Στρατάρχης του Γ' Ράιχ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Έριχ φον Μάνσταϊν (Erich von Manstein, 24 Νοεμβρίου 1887 - 10 Ιουνίου 1973) ήταν Γερμανός στρατάρχης κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της Βέρμαχτ. Θεωρήθηκε ένας από τους ευφυέστερους ηγέτες της εποχής σύμφωνα με τους συναδέλφους του.
Ο Μάνσταϊν γεννήθηκε ως Φριτς - Έριχ φον Λεβίνσκι στις 24 Νοεμβρίου 1887 στο Βερολίνο. Οι φυσικοί γονείς του, Έντουαρντ φον Λεβίνσκι, στρατηγός του Πυροβολικού και Χελένε (πατρικό φον Σπέρλινγκ (von Sperling)) απέστειλαν το εξής τηλεγράφημα στην αδελφή της μητέρας του Χέντβιγκ και το σύζυγό της υποστράτηγο Γκέοργκ φον Μάνσταϊν αμέσως μετά τη γέννηση του μικρού: "Σήμερα γεννήθηκε ο γιος σας. Μητέρα και νεογέννητο χαίρουν άκρας υγείας. Συγχαρητήρια."[9]
Ανάμεσα στις δύο οικογένειες είχε συναφθεί η εξής συμφωνία: Οι Λεβίνσκι, με τη γέννηση του μικρού, αποκτούσαν το 10ο παιδί τους. Αντίθετα, οι Μάνσταϊν ήταν άτεκνοι. Είχε, λοιπόν, συμφωνηθεί ότι μόλις γεννηθεί το 10ο παιδί των Λεβίνσκι, αυτοί θα το έδιναν προς υιοθεσία στο άτεκνο ζευγάρι, πράγμα το οποίο και έγινε.
Ο μικρός Έριχ είχε, έτσι, όχι μόνο το φυσικό και το θετό του πατέρα Πρώσους στρατιωτικούς, αλλά και οι πάπποι του - και από τις δύο οικογένειες - υπήρξαν επίσης στρατηγοί, ενώ ο Στρατάρχης και μετέπειτα Πρόεδρος της Γερμανίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ ήταν θείος του.[εκκρεμεί παραπομπή]
Έτσι, η στρατιωτική του καριέρα ήταν εξασφαλισμένη εκ γενετής. Ο μικρός Έριχ φοίτησε κατά την περίοδο 1894 - 1899 στο Λύκειο του Στρασβούργου, το οποίο είχε προσαρτηθεί στη Γερμανία ύστερα από το Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και το 1900 φοίτησε για έξι χρόνια (ως το 1906) στο Σώμα Ευελπίδων στο Πλεν (Plön) και στο Γκρος-Λιχτερφέλντε (Groß-Lichterfelde). Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο 3ο Σύνταγμα Πεζικού της Φρουράς (Garde zu Fuß) με το βαθμό του σημαιοφόρου. Τον Ιανουάριο του 1907 προήχθη σε ανθυπολοχαγό και τον Οκτώβριο του 1913 εισήχθη στην Πρωσική Στρατιωτική Ακαδημία στο Βερολίνο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μάνσταϊν στάλθηκε αρχικά στο Ανατολικό μέτωπο: Το 1914 υπηρέτησε στην Πολωνία, όπου τραυματίστηκε σοβαρά το Νοέμβριο. Επανήλθε στην ενεργή δράση το 1915, προαγόμενος σε λοχαγό, τοποθετήθηκε ως αξιωματικός του επιτελείου (σε επιτελική θέση παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου) και στάλθηκε στη Σερβία το 1915-16. Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Δυτικό μέτωπο (Γαλλία - Βέλγιο) και έλαβε μέρος στην επίθεση του Βερντέν (1916) και στις επιχειρήσεις στην Καμπανία (1917-18). Το 1918 προσφέρθηκε εθελοντικά για τη θέση στο επιτελείο της Αμυντικής Δύναμης των Συνόρων στο Μπρεσλάου (σημ. Βρότσλαβ, Πολωνία). Στη θέση αυτή παρέμεινε ως το 1919.
Μετά τη λήξη του Πολέμου, ο Μάνσταϊν παρέμεινε στη Ράιχσβερ (ο Γερμανικός Στρατός των 100.000 ανδρών που είχε επιτραπεί στη Γερμανία να διατηρεί) και συνέβαλε σημαντικά στην οργάνωσή της. Το 1920 γνώρισε και νυμφεύτηκε την - δεκαεννιάχρονη τότε - Γιούτα Σίμπιλε φον Λόες (Jutta Sibylle von Loesch), θυγατέρα γαιοκτήμονα από τη Σιλεσία, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: Την Γκιζέλα (1921), τον Γκέρο (Gero, 31/12/1922) και τον Ρούντιγκερ (1929). Ο Γκέρο, ο οποίος υπηρετούσε ως υπολοχαγός στη Βέρμαχτ, σκοτώθηκε στο βόρειο τομέα του Ανατολικού μετώπου στις 29 Οκτωβρίου του 1942.