμπουργκ, με την κατηγοριοποίηση Ν19/5–10[227] και ZA1/2633[228] αντίστοιχα, παραμένουν δε και τα δύο ανέκδοτα ως σήμερα. Στον προσωπικό φάκελο του Βάιξ βρίσκονται ακόμη τα σημειωματάριά του της περιόδου 1940–1944, σημειώσεις κατά τις Δίκες της Νυρεμβέργης, καθώς και μελέτες σχετικά με τη θέση της Βέρμαχτ απέναντι στον Χίτλερ, τη μάχη του Στάλινγκραντ και τέλος προσωπική του αλληλογραφία.[229] Μια δημοσίευση του υλικού αυτού ακόμη αναμένεται.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 12/07/2018) |
Σύνοψη βαθμών[230] | ||
---|---|---|
Γερμανικός Βαθμός | Ελληνικό αντίστοιχο | Ημερομηνία |
Fahnenjunker | Δόκιμος Αξιωματικός | 15 Ιουλίου 1900 |
Unteroffizier | Λοχίας | 1 Δεκεμβρίου 1900 |
Fähnrich | Ανθυπασπιστής | 8 Φεβρουαρίου 1901 |
Leutnant | Ανθυπίλαρχος | 9 Μαρτίου 1902 |
Oberleutnant | Υπίλαρχος | 3 Σεπτεμβρίου 1911 |
Hauptmann | Ίλαρχος | 22 Φεβρουαρίου 1914 |
Major | Επίλαρχος | 5 Φεβρουαρίου 1923 |
Oberstleutnant | Αντισυνταγματάρχης | 1 Φεβρουαρίου 1928 |
Oberst | Συνταγματάρχης | 1 Νοεμβρίου 1930 |
Generalmajor | Υποστράτηγος | 1 Απριλίου 1933 |
Generalleutnant | Αντιστράτηγος | 20 Απριλίου 1935 |
General der Kavallerie | (Στρατηγός του Ιππικού) | 2 Οκτωβρίου 1936 |
Generaloberst | Αρχιστράτηγος | 19 Ιουλίου 1940 |
Generalfeldmarschall | Στρατάρχης | 1 Φεβρουαρίου 1943 |
Παρατίθενται οι διακρίσεις (παράσημα, μετάλλια και λοιπές ηθικές διακρίσεις) που απονεμήθηκαν στον Βάιξ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας:[2]
Ημερομηνία | Πρωτότυπο κείμενο | Μετάφραση |
---|---|---|
Παρασκευή, 11 Απριλίου 1941 | Seit dem Morgen des 10. April befinden sich deutsche Truppen unter dem Befehl des Generaloberst Freiherrn von Weichs nach Erzwingung der DRAU-ÜBERGÄNGE trotz schwieriger Wetter- und Geländeverhältnisse in weiterem erfolgreichem Vordringen nach Süden.[231] | Από το πρωί της 10ης Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα υπό τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Βαρώνου φον Βάιξ, μετά την επίτευξη της διάβασης του Δράβου παρά τις δυσχερείς καιρικές και γεωμορφολογικές συνθήκες, ευρίσκονται σε επιτυχή περαιτέρω προώθηση προς Νότον. |
Πέμπτη, 7 Αυγούστου 1941 | Am Verlauf dieser gewaltigen Schlacht waren die Armeen des Generalfeldmarschalls von Kluge und der Generalobersten Strauß und Freiherr von Weichs, die Panzergruppen der Generalobersten Guderian und Hoth sowie die Luftwaffenverbände der Generale der Flieger Loerzer und Freiherr von Richthofen ruhmreich beteiligt.[232] | Στην εξέλιξη αυτής της σφοδρής μάχης οι εμπλεκόμενες Στρατιές του Στρατάρχη φον Κλούγκε και των Στρατηγών Στράους και Βαρώνου φον Βάιξ, οι Ομάδες Πάντσερ των Στρατηγών Γκουντέριαν και Χοτ, καθώς και οι μονάδες της Luftwaffe των Στρατηγών των Ιπταμένων Λέρτσερ και Βαρώνου φον Ρίχτχοφεν συμμετείχαν ενδόξως. |
Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 1941 | Außer der bereits genannten Armeen sind am dem glücklichen Verlauf der Schlacht auch die Armeen des Generalobersten Freiherrn von Weichs und des Generals der Infanterie von Stülpnagel hervorragend beteiligt.[233] | Εκτός των ήδη αναφερθέντων Στρατιών, στην επιτυχή εξέλιξη της μάχης συμμετείχαν εξόχως και οι Στρατιές του Αρχιστράτηγου Βαρώνου φον Βάιξ και του Στρατηγού του Πεζικού φον Στύλπναγκελ. |
Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 1941 (ειδική) | An der Durchführung dieser Operationen waren die Armeen des Generalfeldmarschalls von Kluge, der Generalobersten Freiherr von Weichs und Strauß sowie die Panzerarmeen der Generalobersten Guderian, Hoth, Hoeppner (sic) und des Generals der Panzertruppen Reinhardt beteiligt.[234] | Στην εκτέλεση αυτών των επιχειρήσεων συμμετείχαν οι Στρατιές του Στρατάρχη φον Κλούγκε, των Αρχιστρατήγων Βαρώνου φον Βάιξ και Στράους, όπως και οι Στρατιές Πάντσερ των Αρχιστράτηγων Γκουντέριαν, Χοτ, Χέπνερ και του Στρατηγού των Τεθωρακισμένων Ράινχαρτ. |
Κυριακή, 19 Οκτωβρίου 1941 | An der Durchführung dieser Operationen waren die Armeen des Generalfeldmarschalls von Kluge, der Generalobersten Freiherr von Weichs und Strauß sowie die Panzerarmeen der Generalobersten Guderian, Hoth, Hoeppner (sic) und des Generals der Panzertruppen Reinhardt beteiligt.[235] | Στην εκτέλεση αυτών των επιχειρήσεων συμμετείχαν οι Στρατιές του Στρατάρχη φον Κλούγκε, των Αρχιστρατήγων Βαρώνου φον Βάιξ και Στράους, όπως και οι Στρατιές Πάντσερ των Αρχιστράτηγων Γκουντέριαν, Χοτ, Χέπνερ και του Στρατηγού των Τεθωρακισμένων Ράινχαρτ. |
10 Οκτωβρίου 1943 (ειδική) | Auf dem Balkan hat sich die Masse der italienischen Kommandobehörden in verständnisvoller Weise der Forderungen des deutschen Oberbefehlshabers, Generalfeldmarschall v. W e i c h s, gebeugt.[236] | Στα Βαλκάνια ο κύριος όγκος των ιταλικών διοικητικών αρχών ενέδωσε με κατανόηση στις απαιτήσεις του Γερμανού Ανώτατου Διοικητή, Στρατάρχη φον Βάιξ. |
19 Ιανουαρίου 1945 (πρόσθετη) | Unter der sicheren Führung des Generalfeldmarschalls Freiherrn von W e i c h s und des Generalobersten L ö h r haben Truppen aller Waffengattungen des Heeres und der Waffen-SS in vorbildlicher Kampfgemeinschaft mit Verbänden der Luftwaffe und Kriegsmarine erst bei tropischer Hitze und dann in Schneestürmen der kroatischen Berge, die besonderen Schwierigkeiten dieses Gebirgs- und Bandenkrieges gemeistert und sämtliche gegen Flanken und Rücken ihrer Bewegungen gerichteten feindlichen Angriffe erfolgreich abgewehrt.[237] | Υπό την ασφαλή ηγεσία του Στρατάρχη Βαρώνου φον Βάιξ και του Πτεράρχου Λερ, στρατεύματα όλων των Όπλων του Στρατού και των Waffen-SS σε υποδειγματική μάχιμη συνεργασία με μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, πρώτα σε συνθήκες τροπικής ζέστης και μετά σε χιονοθύελλες των κροατικών βουνών, δάμασαν τις ιδιαίτερες δυσκολίες αυτού του ορεινού και κόντρα σε συμμορίες (σ.σ.: αντάρτες) αγώνα και απέκρουσαν επιτυχώς το σύνολο των εχθρικών επιθέσεων, που στόχευαν τις πτέρυγες και τα μετόπισθεν της πορείας τους. |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.