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1920 ο Μάνσταϊν προάχθηκε σε διοικητή λόχου, ενώ το 1922 του ανατέθηκε η διοίκηση συντάγματος. Το 1927 προάχθηκε σε ταγματάρχη, τοποθετήθηκε ως αξιωματικός του Επιτελείου και άρχισε να επισκέπτεται άλλες χώρες προκειμένου να πληροφορείται για τη συγκρότηση και τις εγκαταστάσεις των στρατευμάτων τους. Τις δραστηριότητες αυτές συνέχισε μέχρι το 1935. Ήδη από το 1933 οι Ναζί, έχοντας καταλάβει την εξουσία, περιφρόνησαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και άρχισαν την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων κατά σαφή παράβασή της, μετονομάζοντάς τες σε Βέρμαχτ. Το 1934 η καριέρα του Μάνσταϊν κινδύνευσε σοβαρά: Οι φυλετικοί νόμοι, που το ναζιστικό καθεστώς θέσπιζε τον ένα μετά τον άλλο, καθόριζαν ότι οι στρατιώτες εβραϊκής καταγωγής δεν επιτρεπόταν να φέρουν τα διακριτικά τους, ενώ όσοι στρατιωτικοί είχαν εβραϊκή καταγωγή έπρεπε να εγκαταλείψουν την (τότε) Ράιχσβερ. Ένας από τους συναδέλφους του ανακάλυψε ότι η μητέρα του Μάνσταϊν είχε εβραϊκή καταγωγή[εκκρεμεί παραπομπή] (κατά το ήμισυ) και αυτό σήμαινε ότι ο Μάνσταϊν έπρεπε να εγκαταλείψει το στράτευμα.[εκκρεμεί παραπομπή] Ως συνέπεια, ο Μάνσταϊν έστειλε επιστολή στον Βάλτερ φον Ράιχεναου με την οποία ζητούσε - επιχειρηματολογώντας υπέρ των εκκαθαρίσεων - να εξαιρεθούν οι στρατιωτικοί που ήδη υπηρετούσαν στη Ράιχσβερ και είχαν τον ένα γονέα κατά το ήμισυ Εβραίο. Το θέμα αποσιωπήθηκε, ωστόσο ο Μάνσταϊν έσφαλλε νομίζοντας ότι λόγω του υψηλού βαθμού του και των πολύ υψηλόβαθμων συγγενών του θα έμενε αλώβητος. Μετά βίας γλίτωσε τη σταδιοδρομία του, πείθοντας τον Ράιχενάου, κυρίως λόγω των υπέρ των εκκαθαρίσεων των Εβραίων δηλώσεών του.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1935 (1η Ιουλίου) ο Μάνσταϊν ορίζεται επικεφαλής του κλάδου επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (Generalstab des Heeres), τμήματος της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης (Oberkommando des Heeres). Από αυτή τη θέση πρότεινε την κατασκευή αυτοκινούμενων πυροβόλων (Sturmgeschütze), με στόχο την άμεση υποστήριξη του Πεζικού από πυροβολικό, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία οι ταχυκίνητες μονάδες και να απαλλαγούν από αυτού του είδους την υποστήριξη τα άρματα μάχης.
Το 1936 ο Μάνσταϊν προάγεται σε υποστράτηγο και τοποθετείται ως αναπληρωτής επικεφαλής στο Επιτελείο του Στρατηγού Λούντβιχ Μπεκ. Ο Μάνσταϊν είναι αρχηγός του Επιτελείου του Βίλχελμ φον Λέεμπ κατά την προσάρτηση της Σουδητίας από τα στρατεύματά του.[10] Ο ίδιος πίστευε ότι ο γερμανικός στρατός δε θα είχε τη δυνατότητα να νικήσει το στρατό της Τσεχοσλοβακίας, αν αυτός αποφάσιζε να υπερασπιστεί με τα όπλα το έδαφος της χώρας, κάνοντας χρήση των παραμεθόριων οχυρώσεών της. "Δεν θα έχουμε τα μέσα να τα διασπάσουμε" είχε πει τότε.[11]
Αρχικά ο Μάνσταϊν από τη θέση του υποστήριζε τις θέσεις του προϊσταμένου του Μπεκ, ότι ο Στρατός πρέπει να παραμένει ανεπηρέαστος από τις επιρροές του Ναζιστικού Κόμματος. Τη θέση αυτή μετέβαλε αργότερα, ισχυριζόμενος ότι η Στρατιωτική Διοίκηση όφειλε να απέχει από πολιτικούς σχεδιασμούς, ακόμη και από ζητήματα υψηλής στρατηγικής, καθώς αυτά ήταν θέματα για τα οποία μόνος αρμόδιος ήταν ο Φύρερ. Το μόνο καθήκον της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης θα έπρεπε να είναι ο επιχειρησιακός σχεδιασμός που ήταν απαραίτητος για την επίτευξη των στόχων που έθετε ο Φύρερ. Όπως ήταν φυσικό, ο Μπεκ (ισχυρά αντιχιτλερικός) δε ευχαριστήθηκε καθόλου με τις θέσεις του Μάνσταϊν, τον οποίο και απέπεμψε, λέγοντας γι' αυτόν: "... δεν είναι άνθρωπος κακού χαρακτήρα, αντίθετα, είναι άνθρωπος χωρίς καθόλου χαρακτήρα".
Το 1938 ξεσπά η κρίση - σκάνδαλο στα ανώτατα στρατιωτικά κλιμάκια, δημιουργημένη από τον Χίτλερ, με στόχο να απαλλαγεί από τους αξιωματικούς που στελέχωναν τα ανώτατα κλιμάκια της Βέρμαχτ. Έτσι, αποπέμπονται οι Βέρνερ φον Φριτς, Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ και, αργότερα, και ο Λούντβιχ Μπεκ. Ο Μάνσταϊν ελπίζει ότι θα γίνει Αρχηγός του Επιτελείου, ωστόσο ο Χίτλερ τον απογοητεύει, θεωρώντας τον "μη συνεργάσιμο" και στέλνοντάς τον Διοικητή της 18ης Μεραρχίας Πεζικού στη Σιλεσία (4 Φεβρουαρίου 1938), προάγοντάς τον ταυτόχρονα σε Αντιστράτηγο.[12]
Το 1939 ο Μάνσταϊν πληροφορείται το "Λευκό σχέδιο" (Fall weiss), όπως είχε ονομαστεί η επιχείρηση για την εισβολή στην Πολωνία. Πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, στις 18 Αυγούστου 1939, ο Μάνσταϊν αποσπάται από τη διοίκηση της Μεραρχίας του και τοποθετείται αρχηγός του Επιτελείου της Ομάδας Στρατιών "Süd" (νότου), τη διοίκηση της οποίας είχε ο Γκερντ φον Ρούντστεντ. Από τη θέση αυτή συνεργάζεται με τον επικεφαλής των Επιχειρήσεων της στρατιάς, συνταγματάρχη Γκίντερ Μπλούμεντριτ (Günther Blumentritt) για την ανάπτυξη του σχεδίου επιχειρήσεων της Ομάδας "Sud". Ο σχεδιασμός προβλέπει τη συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των θωρακισμένων μονάδων της Ομάδας στη 10η Στρατιά του Βάλτερ φον Ράιχεναου, με στόχο την επίτευξη διάσπασης του μετώπου των Πολωνών και την περικύκλωση των στρατευμάτων τους. Σύμφωνα με το σχέδιο του Μάνσταϊν, οι άλλες δύο στρατιές της Ομάδας νότου, η 14η του Βίλχελμ Λιστ και η 8η του Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς θα στήριζαν τα πλευρά του Ράιχεναου καθώς η στρατιά του θα εφορμούσε εναντίον της Βαρσοβίας. Το σχέδιο έτυχε της αποδοχής του Ρούντστεντ και εφαρμόστηκε με απόλυτη επιτυχία: Το πολωνικό μέτωπο διασπάστηκε, η 10η Στατιά καταδίωξε τους Πολωνούς εμποδίζοντάς τους να αναδιοργανωθούν, ενώ η 8η παρεμπόδισε την ανασυγκρότηση των ημιδιαλυμένων πολωνικών στρατευμάτων στο Λοτζ, το Πόζναν και το Ράντομ. Παρεκκλίνοντας από το αρχικό του σχέδιο, ο Μάνσταϊν υπέδειξε στον Ρούντστεντ να κυκλώσει τους Πολωνούς στο Ράντομ, πράγμα που έγινε και οδήγησε στην αποκοπή των Πολωνών από το νότιο τμήμα της Βαρσοβίας, τομέα που έμεινε ανυπεράσπιστος.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο ίδιος ο Μάνσταϊν, παρά την εκπόνηση των σχεδίων που πραγματοποίησε και που υλοποιήθηκαν με απόλυτη επιτυχία, δεν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Λευκού Σχεδίου, θεωρώντας ότι η Πολωνία έπρεπε να παραμείνει ανεξάρτητη, παίζοντας το ρόλο "μαξιλαριού" ανάμεσα στη Γερμανία και την Σοβιετική Ένωση. Τον απασχολούσε, επίσης, έντονα το ενδεχόμενο οι Σύμμαχοι να επιτεθούν κατά της Γερμανίας από δυτικά, οδηγώντας τη σε σύρραξη με δύο μέτωπα. Η διαίσθηση του Χίτλερ, ωστόσο, αποδείχτηκε ισχυρότερη από τους φόβους του Μάνσταϊν: Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί δεν επιτέθηκαν από τα δυτικά, όπως είχε προβλέψει ο Φύρερ.[εκκρεμεί παραπομπή] Η Βαρσοβία παραδόθηκε και τυπικά στις 27 Σεπτεμβρίου 1939 (αν και παρέμειναν μερικοί θύλακες αντίστασης). Η προσοχή του Χίτλερ στρέφεται πλέον δυτικά.
Την ημέρα παράδοσης της Βαρσοβίας ο Χίτλερ δίνει εντολή στον Φραντς Χάλντερ, επικεφαλής της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού (Oberkommando des Heeres, OKH) να ετοιμάσει ένα σχέδιο εισβολής στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία, με την επωνυμία "Fall Gelb" (Κίτρινο Σχέδιο). Ο Χάλντερ και το επιτελείο του ετοιμάζουν διάφορα σχέδια, τα οποία, καθ' υπόδειξη και παραίνεση του φον Ρούντστεντ παραδίδονται στο Μάνσταϊν. Τα σχέδια που παραδίδονται στον Χίτλερ δεν τον ικανοποιούν: "Φόρεσαν τις μπότες του Σλίφεν" εξομολογείται στους στενούς συνεργάτες του[13][14] Το σχέδιο του Μάνσταϊν τραβά τελικά την προσοχή του Χίτλερ: Ο Μάνσταϊν, σε άτυπη συνεργασία με τον Χάιντς Γκουντέριαν είχε προτείνει την επίθεση μέσω Αρδεννών και ως κέντρο βάρους την κωμόπολη του Σεντάν. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται η Γραμμή Μαζινό. Το σχέδιο που τελικά χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν το αρχικό σχέδιο του Μάνσταϊν: Η πατρότητα του σχεδίου, κατά πολλούς ερευνητές, αποδίδεται στον Μάνσταϊν, ωστόσο σύμφωνα με το περιβάλλον του Χίτλερ, οι εισηγήσεις του Μάνσταϊν "δεν έφτασαν ποτέ στο γραφείο του Φύρερ". Φαίνεται ότι το σχέδιο του Μάνσταϊν μπλοκαρίστηκε από τον επικεφαλής του ΟΚΗ Φραντς Χάλντερ, αν και το συνυπέγραφε ο φον Ρούντστεντ, ο ο οποίος υποστήριζε θερμά τον επιτελάρχη του[εκκρεμεί παραπομπή], μολονότι αυτό δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Ο Χίτλερ τελικά πληροφορήθηκε την ύπαρξη του σχεδίου Μάνσταϊν από τον Χένινγκ φον Τρέσκοβ, ο οποίος είχε πολύ φιλικές σχέσεις με τον υπασπιστή του Σμουντ, και κάλεσε τον Μάνσταϊν σε ακρόαση και αυτός τον ενημέρωσε σχετικά με το σχέδιό του[εκκρεμεί παραπομπή] Επιπλέον, η απόσπαση του Μάνσταϊν σε επιτελική θέση έληξε πριν την εισβολή και ο ίδιος τοποθετήθηκε επικεφαλής μιας νέας μονάδας, την οποία όφειλε να συγκροτήσει στη Σιλεσία.[15] Ο Χίτλερ υιοθέτησε το "σχέδιο Μάνσταϊν", επέλεξε όμως να το καταστρώσει με λεπτομέρειες μόνος του, καθώς "μελετούσε με το φακό κάθε ξέφωτο στις Αρδέννες". Από το σχέδιο του Χίτλερ έλειπε το δεύτερο κύμα επίθεσης, που προέβλεπε το σχέδιο Μάνσταϊν. Ο Μάνσταϊν συγκρότησε τη μονάδα που του είχε ανατεθεί και στάλθηκε στη Γαλλία, επικεφαλής του 38ου Σώματος Πεζικού (υπό τον Γκίντερ φον Κλούγκε και την 4η Στρατιά του), όχι με το πρώτο κύμα επίθεσης, αλλά καταδιώκοντας τους Γάλλους που υποχωρούσαν από τον ποταμό Σομ ως τον Λίγηρα ("Κόκκινο Σχέδιο", Fall Rot, η δεύτερη φάση επίθεσης κατά της Γαλλίας). Ο Μάνσταϊν προήχθη σε Αντιστράτηγο και τιμήθηκε με το Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού.
Το Φεβρουάριο του 1941 ο Μάνσταϊν αναλαμβάνει τη διοίκηση του 56ου Σώματος Τεθωρακισμένων (LXVI. Panzerkorps), υπό τις διαταγές του Έριχ Χέπνερ στο βόρειο τμήμα του μετώπου. Εκεί επιτίθεται στις 22 Ιουνίου 1941 και καταφέρνει να προελάσει 100 μίλια μέσα σε δύο ημέρες, καταλαμβάνοντας δύο ζωτικής σημασίας γέφυρες στον ποταμό Ντβίνα. Η μονάδα του κυκλώνεται από Ρώσους, οι οποίοι μάλιστα σπεύδουν να θριαμβολογήσουν ότι παγίδευσαν μια γερμανική στρατιά. Ο Μάνσταϊν, όμως, καταφέρνει τελικά να διαφύγει από τον κλοιό χωρίς απώλειες, εκτός από μερικά επιτελικά έγγραφα, τα οποία "έθεσαν σε κίνδυνο τη θέση που κατείχε".[15]
Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής της 11ης Στρατιάς στην ομάδα του Νότου (Süd) Όιγκεν Ρίττερ φον Σόμπερτ (Eugen Ritter von Schobert) προσγειώνεται με το αεροσκάφος που τον μετέφερε πάνω σε ρωσικό ναρκοπέδιο και φονεύεται. Ο Μάνσταϊν μετατίθεται στη θέση του Σόμπερτ και στη Στρατιά του ανατίθεται η αποστολή της εισβολής στην Κριμαία και η κατάληψη της Σεβαστουπόλεως, ώστε να απελευθερωθούν οι πλευρές της Ομάδας Νότου για να μπορέσει να προχωρήσει βαθύτερα στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Μάνσταϊν εισβάλλει στην Κριμαία και διασφαλίζει τον ισθμό του Περεκόπ. Στις 28 Οκτωβρίου το Σοβιετικό μέτωπο διασπάται και μέχρι τις 17 Νοεμβρίου ολόκληρη η Κριμαία βρίσκεται υπό γερμανικό έλεγχο, εκτός από τη Σεβαστούπολη, η οποία εξακολουθεί να ανθίσταται. Η επίθεση εναντίον της είχε ξεκινήσει ήδη από τις 30 Οκτωβρίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι καιρικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί, το ισχυρό κρύο παρεμποδίζει τα γερμανικά στρατεύματα, ενώ στις 21 Δεκεμβρίου και καθώς ο Μάνσταϊν ετοιμάζεται για το "τελειωτικό κτύπημα", οι Ρώσοι εξαπολύουν σφοδρή χειμερινή αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα. Η αντεπίθεση αυτή προκάλεσε ισχυρή κρίση στη Βέρμαχτ, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ο Χίτλερ είχε αποστείλει προς όλους τη διαταγή "Haltbefehl", με την οποία απαγόρευε την οποιαδήποτε υποχώρηση "έστω και κατά μια σπιθαμή εδάφους". Στις 26 Δεκεμβρίου οι Σοβιετικοί αποβιβάζονται στο στενό του Κερτς (μπαίνοντας ως το λαιμό στα παγωμένα νερά) και στις 30 άλλη δύναμη αποβιβάζεται στη Θεοδοσία. Μόνο η ταχύτατη υποχώρηση της 46ης Μεραρχίας Πεζικού τη σώζει από τον εκμηδενισμό. Ο διοικητής της, Στρατηγός Χανς Γκραφ φον Σπόνεκ[16] (Hans Graf von Sponeck, κόμης Χάνς φον Σπόνεκ ) ειδοποιεί σχετικά τον Μάινσταϊν, η αντίδραση του οποίου είναι σύμφωνη με τη διαταγή του Φύρερ: Καμία υποχώρηση. Ο Σπόνεκ, όμως, έχει διακόψει την επικοινωνία και δεν ακούει τη διαταγή του Μάνσταϊν: Υποχωρεί ελαφρά και ευθυγραμμίζει το μέτωπό του, σταθεροποιώντας τη θέση της μονάδας του. Ο Μάνσταϊν πραγματοποιώντας αντελιγμό και έχοντας σταθερή τη θέση της 46ης, καταφέρνει να αποκρούσει τη Σοβιετική αντεπίθεση, διακόπτοντας όμως την πολιορκία της Σεβαστουπόλεως.
Η κατάσταση στην Κριμαία, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει κρίσιμη. Σταθεροποιείται μόνο στα τέλη Απριλίου του 1942 και ο Μάνσταϊν, αποφασισμένος να τελειώνει με τη Σεβαστούπολη, οργανώνει την επιχείρηση "Trappenjagd", την εφαρμογή της οποίας αρχίζει στις 8 Μαϊου 1942: Με έξυπνο αντιπερισπασμό στα βόρεια, ο Μάνσταϊν επιτίθεται από το νότο εκμηδενίζοντας την 44η, την 47η και την 51η Στρατιά των Σοβιετικών: Οι απώλειές τους φθάνουν τις 21 μεραρχίες, 176.000 άνδρες, 347 άρματα μάχης και 3.500 πυροβόλα. Η επιχείρηση, που ολοκληρώνεται με απόλυτη επιτυχία στις 18 Μαϊου, στοιχίζει στους Γερμανούς μόνο 3.500 άνδρες και οκτώ άρματα μάχης.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η προσοχή του Μάνσταϊν στρέφεται για μια ακόμη φορά στη Σεβαστούπολη: Ο Μάνσταϊν "μετατρέπεται σε στρατηγό του Πυροβολικού" και αναζητά στο γερμανικό οπλοστάσιο κανόνια με περίεργα διαμετρήματα. Ανάμεσα στα άλλα φέρνει υπερβαρείς όλμους (όπως ο "Θωρ", διαμετρήματος 600 mm) και ίσως το μεγαλύτερο πυροβόλο που κατασκευάστηκε ποτέ, τον θηριώδη "Gustav", κατασκευής Κρουπ και διαμετρήματος 80 cm.[εκκρεμεί παραπομπή] Στηρίζεται σε σιδηροτροχιές, ρίχνει μόνο 3 οβίδες την ώρα και για τη χρήση και συντήρησή του απασχολεί 4.000 άνδρες. Κάθε οβίδα του, όμως, μπορεί να διαπεράσει οχυρώσεις από μπετόν πάχους 2 μ σε βάθος 30 μ. Ο Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν, διοικητής του 4ου αεροπορικού στόλου της Λουφτβάφε συμμετέχει στην επιχείρηση με τα βαριά βομβαρδιστικά του. Το μπαράζ βομβαρδισμού της πόλης αρχίζει στις 7 Ιουνίου 1942 και διαρκεί πέντε ολόκληρες ημέρες. Ακολουθεί έφοδος των χερσαίων δυνάμεων και, στις 16 Ιουνίου η εξωτερική ζώνη άμυνας διασπάται. Η πόλη περιέρχεται εξ ολοκλήρου στη γερμανική κατοχή στις 4 Ιουλίου 1942. Ο Χίτλερ ενθουσιάζεται στο άκουσμα της πτώσης της Σεβαστουπόλεως, τηλεφωνεί αμέσως στον Μάνσταϊν και τον αποκαλεί "κατακτητή της Σεβαστουπόλεως". Παράλληλα του ανακοινώνει ότι του αποστέλλει τη στραταρχική του ράβδο.
Το Λένινγκραντ πολιορκείται ήδη από το 1941 αλλά λόγω της φυσικής θέσης του οι Γερμανοί δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν. Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση αποφασίζει να στείλει εκεί τον Μάνσταϊν, με στόχο την κατάκτηση της πόλης. Οι μονάδες που διαθέτει είναι μικρές (οι πολιορκητές έχουν αποδυναμωθεί καθώς οι άλλοι, πιο ενεργοί τομείς του μετώπου απαιτούν όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις) ενώ παράλληλα οι Σοβιετικοί, θέλοντας να προασπίσουν μια πόλη - σύμβολο, διαθέτουν εκεί μεγάλες δυνάμεις και εξαπολύουν σφοδρές αντεπιθέσεις. Ο Μάνσταϊν δεν καταφέρνει να κυριεύσει την πόλη με τις ανεπαρκείς δυνάμεις που διαθέτει. Ο Χίτλερ πιστεύει ότι με τα νέα άρματα τύπου "Τίγρης" (Panzer "Tiger") και τις δυνάμεις πυροβολικού που διαθέτει η Βέρμαχτ, μπορεί να επιτευχθεί η κατάληψη. Ο Μάνσταϊν αντιτείνει ότι για να έχει επιτυχία κάτι τέτοιο, χρειάζεται και ταυτόχρονη επίθεση των Φινλανδών από το Βορρά, πράγμα που οι Φινλανδοί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Ωστόσο αποδεικνύει για μια ακόμη φορά τη στρατηγική μεγαλοφυϊα του, καθώς καταφέρνει να αποκρούσει όλες τις σοβιετικές αντεπιθέσεις - με δυνάμεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις δικές του - και να αποτρέψει τη λύση της πολιορκίας: Στις 27 Αυγούστου οι Σοβιετικοί εξαπολύουν σφοδρή αντεπίθεση κατά της 18ης Στρατιάς του Γκέοργκ Λίντεμαν στη λίμνη Λάντογκα. Ο Μάνσταϊν αντιδρά αποφασιστικά, εκτρέπει τις δικές του δυνάμεις και καταφέρνει να απεγκλωβίσει την παγιδευμένη Στρατιά και σταθεροποιώντας ξανά το μέτωπο της πολιορκίας. Αποφασίζεται, έτσι, η πολιορκία να συνεχιστεί και το 1943.
Στις 21 Νοεμβρίου 1942 και ενώ μαίνεται η μάχη του Στάλινγκραντ, με τις προοπτικές να διαγράφονται ιδιαίτερα ζοφερές για τις γερμανικές δυνάμεις, ο Χίτλερ καταφεύγει για μια ακόμη φορά στις στρατηγικές ικανότητες του Μάνσταϊν: Τον τοποθετεί επικεφαλής της νεοσυσταθείσης Στρατιάς του Ντον (Heeresgruppe Don), ενός σχηματισμού αποτελούμενου από καταπονημένες μονάδες, ημιδιαλυμένο εξοπλισμό και μονάδες από Ρουμάνους, Ούγγρους και Ιταλούς. Η εντολή που δίνεται στον Μάνσταϊν είναι να οργανώσει την επιχείρηση "Wintergewitter" ("Χειμερινή Θύελλα") και, σε συνεργασία με τα θωρακισμένα του Χέρμαν Χοτ να απελευθερώσει την παγιδευμένη μέσα στην πόλη 6η Στρατιά του Στρατηγού Φρίντριχ Πάουλους. Η επίθεση εξαπολύεται στις 12 Δεκεμβρίου 1942 και οι θωρακισμένες μονάδες βρίσκονται μόλις 30 μίλια από το Στάλινγκραντ στις 20 του ίδιου μήνα. Οι Σοβιετικοί, όμως, εξαπολύουν σφοδρή αντεπίθεση, αρχικά αναχαιτίζουν και στο τέλος απωθούν τις προωθημένες γερμανικές δυνάμεις. Ο Μάνσταϊν ζητά από τον Χίτλερ να διατάξει τη διάσπαση του κλοιού από τον Πάουλους, εκείνος όμως αρνείται πεισματικά. Επικοινωνεί και με τον Πάουλους και του συνιστά να προσπαθήσει να διασπάσει τον κλοιό, ώστε οι Σοβιετικοί να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Ο Πάουλους αρνείται, δηλώνοντας ότι έχει δικαίωμα να περιμένει την απελευθέρωση της Στρατιάς του από τους συναδέλφους του, όπως, άλλωστε, έχει διατάξει ο Φύρερ. Ο Μάνσταϊν δεν τολμά να τον διατάξει (όπως είχε δικαίωμα να κάνει, ως ανώτερός του) να διασπάσει τον κλοιό, φοβούμενος την αντίδραση του Χίτλερ.[17] Συνεχίζει τις προσπάθειες προώθησης των δικών του δυνάμεων, αλλά, εκτός από τις αντεπιθέσεις των Σοβιετικών, ανακύπτει νέο, σοβαρότατο πρόβλημα που απειλεί με κατάρρευση ολόκληρο το μέτωπο της Ουκρανίας: Οι Σοβιετικοί έχουν οργανώσει την "επιχείρηση Κρόνος" και πραγματοποιούν σφοδρή αντεπίθεση στο νοτιότερο άκρο του μετώπου, με στόχο την ανακατάληψη του Ροστόβ επί του Ντον. Η Ομάδα Στρατιών "Α" αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα που απειλεί με κατάρρευση το μέτωπο της Ουκρανίας και την αποκοπή όλων των γερμανικών στρατευμάτων του Καυκάσου. Ο Μάνσταϊν αναγκάζεται να διχοτομήσει τις δυνάμεις του, στέλνοντας σημαντικές μονάδες ως ενίσχυση του μετώπου που κινδυνεύει. Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση απεγκλωβισμού του Πάουλους από το Στάλινγκραντ εγκαταλείπεται και οι δυνάμεις του Μάνσταϊν υποχωρούν έως και 200 χιλμ. μακριά από την πόλη.[18]
Το Φεβρουάριο του 1943 ο Μάνσταϊν ορίζεται διοικητής της ομάδας στρατιών "Νότου", μετονομασία των συγχωνευμένων σχηματισμών της Στρατιάς του Ντον και της Ομάδας Στρατιών "Α". Ο Μάνσταϊν κατορθώνει να ανακαταλάβει το Χάρκοβο στις 15 Μαρτίου 1943 και στη συνέχεια το Μπέλγκοροντ (21 Μαρτίου) σε μια από τις πλέον επιτυχημένες επιθέσεις των Γερμανών στο Σοβιετικό μέτωπο: 23.000 Σοβιετικοί στρατιώτες νεκροί, 9.000 αιχμάλωτοι, κυριεύονται ή καταστρέφονται πολλά άρματα μάχης και μεγάλος αριθμός πυροβόλων. Αυτές του οι δραστηριότητες του φέρνουν τα φύλλα δρυός στο Σιδηρό Σταυρό που ήδη διαθέτει. Ο Μάνσταϊν υποβάλλει το δικό του σχέδιο επίθεσης στη Στρατιωτική διοίκηση (δηλαδή στον ίδιο τον Χίτλερ), αλλά αυτό απορρίπτεται. Αντ' αυτού ο Χίτλερ διατάσσει την εφαρμογή του σχεδίου "Zitadelle" (Unternehmen Zitadelle) για την ανακατάληψη του Κουρσκ. Ο Μάνσταϊν δημιουργεί με τις δυνάμεις του μια λαβίδα, αλλά το βόρειο σκέλος της, υπό τον φον Κλούγκε, δεν καταφέρνει να επιτύχει τους αντικειμενικούς στόχους, με συνέπεια την καθυστέρηση της επιχείρησης. Ο Γκεόργκι Ζούκοφ που υπερασπίζεται το Κουρσκ αρπάζει την ευκαιρία και εξαπολύει σφοδρές αντεπιθέσεις. Ο Χίτλερ εκτιμά ότι η συνέχιση της επιχείρησης δεν είναι δυνατή και αποφασίζει τη ματαίωσή της. Ο Μάνσταϊν διαμαρτύρεται έντονα, λέγει στον Φύρερ ότι τον σταματά ένα βήμα πριν την τελική επιτυχία, αλλά ο Χίτλερ έχει πλέον άλλο πρόβλημα να επιλύσει: Έχει ξεκινήσει η "Επιχείρηση Χάσκι" (Operation Husky), η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία. Ο Μάνσταϊν υποχρεώνεται να υποχωρήσει δυτικά του ποταμού Δνείπερου, όχι όμως πριν εξαπολύσει τη δική του σφοδρή αντεπίθεση, που προκαλεί μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς.
Ο Μάνσταϊν υποχρεώνεται πλέον να σταθεροποιήσει τις θέσεις του στο Ανατολικό μέτωπο, αν και δεν πιστεύει πλέον ότι η Γερμανία έχει δυνατότητες επιτυχίας σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων. Από τον Οκτώβριο του 1943 έως τα μέσα Ιανουαρίου 1944 σταθεροποιεί το μέτωπο, παρά το ότι οι Σοβιετικοί εγκαθιστούν μια προεξοχή προς το Κίεβο, η οποία απειλεί άμεσα τη στρατηγικής θέσης μικρή πόλη του Ζιτομίρ. Η αντεπίθεση του Μάνσταϊν απωθεί τους Ρώσους και ο Στρατηγός Μπαλκ εισηγείται την άμεση επίθεση για τον εκμηδενισμό της προεξοχής και την προέλαση προς Κίεβο, αλλά δεν εισακούεται. Στα μέσα Φεβρουαρίου οι Σοβιετικοί αντεπιτίθενται και ο Μάνσταϊν υποχωρεί ακόμη περισσότερο.
Στο λεγόμενο "θύλακα του Κορσούν" παγιδεύονται έξι γερμανικές μεραρχίες και ο Μάνσταϊν κάνει αυτό που δεν τόλμησε να κάνει στο Στάλινγκραντ: Δίνει εντολή διάσπασης του κλοιού, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Χίτλερ, η οποία και πραγματοποιείται τη νύκτα της 16ης προς 17η Φεβρουαρίου. Οι 56.000 άνδρες διαφεύγουν από το θύλακα με σχετικά μικρές απώλειες.Κατά τον ίδιο τον φον Μανστάιν[19], 30.000 κατορθώνουν να ξεφύγουν.Κατά τον EDDY BAYER[20] ,25.000, άοπλοι επιστρέφουν στιν γερμανικές γραμμές, ο δε διοικητής τους στρατηγός Στέμερμαν, σκοτώνεται. Ο Χίτλερ επιδοκιμάζει τη διαταγή του Στρατάρχη του και δίνει την ίδια εντολή, κατόπιν όμως εορτής.
Οι διαφωνίες Μάνσταϊν - Χίτλερ συνεχίζονται. Ο Φύρερ επιμένει στη στατική άμυνα, ο Μάνσταϊν είναι υπέρ μιας αρχικής υποχώρησης με στόχο την πολυδιάσπαση των Σοβιετικών δυνάμεων και το αδυνάτισμα των πλευρών τους, ώστε να είναι δυνατή μια επιτυχημένη αντεπίθεση και εκμηδενισμός τους. Ο Μάνσταϊν δεν αντέχει και συνιστά δημόσια στον Χίτλερ να ασχοληθεί με τις πολιτικές διαστάσεις του πολέμου και να αφήσει τη στρατηγική στους επαγγελματίες. Ο Χίτλερ, φυσικά, αρνείται πεισματωδώς ανταπαντώντας "... και φαντάζεσθε ότι εσείς, ο Μάνσταϊν, γνωρίζετε καλύτερα από εμένα, τον Χίτλερ;...".[21] Οι παραινέσεις του Μάνσταϊν ανησυχούν επίσης συνεργάτες του Φύρερ, όπως ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Χέρμαν Γκέρινγκ. Ο πρώτος αρχίζει να τον κατηγορεί ανοικτά ως ηττοπαθή και να λέγει ότι είναι πλέον ολοσχερώς ακατάλληλος για να διοικεί στρατεύματα ενώ αμφισβητεί και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Φύρερ. Όλα αυτά οδηγούν αναπόφευκτα στην απαλλαγή του Μάνσταϊν από τη διοίκηση. Ο Χίτλερ τον ανακαλεί και τον αντικαθιστά με τον Βάλτερ Μόντελ, απονέμοντάς του παράλληλα και τα ξίφη επί των φύλλων δρυός (που ήδη κατείχε), την τρίτη υψηλότερη διάκριση στην τότε Γερμανία. Ο Μάνσταϊν επιστρέφει στη Γερμανία, αρχικά εισάγεται σε μια οφθαλμολογική κλινική στο Μπρέσλαου και στη συνέχεια επιστρέφει στο Βερολίνο όπου αποσύρεται επίσημα.
Ο Μάνσταϊν γνώριζε τη συνωμοσία για την απόπειρα της 20ής Ιουλίου κατά του Χίτλερ. Ο Χένινγκ φον Τρέσκοβ είχε έλθει σε επαφή μαζί του και τον πληροφόρησε σχετικά. Ο Μάνσταϊν συμφώνησε με την αναγκαιότητα της πράξης, ωστόσο αρνήθηκε να συμμετάσχει, λέγοντας "Preussische Feldmarschälle meutern nicht" (Οι Πρώσοι Στρατάρχες δεν στασιάζουν). Εξέφρασε, επίσης, φόβους για πιθανό εμφύλιο πόλεμο, αν η απόπειρα επιτύγχανε. Αν και ο Μάνσταϊν δε συμμετείχε στη συνωμοσία των υπολοίπων και γνώριζε τα σχέδιά τους, κράτησε κλειστό το στόμα του και δεν τους κατέδωσε.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1945 ο Μάνσταϊν μάζεψε όλα τα μέλη της οικογένειάς του και κατέφυγαν στο δυτικό τμήμα της χώρας. Στις 23 Αυγούστου 1945 παραδόθηκε επισήμως στο Βρετανό Στρατάρχη Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ.
Στη Δίκη της Νυρεμβέργης ο Μάνσταϊν κλήθηκε για να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης. Στη συνέχεια κρατήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου από τους Βρετανούς στο "ειδικό στρατόπεδο" στο Μπρίτζεντ (Bridgend). Οι Σοβιετικοί πίεζαν ισχυρά τους Βρετανούς να τον εκδώσουν για να δικαστεί στην ΕΣΣΔ. Αντ' αυτού, υποκύπτοντας μερικά στις σοβιετικές πιέσεις, οι Βρετανοί αποφάσισαν να τον δικάσουν οι ίδιοι, σε ειδικό Στρατοδικείο που συγκροτήθηκε στο Αμβούργο τον Αύγουστο του 1949. Ορισμένοι Βρετανοί, τόσο επειδή εκτιμούσαν τις στρατιωτικές ικανότητες του Γερμανού Στρατάρχη όσο και λόγω του αναπτυσσόμενου ψυχροπολεμικού κλίματος, εκφράστηκαν με έντονη συμπάθεια προς το πρόσωπό του: Ο Στρατάρχης Μοντγκόμερυ και ο Μπέιζιλ Λίντελ Χαρτ (Sir Basil Henry Liddell Hart), μεταξύ άλλων, έφθασαν στο σημείο να συμβάλουν οικονομικά προκειμένου να εξασφαλίσουν στον Μάνσταϊν ένα καλό συνήγορο υπεράσπισης. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, επίσης, εκφράστηκε υπέρ του Μάνσταϊν, καθώς διέβλεπε ότι η κυβέρνηση του Κλέμεντ Άττλη επιχειρούσε, με αυτή της την ενέργεια, να κατευνάσει τους Σοβιετικούς.
Στο δικαστήριο ο Μάνσταϊν εκπροσωπήθηκε από το διακεκριμένο δικηγόρο Ρέτζιναλντ Τόμας Πέιτζετ (Reginald Thomas Paget). Εκεί υποστήριξε ότι είχε πλήρη άγνοια της γενοκτονίας που διέπρατταν οι Γερμανοί στις περιοχές που κατείχαν τα στρατεύματά του. Σύμφωνα με την κατάθεσή του στη δίκη της Νυρεμβέργης έλαβε τη διαταγή του Χίτλερ περί εκτέλεσης των πολιτικών κομισάριων του Κόκκινου στρατού, (η επονείδιστη Komissarbefehl), αλλά αρνήθηκε να την εφαρμόσει.[22] Κατέθεσε, μάλιστα, ότι ο τότε ανώτερός του Στρατάρχης Βίλχελμ φον Λέεμπ επέδειξε ανοχή και σιωπηρά αποδέχτηκε την απόφασή του και έτσι η διαταγή αυτή ουδέποτε εκτελέστηκε στην πράξη.
Ωστόσο, στο δικαστήριο επιδείχτηκε μια άλλη διαταγή που έφερε την υπογραφή του: Ένα, πιο χαλαρό, "αντίγραφο" της επίσης επονείδιστης διαταγής του Βάλτερ φον Ράιχεναου,[23] στην οποία οι αντάρτες παρτιζάνοι και οι Εβραίοι εξισώνονταν και συνιστούσε λήψη δρακόντειων μέτρων εναντίον τους. Ο Χίτλερ είχε θεωρήσει τη διαταγή Ράιχεναου παράδειγμα προς μίμηση και είχε προτρέψει όλους τους στρατιωτικούς ηγέτες να εκδώσουν παρόμοια διαταγή. Ο Μάνσταϊν ήταν από τους ελάχιστους που το έπραξαν.[24] Τη διαταγή αυτή, με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1941, είχε ήδη προσκομίσει στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ο κατήγορος Τέλφορντ Τέιλορ. Ο Μάνσταϊν επιβεβαίωσε τη διαταγή του, ισχυρίστηκε όμως ότι δεν θυμόταν καν την έκδοσή της. Η διαταγή αυτή υπήρξε ένα από τα πλέον αποφασιστικά στοιχεία στη δίκη του Αμβούργου.
Η υπερασπιστική γραμμή του Πέιτζετ, με την οποία είχε συνταχθεί και ο ίδιος ο Μάνσταϊν, τον απάλλαξε από τις περισσότερες από τις δεκαεπτά συνολικά κατηγορίες για τις οποίες διωκόταν. Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για δύο αδικήματα και υπόλογο για επτά άλλα, κυρίως επειδή υιοθέτησε την τακτική της "καμένης γης" και επειδή απέτυχε να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό. Η αρχική καταδικαστική απόφαση, που εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1949, προέβλεπε 18 ετών φυλάκιση. Οι υποστηρικτές του Μάνσταϊν, όμως, ξεσήκωσαν τόσο μεγάλο θόρυβο, που η ποινή μειώθηκε στα 12 έτη. Ο Μάνσταϊν αποφυλακίστηκε στις 6 Μαϊου 1953 για λόγους υγείας.
Ο Μάνσταϊν, μετά την αποφυλάκισή του, κλήθηκε από τον τότε Δυτικογερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και τοποθετήθηκε ως Σύμβουλος Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος μιας υποεπιτροπής συμβουλευτικής προς το Κοινοβούλιο σχετικά με την οργάνωση της Μπούντεσβερ (ο γερμανικός Στρατός ύστερα από τον Πόλεμο) και της ένταξής της στο ΝΑΤΟ.
Αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βαυαρία και αποφάσισε να γράψει τα απομνημονεύματά του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1955 με τον τίτλο Verlorene Siege (= Χαμένες Νίκες) και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1958. Σε αυτό διατυπώνει την από μακρού παγιωμένη θέση του ότι, αν οι στρατηγοί, και όχι ο Χίτλερ, είχαν την απόλυτη ευθύνη διεξαγωγής των επιχειρήσεων και της στρατηγικής τους, ο πόλεμος στο ανατολικό μέτωπο θα είχε κερδηθεί.
Καθώς ουδέποτε υπήρξε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, ο Μάνσταϊν δεν αντιμετώπισε προβλήματα όπως οι συμπαθούντες τον Εθνικοσοσιαλισμό συνάδελφοί του. Έχοντας μεγάλη επιρροή στην Μπούντεσβερ, εθεωρείτο, κατά τα πρώτα χρόνια ύπαρξής της, ως ο "ανεπίσημος" Αρχηγός του Επιτελείου της.
Ο Μάνσταϊν απεβίωσε στις 10 Ιουνίου 1973 στο Μόναχο και ετάφη με πλήρεις στρατιωτικές τιμές. Στον επικήδειό του οι Times έγραψαν: "Η επιρροή του προερχόταν από τη νοητική του ισχύ και το βάθος των γνώσεών του και όχι από την "ηλέκτριση" των στρατιωτών του ή την προβολή της προσωπικότητάς του" (The Times. 13-06-1973).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.